Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

H Μακεδονία στις αρχές του αιώνα: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ, ΟΥΝΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚ ΚΙΝΗΣΗ

Κ. Βακαλόπουλος.

Η αναταραχή που επικρατεί στο βορειοδυτικό μακεδονικό χώρο στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, θα συνεχιστεί και στις αρχές της δεκαετίας 1880-1890  με τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών και των Γκέγκηδων της Δίβρας, οι όποιοι λυμαίνονταν κυριολεκτικά τις περιοχές ’Αχρίδας, Πελαγονίας, Γευγελής, Τίκβες και Μοριχόβου .

 'Ο Άχμέτ Έγιούπ πασάς, βαλής του βιλαετιού Μοναστηριού, όποιος είχε κηρύξει στα τέλη του 1881 τό στρατιωτικό νόμο στην περιοχή Κοριτσας, κατόρθωσε ν’ άποκαταστήσει κάπως την τάξη με τη συνεργασία του Νεχίμ μπέη, άλλα συνάντησε τις σφοδρές αντιδράσεις των μπέηδων της Δίβρας.

 'Ο Νεχίμ μπέης αποκάλυψε την ενοχή πολλών μουσουλμάνων μπέηδων, ορισμένους από τους οποίους συνέλαβε και οδήγησε στο Μοναστήρι.

 Για λίγο σχετικά χρονικό διάστημα αποκαταστάθηκε ή ασφάλεια στο βιλαέτι του Μοναστηριού και ό ντόπιος πληθυσμός μπόρεσε ν’ ασχοληθεί άφοβα με την καλλιέργεια των χωραφιών του.
Με τη βοήθεια όμως της Πύλης οι μπέηδες της Δίβρας πέτυχαν την απελευθέρωση των συλληφθέντων και ακύρωσαν τα σχέδια του Άχμέτ Έγιούπ πασά για την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρο το βιλαέτι και τη διάνοιξη οδών προς τη Δίβρα, για τον έλεγχο της κατάστασης. ’Ακολούθησαν νέες αιματηρές ταραχές και τελικά οι τουρκικές αρχές αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν .

Έτσι ξανάρχισε ή αναρχία.

Πολλοί Έλληνες έμποροι υφίστανται τις επιθέσεις των μουσουλμάνων της Δίβρας και ορισμένοι ληστεύονται και δολοφονούνται .

 Οι Διβραίοι περιφέρονται ελεύθερα και λεηλατούν τα πολυάριθμα χριστιανικά χωριά, ώστε μέσα στα 1882 γύρω στις 1.700 χριστιανικές οικογένειες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Σερβία και στη Βουλγαρία.

 Δεν είναι όμως μόνον οι επιδρομές των μουσουλμανικών στιφών, που προκαλούν την εποχή αυτή αναταραχή στη Δυτική και Βορειοδυτική Μακεδονία, αλλά και οι συχνές επιθέσεις των ελληνικών και βουλγαρικών ομάδων, όπως  του Ναούμ Κοράνη, του Ευθύμιου Παλαβού, του Γεώργιου Λάζε, του ’Αλέξιου Δουδούμη και άλλων, οι όποιοι τρομοκρατούσαν το ντόπιο ελληνικό πληθυσμό .

Οι χριστιανοί κάτοικοι της Δίβρας με δύο αναφορές, γραμμένες προς το γενικό διοικητή του Μοναστηριού, περιγράφουν τους κινδύνους και τα δεινά, από τα όποια απειλούνται και κατηγορούν σαν υπαίτιους της κατάστασης αυτής τον Ίλιάς πασά της Άνω Δίβρας και τον ’Αβδουλλάχ πασά της Κάτω Δίβρας, ιδρυτικά μέλη του αλβανικού συνδέσμου .

Γιά ν’ άντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή ή Πύλη σύστησε το Σεπτέμβριο του 1882 στο Μοναστήρι στρατοδικείο, ενώ ό γενικός διοικητής κάλεσε από τη Δίβρα να παρουσιαστούν εμπρός του οι πασάδες Σαδίκ και ’Αβδουλλάχ. 'Ο ’Αβδουλλάχ συγκέντρωσε τότε 25 ισχυρούς Διβραίους για να τους ενημερώσει και τους συμβουλευθεί σχετικά.

 Αυτοί όμως φοβήθηκαν μήπως πίσω από την ενέργεια της Πύλης κρυβόταν η επιθυμία της να συλλάβει και να εξορίσει τούς δύο πασάδες. Πράγματι ή παρουσία των μπέηδων αυτών στη Δίβρα την εποχή εκείνη  θεωρούνταν ή βασική αιτία για την κατάσταση που επικρατούσε, όπως  προκύπτει και από τις διαμαρτυρίες του ντόπιου πληθυσμού της περιοχής, καθώς και του Έλληνα μητροπολίτη Δεβρών και Βελεσσοϋ ’Άνθιμου, στον όποιο ό Άχμέτ Έγιούπ πασάς είχε κιόλας ανακοινώσει τη σύσταση του στρατοδικείου.

Μολαταύτα, όπως  φαινόταν και από τη στάση του, ό γενικός διοικητής του Μοναστηριού δεν είχε σκοπό να λάβει αυστηρά μέτρα κατά του ’Αβδουλλάχ, επειδή διατηρούσε φιλικές σχέσεις μαζί του .

'Η σύσταση του στρατοδικείου Μοναστηριού στα τέλη του 1882 δεν είχε μόνο σκοπό ν’ αναστείλει τη δραστηριότητα των ισχυρών ’Αλβανών μπέηδων και των άλλων ατάκτων στιφών, αλλά και τις βίαιες ενέργειες των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, τα όποια δρούσαν σε βάρος του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού.

 Ζωηρές συζητήσεις γίνονταν τότε στους τουρκικούς κύκλους του βιλαετιού Μοναστηριού για την παρουσία Βουλγάρων «κομιτών» (μελών του κομιτάτου) στις περιοχές του Περλεπέ και του Δεμίρ-Χισάρ .

 Στίφη επίσης Βουλγάρων λυμαίνονταν από τις αρχές κιόλας του ρωσοτουρκικού πολέμου τις περιοχές Τίκφες και Μοριχόβου.
Οι  απεσταλμένοι των βουλγαρικών κομιτάτων ζητούσαν χρήματα και τροφές από τους 'Έλληνες των περιοχών εκείνων και προκαλούσαν σημαντικές ζημιές γενικά στους ντόπιους πληθυσμούς .

’Ιδιαίτερα στις περιοχές Περλεπέ, ’Αχρίδας και Δεμίρ- Χισάρ οί Βούλγαροι είχαν εμφυσήσει στους έξαρχικούς κατοίκους σφοδρό μίσος κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού .

Γι’ αυτό και οι τουρκικές αρχές του Βιλαετιού Μοναστηριού προσπαθούσαν να παραλύσουν την κίνηση καταδιώκοντας και συλλαμβάνοντας μέλη των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων , παρά την προστασία, που τους παρείχε ό Ρώσος πρόξενος στο Μοναστήρι, ό όποιος τους αποκαλούσε δημόσια « επαναστάτες» .

Γεγονός είναι ότι στα τέλη του 1882 οι έξαρχικοί κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας υφίστανται συστηματικές διώξεις των τουρκικών αρχών, επειδή βρίσκονταν σε συνεχείς επαφές με τους επαναστατικούς συλλόγους της Σόφιας.

Προετοιμασία εκρηκτικών για την εξέγερση 
Πολλοί έξαρχικοί των περιοχών ’Αβρέτ-Χισάρ, Μαλεσίου, Κατσανικίου και Ίστίπ είχαν συλληφθεί με την κατηγορία ότι συνεργάζονταν με μυστικές βουλγαρικές εταιρείες, οι όποιες προετοίμαζαν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία.


’Ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν συλληφθεί στο Μάλεσι, συγκαταλεγόταν και μια προϊσταμένη ενός ενός μοναστηριού καλογριών, ή οποία διατηρούσε πυκνή αλληλογραφία με βουλγάρικους επαναστατικούς συλλόγους .

Επίσης εκτεταμένες έρευνες πραγματοποιούν στις αρχές της δεκαετίας 1880- 1890 οί τουρκικές αρχές και στα Βελεσά , ύστερα οπό σχετική αίτηση των έξαρχικών κατοίκων προς τον πρίγκιπα της Βουλγαρίας Βάττεμβεργ, από τον όποιο ζητούσαν να τους απελευθερώσει από τον τουρκικό ζυγό .

'Ορισμένοι άπ’ αυτούς  αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο της Θεσσαλονίκης και όσοι είχαν ήδη καταδικαστεί, προσπαθούσαν ν’ απελευθερωθούν με τη μεσολάβηση του Ρώσου πρόξενου, ο οποίος ρωτούσε επίμονα τα μέλη του τούρκικου στρατοδικείου τα εξής:

«Δέν είναι οι Ρώσοι προστάτες των Βουλγάρων και δεν έχουν οι δύο λαοί την ίδια ιδεολογία;» .

Πάντως ή στάση των ντόπιων τουρκικών αρχών, ήδη από τις αρχές του 1882, παρουσιάζεται περισσότερο ανεκτική συγκριτικά με των προηγούμενων  ετών απέναντι στη βουλγαρική κίνηση, που δραστηριοποιείται την εποχή εκείνη στο βόρειο μακεδονικό χώρο.

Έτσι π.χ., ενώ στα τέλη του 1881 είχαν καταργηθεί στην επαρχία της Δοϊράνης όλα τα βουλγαρικά σχολεία ύστερα από τα αυστηρά μέτρα, που είχε λάβει ή γενική διοίκηση του βιλαετιού

 Έφθασε μάλιστα στο σημείο να άρει οποιαδήποτε απαγόρευση που ίσχυε για την ίδρυση νέων βουλγαρικών σχολείων, αλλά με την προϋπόθεση ότι οι Βούλγαροι δάσκαλοι θα ήταν ’Οθωμανοί υπήκοοι, θα παρείχαν ατομική εγγύηση για την αφοσίωση τους στην τουρκική διοίκηση και δεν θα συμμετείχαν σε βουλγαρικούς συλλόγους, που δρούσαν στη Βουλγαρία, στην ’Ανατολική Ρουμελία και στη Βόρεια Μακεδονία. με εγκύκλιο ακόμη της Πύλης προς τις κατά τόπους τουρκικές αρχές οι ελληνικές εκκλησιαστικές αρχές υποχρεώθηκαν στις αρχές του 1882 να  επιβλέπουν τη διαγωγή των Βουλγάρων δασκάλων και να εποπτεύουν τα βουλγαρικά σχολεία αναγνωρίζοντας έτσι έμμεσα την ύπαρξη βουλγαρικών κοινοτήτων.

 ’Ας σημειωθεί ακόμη ότι την εποχή εκείνη  ή τουρκική εξουσία δεν έκανε καμιά διάκριση ανάμεσα στους ελληνόφωνους και ξενόφωνους Έλληνες και στους έξαρχικούς κατοίκους παραχωρώντας στους τελευταίους ανάλογα προνόμια, τα όποια απολάμβανε και το ελληνικό στοιχείο της Βόρειας Μακεδονίας.

 'Η στάση αυτή της Πύλης απέβλεπε στην ένταση των εθνικών ανταγωνισμών στο μακεδονικό χώρο και στην εξασθένιση του ελληνικού στοιχείου.

’Από την κατάσταση λοιπόν αυτή έσπευσε να επωφεληθεί στις αρχές του 1882 ό Βούλγαρος επίσκοπος Νείλος Ίζβόρωφ, ό όποιος δρούσε, όπως  είδαμε, στα βλαχόφωνα και σλαβόφωνα χωριά της περιοχής Γευγελής με τη συμπαράσταση του Αυστριακού πρόξενου της Θεσσαλονίκης  και σκόπευε να επισκεφθεί και τη Θεσσαλονίκη με τη συνεργασία του Βούλγαρου ιερέα Ραφαήλ .

Τον ’Ιούνιο του ιδίου χρόνου στο Στογιάκοβο, που ήταν έδρα τουρκικής υποδιοίκησης, ορισμένοι οπαδοί του Νείλου εισέβαλαν στο σπίτι του Έλληνα ιερέα Παπαστογιάννου και προσπάθησαν να βιάσουν τη γυναίκα του, αλλά αυτή αμύνθηκε σταθερά και τους κατεδίωξε.
Ό επίσκοπος Πολυανής Θεόκλητος και ό μητροπολίτης Θεσσαλονίκης διαμαρτυρήθηκαν τότε έντονα στις τουρκικές αρχές και μήνυσαν τους υπεύθυνους στο πλημμελειοδικείο .

Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ή παπική προπαγάνδα έστειλε στη Θεσσαλονίκη τον επίσκοπο Vanutelli από την Κωνσταντινούπολη, για να επισκεφθεί δήθεν την καθολική κοινότητα της πόλης εκείνης, στην πραγματικότητα όμως, για να επιθεωρήσει ορισμένα σλαβόφωνα χωριά των περιοχών ’Έδεσσας και Πολυανής, στα όποια δρούσε ό Νείλος και είχε κατορθώσει να προσηλυτίσει μικρό αριθμό κατοίκων .

Την ίδια εποχή οι προσηλυτιστικές ενέργειες των παπιστών στο Μοναστήρι κατευθύνονται από τον προϊστάμενο του τάγματος των Λαζαριστων Φαβεριάλ, ό όποιος εργαζόταν με φανατισμό και διατηρούσε στενές σχέσεις με το Μαργαρίτη, τους Ρουμάνους δασκάλους καθώς και με τον Αυστριακό πρόξενο, που θεωρούνταν ό φανατικότερος υποστηρικτής της ρουμανικής προπαγάνδας .

Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες του Μοναστηριού κρατούσαν εχθρική στάση απέναντι στη δραστηριότητα των Λαζαριστων και δεν έβλεπαν με καλό μάτι την ενθάρρυνση τους από τους Ευρωπαίους προξένους. ’Ακόμη και οι ίδιοι οι καθολικοί του Μοναστηριού, κατανοώντας την κατάσταση, έστειλαν αναφορά στον επικεφαλής των Λαζαριστων στο Παρίσι και ζητούσαν την αντικατάσταση του Φαβεριάλ.
Τον κατηγορούσαν ακόμη ότι εξυπηρετούσε ξένους πολίτικους σκοπούς και ότι είχε χάσει το σεβασμό και την υπόληψη της καθολικής παροικίας, γιατί την έβλαπτε ηθικά και υλικά .

Τα επεισόδια όμως συνεχίζονται και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας.

Στα μέσα περίπου του 1882 πενήντα περίπου έξαρχικοί του χωριού Πάτελι, (Άγιος Παντελεήμων), που υπαγόταν στην υποδιοίκηση της Φλώρινας, έσπασαν την πόρτα του ελληνικού σχολείου, που συντηρούνταν  από την οικογένεια του ιδιοκτήτη του χωριού Ευστρατίου Σαραπατα και εγκατέστησαν εκεί ένα Βούλγαρο δάσκαλο.

Σκόπευαν μάλιστα να καταλάβουν και την ελληνική εκκλησία του Άγ. Δημητρίου, άλλ’ αμέσως κινητοποιήθηκε ό ελληνισμός της περιοχής και ό μητροπολίτης Πελαγονίας Ματθαίος ζήτησε προληπτικά από τις ελληνικές κοινότητες να συμβάλλουν αποτελεσματικά στην ενίσχυση των ελληνικών σχολείων με την υλική και την ηθική συμπαράσταση τους.

 Ό Βούλγαρος δάσκαλος διώχτηκε και ό Έλληνας συνάδελφός του εγκαταστάθηκε και πάλι στο ελληνικό σχολείο.
 Μολαταύτα οι έξαρχικοί του Πάτελι συνεχίζουν να διεκδικούν ως τα τέλη του ιδίου χρόνου το ελληνικό σχολείο και την εκκλησιά του Άγ. Δημητρίου.

 Ό τελευταίος απέρριψε τους ισχυρισμούς των έξαρχικών και τους υπενθύμισε ότι ή εκκλησία είχε ιδρυθεί από τους σλαβόφωνους Έλληνες του χωριού πριν από τη δημιουργία της ’Εξαρχίας .

Ευχάριστο γεγονός για τον ελληνισμό υπήρξε ή άφιξη του νέου Έλληνα πρόξενου Γ. Δοκοΰ στο Μοναστήρι τον ’Ιούλιο του 1882, ή όποια χαιρετίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό άπό την πολυάριθμη ελληνική κοινότητα της πόλης και των άλλων ελληνικών κοινοτήτων της Πελαγονίας.
 Οι μητροπολίτες Πελαγονίας, Μογλενών, Καστοριάς, Πρεσπών και ’Αχριδών μαζί με τους κληρικούς τους, οι δάσκαλοι και οι έφοροι των ελληνικών σχολείων των διαφόρων επαρχιών, πλήθος λαού και 'Ελλήνων μαθητών επιφύλαξαν θερμή υποδοχή στο νέο Έλληνα πρόξενο.

'Η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού μαθητών της Βορειοδυτικής Μακεδονίας κατά την άφιξη του Έλυνα πρόξενου Μοναστηριού οφείλετε κυρίως στην ανθηρή εκπαιδευτική κατάσταση του ελληνισμού των επαρχιών Καστοριάς, Μογλενών, Πελαγονίας και ’Αχρίδας. 

Συγκριτικά και μόνο αξίζει να αναφερθεί ότι στις περιοχές εκείνες ή κατάσταση των βουλγαρικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στα 1882 ήταν θλιβερή, ενώ παράλληλα παρατηρούνταν συνεχείς διαρροές δασκάλων και μαθητών από την ’Εξαρχία στο πατριαρχείο, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό των βουλγαρικών σχολείων της Βόρειας Μακεδονίας να παύσει πια να λειτουργεί .


'Η Εξαρχία μετά από τις σχολικές εξετάσεις έπαψε να πληρώνει τους δασκάλους της σκοπεύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο να τους εξαρτήσει από τις σχολικές εφορείες και να συνηθίσει σιγά σιγά τους έξαρχικούς κατοίκους να συνεισφέρουν στη συντήρηση των βουλγαρικών σχολείων.
Το σχέδιο όμως αυτό απέτυχε και έτσι ή Εξαρχία επανέφερε και πάλι τους δασκάλους στα σχολεία και τους μισθοδοτούσε απευθείας, όπως  και πριν.

Παρά τη θλιβερή αυτή εικόνα, που παρουσίαζε ή βουλγαρική εκπαιδευτική δραστηριότητα στο βόρειο μακεδονικό χώρο στα 1882, ή βουλγαρική κίνηση προσπαθούσε με δυναμικές ενέργειες να εκφοβίσει το ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο, για να εξισορροπήσει την κατάσταση.

’Έτσι στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1882 δώδεκα Έλληνες κάτοικοι του Πισοδερίου συλλαμβάνονται από βουλγαρικές ανταρκτικές ομάδες, ενώ την ίδια ακριβώς εποχή οι έξαρχικοί κάτοικοι της ’Αχρίδας επανέλαβαν παλαιότερο αίτημα τους για το διορισμό Βουλγάρου επισκόπου στην ’Αχρίδα.

 ’Ήδη από το 1881, υποκινούμενοι από τον Ρώσο υποπρόξενο στο Μοναστήρι, έστειλαν αναφορά στην Εξαρχία ζητώντας την παρουσία Βουλγάρου επισκόπου στην ’Αχρίδα.
Και ένα χρόνο αργότερα, ό Βούλγαρος Έξαρχος προέτρεψε τους έξαρχικούς της ’Αχρίδας να συντάξουν αναφορά προς την Πύλη και να ζητήσουν δικό τους επίσκοπο. τους συμβούλευσε ακόμη να επιδώσουν την αναφορά εκείνη  στην υποδιοίκηση της ’Αχρίδας, ώστε να διαβιβαστεί κατευθείαν στην κεντρική κυβέρνηση και όχι μέσω της Εξαρχίας, όπως  είχε γίνει στα 1881, για να φανεί καθαρά ότι το αίτημα προερχόταν από λαϊκή βούληση.

Στα τέλη του 1882 ή βουλγαρική κίνηση δραστηριοποιείται με εντυπωσιακό ρυθμό στην επαρχία της Πρέσπας. ’Έτσι, όταν το χωριό Λουμπόινο, που αποτελούνταν από εξήντα σλαβόφωνες οικογένειες, προσχώρησε στην Εξαρχία, οι έξαρχικοί κάτοικοι του χωριού Σλήμνιτσα, ισχυριζόμενοι ότι ή ορθόδοξη μονή της Παναγίας της Σλήμνιτσας ήταν ιδιοκτησία του χωριού τους, πήγαν στη μονή με τη συνοδεία ενός δημοτικού υπαλλήλου, σφράγισαν τις αποθήκες της και την κατέλαβαν. Οι μητροπολίτες Πελαγονίας και Πρέσπας ανέφεραν αμέσως το γεγονός στο γενικό διοικητή του βιλαετιού Μοναστηριού , ενώ παράλληλα οι Έλληνες των χωριών Λουμπόινου και της Σλήμνιτσας αγωνίζονταν το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, με την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μιχαήλ, γιά την άπελευθέρωση της μονής της Παναγίας από τους έξαρχικούς και για την επάνοδο των χωριών τους στο πατριαρχείο.

 Στην παράδοση της μονής της Σλήμνιτσας στους Έλληνες, άντενεργοΰσε ό φανατικός ανθέλληνας διευθυντής της αστυνομίας του Μοναστηριού Άλάι μπέης, όπως  είχε κάνει και παλαιότερα, όταν συζητούνταν ή απόδοση των ελληνικών σχολείων της Νιζόπολης, Μηλόβιστας και του Γκόπεσι στους "Έλληνες έφορους . Πραγματικά ό γενικός διοικητης του Μοναστηριού είχε διατάξει τό μουδίρη της Πρέσπας, στη δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν το μοναστήρι της Σλήμνιτσας, να παραδοθεΐ και πάλι ή μονή στους "Ελληνες και γι’ αυτό εΐχε σταλεί κιόλας ενας Τοΰρκος υπομοίραρχος, γιά να άπομακρύνει τους έξαρχικούς .

Κατα την έποχή αύτη παρατηρεϊται γενικότερα στό βόρειο μακεδονικό χώρο τό φαινόμενο της εκούσιας επανόδου ένός σημαντικοΰ άριθμοΰ έξαρχικών χωριών της περιοχής Μοριχόβου στό πατριαρχείο, όπως  του Βεπέρτζανι με 800 οικογένειες, της Γκάλλιστας (Όμορφοκκλησιά) με 100, του Γκοδιάκοβου με 40 οικογένειες, ένώ ήδη έπρόκειτο να ακολουθήσουν τα χωριά Ντούνια, Πέστανη, Κάλεν και ’Όκρα.

’Ήδη τον ’Ιανουάριο του 1883 είχε επιστρέφει και τό χωριό Λουμπόινο της έπαρχίας Πρεσπών στό πατριαρχείο . ’Άλλωστε ή προσχώρηση των παραπάνω χωριών στην ’Εξαρχία όφειλόταν στη θλιβερή στάση των εκκλησιαστικών άρχών της Βόρειας Μακεδονίας, οί όποιες καταπίεζαν τους σλαβόφωνους κατοίκους των χωριών αύτών, γιά να εΐσπράξουν τα άρχιερατικά τους δικαιώματα.
Μ’ αύτόν δμως τον τρόπο τους ανάγκαζαν να προσφεύγουν στην ’Εξαρχία, ή όποια δέν ζητοΰσε υλικά ανταλλάγματα . Πραγματικά τον ’Ιανουάριο του 1883 οί κατοικοι των σλαβόφωνων χωριών Ντούνιας, Πέστανη, Κάλεν και ’Όκρας, που άποτελοΰσαν τα σημαντικότερα χωριά της περιοχής Μοριχόβου, προσχώρησαν και πάλι στό πατριαρχείο. Άς σημειωθεί ότι μόνο στό χωριό Ντούνια ζοΰ- σαν 110 σλαβόφωνες οικογένειες .

Ή έπιστροφή πολλών σλαβόφωνων χωριών της Βόρειας Μακεδονίας στό πατριαρχείο στα τέλη του 1882 και στις αρχές του 1883 συνέβαλε αποφασιστικά στην προσωρινή μεταστροφή της ευνοϊκής στάσης των τουρκικών αρχών του βιλαετιού Μοναστηριού άπέναντι των οπαδών της ’Εξαρχίας. 


Ετσι στις άρχές του 1883 ό γενικός διοικητης του Μοναστηριού, υστέρα άπό σχετική άπόφαση της Πύλης, προσκάλεσε τον καϊμακάμη της ’Αχρίδας και του διεμήνυσε να μήν άναγνωρίζει καμιά άλλη εκκλησιαστική άρχή παρά τον "Ελληνα μητροπολίτη Πρεσπών και ’Αχριδών και κατα τη διάρκεια της άπουσίας του τον έκκλησιαστικό του έπίτροπο, ό όποιος άπό δώ και πέρα θα συμμετείχε στις συνεδριάσεις του διοικητικοΰ συμβουλίου του βιλαετιού.

Ας σημειωθεί ότι ό Βούλγαρος μητροπολίτης της ’Εξαρχίας στην ’Αχρίδα Ναθαναήλ άποτελοΰσε παλαιότερα μέλος του έπαρχιακοΰ συμβουλίου. Πάντως και οΐ ύπόλοιπες τουρκικές άρχές, που υπάγονταν στη γενική διοίκηση του βιλαετιού Μοναστηριού, διατάχθηκαν να παραπέμπουν όποιαδήποτε άναφορά των χριστιανών, που άφοροΰσε φυσικά εκκλησιαστικά θέματα, στους 'Έλληνες μητροπολίτες ή στους έπιτρόπους τους .
Μολαταΰτα ή παραπάνω άπόφαση της Πύλης θ’ άποδειχθεΐ σύντομα προσωρινή, άφοΰ τό Μάρτιο κιόλας του 1883 ό Βούλγαρος Έξαρχος στην Κωνσταντινούπολη εκδήλωσε κατα την έναρξη της βουλγαρικής συνόδου την πεποίθησή του ότι σύντομα θα γινόταν ή εγκατάσταση Βουλγάρων έπισκόπων στη Μακεδονία, πράγμα, πού, όπως  ο ϊδιος άνέφερε, του ειχε ύποσχεθεΐ ή τουρκική κυβέρνηση.

 'Η είδηση αύτη ένθάρρυνε τους έξαρχικούς κατοίκους του βόρειου μακεδονικού χώρου και φυσικά άποθράσυνε τους φανατικούς έξαρχικούς, οΐ όποιοι άρχισαν να διοχετεύουν στους σλαβόφωνους πληθυσμούς πολυάριθμες επιστολές και έγκυκλίους, με την άναγγελία προσεχούς διορισμού Βουλγάρων επισκόπων στη Μακεδονία .

Είναι άλήθεια ότι οί παραπάνω βουλγαρικές διαδόσεις προκάλεσαν βαθιά άνησυχία στους κατοίκους των πολυάριθμων έλληνοβλαχικών και έλληνικών σλαβόφωνων κοινοτήτων της Βόρειας Μακεδονίας.
Στην άναταραχή αύτη συνετέλεσε κυρίως και ή υβριστική στάση του Βούλγαρου Έξάρχου άπέναντι του οΐκουμενικοΰ πατριάρχη και των μητροπολιτων της Μακεδονίας και της Θράκης, τους οποίους άποκαλοΰσε «πράκτορες της έλληνικής προπαγάνδας», καθώς και ό περιορισμός των εκκλησιαστικών προνομίων των Ελλήνων μητροπολιτων της Μακεδονίας.

 Πραγματικά κατα τη σύνταξη των δύο τελευταίων βερατιών της Πύλης γιά τους μητροπολίτες Σισανίου και Καστοριάς δέν τους δόθηκε πιά τό δικαίωμα να παραβρίσκονται στο διοικητικό συμβούλιο του βιλαετιού, έπειδή οι ίδιοι και οι Ελληνες ιερείς υπάγονταν στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. με την έφαρμογή του μέτρου εκείνου ή Πύλη άπέβλεπε να άπαγορεύσει στους Ελληνες μητροπολίτες να προστατεύουν έπίσημα τον ελληνισμό της Μακεδονίας και να έξασκοΰν έπιρροή επάνω του. Βασικά όμως στόχευε στην άποδυνάμωση της ισχυρής παρουσίας του έλληνισμοΰ στό βόρειο μακεδονικό χώρο και στον περιορισμό των εκκλησιαστικών προνομίων του πατριαρχείου .

Ένώ λοιπόν στις άρχές του 1883 τό πανσλαβιστικό κίνημα δοκιμάζει αλλεπάλληλες αποτυχίες σε ολόκληρη τη Βόρεια Μακεδονία, οι οπαδοί του έξάπτονται περισσότερο και γίνονται τολμηρότεροι στις ένέργειές τους, κατω άπό την άνοχή της Πύλης.

 Ένισχυμένοι λοιπόν με πλούσιες ύλικές παροχές άπό την Εξαρχία και άπό τη ρωσική προστασία, διεισδύουν τον ’Ιανουάριο του 1883 στη Στρώμνιτσα με τους Βούλγαρους δασκάλους ’Άρσο και Βούσκωφ δπου προσπαθούν, μάταια όμως, να εφοδιαστούν με σχετική άδεια άπό τις τουρκικές άρχές, γιά να ιδρύσουν βουλγαρικό σχολείο.

Την παραμονή των Χριστουγέννων κατάφεραν παράνομα να νοικιάσουν ενα οίκημα, τό όποιο προόριζαν να λειτουργήσει σά σχολείο με την συγκατάθεση των ντόπιων αρχών. Στις ένέργειές τους αύτές είχαν έξασφαλίσει την άνοχή του εισαγγελέα του πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης τον όποιο είχαν δωροδοκήσει αλλεπάλληλες φορές.
Η πολυάριθμη όμως έλληνική κοινότητα της Στρώμνιτσας τάχθηκε κατα των ένεργειών των Βουλγάρων δασκάλων. Τότε άκριβώς ό στρατιωτικός διοικητης της Στρώμνιτσας, ταγματάρχης Χασάν, υπέβαλε σε άνακρίσεις τους δύο Βούλγαρους δασκάλους, οΐ όποιοι ομολόγησαν ότι πράγματι είχαν σταλεί εκεί ύστερα άπό εντολή της Εξαρχίας, γιά να ιδρύσουν βουλγαρικό σχολείο, άλλά προσκόμισαν πλαστη άναφορά, στην οποία υπέγραφαν δήθεν τετρακόσιοι χριστιανοί κάτοικοι της Στρώμνιτσας, οΐ όποιοι ζητούσαν να ιδρυθεί στην πόλη τους βουλγαρικό σχολείο.

 Σύγχρονα όμως στάλθηκε γνήσια άναφορά των Ελλήνων κατοίκων της Στρώμνιτσας στην τουρκική διοίκηση της πόλης, ή οποία έφερε τις υπογραφές των Ελλήνων προκρίτων και τις δεκατέσσερις σφραγίδες των άρχηγών των συνοικιών της κωμόπολης, που διαμαρτύρονταν γιά την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου και ζητούσαν ν’ άπομακρυνθοΰν οΐ οπαδοί της βουλγαρικής κίνησης, οΐ οποίοι προσπαθούσαν με ύλικά άνταλλάγματα να τους προσηλυτίσουν στην Εξαρχία.

 Στην άναφορά τους οί Έλληνες κάτοικοι της Στρώμνιτσας τόνιζαν άκόμη την αφοσίωσή τους στό πατριαρχείο . Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο, πώς οί Στρωμνιτσιώτες κατόρθωναν κάθε φορά να ξεπερνούν τις σκληρές δοκιμασίες και να έπιβιώνουν, παρά τα ελάχιστα υλικά μέσα που διέθεταν γιά τη συντήρηση των σχολείων και των εκκλησιών τους .

Τό κύμα της βουλγαρικής διείσδυσης, που πραγματοποιείται στα μέσα του 1883 στη Βόρεια Μακεδονία, στοχεύει τις περιοχές Μοναστηριού, Κρουσόβου και της ’Αχρίδας.

Στις άρχές Αύγούστου του 1883 ό άντιπρόσωπος της βουλγαρικής ’Εξαρχίας στη Θεσσαλονίκη άρχιμανδρίτης Κοσμάς στάλθηκε στο Μοναστήρι, γιά να φροντίσει γιά τη σύσταση ενός μή ολοκληρωμένου διδασκαλείου με 30 υποτρόφους.
 Επίσης ή ’Εξαρχία είχε αποφασίσει οριστικά να ένισχύσει τις ένέργειές της στό Μοναστήρι και ίδρυσε διδασκαλείο με υποτρόφους μαθητές, στους οποίους παρείχε συσσίτιο, καθώς και σε άνάλογο άριθμό κοριτσιών.

Τό βουλγαρικό διδασκαλείο στό Μοναστήρι απαρτιζόταν άπό τέσσερις τάξεις και τό σχολείο των υποτρόφων κοριτσιών άπό δύο τάξεις.
Μολαταύτα, όπως θα έχουμε την εύκαιρία να διαπιστώσουμε και στό σχετικό κεφάλαιο γιά την έκπαιδευτική κατάσταση της Βόρειας Μακεδονίας, οί ενέργειες της βουλγαρικής σχολικής κίνησης στό βιλαέτι του Μοναστηριού είχαν ελάχιστη άπήχηση στό γηγενή μαθητικό πληθυσμό, που συνεχίζει να συρρέει σε πολύ μεγάλο ποσοστό στα έλληνικά σχολεία.

Τό Νοέμβριο του 1883 οί έξαρχικές κοινότητες των επαρχιών Πελαγονίας και ’Αχρίδας επαναλαμβάνουν αίτημά τους, να διοριστούν, Βούλγαροι μητροπολίτες σ’ εκείνες τις περιοχές. ’Ακολουθούν άλλες άλλεπάλληλες βουλγαρικές ένέργειες: στις 10 Νοεμβρίου τηλεγράφημα σταλμένο άπό τη Θεσσαλονίκη στην Πύλη, ζητοΰσε τό διορισμό Βούλγαρου μητροπολίτη και την ίδια μέρα έπιτροπή στην Κωνσταντινούπολη υποστήριζε τό αίτημα με υπόμνημα στην Πύλη. Ταυτόχρονα οί έξαρχικές κοινότητες Βελεσών, ’Αχρίδας και Πελαγονίας ζητούσαν άπό την Πύλη τό διορισμό Βουλγάρων ιεραρχών.


 'Η στάση της τουρκικής διοίκησης την έποχή αύτή, που άπέβλεπε στην εφαρμογή τού δόγματος «διαιρεί και βασίλευε», χαρακτηρίζεται από διαδοχικές άντιφατικές ενέργειες, οί όποιες ορισμένες φορές δικαίωναν τις ελληνικές θέσεις, άλλά συχνότερα εύνοοΰσαν τη δραστηριότητα των άντιπάλων τους.

......


’Ιδιαίτερες προσπάθειες καταβάλλει τώρα το ελληνικό στοιχείο της Βόρειας Μακεδονίας για την τόνωση της ελληνικής παιδείας, επειδή αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που το περιέβαλλαν και απειλούσαν την εθνική του υπόσταση.

 ’Έτσι την έποχή αύτη εύποροι Έλληνες έμποροι της Μακεδονίας, οί όποιοι είχαν μεταναστεύσει στό έξωτερικό, δαπανοΰν σημαντικά ποσά γιά την άνέγερση ελληνικών σχολείων και εκκλησιών.


Στην έπαρχία Καστοριάς, όπου ούτε ενα χωριό δέν είχε προσχωρήσει στην ’Εξαρχία, τό ελληνικό στοιχείο κατόρθωσε να ιδρύσει στα 1883 πολυάριθμα καινούργια σχολεία.

 ’Έτσι στό χωριό Βεμπέλι είχε ιδρυθεί νέο δημοτικό σχολείο, στη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάς) δημοτικό και νηπιαγωγείο, στην Κλεισούρα νηπιαγωγείο, στό Κωσταράζι και Τσιρίλοβο από ένα δημοτικό και στα χωριά Κωνστάντζικο (Αύγερινός), Λάγκα, Μπόροβα, Νεγκοβάνη, Νεστρά- μι (Νεστόριο) και Σμάρδεσι (Κρυσταλλοπηγή) νηπιαγωγεία .

Στό Έξή Σού (Ξυνό Νερό) οί Έλληνες πρόκριτοι Δημ. Γραμματικός, Άν. Γεωργίου και Χρ. ’Εμμανουήλ είχαν υποδείξει ώς ιερέα τόν παπά-Πέτρο, ό όποιος άν και είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία, ζήτησε επίμονα να έπανέλθει και πάλι στους κόλπους τοΰ πατριαρχείου.

 Στό χωριό Σουροβίτσοβο ή αποστολή της έτήσιας συνδρομής τοΰ «Συλλόγου» εδωσε μεγάλη χαρά στους κατοίκους, που περίμεναν με άνυπομονησία την άφιξη τοΰ "Ελληνα δασκάλου.

Στα χωριά Σουροβίτσοβο, Έξή Σού, Ρούδνικ, Παλαιοχώρι, Λάγκα, Μόκρενη και Δέβρα οί κάτοικοι, αν και σλαβόφωνοιείχαν έλληνική συνείδηση και ήταν αφοσιωμένοι στό πατριαρχείο.

Μιλούσαν μάλιστα πολύ καλά τα ελληνικά, επειδή αποδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στο ελληνικό κράτος .

Συγκριτικά με τα ολιγάριθμα βουλγαρικά σχολεία της επαρχίας Καστοριάς, ό αριθμός των ελληνικών εκπαιδευτηρίων έφθανε τα 82.

 Ό «Σύλλογος» μάλιστα είχε αποφασίσει για το νέο σχολικό χρόνο να συστήσει 26 νέα νηπιαγωγεία στην επαρχία Καστοριάς.

’Ήδη στα ελληνικά σχολεία των χωριών Φράσσαρα, Δάρδα, Μπόροβα, Σάλεσι, Κάτω Νεστράμι, Λέχοβο και Κουμανίτσοβο είχαν σταλεί νέοι δάσκαλοι.

Στο χωριό Εμπόριο της επαρχίας Καστοριάς εύπορος Έλληνας, ό Δ. Μπόσδας, που ήταν εγκατεστημένος στην ’Οδησσό, διέθεσε τον ’Απρίλιο του 1883 125 λίρες για την ίδρυση ελληνικού σχολείου.

Το Εμπόριο υπαγόταν διοικητικά στο διαμέρισμα Καϊλαρίου και εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Μογλενών.
Περιλάμβανε συνολικά 260 οικογένειες, άπό τις όποιες οί 220 ήταν ελληνικές σλαβόφωνες και οι υπόλοιπες σαράντα μουσουλμανικές.

Στα τέλη ’Απριλίου του ίδιου χρόνου ό μητροπολίτης Μογλενών διόρισε δάσκαλο εκεί τον Κ. ’Αποστολίδη.
Όταν ό τελευταίος εγκαταστάθηκε στο ’Εμπόριο, δύο μόνο έξαρχικοί  αντιδρούσαν, ό Νικ. Ζήρκας και ό ιερέας Παπαδημητρίου.
Αυτοί αρνούνταν να δεχθούν δάσκαλο στο χωριό τους, που να μη γνωρίζει βουλγαρικά, γιατί, ισχυρίζονταν, ή γλώσσα εκείνη  θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική, εφόσον πολλοί κάτοικοι του Εμπορίου μετανάστευαν στη Σερβία και στη Βουλγαρία .

Στην πραγματικότητα όμως οι δύο έξαρχικοί  επιζητούσαν να διοριστεί ως δάσκαλος ό γιος του ιερέα Παπαδημητρίου  στο υπό ανέγερση ελληνικό σχολείο, ό όποιος σπούδαζε τότε στη Φιλιππούπολη με έξοδα της ’Εξαρχίας.
...
’Αντίθετα προς την ανθηρή εκπαιδευτική κατάσταση του ελληνισμού της επαρχίας Καστοριάς, ή δραστηριότητα της βουλγαρικής σχολικής κίνησης, παρά τις ποικίλες ενέργειές της, είχε να επιδείξει μόνο φτωχά αποτελέσματα. σε ορισμένα μάλιστα βουλγαρικά σχολεία της Μακεδονίας οί έξαρχικοί είχαν εισαγάγει και την ελληνική γλώσσα, για να προσελκύσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να υπερκεράσουν τις ελληνικές κοινότητες . 

Στη Φλώρινα, οι ελάχιστοι μαθητές του βουλγαρικού σχολείου λιγόστεψαν συνεχώς και κατέφευγαν στα πολυάριθμα ελληνικά σχολεία. 

Βουλγαρικά σχολεία λειτουργούσαν στη Ζαγορίτσανη με 60 μαθητές, στό Βαζόρι, στό Κονομπλάτι (Μακρυχώρι) και στην Τύρσια με 30 μαθητές και διευθυντή τον ιερομόναχο Γεράσιμο. 

Στα 1883 τα βουλγαρικά σχολεία στα σλαβόφωνα χωριά Κωστενέτσι, Μπόμπιστα (Βέργα), Ντύμπενη, και Πρεκοπάνα άναγκάστηκαν να διακόψουν τη λειτουργία τους ελλείψει μαθητών.

 Στα τέλη όμως τού ιδίου χρόνου το βουλγαρικό σχολείο του Ντύμπενη  επαναλειτούργησε με 80 μαθητές χάρη στη δραστηριότητα του Βούλγαρου ίεροδιακόνου Γρηγόριου Μπεντσώφ.

Στο Σμάρδεσι ό ελληνισμός απέκρουσε την 'ίδρυση βουλγαρικού σχολείου.
Λειτουργούσε κιόλας εκεί έλληνικό σχολείο με 60 μαθητές.

Βουλγαρικά σχολεία υπήρχαν ακόμη στη Χρούπιστα με 35 μαθητές και στο χωριό Δρανόβιανη του τμήματος Κορεστίων με 60 μαθητές και δύο δασκάλους.

 Τον ίδιο χρόνο είχε σταλεί στη Δυτική Μακεδονία από το Βούλγαρο αρχιμανδρίτη της Θεσσαλονίκης Κοσμά μια ανεκπαίδευτη δασκάλα, για να προσπαθήσει να ιδρύσει βουλγαρικά σχολεία.
 Στην Καστοριά λειτουργούσε βουλγαρικό σχολείο μ’ ένα δάσκαλο και 15 μαθητές.
Είναι αλήθεια ότι ό βουλγαρικός παράγοντας είχε επωφεληθεί από τη διάσπαση της ελληνικής κοινότητας της Καστοριάς, που είχε προκληθεί από τη στάση του μητροπολίτη και είχε προσελκύσει στην ’Εξαρχία 40 μόνο οικογένειες, οι όποιες με το πέρασμα του χρόνου μειώθηκαν τελικά σε 13.

Στις αρχές του σχολικού έτους 1883-1884 δεν είχε ακόμη σημειωθεί καμιά βελτίωση στην εκπαιδευτική κατάσταση των βουλγαρικών σχολείων της Βόρειας Μακεδονίας.

’Αντίθετα οι μαθητές τους των περιοχών ’Αχρίδας και Καστοριάς κατέφευγαν στα ελληνικά σχολεία, ενώ κατά τους μήνες ’Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1883, όταν ή ’Εξαρχία προσπάθησε να αναγκάσει τις έξαρχικές κοινότητες να συντηρούν τα βουλγαρικά σχολεία, ή διαρροή των μαθητών στα ελληνικά σχολεία υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη.

---------------------------------------
Στην Ανατολική και Βορειοανατολική Μακεδονία ό αγώνας ανάμεσα στους Ελληνες και στους έξαρχικούς στον εκπαιδευτικό τομέα εξελίσσεται με την ίδια σκληρότητα, όπως  και στον υπόλοιπο βόρειο μακεδονικό χώρο.

Οί έξαρχικοί, που δρουν στα 1883 στην επαρχία Σερρών, ζητούν από τις τουρκικές αρχές την επαναλειτουργία των βουλγαρικών σχολείων Σερρών, Πετριτσίου και Μελενίκου,τα όποια όμως δεν είχαν λειτουργήσει ποτέ κανονικά, επειδή βρίσκονταν σε υποτυπώδη κατάσταση. Οι ντόπιες αρχές έδωσαν τις σχετικές άδειες με τον όρο να διδάσκονται τα μαθήματα σύμφωνα με τό πρόγραμμα της εκπαιδευτικής το επιτροπής και με την καθορισμένη σχολική ύλη.

"Οπως άποδεικνύεται δμως άπό τις άλλεπάλληλες άναφορές  του ελληνικού πληθυσμού των Σερρών, Πετριτσίου και του Μελένικου  προς τον μητροπολίτη Σερρών, τα βουλγαρικά αυτά σχολεία ανοίγονταν παρά τη θέληση των κατοίκων και με την υποκίνηση και συνδρομή της ’Εξαρχίας.

’Αρκεί να σημειωθεί μόνο ότι και τα παιδιά ακόμη των έξαρχικών φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία.
Ένας από τους σημαντικότερους οπαδούς της βουλγαρικής κίνησης στην περιοχή αυτή υπήρξε ό Βούλγαρος δάσκαλος Πέτρος, ό όποιος δρούσε στο προάστιο των Σερρών Καμινίκια.

Μέσα στην πόλη των Σερρών είχε την έδρα του και ό περιβόητος Βούλγαρος δάσκαλος Σαράφωφ, ό όποιος τον ’Οκτώβριο του 1883 νοίκιασε ένα οίκημα από τον Αυστριακό υπήκοο ’Αντώνιο Παρίση, που αντιπροσώπευσε  τον εγκατεστημένο στην ’Αθήνα ιδιοκτήτη Χατζηλαζάρου, για να το μετατρέψει σε σχολείο.
Το γεγονός όμως αυτό εξόργισε αφάνταστα την ελληνική κοινότητα των Σερρών, που ζήτησε αμέσως από τον Παρίση να ακυρώσει το συμβόλαιο.

Μπροστά όμως στην επιμονή άρνησή του στράφηκε τότε προς τον Χατζηλαζάρου, ό όποιος με τηλεγραφική διαταγή ειδοποίησε αμέσως τον Παριση ν’ ακυρώσει τό συμβόλαιο, όπως και έγινε.
'Ο Σαράφωφ κατέβαλε και πάλι μεγάλες προσπάθειες, για να βρει ένα νέο κατάλυμα, αλλά συνάντησε τη σφοδρή αντίσταση του ελληνισμού των Σερρών.

Άκόμη Ακόμη και ό τουρκικός πληθυσμός της επαρχίας Σερρών, όπως  ομολογεί ό Αύστριακός πρόξενος της Θεσσαλονίκης, έβλεπε με ιδιαίτερη συμπάθεια την αντίδραση του ελληνισμού στις βουλγαρικές ενέργειες.

Οι Ελληνες έδειχναν μεγάλη αντιπάθεια προς τον Σαράφωφ, ό όποιος χρηματοδοτούνταν κάθε χρόνο από την Εξαρχία με δύο χιλιάδες τουρκικές λίρες, που του πλήρωνε ό υπήκοος της Αύστροουγγαρίας στις Σέρρες Κ. Ζλάτκος.

’Έχοντας λοιπόν στη διάθεσή του άφθονους υλικούς πόρους ό Σαράφωφ  δε δίστασε να στραφεί στην ελληνική κωμόπολη της Κάτω Βροντοϋς προσπαθώντας με διάφορα τεχνάσματα να δελεάσει τους Έλληνες κατοίκους, για να πετύχει την ίδρυση βουλγαρικού σχολείου. Φρόντισε μάλιστα να συνεννοηθεί με το Βούλγαρο Έξαρχο και να βρει κάποιο δάσκαλο, για να διδάξει στο υπό ίδρυση εκεί βουλγαρικό σχολείο. του έδωσε επίσης οδηγίες για τη στάση που όφειλε να κρατήσει απέναντι στο μητροπολίτη Σερρών, τον όποιο θα επρεπε ν’ αναγνωρίζει σάν πνευματικό αρχηγό.

 'Ο Σαράφωφ ισχυριζόταν ότι ή άρση του σχίσματος και ή άναγνώριση του πατριαρχείου  από τους έξαρχικούς θα ήταν εφικτή, μόνο αν επιτρεπόταν στο σλαβόφωνο πληθυσμό να τελεί την εκκλησιαστική λειτουργία στα βουλγαρικά και να εισαγάγει τη διδασκαλία της βουλγαρικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία.

 'Ο Σαράφωφ προσπάθησε να πείσει ακόμη τους Έλληνες της Κάτω Βροντοϋς να του στείλουν τρεις νέους υποτρόφους, για να φοιτήσουν στο βουλγαρικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης.

 Οι ενέργειες του όμως αυτές ναυάγησαν οριστικά μπροστα στην άκαμπτη στάση του έλληνισμού της Κάτω Βροντούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου