Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Η Επανάστασις της Μακεδονίας: Το ανταρτικό κίνημα της Εθνικής Εταιρείας στα 1896

του Κ.Βακαλόπουλου.

1. Η δραστηριότητα της Εθνικής Εταιρείας στη Μακεδονία και η οργάνωση των ανταρτικών κινημάτων του 1896—1897, αν και ελάχιστα μελετημένα θέματα από την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, αποτελούν ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεότερης ιστορίας της Μακεδονίας και γενικότερα της νεοελληνικής ιστορίας.

Δυστυχώς ό,τι απόμεινε από τα αρχεία της Εθνικής Εταιρείας, που σώζονται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία, δεν μας διαφωτίζει αρκετά γύρω από τη δραστηριότητά της στο μακεδονικό χώρο.

Πρόσφατες έρευνές μου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους απόφεραν ωστόσο αξιόλογους καρπούς. Είναι όμως γεγονός ότι χωρίς την ύπαρξη των ελληνικών και ευρωπαϊκών προξενικών εκθέσεων της Μακεδονίας, θα ήταν ανέφικτη η παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για το ανταρτικό κίνημα του 1896.

Η μοναδική ιστορική πηγή, η οποία είναι σύγχρονη με τα γεγονότα του 1896, έχει γραφεί από τον ειδικό απεσταλμένο της εφημερίδας « Άστυ» στη Μακεδονία και φέρει τον τίτλο «Η Επανάστασις της Μακεδονίας».

 Η μελέτη αυτή, παρά το δημοσιογραφικό τρόπο της συγγραφής της, προσφέρει πλούσια στοιχεία για τη δραστηριότητα των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία στα 1896.
 Δεν είναι όμως δυνατό να ελεχθεί η αξιοπιστία των εξιστορούμενων γεγονότων, εφόσον ελάχιστααναφέρονται σ’ αυτά οι σωζόμενες αρχειακές πηγές της Εθνικής Εταιρείας.

Η αισθητή λοιπόν έλλειψη των πηγών πάνω στο θέμα αυτό παρακίνησε τον απόστρατο αξιωματικό Γεώργιο Λυριτζή να βασιστεί (κατά τη συγγραφή της εργασίας του «Η Εθνική Εταιρεία και η δράσις αυτής» που κυκλοφόρησε στην Κοζάνη το 1970) κυρίως στο περιεχόμενο των ειδήσεων τού απεσταλμένου της εφημερίδας «Άστυ», στις εφημερίδες της εποχής εκείνης, καθώς και στις λιγοστές αρχειακές πηγές της Εθνικής Εταιρείας.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Γ. Λυριτζής, αν και ερασιτέχνης ιστορικός, είναι ο πρώτος που έκαμε μέχρι σήμερα μια αξιόλογη προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή και έδωσε στην ιστορική επιστήμη μια γενική εικόνα για τη δραστηριότητα της Εθνικής Εταιρείας στη Μακεδονία στα 1896—1897.

 2. Το ζήτημα των ελληνικών έδαφικών διεκδικήσεων στο μακεδονικό χώρο στα τέλη του 19ου αιώνα και το θέμα της τύχης του ελληνισμού ολόκληρης της Μακεδονίας κατά την ίδια χρονική περίοδο είναι αναμφισβήτητα άμεσα συνδεδεμένα με τους βασικότερους στόχους του προγράμματος της Εθνικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στα 1894 και αποτέλεσε το απαραίτητο αντίβαρο στη χλιαρή και άτολμη εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους.

Αν και δεν εμπίπτει στο περιεχόμενο του κεφαλαίου αυτού η διερεύνηση του κύριου σκοπού της ίδρυσης και της οργάνωσης της Εθνικής Εταιρείας, θα πρέπει μολαταύτα να επισημανθεί εδώ ότι η γένεσή της απέβλεπε ουσιαστικά στην απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού από τον τουρκικό ζυγό και στη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών πυρήνων στις σκλαβωμένες ελληνικές πατρίδες.

Τα παράτολμα και επαναστατικά σχέδια της Εθνικής Εταιρείας και του μακεδονικού κομιτάτου δεν άφησαν βέβαια αδιάφορους τους μάχιμους πυρήνες του μακεδονικού ελληνισμού (πολλοί από τους πρωταγωνιστές της επανάστασης του 1878 είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία), οι οποίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάρτισαν με τη συνδρομή της Εθνικής Εταιρείας ένοπλα σώματα, που πέρασαν στη Μακεδονία, για να συνεχίσουν εκεί τη δράση τους.


Έτσι το ανταρτικό κίνημα του 1896, έχοντας γνήσιο ελληνομακεδονικό χαρακτήρα, άντλησε και πάλι την ύπαρξή του από το πλούσιο έμψυχο υλικό του ελληνισμού, κυρίως της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, ο οποίος βρίσκεται ολόκληρο το 19ο αιώνα σε μια διαρκή επαναστατική εγρήγορση.

Οι απελευθερωτικοί αγώνες των Ελλήνων της Μακεδονίας στα 1854, στα 1878 αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, κατά τη χρονική περίοδο 1878-1885, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταχύτατη προετοιμασία ενός νέου κινήματος, το οποίο δέχτηκε βέβαια την αρχική ώθηση απέξω, αλλά βρήκε άμεση ανταπόκριση βασικά ανάμεσα στις πολυάριθμες και διασπαρμένες μακεδονικές ανταρτικές ομάδες του θεσσαλικού και μακεδονικού χώρου, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε, για να πραγματοποιηθεί.

Η Εθνική Εταιρεία, ξεκινώντας από την ορθή και ρεαλιστική διαπίστωση, που επισήμαινε την ανεπάρκεια της επίσημης συμπαράστασης του ελληνικού κράτους απέναντι στον αγωνιζόμενο μακεδονικό ελληνισμό κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα σε χτυπητή αντίθεση με το συνεχές και αμέριστο ενδιαφέρον του για το Κρητικό ζήτημα, και αναγνωρίζοντας τη δεινή θέση των Ελλήνων της Μακεδονίας ύστερα από τη νέα βουλγαρική εισβολή, η οποία εκδηλώθηκε την άνοιξη του 1895 και την αυξημένη ένταση της βουλγαρικής ανταρτικής δραστηριότητας με βασικό στόχο την προσέλκυση του σλαβόφωνου ελληνισμού στην Εξαρχία, δεν απέβλεψε βέβαια να εξεγείρει το ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο με την αποστολή ανταρτικών σωμάτων στο μακεδονικό χώρο αλλά στόχευσε στην αναζωογόνηση και στην εμψύχωση του εθνικού φρονήματος του, στην ισχυροποίηση της ελληνικής παρουσίας απέναντι στον οθωμανικό και στο βουλγαρικό παράγοντα και τέλος στη δημιουργία αντιπερισπασμού στην Πύλη για τα πολεμικά γεγονότα της Κρήτης του 1896.

 Γι’ αυτό και η παράτολμη πορεία που διέγραψαν τα ελληνικά σώματα μέσα στο μακεδονικό χώρο — μετά τις πρώτες συγκρούσεις τα σώματα αυτά διασπάστηκαν σε πολυάριθμες μικρότερες ομάδες, ορισμένες από τις οποίες διείσδυσαν ως τις Σιδηρές Πύλες (Δεμίρ Καπού) — αντικατοπτρίζει ανάγλυφα την εποχή αυτή το «maximum» των ελληνικών εδαφικών αξιώσεων στη Μακεδονία.

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς με ακρίβεια, μέσα από τις ποικίλες αντικρουόμενες πηγές, την διάβαση των ελληνικών σωμάτων, τα οποία είχαν κατορθώσε με επιδέξια τακτική να'ελίσσονται σε μια μεγάλη γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας και να προκαλούν σύγχυση και σημαντικές απώλειες στα τουρκικά αποσπάσματα, που μάταια προσπαθούσαν να εξοντώσουν τα ελληνικά, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχαν καταστείλει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το βουλγαρικό κίνημα.
 Ανάμεσα στις σημαντικότερες ενέργειες της Εθνικής Εταιρείας στη Μακεδονία στα 1896- 1897 θα πρέπει να αναφέρουμε την προετοιμασία και την εισβολή των διαφόρων ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στο μακεδονικό χώρο στα 1896, το σχέδιο για την εγκατάσταση ανταρτικής βάσης στον Άθω με απώτερο σκοπό την επαναστατική κινητοποίηση των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης (Φεβρουάριος 1897) — το σχέδιο αυτό έμεινε τελικά απραγματοποίητο —, την οργάνωση της επιχείρησης σαμποτάζ στη σιδηροδρομική γραμμή Αλεξανδρούπολης - Θεσσαλονίκης στις παραμονές του ελληνοτουρκικού πολέμου και τη σύγχρονη συγκρότηση μεγάλου έκστρατευτικού σώματος και την αποστολή του στη Μακεδονία με επικεφαλής τους Γεώργιο Καψαλόπουλο και Αλέξανδρο Μυλωνά.

3.То ελληνικό ανταρτικό κίνημα του 1896 στη Μακεδονία δεν είχε μόνο σημαντική απήχηση στον ευρωπαϊκό και στο βαλκανικό τύπο της εποχής εκείνης, αλλά και έντονο αντίκτυπο στις εκθέσεις των Ελλήνων και κυρίως των Ευρωπαίων προξένων.

Οι γραπτές αυτές μαρτυρίες, οι οποίες μνημονεύουν με μεγάλες λεπτομέρειες τις κινήσεις των ελληνικών σωμάτων, προσφέρουν πλούσιες πληροφορίες για τις πολυάριθμες συγκρούσεις τους με τις τουρκικές δυνάμεις στη μεγαλύτερη ζώνη του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, συμβάλλουν ουσιαστικά στη διερεύνηση ενός ελάχιστα μελετημένου κεφαλαίου της νεότερης μακεδονικής ιστορίας και είναι δυνατό να χαρακτηριστούν σπουδαίες ιστορικές πηγές για τη διαλεύκανση και την αποκάλυψη του ανταρτικού κινήματος του 1896.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για την αξιοπιστία του περιεχομένου των ευρωπαϊκών προξενικών εγγράφων, κυρίως των αυστριακών και των αγγλικών, είναι η σωστή και αντικειμενική ενημέρωση, την οποία αντλούν οι Ευρωπαίοι διπλωματικοί εκπρόσωποι από τους διαφόρους ανταποκριτές τους σε καίρια γεωγραφικά σημεία της προξενικής δικαιοδοσίας τους.

 Χωρίς βέβαια να μπορούν να διακρίνουν τους αρχηγούς των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων και να προσδιορίσουν τη δράση κάθε σώματος ξεχωριστά, οι Ευρωπαίοι πρόξενοι προσφέρουν στις εκθέσεις τους αξιόλογες ειδήσεις όχι μόνο για τη δραστηριότητα των ανταρτίκών ομάδων, αλλά και για τις επιχειρήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, που είχαν αναλάβει έντονη πρωτοβουλία για την εξουδετέρωση των ένοπλων ελληνικών πυρήνων σύμφωνα με τις πληροφορίες των Τούρκων διοικητών του βιλαετιού της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού.

 Ωστόσο, όπως και οι ίδιοι συμπεραίνουν στις εκθέσεις τους, η σύγχυση που επικρατούσε στις τουρκικές αρχές της Μακεδονίας από τις αλλεπάλληλες ήττες, η σύγχρονη παρουσία και η συνεχής μετακίνηση πολλών ανταρτικών ομάδων σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, φαινόμενο το οποίο ερμηνεύεται από τη διάσπαση και τον κατακερματισμό του κύριου όγκου των αρχικών σωμάτων, αλλά και οι πολυάριθμες και αντικρουόμενες φήμες γύρω από την αριθμητική δύναμη των Ελλήνων επαναστατών, διόγκωναν ακόμη περισσότερο τις σχετικές ειδήσεις και μείωναν σημαντικά την αξιοπιστία τους.

 Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, το οποίο επισημαίνουν ιδιαίτερα στις εκθέσεις τους οι Ευρωπαίοι πρόξενοι, ότι η πολεμική τακτική των Ελλήνων ανταρτών και η διάσπαση των αρχικών σωμάτων "τους σε μικρότερες ομάδες, που απέβλεπε στη μεγαλύτερη ευελιξία των κινήσεών τους, είχε δημουργήσει μεγάλα προβλήματα στις τουρκικές αρχές της Μακεδονίας.

 Αν και οι φήμες για την εμφάνιση και τις νικηφόρες επιχειρήσεις των Ελλήνων ανταρτών πλήθαιναν, ενώ οι τουρκικές αρχές κρατούσαν απόλυτη σιωπή, ο Αυστριακός πρόξενος μπόρεσε να διακρίνει από την αρχή ότι επρόκειτο για 2-3 κύρια σώματα, τα οποία μετά τους αλλεπάλληλους κατακερματισμούς τους είχαν δημιουργήσει την εντύπωση ότι επρόκειτο για εισβολή πολυάριθμου ελληνικού στρατού στη Μακεδονία.

 Η ευθύνη για τις αλλεπάλληλες τουρκικές ήττες και αποτυχίες δεν οφείλεται μόνο στην ευέλικτη τακτική των Ελλήνων επαναστατών, αλλά και στη σύγχυση και στον πανικό των τουρκικών αρχών, στην αντιφατικότητα των διαταγών τους, στη θλιβερή και απειροπόλεμη κατάσταση των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων και στην παντελή άγνοια των δύσβατων γεωγραφικών περιοχών της Μακεδονίας.

Γι αυτό και το ζήτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ελληνικών σωμάτων είχε απασχολήσει ιδιαίτερα το βαλή του Μοναστηριού Αβδούλ Κερίμ πασά, ο οποίος, αφού αρνήθηκε να δεχθεί τους Ευρωπαίους προξένους, δηλώνοντας ότι επικρατούσε απόλυτη ηρεμία, διαφώνησε ριζικά με το στρατιωτικό διοικητή του βιλαετιού ως προς τη λήψη των απαραίτητων μέτρων.

Ο στρατιωτικός διοικητής πίστευε ότι θα ήταν σε θέση σε λίγες μέρες να εξοντώσει τους αντάρτες και είχε πείσει την Πύλη να διατάξει τον Αβδούλ Κερίμ ν’ αποσυρθεί για μικρό χρονικό διάστημα στον Περλεπέ, για ν’ αναλάβει ο ίδιος την πρωτοβουλία.

Πραγματικά στις 25 Ιουλίου ο Αβδούλ Κερίμ αποχώρησε στον Περλεπέ.

 Η καταδίωξη όμως των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων ήταν επίπονη και δυσχερής, γιατί οι άνδρες τους γνώριζαν καλά τα κατατόπια και κατόρθωναν να ξεγλιστρούν και να διαφεύγουν εύκολα.

 Αυτό ιδίως που εντυπωσιάζει τους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώπους στη Μακεδονία, ήταν η άψογη στάση των Ελλήνων ανταρτών απέναντι στους ντόπιους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς — θα είχαν ασφαλώς υπόψη τους την καταπιεστική μεταχείριση που ασκούσαν εδώ και χρόνια τα βουλγαρικά σώματα —, γεγονός, το οποίο τους έδινε την εντύπωση ότι επρόκειτο για τακτικό στρατό.

 Ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηριού, ιδιαίτερα γοητευμένος από την άριστη διαγωγή και την αυστηρή πειθαρχία των ελληνικών ανταρτικών ομάδων, σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι Έλληνες επαναστάτες δεν έκαιγαν, δεν λήστευαν, δεν κακοποιούσαν κανένα, όπως συνήθιζαν να κάνουν τα βουλγαρικά σώματα, και για όσες ποσότητες τροφίμων προμηθεύονταν, πλήρωναν στο ακέραιο την αξία τους. 

Απο σχετικές συζητήσεις που είχε με τουρκικούς κύκλους του βιλαετιού Μοναστηριού, είχε διαπιστώσει ότι ο αληθινός σκοπός της ελληνικής πολεμικής παρουσίας στη Μακεδονία ήταν η δημιουργία αντιπερισπασμού απέναντι στις διεξαγόμενες τουρκικές επιχειρήσεις στην Κρήτη.

Επανειλημμένα του είχε τονίσει ο Έλληνας συνάδελφός του Ν. Μπέτσος ότι η δράση των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία οφειλόταν μόνο σε πρωτοβουλία των ιδιωτικών κύκλων της Αθήνας και το επίσημο ελληνικό κράτος δεν είχε καμιά ανάμειξη.

 Μεγάλη ακόμη εντύπωση προκαλεί στους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώπους στη Μακεδονία η πρωτοφανής αγριότητα των τουρκικών στρατιωτικών μονάδων, που είχαν χάσει πια τον έλεγχο της κατάστασης από τα χέρια τους και πρόβαιναν σε σκληρά αντίποινα σε βάρος του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, όπως συνέβηκε στις περιφέρειες της Κοζάνης, της Καρατζόβας και στο χωριό Σαρακίνα της επαρχίας Βοδενών.

Το αναπτερωμένο εθνικό φρόνημα του μακεδονικού ελληνισμού,, που εκδηλώθηκε από τις αρχές κιόλας του επαναστατικού κινήματος, κάμφθηκε σύντομα ύστερα από την πρωτοφανή κινητοποίηση των τουρκικών αρχών ολόκληρης της Μακεδονίας, τις συνεχείς αποστολές και αυθαιρεσίες των Αλβανών Γκέγηδων και τις αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες των τουρκικών στρατευμάτων.

 Μολαταύτα η εμφάνιση και η δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας στα 1896 θα παραμείνει για πολλά χρόνια ανεξίτηλη στη μνήμη του μακεδονικού ελληνισμού.

 Καθώς λοιπόν πολυάριθμοι Τούρκοι δικαστικοί υπάλληλοι περιέτρεχαν τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας και πραγματοποιούσαν ανακρίσεις για την ανακάλυψη των ενόχων, τρόμος και πανικός είχε καταλάβει τους Έλληνες κατοίκους.

 Όσοι θεωρήθηκαν ύποπτοι και υπεύθυνοι για τη στάση τους, συνελήφθηκαν και υποχρεώθηκαν να πληρώσουν υψηλούς φόρους.

 Φρικιαστικές σκηνές ξετυλίχθηκαν στα μέσα Αυγούστου του 1896 κοντά στην Κοζάνη, στο χωριό Τρέμπενο (Καρδιά) της Πτολεμαΐδας, όπου εξαγριωμένοι Τούρκοι δολοφόνησαν τους Έλληνες χωρικούς Μανώλη Τσιότσια και Νικόλαο Γεωργίου

 Σε άλλα επίσης χωριά, όπως στον Κόμανο, θανάτωσαν αθώους Έλληνες και μέσα στην Κοζάνη προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές και απείλησαν γενική σφαγή του ελληνικού πληθυσμού.

 Οι Τούρκοι εισέδυσαν ακόμη στο χωριό Σαρακίνα της περιφερείας Βοδενών, έκαψαν πολλά σπίτια, βασάνισαν χωρικούς, βίασαν τις γυναίκες τους και κρέμασαν ανάποδα τον Έλληνα ιερέα και το δάσκαλο του χωριού.

 Αξιοσημείωτο είναι ότι οι τουρκικές αρχές της Μακεδονίας, όπως μνημονεύουν χαρακτηριστικά οι αγγλικές προξενικές εκθέσεις, θεωρούσαν ότι η Αγγλία είχε ενθαρρύνει την επίσημη ελληνική πολιτική, για να προχωρήσει στο ανταρτικό κίνημα του 1896.

Αυτό που προκαλούσε μεγάλη κατάπληξη στους Τούρκους, ήταν η άψογη στάση των Ελλήνων ανταρτών στις καθημερινές δοσοληψίες τους, κατα τις οποίες προμηθεύονταν τα τρόφιμα πληρώνοντας τους χωρικούς με χρυσές αγγλικές λίρες.

 Σε ορισμένες περιοχές της περιφέρειας Καρατζόβας οι Τούρκοι χωρικοί και τσιφλικούχοι, πανικοβλημένοι από την εμφάνιση των ελληνικών σωμάτων, εξοπλίστηκαν μόνοι τους χωρίς την έγκριση των τουρκικών αρχών και σχημάτισαν τρία σώματα από 150 άτομα το καθένα.

 Επίσης οι βαλήδες του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης πήραν διαταγή από την'Πύλη να σχηματίσουν ένα σώμα χωροφυλακής αποτελούμενο από 800 άνδρες, οι οποίοι θα ήταν επιφορτισμένοι με την καταδίωξη των Ελλήνων ανταρτών.

 Δυστυχώς τα νέα αρχειακά στοιχεία που διαθέτουμε για τον αντίκτυπο του επαναστατικού κινήματος στο ντόπιο ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας, είναι περιορισμένα.

Θεωρείται ωστόσο βέβαιο ότι η αυτοθυσία των Ελλήνων επαναστατών και η παράτολμη πορεία τους μέσα στο εσωτερικό της Μακεδονίας είχαν δώσει νέο θάρρος και πίστη στο δοκιμασμένο μακεδονικό ελληνισμό, για να συνεχίσει τους απελευθερωτικούς του αγώνες.

Με μεγάλη όμως πίκρα και απογοήτευσή αντίκριζε την αρνητική στάση της επίσημης ελληνικής πολιτικής, που είχε εγκαταλείψει τους Έλληνες κατοίκους της Μακεδονίας στην τύχη τους ολόκληρο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Αντίθετα αναγνώριζαν την πολύτιμη συμπαράσταση ορισμένων συμπατριωτών της ελεύθερης Ελλάδας προς τους αγωνιζόμενους αδελφούς του.

 Ο πόθος των Ελλήνων της Μακεδονίας για ελευθερία άναβε την τολμηρή φαντασία τους, καθώς διαδίδονταν ότι χιλιάδες Έλληνες επαναστάτες, που είχαν έλθει στη Μακεδονία για ν’ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό, πλησίαζαν στο προπύργιο του βόρειου ελληνισμού, στο Μοναστήρι.

 Πολύτιμες και άγνωστες ιστορικές ειδήσεις μνημονεύουν ότι 120 Έλληνες κάτοικοι του Μπουφίου και αρκετοί Έλληνες του Μοριχόβου εκδήλωσαν στα μέσα Ιουλίου του 1896 την επιθυμία τους να καταταγούν στα ανταρτικά σώματα,  όπως και έγινε, μαρτυρία η οποία δείχνει καθαρά την επαναστα¬τική κινητοποίηση του ελληνισμού της Βόρειας Μακεδονίας.

 Η συντριπτική βέβαια πλειοψηφία των Ελλήνων των περιοχών Φλώρινας, Μοριχόβου, Μοναστηριού, Οστρόβου, Καϊλαρίων, Κοζάνης, Βέροιας, Νάουσας, Βοδενών και Κατερίνης δεν τόλμησε να εκδηλώσει ανοιχτά τα αισθήματα της, γιατί έτρεμε κυριολεκτικά τα τουρκικά αντίποινα, όπως είχε συμβεί και στα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας.

 4. Η επιτροπή που απαρτίστηκε από μέλη της Εθνικής Εταιρείας για το συντονισμό και την οργάνωση του αγώνα στη Μακεδονία, κάλεσε σε σύσκεψη τους παλιούς Μακεδόνες οπλαρχηγούς, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν καταφύγει μετά την επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία.

Ανάμεσα σ’ εκείνους που ήρθαν σε μυστικές επαφές με τα μέλη της Εθνικής Εταιρείας, συγκαταλέγονταν οι Ζέρμας, Αλαμάνος, Μακρής, Ναούμ Κωνσταντινίδης, Βλαχάβας, Αθανάσιος Μπρούφας, Τάκης Νάτσιος (Περήφαφανος) και οι Λάζος και Χρήστος Βερβέρας.

 Η στρατολογία των Μακεδόνων ανταρτών υπήρξε σχετικά εύκολη, αφού την εποχή εκείνη ζούσαν στη Θεσσαλία 2000-3000, από τους οποίους οι 1000 περίπου βαρύνονταν με τη συμμετοχή τους στα επαναστατικά γεγονότα του 1878.

 Παράλληλα σημειώθηκε κινητοποίηση των πλούσιων Ελλήνων Μακεδόνων της Θεσσαλίας, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζε ο μεγαλοκτηματίας Νικόλαος Τσάπανος από το Τίρνοβο, που αγνοώντας τα σχέδια της Εθνικής Εταιρείας, είχε ζητήσει ν’ αγοράσει από την Ευρώπη 500 όπλα, για να εξοπλίσει τους Μακεδόνες αντάρτες.
Αθανάσιος Μπρούφας

 Η αρχηγία του κινήματος του 1896 ανατέθηκε σ’ ένα παλαίμαχο και ακαταπόνητο Μακεδόνα αγωνιστή, σε μια πραγματικά ηρωική φυσιογνωμία, που δεσπόζει στο προσκήνιο της ιστορίας της-Μακεδονίας στα τέλη του 19ου αιώνα, στον έμπειρο Αθανάσιο Μπρούφα, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του 1878.

 Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η επαναστατική δραστηριότητα του Αθ. Μπρούφα συνεχίστηκε αμείωτη σε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο και μετά το 1878.

 Οι σχετικές πηγές μνημονεύουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τις πυκνές επαφές των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων του Αθ. Μπρούφα και του Καραναούμη με τον πρωτεργάτη του γνωστού επαναστατικού κινήματος Αναστάσιο Πηχεώνα, που καταγόταν από την Αχρίδα. 

Ο Μπρούφας με το σώμα του βρισκόταν σε επαφή με τις επαναστατικές ενέργειες του Πηχεώνα στη Βόρεια Μακεδονία κατά τη χρονική περίοδο 1878-1885.

 Και στα 1896 ο Μπρούφας ανέλαβε μαζί με τους παλαίμαχους Μακεδόνες οπλαρχηγούς να συγκροτήσει τα ανταρτικά σώματα, να επιλέξει τους αρχηγούς τους σε συνεργασία με τα μέλη της Εθνικής Εταρείας και να αποτολμήσει να περάσει στη Μακεδονία αψηφώντας τεράστιους πραγματικά κινδύνους.

Οι περισσότεροι αντάρτες που συμμετείχαν στα επαναστατικά σώματα, τα οποία έδρασαν στο μακεδονικό χώρο — 400 περίπου συνολικά Έλληνες αντάρτες πέρασαν τελικά στη Μακεδονία —, κατάγονταν από τη Δυτική Μακεδονία. Ακολουθούσαν οι Ηπειρώτες και σε μικρότερα ποσοστά έρχονταν οι Θεσσαλοί, οι Ρουμελιώτες, ορισμένοι Κρητικοί και άλλοι Έλληνες από τη Ρωσία και την Ανατολική Ρουμελία. 

Ο κύριος οπλισμός των σωμάτων αποτελούνταν από μακρύκανα όπλα (γκρά) με ξιφολόγχη.

 Το πρώτο ελληνικό ανταρτικό σώμα, το οποίο συγκροτήθηκε στις αρχές Ιουλίου του 1896, αποτελέστηκε από 89 άνδρες, με αρχηγό τον Αθ. Μπρούφα και υπαρχηγούς τους Μακεδόνες Δημ. Κανναβό" Τάκη Νάτσιο (Περήφανο), Ιωάν. Γεωργαντά, Ιωάν. Τσάμη, Βασ. Οικονόμου και Λάζο Βαρζή. Το σώμα του Μπρούφα αποβιβάστηκε κοντά στη Σκάλα Ελευθεροχωρίου του σημερινού νομού Πιερίας και συγκρούστηκε με επιτυχία με τουρκικό σώμα στο Καρά-Τσαΐρ, στις δυτικές υπώρειες του Βερμίου, στο Ξηρολίβαδο.

 Ύστερα από ‘νέα σύγκρουση στην κορυφή του Βερμίου Καρατάς, το σώμα του Μπρούφα διασπάστηκε σε δύο ομάδες.

Ο Λάζος, ο Τάκης και ο Τσάμης με 40 παλληκάρια βάδισαν προς τη Φλώρινα, ενώ ο Μπρούφας με τους υπαρχηγούς του Γεωργαντά και Οικονόμου κατευθύνθη- καν στη Βόρεια Μακεδονία για να διακηρύξουν εκεί την ελληνική παρουσία.

 Η πορεία του σώματος του Μπρούφα (Βέροια - Νάουσα - Όστροβο - Μορίχοβο - Καφαντάρ) υπήρξε περιπετειώδης και πραγματοποιήθηκε με τον κατακερματισμό των ανδρών του σε μικρότερες ομάδες. Τμήμα του αρχικού όγκου κατευθύνθηκε ύστερα από συνεχείς νίκες στο τρίγωνο Καϊλάρια - Κοζάνη - Τζούμα.

Ένα δεύτερο σώμα συγκρούστηκε με τον τουρκικό στρατό σε μεγάλη μάχη (25-26 Ιουλίου) κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βλαδόβου (Άγρας), ανάμεσα στα Βοδενά και στη λίμνη του Οστρόβου.

Οι Έλληνες αντάρτες διαιρέθηκαν σε τρεις φάλαγγες και κατάφεραν να διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό. Νέα άτυχη σύγκρουση για τους Τούρκους σημειώθηκε αργότερα στο χωριό Πόζαρ.

 Το κύριο σώμα του Μπρούφα συγκρούστηκε με τουρκικό τάγμα στις Σιδηρές Πύλες κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου 1896.

Κατά τη διάρκεια της μάχης που κράτησε συνολικά 14 ώρες, έχασαν τη ζωή τους πολυάριθμοι Τούρκοι στρατιώτες, αλλά και αρκετοί Έλληνες αντάρτες, ανάμεσα στους οποίους και ο υπαρχηγός του Μπρούφα Μήτσος Κανναβός και πιθανότατα και ο ίδιος ο Μπρούφας.

 Η δεύτερη ομάδα του Τάκη Νάτσιου (Περήφανου) κατέφυγε στο βουνό Περιστέρι, από όπου κατευθύνθηκε στις 15 Αυγούστου 1896 προς το μοναστήρι της Παναγίας της Σλήμνιτσας κοντά στο χωριό Λουμπόινο, στη σημερινή Γιουγκοσλαβία.

 Εκεί μαζί με άλλους Έλληνες οπλαρχηγούς της Μακεδονίας, το Ζαρκάδα, το Μακρή, τον Τσάμη, τον Καταρραχιά, το Μήτσο και το Νταβέλη, συνέταξαν πατριωτική διακήρυξη προς τους κατοίκους της Μακεδονίας, τις τουρκικές αρχές και τους Ευρωπαίους προξένους, δικαιολογώντας τα αίτια του ξεσηκωμού τους και αναφέρθηκαν στους στόχους του κινήματος τους.

 Η δράση του Τάκη περιορίστηκε στη συνέχεια αρχικά στην Καστοριά και στην Βίγλιστα, όπου συγκρούστηκε με επιτυχία με τουρκικό σώμα κι έπειτα στα αλβανόφωνα χωριά της περιοχής Κοριτσάς (Γράμμοστα, Νικολίτσα, Γιαννοχώρι).

Στα μέσα Οκτωβρίου επέστρεψε με τα παλληκάρια του στα Τρίκαλα.
 Ένας άλλος συμπολεμιστής του Τάκη από το αρχικό σώμα του Αθ. Μπρούφα, ο Λάζαρος Βαρζής, διέσπασε το σώμα του σε δυό ομάδες που έδρασαν μετέπειτα στο Μπούφι, στην Κλεισούρα και στη Βλάστη.
Το δεύτερο ελληνικό ανταρτικό σώμα καταρτίστηκε από την Εθνική Εταιρεία στα τέλη του δεύτερου δεκαήμερου του Ιουλίου (1896).
Αποτελέστηκε από 54 άνδρες, Μακεδόνες και Ηπειρώτες, με αρχηγό τον Μακεδόνα Πλατή, που είχε διακριθεί κατά την επανάσταση του 1878, υπαρχηγό το Χρήστο Βερβέρα και δεκάρχη το Θεσσαλό Λεωνίδα Τσιώρη.

Μετά τον άδικο χαμό του X. Βερβέρα στα Μικρά Λιβάδια της Καρατζόβας — οι Τούρκοι έκοψαν το κεφάλι του και το περιέφεραν θριαμβευτικά στις γύρω περιοχές —, ο Λεωνίδας Τσιώρης κατευθύνθηκε προς το Μορίχοβο, για να συναντήσει τα σώματα του Μπρούφα και του Τάκη.

Ύστερά από μια περιπετειώδη πορεία στο εσωτερικό της Μακεδονίας και έπειτα από αλλεπάλληλες νικηφόρες συγκρούσεις στη θέση «Ντόμπρε Πόλιε», στο Τρέσινο (Όρμα) του καζά Βοδενών και ανάμεσα στοΣμπόρσκο (Πευκωτό) και στη Ροσδάνη, το σώμα του Τσιώρη αναφέρεται ότι έφτασε τελικά στο Καφαντάρ, από όπου επέστρεψε αποδεκατισμένο στην Ελλάδα στα τέλη Αυγούστου.

 Διάφορα άλλα σώματα καταρτίστηκαν την εποχή εκείνη από την Εθνική Εταιρεία, όπως του Παναγιώτη Βερβέρα, του οπλαρχηγού Παπαδήμου, του Γιάννη Βελέντζα, του Χρήστου Λεπενιώτη, του Γούλα Γκρούτα, του Ναούμ Σπανού, τα οποία έδρασαν με επιτυχία κυρίως στο νοτιότερο μακεδονικό χώρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου