Πέτρος Ν. Παπαγεωργίου (1859-1914) |
Ο ΠΕΤΡΟΣ Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΊΟΥ
ΚΑΙ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
του Γ. Ι. ΘΕΟΧΑΡΙΔΗ
'ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ'
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΑ
ΤΗΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΑΚΕΔΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1964
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΙΚΟΣΤΗ ΕΠΕΤΕΙΩ
ΑΠΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΑΥΤΟΥ
(Ιανουάριος 1914 - Ιανουάριος 1964)
Ή πεντηκονταετία που συμπληρώθηκε φέτος στις 18 Ίανουαρίου (31 Ιαν. π. ήμ.) από τη χρονιά που πέθανε ο Πέτρος Παπαγεωργίου εδωσε στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών λαμπρή και μοναδική ευκαιρία να τιμήση τη μνήμη του εξαιρετικού αύτου τέκνου της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης ιδιαιτέρως, το όποιον ως φιλόλογος λάμπρυνε το έλληνικόν δνομα στο Εξωτερικό, ως αρχαιολόγος και βυζαντινολόγος επειτα πρόσφερε μεγάλες ύπηρεσίες στην ύποδουλωμένη ακόμα τότε ίδιαίτερή του πατρίδα και εν γένει ύπηρέτησε και ως εκπαιδευτικός μέ άφθαστη αφοσίωση την έλληνική έπιστήμη καί εκπαίδευση.
Δεν θά ήταν ίσως ύπερβολή να πούμε ότι η Θεσσαλονίκη τουλάχιστο δεν έχει να επίδειξη, υστέρα από το μητροπολίτη της Εύστάθιο στο 12ο αιώνα, κανένα άλλον παλιόν φιλόλογο πιο μεγάλον από τον Παπαγεωργίου.
Είναι δε άναμφίβολο ότι, χωρίς τον Παπαγεωργίου, πολύ λίγα πράγματα θά γνωρίζαμε σήμερα για πολλά μνημεία της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας και για ολόκληρες πόλεις άκόμα,
όπως οι Σέρρες.
Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον Παπαγεωργίου είναι ότι
συνδύαζε
στο πρόσωπό του
τον κλασσικό φιλόλογο
και το βυζαντινολόγο,
τον άρχαιο δηλαδή και
το μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο,
και άποτελούσε ετσι ζωντανό σύμβολο της συνέχειας του ιστορικού βίου του Έθνους, ο όποιος μετά τη μεγάλη νάρκη της τουρκικής Σκλαβιάς είχε άνασυνδέσει τα νήματά του στην Κάτω Ελλάδα μόλις τριάντα χρόνια πριν από τη γέννηση του Παπαγεωργίου.Το παράδειγμα δε του Παπαγεωργίου όχι μόνο την ίδιαίτερή του πατρίδα τιμα, άλλά είναι χαρακτηριστικό και για το ’Έθνος, το όποιο ύστερα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιά μπόρεσε άμέσως μετά την άπελευθέρωσή του όχι μόνο Κοντούς και Μυστριώτες και Παπαρηγόπουλους στο έλεύθερο έδαφος του να γεννήση, άλλά και εναν Παπαγεωργίου στά τουρκοκρατούμενα ακόμα εδάφη του να άναδείξη.
'Όταν το 1859 στο άρχοντικό σπίτι της σημερινής όδου Φιλίππου γεννιόταν ο Παπαγεωργίου, η Θεσσαλονίκη είχε την όψη μιας τουρκόπολης. το ελληνικό στοιχείο, η Έλληνική Όρθόδοξος Κοινότης, ήταν συγκεντρωμένο μεταξύ της Καμάρας καί της Αγια-Σοφιάς και γύρω στον Αγιο Αθανάσιο. Από το Ιπποδρόμιο ως την Αγορά και πρός τη θάλασσα ήταν οι έβραιομαχαλάδες.
Γύρω στο λιμάνι ήταν η συνοικία των ξένων, ο Φραγκομαχαλάς.
Στην Επάνω δε πόλη, άπ’ την οδό 'Αγίου Δημητρίου και πάνω, ανέβαιναν οι άπρόσιτοι στούς Χριστιανούς τουρκομαχαλάδες.
Όταν ο Παπαγεωργίου πήγαινε στο Δημοτικό σχολείο, η Όρθόδοξος Ελληνική Κοινότης είχε ένα μόνο Δημοτικό Σχολείο Άρρένων, κοντά στο σπίτι του Παπαγεωργίου, στην οδό Κοονσταντίνου Παλαιολόγου, οπου σήμερα βρίσκεται το 32ον Δημοτικόν Σχολειον Άρρένων, άλλα σε καινούργιο οίκημα.
Όταν ο Παπαγεωργίου πήγαινε στο Γυμνάσιο, η Όρθόδοξος Ελληνική Κοινότης είχε ένα μόνο Γυμνάσιον Άρρένων, το όποιο στεγαζόταν στο πέτρινο οίκημα, που βρίσκεται άπέναντι από τα κάγκελα του Πειραματικού Σχολείου.
Ή σπουδαιότητα, που έδινε η Ελληνική Όρθόδοξος Κοινότης στη μόρφωση των τέκνων της, καταφαίνεται, άν διαβάση κανείς περιγραφές των ’Εξετάσεων των Σχολείων της Κοινότητος σε εφημερίδες της έποχής (Φάρο της Μακεδονίας η ’Αλήθεια).
Οι παριστάμενοι Μητροπολίτης, Πρόεδρος της Κοινότητος, Έλλην Πρόξενος, Προύχοντες οι εκφωνούμενοι λόγοι, ο άποχαιρετισμός των τελειοφοίτων, ολα αυτά δημιουργούσαν πολύ θερμή πατριωτική άτμόσφαιρα.
Το κοινοτικό δε σύστημα, που ίσχυε τότε, έκαμνε την Παιδεία του ’Έθνους και τη λειτουργία των Σχολείων οικογενειακή φροντίδα κάθε ελληνικού σπιτιού.
Μέσα σ' αυτή την παλλόμενη από πατριωτισμό ατμόσφαιρα της Ελληνικής ’Ορθοδόξου Κοινότητος μεγάλωσε ο Παπαγεωργίου καί διέτρεξε τα έγκύκλια μαθήματα.
Έτσι ίσως εξηγείται η άγάπη του για τη Φιλολογία.
Είναι άγάπη πρός το Έθνος του καί πρός την Ιστορία του "Εθνους του, γιατί περισσότερο από κάθε άλλη επιστήμη η Φιλολογία έχει πατρίδα.
Η οικονομική ευχέρεια των γονέων του του έπέτρεψε να σπουδάση την άγαπημένη του Φιλολογία πρώτα στην ελεύθερη Ελλάδα, στην 9Αθήνα, καί υστέρα στο Εξωτερικό, στη Γερμανία (Ίένα, Λειψία, Βερολίνο), οπου διέπρεψε ως κλασσικός φιλόλογος.
Ό Παπαγεωργίου άναδείχθηκε όμως ως
άρχαιολόγος καί
βυζαντινολόγος στην
τουρκοκρατούμενη πατρίδα του,
τη Μακεδονία.
Στην έλληνικώτατη τότε αυτή πόλη έμεινε ο Παπαγεωργίου τέσσαρα χρόνια, μέχρι του 1888, καί δημοσίευσε 13 περίπου φιλολογικές εργασίες σε έφημερίδες και περιοδικά της Κωνσταντινουπόλεως, της Σμύρνης και του Βερολίνου
(Ημερολόγιο της ’Ανατολής, Νέα Ημέρα, Νεολόγος και Berliner Philologische Wochenschrift), έκτος από τα αρχαία Σχόλια του Σοφοκλέους στη σειρά του εκδοτικού οίκου της Λειψίας Teubner.
Άλλα ο ιστοριοδίφης καί βυζαντινολόγος Παπαγεωργίου αναφαίνεται από τώρα.
Με πρόθυμη σύσταση του μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Ιωακείμ Εύθυβούλη ο Παπαγεωργίου επισκέπτεται το Μάιο του 1887 τα ελληνικά μοναστήρια της Ροδόπης, ψάχνοντας για κώδικες, χειρόγραφα και κειμήλια.
Από τις έρευνές του αυτές δημοσίευσε το 1887 στο Ημερολόγιο της Ανατολής καί το 1889 στη Berliner Philologische Wochensohrift την «Παλαιογραφικήν εκδρομήν εις την Μονήν Μπατσκόβου», την Μονήν δηλαδή της Θεοτόκου Πετριτζιωτίσσης, η όποια είχε ίδρυθή στο 12ο αιώνα από το Γρηγόριο Πακουριανό, το μέγα δομέστικο του αύτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνου.
(σημ. Yauna δείτε "ΤΡΕΙΣ ΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΥΠΙΚΑ ΤΟΥΣ". )
Απ΄ αυτή τη Μονή ο μέν Παπαγεωργίου περιέγραψε τούς κώδικες καί τα χειρόγραφα, ό δε Διευθυντής των Ζαριφείων, που τον συνώδευε, Γ. Κωνσταντινίδης, περιέγραψε τις εικόνες και τα κειμήλια καί άντέγραψε τις επιγραφές.
Ύστερα από τρία χρόνια, το 1890, το έλληνικό αυτό μοναστήρι καταλήφθηκε από τούς Βουλγάρους καί δέν ήταν πιά δυνατό οι Έλληνες να το έπισκεφθουν καί να μελετήσουν τα κειμήλιά του.
’Έτσι χάρις στον Παπαγεωργίου ξέρομε σήμερα τι αρχαία είχε το χαμένο πιά αυτό έλληνικό μοναστήρι.
Τό σχολικό ετος 1888-1889 το πέρασε ο Παπαγεωργίου στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη.
Δεν πήγε κατ’ εύθεΐαν Γυμνασιάρχης στις Σέρρες, όπως άφήνει να έννοήσωμε ο Σταμάτιος Ψάλτης, ο όποιος έξεφώνησε στην αίθουσα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου ’Αθηνών τον επιμνημόσυνο Λόγο για την πρώτη έπέτειο από του θανάτου του Παπαγεωργίου, στις 18 Ίανουαρίου 1915.
Στο δημοσίευμά του: «'Η νέα εκκλησία Γεωργίου του Πραγαμα», στο Φάρο της Μακεδονίας της 10 Δεκεμβρίου 1888, ο Παπαγεωργίου διηγείται, πώς από τις 4-7 Δεκεμβρίου κατέβαινε επανειλημμένα στον ύπόγειο χώρο ένός βυζαντινού ναΐσκου, τον όποιον ανακάλυψε τυχαία η σκαπάνη ένός έργάτη στην αύλή εβραϊκού σπιτιού καί στη συνοικία Μπαλαάτ, πίσω από το Διοικητήριο.
Έν πλήρει λοιπόν σχολικώ ετει 1888-1889 ο Παπαγεωργίου βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη καί περιγράφει τις λίγες τοιχογραφίες καί διαβάζει τις μισοσβυσμένες επιγραφές τού υπόγειου αύτου βυζαντινού ναΐσκου.
Στις Σέρρες πήγε, φαίνεται, ο Παπαγεωργίου ως Γυμνασιάρχης το Σεπτέμβριο τού 1889.
Έκει δέν σταμάτησε τη συγγραφική του δραστηριότητα καί κατά τα πέντε χρόνια της παραμονής του στην πόλη αυτή δημοσίευσε είκοσι περίπου εργασίες.
Στις θερινές διακοπές έπέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, γιαυτό εχομε εργασίες του από την περίοδο αύτή, που προυποθέτουν η καί μαρτυρούν την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη, όπως η περιγραφή της πυρκαϊάς της 23 Αύγουστου τού 1890 καί των ζημιών που προκάλεσε αυτή, δημοσιευμένη στο Νεολόγο της Κων/πόλεως της 28 Σεπτεμβρίου 1891 και επειτα αλλαχού, όπως η έργασία του:
«Συμπληρωματικό, εις τάς έπιγραφάς της 'Αγίας Σοφίας της εν Θεσσαλονίκη», την όποίαν υπογράφει:
«εν Θεσσαλονίκη τη 16η Όκτωβρίου 1893», και την οποία δημοσίευσε στην Εικονογραφημένη Εστία της 14 Νοεμβρίου 1893, όπως η άνακάλυψη ενός «Βυζαντινου υπογείου Προσκυνηταρίου» παρά την 'Αγίαν Σοφίαν,
όπως η «Αρχαία εικών του 'Αγίου Δημητρίου επί ελεφαντοστέου» κ.ά.
Ή πιο σημαντική όμως από τις εργασίες, που εκαμε ο Παπαγεωργίου κατά την περίοδο αυτή, είναι η άρχαιολογική μελέτη του για την πόλη των Σερρών, που δημοσιεύτηκε στον 3ον τόμο (1894) του γερμανικού βυζαντινού περιοδικού Byzantinische Zeitschrift, που τότε είχε άρχίσει να έκδίδη στο Μόναχο ο Κρουμπάχερ.
Να ο τίτλος της μελέτης:
«Αί Σέρραι και τα προάστεια τα περί τάς Σέρρας καί η Μονή Ίωάννου του Προδρόμου».
Η μεγάλη αυτή μελέτη, η οποία χωρίζεται σε τέσσερα μέρη
(Α. η άκρόπολις και η πόλις. Β. τα προάστεια τών Σερρών. Γ. "Αγιος Γεώργιος Κρυονερίτης καί τοπωνύμια περί τάς Σέρρας. Δ. η Μονή Ίωάννου του Προδρόμου),
δίνει το «παρών» τών Ελλήνων στη νέα έπιστήμη της Βυζαντινολογίας, που ίδρυσε τότε στην Ευρώπη ο Κρουμπάχερ για τη μελέτη τού ως τότε παρεξηγημένου από το Γαλλικό Διαφωτισμό Βυζαντίου, και είναι για μας σήμερα πολύτιμη.
Κατά το Βαλκανικό πόλεμο τού 1912, όπως είναι γνωστό, οι Σέρρες κάηκαν από τούς Βουλγάρους και τίποτα σχεδόν δεν έμεινε από την παλιά πόλη και από τα μνημεία της.
Μόνη πηγή μας γι΄ αυτά είναι σήμερα για μας ο Παπαγεωργίου.
Από τις Σέρρες ο Παπαγεωργίου βρέθηκε το 1894 Γυμνασιάρχης στη Μυτιλήνη, όπου παρέμεινε μέχρι του 1899.
(Γιά το έργο του εκεί, είτε το εκπαιδευτικό στην οργάνωση τών Σχολείων, είτε το επιστημονικό στη συλλογή τών έπιγραφών της Μυτιλήνης, θά άκούσετε τον κ. Δ. Μαντζουράνη, Μυτιληναιον καί αύτόν).
'Από τις 28 Νοεμβρίου 1899 τουλάχιστο (υπογράφει μέ αυτή τη χρονολογία μιά έργασία του) ο Παπαγεωργίου βρίσκεται πάλι στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, όπου θά παραμείνη ίδιωτεύων καί άσχολούμενος μέ τις επιστημονικές του άσχολίες μέχρι τού 1910, οπότε θά μεταναστεύση οριστικά στην ‘Αθήνα καί θά πεθάνη εκεί τον Ιανουάριο του 1914.
Ή περίοδος αυτή της ζωής του Παπαγεωργίου είναι η γόνιμη περίοδος του οοριμου έπιστήμονα, ο όποιος εχει την οικονομική ευχέρεια να έπιδοθή απερίσπαστος στις αγαπημένες του μελέτες, και από την άποψη αυτή είναι ίσως η εύτυχέστερη περίοδος της ζωής του.
Αυτή η περίοδος άνέδειξε τον Παπαγεωργίου βυζαντινολόγο καί σ’ αυτή την περίοδο προσέφερε ο Παπαγεωργίου τις μεγαλύτερες υπηρεσίες του στην ιστορία τόυ τόπου, που τον γέννησε.
Από τις 204 εργασίες του Παπαγεωργίου στον Κατάλογο του Ψάλτη οί 135 περίπου ανήκουν στην περίοδο αυτή, δπως και οι 10 από το συμπληρωματικό Κατάλογο του κ. Ά. Λέτσα.
Μεταξύ πλήθους έργασιών κλασσικής φιλολογίας δημοσιεύει ο Παπαγεωργίου τώρα τη μελέτη του:
«Περί χειρογράφου Ευαγγελίου Θεσσαλονίκης», από την οποία μάθαμε ό,τι γνωρίζομε σήμερα για την εκκλησία της Νέας Παναγίας στο Ίπποδρόμι, τη Μονή δηλαδή του Ίλαρίωνος Μαστούνη.
Δημοσιεύει την « Εκδρομήν εις την μονήν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας, της εν τη Χαλκιδική», η οποία αποτελεί και αυτή την κυριώτερη πηγή μας για την ιστορία αυτής της μονής και των εγγράφων της. η μελέτη του:
« Η εν Θεσσαλονίκη μονή των Βλατταίων και τα μετόχια αυτής» εφερε στη δημοσιότητα έγγραφα της μονής μή υπάρχοντα σήμερα και συγκέντρωσε ό,τι ήταν δυνατόν να γνωσθή για το μοναστήρι αυτό στην εποχή του Παπαγεωργίου.
Άν σήμερα ξεύρωμε κάτι περισσότερο, αυτό το όφείλομε μόνο σε καινούργιες πηγές, που δημοσιεύθηκαν από τότε.
Ό Παπαγεωργίου δεν αγαπούσε τούς λόγους, το ομολόγησε αυτό άλλοτε άναγκασθεις να βγάλη λόγο στη Μυτιλήνη, έν τούτοις όμως στις 16 Απριλίου του 1900 έξεφώνησε
«Λόγον επί τοις εγκαινίοις του ίερού ναού της 'Αγίας Παρασκευής του εν τφ Νεκροταφείω της Ορθοδόξου Κοινότητος Θεσσαλονίκης»,
εις τον όποιον μιλα και για τα πρός Άνατολάς και Δυσμάς της πόλεως πανάρχαια ρωμαϊκο-χριστιανικά νεκροταφεία και άναφέρει ένα επίγραμμα του ανατολικού και ένα του δυτικού των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Ετσι πρώτη φορά ο Παπαγεωργίου σημείωσε τούς αρχαιολογικούς αυτούς χώρους της πόλεως, τούς όποιους άναφέρει μόνο ο Καμενιάτης τον 10ον αιώνα.
Από τις πολύτιμές του σημειώσεις για τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης ο Παπαγεωργίου δημοσιεύει το 1901, ως πρώτη σε άναγγελόμενη σειρά, την εργασία :
«Θεσσαλονίκης βυζαντινός ναός καί επιγράμματα αυτου. 'Ο ναός των Δώδεκα Αποστόλων».
Πρώτη φορά άναγνώσθηκαν τα έπιγράμματα του ναού και λύθηκε το πρόβλημα του κτίστου του και πρώτη φορά έκφράσθηκε, και πολύ σωστά, άμφιβολία για τη βυζαντινή προέλευση της σημερινής ονομασίας του ναού Δώδεκα ’Απόστολοι η Αγιοι Απόστολοι.
Ακολουθούν πολλές μικρότερες εργασίες, δπως π.χ. «Βυζαντιναι έπιγραφαι του 'Αγίου Όρους» (τό όποιον έπισκέφθηκε τον Ιούλιο τού 1900). —«Ίερείας Θύσας επιγραφή της Θεσσαλονίκης»—«Η Θεσσαλονίκη Κολώνεια ήδη τφ В' μ.Χ. αίώνι μεσουντι»—«Θεσσαλονίκης Νομοκάνων του IZ αϊώνος» —«Ή Θεσσαλονίκη διά των αιώνων»--«:,Εκ του τόπου των νεκρών Θι:σσαλόνι как ον»— «Μεγάλο καί Μικρό Καράμπουρνου» — «Τό ετος της τελευτής Γρηγορίου τουΠαλαμά» — «Συμβολή εις την ιστορίαν τών Σχολείων της Θεσσαλονίκης» κ.ά.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω από μιά από αυτές, από «τήν Θεσσαλονίκη διά μέσου των αιώνων», ένα μικρό άπόσπασμα, στο όποιο ο πάντα άντικειμενικός και αυστηρά έπιστημονικός Παπαγεωργίου ξεχύνεται σε ύποκειμενικό συναισθηματισμό, που προδίδει το μεγάλο νοσταλγό του ιστορικού παρελθόντος της άγαπημένης του πόλης. η δημοσίευση σ΄ ένα ρουμανικό περιοδικό του Βουκουρεστίου μιας μικρής ιστορίας της Θεσσαλονίκης του άναψε τη φαντασία και του ξεσήκωσε τα νεύρα, αύτόν, που έτοίμαζε και ονειρευόταν μεγάλη ιστορία της πόλης του.
Και η διέγερση αύτή, λέγει:
«....βία με συνήρπασε και άνήγαγε πρός τάς προσφιλείς μοι της πόλεως άκρολοφίας. Εκεί, εκεί, μακράν των στενωπών της παλαιας Θεσσαλονίκης οδών, συνεθίζω, ΐνα ελεύθερον εκκινώ τον πόδα μου και διαπλανώ το όμμα... ’Εκεί, εκεί άναπτερουμαι την ψυχήν...και ευφραίνω μου τον νοΰν και μετεωρίζω την διάνοιαν μου πρός αιώνας πάνυ και πάνυ ήμών άφεστώτας...».
’Έτσι μιλα ένας ιστορικός καί άρχαιολόγος, που είναι έρωτευμένος μέ την επιστήμη του.
Έτσι μιλα ένας σκλαβωμένος "Ελληνας, που νοσταλγεί το έλεύθερο καί ένδοξο παρελθόν της πατρίδας του.
Τήν 30. Αύγούστου του 1906 είχε άρχίσει η κατεδάφιση του νοτίου πύργου της Πόρτας της Καλαμαριάς κοντά στο Σιντριβάνι, του μόνου που είχε άπομείνει από την Πόρτα αυτή καί από δλο το άνατολικό τείχος της πόλης.
Στά θεμέλια του πύργου βρέθηκαν κτισμένες πλήθος μαρμάρινες στήλες μέ το γραμμένο μέρος πρός τα μέσα.
Το οικοδομικό αυτό ύλικό προήρχετο, όπως φάνηκε έπειτα, από το πανάρχαιο νεκροταφείο έξω από το άνατολικό τείχος.
Του Παπαγεωργίου η χαρά δέν περιγράφεται.
Ολη την ήμέρα βρισκόταν εκεί μέ συνεργείο μαθητών παρακολουθώντας την κατεδάφιση καί δέν χόρταινε να διαβάζη επιγραφές. στην εφημερίδα «Αλήθεια» δημοσίευε άμέσως δσες έπιγραφές διάβαζε καί στο Μικρασιατικό Ημερολόγιο της Ελένης Σβορώνου δημοσίευσε το 1907 τη μεγαλύτερη εργασία του:
«Θεσσαλονίκης κατεσφραγισμένον βιβλίον άνοιχθέν».
Ακουστέ τη χαρά του Παπαγεωργίου:
«30 Αύγουστου 1906 σωτηρίου έτους ήρξατο ο χρόνος ανοίγων το βιβλίον, το σφραγίσι κατεσφραγισμένον επτά. Και υφ΄ ηδονής τίνος ουρανίας εγώ περικατειλημμένος άνεγίνωσκον έπι μήνα όλον λαμπράς της παλαιφάτου ιστορίας της λαμπροτάτης μου πατρίδος σελίδας..» 41 έλληνικές καί λατινική ήσαν το ολον οί μεγάλες μαρμάρινες στήλες, που βγήκαν από την κατεδάφιση αύτου του πύργου.
Από τον Αύγουστο του 1907 ως το Φεβρουάριο του 1908 οι Τούρκοι επισκεύαζαν το Κασσιμιέ Τζαμί τους, τη βασιλική δηλαδή του Άγιου Δημητρίου.
Ο Παπαγεωργίου χάρις στη φιλία του μέ το γιο του Βαλή της Θεσσαλονίκης χριστιανός αύτός ήταν στην Επιτροπή, που διηύθυνε τις εργασίες.
Μέ πόση λαχτάρα παρακολουθούσε τα έργα, που αποκάλυπταν πρώτη φορά σε χριστιανικά μάτια μωσαϊκά καί έπιγραφές του περίφημου μνημείου, χρόνια σκεπασμένες. "Ακουστέ πάλι τη φωνή του Παπαγεωργίου:
«... Πλείστα αρα καί πλουσιότατα και πολυτιμότατα είναι τα νεοφανή αρχαία ευρήματα εν τω περικαλλεΐ του πολιούχου της έμής πατρίδος ναω.
Ευρήματα ταυτα, άτινα επί επτά όλους μήνας, από του Αύγ. του 1907 μέχρι του Φεβρ. του 1908 σχεδόν καθ' έκάστην την ήμέραν όλην ισχυρας εγώ ψυχικής συγκινήσεως έμπεφορημένος και υπό μεγάλης κατειλημμένος κοπώσεως διετέλων βλέπων και έζετάζων, περισκοπών καί έξερευνών, αναγραφών καί φωτογραφών...».
Από την ανέλπιστη αυτή πηγή ο Παπαγεωργίου δημοσίευσε σημαντικώτατη έργασία:
«Μνημεία της εν Θεσσαλονίκη λατρείας του'Αγίου Δημητριού» και άλλες μικρότερες άνακοινώσεις, όπως τά:
«Θεσσαλονίκης ιστορικά. Εκ τών πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας. 'Ο εν τω ναω του 'Αγίου Λημητρίου τάφος του Λουκά Σπαντουνή».
Στο μεταξύ δεν παύει να δημοσιεύη ποικίλες άλλες έργασίες φιλολογικού περιεχομένου.
Είναι καταπληκτική η παραγωγή του άνθρώπου αύτου.
Προ παντός όμως δεν άφήνει τίποτε που άφορά στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Μερικά μάρμαρα εξω από το δυτικό τείχος, λείψανα του έλληνιστικου θεάτρου της πόλης, του δίδουν υλικό για την έργασία:
«’Εργατών σήματα καί ονόματα επί μαρμάρων του Θεάτρου της Θεσσαλονίκης».
Μέ το γενικό δε τίτλο «Θεσσαλονίκης ιστορικά» η «Θεσσαλονίκης αρχαίολογικά», δημοσιεύει πλεΐστες όσες έργασίες σε εφημερίδες και περιοδικά.
Μιά τέτοια έργασία του στο «Μακεδονικό Ημερολόγιο» του 1912 είναι η μόνη μας πηγή για τις ζημίες τών μνημείων από την πυρκαϊά του 1890.
Να ο τίτλος της:
«Θεσσαλονίκης ιστορικά καί αρχαιολογικά. Οι έν ετει 1890 καί μηνός Αύγουστου τη 22α κατακαυθέντες μικροί ναοί της πόλεως. А' 'Ο ναός του ' Αγίου Νικολάου. Β' ο Παναγίας Έλεούσης. Γ' ο Παναγίας της Περσιωτίσσης. А' ο της 'Αγίας Μαρίνης. Ε' παθήματα μαθήματα».
Και πάλιν:
«Θεσσαλονίκης ιστορικά καί αρχαιολογικά. Α' επιγραφή Κωνστ. Μεσοποταμίτου, μητροπολίτου Θεσσαλονίκης. В' τα καυθέντα κειμήλια τον μητροπολιτικοΰ ναοΰ. Γ' τα κατά τον Μεσοποταμίτην. Л’ εκ της ιστορίας τών βυζαντινών οικων της Θεσσαλονίκης. Οι Αργυρόπουλοι»
.
Αύτός ύπήρξεν ο πολυγραφώτατος σοφός Πέτρος Παπαγεωργίου, κλασσικός φιλόλογος και βυζαντινολόγος, συγκεντρώνων στο πρόσωπο Νεοέλληνα τα δυο άδιάσπαστα τμήματα του έθνικου μας βίου, το άρχαιο και το μεσαιωνικό.
Προ παντός όμως ο Παπαγεωργίου ύπήρξεν Έλλην πατριώτης, άγαπών μάλιστα παραφόρως την ίδιαίτερή του πατρίδα, τη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη.
Σέ χρόνια δυσμενή για πνευματική έργασία,
όταν οι θηριωδίες τών Βουλγάρων Κομμιτατζήδων
και οί συγκινήσεις του Μακεδονικού Αγώνα
ετάραζαν τα πνεύματα,
ο Παπαγεωργίου βρίσκει τη δύναμη
να γεμίζη τις έφημερίδες και τα περιοδικά, δικά μας και ξένα, μέ δημοσιεύματα για τήν
ιστορία και την αρχαιολογία της πατρίδας του, την έλληνικότητα της όποίας μέ αυτόν τον τρόπο έπιστημονικώς άποδεικνύει.
Αυτός είναι ο μακεδονικός άγώνας του Παπαγεωργίου.
Οι βιογράφοι του λέγουν ότι λόγω των σχέσεών του μέ τούς Τούρκους έμπαινε ελεύθερα και χωρίς να γέννα υποψίες στο 'Ελληνικό Προξενείο, όπου υπέβαλλε και μυστικές αναφορές για τον άγώνα πρός την Κυβέρνηση των Αθηνών. αυτό όμως το έκαμαν και άλλοι.
Τον επαναστατικό όμως άγώνα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, που την άμφισβητουσαν οι Βούλγαροι, μόνο ο Παπαγεωργίου τον έκαμε τόσο επιτυχώς.
Σέ χρόνια, στά όποια η άρχαιολογική έπιστήμη βρισκόταν άκόμα στά σπάργανά της στην Ελλάδα, ο Παπαγεωργίου είναι διακεκριμένος επιγραφικός καί άρχαιολόγος.
Σε χρόνια δουλείας, στά όποια η έπιστημονική ερευνά ήταν δύσκολη, άν όχι άδύνατη, ο Παπαγεωργίου είναι άκούραστος ερευνητής.
Εξετάζει τουρκικά τζαμιά, άλλοτε βυζαντινούς ναούς, περιεργάζεται τα άποκαλυπτόμενα σε τουρκικές κατεδαφίσεις, παρακολουθεί τουρκικές έργασίες επισκευών.
Σε χρόνια, χωρίς έπιστημονική βιβλιογραφία, ο Παπαγεωργίου είναι κριτικώτατος, ιδίως σε ζητήματα άρχαιολογίας του τόπου του.
Οι σύγχρονοί του τον τίμησαν, όσον κανένα. η Ελληνική Κυβέρνηση του άπένειμε τον Χρυσουν Σταυρόν του Σωτήρος.
Ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' τον ονόμασε Μέγαν Άρχοντα Διδάσκαλον της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας.
Η έπιτροπεία του Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσης τον εξέλεξε Διευθυντήν αυτής.
Διορίσθηκε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών άριστίνδην Καθηγητής τών Ελληνικών Γραμμάτων, ο Παπαγεωργίου δμως έμποδίστηκε να όρκισθή έντός τών προθεσμιών καί να άναλάβη τη θέση. η έν Τεργέστη Ελληνική Κοινότης του εδωσε το Οικονόμειον Βραβειον.
Η Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου του άπένειμε χρηματικό βραβείο του κληροδοτήματος Θερειανου, το όποιον ομως ανακλήθηκε, όταν άναγγέλθηκε ο θάνατος του Παπαγεωργίου, που έπήλθε στάς Αθήνας ήμέρα Σάββατο την 18 Ιανουαρίου του 1914.
Κατόπιν τοιούτου έργου καί τοιούτων τιμών, το σημερινό φιλολογικό μνημόσυνο «έπί τη συμπληρώσει πεντηκονταετίας από του θανάτου του» άποτελει ελάχιστο φόρον τιμής στη μνήμη του Παπαγεωργίου, άλλά καί έπιτακτικό καθήκον για μας.
Επιτρέψτε μου τώρα να προσθέσω μερικές οχι πολύ γνωστές πληροφορίες για τον Παπαγεωργίου καί την οίκογένειά του:
Ό Πέτρος Παπαγεωργίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1859 μέσα στο πατρικό του σπίτι, που βρισκόταν στη σημερινή οδό Φιλίππου, άπέναντι από το Τμήμα Μεταγωγών καί στη γωνία της διασταύρωσης τών οδών Φιλίππου και Χριστοπούλου, το διώροφο αυτό μέσα σε κήπο σπίτι, άλλοτε μέ αμαξοστάσια καί ιδιαίτερο οίκημα ύπηρετών, πουλήθηκε από τούς γονείς του Παπαγεωργίου στον πλούσιο γιατρό Χρήστοβιτς, του όποιου οι κληρονόμοι το πούλησαν έπειτα στο νεώτερο ιδιοκτήτη του Σιδηρόπουλο.
Σήμερα κτίσθηκε πολυκατοικία στη θέση του.
Ό πατέρας του Πέτρου, Νικόλαος Παπαγεωργίου, μεγαλέμπορος, κατήγετο από το Κρούσοβο,
η δε μητέρα του Δομνίκη από το Μοναστήρι.
Οι άδελφοι του Πέτρου ήταν
α) ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου, Διευθυντής των Σιδηροδρόμων,
β) ο Εύμένης Παπαγεωργίου, δικηγόρος και άρχισυντάκτης του «Άστέρος», που κακοποιήθηκε από τούς Νεοτούρκους για τα άρθρα του και πέθανε θάνατο λησμονημένου έθνομάρτυρα στον Εύαγγελισμό των Αθηνών,
και οι άδελφές του
α) η Έλισσάβετ Παπαγεωργίου Ζουμετίκου και
β) η Ελένη Παπαγεωργίου Μάρκ. Τών άρρένων άδελφών του Πέτρου ζουν σήμερα στη πόλη μας άπόγονοι.
Θειος του Πέτρου και άδελφός του πατρός του Νικολάου ύπήρξε ο Τάσκος Παπαγεωργίου, πατήρ του νομομαθούς παλαιού Μακεδονομάχου και Προέδρου του Συμβουλίου Έπικρατείας, Φιλώτα Παπαγεωργίου, που πέθανε στην Κατοχή.
Και του Τάσκου Παπαγεωργίου ζουν σήμερα στη πόλη μας γυναίκες άπόγονοι.
Τί άπέγινε δμως η πλούσια βιβλιοθήκη του Παπαγεωργίου και τα χειρόγραφά του, μεταξύ τών όποιων ύπήρχαν άντίγραφα από 6.000 επιγραφές, τις όποιες έτοίμαζε για ένα Corpus Inscriptionum Thessalonicae, σημειώσεις για όλα τα βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης και ύλικό για τη συγγραφή μιας εκτενούς ιστορίας της Θεσσαλονίκης, την όποια σχεδίαζε. Υλικά δηλαδή για 20 χρόνια δουλειά.
'Όταν ο Πέτρος Παπαγεωργίου έπέστρεψε από τη Μυτιλήνη το 1899, είχε πουληθή το πατρικό του σπίτι της όδου Φιλίππου και ο Παπαγεωργίου εμεινε με ένοίκιο στην οικία Λιόντα, άπέναντι από την είσοδο της Αχειροποιήτου, εκεί, οπου σήμερα είναι πλατεία.
Το 1910 έλυσε τη μίσθωση καί μετέφερε όλα τα ύπάρχοντά του στάς Αθήνας, όπου εγκαταστάθηκε όριστικώς.
Όταν το 1914 ο Παπαγεωργίου πέθανε στάς Αθήνας, η βιβλιοθήκη του μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη για να μοιρασθή στούς κληρονόμους του καί παραδόθηκε για άσφάλεια στο Γηροκομείο, άφου οικία Πέτρου Παπαγεωργίου δέν ύπήρχε πλέον στη Θεσσαλονίκη.
Τον Αύγουστο του 1917 η βιβλιοθήκη δέν είχε άκόμα διανεμηθή και η μεγάλη πυρκαϊά του 1917 έκαψε καί το Γηροκομείο και τη βιβλιοθήκη.
Μιά συλλογή άρχαίων νομισμάτων του Πέτρου Παπαγεωργίου, που είχε περιέλθει στά χέρια του Διευθυντου της Τραπέζης της ’Ανατολής, του Χαριλάου Γρηγορίου Ζουμετίκου, γιου της άδελφής του Πέτρου Έλισσάβετ, πριν να διανεμηθή καί αυτή στούς κληρονόμους κλάπηκε από άγνωστους διαρρήκτες, που διέρρηξαν την οικία Ζουμετίκου, η όποια βρισκόταν κοντά στην παλιά εκκλησία του Άγιου Νικολάου στη σημερινή πλατεία Δικαστηρίων καί η οποία κάηκε στην πυρκαϊά του 1917.
Αυτά είναι όσα ξέρομε από συγγενείς του Παπαγεωργίου, που ζουν σήμερα.
Στο τέλος φύλαξα τη γνώμη για τον Παπαγεωργίου ένός συγχρόνου του, του καθηγητου I. Τσικοπούλου, ο όποιος γράφει στην «Αλήθεια» της 18 Σεπτεμβρίου 1904 για τον Παπαγεωργίου τα έξής:
αν ο αοίδιμος Στέφανος Κουμανούδης έπεθύμει να έπικαλήται Φιλαθήναιος, ο κ. Πέτρος Παπαγεωργίου δικαιούται να προσαγορευθή Φιλοθεσσαλονικεύς, διότι είναι μέν φιλόλογος, φιλίστωρ και φιλάρχαιος, ιδιάζουσαν δε στοργήν διατρέφει πρός την άναδίφησιν τών περί την πάτριον ημών χώραν και μάλιστα τών κατά την γενέθλιον αυτου πόλιν. Έκ τοιαύτης άπόψεως ο κ. Πέτρος Παπαγεωργίου είναι μονάκριβον τέκνον της Θεσσαλονίκης».
Μονάκριβο πράγματι τέκνο της Θεσσαλονίκης,
ο μοναδικός φιλόλογος της πόλης μετά τον Εύστάθιο,
ο πρώτος επιστήμονας άρχαιολόγος της,
ο μακεδονομάχος της στο επιστημονικό πεδίο,
ύπήρξε ο Πέτρος Παπαγεωργίου καί τη μνήμη του τέκνου τούτου της Θεσσαλονίκης θελήσαμε να τιμήσωμε σήμερα, πενήντα χρόνια συμπληρο^μένα από το θάνατό του.
«'Ανδρών επιφανών πάσα γή τάφος», άλλά τη πατρίδι η ιδιαιτέρα τιμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου