Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Μακεδονική Ελληνική Γή: Αλιστράτη έδρα Μητρόπολης Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνών. Ελληνικό πνευματικό κέντρο της Αντολικής Μακεδονίας του 19ου και 20ου αιώνα.

  του Ευάγγελου Γ. Καρσανίδη,  
Σχολικού Συμβούλου ε.ε.

Η Αλιστράτη έδρα της Μητρόπολης
 Φιλίππων, 
Δράμας και 
Ζιχνών.

                                                                                                                    


Το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κέντρο του καζά Ζίχνης δεν ήταν η ομώνυμη κωμόπολη και πρωτεύουσα του, 

αλλά η Αλιστράτη που από 
το 1721 ως το τέλος του 19ου αιώνα 
υπήρξε έδρα 
του μητροπολίτη Φιλίππων, Δράμας και Ζιχνών. 

Από μία ανέκδοτη εμπιστευτική έκθεση του υποπροξένου Καβάλας Α. Τσιμπουράκη πληροφορούμαστε ότι η κωμόπολη αυτή το 1885 αριθμούσε συνολικά 3.650 κατοίκους, από τους οποίους 750 ήταν Έλληνες, 400 Οθωμανοί και 2.500 σλαβόφωνοι Έλληνες , ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα και συγκεκριμένα στα 1910 είχε 3.555 κατοίκους, από τους οποίους οι 3.090 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι 465 Τούρκοι .



Η Αλιστράτη γνώρισε, όπως και άλλα ημιαστικά κέντρα της ορεινής Ελλάδας, σημαντική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας.
 Και αυτό γιατί αφενός αυξήθηκε σημαντικά ο ελληνικός πληθυσμός της εξαιτίας της φυγής των χριστιανών κατοίκων προς τα ορεινά και, αφετέρου, παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη λόγω
 «.. .του επικαίρου της τοποθεσίας της, της ευφορίας του εδάφους και της εμπορίας μεταξύ Σερρών, Θεσσαλονίκης και Δράμας, της οποίας εχρησίμευεν ως διαμετακομ στικός σταθμός προ της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας» .

Η Αλιστράτη που ήταν γνωστή και με τα ονόματα Αρχιστράτη, Αλιστράτιον, Αλεστράτη και Αλέστριον και ανήκε διοικητικά στον καζά Ζίχνης του σαντζακιού Σερρών και εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Δράμας, φαίνεται ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρξε έδρα του μητροπολίτη Δράμας7.

Αυτό αποδεικνύεται από σχετικό πρακτικό που περιέχεται στον Κώδικα της Μητρόπολης με χρονολογία «σωτηρίου έτους 1825 Ιανουαρίου 1η».

 Ο Κώδικας αναφέρει ότι ο μητροπολίτης Δράμας Νικόδημος (1817-1824)είχε ανεγείρει με συνδρομές των ορθοδόξων Χριστιανών της επαρχίας του μητροπολιτικό κτίριο στην Αλιστράτη.
 Στον Κώδικα σημειώνει ο μητροπολίτης με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την αγορά οικίας στην Αλιστράτη και την επισκευή του νέου μητροπολιτικού οικήματος.
Έχει δε ως εξής η σχετική περικοπή:
 «Οίκημα αρχιερατικόν αυτήν εποιήσαμεν, ην και αναλαβόντες υπό την ολοσχερή ημών Δεσποτείαν, ως ιδιόκτητον, και κατιδόντες πολλών έτι χρήσουζαν και δεομένην κ.τ.λ. .. ,ουδενός ελλείπουσαν και δεομένην ανεδείξαμεν, άνετον εν πάσι τον εν αυτή οικούντα καταστήσαντες, επί σκοπώ τελείω, ίνα το υπόλοιπον της ζωής ημών εν αυτή διανύσωμεν». 
Και συνεχίζει λίγο παρακάτω: «Έγνωμεν γνώμη θεοφιλεί αφοσιώσασθαι αυτήν τη αγιωτάτη Μητροπόλει Δράμας και Μητρόπολιν του εν αυτή κατά καιρούς αρχιερατεύοντος αδαπανήτως καταστήσαι».

Άξιο ιδιαίτερης μνείας εδώ είναι το γεγονός ότι ο μητροπολίτης Νικόδημος δεν αναφέρει στον Κώδικα τους λόγους της αναγκαστικής μεταφοράς της έδρας της Μητρόπολής του από τη Δράμα στην Αλιστράτη όπου υπήρχε συμπαγής ορθόδοξη κοινότητα.

 Σύμφωνα με τις πηγές που έχουμε τόσο από τα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών όσο και από άλλα κρατικά ή ιδιωτικά αρχεία, ο μητροπολίτης υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Δράμα και να μεταφέρει την έδρα του στην Αλιστράτη την 1η Ιανουαρίου 1825, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.

Οι πιθανοί λόγοι, κατά την άποψή μας, που επέβαλαν την αναγκαστική μεταφορά της Μητρόπολής του είναι οι εξής:

η αύξηση του μωαμεθανικού πληθυσμού που αποτελούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων και η αντίστοιχη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού στη Δράμα
η κορύφωση των τρομοκρατικών διώξεων κατά του ελληνικού πληθυσμού κυρίως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τα μεγάλα αντίποινα που ακολούθησαν από την εκδίκηση του τουρκικού φανατισμού
η φυγή πολλών Ελλήνων χριστιανών στα ορεινά και η εγκατάσταση από την τουρκική κυβέρνηση στη Δράμα μιας κατηγορίας μουσουλμάνων, τους Κονιάρους και Γιουρούκους ομοφύλους τους από τα βάθη της Μικράς Ασίας, αλλοιώνοντας έτσι σημαντικά τη σύνθεση και τη φυσιογνωμία του πληθυσμού.

Η κατάσταση, από την άποψη αυτή, βελτιώθηκε κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα και ίσως λίγο νωρίτερα υπέρ των Ελλήνων, όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ομοεθνείς μας από την Ήπειρο, τη Δυτική Μακεδονία, τη Χαλκιδική, την Κωνσταντινούπολη κ.α., επειδή ανθούσε το εμπόριο του καπνού και του βαμβακιού .
Μετά και την προοδευτική αύξηση του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης και την εξέλιξή της σε οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής, έδρα της Μητρόπολης ήταν «εξ υπαμοιβής»  και η Δράμα και η Αλιστράτη για ορισμένους μήνες το χρόνο ως το 1904, οπότε η Δράμα καθιερώθηκε οριστικά η μοναδική έδρα της Μητρόπολης.

Αυτό προκύπτει από επιστολή που έστειλε στις 29.1.1905 ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος στον υπουργό Εξωτερικών και λέει τα εξής:

 «Το επίκαιρον της πόλεως κατενόησα καλώς ευθύς άμα επάτησα το πόδα μου εις τα μέρη ταύτα, και έκτοτε ύψιστον απέναντι του Έθνους εθεώρησα καθήκον μου την Δράμαν να ορίσω έδρα της όλης Επαρχίας αντί της μέχρι χθες ως έδρας Μητροπολίτου χρησιμευούσης Αρχιστράτης, και εν αυτή εγκατέστησα τα Γραφεία της Μητροπόλεώς μου.. ,» .

Άλλο γεγονός αξιοσημείωτο που δημιούργησε μεγάλη εποχή στην Αλιστράτη είναι ότι από το 1841 λειτούργησε ένα ονομαστό Εκπαιδευτήριο αρρένων, η «Κεντρική Ελληνική Σχολή» .

Η Σχολή σηματοδοτεί την απαρχή μιας συστηματικτής προσπάθειας για την ανάπτυξη της παιδείας και αναδεικνύεται στη συνέχεια σε αξιόλογο εκπαιδευτικό καθίδρυμα που συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική ανάπτυξη της περιοχής.

Η Κεντρική Ελληνική Σχολή Αλιστράτης

Στην Αλιστράτη, που την περίοδο αυτή ήταν έδρα του μητροπολίτη Δράμας και Ζιχνών, λειτούργησε γύρω στα 1841 και ίσως νωρίτερα , ένα ονομαστο Εκπαιδευτήριο αρρένων με την επωνυμία «Κεντρική Ελληνική Σχολή» (Σχολαρχείο ή ημιγυμνάσιο) , με πρώτο σχολάρχη τον Δημήτριο Καλαμπακίδη  από το Μελένικο. 


  Ο Κ. Ѳ. Δημαράς στο έργο του «Πνευματικός βίος», Μακεδονία 4000 χρόνια..., ό.π., σσ. 407-408, γράφει :

«Ανάμεσα στο 1800 και στο 1821, όταν τα περισσότερα από τα σχολεία της Μακεδονίας υπέκυψαν στη δίνη της εθνεγερσίας και της αιματηρής καταστολής της
υπήρξαν σχολικά καθιδρύματα που συνέχισαν τη λειτουργία τους,
 όπως στη Θεσσαλονίκη, στην Αλιστράτη, στην Καστοριά, στα Γρεβενά, στην Έδεσσα, στο Μελένικο, στις Σέρρες κ.α.».

  Εκτός των σχολείων που συντηρούσε κάθε ελληνική Κοινότητα των τουρκοκρατούμενων περιοχών στην έδρα των Μητροπόλεων, στις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις ή σε ονομαστά μοναστήρια είχαν ιδρυθεί Κεντρικές Σχολές, σχολεία δηλαδή με οικοτροφεία και ξενώνες για τα παιδιά που έρχονταν από μακριά ή ήταν ορφανά ή και φτωχά.
Οι Σχολές είχαν ολόκληρο ελληνικό σχολείο (βαθμίδα) και τάξεις ή πλήρες γυμνάσιο.
Οι απόφοιτοί τους προσλαμβάνονταν ως δάσκαλοι σε κοινοτικά σχολεία ή συνέχιζαν ανώτερες σπουδές.
Ένα τέτοιο σχολείο (σχολαρχείο) με οικοτροφείο ήταν και η Κεντρική Ελληνική Σχολή Αλιστράτης.

 Ο Δημήτριος Καλαμπακίδης ήταν από το Μελένικο και διακεκριμένος διδάσκαλος του Γένους.

 Εια πολλά χρόνια υπηρέτησε ως διδάσκαλος στο Μελένικο.
Κατά τα έτη 1839-1840 διατηρούσε ιδιόκτητο τυπογραφείο στο οποίο τυπώθηκαν δικά του και ξένα βιβλία.
Σπούδασε στη Βιέννη της Αυστρίας και κατά το έτος 1841 διορίστηκε πρώτος Σχολάρχης της Κεντρικής Ελληνικής Σχολής Αλιστράτης και παράλληλα ασκούσε καθήκοντα του γραμματέα της Ιεράς Μητρόπολης Αλιστράτης.
Με επιστολή του που απευθύνει στον ιατρό Αναστ. Παλλατίδη στο Μελένικο, τον παρακαλεί να στείλει βιβλία και άλλα διδακτικά και εποπτικά όργανα διδασκαλίας στη Σχολή Αλιστράτης.
 Ο Δ. Καλαμπακίδης που ήταν άριστος γνώστης της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, διακρινόταν, εκτός των άλλων, για την ευρυμάθειά του, τη γλαφυρότητα του λόγου του, τον πλούτο των διανοημάτων του και τη βαθιά προσήλωσή του προς τα Θεία.
Το ύφος του -όπως και των άλλων διδασκάλων της εποχής εκείνης- ήταν έντονα θρησκευτικό.
 Ο Δ. Καλαμπακίδης εκτός από τις πολλές εργασίες του τις οποίες δημοσίευσε -μεταξύ των οποίων σημαντική θέση κατείχαν η Αριθμητική και η Γραμματική του- διακρίθηκε ακόμη και στη συγγραφή επιγραμμάτων (Βλ. Κ. I. Κοντού, Η ιστορία της Αλι- στράτης, ό.π., σ. 161).


Στους Κώδικες της Μητρόπολης σωζόταν το εξαιρετικά ενδιαφέρον πρακτικό για την αγορά του οικήματος στο οποίο θα στεγαζόταν η Σχολή .
Τόσο το πρακτικό όσο και τα υπόλοιπα κείμενα που περιλαμβάνονταν στον Κώδικα της Μητρόπολης, γράφτηκαν από τον πρώτο διορισθέντα σχολάρχη της Σχολής Δ. Καλαμπακίδη «καθ’ υπαγόρευσιν του τότε Μητροπολίτου Νεοφύτου*»,
ο οποίος εγκαινίασε πανηγυρικά στις 18 Φεβρουάριου 1841 τη Σχολή στην οποία φοιτούσαν «ως εις ανωτέραν σχολήν εκ πάσης της επαρχίας Ζίχνης». 

Περισσότερα στοιχεία για τη λειτουργία της Σχολής δε διαθέτουμε γι’ αυτή τη χρονική περίοδο.

Δυστυχώς, με την πυρπόληση του κτιρίου της Μητρόπολης Αλιστράτης, κάηκαν όλοι οι Κώδικες της Μητρόπολης καθώς επίσης και άλλα πολλά έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα για περαιτέρω μελέτη και έρευνα.
 Αποσπάσματα όμως του πρακτικού ανατυπώθηκαν από τον επιθεωρητή των Ελληνικών Σχολείων της Μακεδονίας Γ. Χατζηκυριακού στα απομνημονεύματά του.

Η Σχολή αυτή ανέδειξε την Αλιστράτη φωταυγή του Γένους πνευματική εστία
«τασσομένην εν Δευτέρα μετά τας Σέρρας βαθμίδι, εν τω ανατολικώ εκείνω τμήματι της καθ’ ημάς χώρας» .
Αξίζει να παρατεθούν εδώ ορισμένα αποσπάσματα για να καταδειχθεί

 «πώς οι προπάτορές μας συνδύαζαν αριστοτεχνικά την ελληνική παιδεία με την ορθόδοξη χριστιανική πίστη» .
Επειδή δεν μπορούμε να καταχωρήσουμε εδώ ολόκληρο το κείμενο του πρακτικού, παραθέτουμε μικρά αποσπάσματά του για να καταδείξουμε το αληθινό πάθος που είχαν οι Έλληνες για την παιδεία. Το πρακτικό αρχίζει ως εξής:
«Θείον όντως και ουρανοβράβευτον δώρον υπάρχει η Παιδεία και η κατά Θεόν Σοφία, της λογικότητας του ανθρώπου και αυτού του κατ’ εικόνα Θεού αξιώματος γνώρισμα τυγχάνουν διαυγέστατον... Η αχλύς δε της αμαθείας και το ψηλαφητόν τούτο σκότος πανταχού μεν κατά μάλλον και ήττον παρεισέφρησεν, αγωνίζονται μέντοι οι κατά τόπους νουνεχέστεροι παντί σθένει, ίνα εξοστρακίσαντες τούτο, αντιτάξωσι την παιδείαν, συνιστώντες Σχολεία Ελληνικά...».

Και συνεχίζει: «Ταύτης τοίνυν της θεοσδότου παιδείας των ευγενών και θείων χαρίτων και ημείς απολαύσαντες, ει και άκρω δακτύλω του ουρανίου αυτής νέκταρος, έγνωμεν συν Θεώ μετά την αρχιερατείαν ημών τον ανέκαθεν διακαή πόθον και ένθερμον ζήλον ημών εις έργον προάξαι και εν τη θεοσώστω ταύτη επαρχία συστήσασθαι Ελληνικήν Κεντρικήν Σχολήν, την στέρησιν ταύτης ζημίαν μεγίστην, ηγούμενοι ιδίαν τε και κοινήν των πνευματικών ημών τέκνων...».
Και παρακάτω: «Ενεκρίθη ουν παρά πάντων, όπως η τοιαύτη Κεντρική της επαρχίας Ελληνική Σχολή συστηθή κατά την χώραν Αλεστράτη, ως πρόσφορον επί τούτω και κεντρικήν έχουσαν θέσιν, και του κατά καιρούς μητροπολίτου ως τα πολλά εν αυτή διαμένοντος».

Και καταλήγει το πρακτικό απειλώντας με ποινές για όσους θελήσουν να αντιστρατευθούν το έργο της Σχολής.
Οι ποινές αυτές δεν είναι, βέβαια, υλικές, αλλά ποινές που θα επιβληθούν στο δράστη κατά τη μετά θάνατο ζωή του.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα στο οποίο καταλήγει το πρακτικό:

«Όσοι δε υπό απειροκαλίας και συνεργίας του πονηρού και μισοκάλου διαβόλου αντιπράττοντες έργω ή λόγω πειραθώσί ποτε διασείσαι ή βλάψαι την Ελληνικήν ταύτην σχολήν, ή τον διδάσκαλον, και τους αυτού μαθητάς, εμποδίζοντες αυτούς της των μαθημάτων ακροάσεως, αποδώσουσι λόγον τω αδεκάστω και απροσωπολήπτω κριτή και τη φρικτή ημέρα της κρίσεως καταδικαζόμενοι εις κόλασιν αιώνιον, έχοντες και τας αράς των τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων της εν Νικαία Πρώτης Συνόδου και πάντων των αγίων.
1841 Φεβρουάριου 18, Αλεστράτη».

Η Σχολή λίγα χρόνια αργότερα, στεγάστηκε σε ένα καινούργιο, ωραίο και ευρύχωρο κτίριο που είχε οικοδομηθεί με τη συνδρομή των κατοίκων όλης της περιοχής .

Στον Κώδικα που μνημονεύσαμε παραπάνω ήταν καταχωρημένο σε αρχάΐζουσα ελληνική και το ακόλουθο επίγραμμα αφιερωμένο στη νέα Σχολή:

«Επίγραμμα Εις την νεόδμητον Κεντρικήν Ελληνικήν Σχολήν

Ίομεν εις πόλιν Αλιστράτην βωτιάνειραν 
’κείνον υπερτέλλον τ’οίκον εποψόμενοι 
Ζιχναίων μουσοτραφάων ίδρυμ’ αγλαόν
 ιμερόενθ’ άδε δώματ’ έχει σοφίης κ’αρετάς 
ευρύμνους θαλάμους, Ελικωνιάδων παστούς
 ατρέμα δέρκεο οίην έκτοσθεν στίλβει 
αγλαΐην. Αυγάζου δ’ως τηλόθεν μούνος 
οίκων απάντων προ(τι) δέρκεταν υψού εγγύθι
 πληϊάδων ικνούμενος. Η εσθλήν στεφάνην 
χώρας της δε περί κρήδεμν’ έστεψε 
κύδιμος, αρχιθύτης Αγαθάγγελος μουσηγέταο 
Χριστουπόλεως Ταρασίου μετά φωτός αρεταίς
 παντοίαις κεκοσμημένου ηδ’ιερή σοφίη».

Αξίζει να μνημονευθεί εδώ ότι η ιδέα της ίδρυσης και λειτουργίας Κεντρικής Σχολής άρχισε να προβάλλεται και να ωριμάζει ήδη από πολύ νωρίς, όταν μεταφέρθηκε η έδρα της Μητρόπολης στην Αλιστράτη.
Φωτισμένοι ιεράρχες που με την πνοή τους, τη μόρφωσή τους, τη δράση τους και το παράδειγμά τους πραγματικά αναζωπύρωσαν τη ζωή στην επαρχία τους και διαφύλαξαν τη χριστιανική πίστη και την ελληνική γλώσσα σε μέρη που ήταν επικίνδυνο να εκλείψουν, άρχισαν να συνειδητοποιούν την ανάγκη επίλυσης των εκπαιδευτικών προβλημάτων με τη σύσταση Σχολής στην Αλιστράτη.

Οι ρέκτες αυτοί ταγοί της Εκκλησίας, που έμειναν στην ακριτική αυτή περιοχή για να φρουρούν θρύλους και παραδόσεις, προφητείες και όνειρα και τη μεγαλοσύνη της ιδέας που υπηρέτησαν πιστά, μετέφεραν ασφαλώς στην Αλιστράτη μαζί τους την ιδέα της οργάνωσης της εκπαίδευσης από αλλού και μάλιστα ακολουθώντας και υλοποιώντας παλαιότερη Συνοδική Πράξη του πατριαρχικού προγράμματος, το οποίο συνέταξε και συνέστησε η μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης το 1593 που συνήλθε επί Πατριάρχη Ιερεμία Β' του Τρανού (1572-1594).

Σε αυτή την Σύνοδο αποφασίστηκε οι κατά τόπους μητροπολίτες να αναλάβουν φροντίδα για την ίδρυση σχολείων στις περιφέρειές τους και για τη διάδοση της παιδείας.

Στη σταυροφορία του Ιερεμία Β' για την ίδρυση σχολείων και την αφύπνιση του Έθνους πρωτοστατούσαν και οι μητροπολίτες της επαρχίας Δράμας και Ζιχνών που ανέλαβαν τη φροντίδα της παιδείας και τη σύσταση εκπαιδευτηρίων. 

Η συνοδική αυτή πράξη πρέπει να θεωρηθεί σταθμός στην ιστορία της νεοελληνικής παιδείας.

 Σε λιγότερο από διακόσια πενήντα χρόνια μετά τη συνοδική εκείνη Πράξη του 1593 θα έχουμε και στην Αλιστράτη μια αξιόλογη πνευματική κίνηση με τη σύσταση και λειτουργία της Κεντρικής Ελληνικής Σχολής, αφού μόνο στις έδρες των Μητροπόλεων ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν Κεντρικές Σχολές και αφού η Εκκλησία (Οικουμενικός Πατριάρχης και οι κατά τόπους επίσκοποι) από τη στιγμή αυτή ανέλαβε επίσημα την εποπτεία της εκπαίδευσης του υπόδουλου Ελληνισμού.

Το γεγονός αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η οθωμανική κυβέρνηση ανέθεσε υπεύθυνα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τη λειτουργία και εποπτεία της εκπαίδευσης των σκλάβων Ελλήνων.
 Απλά ανέχτηκε μία κατάσταση που άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται και με έμμεσο τρόπο αναγνώρισε στην Ορθόδοξη Εκκλησία το δικαίωμα
«.. .τα θεία και ιερά γράμματα δύνασθαι διδάσκεσθαι».

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, όπως προαναφέρθηκε, αρχίζει μια προσπάθεια ίδρυσης και λειτουργίας Κεντρικής Σχολής από την Ελληνορθόδοξη Κοινότητα και την τοπική Εκκλησία στην Αλιστράτη.
 Η Σχολή εξελίχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε πόλο έλξης πολλών μαθητών από την επαρχία Ζίχνης, ακόμη και από τις Σέρρες.

 Χάρη στην καλή οργάνωση της Σχολής, το ζήλο και την εργατικότητα των σχολαρχών της γρήγορα είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και αίγλη, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία 1840-1850, που αποτελεί περίοδο μεγάλης ακμής η Σχολή  υπερείχε ακόμη και αυτής της μεγάλης Σχολής των Σερρών που μέχρι τότε κατείχε τα πρωτεία. 

Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις επιστολές του οικογενειακού του αρχείου , τις οποίες έθεσε υπόψη μας ο αγαπητός συνάδελφος Γεώργιος Μάλαμμας, συνταξιούχος εκπαιδευτικός και κάτοικος Αλιστράτης, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη του.

Στο παραπάνω αρχείο υπάρχει μία συλλογή επιστολών, των οποίων το περιεχόμενο είναι πλούσιο σε ιστορικές πληροφορίες τοπικού βέβαια ενδιαφέροντος.
Μερικές από αυτές αναφέρονται στην Κεντρική Σχολή Αλιστράτης που συνέβαλε σημαντικά στην πνευματική αναγέννηση όχι μόνο των Ελλήνων της κωμόπολης αλλά και των άλλων κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Διασώθηκε επίσης και απολυτήριος τίτλος της Σχολής σε σχετικά καλή κατάσταση, οι κάτοχοι του οποίου είχαν το δικαίωμα «ου μόνον κατ’ οίκους διδάσκειν, αλλά και Σχολήν κοινήν αναδέξασθαι».

 Οι επιστολές, οι οποίες απευθύνονται όλες προς το μαθητή της Σχολής Κωστάκη Μάλαμμα ή Καλλικλή, λόγω του περιεχομένου τους δεν παύουν να έχουν ιδιαίτερη ιστορική και παιδαγωγική αξία, γι’ αυτό κρίνουμε σκόπιμο να τις δημοσιεύσουμε παρακάτω.

Επιστολή 1η.

Γράφτηκε από τον πατέρα Γεράκη Μάλαμμα, έμπορο των Σερρών, προς το γιο του που φοιτούσε στη Σχολή Αλιστράτης.

Σέρραι τη 11η Απριλίου 1844
Υιέ μου Κωστάκη. Εις Αλιστράτιον.]

Χθες από τον Παναγιώτην έλαβα το γράμμα σου και εχάρικα δια το της υγείας σας αίσιον και μάλλον δια την επιμέλειαν άχρι δια τα μαθήματά σου. 
Ελυπήθην όμως εξ άλλου οπόσον να αμελήσης τα Γερμανικά και βλέπων την εικόνα του γραψίματός σου να την χαλάσης όλως διόλου και τέλος δεν εστάθης 
όλως διόλου εις τον λόγον που μας έδωκες εδώ.
Κύταξε λοιπόν Κωστάκη μου να μελετάς τα μαθήματά σου 
καθ’ εκάστην δια να προχωρήσεις όσον το δυνατόν το ογλιγορότερον προς ωφελείαν σου.

Εν τούτοις ασπαζόμενός σε μένω ο πατήρ σου Γ. Μάλαμμας. 

Επιστολή 2η. 

Στάλθηκε από μαθητή της Σχολής Σερρών προς τον Κωστάκη Μάλαμμα, μαθητή της Σχολής Αλιστράτης.

Σέρραι τη 4η Σεπτεμβρίου 1847

Ανοίγων την πύλην ίνα υπάγω προς τον Διδάσκαλον βλέπω έξαφνα 
και παρ ’ ελπίδας τον Νικόλαον αυτάδελφόν σας 
φέροντά μοι επιστολήν σας προς εμέ, 
και μίαν εσώκλειστον προς την Κυρίαν μητέρα σας, 
εχάρην δια το αίσιον της υγείας σας, και κατά τα γραφόμενά σας την εγχείρησα 
προς την μάμην σου, η δέ μοι είπεν και την ανέγνωσα και μεγάλως ελυπήθην,
πλην τι ποιητόν, χρειάζεται υπομονή,
 ίδον να μας λέγητε για το να σας οιδοποιήσωμεν τι μαθήματα και από ποιον παραδιδόμεθα, 
αύριον θέλον κάμη αρχήν του Β' Ολυνθιακού λόγου του Δημοσθένους.

 Επειδή τον Α ' Φιλιππικόν και τον Α ’ Ολυνθιακόν τους ετελειόσαμεν, 
ταύτα δε παραδιδόμεθα υπό του Κύρ Χρηστίδου μετά το (γεύμα;) δε, 
δις της εβδομάδας τεχνολογικόν 
δις σύνταξιν, και δις Ιταλικά 
έως ότου να έλθη ο προσδοκόμενος Σχολάρχης και ότε τα πράγματα θα μεταβληθώσιν.

Εν βία και άλλοτε σας γράφομεν διεξοδικότερα.

Χρήστος Πασχαλίδης.


Αυτό, πάντως, που πρέπει να τονιστεί και πάλι εδώ είναι ότι στις αρχές του καλοκαιριού του 1843 ο πλούσιος έμπορος των Σερρών Γεράκης Μάλαμμας αποφάσισε να στείλει τον ηλικίας 13 ετών υιό του Κωστάκη στη Σχολή Αλιστράτης
«όπως διακούση τα εν αυτή διδασκόμενα μαθήματα»,
 επειδή η Σχολή αυτή είχε καλή οργάνωση, υψηλού επιπέδου διδακτικό προσωπικό και πλήρες πρόγραμμα σπουδών.
Λίγα χρόνια αργότερα μαθαίνουμε ότι μαθητής της Σχολής Σερρών και εξάδελφος του Κωστάκη εκδηλώνει την επιθυμία του να ακούσει και αυτός «τοιαύτα υψηλά μαθήματα» ζητώντας απ’ αυτόν να του πουλήσει τα βιβλία του για να τα μελετήσει.

Η με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1847 επιστολή μάς αποκαλύπτει την έλλειψη σχολάρχη στις Σέρρες.

 Αλλά όταν ο Κωστάκης Μάλαμμας απεφοίτησε από τη Σχολή Αλιστράτης και επανήλθε στην πατρίδα του τις Σέρρες κοντά στους γονείς του, ο σχολάρχης του Ιωάννης Χαρίδημος σε επιστολή του έγραφε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Χάρηκα για τη βελτίωση της Σχολής της πατρίδας σας ευχόμενος να βελτιωθή ακόμα περισσότερο για την ανύψωση της παιδείας της νεολαίας.. .» .

Από τις παραπάνω μαρτυρίες καταδεικνύεται ασφαλώς ότι η ξακουστή Σχολή των Σερρών κατά την περίοδο αυτή δεν είχε σχολάρχη και το πρόγραμμα σπουδών της Σχολής παρουσίαζε σοβαρές ελλείψεις, σε αντίθεση με τη Σχολή Αλιστράτης, της οποίας το πρόγραμμα μαθημάτων δε διέφερε από εκείνο των αντίστοιχων σχολών που λειτουργούσαν με επιτυχία στις άλλες πόλεις του υπόδουλου Ελληνισμού.

Τέλος, η ακτινοβολία της Σχολής Αλιστράτης ήταν τόσο ξακουστή ώστε το 1843  με γραπτή εντολή του Πατριάρχη Γερμανού Δ', οι δόκιμοι μοναχοί της I. Μ. Εικοσιφοίνισσας στάλθηκαν στην Σχολή Αλιστράτης για να εκπαιδευτούν καλύτερα.

 Από τότε ο μητροπολίτης Δράμας Αθανάσιος Γ' (1842-1852) υποχρέωσε τη Μονή «να πληρώνη ετησίαν επιχορήγησιν εις την Σχολήν Αλιστράτης», την οποία εξακολούθησε να πληρώνει ως την απελευθέρωση, παρ’ όλο που μετά τη διαταγή εκείνη του Πατριάρχη το 1844, οι μοναχοί ίδρυσαν στο μοναστήρι «Ελληνικήν Σχολήν» για την εκπαίδευση των δοκίμων μοναχών.

Συμπερασματικά, στη μικρή αυτή κωμόπολη δε θα περίμενε βέβαια κανείς να ιδρυθεί και να λειτουργήσει με επιτυχία μία από τις σημαντικότερες ελληνικές σχολές της περιόδου της Τουρκοκρατίας.
Ωστόσο, η εκεί παρουσία λαμπρών ιεραρχών, σχολαρχών και επιτρόπων, αποτέλεσε τη βασική προϋπόθεση για τη σύσταση μίας από τις περίφημες Σχολές του 19ου αιώνα,
 η οποία πρόσφερε αναμφίβολα σημαντικές υπηρεσίες 
στην πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού. 

Χάρη στο ζήλο και τη φιλοπονία τους γρήγορα η Σχολή απέκτησε φήμη και αυξημένο κύρος με αποτέλεσμα να συρρεύσουν εκεί πολλοί μαθητές προερχόμενοι από γειτονικές πόλεις και κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας.

Όσοι μελετητές, παλαιότεροι και νεότεροι, ασχολήθηκαν με την εκπαίδευση στην Αλιστράτη παραδέχονται ότι η κωμόπολη αυτή της ενιαίας Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών έχει να επιδείξει μια πλούσια πνευματική παράδοση, παρόμοια με εκείνη που παρατηρήθηκε και σε άλλες πόλεις και κωμοπόλεις της σκλαβωμένης Ελλάδας.

 Η προσφορά των κατοίκων της ήταν πάντα μεγάλη τόσο στην πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία όσο και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (ένοπλη φάση 1904- 1908). 

Αψευδή μαρτυρία όσων αναφέρθηκαν αποτελούν και τα όσα μας παραδίδει ένας Άγγλος περιηγητής που επισκέφθηκε τη Μακεδονία το 1900 ως απεσταλμένος του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, με σκοπό τη συλλογή λαογραφικού υλικού.

Ο Άγγλος περιηγητής στο οδοιπορικό του από τις Σέρρες για τη Δράμα, επισκέφθηκε την Αλιστράτη για την οποία λέει χαρακτηριστικά ότι
«διακρίνεται για την επίμονη προσήλωσή της στην ελληνική υπόθεση και για τα εξαιρετικά ελληνικά πρωτοβάθμια σχολεία της». 

Τι’ αυτόν ακριβώς το λόγο διατηρήθηκε στους κατοίκους της ακμαίο το ελληνικό φρόνημα και η ορθόδοξη χριστιανική πίστη .
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι το ότι οι κατ’ εξοχήν ρυθμιστές του όλου έργου στη Σχολή ήταν οι εκάστοτε σχολάρχες.
 Πρώτος σχολάρχης της Σχολής Αλιστράτης, όπως προαναφέρθηκε, χρημάτισε ο Δημήτριος Καλαμπακίδης που δίδαξε με επιτυχία από την ίδρυσή της.
Διάδοχός του κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής της Σχολής υπήρξε ο εξίσου ικανός σχολάρχης Ιωάννης Χαρίδημος, ο οποίος μάλιστα υπογράφει ως σχολάρχης τον απολυτήριο τίτλο του έτους 1848.

 Από τους μεταγενέστερους μνημονεύουμε τον Χριστόφορο Προδρομίτη.

Από επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1850, που απευθύνεται προς τον μητροπολίτη Δράμας Αθανάσιο Γ'(1842-1852), πληροφορούμαστε ότι ο οσιολογιότατος Χριστόφορος Προδρομίτης διορίστηκε ως σχολάρχης στην Κεντρική Σχολή Αλι-στράτης του καζά Ζίχνης αφού προηγουμένως απομακρύνθηκε από αυτή «ο προχρηματίσας, και δια λόγους ευλόγους παυθείς της Σχολής Ευστράτιος Δόλωψ», ο οποίος αν και διατάχθηκε να απομακρυνθεί και να αναχωρήσει σε άλλη επαρχία, επιμένει να παραμείνει στη Σχολή «βουλόμενος επιθετικώς και βιαίως κατέχων την σχολαρχίαν, ραδιουργίαν επί τούτοις και σκάνδαλα ενσπείρειν καταγινόμενος».

 Τέλος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης δίνει εντολή στο μητροπολίτη Δράμας να διατάξει:
Ευστράτιο Δόλοπα «να αναχωρήση αυτόθεν, ευρίσκων θέσιν εν άλλη επαρχία».
 Αν όμως δεν υπακούσει στην εκκλησιαστική διαταγή, τότε θα αναγκασθούμε «να μετέλθωμεν κατ’ άλλον τρόπον την απομάκρυνσιν αυτού και άκοντος και μεταμελουμένου».

Ο Τρ. Ευαγγελίδης μας πληροφορεί και αυτός ότι ο επόμενος σχολάρχης σχολής από το 1850-1852 ήταν ο Χριστόφορος Προδρομίδης, ιεροδιδάσκαλος, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, στην οποία δίδαξε από το 1852 μέχρι το 1863 καθώς και σε άλλες Σχολές και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην Ιερά Μονή Τίμιου Προδρόμου των Σερρών στο Μενοίκιο όρος .

Μνημονεύουμε ακόμη ως σχολάρχες τον Αστέριο Γούσιο το 1904, συγγραφέα σχολικών και λαογραφικών βιβλίων, και τον Χαρίλαο Παπαντωνίου το 1906, που επί της εποχής του η Σχολή φέρει τον τίτλο «Αστική Σχολή» .

Διευθυντής της Αστικής Σχολής διετέλεσε και ο Διόδωρος Κάρατζης, πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής Χάλκης που έγινε αργότερα μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης.
Διδάσκαλος της Σχολής διετέλεσαν επίσης ο έγκριτος ιατρός της Δράμας Μιλτιάδης Σκόρδας. οποίος ήταν συγχρόνως και παιδονόμος του Οικοτροφείου Αρρένων Αλιστράτης αλλά και ο Βασίλειος I. Καφταντζής, διδάσκαλος, ιατρός, ποιητής, συγγραφέας βιβλίων και μουσικός.

Κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα (1850-1900) η Σχολή γνώρισε ακόμη μία περίοδο ακμής και προόδου χάρη στο ζήλο και τη φιλοπονία των διδασκάλων και των σχολαρχών και το αδιάπτωτο ενδιαφέρον του τότε μητροπολίτη Αγαθαγγέλου (1861-1872) , αλλά και των κοινοτικών αρχόντων της Αλιστράτης.

Μολονότι από τις πηγές που διαθέτουμε ως τώρα δεν προκύπτει ο αριθμός των διδασκόντων στη Σχολή, όμως η άρτια οργάνωση, το πρόγραμμα των μαθημάτων και η διάρκεια των σπουδών, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως τον εκάστοτε σχολάρχη συνεπικουρούσαν στο έργο του και άλλοι δύο διδάσκαλοι όπως συνέβαινε και σε όλα τα ανώτερα ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν τότε στους κόλπους του Ελληνισμού.
Συνεπώς το διδακτικό προσωπικό το αποτελούσαν τρεις, από τους οποίους ο ένας ήταν ο σχολάρχης, ο οποίος δίδασκε τις ανώτερες τάξεις .

Ως προς την ηλικία των μαθητών, όπως συνέβαινε σε όλα τα ελληνικά σχολεία της ίδιας περιόδου, δεν υπήρχαν συγκεκριμένα όρια, αφού ένας αριθμός μαθητών ήταν ήδη δόκιμοι μοναχοί από την I. Μ. Εικοσιφοίνισσας .
Από την προσεκτική μελέτη των πηγών που έχουμε στη διάθεσή μας, αναφορικά με τις επίσημες αργίες και τις διακοπές των μαθημάτων, συνάγεται ότι οι παραδόσεις των μαθημάτων διακόπτονταν κατά τη διάρκεια των μεγάλων θρησκευτικών εορτών (Χριστούγεννα, Πάσχα κ.ά.) προκειμένου οι μαθητές να εκτελέσουν ανενόχλητοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Η αρχή ίσχυε για όλα τα ελληνικά σχολεία της Τουρκοκρατίας, αφού όπως είναι γνωστό, οι σχέσεις σχολείου-Εκκλησίας στην περίοδο αυτή ήταν ιδιαίτερα στενές.

 Παρ’ όλα αυτά, νομίζουμε ότι «ο καθορισμός των επίσημων αργιών και των διακοπών ήταν θέμα διοίκησης της κάθε Σχολής».
Άξιο ιδιαίτερης μνείας εδώ είναι το γεγονός ότι ο σχολάρχης πέρα από τα διδακτικά του καθήκοντα, ρύθμιζε τη ζωή των μαθητών και συνεπώς έπρεπε να γνωρίζει όλα όσα αφορούσαν και αυτή ακόμη την προσωπική τους ζωή.
 Οι μαθητές δηλαδή βρισκόταν σε άμεση πνευματική εξάρτηση από τους δασκάλους τους, στους οποίους όφειλαν να λένε τα πάντα τη ζωή τους.
Η χορήγηση άδειας κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων ή του Πάσχα επα- φιόταν στην κρίση του σχολάρχη.
 Αψευδή μαρτυρία αποτελεί σχετική επιστολή του Γεράκη Μάλαμμα, εμπόρου από τις Σέρρες ο οποίος απευθυνόμενος στον γιο του Κωστάκη στην Αλιστράτη, εκφράζει την επιθυμία και τη χαρά του να συνεορτάσει με αυτόν τα Χριστούγεννα.
Στην επιστολή του αυτή μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής: «.. .έχε το εις ενθύμησιν να ζητήσης την άδειαν το διδασκάλου σου, και αν είναι με την άδειάν του, γράψε μας να ηξεύρω δια να σε φέρω τα Χριστούγεννα, να έλθης εδώ.. .» .
Όσον αφορά τώρα στην οικονομική διαχείριση της Σχολής, την είχαν κατά προτίμηση κληρικοί. Τη διοίκηση και την εποπτεία της είχε μία Επιτροπή με πρόεδρο τον εκάστοτε μητροπολίτη και μέλη προύχοντες της Αλιστράτης.
 Η Επιτροπή ήταν υπεύθυνη γενικότερα για την άσκηση υψηλής εποπτείας και για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της Σχολής.
Κύριος όμως ρυθμιστής και καθοδηγητής του όλου έργου ήταν ο εκάστοτε σχολάρχης, από την προσωπικότητα του οποίου εξαρτιόταν η πρόοδος και η φήμη της Σχολής.

Δυστυχώς δεν διαθέτουμε καμιά πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη ή όχι Κανονισμού της Σχολής Αλιστράτης.

Το πιθανότερο όμως είναι ότι κατά την πολύχρονη λειτουργία της δεν συντάχθηκε ειδικός Κανονισμός, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα υπήρχε και κάποια σχετική μνεία στις πηγές.
Μεγάλο, εξάλλου, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο απολυτήριος τίτλος της Σχολής Αλιστράτης, ο οποίος διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση.

Η διάσωση και η ύπαρξή του αποτελεί σημαντική πηγή πληροφόρησης σε ό,τι αφορά τουλάχιστον στα διδασκόμενα μαθήματα της Σχολής.
Είναι γραμμένος με μελάνη σε απλό χαρτί σχήματος φύλλου αναφοράς, ενώ μερικές λέξεις που η μελάνη σε αυτές έχει ήδη ξεθωριάσει είναι δυσανάγνωστες.
Η γραφή του απολυτηρίου είναι πλαγιογράμματη και δυσανάγνωστη σε τέτοιο σημείο, ώστε αν ο μελετητής δεν αποκωδικοποιήσει τα γράμματα των λέξεων και δεν χρησιμοποιήσει μεγεθυντικό φακό, η ανάγνωση των λέξεων αυτών να καθίσταται σχεδόν αδύνατη.
 Δυσκολία επίσης παρουσιάζεται στο να αναγνωστούν και τα ονόματα των τεσσάρων επιτρόπων της Σχολής που υπογράφουν ως μάρτυρες στο κάτω μέρος του απολυτηρίου.
Δύο μάλιστα από αυτούς μόλις και μετά βίας μπορούν να βάλουν την υπογραφή τους αλλά και αυτή ανορθόγραφα.
 Ο απολυτήριος τίτλος αντί επικεφαλίδας φέρει το όνομα του μητροπολίτη με την όντως εντυπωσιακή υπογραφή του, ενώ δίπλα υπάρχει η ένδειξη «ως βέβαιοί».
 Στο κάτω μέρος του απολυτηρίου είναι η ημερομηνία έκδοσης του τίτλου σπουδών με την υπογραφή του σχολάρχη Ιωάννη Χαρίδημου και των μαρτύρων.
 Επισημαίνεται ότι ο απολυτήριος τίτλος είναι γραμμένος στη γνωστή αρχαΐζουσα εκκλησιαστική γλώσσα που χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, ακριβή διατύπωση και πυκνότητα λόγου.
Το κείμενο του απολυτηρίου έχει ως εξής:

Ο Κωνσταντίνος Καλλικλής Σερραίος,
 τέκνον γνήσιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας,
έρωτι παιδείας εκκαιόμενος,
φέρων έδωκεν εαυτόν εν τοις μαθήμασιν.

Εδιδάχθη ουν εν τη κατά την Αλιστράτην
 Ελληνική Κεντρική Σχολή
 της επαρχίας Δράμας
 μεγίστη επιμελεία χρώμενος, άπασαν την Εγκύκλιον Παιδείαν:

Γραμματικήν, φημί,
ποιητικήν και Ρητορικήν.

Ήκουσε δε και φιλοσοφίαν,
 ήγουν Λογικήν, Μεταφυσικήν και Ηθικήν.

Εδιδάχθη και εκ των Μαθηματικών, Αριθμητικήν, και Γεωγραφίαν Στοιχειώδη,
και τέλος Ιεράν Κατήχησιν και Ιεράν Ιστορίαν Επίτομον.

 Εν οις άπασιν εξετασθείς ευδοκιμήσει’ άριστα.

Εζησε δε εν χρηστότητι ηθών, διατελέσας κατά πάντα αμώμητος, και αγαπώμενος τα μάλιστα διά ταύτα.

Αμφοτέρων ουν ένεκα: λέγω δη, της τε εν τοις μαθήμασιν ευδοκιμήσεως, και της των Ηθών χρηστότητος, κρίνεται άξιος, ει μεν αυτώ βουλομένω εστί, και δύναμις περίεστιν, ακροάσασθαι και των επίλοιπων της φιλοσοφίας ειδών άλλη πη, τοιαύτης της φιλοσοφίας απαιτούσης τους ίδιους εαυτής μύστας.
 Ει δε μη, ου μόνον κατ’ οίκους διδάσκειν, αλλά και Σχολήν κοινήν αναδέξασθαι, διό δέδοται αυτώ και το παρόν δικαίως, ίν ’ έχοι, όποι αν απέλθη το αξιόπιστον.

τω “αωμη. Τη “αη“ Ιουνίου

Εν τη κατά την Αλεστράτην Ελληνική Κεντρική Σχολή.

Ο της Σχολής ταύτης Σχολάρχης Ιωάννης Χαρίδημος βεβαιώ.

Οι Επίτροποι της Σχολής:

Δημήτριος Αθανασιάδης μαρτυρώ. 
Αλέξανδρος Παναγιώτου μαρτυρώ.
Θεόδωρος Βασιλείου μαρτυρώ.
 Κωνσταντίνος Γιάνκου, μαρτυρώ!


Από τον παραπάνω απολυτήριο τίτλο της Σχολής Αλιστράτης τεκμαίρεται ότι κατά το σχολικό έτος 1847-1848 διδάσκονταν στη Σχολή τα εξής μαθήματα:
 αρχαία ελληνική Γλώσσα και Φιλολογία, Φιλοσοφία (λογική, ηθική και μεταφυσική),
 Θεολογία (κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, Ιερά Κατήχηση και Ιερά Ιστορία επίτομη), Μαθηματικά, Φυσική, Ποιητική, Ρητορική
και ως ξένη γλώσσα τα Γερμανικά, που θεωρούνταν ως δευτερεύον μάθημα.

Η διδασκαλία της γερμανικής προκύπτει από επιστολή του πατέρα Γεράκη Μάλαμμα προς τον γιο του Κωστάκη, μαθητή της Σχολής, συμβουλεύοντάς τον, μεταξύ άλλων και τα εξής:
«...Κύταξε λοιπόν Κωστάκη μου να μελετάς τα μαθήματά σου και μάλιστα τα Γερμανικά καθ’ εκάστην...» .

Από τα διδασκόμενα μαθήματα στη Σχολή συμπεραίνουμε ότι το πρόγραμμα σπουδών δεν ακολούθησε απλά τη λόγια παράδοση, αλλά περιλάμβανε και «επιστημονικά μαθήματα».

 Βασικός στόχος της Σχολής ήταν να συστήσει ένα σύγχρονο σχολείο που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες του καιρού του.
Για την καλύτερη εξυπηρέτηση των διδακτικών αναγκών ο σχολάρχης της Σχολής Δ. Καλαμπακίδης φρόντισε για τον εμπλουτισμό της με όλα τα απαραίτητα εποπτικά και άλλα αναγκαία μέσα διδασκαλίας.
 Αυτό προκύπτει από σχετική επιστολή του προς τον ευεργέτη του Μελενίκου Αναστάσιο Παλλατίδη, ιατρό, τον οποίο παρακαλεί, το 1841, για την αποστολή «βιβλίων διδακτικών και εποπτικών οργάνων δια την Σχολήν - Αλιστράτην».
Ταυτόχρονα, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή και στον εμπλουτισμό της βιβλιοθήκης της Σχολής.

Αν τώρα επιχειρήσουμε εδώ μια πρόχειρη εκτίμηση των παραπάνω στοιχείων, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι στόχοι της παρεχόμενης παιδείας ήταν κυρίως:

1) η καλλιέργεια και η ενίσχυση της θρησκευτικής συνείδησης των μαθητών στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, 
2) ο εφοδιασμός τους με τις βασικές γνώσεις των θετικών επιστημών (αριθμητική, γεωμετρία, φυσική) και 
3) η εξοικείωσή τους με την αρχαία ελληνική γλώσσα και η ταυτόχρονη μύησή τους στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

 Ο πλέον κατάλληλος τρόπος που προκρίθηκε γι’ αυτό ήταν η εκπαίδευση:
έπρεπε οι μαθητές να διδαχθούν την ιστορία των προγόνων τους για να αντιληφθούν εντονότερα την απαθλίωση στην οποία ήταν βυθισμένοι και να εκτιμήσουν καλύτερα τις δυνατότητες που διέγραφε το μέλλον τους.

Τέλος, να πάρουν όλες εκείνες τις δυνατές γνώσεις τους με την παιδεία για να κρατήσουν μέσα τους τον πόθο για την Ελευθερία.
Αλλά και να μάθουν πως ο μόνος τρόπος για να επιτύχουν ήταν η εθνική χειραφέτηση επίσης, πως οι ανάγκες απαιτούσαν τον παραμερισμό των προσωπικών επιδιώξεων για χάρη των κοινών συμφερόντων .

Με αυτόν τον πνευματικό εφοδιασμό και το απολυτήριο στο χέρι οι πρώτοι απόφοιτοι της Σχολής ξεκινούσαν από την Αλιστράτη για να διδάξουν στα Ελληνόπουλα της περιοχής της Μητρόπολης Δράμας και Ζιχνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου