Ο Μακεδονικός Αγώνας, είναι ο μεγαλύτερος αγώνας του περιουσίου Ελληνικού μας Έθνους, μετά την Επανάστασιν του 1821.
Άρχισε ουσιαστικώς το 1870 που έγινε το Βουλγαρικό Σχίσμα και διήρκεσε μέχρι το 1908, ήτοι τριάκοντα οκτώ έτη.
Κατά την διάρκεια αυτού, ο Μακεδονικός Ελληνισμός υπέστη πολλές θυσίες σε ανθρώπους και περιουσιακά στοιχεία.
Παρ’ όλα, όμως, αυτά παρέμεινε ρωμαλέος και ανταποκρίθηκε πλήρως στο εθνικό του χρέος χάρις και στην ενεργό συμπαράσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Το Ελληνικό Κράτος, όταν αντελήφθη τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Ελληνισμός της Μακεδονίας, απεφάσισε να αντιδράσει ενόπλως.
Προς τούτο, αποφασίζεται να οργανωθούν ένοπλα σώματα ανταρτών, τα οποία αποτελούμενα κυρίως από Μακεδόνας θα αποσκοπούσαν να προστατεύσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και να τονώσουν το εθνικό του φρόνημα.
Προς υλοποίηση του σκοπού τούτου, την άνοιξη του έτους 1904 αποστέλλονται στη Μακεδονία ολιγομελείς ομάδες αξιωματικών για επιτόπια εξέταση της καταστάσεως. Εκ παραλλήλου, ιδρύθη στην Αθήνα μυστικό «Μακεδονικό Κομιτάτο», αποτελούμενο από τους Δημήτριο Καλαποθάκη, διευθυντή της εφημερίδος «ΕΜΠΡΟΣ» (Πρόεδρο, Νικόλαο Πολίτη, Ιωάννη Δ. Ράλλη, Παναγιώτη Σαρόγλου και άλλους, το οποίο και απεφάσισε την άμεση δράση ενόπλων ανταρτικών σωμάτων, τα οποία εισήλθαν στην Μακεδονία και με τους αγώνες τους επέτυχαν να την απαλλάξουν από τους Βουλγάρους κομιατατζήδες.
Εξάλλου, ο Ιων Δραγούμης, που υπηρετούσε ως Πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήριο, συνεκρότησε Επιτροπή εκ των Αργυρίου Ζάχου, Θεοδώρου Μόδη και Θεοδώρου Καπετανοπούλου, η οποία απετέλεσε τον πρώτο πυρήνα στο Μοναστήριο της Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας, αφού κατόρθωσε να αντιτάξη κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων δυο Σώματα Μακεδόνων πολεμιστών με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Ευάγγελο Στρεμπενιώτη και Κωνσταντίνο Κώττα.
Σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνος, υπήρξε ο Παύλος Μελάς και κατ’ εξοχήν οργανωτής αυτού ο Πρόξενος της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς.
Μεγάλη υπήρξε, επίσης, η συμβολή στην επιτυχία του Μακεδονικού Αγώνος και του Ιωνος Δραγούμη, καθώς, επίσης, και των Μητροπολιτών Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη και Δράμας (και μετέπειτα Εθνοϊερομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Αγίου Χρυσοστόμου) και άλλων ιεραρχών.
Στο προσκλητήριο σάλπισμα του Παύλου Μελά, ανταποκρίθηκε το Πανελλήνιο.
Πρώτη η ηρωοτόκος Κρήτη σε αριθμό και ποιότητα μαχητών και ακολουθεί η Μάνη με θυσίες αίματος γενναίων αγωνιστών. Έπονται άλλες περιφέρειες της ελευθέρας και της υποδούλου Ελλάδος με ολιγώτερους αγωνιστάς, που δεν υστερούσαν, όμως, σε ενθουσιασμό και σε πνεύμα αυτοθυσίας.
Ο Παύλο Μελάς, υπήρξε ένας εκ των τεσσάρων αξιωματικών που η κυβέρνηση Θεοτόκη απέστειλε στις αρχές του έτους 1904, ως οργανωτάς του Αγώνος στην Μακεδονία.
Οι άλλοι τρεις αξιωματικοί ήσαν οι Αλέξανδρος Κοντούλης, Αναστάσιος Παπούλας και Γεώργιος Κολοκοτρώνης. Επικεφαλής Σώματος εκ 50 ανδρών περίπου ο Παύλος Μελάς, αποτελουμένου εκ Κρητών, Μακεδόνων, Μανιατών και άλλων και συνοδευόμενος υπό του Λάκη Πύρζα, ανεχώρησε εξ Αθηνών και κατόπιν αφαντάστων ταλαιπωριών και μυρίων κινδύνων, έφθασε την 27η Αυγούστου 1904, στο Κωσταράζι της Καστοριάς.
Προτού αναχωρήσει εξ Αθηνών, στις 23 Αυγούστου του ιδίου έτους, ο Παύλος Μελάς είχε ορισθεί από το «Μακεδονικό Κομιτάτο» ως γενικός Αρχηγός των ανταρτικών Σωμάτων της περιοχής Μοναστηρίου – Καστοριάς.
Εν τω μεταξύ, από των αρχών του έτους 1905 η Ελληνική Κυβέρνηση άρχισε να ενισχύει τον Μακεδονικό Αγώνα με χρήματα και πολεμοφόδια. Κατόπιν τούτου και με την παράλληλη τοποθέτηση αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού σε όλα τα Ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας, ο Μακεδονικός Αγώνας, ετέθη επί νέας οργανωτικής βάσεως.
Το πεδίον του Αγώνος αυτού, με αφετηρία την περιοχή της Καστοριάς κατά τα έτη 1903-1904, επεξετάθη μέχρι του έτους 1908 σε ολόκληρη την σημερινή Ελληνική Μακεδονία, καθώς, επίσης, και στα τμήματα αυτής, τα οποία μεταγενεστέρως με Διεθνείς Συμβάσεις παραχωρήθηκαν στην πρώην Γιουγκοσλαβία (περιοχές Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης και Κρουσόβου) και στη Βουλγαρία (περιοχές Μελενίκου και Πετριτσίου).
Ο πρόωρος θάνατος του Παύλου Μελά την 13ην Οκτωβρίου 1904, κατόπιν προδοσίας, στο χωρίο Στάτιστα της Καστοριάς, το οποίο σήμερα φέρει το όνομά του, όχι μόνον δεν εκλόνισε το ηθικό των Μακεδονομάχων, αλλ’ αντιθέτως το αναπτέρωσε και διήγειρε ακόμη περισσότερο τον απανταχού Ελληνισμό. Οι οπλαρχηγοί Τσόντος, Βάρδας, Δικώνυμος, Μακρής, Αγρας, Δεμέστιχας και άλλοι ανέλαβαν στη συνέχεια δράση με τη συνεργασία των εγχωρίων Μακεδονομάχων. Χάρις σε όλους αυτούς η Μακεδονία τελικώς απέφυγε την εθνική της αλλοτρίωση.
Η δράση των Ελληνικών Σωμάτων, διήρκεσε μέχρι το 1908, οπότε η επικράτηση των Νεοτούρκων, η ανακήρυξη την 10η Ιουλίου 1908 του Τουρκικού Συντάγματος και η εκ μέρους των εφαρμογή νέας, πλέον σκληρής πολιτικής έναντι των υποδούλων στην Τουρκία Εθνών, οδήγησε στην συνένωση όλων των Κρατών της Βαλκανικής Χερσονήσου (Ελλάδος, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας) σε κοινό αγώνα κατά των Τούρκων και τελικώς στην κήρυξη του πολέμου κατά της Τουρκίας. Η Ελλάς εισήλθε στον πόλεμο αυτόν την 5η Οκτωβρίου 1912.
Ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την Θεσσαλονίκη την 26η Οκτωβρίου 1912 και τα Ιωάννινα την 21η Φεβρουαρίου 1913 και με ακατάσχετη προέλαση χάριζε την ελευθερία στις πόλεις της Μακεδονίας, οι οποίες μετά τόσους αιώνες δουλείας γίνονταν και πάλι Ελληνικές.
Ο Μακεδονικός Αγώνας συνέβαλε αποφασιστικώς στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, η οποία επραγματοποιήθη δια των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων των ετών 1912-1913, με τους οποίους απελευθερώθη ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία και ανεγνωρίσθη ως αναπόσπαστο τμήμα της Ελλάδος με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913.
Τιμή και Δόξα ανήκει στους Μακεδονομάχους, οι οποίοι δια των θυσιών των, ανάγκασαν τον προαιώνιο γείτονα εχθρό, να εγκαταλείψει την μάταια επιδίωξη της αναβιώσεως του θνησιγενούς εκτρώματος της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου της 21ης Φεβρουαρίου 1878.
Ο Μακεδονικός Αγώνας και οι λοιποί Αγώνες που διεξήγαγε κατά καιρούς το περιούσιο Ελληνικό μας Γένος, επιβάλλεται να μας διδάσκουν, να μας νουθετούν και να μας καθοδηγούν. Εκ μέρους δε των Πανελλήνων θα πρέπει να είναι συνεχής η απότιση του οφειλομένου ελαχίστου φόρου τιμής και ευγνωμοσύνης προς όλους τους επωνύμους και ανωνύμους μαχητάς του Μακεδονικού Αγώνος, οι οποίοι έχυσαν το αίμα τους και με τη θυσία τους, συντέλεσαν να παραμείνει οριστικώς ΕΛΛΗΝΙΚΗ η Μακεδονία μας.
Τιμώντες και μεγαλύνοντες τους υπέρ Πίστεως και Πατρίδος ηρωικώς αγωνισθέντας και ευκλεώς πεσόντας Μακεδονομάχους αδελφούς μας, ραίνουμε με δάκρυα του εθνικού πόνου τους πελώριους βωμούς της αναξάντλητης Ελληνικής θυσίας και στεφανώνουμε δια της Πανελληνίου ευγνωμοσύνης τους απέραντους τάφους των ηρώων μας, διαβεβαιούντες αυτούς, ότι δεν θα παύσουμε αγωνιζόμενοι για τα ιερά και τα όσια της ένδοξης Ελληνικής Φυλής μας:
«Αμές δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες!»
Ως κατακλείδα του παρόντος άρθρου μας – αφιέρωμα στον ένδοξο Μακεδονικό Αγώνα, παραθέτουμε τον όρκο τωνΜακεδονομάχων, ο οποίος έχει επί λέξει ως ακολούθως:
«Ορκίζομαι επί του Ιερού Ευαγγελίου να φυλάττω παν ό,τι αφορά την οργάνωσιν του Ελληνικού Κομιτάτου, να υπερασπίζω αυτήν μέχρι θανάτου, να μη προβαίνω εις ουδεμίαν ενέργειαν άνευ της εγκρίσεώς της και με κίνδυνον της ζωής μου να εκτελώ τας διαταγάς της. Εγγύησις του όρκου μου, ας είναι η ζωή και η τιμή μου. Μάρτυς μου ο Παντοδύναμος Θεός!».
Του κ. Κων/νου Β. Χιώλου, Διδάκτορος Νομικής – Δικηγόρου, Προέδρου Εθνικής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου