Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Μακεδονία: Σύγχρονα Βαλκανικά Εθνολογικά Προβλήματα

 Ο Μέγας Ιουστινιανός
 του Αποστόλου Ε. Βακαλόπουλου
Μακεδονική Βιβλιοθήκη
Δημοσιεύματα της 
Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών 
Θεσσαλονίκη 1986
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)

Στη συγγραφή του μικρού αυτού βιβλίου παρακινήθηκα από τη σύγχυση, ηθελημένη ή μη (τελευταία άρχισε να γίνεται και επικίνδυνη), 
Ο Ιουστινιανός Β'
 (μετά τη νίκη κατά των Σλάβων)
που επικρατεί κατά την εξιστόρηση των γεγονότων της Βαλκανικής από την εποχή του Ιουστινιανού (527-565)
και εξής, 
γεγονότων που περιστρέφονται κυρίως γύρω από την 
ιστορία του ελληνικού έθνους 
μετά τις αλλεπάλληλες επιδρομές διαφόρων φύλων,
 ιδίως των Σλάβων
αλλά και των Τούρκων
 στη ΝΑ Ευρώπη. 

Η γοητεία της ιστορίας αυτής, ιδίως για τους ξένους, εντοπίζεται κυρίως στο ερώτημα:

 τι απέγινε το έθνος αυτό, που έβαλε τα θεμέλια του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ποιες οι επιδράσεις των επιδρομών αυτών στην τύχη του, ερώτημα που στάθηκε αιτία για τη γένεση της θεωρίας του Fallmerayer και προκάλεσε κατόπιν το πλήθος των σχετικών αναιρετικών των μέρει ή εν όλω επιστημονικών εργασιών.

 Προς την αποσαφήνιση των σχετικών σκοτεινών ή και αμφίβολων σημείων του προβλήματος αυτού στράφηκαν όχι μόνον οι ξένοι και οι ενδιαφερόμενοι πρώτιστα Έλληνες επιστήμονες, αλλά και οι εκπρόσωποι των άλλων λαών της Βαλκανικής, ιδίως των Σλάβων, με έντονη συνήθως την προσπάθεια ν΄  ανταποκριθούν σε πολιτικούς σκοπούς που σχετίζονται ιδίως με την ιστορία των βορειοελληνικών χωρών. Ήταν επόμενο λοιπόν, με την αντανάκλαση και διάχυση των ιδεών αυτών στα ευρύτερα στρώματα, να παρατηρηθεί μεγάλη άγνοια, εκούσια ή ακούσια, αλλά και αμάθεια των πολλών επάνω στα εθνολογικά θέματα της Βαλκανικής, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται και ορισμένοι διπλωμάτες και πολιτικοί (συχνά αυτοί έδιναν τη γραμμή πλεύσεως στην εξωτερική πολιτική), που τον τελευταίο καιρό προβαίνοντας σε άκριτες δηλώσεις κατέβαζαν τη συζήτηση στο επίπεδο του γελοίου.

Ξεκινώντας λοιπόν από τη σκόπιμη και επικίνδυνη αυτή για την εποχή μας και τον πολιτισμό μας σύγχυση, θεώρησα καθήκον μου, επειδή πάνω από μισόν αιώνα ασχολούμαι με τα θέματα αυτά, να δώσω τα θετικά τους στοιχεία σε γενικές σταθερές γραμμές με μορφή μικρού βιβλίου χωρίς το βάρος της απέραντης βιβλιογραφίας —τα ογκώδη έργα δεν προσφέ- ρονται για τέτοια ζητήματα σε μη ειδικούς αναγνώστες— στοιχεία στηριγμένα σε ξένες κυρίως αξιόπιστες μαρτυρίες, ώστε να ιδεί ο απλός φιλίστορας όσο το δυνατόν καθαρά και αντικειμενικά τα γεγονότα. Σκοπός του βιβλίου μου αυτού, που είναι να γίνει ένας σύντομος, εύχρηστος και απλός οδηγός στα χέρια των πολλών για την κατανόηση των σύγχρονων εθνολογικών προβλημάτων της Βαλκανικής, δεν είναι ούτε να προβάλει διεκδικήσεις, ούτε καν να αμυνθεί, αλλά να διαφωτίσει.

 Η Ελλάδα, ένα μικρό φιλειρηνικό κράτος στο άκρο της ΝΑ Ευρώπης, με συρρικνωμένο τώρα το έδαφος της ύστερα από αλλεπάλληλες πολεμικές περιπέτειες, είναι απόλυτα προσανατολισμένη στις διεθνείς συνθήκες και στην παγκόσμια έννομη τάξη.

1. Πολλά και περίεργα φαινόμενα παρουσιάζονται τον τελευταίο καιρό στον αίθριο γενικά ορίζοντα της Βαλκανικής, φαινόμενα σοβινιστικών παραισθήσεων.

Έτσι πρώτα από την Ανατολή εκτοξεύθηκαν εναντίον της Ελλάδας απροκάλυπτες πια φοβέρες Τούρκων πολιτικών ηγετών, που τόνισαν την αριθμητική υπεροχή των 50 εκατομμυρίων της χώρας τους έναντι των 8 ή 9 εκατομμυρίων Ελλήνων, καθώς και άλλες επανωτές απειλές που θύμισαν στους παλαιούς πολεμιστές του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-41 τις γνωστές αντίστοιχες φράσεις του Μουσολίνη.

Και αυτές τις απειλές τις εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικά οι Τούρκοι πολιτικοί, γιατί ως τα τελευταία ισχυρίζονταν ότι οι επεκτατικοί κίνδυνοι προέρχονταν από την ελληνική πλευρά. Τελευταία και ο ίδιος ο Τούρκος πρωθυπουργός σε συνέντευξή του με δημοσιοογράφο της αμερικανικής εφημερίδας «International Herald Tribune», δήλωσε ότι η Κύπρος είναι περισσότερο τουρκική παρά ελληνική.
Και αυτά συμβαίνουν προς το τέλος του 20ού αιώνα, ύστερ’ από τη φοβερή ανθρωποσφαγή του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και τη θυσία δεκάδων εκατομμυρίων νέων για την επικράτηση της δικαιοσύνης και των ανθρώπινων αξιών στις σχέσεις μεταξύ των κρατών σ’ έναν ευνομούμενο κόσμο.
Παρουσιάζεται λοιπόν στα χρόνια μας η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας με νέα μορφή, προμήνυμα νέων χαλεπών καιρών;

Τόσο εύκολα ξεχνιέται η πανάρχαια ελληνική ιστορία του νησιού της Αφροδίτης, η ιστορία που μιλεί στον ξένο επισκέπτη με τα διάσπαρτα σε κάθε σημείο του νησιού μνημεία, με τις ελληνικές επιγραφές, με τα ερείπια από τη μυκηναϊκή εποχή ως την εμφάνιση του χριστιανισμού, και κατόπιν με τα εκκλησιαστικά και κοσμικά κτίσματα κ.λ.;

Όσο για την κατάληψη της Κύπρου στα 1570, είναι πολύ γνωστές οι σφαγές και οι λεηλασίες των ελληνικών πληθυσμών κατά την εκπόρθηση της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου και ο μαρτυρικός θάνατος του γενναίου Βενετού διοικητή της Μ. A. Bragadin, καθώς και ο απαγχονισμός του άλλου διοικητή L. Tiepolo και του Έλληνα αρχηγού των Stradioti Μ. Α. Σπηλιώτη.
Από τους 200.000 κατοίκους 40.000 περίπου βρήκαν τον θάνατο, ήτοι το 1/5, ενώ πολύ περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν και σκορπίστηκαν ως δούλοι σε διάφορα μέρη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ασφαλώς έμειναν ως αγνοούμενοι ως τον θάνατό τους, όπως τώρα οι 1.700 περίπου αιχμάλωτοι Ελληνο-Κύπριοι και Ελλαδίτες μετά την «ειρηνική» (!) απόβαση των Τούρκων για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας στο νησί.

 Πάντως θα παραμένει αιώνια αναπάντητο το τραγικό για τον πολιτισμένο κόσμο ερώτημα: τι απέγιναν οι τελευταίοι αυτοί αιχμάλωτοι;

 Στα 1570 σώθηκαν πολλοί κάτοικοι, όσοι κατέφυγαν στη λοφώδη περιοχή του Τροόδου1, όπου, τελευταία, στα 1956 είχε σημειωθεί η αντίσταση των Κυπρίων εναντίον των Άγγλων.
Οι δηλώσεις των Τούρκων πολιτικών ξεσκεπάζουν, επιτέλους, από πού προέρχεται η απειλή για την Ελλάδα εδώ και αιώνες. Και την αλήθεια αυτή την επιμαρτυρεί εκατό κιόλας χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) επιφανής Έλληνας λόγιος, ο Δημήτριος Κυδώνης, που σε συμβουλευτικό του λόγο προς τους συμπατριώτες του έγραφε-

«Όλη τη χώρα που τη χαιρόμασταν από τον Ελλήσποντο ως τα βουνά της Αρμενίας προς Α., μας την άρπαξαν, κατέσκαψαν τις πόλεις, σύλησαν τους ναούς, άνοιξαν τους τάφους (ας θυμηθούμε και τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη!) και γέμισαν τα πάντα με αίματα και νεκρούς... 

Και, αλίμονο, ακόμη και στα κορμιά των κατοίκων φέρθηκαν πρόστυχα.
Κι αφού τους απογύμνωσαν απ’ ολόκληρη την περιουσία, τους αφαίρεσαν μαζί και την ελευθερία εγκαταλείποντάς τους αδύναμες σκιές δούλων και τους χρησιμοποιούν τους δυστυχισμένους, ακόμη και με τη λίγη δύναμη που τους έχει απομείνει, για την προσωπική τους άνεση».

Αυτή η περιληπτική εξιστόρηση των μακροχρόνιων δεινών του ελληνισμού αρκεί.
 Ποιος λοιπόν ποιον απειλούσε και απειλεί όχι μόνον στην Κύπρο αλλά και στο Αιγαίο και στη Δυτική Θράκη μη σεβόμενος διεθνείς συνθήκες και αποφάσεις παγκόσμιων οργανισμών;
Και είδαμε μέσα σε λίγες δεκαετηρίδες την αμοιβαία συμπεριφορά των δύο γειτονικών κρατών προς τις αντίστοιχες μειονότητές τους, της Ελλάδας από το ένα μέρος στη Δυτική Θράκη και από το άλλο της Τουρκίας στην πολυπληθή ομογένεια της Κωνσταντινούπολης, των νησιών του Μαρμαρά και των νησιών Ίμβρου και Τενέδου.

Επωφελούμενη μάλιστα η Τουρκία από την εμπλοκή της Ελλάδας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εξουθενώνει την ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών επιβάλλοντας τον βαρύτατο φόρο (varlik) «βαρλίκ» και μεταφέροντας τους νεοσύλλεκτους 'Ελληνες στρατιώτες, Τούρκους υπηκόους, στα βάθη της Μ. Ασίας, σε ελώδεις εκτάσεις.
 Και στα 1955, με τα τραγικά γεγονότα της Κωνσταντινούπολης, ήλθε το τέλος της ομογένειας. Και έτσι οι Τούρκοι εξαφάνισαν τον ελληνικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και απαλλάχθηκαν από τη μειονότητα, ενώ οι Έλληνες έμειναν με το βάρος της μουσουλμανικής της Δυτικής Θράκης.
Σφάλμα των Ελλήνων πολιτικών και διπλωματών η εξαίρεση των αντίστοιχων μειονοτήτων από τη γενική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών.

2. Άλλα πρόσφατα, περίεργα επίσης γεγονότα των τελευταίων ημερών υπήρξαν οι δηλώσεις του Αμερικανού πρεσβευτή στο Βελιγράδι, John Kelant, ο οποίος, όπως αναγράφτηκε στις εφημερίδες, μας έδωσε πληροφορίες για τη «μακεδονική εθνότητα» και για τη «μακεδονική γλώσσα» της δημοκρατίας της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, καθώς και ενός Γιουγκοσλάβου εκπροσώπου των γιουγκοσλαβικών σιδηροδρόμων, ο οποίος σε πρόσφατο διεθνές συνέδριο στη Θεσσαλονίκη (28 Μαΐου 1986) δήλωσε ότι πρωτεύουσα της Μακεδονίας είναι τα Σκόπια και όχι η Θεσσαλονίκη! Εμπρός στη δεινή αυτή κακοποίηση της Ιστορίας και της Ιστορικής Γεωγραφίας δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει, ή τι να υποθέσει.

Ποιες πολιτικές σκοπιμότητες κρύβονται πίσω από τις πράξεις αυτές;

Είμαι πρόθυμος να δικαιολογήσω, για την ιστορική του αυτή ανακρίβεια, τον Αμερικανό πρεσβευτή, γιατί τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στον Καναδά υπηρετούν πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι προερχόμενοι από σλαβόφωνες βαλκανικές χώρες, εμποτισμένοι με τις εθνικιστικές αυτές ιδέες και ασκώντας τη συστηματική διαστρο- φική του είδους αυτού προπαγάνδα.

Επειδή και οι δύο τελευταίες αυτές περιπτώσεις σχετικά με τη «μακεδονική εθνότητα» συνδέονται στενά μεταξύ τους, θα μου είναι πιο εύκολο να απαντήσω και στις δύο αρχίζοντας από τη δεύτερη, από το αν τα Σκόπια και όχι η Θεσσαλονίκη είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Και τα επιχειρήματά μου θα τ’ αντλήσω από τα βιβλία των Ευρωπαίων περιηγητών κατά τους τελευταίους αιώνες, ιδίως από τα συγγράμματα των Γιουγκοσλάβων σοφών, τα δημοσιευμένα κυρίως πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, δηλαδή πριν από τον σχηματισμό της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας.

'Ολοι λοιπόν συμφωνούν ότι τα όρια της «μείζονος» Μακεδονίας αρχίζουν προς Ν. από τα Χάσια, Καμβούνια, τον Όλυμπο και το Αιγαίο πέλαγος και εκτείνονται προς Β. επάνω από την Αχρίδα και την Πρέσπα, περιλαμβάνουν το Κρούσοβο, τον Περλεπέ και τα Βελεσά και ανατολικότερα τις περιοχές Στρώμνιτσας και Μελενίκου.

Τα δυτικά της όρια είναι η Πίνδος και τ’ ανατολικά ο Νέστος. Τα μέρη αυτά κατέχονται σήμερα από την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Όπως βλέπουμε, μέσα στα όρια αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι περιοχές Σκοπίων και Τετόβου. Και αυτός ακόμη ο μεγάλος Σέρβος ανθρωπογεωγράφος και πατριώτης J. Cvijic παρατηρούσε στο βιβλίο του «Remarques sur Γ Ethnographie de la Macedoine», 2η έκδοση, Paris 1907, σ. 6 υποσ. 1, ότι οι παραπάνω περιοχές αποτελούν στην πραγματικότητα μέρη της παλαιάς Σερβίας.

Αλλά και σύγχρονος Γιουγκοσλάβος ιστορικός, ο D. Gjordjevi στην «Ιστορία της Σερβίας 1800-1918», Θεσσαλονίκη 1970, γράφει ότι η Σερβία μετά την ολοκλήρωση της εθνικής της ανεξαρτησίας και την κατάληψη της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και την επέκτασή της προς τη Βράνια και προς τα στενά της Γκρντελίτσας, γεγονότα που ανέκοψαν την προς τα εκεί κατεύθυνση της εθνικής εξωτερικής πολιτικής της, στράφηκε από το 1878 προς Ν., δηλαδή προς τα Σκόπια και το Κουμάνοβο (σ. 202). Επομένως, καθαρά και ξάστερα, τα Σκόπια και το Κουμάνοβο δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τη «μείζονα Μακεδονία».

Τώρα μένει το ερώτημα:
 γιατί οι Γιουγκοσλάβοι πολιτικοί ενσωμάτωσαν ή καλύτερα παραχώρησαν τις περιοχές Σκοπίων και Τετόβου της παλαιάς Σερβίας στη λεγάμενη «γιουγκοσλαβική Μακεδονία»;

 Η απορία λύνεται αμέσως, αν αποβλέψουμε στην εθνολογική σύνθεση του πέραν των ελληνικών συνόρων αραιοκατοικημένου άλλοτε τμήματος της «μείζονος Μακεδονίας», κατ’ αντίθεση προς το πυκνοκατοικημένο αντίστοιχο της ελληνικής Μακεδονίας.

Αλλά ας μην προχωρήσουμε καλύτερα προς την αποσαφήνιση των πολιτικών σκοπιμοτήτων της Γιουγκοσλαβίας. Ας αρκεστούμε μόνο στα εξής:

Η ενσωμάτωση των δύο περιοχών ήταν μια ευφυής πράξη των Σέρβων πολιτικών, για να δηλώσουν την παρουσία σερβικού πληθυσμού στη βόρεια Μακεδονία, που περιλάμβανε Σέρβους, Έλληνες και Ελληνοβλάχους (Μοναστήρι, Ρέσνα, Αχρίδα, Στρούγκα, Κρούσοβο, Γευγελή κ.λ.), Μουσουλμάνους, Αλβανούς, καθώς και Βουλγάρους ή
 ενός σλαβόφωνου πληθυσμού με χωριστό γλωσσικό ιδίωμα και με ρευστή εθνική συνείδηση.

Αυτός λοιπόν ο ανάμεικτος πληθυσμός είναι η «μακεδονική εθνότητα»;

Αυτοί είναι οι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων, των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου;

Αλλά ας ιδούμε τι λέγει σε άλλο του βιβλίο, γερμανικά τώρα γραμμένο, ο ίδιος ο J. Cvijic στα 1908, δηλαδή πριν από τη δημιουργία της μεγάλης Γιουγκοσλαβίας μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, για την παρουσία των Ελλήνων (η αντίστοιχη των Αλβανών, των Μουσουλμάνων και των σλαβόφωνων είναι πολύ γνωστή), που ζούσαν ή που ορισμένοι ζουν ακόμη προς Β. των ελληνικών συνόρων ως τη λεγόμενη γραμμή της εξάπλωσης του ελληνισμού (γραμμή C. Jirecek) πάνω από το Ιστίπ (τους αρχαίους Στόβους), ως εκεί δηλ. που εκτεινόταν ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα

 «Οι βυζαντινές πολιτιστικές επιδράσεις, γράφει, ήταν πολύ ισχυρότερες στις πόλεις των νότιων βαλκανικών χωρών, όπου διατηρούνται ακόμη ως σήμερα εδώ ο βυζαντινο-αρομουνικός (δηλ. βλάχικος) πολιτισμός άδραξε τον πληθυσμό των χωριών. 
Σ’ αυτό συνέβαλαν κυρίως τα ακόλουθα αίτια. Στις νότιες περιοχές βρισκόταν ένας πολυαριθμότερος παρά τώρα ελληνικός και αρομουνικός πληθυσμός χωριών». 

Ας προσέξει λοιπόν το βιβλίο αυτό του Cvijic ο γερμανομαθής Γιουγκοσλάβος εκπρόσωπος των γιουγκοσλαβικών σιδηροδρόμων και ας μεταφράσει το σχετικό χωρίο στα αγγλικά για τον Αμερικανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι.

Ως τα 1914 λοιπόν «Μακεδονία» ως σλαβικό κράτος και «Μακεδονικό έθνος» ή «εθνότητα» με σλαβικό εθνογραφικό σχηματισμό ήταν έννοιες άγνωστες. Μακεδονία ήταν και είναι γεωγραφικός όρος, όπως η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος κ.λ.

Πολύ σωστά λοιπόν για τους Έλληνες η «μακεδονική εθνότητα» είναι ανύπαρκτη. 

Εντύπωση κάνει ότι κατά τις αρχές του 19ου αι., εποχή δηλαδή που οι αντιθέσεις των βαλκανικών κρατών μεταξύ τους για την απελευθέρωση της «μείζονος Μακεδονίας», ήταν οξύτατες, οι Σέρβοι επιστήμονες, όπως ο Cvijic κ.ά. δεν μνημονεύουν χωριστή εθνότητα με το όνομα «Μακεδόνες», παρά μόνον Αλβανούς, Έλληνες, Σέρβους, Βουλγάρους, Ρουμάνους.

Γιατί;

3. Σύντομα, τώρα, ας απαντήσουμε και για το τι ήταν οι Μακεδόνες και οι βασιλείς τους Αλέξανδρος και Φίλιππος.

Όλοι οι επιφανείς ιστορικοί, ξένοι και Έλληνες, γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα Χάσια και ο Όλυμπος χώρισαν τα δυο αδελφά ελληνικά (αιολικά) φύλα, Μακεδόνες και Θεσσαλούς, μετά την κάθοδό τους στην Ελλάδα, φύλα που μιλούσαν διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας.

 Ακόμη οι νεοπαρουσιαζόμενοι —μη ειδικοί— ιστορικοί ας κάνουν τον κόπο να διαβάσουν το καλογραμμένο και πολυδιαβασμένο βιβλίο του Γερμανού ιστορικού Theodor Birt,
«Alexander der Grosse und sein Weltgriechentum» και ας επιχειρήσουν να μεταφράσουν τον γερμανικό τίτλο του, που σημαίνει «Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο παγκόσμιος ελληνισμός του».

Προπάντων ας επιμείνουν να κατανοήσουν τι σημαίνει μόνον η λέξη «Weltgriechentum».

 Τότε θα καταλάβουν αμέσως την ελληνικότητα της Μακεδονίας, τους Μακεδόνες ως φύλο ελληνικό, την ακτινοβολία του ως πολιτιστικού φορέα και τις σχέσεις του με τους κατοίκους των άλλων ελληνικών χωρών.

Ας μην αναφερθούμε επιπλέον στα αποτελέσματα των ανασκαφών και μάλιστα στα τελευταία πασίγνωστα λαμπρά ευρήματα της Βεργίνας.
 Ύστερ’ απ’ αυτά δεν πρέπει ν’ απορεί κανείς —αν μη τι άλλο— πώς είναι δυνατόν με τον όρο «μακεδονικόν έθνος» να δηλώνονται Σλάβοι, Αλβανοί, Μουσουλμάνοι, Έλληνες, Γύφτοι κ.λ. που κατοικούν στην Άνω ή Βόρεια (πέρα των ελληνικών συνόρων) Μακεδονία, η οποία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε ενσωματωθεί στη σημερινή Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία;

Όσο για τη γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων πλήθος ερευνητών, κυρίως ξένων, έχει διερευνήσει και αποδείξει την πανάρχαια ελληνικότητά της, που την αμφισβητούν μόνον εκείνοι, κυρίως Σλάβοι, που υπηρετούν την πολιτική σκοπιμότητα και όχι την επιστήμη, κατά την έκφραση νέου Έλληνα γλωσσολόγου, του Ιωάν. Κ. Προμπονά.

Ο επιστήμονας αυτός σε ειδική μελέτη αναφέρει ότι τμήμα των Πρωτοελλήνων, που άρχισαν να κατεβαίνουν προς Ν., γύρω στα 1900 π.Χ., έμεινε στη Μακεδονία και αυτοί που αποτελούσαν το τμήμα αυτό είναι οι ονομαζόμενοι κατά τους ιστορικούς χρόνους Μακεδόνες.

 Ο ίδιος ερευνητής διαπιστώνει, προσάγοντας πάμπολλα παραδείγματα, τη συγγένεια της μακεδονικής διαλέκτου όχι μόνο με την αιολική και την αρκαδοκυπριακή των ιστορικών χρόνων, αλλά και με τη μυκηναϊκή.

Ακόμη υποστηρίζει με ισχυρά τεκμήρια ότι η διάλεκτος των Μακεδόνων είναι η αρχαϊκότερη, η αμιγέστερη και η συντηρητικότερη από τις διαλέκτους των ιστορικών χρόνων.

4. Αλλά για να μην κουράσω τον αναγνώστη με την αρχαιότητα, ας παραθέσω και άλλα θετικά στοιχεία, αυτά από τον μεσαίωνα.
Παρατρέχοντας τους πολύ γνωστούς και μακροχρόνιους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Βουλγάρων τσάρων Συμεών (893-927) και Σαμουήλ (967- 1016), ας περιοριστώ στον τελευταίο Σλάβο επιδρομέα εναντίον των ελληνικών χωρών, στον Σέρβο κράλη Στέφανο Ντουσάν (1331-1355), και ας επικαλεστώ σχετικά τη γνώμη ενός σύγχρονου Γάλλου ιστορικού, του Paul Lemerle, ο οποίος γράφει στο κλασικό του έργο «Philippes et la Macedoine Orientale», Paris 1945, σ. 516-517

«Η Ανατολική Μακεδονία υπήρξε ο χώρος πολυάριθμων συναντήσεων και συγκρούσεων (μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων)... Η περιοχή που βρίσκεται προς Ν. του μεγάλου ορεινού φράγματος (εννοεί τους ορεινούς όγκους που χωρίζουν τα σημερινά ελληνοβουλγαρικά σύνορα) έμεινε ελληνική και ο ρόλος της μέσα στη βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε έναν προμαχώνα, μια προχωρημένη θέση του ελληνισμού και μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζε τη διάχυσή του (στον σλαβικό κόσμο)... τέλος υπήρξε σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο πιο μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη».

Η λέξη «προμαχώνας» θυμίζει την αντίστοιχη λέξη «πρόφραγμα» του μεγάλου Έλληνα ιστορικού της αρχαιότητας Πολυβίου που γράφει-

 «Ποια και πόσο μεγάλη τιμή αξίζουν οι Μακεδόνες, οι οποίοι τον περισσότερο χρόνο της ζωής τους δεν παύουν να πολεμούν προς τους βαρβάρους για την ασφάλεια των Ελλήνων; Γιατί τα των Ελλήνων θα βρίσκονταν πάντοτε σε μεγάλους κινδύνους, αν δεν είχαμε τους Μακεδόνες ως προμαχώνα («πρόφραγμα»).

Γερμανοί επιστήμονες και αρχαιολόγοι, κατά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο οι συμπατριώτες τους βρέθηκαν αντιμέτωποι των Ελλήνων και σύμμαχοι των Βουλγάρων, δεν δίστασαν να γράψουν σ’ ένα δικό τους οδηγό της Θεσσαλονίκης που δημοσίευσε εκεί η στρατιωτική τους αρχή στα χρόνια της Κατοχής (1941-1944) τα εξής αποκαλυπτικά:

«Οι καταιγίδες των μεταναστεύσεων των λαών, που τόσο συχνά καταμάστισαν τη βαλκανική χερσόνησο από τον 3ο αι. ως σήμερα, διαλύθηκαν επάνω σ’ αυτόν τον ισχυρότατο προμαχώνα του ελληνισμού.
Δύο φορές οι Γότθοι αποκρούστηκαν εμπρός στη Θεσσαλονίκη (255 και 269). Έξι φορές στρατοπεύδευσαν εμπρός στα στερεά τείχη της πόλης ορμητικά σλαβικά φύλα (675-732).

 Με πολιορκίες και αποφασιστικές μάχες εμπρός στις πύλες της Θεσσαλονίκης κρίνεται πάντοτε υπέρ των Ελλήνων η πάλη του κράτους των Βουλγάρων (βρίσκεται στον κολοφώνα της ακμής του στα 1.000 μ.Χ.) με τον ελληνισμό.

Στην εσχάτη ανάγκη φάνηκε, κατά την παράδοση, ο Άγιος Δημήτριος με κατάλευκα φορέματα επάνω σ’ άσπρο άλογο σαν σωτήρας της πόλης.

Ο άγιος κέρδισε εκείνους τους αιώνες τη μεγαλύτερη υπόληψη των Ελλήνων του βυζαντινού κράτους.


Έτσι η Θεσσαλονίκη και ο προστάτης της Άγιος Δημήτριος έγιναν σύμβολα του άφθαρτου, του νικηφόρου ελληνισμού».

Αυτά γράφουν οι Γερμανοί σύμμαχοι των Βουλγάρων κατά την Κατοχή.

Και τώρα προβάλλει το φυσικό ερώτημα:

Τι έγιναν εκείνοι οι Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας κατά τις εισβολές αυτές των Σλάβων;

Όπως στη Νότια Ελλάδα είχαν καταφύγει σε μεγάλες οχυρωμένες πόλεις, Αθήνα, Κόρινθο και Πάτρα, σε ορεινές περιοχές, σε νησιά, καθώς και σε μικρά απομονωμένα κάστρα, απ’ όπου εξορμώντας έπειτα, αργά ή γρήγορα, καταλάμβαναν τα πατρογονικά τους εδάφη, έτσι και στη Μακεδονία συνέβηκε το ίδιο πράγμα.

Κατά την προφορική παράδοση, που σωζόταν ως τα τέλη του 18ου αι., το δασώδες οροπέδιο της Αρναίας, το πυκνοκατοικημένο από Έλληνες κατά την εποχή των επιδρομών των Βουλγάρων (ο Χολομώντας), ήταν το πρόφραγμα που διέσωσε την ελληνικότητα της Χαλκιδικής, καθώς και τα μεγάλα βουνά της Νότιας Μακεδονίας, Πιέρια και Βέρμιο, τους άλλους ελληνικούς πληθυσμούς, όπως μας πληροφορεί ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη κατά την εποχή αυτή Ε. Cousinery, ο οποίος γράφει ότι

«οι Βούλγαροι ποτέ δεν εισέδυσαν σ ’ αυτά τα δάση, όπου ο πληθυσμός έμεινε ελληνικός».

Έλληνες επίσης της Μακεδονίας, για να γλυτώσουν από τα δεινά των σλαβικών επιδρομών, κατέφυγαν ακόμη και στις βαλτώδεις και ελώδεις παραθαλάσσιες περιοχές, προς τις περιοχές των εκβολών του Γαλλικού, Αξιού και Αλιάκμονα (μέσα σε μια αληθινή λιμνοθάλασσα, που έβριθε από μονόξυλα), αποτελεσματικά επίσης ερείσματα εναντίον των ξένων επιδρομέων, των Σλάβων και τελευταία των Τούρκων.

Ας σημειωθεί ότι οι περιοχές αυτές είναι γνωστές ακόμη ως σήμερα με την ονομασία Ρουμλούκι (τούρκ. Rumlik), η οποία σημαίνει χώρα των Ρωμαίων, των Ελλήνων.

Στη χώρα αυτή, γνωστή και με το ρωμαϊκό όνομα Καμπανία (πεδιάδα), προς τα μεσόγεια τα δάση εναλλάσσονταν με τα σπαρμένα με σιτάρι χωράφια που έδιναν άφθονη εσοδεία. Τα 50 χωριά της είχαν ελληνικά ονόματα, αν εξαιρέσει κανείς 2-3, και οι κάτοικοί τους, περήφανοι, διατηρούν ακόμη ως σήμερα έντονη την ελληνική παράδοση στη γλώσσα και στον λαϊκό τους πολιτισμό με χωριστό επίσκοπο τότε με έδρα το Καψοχώρι (όπου ο Leake τοποθετούσε την αρχαία Άλωρο), και λίγο αργότερα την Κουλακιά (σημερινή Χαλάστρα).

Μιλώντας για τις παραπάνω περιοχές ο Γερμανός γεωγράφος Leonhard D. Schultze Jena στα 1927 γράφει ότι οι κάτοικοί τους ως προς τη γλώσσα, τις παραδόσεις, την πολιτιστική συγγένεια, την εθνική βούληση και το θρήσκευμα είναι το ίδιο απόλυτα έγκυροι (γνήσιοι) Έλληνες, όπως και οι αδελφοί τους του Νότου:

«sind so vollwertige Griechen wie die der suedlichen Stammlande».

Παρόμοια με τα παραπάνω καταφύγια ελληνικών πληθυσμών υπήρξαν η Πίνδος με όλες τις παραφυάδες της στη Δυτική Ελλάδα, ο Γράμμος και τα Χάσια.

Έτσι συνοικίστηκαν, όπως αναφέρει η παράδοση, η Σιάτιστα, η Γαλατινή, το Μπλάτσι, η Κλεισούρα, το Βογατσικό, ο Αυγερινός, ο Πεντάλοφος, το Επταχώρι κ.ά.
 Οι επίκαιρες από άποψη ασφάλειας θέσεις τους και οι νέες συνθήκες ζωής, που τους έσπρωχναν στην όσο το δυνατόν εκμετάλλευση των λίγων καλλιεργήσιμων γαιών και προπάντων της κτηνοτροφίας, τους άνοιξαν νέες προοπτικές για την ανάπτυξή τους σε κέντρα οικονομικής ζωής και προόδου.

Οι δυσκολίες της ζωής επάνω στα βουνά, καθώς και η διευρυνόμενη αργότερα κυρίως κίνηση του εμπορίου των μαλλιών, έσπρωχναν πολλούς στην αποδημία και προκάλεσαν ισχυρά ρεύματα μετανάστευσης, ιδίως προς Β., στα Βελεσά, Κραγιούγιεβατς, Πασάροβιτς, στις περιοχές του Σρέμ, του Βανάτου, της Μπάτσκας, της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και αλλού.

 Αυτοί οι μετανάστες κυρίως αποτέλεσαν την αστική τάξη των παραπάνω περιοχών και οι εκσερβισμένοι απόγονοί τους προκάλεσαν την εθνική αφύπνιση των Σέρβων και έγιναν οι φορείς της σερβικής ιδέας.

Και να σκεφθεί κανείς ότι βρέθηκαν, ή και βρίσκονται ακόμη και σήμερα, σε δύσκολη θέση Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί σε Διεθνή Συνέδρια Ιστορικών Σπουδών να μιλούν για «μακεδονικό έθνος» κ.λ.

 Ένας μάλιστα που μίλησε και για ιστορικοεθνικές μεταβολές στη Νότια Βαλκανική δεν μνημόνευσε καθόλου τους Έλληνες με αποτέλεσμα να προκαλέσει την αγανάκτηση και αυτών ακόμη των συμπατριωτών του επιστημόνων.
Ας μην ξεχνούμε ακόμη ότι όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, μεγάλο ελληνικό, πολιτιστικό και καλλιτεχνικό κέντρο, αλλά σε όλη τη Μακεδονία διάσπαρτοι ήταν και είναι οι θρύλοι και οι παραδόσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο, τους πολεμιστές του, τα κάστρα και τα βουνά της, για τα οποία μιλούν Βυζαντινοί συγγραφείς, καθώς και ξένοι περιηγητές επί τουρκοκρατίας.

Ποιοι, λοιπόν, είναι οι γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων; 

Οι παραπάνω ελληνικοί πληθυσμοί ή το μωσαϊκό των πληθυσμών του λεγομένου «Μακεδονικού έθνους» ή «μακεδονικής εθνότητας» της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας;

5. Και τώρα κάτι άλλο ακόμη, που θα βοηθήσει πολλούς ξένους να μάθουν σε ποιά σχέση βρίσκονταν τα Σκόπια με τη Μακεδονία, ακόμη και στη βυζαντινή εποχή.

Ο Στέφανος Ντουσάν, ο τελευταίος Σλάβος επιδρομέας στην Ελλάδα, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, αμέσως μετά την εξάπλωσή του προς Ν. και την κατάληψη των Σερρών, ύστερ’ από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειές του, ανακηρύσσει τον εαυτό του
«βασιλέα και αυτοκράτορα Σερβίας και Ρωμανίας», δηλαδή Σέρβων και Ρωμαίων (= Ελλήνων).

Γιατί;

Γιατί προς Ν. βρισκόταν ανάμεσα σε ελληνικούς πληθυσμούς.

Και τα πράγματα διαλευκαίνονται ακόμη καλύτερα, όταν κατόπιν ο Ντουσάν αναγκάζεται να χωρίσει το μεγάλο κράτος του σε δύο τμήματα, όπως μας πληροφορεί ο Βυζαντινός ιστορικός Γρηγοράς,
στο βόρειο με τις «σερβικές χώρες» ως και τα Σκόπια (επομένως και το ασφαλέστερο τμήμα), όπου τοποθετεί ως διοικητή το νεότερο γιό του Ουρός, και το νότιο «με τις ελληνικές χώρες», που τις διοικούσε άμεσα —για ευνόητους λόγους— ο ίδιος.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αυτής σλαβικής εισβολής και πρόσκαιρης κατοχής της Μακεδονίας από τους Σέρβους του Στεφάνου Ντουσάν, η οποία κράτησε 25 περίπου χρόνια σε ορισμένα μέρη και κυρίως στην περιοχή των Σερρών, ανάμεσα στα επίσημα πρόσωπα, δηλαδή στους αξιωματούχους, υπήρχαν περισσότεροι Έλληνες παρά Σέρβοι και το ελληνικό στοιχείο, ομολογεί ο διαπρεπής ιστορικός του Βυζαντίου στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδιού Georg Ostrogorskij, ήταν αισθητά πολυαριθμότερο «τουλάχιστο στις μεγάλες πόλεις».

Ο συγκαταβατικός όμως προσδιορισμός του «τουλάχιστο» πρέπει να διαγραφεί, γιατί και 200 χρόνια αργότερα, γύρω στα 1550, παρά τη σημειούμενη συνεχή ειρηνική κάθοδο Σλάβων επί τουρκοκρατίας, οπότε δεν υπήρχαν εθνικά σύνορα, ο προσεκτικός και πολύ αξιόπιστος Γάλλος περιηγητής Pierre Belon σημείωνε πως σε όλες τις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας επικρατούσε ο ελληνικός πληθυσμός που μιλούσε ελληνικά.

6. Αλλά και όταν οι τελευταίοι επιδρομείς και κατακτητές, οι Τούρκοι, αποβιβάζονται στη Θράκη στα 1354 και προχωρούν προς τη Μακεδονία, οι Έλληνες αντιτάσσουν παντού λυσσώδη αντίσταση.
Και γι’ αυτό οι Τούρκοι τους συμπεριφέρονται άσπλαχνα και τους μεταχειρίζονται με μεγάλη σκληρότητα, μαρτυρεί ο Ισπανός περιηγητής Pero Tafur, ο οποίος βρίσκει ερημωμένη τη Θράκη, μέσα από την οποία περνά.
 Για τη σκληρή αντίσταση των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων στη Θράκη μιλεί και αυτός ακόμη ο Έλληνας ιστορικός των πράξεων του σουλτάνου Μεχμέτ Β', ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος:
ότι «αι των Ρωμαίων δυνάμεις» πρόβαλλαν συνεχώς «πολλήν εναντίωσιν και αγωνίαν».

Οι Σέρβοι είναι αδύνατον ν’ αντισταθούν στους Τούρκους. Νικούνται στον Έβρο, στη μάχη του Τσερνομεάνου ((Airmen) (1371) και το νότιο τμήμα του κράτους τους στη Μακεδονία διαλύεται, εφόσον μάλιστα δεν είχε ρίζες στο έδαφος.

 Και τότε παρουσιάζεται ο Έλληνας πρίγκιπας, Μανουήλ Β', που ανακαταλαμβάνει τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας, και τις Σέρρες βέβαια, τη δεύτερη μεγάλη ακρόπολη του ελληνισμού στη Μακεδονία μετά τη Θεσσαλονίκη.

Ο Μανουήλ, που είχε καταλάβει πολύ καλά τον τουρκικό κίνδυνο, είναι από τους θερμουργούς Έλληνες πατριώτες, που ενσαρκώνουν το πνεύμα της αδιάλλακτης αντίστασης εναντίον των νέων τώρα επιδρομέων, περιστοιχιζόμενος από νέους και μορφωμένους συμβούλους, που εμπνέονται από τα ίδια ιδανικά.
Η Θεσσαλονίκη γίνεται και πάλι το προπύργιο της Μακεδονίας, το σύμβολο της ελληνικής ελευθερίας, κέντρο διπλωματικών ζυμώσεων και ενεργειών του Μανουήλ Β' προς απόκτηση συμμάχων και ενισχύσεων, εστία κλασικών σπουδών και αναμνήσεων.

Μιλώντας προς τους Θεσσαλονικείς ο Μανουήλ τους λέγει ότι η πατρίδα τους είναι η πατρίδα του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Και ο μεγάλος φιλόλογος και δάσκαλος του Μανουήλ Β', ο ομοϊδεάτης του Δημ. Κυδώνης, προειδοποιώντας τους κατοίκους των λειψάνων του βυζαντινού κράτους για την τύχη που τους περιμένει αν υποταχθούν στους Τούρκους, τους λέγει-

«...από τις πόλεις που σκλαβώθηκαν, άλλες καταστράφηκαν ολότελα, σε οποιοδήποτε μέρος της γης και αν βρίσκονταν, και οι κάτοικοί της πουλήθηκαν ως δούλοι ή μετοικίστηκαν όσο το δυνατόν πιο μακριά, όσοι βέβαια μπόρεσαν να ξεφύγουν τη σφαγή, τη φυλακή και τον θάνατο..., ενώ άλλες που φαίνονται ότι υπάρχουν ακόμη, μακαρίζουν αυτές που καταστράφηκαν από τα θεμέλια και οι κάτοικοί τους θα επιθυμούσαν ν’ ανοίξει η γη να τους καταπιεί τέτοιες είναι οι συνθήκες της ζωής τους, ώστε δεν υπάρχει κακό που να μη το δοκιμάζουν».

 Και ακολουθεί η σκλαβιά με όλα τα δεινά της. Όπως έγινε στη Νότια Ελλάδα, έτσι και εδώ, στη Μακεδονία, πολλοί κάτοικοι της Μακεδονίας φεύγουν και εγκαθίστανται σε ορεινές περιοχές, και άλλοι, κυρίως οι μορφωμένοι, αυτοεξορίζονται σε χώρες της Δύσης.

Οι ταλαιπωρούμενοι Έλληνες ανακαλύπτοντας, πολύ καθυστερημένα, πόσο τους είχαν στοιχίσει οι διενέξεις των ηγετών τους και οι εμφύλιοι πόλεμοι, παρακινούν τώρα τους ηγεμόνες της Δύσης να πάψουν τις καταστροφικές μεταξύ τους συρράξεις και μονοιασμένοι να στραφούν εναντίον του κοινού εχθρού της χριστιανοσύνης, ο οποίος καταβρόχθισε τη Βαλκανική και απειλεί τώρα και την ίδια την Ευρώπη.

Ένας μάλιστα από τους αυτοεξόριστους που ζει στην Ιταλία μετά την Άλωση, ο γνωστός ποιητής της Αναγέννησης Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης, πικραμένος από όσα δεινά δοκίμαζαν οι συμπατριώτες του μέσα στο βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς τους, ρίχνει το σύνθημα της αντίστασης φωνάζοντας
 «Σημασία δεν έχει ο μικρός αριθμός των μαχητών, αλλά μόνον η τόλμη και η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους».

7. Πώς τη βλέπουν τώρα τη Μακεδονία οι πολυάριθμοι Ευρωπαίοι που έρχονται στην Εγγύς Ανατολή;
Αφήνοντας κατά μέρος τις αφηγήσεις του Pierre Belon στα μέσα του 16ου αι., καθώς και πολλών άλλων, αναφέρομαι σε μια μόνη φράση του Γάλλου Ιησουίτη Pere Tarillon (έμεινε αρκετά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και μας έχει αφήσει σύντομη αλλά ενδιαφέρουσα και γλαφυρή έκθεση (Relation) για την παραμονή του αυτή), με την οποία τελειώνει την από 4 Μαρτίου 1714 έκθεσή του προς τον γραμματέα του συμβουλίου επικρατείας κόμη de Pontchartrain:

«η Μακεδονία, αυτό το ευγενικό τμήμα της Ελλάδας, του οποίου μόνο το όνομα ανακαλεί στο πνεύμα τόσο υψηλές ιδέες, δεν θ’ αργήσει να ξαναπάρει λίγο απ’ αυτή τη θεοσέβεια του γνήσιου χριστιανισμού, την οποία συντηρούσε εκεί ο απόστολος Παύλος με τα έργα του και με τις επιστολές του προς τους Θεσσαλονικείς και προς τους Φιλιππησίους».

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, την εποχή εκείνη των πεσμένων τειχών, οι πληθυσμοί της Χερσονήσου του Αίμου και της Μ. Ασίας, μουσουλμανικοί και χριστιανικοί, βρίσκουν την ευκαιρία να μετακινηθούν ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση προς τη Μακεδονία, να διασταυρωθούν και ν’ αναμειχθούν με τους εντόπιους δημιουργώντας νέες εγκαταστάσεις, νέους όρους ζωής και νέα προβλήματα:

 από το ένα μέρος Τούρκοι έρχονται και εγκαθίστανται σε διάφορα μέρη της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας,

 ενώ από το άλλο Έλληνες της Θεσσαλίας, και κυρίως της Μακεδονίας και Ηπείρου μετακινούνται και προχωρούν ειρηνικά προς Β., προς τη Σερβία, την Αυστρία και Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία δημιουργώντας μέσα στις πόλεις τους ελληνικές παροικίες, ιδρύοντας κωμοπόλεις και χωριά ή ενισχύοντας παμπάλαιους πληθυσμιακούς πυρήνες,

όπως εκείνους που ζούσαν στην παραλιακή ζώνη του Ευξείνου με τις πανάρχαιες ελληνικές πόλεις Σωζούπολη, Πύργο, Αγχίαλο, Μεσημβρία κ.λ.,
ή στο εσωτερικό, Φιλιππούπολη, Στενήμαχο κ.λ.

Και νότιοι Σλάβοι, κυρίως Βούλγαροι, κατεβαίνοντας προς Ν. για αναζήτηση εργασίας ανανεώνουν τα παλαιά κατάλοιπα των σλαβικών εποικισμών του μεσαίωνα σε ορισμένα σημεία της Μακεδονίας ή προβαίνουν και αυτοί σε νέες εγκαταστάσεις.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας σημειώνονται, αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις των Ελλήνων, και τελευταία η Επανάσταση του 1821, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Έλληνες της Μακεδονίας με αρχηγό τον Σερραίο Εμμ. Παπά πολεμούν συναδελφωμένοι με τους αδελφούς των του Νότου.

Τα αρχεία των Μονών του Αγ. Όρους, της οικογένειας Εμμ. Παπά, της Ύδρας, των
Ιεροδικείων της Θεσσαλονίκης, Βέροιας κ.λ. σώζουν πλήθος από έγγραφα αναφερόμενα στη δράση πολλών Ελλήνων αρχηγών, και του Εμμ. Παπά και των 4 από τους 8 γιούς του, που μετά την αποτυχία του κινήματος κατεβαίνουν στη Νότια Ελλάδα, για να εξακολουθήσουν τους αγώνες τους εναντίον των κατακτητών.

Τα έγγραφα αυτά συνέλεξα και εξέδωσα σε ειδική μονογραφία με τον τίτλο «Εμμανουήλ Παπάς, αρχηγός και υπερασπιστής της Μακεδονίας. Η ιστορία και το αρχείο της οικογένειάς του», Θεσσαλονίκη 1981.

Και κάποιο άλλο γεγονός, που οι Γιουγκοσλάβοι ιστορικοί θα το γνωρίζουν ασφαλώς πολύ καλύτερα από μένα, μαρτυρεί ότι οι μεγάλοι πολιτικοί τους, της μικρής άλλοτε Σερβίας, συνεργάζονταν αρμονικά με την Ελλάδα για την επιδίωξη των εθνικών τους διεκδικήσεων και αναγνώριζαν απόλυτα τα κληρονομικά δικαιώματα της Ελλάδας επάνω στη χώρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Φιλίππου και του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα στα 1861, οι Έλληνες, μολονότι δύο επαναστάσεις τους στη Μακεδονία, του 1821-1822 και του 1854, είχαν αποτύχει, εξακολουθούσαν —τόσον οι ελεύθεροι, όσο και οι υπόδουλοι— ν’ αποβλέπουν στην απελευθέρωση της πατρικής τους κληρονομιάς.

Η συνεπής αυτή και επίμονη προσπάθειά τους για την επίτευξη του σκοπού αυτού καθρεφτίζεται στις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις του 1861 στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ του Έλληνα πρεσβευτή Μάρκου Ρενιέρη και του Σέρβου πρωθυπουργού Ηλία Γαράσανιν, που είχε διαγράψει την κύρια γραμμή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του για τη δημιουργία της σημερινής μεγάλης Γιουγκοσλαβίας.

Τότε τέθηκαν οι βάσεις για την από κοινού αντιμετώπιση των συμφερόντων των δύο κρατών σ’ έναν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μολονότι η οριστική διανομή των εδαφών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας θα γινόταν μετά τη λήξη των επιχειρήσεων.

 Πάντως η Σερβία δεχόταν να μην αναταχθεί στην ένωση της Θεσσαλίας, Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης και των Νήσων του Αιγαίου με την Ελλάδα, ενώ η Ελλάδα δεν θα εναντιωνόταν στην προσάρτηση της Βοσνίας, Ερζεγοβίνης και βόρειας Αλβανίας ως το Δυρράχιο από τη Σερβία. Επίσης συμφώνησαν να μη μάθει τίποτε η Ρωσία, γιατί αυτή, περισσότερο από κάθε άλλη Δύναμη, παρακολουθεί και επεμβαίνει στα πράγματα της Ανατολής.

Τι λέγουν όμως επάνω σ’ αυτά οι Γιουγκοσλάβοι ή Σέρβοι πολιτικοί και ιστορικοί;

 Τότε δεν υπήρχε «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα»;

Κατά τη διάρκεια των δραματικών γεγονότων της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1876, κατά την οποία κατακρεουργήθηκαν από τον τουρκικό όχλο οι πρόξενοι της Γερμανίας και της Γαλλίας, οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης παρουσιάζουν αδιάσπατη ενότητα.

 «Όλοι τους στα εθνικά τους ζητήματα, γράφει ο Αυστριακός πρόξενος Chiari στην υπ’ αρ. 33/3-6-1786 έκθεσή του, αισθάνονται καθολοκληρίαν τα ίδια αισθήματα και θεωρούν μόνο την Ελλάδα σαν την πραγματική τους πατρίδα ή μάλλον τη χώρα του Γένους των, από την οποία κάποτε θα ιδρυθεί το πραγματικό τους κράτος».

Ακολουθεί ο ένοπλος Μακεδονικός Αγώνας από τα τέλη 19ου αι. ως τις αρχές του 20ου (1908) και συνάπτονται σκληρές και άγριες συμπλοκές μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών ομάδων —όχι σερβικών, όχι άλλων σλαβοφώνων.

Ούτε λόγος βέβαια να γίνεται για ομάδες σλαβοφώνων «μακεδονικής εθνότητας».

8. Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε ως τους βαλκανικούς πολέμους, οπότε απελευθερώθηκε η ελληνική Μακεδονία, ή καλύτερα ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (1914- 1918), οπότε με την ανταλλαγή των πληθυσμών, σύμφωνα με τις συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και της Λωζάνης (1923), Έλληνες από τη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρουμελία, τη Θράκη και τη Μ. Ασία ήλθαν και πήραν τη θέση των Βουλγάρων και Τούρκων της Μακεδονίας, οι οποίοι αντίστοιχα εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές χώρες της Βουλγαρίας και Τουρκίας.
 Ότι οι σλαβόφωνοι που μετανάστευσαν είχαν πια διαμορφωμένη βουλγαρική συνείδηση και ότι αισθάνονταν τους εαυτούς των ως Βουλγάρους και όχι ως Σέρβους ή συγγενείς προς τους Σέρβους, αποδείχνεται και από το ότι προτίμησαν να φύγουν προς την ηττημένη Βουλγαρία παρά προς τη νικήτρια και εκτεταμένη τώρα πια Γιουγκοσλαβία.

Οι λίγοι Σέρβοι, πρόσφυγες κυρίως κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, επαναπατρίστηκαν στη Γιουγκοσλαβία, ενώ από το άλλο μέρος Έλληνες εγκαταστημένοι στα Σκόπια, στο Κρούσοβο, στον Περλεπέ, στο Μοναστήρι, στην Αχρίδα κ.λ. της νέας Γιουγκοσλαβίας άρχισαν να διαρρέουν και να εγκαθίστανται και αυτοί στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας, ιδίως στο μεγάλο αστικό της κέντρο, στη Θεσσαλονίκη, όπου διατηρούν ακόμη ως σήμερα την ενότητά τους σε συλλόγους.
 Όσοι έμειναν με τη θέλησή τους είτε στη Βουλγαρία είτε στη Γιουγκοσλαβία αφομοιώνονται βαθμιαία από το ξένο περιβάλλον.

Ύστερα από όλα αυτά θα περίμενε κανείς να επικρατήσει ησυχία στη Βαλκανική, την ονομαζόμενη άλλοτε «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».
 Ο Γερμανός Stephan Ronart στο έργο του «Griechenland von heute», που δημοσιεύει στο Amsterdam στα 1935, δηλαδή 11-12 χρόνια μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, αφού μιλεί για το τεράστιο και μεγαλειώδες έργο των Ελλήνων στη Μακεδονία, γράφει ότι αφότου η Ελλάδα δέχτηκε στο έδαφος της τα πλήθη των προσφύγων, περικλείει στα σύνορά της ένα σχεδόν απόλυτα ομοιογενή από άποψη γλώσσας και θρησκείας λαό (σ. 51).

Το μακεδονικό ζήτημα, λέγει, το περίπλοκο, μακροχρόνιο πρόβλημα της ευρωπαϊκής διπλωματίας, λύθηκε δυναμικά για πάντα με την εγκατάσταση των 2/3 των ελληνικών οικογενειών που συνέρρευσαν: τα 9/10 των χωρικών και ένα μεγάλο μέρος των αστών βρήκαν τη νέα τους πατρίδα στη Μακεδονία απ ’ όπου Μωαμεθανοί και Βούλγαροι είχαν μεταναστεύσει με την ανταλλαγή των πληθυσμών» (σ. 46).

Ύστερα από τόσες ριζικές, θα έλεγα κοσμοϊστορικές, αλλαγές στα Βαλκάνια θα έπρεπε να βασιλεύσει απόλυτη ειρήνη.
Τα λείψανα όμως του σωβινισμού δεν έσβησαν.

 Απεναντίας δημιουργούνται σε βάρος της Ελλάδας —τόσο μετά τον πρώτο, όσο και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο —συνεχείς ενοχλήσεις από πολιτικές σκοπιμότητες, που εγώ δεν κρίνω καλό να τις αναλύσω εδώ.

Οι απόψεις αυτές για την ανύπαρκτη «μακεδονική εθνότητα» και τη δήθεν «μακεδονική (γράφε σλαβική) διάλεκτο» των Σκοπίων, διαδιδόμενες με τη συνεχή και επίμονη προπαγάνδα σε ανιστόρητους ανθρώπους και σε λαϊκά στρώματα ξεπέφτουν κάποτε ως το γελοίο.

 Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν επιστρατευμένος κατά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, μερικές μέρες μετά τον γερμανικό βομβαρδισμό των ελληνικών πλοίων στον κόλπο της Ιτέας, τα οποία θα μας μετέφεραν στην απέναντι πελοποννησιακή ακτή, όταν, λέγω, ανώτερος Γερμανός αξιωματικός, θρεμμένος με τη γνωστή των Γερμανών κλασική παιδεία, μου έλεγε γελώντας μερικές μέρες μετά τη συνθηκολόγησή μας (τέλη Απριλίου 1941) ότι, κατά τη διέλευση της μονάδας του μέσα από την κοιλάδα του άνω ρου του Αξιού στη Γιουγκοσλαβία, παρουσιάστηκαν Βούλγαροι με ανθοδέσμες για να τους υποδεχθούν ως ελευθερωτές και του ανέφεραν —και εδώ τα γέλια του έγιναν τρανταχτά— ότι ήταν «Μακεδόνες», απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
και ότι η γλώσσα τους είναι η «μακεδονική».

Και συνεχίζοντας πρόσθεσε

 «αυτό μου θύμισε έναν άλλο λαϊκό σωβινιστικό παραλογισμό που παρατηρήθηκε για ένα διάστημα στην Τουρκία μετά το 1922, όταν ακούστηκε ότι πρόγονοι των σημερινών Τούρκων ήταν οι Χεττίτες και ότι το όνομα Όμηρος δεν ήταν παρά το τουρκικό Omer!

Ο σωβινισμός δεν έσβησε.

 Τα θηρία της Αποκαλύψεως είτε ανήκουν στον ανατολικό συνασπισμό είτε στον δυτικό ανοίγουν και πάλι άπληστα τα στόματά τους.

(Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1986)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου