Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Οι βασικές παράμετροι της εκπαιδευτικής ανάπτυξης του ελληνισμού της Μακεδονίας στα μέσα του 19ου αιώνα.

Του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου από το "Μακεδονία και Τουρκία 1830-1878).

Μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 οι αποδημίες των Ελλήνων της Μακεδονίας προς την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία γίνονται ολοένα και αραιότερες.

Οι περισσότεροι, κυρίως  Δυτικομακεδόνες, στρέφονται προς τις μεγάλες πόλεις της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και τις βαλκανικές χώρες.

 Οι αστοί αυτοί αποβλέπουν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στις πατρίδες τους και γενικότερα στην πνευματική και εθνική αφύπνιση των συμπατριωτών τους.
Δαπανούν μεγάλα ποσά για την ίδρυση εκκλησιών, σχολείων, νοσοκομείων και την εκτέλεση άλλων κοινωφελών έργων.
Ύστερα από το τέλος του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) σημειώνεται μεγάλη εκπαιδευτική ανάπτυξη στον γεωγραφικό χώρο της μείζονος Μακεδονίας.
 Η εκπαιδευτική αυτή κίνηση οφείλεται όχι μόνο στην οικονομική συμπαράσταση των αποδήμων, αλλά κυρίως στη δραστηριότητα πολυάριθμων
συλλόγων, σωματείων, εταιρειών, αδελφοτήτων, οι οποίοι επιδιώκουν να διαδώσουν την ελληνική πάιδεία.

Η ελληνική μακεδονική αστική τάξη, που διαμορφώνεται την εποχή αυτή, αλλά και οι εκπαιδευτικοί σύλλογοι της Μακεδονίας και του ελληνικού κράτους, καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για την ανύψωση της πνευματικής στάθμης του υπόδουλου ελληνισμού.

Η πολιτιστική αυτή άνθηση έχει τις βαθύτερες ρίζες της στην γενικότερη πολιτική του ελληνικού κράτους, ιδιαίτερα μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1856) και την Κρητική επανάσταση (1869),
εφόσον η επίσημη ελληνική διπλωματία απέβλεπε παράλληλα με την καλλιέργεια αγαθών σχέσεων με την Τουρκία και στην τόνωση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας του υπόδουλου ελληνισμού.

 Βέβαια η σπουδαία αυτή παιδευτική άνοιξη κάμει αισθητά τα αποτελέσματά της στον μακεδονικό χώρο κατά το τελευταίο κυρίως τέταρτο του περασμένου αιώνα οπότε γίνεται πραγματικότητα η τεράστια πολιτιστική ακτινοβολία του ελληνιισμού της Μακεδονίας.

Έτσι, ουσιαστικά μετά το 1878, τόσο ο "Σύλλογος προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων"
 όσο και οι ντόπιοι μακεδονικοί πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς ανάλαβανμια θεαματική προσπάθεια για την ανύψωση του πνευματικού επιπέδου, του υπόδουλου ελληνισμού του βορειοελλαδικού χώρου. Ωστόσο  οι βάσεις άρχισαν να μπαίνουν μετά το τέλος του Κριμαικού πολέμου (1856) και να σταθεροποιούνται σημαντικά ύστερα από την ίδρυση της Εξαρχίας (1870).

Την εικόνα ακριβώς αυτή που αντανακλά η επισκόπηση της καταστασης της ελληνικής παιδείας στη Μακεδονία ως το 1878, έχει τη δυνατότητα ν' α αποκτήσει ο αναγνώστης στη δεύτερη ενότητα του κεφαλαίου αυτού.

Η εμφάνιση των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων ταυτόχρονα στο ελληνικό βασίλειο, αλλά και στις υπόδουλες ελληνικές χώρες, αποτελεί το προμήνυμα για μια νέα πνευματική αναγέννηση του ελληνικού έθνους.
Η ανάπτυξη και η διάδοση των ελληννικων γραμμάτων σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, ιδιαίτερα στη Μακεδονία και στη Θράκη, θεωρήθηκε για την εποχή εκείνη ως η υλοποίηση μιας από τις βασικότερες παραμέτρους της επίσημης ελληνικής πολιτικής μετά την Κρητική επανάσταση (1866- 1869) και την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας.

Τον σημαντικότερο ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή ανάλαβαν να διαδραματίσουν ο ¨Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως¨ (1861) και ο ¨Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων¨ (1869).

 Ο πρώτος ιδρύθηκε από τραπεζίτες, εμπόρους, λογίους και επιστήμονες στην Κωνσταντινούπολη και μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα αποτέλεσε ένα υπουργείο παιδείας του υπόδουλου ελληνισμού.
Στα πλαίσια της πλούσιας δραστηριότητάς του εντάσσεται η έκδοση διδακτικών εγχειριδίων και βιβλίων, η χορήγηση υποτροφιών και η κατάρτιση εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Βαθμιαία άρχισαν να δημιουργούνται και να πολλαπλασιάζονται πολυάριθμοι άλλοι μικρότεροι σύλλογοι στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Κρήτη.

Ανεκτίμητη υπήρξε ωστόσο η προσφορά του «Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων», ο οποίος σχηματίστηκε στην Αθήνα στα 1869, σε ελεύθερο δηλαδή έδαφος.

Ο «Σύλλογος» είχε τη θερμή ηθική και υλική συμπαράσταση του ελληνικού κράτους  και συνέβαλε καθοριστικά στην τεράστια εκπαιδευτική ανάπτυξηη της Θράκης και της Μακεδονίας.
Ο «Σύλλογος» συντηρούσε πολυάριθμα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας και έστελνε μεγάλες ποσότητες βιβλίων και διδακτικών εγχειριδίων.

Η παρουσία των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων στη Μακεδονία δίεν συντέλεσε μόνο στην διάδοση της ελληνικής παιδείας, αλλά  συνέβαλε ουσιαστικά στην εθνική αφύπνιση του υπόδουλου ελληνισμού και στην ιδεολογική προετοιμασία του Μακεδονικού Αγώνα.

 Τεράστια υπήρξε επίσης και η προσφορά των Μακεδόνων αποδήμων στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των ιδιαίτερων πατρίδων τους.

 Εκτός από εκείνους που διασκορπίστηκαν στα αστικά κέντρα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, ιδιαίτερα πολύτιμη στάθηκε και η παρουσία των Μακεδόνων αποδήμων στις βορειοδυτικές βαλκανικές χώρες.
 Αυτούς μπορούμε να τους διαιρέσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες, δηλαδή σ' εκείνους που μετανάστευαν Β. του Βελιγραδίου και σ' εκείνους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν νοτιότερα της σημερινής πρωτεύουσας της Γιουγκοσλαβίας.

 Οι Μακεδόνες μετανάστευαν εκεί, όπου υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη των εμπορικών και άλλων εργασιών τους.
Γι' αυτό και συχνά εγκατέλειπαν τις περιοχές, όπου είχαν αρχικά εγκατασταθεί εφόσον εκείνες έχαναν βαθμιαία την οικονομική σημασία τους.

Έτσι στα μέσα του 19ου αιώνα πολλές μακεδονικές οικογένειες ήλθαν στα Σκόπια.


Εκεί παρουσιάζονταν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τηνεπαγγελματική αποκατάσταση τους.
Οι Μακεδόνες απόδημοι έρχονταν να εγκατασταθούν κυρίως κατά μήκος των μεγάλων δημοσίων οδών και κεντρικών αρτηριών της Βαλκανικής. Γι' αυτό και σπάνια μετανάστευαν στη Βοσνία, στην Ερζεγοβίνη και στη Δυτική Σερβία, ενώ αντίθετα πλημμύριζαν τα αστικά χέντρα στις όχθες του Μοράβα και του Δούναβη.

Η βασικότερη απασχόληση των Μακεδόνων μεταναστών στο εξωτερικό, όπως και κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, ήταν το εμπόριο.

Η βαθμιαία οικονομική και κοινωνική προβολή τους μέσα στο ξένο περιβάλλον τους έδωσε τη δυνατότητα να διακριθούν, ν' αποκτήσουν με την έγκριση των τοπικών αρχών δικές τους εκκλησίες και σχολεία, και ν΄ ασκήσουν τεράστια πολιτιστική ακτινοβολία στους βαλκανικούς λαούς.

 Με την οικονομική ευρωστία τους επιβλήθηκαν στους διαφόρους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας και αποτέλεσαν την αστική τάξη των βαλκανικών χωρών.

Οι απόδημοι Μακεδόνες υπήρξαν  ταυτόχρονα και φορείς του ελληνικού τρόπου ζωής και γενικότερα του ελληνικού πολιτισμού.

 Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη  μητρόπολη των Καρλοβικίων του Σρεμ, όσοι ζούσαν ποταμού Σάβου, και στο πατριαρχείο Κώνσταντινουπόλεως, εκείνοι, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα νότια του παραπάνω ποταμού.

Τα σπουδαιότερα ελληνικά σχολεία που ιδρύθηκαν από Μακεδόνες και άλλους Έλληνες αποδήμους, ήταν του Βελιγραδίου, του Νόβι Σαντ (Novi Sad) και του Σεμλίνου σημερινή Γιουγκοσλαβία.
 Ανάμεσα στους αξιόλογους Μακεδόνες λογίους, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην και στην πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών τους, συγκαταλέγονται
 οι Δημήτριος Δημητρίου (1811-1872),
Διονύσιος παγιαννούσης-Ποποβιτς (1750-1828)
 και ο γιος του Σωφρόνιος (1772-1853)
και ό Παναγιώτης Παπακωστόπουλος (1820-1879).

Ο Δ. Δημητρίου, ο οποίος καταγόταν από τη Σιάτιστα εκπόνησε διηγήματα, θεατρικά έργα και λυρικά ποιήματι διατέλεσε συντάκτης της κροατικής εφημερίδας
«Narodne Novine» (Εθνική Εφημερίδα) και διευθυντής δραματολογίου στο θέατρο του Ζάγκρεμπ.
Ο Δ. Παπαγιαννούσης καταγόταν από τα Σέρβια της Δυτ. Μακεδονίας.

Ως μητροπολίτης Βελιγραδίου επίσκοπος Βούδας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ράρχες της Ορθοδοξίας.
Ο γιος του Σωφρόνιος, από την Κοζάνη, διακρίθηκε ως συγγραφέας διαφόρων έργων, αλλά και ως μεγάλος ευεργέτης της γενέτειράς του.
Παράλληλα δίδαξε στο Σεμλίνο σε Έλληνες και ξένους μαθητές.
Ο Π. Παπακωστόπουλος από τον Βελβενδό, διατέλεσε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο σερβικό γυμνάσιο του Βελιγραδίου στα 1854.
Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Novi Sad (γύρω στα 1835), όπου παρέμεινε ως το 1846 διδάσκοντας τη μητρική του γλώσσα στο ελληνικό σχολείο της πόλης.
Εκεί άρχισε ν' αποκτά και τις πρώτες γνώσεις της σερβικής. Στα 1847 έρχεται στη Βιέννη, για να σπουδάσει ιατρική, και στα 1853 γίνεται κάτοχος και του διδακτορικού διπλώματος
της ίδιας επιστήμης. Από τους πολυάριθμους Σέρβους μαθητές του Π. Παπακωστόπουλου στο σερβικό γυμνάσιο του Βελιγραδίου, αξιομνημόνευτος
είναι ο μεγάλος Σέρβος λογοτέχνης και πολιτικός Svetomir Nikolajevic (1844-1922).
Ο Παπακωστόπουλος μετέφρασε επίσης αρχαία ελληνικά έργα στα σερβικά, όπως την Αντιγόνη του Σοφοκλή και ολόκληρη την Οδύσσεια του Ομήρου.

 Ανάλογη υπήρξε και η εκδοτική δραστηριότητα των Μακεδόνων αποδήμων στις νοτιοσλαβικές χώρες, όπως των δύο σπουδαίων τυπογράφων,των Ιωάννη Καραμάτα και Αθανασίου Πούλιου, οι οποίοι προέρχονταν από τον δυτικομακεδονικό χώρο.

Τα τυπογραφεία των Μακεδόνων αυτών δεν διέθεταν ελληνικά στοιχεία, αλλά σλαβικά. Έτσι με τις πολυάριθμες εκδόσεις τους συνέβαλαν σημαντικά στην
 αναγέννηση της πνευματικής ζωής των Σέρβων κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα .

Ισχυρό αποδημητικό ρεύμα Σιατιστινών, Σελιτσιωτών, Κλεισουριωτών, Χρουπιστιανών και άλλων παρατηρείται στα μέσα του 19ου αιώνα και μετέπειτα σε διάφορες πόλεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στην Καβάλα.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την συμβολή των Μακεδόνων αποδήμων στην ίδρυση των δύο μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Δυτ. Μακεδονίας, των γυμνασίων του Τσοτυλίου και της Σιάτιστας (Τραμπάντζειο Γυμνάσιο).

 Με την πρωτοβουλία του διάκου Στέφανου Νούκα από τη Δράμιστα (Δάφνη) της Ανασελίτσας, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην Κωνσταντινούπολη, και τη θερμή υποστήριξη του Κων. Θωμαΐδη από τη Βλάστη καθώς και του μητροπολίτη Νίκαιας Ιωαννίκιου από το Ραδοβίστι (Ροδοχώρι),
ιδρύθηκε στα 1871 η «Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα», η οποία αποσκοπούσε στην καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων σε ολόκληρη τη Μακεδονία και κυρίως στις επαρχίες Ανασελίτσας, Γρεβενών, Καστοριάς και Σιάτιστας.

Πραγματικά την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο Τσοτύλι κεντρική σχολή (κλασσική και πρακτική), η οποία αποτέλεσε ένα ανώτερο εθνικό και εκπολιτιστικό εκπαιδευτήριο.
Το Τραμπάντζειο γυμνάσιο κτίστηκε στα 1888 με χρήματα του ξενιτεμένου στη Ρουμανία Σιατιστινού Ιωάννη Τραμπάντζη.
 Το Τραμπάντζειο στέγαζε δύο πλούσιες παλιές βιβλιοθήκες, τη Μανούσεια με 5.000 τόμους και τη Ρουσοπούλεια με 2.000.
Αλλά για την προσφορά των Μακεδόνων αποδήμων-ευεργετών στην εκπαιδευτική ανάπτυξη των ιδιαίτερων πατρίδων τους θα γίνει λεπτομερέστερη αναφορά σε παρακατω ενότητα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου