Βασιλείος Βουλγαροκτόνος |
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΧΩΜΑΤΙΑΝΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ
ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΔΥΤΙΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
της Β. Νεράντζη-Βαρμάζη
στον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής,
Ρωμαϊκής,
Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας
1. Οι περισσότεροι από τους βυζαντινούς συγγραφείς έζησαν και έγραψαν τα έργα τους στην Κωνσταντινούπολη και γι’ αυτό όχι μόνο βλέπουν τα πράγματα από την οπτική γωνία του κατοίκου της πρωτεύουσας, αλλά και οι πληροφορίες που δίνουν αφορούν στην πλειονότητά τους την ίδια την Κωνσταντινούπολη και τις κεντρικότερες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Η σπανιότητα των πηγών για τις επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους είναι δεδομένη και προκαλεί δυσκολίες στην ανασύσταση μιας ρεαλιστικής εικόνας της αυτοκρατορίας.
Ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη η παρουσία λογίων αρχιεπισκόπων στην Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας από τα τέλη του 11ου ως τις αρχές του 13ου αιώνα, οι οποίοι άφησαν ένα πλούσιο συγγραφικό έργο, γραμμένο στην έδρα της αρχιεπισκοπής τους και σχετικό με τα προβλήματα της περιοχής.
Συγκεκριμένα πρόκειται για το Θεοφύλακτο, που διατέλεσε αρχιεπίσκοπος Αχρίδας από τα τέλη του 11ου ως τις αρχές του 12ου αιώνα (1088/89-+1108 ή 1126)
στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου A' Κομνηνού (1081-1118)
και το Δημήτριο Χωματιανό ή Χωματηνό, που κατείχε την έδρα της Αρχιεπισκοπής στις αρχές του 13ου αιώνα, από το 1217 ως το 1235.
Οι επιστολές του πρώτου και οι αποκρίσεις του δεύτερου αποτελούν πολύτιμες πηγές για την ιστορία της περιοχής, στην οποία οι λόγιοι αυτοί υπηρέτησαν και έδρασαν.
2. Η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας ιδρύθηκε στις αρχές του 11ου αιώνα από το Βασίλειο Β Βουλγαροκτόνο, μετά τις νίκες του κατά των Βουλγάρων, για να αντικαταστήσει το βουλγαρικό πατριαρχείο που είχε ιδρύσει εκεί ο τσάρος Σαμουήλ.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια η Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας ταυτίστηκε με την Αρχιεπισκοπή της Πρώτης Ιουστινιανής, που είχε ιδρυθεί από τον Ιουστινιανό A' τον 6ο αιώνα στην ίδια περιοχή με κέντρο τη Λυχνιδώ και, ως τόπος καταγωγής του τότε αυτοκράτορα, απολάμβανε ειδικά προνόμια.
Γι’ αυτό και στα Ύστερα Βυζαντινά χρόνια είναι γνωστή ως Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (ή Αχριδών), A' Ιουστινιανής και πάσης Βουλγαρίας και στην εκκλησιαστική ιεραρχία ερχόταν πρώτη στην τάξη μετά τα πατριαρχεία.
3. Όταν το 1088/9 ο Θεοφύλακτος εγκαταστάθηκε ως αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, η αρχιεπισκοπή του περιλάμβανε μία εκτεταμένη περιοχή, πολύ ευρύτερη από τη σημερινή Δυτική Μακεδονία έφτανε δυτικά ως την Αδριατική Θάλασσα και βόρεια ως το κέντρο της σημερινής Σερβίας.
Για το λόγιο όμως, που είχε ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε κάνει μια λαμπρή καριέρα ως «ρήτορας» και «διάκονος» της Μεγάλης Εκκλησίας (της Αγίας Σοφίας) και είχε συναναστραφεί τους σημαντικότερους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, η τοποθέτησή του στη μακρινή επαρχιακή Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας σήμαινε πνευματική απομόνωση.
Δεν άργησε όμως να παρηγορηθεί για την απομάκρυνσή του από τη βυζαντινή πρωτεύουσα, που ήταν τότε και η πρωτεύουσα του κόσμου.
Στην έδρα της παραμεθόριας Αρχιεπισκοπής του ασχολήθηκε με τα βιβλία του, τους λίγους καλούς μαθητές και φίλους του, την αλληλογραφία του και προπαντός με τα κοινά προβλήματα των ανθρώπων της περιοχής του.
Οι 135 γνωστές δημοσιευμένες επιστολές του, γραμμένες όλες στην Αχρίδα, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες του ενδιαφέροντος του για τα «κοινά», αλλά και της κατάστασης που επικρατούσε στη βυζαντινή αυτή επαρχία στα χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου A' Κομνηνού.
Με την αλληλογραφία του ο Θεοφύλακτος έρχεται σε επαφή με γνωστούς, φίλους και σημαντικές προσωπικότητες του καιρού του, στους οποίους προσπαθεί να γνωστοποιήσει τα προβλήματα της Αρχιεπισκοπής και των κατοίκων της ελπίζοντας ότι κάποιοι από αυτούς θα μπορέσουν να βοηθήσουν στην επίλυση των διαφόρων δυσκολιών και στη βελτίωση της κατάστασης.
Και ενώ στις παλαιότερες επιστολές του παραπονιέται ότι όμότροφος καί όμοέστιος του έχει γίνει η αγροικία και ότι ζει σε περιοχή ένθα λόγου φωνή μισείται μάλλον ή μύρον κανθάροις, γρήγορα θα στραφεί προς τους κατοίκους της περιοχής και τα προβλήματά τους και θα γράψει ότι τον βαραίνουν φροντίδες άμύθητοι καί άπαραμνθητοι περί των τοϋ λαον κοινώς, περί εκκλησιαστικών κοινώς.
Τα τέλη του 11ου αιώνα είναι μια δύσκολη περίοδος για ολόκληρη την αυτοκρατορία με πολλούς πολέμους και κοινωνικές ανακατατάξεις.
Ο Θεοφύλακτος έχει επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης και στην αλληλογραφία του αφθονούν εκφράσεις, όπως ήμέραι πονηραί, τούτον τον τραχύν καιρόν, εν καιροΐς όντως άφίλοις καί θηριωδέσι, τά δέ κατά την Αχρίδα πάντα φόβον μεστά και είναι φανερό ότι τόσο εξωτερικοί όσο και εσωτερικοί παράγοντες ευθύνονται για την κατάσταση αυτή:
"Εξωθεν μάχαι, εσωθεν φόβοι. Οι τε γάρ εχθροί κεκραταίωνται.
Από τα εξωτερικά γεγονότα εκείνο που κυρίως συντάραξε την περιοχή της Αχρίδας και της Δυτικής Μακεδονίας τα χρόνια αυτά είναι το πέρασμα των σταυροφόρων της А' Σταυροφορίας το 1096-97, καθώς και οι διάφορες φάσεις των βυζαντινο-νορμανδικών συγκρούσεων.
Ο Θεοφύλακτος στην αλληλογραφία του αναφέρεται συγκεκριμένα στην φραγκικήν διάβασιν ή μάλλον έπίβασιν και στις καταστροφικές συνέπειες στη ζωή των κατοίκων της περιοχής που προκαλεί τό ϋψωμα τής φραγκικής άπονοίας.
Σύμφωνα όμως πάντα με το Θεοφύλακτο, οι αδικίες που προκαλούν και οι επιβαρύνσεις που επιβάλλουν οι Φράγκοι έπαψαν να είναι τόσο τρομερές με το πέρασμα των χρόνων, γιατί οι κάτοικοι της περιοχής της Αχρίδας έμαθαν να κρύβονται και να τις αποφεύγουν.
Οι μεγαλύτερες όμως συμφορές που πλήττουν τους κατοίκους της Αρχιεπισκοπής δεν προέρχονται από εξωτερικούς εχθρούς του κράτους, αλλά από την κακή διοίκηση και τις ατασθαλίες των φοροεισπρακτόρων:
Καί τους μέν τά δημόσια πράττοντας πορθητάς μάλλον ή φορολόγους καί θείους όμού νόμους καί βασιλικός έντολάς αράχνης ηγουμένους υφάσματα, ....τά δέ του λαοϋ των χριστιανών άγόμενα καί φερόμενα, μη όντος λυτρουμένου μηδέ σώζοντος, πάσα μέν σωτηρίας ελπίς περιήρητο.
Ο αρχιεπίσκοπος λοιπόν δε διστάζει να κατηγορήσει τις κρατικές αρχές για κατάχρηση εξουσίας, για εκβιασμούς και καταπιέσεις.
Η κρατική πρόνοια φαίνεται να είναι ανύπαρκτη στην περιοχή και οι διοικητικοί άρχοντες δε νοιάζονται για το πώς οι κτηματίες θα διατηρήσουν τα κτήματά τους, οι άποροι θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν, οι χήρες και τα ορφανά θα συντηρηθούν.
Οι πένητες κινδυνεύουν από άρπαγες πλούσιους και οι πλούσιοι από κακοήθεις και συκοφάντες πένητες.
Το ίδιο κινδυνεύει και η περιουσία της εκκλησίας.
Με βάση τις πληροφορίες αυτές μπορεί κανείς να προχωρήσει σε μια στρωματογράφηση του πληθυσμού:
Υπάρχουν οι πολλοί φτωχοί και σχεδόν άποροι, οι μικροί ελεύθεροι καλλιεργητές της γης, γνωστοί ως πένητες, και φυσικά οι πλούσιοι.
Υπάρχουν επίσης οι πάροικοι, στους οποίους ο Θεοφύλακτος αναφέρεται αρκετά συχνά. Πρόκειται κυρίως για εκκλησιαστικούς παροίκους, οι οποίοι δουλεύουν με τις οικογένειές τους στα κτήματα που ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή και στα μοναστήρια της περιοχής.
Ο Θεοφύλακτος βρίσκει τη διαφοροποίηση του πληθυσμού και τη διάκριση σε οικονομικές τάξεις πολύ φυσική, υποστηρίζει όμως φανερά το δικαίωμα του καθενός να διατηρήσει τη θέση του ή να προσπαθήσει να τη βελτιώσει μέσα σε ένα κράτος δικαιοσύνης και πρόνοιας.
Στην περιοχή της Αχρίδας όμως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, εφόσον οι φοροεισπράκτορες χρησιμοποιούν σκληρά μέσα και δε σέβονται ούτε τις κεντρικές κρατικές αρχές ούτε την τοπική εκκλησία.
Προσπαθώντας να αυξήσουν τους φόρους και τα κέρδη τους μετρούν τα πάντα με εξονυχιστική λεπτομέρεια και φτάνουν σε υπερβολές:
Πάροικοι άριθμούμενοι καί εξονυχιζόμενοι, καί γη διαμετρουμένη τοΐς τής ψύλλης πηδήμασι ... καί πάντα έρευνώμενα καί ζυγοσταθμούμενα αχρι μερισμόν σαρκών καί όστέων.
Οι ακρότητες των φοροεισπρακτόρων δε σταματούν ούτε όταν πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας και δεν καταλαβαίνουν οι αρμόδιοι ότι υπάρχουν κτήματα που δεν οργώνονται και δε σπέρνονται, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, και συνεπώς τα κτήματα αυτά δεν αποδίδουν καρπούς και δεν έχουν έσοδα.
Οι σχετικοί φορολογικοί κανονισμοί της Μέσης Βυζαντινής Περιόδου φρόντιζαν, ώστε να θεωρηθούν τα εγκαταλειμμένα κτήματα ως κλάσματα και να εξαιρεθούν από το σύνολο των φορολογήσιμων γαιών.
Οι υπεύθυνοι όμως για την είσπραξη των φόρων αγνοούν τις σχετικές διατάξεις.
Καί ό εν αύτοΐς μύρμηξ λέων έγένετο ... καί άξιοϋσι μη πένεσθαι τον επίσκοπον, άλλα φύεσθαι μέν αύτώ τά εκ τής γης άσπαρτα καί άνήροτα, ελκεσθαι δέ αντώ τούς ποταμούς χρυσόν άτεχνώς άπυρον, ΐππους δέ καί ήμιόνονς αντώ τάς κύνας τίκτειν.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των καταπιέσεων ήταν γεωργοί να μένουν ακτήμονες και να καταστρέφονται, ελεύθεροι αγρότες (δούλοι τού βασιλέως) να εκδιώκονται από τη γη τους, ενώ τολμηροί και αδίστακτοι άνθρωποι έβρισκαν την ευκαιρία να οικειοποιηθούν κτήματα άλλων και να γίνουν πλούσιοι.
Τέλος και όσοι μένουν στη γη τους επιφορτίζονται τόσα βάρη, ώστε βλέπουν με εχθρική διάθεση την ίδια την πατρική τους γη και ανυπομονούν να φύγουν προς ξένα εδάφη:
Οί υπολειφθέντες τώ φίλω τής πατρίδος έδάφει ώς έχθρώ καί σνμφοροποιώ προσπτύσαντες, τής άλλοτρίας τούς κόλπονς στέρξονσί28.
Ακόμη και η επιστράτευση στρατιωτών δεν ήταν μια ευχάριστη προοπτική, αλλά δημιουργούσε δυσεπίλυτα προβλήματα.
Με αφορμή την επανάσταση κάποιου φιλόδοξου στασιαστή στα βόρεια της Αχρίδας, ο Θεοφύλακτος αναφέρεται σε επιστράτευση ανδρών στην περιοχή της αρχιεπισκοπής του.
Ο αυτοκράτορας έστειλε από την Κωνσταντινούπολη τον πρωτοστράτορα Μιχαήλ, ο οποίος συγκέντρωσε στρατό, για να επιτεθεί στον αδίστακτο επαναστάτη: Καί δή συλλέγει, καί δή προσβάλει τε αυτώ καί τή χώρα αύτοϋ έμβαλεΐ.
Καί ό αμύνων ήμιν Θεός ηξει καί ούχρονιεί.
Η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί μαρτυρεί τη σπουδαιότητα που είχε ακόμη ο στρατός ο στρατολογημένος μέσα από τα εδάφη της αυτοκρατορίας, σε μια εποχή, τέλη του 11ου με αρχές του 12ου αιώνα, που πιστεύουμε ότι το σημαντικότερο τμήμα των βυζαντινών πολεμικών δυνάμεων κρούσης αποτελούσαν οι ξένοι μισθοφόροι στρατιώτες.
Οι συχνές όμως και επανειλημμένες επιστρατεύσεις δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα για την περιοχή της Αχρίδας.
Ο στρατός υποχρέωνε νέους και παραγωγικούς ανθρώπους να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους και τη γη που καλλιεργούσαν.
Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι αυτοί ποτέ δεν επέστρεφαν στον τόπο τους και απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Αχρίδα, έβλεπαν τον πληθυσμό τους να συρρικνώνεται επικίνδυνα.
Ο Θεοφύλακτος αισθάνεται την ανάγκη να κάνει έκκληση στους αρμόδιους να μειώσουν τον αριθμό των στρατευομένων από κάθε θέμα και ιδιαίτερα, όταν το θέμα είναι μικρό, βρίσκεται κοντά σε δημόσιο δρόμο (εδώ πρόκειται για την Εγνατία οδό) και έχει μεγάλη σημασία για όσους ταξιδεύουν διασχίζοντας τη χώρα.
Άρκοϋσι γοϋν οί έκβληθέντες πεζοί πρός τό συντριβηναι ημάς, καί μή περαιτέρω χωρήσειεν ή εκβολή ... Ίκανώς γάρ οί έκβληθέντες την τον θεματίον μείωσιν έξειργάσαντο.
Οι εχθρικές εισβολές λοιπόν, η κακοδιοίκηση, η βαριά φορολογία και οι επιστρατεύσεις φαίνεται ότι δημιουργούσαν τόσο μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα στην περιοχή της Αχρίδας τα χρόνια αυτά, ώστε ο Θεοφύλακτος να αποκαλεί το χώρο της Αρχιεπισκοπής του την έρημον ταύτην, να κάνει λόγο για άνήροτα καί άσπαρτα χωράφια και επιμένει στην αλληλογραφία του ότι ον Πελαγονία τα ήμέτερα, άλλ ’ ή παροιμιασθεϊσα βραχεία Μύκονος.
4. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς πέθανε ο Θεοφύλακτος ούτε καν αν πέθανε στην Αχρίδα.
Η παρουσία του πάντως μαρτυρείται στην Αρχιεπισκοπή για περισσότερο από είκοσι χρόνια και σίγουρα ως τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 12ου αιώνα.
Εκατό περίπου χρόνια αργότερα ανέβαινε στο θρόνο της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας ένας άλλος βυζαντινός λόγιος, ο Δημήτριος Χωματιανός, ο οποίος υπηρέτησε αρχικά ως χαρτοφύλακας του αρχιεπισκόπου Ιωάννη Καματηρού και στη συνέχεια ανέλαβε ο ίδιος την Αρχιεπισκοπή, για να υπηρετήσει σ’ αυτήν από το 1217 ως το 1235.
Στο μεταξύ το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά και η ενιαία Βυζαντινή Αυτοκρατορία της εποχής των Κομνηνών δεν υπάρχει πια.
Έχει μεσολαβήσει η 4η Σταυροφορία, η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 και η διάσπαση του Βυζαντινού Κράτους σε μικρότερες κρατικές μονάδες.
Η Αχρίδα την εποχή αυτή ανήκει αρχικά
στο λεγόμενο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στη συνέχεια
στην αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης
υπό τον Θεόδωρο Δούκα.
Από το συγγραφικό έργο του Χωματιανού ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αποκρίσεις του.
Πρόκειται για μια μακριά σειρά από απαντήσεις σε ζητήματα κανονικού, οικογενειακού και ιδιωτικού δικαίου που έθεταν οι κάτοικοι της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας στον αρχιεπίσκοπό τους και περίμεναν από αυτόν τη λύση των προβλημάτων τους.
Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε έναν από τους τίτλους των αποκρίσεων αυτών:
Περί κληρονομιάς καί χρήσεως προικός καί περί υπεξουσίων καί περί μητρώων καί πατρώων καί περί έπιμελείας παίδων καί τών πραγμάτων αυτών.
Οι αποκρίσεις του Δημητρίου Χωματιανού ενδιαφέρουν κυρίως τους νομικούς και τους ιστορικούς του κανονικού και αστικού δικαίου.
Μέσα όμως από τις δικαστικές ουσιαστικά αποφάσεις του προβάλλει ένα πλήθος από κάθε είδους ιστορικές πληροφορίες που ενδιαφέρουν ειδικότερα τους βυζαντινολόγους και τους μελετητές της περιοχής της Αχρίδας.
Από τα εξωτερικά γεγονότα της εποχής μεγάλες αναστατώσεις προκάλεσαν οι κατακτήσεις των Φράγκων της 4ης Σταυροφορίας και η απήχηση των γεγονότων αυτών υπάρχει στα κείμενα του Χωματιανού:
Έπεί δέ γάρ εκ τής εύδαίμονος Κωνσταντινουπόλεως τή τών Λατίνων έπιδρομή ή τε τής βασιλείας καί τής ιεραρχίας λαμπρότης ήφάντωται καί διεσπάρησαν άλλος άλλαχοϋ οί άρχιερεϊς..., τότε ή Λατινική εξουσία απλώθηκε ως τις ανατολικές περιοχές της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας και πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα κτήματά τους και να τραπούν σε φυγή.
Ευτυχώς όμως η λατινική κατάκτηση στις περιοχές αυτές δεν ήταν μακροχρόνια και λίγα χρόνια αργότερα οι κάτοικοι επέστρεψαν στα κτήματά τους έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα ιδιοκτησίας: Καί ών καθέξουσι μετά ταϋτα τά ήμίση, όπηνίκα δηλαδή τής λατινικής χειρός καί εξουσίας καί τό τοιοϋτον χωρίον ελεύθερον γένηται.
Αλλού πάλι οι αποφάσεις του Χωματιανού επισημαίνουν την επαναφορά στην ομαλότητα:
Τό δέ πάτριον έδαφος τής τών πολεμίων χειρός έλευθερωθέν άπό την κραταιάν χείρα του έν ήμίν κρατούντος ευσεβούς μεγάλου Κομνηνού γέγονε, καί νυν οί έκείσε κάτοικοι άνέσεως θεού χάριτι ύπολάβουσι.
Στα ίδια έγγραφα γίνεται αναφορά και στις πρόσφατες ή παλιότερες κατακτήσεις των Βουλγάρων:
...προ του τό κάστρον, δηλαδή τήν Βέρροιαν, ύποταγήναι τή βουλγαρική έξουσία
ή
Ή βουλγαρική έξουσία, ου προ πολλού, καί τήν ήμετέραν ταύτην έγκρατώς θέμενη ύφ έαυτήν κατέστησα.Αρκετές είναι και οι πληροφορίες που μπορεί να αντλήσει κανείς από τα κείμενα του Χωματιανού για τη διοίκηση του κράτους της Ηπείρου και της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 13ου αιώνα, εφόσον συχνά γίνονται αναφορές σε δούκες και θέματα της περιοχής και τις πληροφορίες αυτές έχει εκμεταλλευτεί σωστά η σύγχρονη βιβλιογραφία.
Αποδεικνύουν όλες αυτές οι μαρτυρίες τη συνέχεια της βυζαντινής παράδοσης στη διοίκηση του κράτους της Ηπείρου.
Αλλωστε η διατήρηση της ζωντανής βυζαντινής παράδοσης δε φαίνεται μόνο στον τρόπο της διοίκησης των επαρχιών αλλά και στις γενικότερες απόψεις του Χωματιανού περί βασιλείας:
Ή βασιλεία δέ χρήμα έστιν παρά Θεού τεταγμένον πρός κοινόν τού λαού όφελος.
Πολύ πιο πλούσιες είναι οι πληροφορίες για την απονομή της δικαιοσύνης στην περιοχή της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας τα χρόνια αυτά.
Βέβαια υπάρχει το δεσποτικόν δικαστήριον ή το τον κραταιού δεσπότον καί βασιλέως ημών δικαστήριον, οι κάτοικοι όμως της περιοχής προτιμούν να προσφεύγουν στον αρχιεπίσκοπο και τη σύνοδό του, για να λύσουν τα προβλήματά τους.
Παρέστη τήν σήμερον τή ημών μετριότητι προκαθημένιη συνοδικώς ό από Βερροίας όρμώμενος Νικηφόρος ό Κουναλής καί τά δοκούντα αύτώ άπορα εις μέσον προτέθεικε καί λύσιν τούτων λαβεϊν παρά τής ημών μετριότητος μετά θερμής ήτήσατο παρακλήσεων
και αλλού:
Ή μετριότης ημών μετά τών συμπαρόντων αύτή ίερωτάτων άρχιερέων, τά περί τούτων διασκεψαμένη, τοιάνδε γνώμην πρός ταύτα έξήνεγκε.
Ο αρχιεπίσκοπος λοιπόν και η σύνοδός του λειτουργούν σαν ένα δικαστήριο και στηρίζουν τις αποφάσεις τους στο παλιότερο ρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο.
Πάμπολλες είναι οι αναφορές στην παλιότερη νομοθεσία, από τον Ιουστινιάνειο κώδικα και τις Νεαρές του Ιουστινιανού ως τα Βασιλικά και τις μεμονωμένες Νεαρές των αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας.
Ιδιαίτερα, όταν πρόκειται για αγροτικά ζητήματα, γίνεται συχνά λόγος για τις διατάξεις περί προτιμήσεως του Ρωμανού Λεκαπηνού:
Χρεών δέ παρελθείν εις μέσον καί αύτά τής νομοθεσίας τά ρήματα, ήν Τωμανός ό άοίδημος εν βασιλεύσιν έξέθετο.
Είναι λοιπόν εμφανέστατη και στο σημείο αυτό η διατήρηση της βυζαντινής παράδοσης.
Η εικόνα του αγροτικού κόσμου που δίνει ο Χωματιανός είναι αρκετά πιο ευχάριστη και αισιόδοξη από εκείνη που έχει δώσει ο Θεοφύλακτος ένα περίπου αιώνα νωρίτερα.
Δε λείπουν βέβαια και εδώ οι μνείες για χέρσα χωράφια, αλλά για μια τέτοια κατάσταση η ευθύνη πέφτει στον ιδιοκτήτη και όχι σε εξωτερικούς παράγοντες:
Εύπορών έστι καί ού πενόμενος ό Ζάδας καί τά μέν ιδιόκτητα τούτον άκίνητα εύ εχουσιν εργασίας ως πάσαν επιμέλειαν ένδεικυνμένον επ’ αύτοις. Τά δέ άπό προικός κεχερσωμένα τυγχάνονσι καί άτημέλητα πάντη.
Πραγματικό θησαυρό αποτελούν οι αποκρίσεις του Δημητρίου Χωματιανού για τη γνώση ενός πλήθους ονομάτων κατοίκων της περιοχής, συνήθως καθημερινών ανθρώπων, αλλά και των ονομάτων κάποιων αξιωματούχων.
Η συγκέντρωση όλων αυτών μπορεί να οδηγήσει σε αξιόλογα συμπεράσματα.
Εδώ θα αναφέρουμε μόνο δειγματοληπτικά κάποια από τα ονόματα αυτά:
Ή αίδεσιμοτάτη γυνή ή καλουμένη Ζωή, ήν κάτοικον μέν ή περίκλητος Βέρροια κέκτηται
Ή
εν τώ κάστρω Βερροίας οίκουσα Μαρία ή Άλωποφόνου,
Ό έν τώ κάστρω τών Βοδινών τάς οικήσεις ποιούμενος Λέων ό Κοντός, ο ταπεινός μοναχός Νίφων ό Γρεβενίτης,
Ό εύσεβέστατος άναγνώστης καί κληρικός τής άγιωτάτης τών Σκοπίων επισκοπής Κωνσταντίνος ό Σουχάλιτρος,
Ό Ιωάννης Πλυτός δούκας Βερροίας,
όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι γίνονται γνωστοί με τα ονόματα και τις δραστηριότητές τους μέσα από τις σελίδες των αποκρίσεων του Δημητρίου Χωματιανού.
Πρόκειται για ανθρώπους που ζούσαν στο δυτικομακεδονικό χώρο το 13ο αιώνα και έχουν ονόματα πέρα για πέρα ελληνικά.
Κανένα άλλωστε πρόβλημα δε φαίνεται να προκαλούσε και η κατανόηση των αποφάσεων του Χωματιανού που είναι γραμμένες στη λόγια ελληνική εκκλησιαστική γλώσσα της εποχής ούτε γενικότερα η συνεννόησή του με τους κατοίκους των περιοχών αυτών.
5. Η εικόνα λοιπόν που παρουσιάζουν τόσο ο Θεοφύλακτος Αχρίδας όσο και ο Δημήτριος Χωματιανός για τη Δυτική Μακεδονία και την περιοχή της Αχρίδας γενικότερα δεν είναι καθόλου ευχάριστη είναι όμως μια εικόνα ρεαλιστικής ζωής με τα καθημερινά προβλήματα και τις ανησυχίες της σε μια απομακρυσμένη βυζαντινή επαρχία το 12ο και 13ο αιώνα.
Συμπερασματικά πρέπει να πούμε ότι η αγροτική οικονομία αποτελεί την κύρια απασχόληση των κατοίκων και σχεδόν τη μόνη πηγή πλούτου.
Εμπόριο δεν αναφέρεται και μεγάλες πόλεις δεν υπάρχουν.
Υπάρχουν όμως οχυρωμένα κάστρα, γύρω από τα οποία οργανώνεται η άμυνα της κάθε περιοχής.
Η βυζαντινή παράδοση και συνέχεια είναι παρούσα στον τρόπο της διοίκησης, στη στρατιωτική οργάνωση και στην απονομή της δικαιοσύνης, ενώ η ελληνική γλώσσα αποτελεί το μέσο συνεννόησης των κατοίκων της περιοχής το 12ο και 13ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου