Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι Μακεδόνες και η Επανάσταση 1821: Μακεδόνες Αγωνιστές στην Εθνεγερσία του 1821.

 H αναφορά των Μακεδόνων Αγωνιστών προς την κυβέρνηση 
(3 Νοεμβρίου 1827, Μονή Αγίου Διονυσίου Ολύμπου)

Η καταστολή της ατυχούς επανάστασης των Ελλήνων που έλαβε χώρα τον Απρίλιο – Μάιο του 1822, στη Νάουσα και στην περιοχή Ολύμπου - Πιερίων, ανάγκασε πολλούς Μακεδόνες αγωνιστές μαζί με τις οικογένειές τους να καταφύγουν στο Νότο και αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στις Βόρειες Σποράδες.

Από τότε, εκτός από λίγες μικροσυμπλοκές και μερικές πειρατικές επιδρομές, δεν μνημονεύονται αξιόλογα επαναστατικά κινήματα. Η Μακεδονία παρέμενε φαινομενικά ήσυχη και αυτό ακριβώς έκανε τους αντιπροσώπους των Δυνάμεων που συζητούσαν για τον καθορισμό των συνόρων του Ελληνικού Κράτους , να μην συμπεριλάβουν στις συζητήσεις τους, την Μακεδονία.

Από τις ψυχές όμως των Μακεδόνων δεν είχε εξαλειφθεί η επαναστατική φλόγα και ο πόθος για την ελευθερία. Οι Μακεδόνες αγωνιστές που είχαν καταφύγει στο Νότο είχαν πάντοτε στραμμένα τα βλέμματά τους προς την πατρίδα τους, ενώ πρόκριτοι, ιερωμένοι και λαϊκοί που είχαν μείνει στον τόπο τους, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να ξεσηκώσουν τους Έλληνες εναντίον των Τούρκων.

Το Νοέμβρη του 1827, στη Μονή του Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο, γίνεται μια μυστική σύσκεψη πολλών οπλαρχηγών, κληρικών και προκρίτων κυρίως από την περιοχή Ολύμπου και Πιερίων.
Τριάντα περίπου άτομα υπογράφουν στις 3 Νοεμβρίου του 1827, δύο αναφορές που τις στέλνουν στην Ελληνική Κυβέρνηση. Στις αναφορές αυτές μιλάνε για την ανάγκη να δράσουν ώστε να απελευθερωθούν τα εδάφη τους και μάλιστα τώρα, που πρόκειται να καθοριστούν τα όρια του Ελληνικού Κράτους. Μιλάνε για την ανάγκη και την προθυμία στρατιωτών και κατοίκων της περιοχής των για ελευθερία και ζητούν από την κυβέρνηση να τους ενισχύσει υλικά και να διορίσει επικεφαλής έναν άνθρωπο άξιο, στου οποίου το κύρος να υπακούουν όλοι.

Στην πρώτη αναφορά ζητούν να τους στείλει η κυβέρνηση τον «πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον ‘Υψηλάντην», γιατί όλοι οι οπλαρχηγοί και στρατιώτες τον σέβονται και γιατί «η ἐπήρεια (επιρροή) καί πατριωτική προθυμία «τοῦ ὑποκειμένου τούτου» θα κερδίσει την υπόληψη όλων και θα διώξει «τον όλέθριον φθόνον και άντιζηλίαν».

Στην άλλη αναφορά ζητούν να τους στείλουν τον Βαυαρό φιλέλληνα συνταγματάρχη Heideck ως «διευθυντή τῶν πραγμάτων» και «μεθ’ ὄλης τῆς παρεπομένης οἰκονομίας τῶν ἀναγκαίων ζωοτροφιῶν, πολεμοφοδίων και ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως καί πᾶν ὂ,τι συντείνει εἰς τήν ἐκστρατείαν». Στην αναφορά αυτή τονίζουν την παρουσία του Heideck ως απαραίτητη για τον σεβασμό που του έχουν οι αγωνιστές.
Δηλαδή ζητούσαν ως γενικό αρχηγό τον Υψηλάντη και τον Βαυαρό φιλέλληνα ως βοηθό του, επιμελητή και επιτελάρχη.

Τις αναφορές αυτές τις υπογράφουν γνωστοί οπλαρχηγοί όπως οι αδερφοί Διαμαντής και ο Κώστας Νικολάου, οι αδερφοί Γεώργιος και Αθανάσιος Σύρου, ο Τόλιος Λάζου, ο Θόδωρος Ζιάκας και άλλοι.
Επίσης υπογράφουν οι ηγούμενοι των μοναστηριών του Αγίου Διονυσίου και της Πέτρας Ολύμπου, της μονής Μακρυρράχης του χωριού Κόκοβα των Πιερίων και μερικοί ιερείς και πρόκριτοι της περιοχής.
Οι διασημότεροι οπλαρχηγοί συνοδεύουν την υπογραφή τους και με σφράγισμα από το ατομικό τους σφραγίδα-δαχτυλίδι.
Τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Μακεδονικά Σύμμεικτα, τόμ. 6, Ε.Μ.Σ.

Η πρώτη αναφορά των οπλαρχηγών προς την Ελληνική Κυβέρνηση, έχει ως εξής:

Πρός τήν Σεβαστήν ἡμών Κυβέρνησιν,


Ὁ ἓνθερμος πατριωτικός ζῆλος, ὂστις ἐκίνησε το ἒθνος μας κατά τῆς τυραννίας ὑπέρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας, ἀναζωπύρησεν ἀπό την ἀρχήν αὐτήν ὃλον τόν ἐνθουσιασμόν εἰς τάς καρδίας τῶν γενναίων Ὀλυμπιακών στρατευμάτων.
Περιττόν να προσθέσωμεν ποσάκις ἐκινήθησαν τά Ὀλυμπιακά σώματα και ὁποῖα ἐκατόρθωσαν εἰς τά κινήματά των. Ἂν ἲσως ὁ φθόνος ἢ ἡ βασκανία τῆς τύχης ἢ αἱ ἂλλαι καταχρήσεις τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν ἀνέκοψεν τάς εὐκταίας προόδους, δεν εἲναι βέβαια σκληροτράχηλον ἀποτέλεσμα τῶν προθέσεων τούτων των στρατευμάτων, ἀλλά σφάλμα καθαρόν και ἀτόπημα προξενηθέν ἀπό τούς ἀνοητίας.


Μέ τήν παρούσαν ἐπισημοτάτην περίστασιν φαίνεται ἀπαραμοίωτος ὁ ἲδιος ἐνθουσιασμός μέ ὂλον τόν ἐναπαιτούμενον διάπυρον ζῆλον τῶν ἐνταῦθα στρατιωτικῶν σωμάτων μας καί, καθ΄ ὂσον ἡ φιλάνθρωπος συγκατάθεσις τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων μᾶς ἐνθαρρύνει καί μᾶς παρακινεῖ να κινηθῶμεν ἁπανταχόσε καί νά συγκρουτήσωμεν νέα στάδια ἀγώνων, ἂλλο τόσον φαίνεται νά κορυφοῦται ἡ ἃμιλλα καί ἡ προθυμία τῶν γενναίων στρατιωτῶν μας.
Τίποτε δέν ἠμπορεῖ νά τήν ψυχράνῃ ἢ νά τήν ἐμποδίσῃ εἰ μή ἡ κακή προμήθεια τῶν τροφῶν, πολεμοφοδίων καί ἡ ἒλλειψης τῆς ἀναγκαίας θαλασσίου δυνάμεως. 
Ἐκρίθη λοιπόν ἐν μιᾷ φωνῇ καί καρδίᾳ νά ἀναφερθῶμεν προς τήν Σεβαστήν Κυβέρνησιν τοῦ ἒθνους, παρασταίνοντες ὃτι ἀπό ἐμᾶς ἀπαιτεῖται ζῆλος καί προθυμία, ἀπό δέ τῆς Σεβαστῆς Κυβερνήσεως ἡ ἀπαραίτητος προμήθεια τῶν ἀναγκαίων. 


Καί ὃταν ἐπί κεφαλῆς μας διορίςῃ ὑποκείμενον εὐσέβαστον καί ἂξιον νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ὑποσχόμεθα ἐντός ὀλίγου νά δείξωμεν κατορθώματα ἂξια τῶν λαμπρῶν προπατόρων μας καί νά ὑπερκτείνωμεν μέ γιγαντιαῖα βήματα τά ὃρία τῆς ἐπικρατείας.
Γνωρίζει ὁ καθείς ὁποία ἐστάθη ἡ Ὀλυμπιακή προθυμία εἰς τό νά ἀκολουθήσωσι τάς ὁδηγίας τῶν κατά καιρῶν διευθυντῶν, τοῦ τε Κωλέτη καί ἂλλων, κατά τάς διαταγάς τῆς Διοικήσεως καί ὃτι τά παρακολουθήσαντα διάφορα ἀτοπήματα ἀπεκατέστηνον τά κινήματά μας ἀνωφελῆ. 
Ὃταν λοιπόν ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις φροντίσῃ ν΄ἀντικαταστήσῃ ἂνθρωπον ἂξιον καί προικισμένον ὁπωσοῦν μέ πολιτικά καί πολεμικά προτερήματα, ἠμπόρεῖ ἀφεύκτως καί νά ἐλπίσῃ ἀποτελέσματα ἀνάλογα τῆς εὐχῆς της. 


Παρόμοιον ὑποκείμενον καί πρός τό ὁποίον νά σώζεται ἀπό μέρους τῶν ἐνταῦθα ὁπλαρχηγούντων καί ἐν γένει ὃλων τῶν στρατιωτῶν μας τό ἀνῆκον σέβας γνωρίζει τόν πατριώτην ἒξοχον κύριον Δημήτριον Ὑψηλάντην. 
Ἠ ἐπήρεια καί πατριωτική προθυμία τοῦ ὑποκειμένου τούτου ἐφάνη καί ἂλλοτε, ὣστε νά κερδίσῃ ὃλη τήν ὑπόληψιν ἡμῶν καί τῶν συστρατιωτῶν μας. Καί διά νά ἀφαιρέσῃ ἀφ΄ἡμῶν τόν ὀλέθριον φθόνον καί ἀντιζηλίαν εἶναι καλόν νά συγκατατεθῇ ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις διορίζουσα τόν πατριώτην τοῦτον, διά νά συμβοῦν καί εὐκταῖα ἀποτελέσματα. 


Εἰς πᾶν δέ ἐναντίον ἂς εἶναι ἡ Σεβαστή Κυβέρνησις βεβαία ὃτι δέν ἠμπορεῖ νά κατορθωθῇ τίποτε καί θέλει ἀποκτήσει τήν δικαίαν ἀγανάκτησιν και αἰώνιον πικράν κατάκρισιν ἀπό ὂλους ἐν γένει τους Θετταλολυμπίους λαούς, οἲτινες ἀπό τήν ἀρχήν τῆς ἐπαναστάσεως ψυχή πλέον ἒως τήν σήμερον δέν τους ἒμεινεν.


τῇ 3 Νοεμβρίου 1827
καί μέ τό ἀνῆκον σέβας μένομεν


ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῦ κατά τήν
οἱ συμπολῖται καί ὁπλαρχηγοί


Σεβαστήν Μονήν τοῦ Ἁγ. Διονυσίου
Ὀλύμπιοι


ἐν Ὀλύμπου


Διαμαντής Γ. νικολάου 
Ἰουάνης σβορόνος
ἀθανάσιος σύρου 
Το Κο (ἰσως Τόλιος Κότας)
λά(μ)προς μάνταλος 
Γιαννούλας Μάν(τ)ζαρης
Τόλιος Λάζως 
Μιχάλης πιτζηάβας 
Θεόδωρος Ζηάκα 
Λιάπης Γεωργιάδης Γραμματεύς
Παπαθίμηος
Διονύσιος Ἰγούμενος μακριᾶς ράχης
Πέτρου γεόργι
γιόργος λώλου
νικόλαος μανόλι
ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἁγίου Διονυσίου μεθόδιος Πίτζιαβας
Ιωάνης σβορόνος (τό ἲδιο ὂνομα τό βρίσκουμε καί στην ἀρχή τῶν ὑπογραφῶν)
ἀναγνώστι γεοργήου
γηόργηος σιρόπολος
Κώστας Νικολάου 
Ἱγούμενος σαμουήλ πέτρας
Νικόλαος φράγγου
κόστας διμολάζως
παντεληός ἰωάνου
δημήτρη θεωδόρου
ἀναγνώστης παπαζήση
γηοργάκης λιόλιος
σταμάτη γραμένο
Παπακοσμᾶς Πέτρας
ἀναγνόστης χασκάρα
γιόργις μποσταντζής
ἀντονάκη διαμαντή


Ο Heideck σε απάντηση που έστειλε στους οπλαρχηγούς, δέχεται με ευχαρίστηση την πρότασή τους.
Επειδή όμως είχε φτάσει στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, τους παρακινεί να απευθυνθούν σε αυτόν, και τους υπόσχεται ότι θα συνδράμει με ευχαρίστηση, όσο μπορεί.
Το γράμμα του Heideck είχε ημερομηνία «Πόρος, τήν 10 Ἰανουαρίου 1828»,
 και στην πίσω όψη του φύλλου γράφει: «Πρός τούς Κυρίους Κυρίους Ὁπλαρχηγούς καί Προκρίτους τῶν Θετταλολυμπίων, εἰς Ὂλυμπον.»

Τον Δεκέμβριο του 1827 οι οπλαρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, ο Τόλιος Λάζου και ο Γεώργιος Συρόπουλος, μεταβαίνουν στη Σκόπελο και επικοινωνούν γραπτώς με τους πληρεξουσίους τους, τον αρχιμανδρίτη Κωνστάντιο, τον αρχιμανδρίτη Αρσένιο, τον Αναστάσιο Ελεών και τον Ιωάννη Περικλέα, και προσπαθούν να μεταφέρουν από τη Μακεδονία στη Νότια Ελλάδα τα γυναικόπαιδα των αγωνιστών, για να διευκολύνουν μια ενδεχόμενη επαναστατική κίνηση. Για το σκοπό αυτό ζητούν να τους εξασφαλίστεί μία μικρή γολέτα, ώστε να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα.

Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Καποδίστρια, οι πληρεξούσιοι των Μακεδόνων, υποβάλλουν στον Κυβερνήτη όλα τα έγγραφα των οπλαρχηγών καθώς και αντίγραφο από την απάντηση του Heideck, και ζητούν τη συμπαράστασή του για τη δικαίωση των πόθων των Μακεδόνων.

Το έγγραφο με το οποίο τα διαβιβάζουν είναι το εξής:

Ἐξοχώτατε,


Οἱ Ὁπλαρχηγοί τοῦ Ὀλύμπου ὁδηγούμενοι ἀπό προλαβόντα παραδείγματα (διά νά βάλωσι βάσιν τῆς προμηθείας τῶν ἀναγκείων εἰς τήν ἀρετήν ἀνδρῶν ἀποδεδειγμένων) ἠναγκάσθησαν νά καταφερθῶσιν εἰς τό ὓψος τῶν ἐγτοῦσεν ἁπανταχόσε. Ἀλλ΄ ἢδη, ὃτε ἡ ὑποστήριξις τῶν ἐλπίδων ἀπό τήν πατρικήν κηδεμονίαν τῆς ἐξοχότητός σας ἐμψυχώνει το Πανελλήνιον, ἒπρεπε ν΄ ἀναφερθῶσι κατ΄ἀξίαν.
Διό καί παρακαλοῦμεν θερμῶς οἱ ὑποσημειούμενοι Πληρεξούσιοί των νά συγκαταβῆτε εἰς τό ζήτημα ἀποβλέποντες καί τήν προθυμίαν των ὑπέρ ἐλευθερίας καί τήν φιλανθρωπίαν πρός τούς ἐκεῖ ἀπολλυμένους λαούς.
Ὁ κύριος Ἑϊδέκερ κατά τό ἒγκλειστον ἀντίγραφον δεικνύει ἂκραν προθυμίαν.


Ἐν Αἰγίνῃ, τήν 23 Ἰανουαρίου 1828
Καί μέ βαθύτατον σέβας διαμένομεν
Εὐπειθέστατοι πολῖται
Κωνστάντιος Ἀρχιμανδρίτης
Ἀναστάσιος Ἐλεών
Ἰωάννης Περικλῆς

Οι Μακεδόνες και οι Θεσσαλοί οπλαρχηγοί συνέχισαν τις εκκλήσεις τους προς τον Καποδίστρια, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τον Νοέμβριο του 1828, όταν ο Υψηλάντης εξεστράτευσε στην Ανατολική Στερεά, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί έστειλαν σ΄αυτόν αντιπροσώπους με νέες προτάσεις για την αναζωπύρωση του αγώνα στην Μακεδονία.

Η απάντηση του Υψηλάντη όμως ήταν αρνητική και σ΄αυτό ήταν σύμφωνος και ο Καποδίστριας.

 Δεν συνέφερε κατά τη γνώμη του, η επέκταση των επιχειρήσεων σε μακρινές περιοχές χωρίς να μπορούν να τις εξασφαλίσουν και μάλιστα τη στιγμή που οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων στον Πόρο συζητούσαν σχετικά με τα όρια του ελληνικού κράτους.

Όταν τον Ιούλιο του 1829, στην Δ’ Εθνοσυνέλευση, ο Διαμαντής Νικολάου εξ ονόματος των Θεσσαλομακεδόνων πρόσφερε στον Καποδίστρια την πληρεξουσιότητα, εκείνος τον ευχαρίστησε, αλλά ταυτόχρονα του δήλωσε ότι δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει.

Η τύχη της πατρίδας των (δηλαδή της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας), του έγραφε τότε, εξαρτάται μόνο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και του συνιστούσε, όπως και προηγουμένως, να διατηρήσουν καλές σχέσεις με τους Τούρκους και να ελπίζουν για το μέλλον στη θεία πρόνοια και στη δικαιοσύνη των Δυνάμεων…

Έτσι κατέληξε άκαρπη αυτή η προσπάθεια των Μακεδόνων οπλαρχηγών για την αναζωπύρωση του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία.

Οι Μακεδόνες πρόσφυγες για αρκετό χρόνο εξακολούθησαν να μένουν στις Σποράδες και πολλοί από αυτούς να λυμαίνονται από εκεί ως πειρατές πια τους Έλληνες, ώσπου ο Μιαούλης, με διαταγή του Καποδίστρια, κατέλαβε το ορμητήριό τους και αιχμαλώτισε ή πυρπόλησε τα εξοπλισμένα πλοιάριά τους.
Όσοι οπλαρχηγοί είχαν μείνει στη Μακεδονία, προσκύνησαν τους Τούρκους και φρόντισαν να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους μ΄αυτούς και να ξαναπάρουν τα αρματολίκια τους, περιμένοντας άλλη κατάλληλη περίσταση, για να πραγματοποιήσουν την αιώνια επιθυμία τους, την απελευθέρωση και την ένωση με το ελεύθερο ελληνικό κράτος…

Στ. Παπαδόπουλος
Μακεδονικά Σύμμεικτα, Τόμος 6ος , Θεσσαλονίκη 1965, Ε.Μ.Σ

Πηγή: Ανιχνευτές
---------------------------------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου