Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Βυζαντινή Μακεδονία: Τα Θέματα του Μακεδονικού χώρου.Το Θέμα του Στρυμόνος

Βυζαντινή Μακεδονία
Της Αλκμήνης Σταυρίδου-Ζαφράκα.
Ομότιμη Καθηγήτρια στον Τομέα Αρχαίας Ελληνικής, 
Ρωμαϊκής, Βυζαντινής
 και Μεσαιωνικής Ιστορίας

Διεθνές Συμπόσιο "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ'
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
         
                                                                                    (οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)

1. Στα πλαίσια της θεωρίας για πλήρη εκσλαβισμό των περιοχών της Βαλκανικής μετά τις επιδρομές των Αβαροαλάβων και την εγκατάσταση εκεί σλαβικών φύλων τον 6ο και 7ο αιώνα, υποστηρίχθηκε ότι ο θεματικός θεσμός εφαρμόσθηκε στην περιοχή αυτή και κυρίως στον ελλαδικό χώρο μετά την υπαγωγή των Σλάβων στη βυζαντινή κυριαρχία και τον σταδιακό εξελληνισμό τους. Ο G. Ostrogorsky λέγει χαρακτηριστικά:

 «Η οργάνωση των θεμάτων στη Βαλκανική έγινε ευθύς ως το βυζαντινό κράτος μπόρεσε να στηριχθεί στον ντόπιο σλαβικό πληθυσμό και να αποκαταστήσει τη βυζαντινή κυριαρχία που είχε διαταραχθεί με τις αβαροσλαβικές επιδρομές... Όπου δεν υπήρχαν θέματα, δεν υπήρχε πραγματική εξουσία των Βυζαντινών».

 Υπερεκτιμήθηκε μάλιστα η παρουσία σλαβικών φύλων στις περιοχές της Μακεδονίας και συγκεκριμένα στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και του Στρυμόνα καθώς και των βουλγαρικών επιδρομών του Κρούμου τον 9ο αιώνα και θεωρήθηκε ότι τον 7ο και ως τα μέσα του 9ου αι. η βυζαντινή κυριαρχία περιοριζόταν μόνο σε πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη και η Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα) και στις παράκτιες περιοχές της Μακεδονίας και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για ίδρυση θεμάτων στον μακεδονικό χώρο (θέματα Θεσσαλονίκης και Στρυμόνος) πριν από τα μέσα ή το πρώτο τέταρτο του 9ου αιώνα.

 Τούτο υποστηρίχθηκε κυρίως από τον Ρ. Lemerle στη μελέτη του για τις βαρβαρικές επιδρομές στη Βαλκανική αλλά και στο ιστορικό μέρος του βιβλίου του «Philippes et la Macedoine orientale, από τον G. Ostrogorsk και άλλους.

 Τελευταίες μελέτες του Ιω. Καραγιαννόπουλου και του X. Μπακιρτζή έχουν δείξει το αβάσιμο των ισχυρισμών αυτών με στήριγμα τις ιστορικές μαρτυρίες αλλά και το νέο ανασκαφικό έργο στους Φιλίππους και τις γύρω περιοχές (Κηπιά, Ποδοχώρι, Θάσος, Αμφίπολη).

Το ανασκαφικό έργο στους Φιλίππους που είχε αρχίσει το 1958 ο αείμνηστος καθηγητής Στ. Πελεκανίδης και συνεχίζουν οι μαθητές και συνεργάτες του, συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αποδεικνύει ότι οι Φίλιπποι και οι γύρω περιοχές δεν καταστράφηκαν από τους Σλάβους αλλά από σεισμούς στα τέλη του 6ου αιώνα και το 618/9 (ή το 620), που όπως γνωρίζουμε από τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» έπληξαν και τη Θεσσαλονίκη.

 Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ίχνη εχθρικής επιδρομής και, το σπουδαιότερο, ότι στον ίδιο χώρο των κατεστραμμένων παλαιοχριστιανικών βασιλικών ξαναχτίστηκαν με τα υπάρχοντα οικοδομικά υλικά και τη χρήση παλαιοτέρων αρχιτεκτονικών μελών μικρότεροι ναοί, για να ικανοποιήσουν τις λατρευτικές ανάγκες των κατοίκων.
 Η μεγάλη Βασιλική Β', στο κεντρικότερο σημείο της πόλης των Φιλίππων κτίσθηκε το 550 μ.Χ  

 Η συνέχιση της χριστιανικής λατρείας στην Ανατολική Μακεδονία και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου αποδεικνύει τη συνέχεια της ζωής από τους Έλληνες χριστιανούς.

 Στην καταστροφή των Φιλίππων και τη συνεχή παρουσία της ζωής εκεί στην περίοδο από τον 7ο αιώνα ως τα ύστερα βυζαντινά χρόνια αναφέρεται στον τόμο αυτόν μελέτη της Ε. Κουρκουτίδου.

Αλλά και η εκκλησιαστική οργάνωση και διοίκηση της Μακεδονίας τον 7ο αιώνα μαρτυρεί τη συνέχεια αυτή με την παρουσία των επισκόπων Θεσσαλονίκης και Στόβων στη Σύνοδο του 680/1 και της Αμφιπόλεως, Φιλίππων και Εδέσσης επί πλέον στην εν Τρούλλω του 692.

 Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι Σλάβοι —κυρίως οι άρχοντες— ήταν ιδιαίτερα σκληροί και προσηλωμένοι στην ειδωλολατρική τους θρησκεία και τα έθιμα. 

Για τον λόγο αυτόν αργότερα τονίζεται ότι η πλήρης ειρήνη των σλαβικών φύλων επήλθε κυρίως μετά τον εκχριστιανισμό τους, που αποτέλεσε και το τελευταίο στάδιο για την ένταξή τους στο βυζαντινό σύστημα και την αφομοίωσή τους. 

Το ανασκαφικό έργο στους Φιλίππους και την Αμφίπολη θα διαφωτίσει οπωσδήποτε μεταξύ των άλλων και το πρόβλημα της μετάβασης από την αρχαία στη βυζαντινή πόλη, το πρόβλημα του μαρασμού των πόλεων, που πιθανότατα επήλθε όχι μόνον εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών του 3ου-6ου αι. αλλά σε συνάρτηση με θεομηνίες και φυσικές καταστροφές.

Οι τεκμηριωμένες μελέτες εξάλλου του Καθηγητή Ιω. Καραγιαννόπουλου έδειξαν ότι αρχές του 9ου αι. ο Κρούμος δεν έφθασε ποτέ στους Φιλίππους και επομένως δεν είχε διακοπεί η επικοινωνία Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινουπόλεως εξαιτίας της παρουσίας σλαβικών φύλων και Βουλγάρων στην περιοχή αυτή.

Ιδιαίτερη σημασία για το σλαβικό ζήτημα αλλά και τις βουλγαρικές επιδρομές του 9ου αι. παρουσιάζει η διερεύνηση των σχέσεων των σλαβικών φύλων και των Βουλγάρων με την περιοχή του Στρυμόνα, που για πολλούς ερευνητές θεωρείται η κατεξοχήν Σκλαβηνία. 

Από τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» και άλλες πηγές, όπως λ.χ. τον Ιωάννη Καμινιάτη και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο,
γνωρίζουμε τα ονόματα των σημαντικότερων σλαβικών φύλων που είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο: 

Οι Δρουγουβίτες στην περιοχή δυτικά της Θεσσαλονίκης πιθανόν κοντά στη Βέροια και ως το Μοναστήρι,

οι Σαγουδάτοιγια τους οποίους υπάρχει και η άποψη ότι δεν είναι Σλάβοι αλλά κελτολατινόγλωσσο φύλο που ήλθε από την περιοχή του Δούναβη— στα νότια των πρώτων,

 οι Ρυγχίνοι στα στενά της Ρεντίνας ή κατά μία άποψη στις εκβολές ή ορθότερα στον κάτω ρου του Αλιάκμονα,

 οι Βαϊοννίτες ίσως στην Ήπειρο,

οι Βελεγιζίτες στην περιοχή της Δημητριάδος στη Θεσσαλία,

 οι Στρυμονίτες στην περιοχή του Στρυμόνα,

 οι Σμολεάνοι στην περιοχή μεταξύ του άνω Νέστου και του άνω Άρδα,

 Μελιγγοί και Εζερίτες στην Πελοπόννησο.

 Άλλες πηγές όμως, όπως λ.χ. ο Θεοφάνης, αναφέρουν απλώς Σκλαβηνία ή Σκλαβηνίες και εννοούν τις παραπάνω εγκατεσπαρμένες εγκαταστάσεις ή και την περιοχή μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου, όπου υπήρχε συμπαγής εγκατάσταση Σλάβων.

 2. Σχετικά με την περιοχή Στρυμόνος τους νεότερους ερευνητές απασχόλησε κυρίως ο χρόνος δημιουργίας του ομωνύμου θέματος και λιγότερο η περιοχή δικαιοδοσίας του, ιδιαίτερα προς Βορράν.
Υπάρχει πλήρης αοριστία και σύγχυση μερικές φορές στις μελέτες των νεότερων ερευνητών για τον προσδιορισμό κάθε φορά της περιοχής του Στρυμόνα που αναφέρεται στις πηγές.
Οι λιγοστές και ασύνδετες μαρτυρίες των πηγών για την περιοχή του Στρυμόνα πρέπει να αξιοποιηθούν με τη μελέτη του γεωγραφικού και ιστορικού πλαισίου της εποχής, των επιχειρησιακών κατευθύνσεων των βυζαντινών στρατευμάτων και των Βουλγάρων, για να αποκατασταθεί η πολιτική πραγματικότητα.
Στην ανακοίνωση αυτή θα επιχειρήσουμε μία επανεξέταση των πηγών που έχουν σχέση με τον Στρυμόνα από τον 7ο ως τις αρχές του 9ου αι. σε συνάρτηση με τα νεότερα δεδομένα της ιστορικής και ανασκαφικής έρευνας.

Μετά την ίδρυση των πρώτων μικρασιατικών θεμάτων, των Αρμενιάκων (πρώτη μνεία στρατηγού το 667), των Ανατολικών (669), του Οψικίον (680), των Καραβισιάνων (687) — αμφισβητείται αν πρόκειται πράγματι για ναυτικό θέμα ή για συνένωση των ναυτικών δυνάμεων του κράτους υπό τον στρατηγό των Καραβισιάνων—, ιδρύονται στη Βαλκανική τα θέματα Θράκης και Ελλάδος.

Το θέμα Θράκης, σύμφωνα με τη σαφή μαρτυρία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ιδρύθηκε στα χρόνια του Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου (668-685) γύρω στα 680, για να αντιμετωπίσει η αυτοκρατορία έναν νέον εχθρό, τους Βουλγάρους, που είχαν περάσει τον Δούναβη και έχοντας υποτάξει τα σλαβικά φύλα που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή του Αίμου επιχειρούν συνδυασμένες επιδρομές στη «διοίκηση» της Θράκης.

 Το θέμα αναφέρεται για πρώτη φορά σε επιστολή του Ιουστινιανού Β' της 17ης Φεβρουάριου του 687 προς τον Πάπα Κόνωνα μαζί με τους εξάρχους της Ραβέννας και της Καρθαγένης και τους τέσσερις στρατηγούς της Μικράς Ασίας που προαναφέραμε.

 Το θέμα Ελλάδος δεν αναφέρεται στην προηγουμένη επιστολή παρά για πρώτη φορά το 695, όταν ο στρατηγός των Ανατολικών Λεόντιος ανακλήθηκε και προχειρίσθηκε στρατηγός Ελλάδος και, πριν αναχωρήσει για τη νέα του θέση, ανέτρεψε τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β.

Η ίδρυσή του επομένως τοποθετείται μεταξύ 687 και 695. Η έκταση του θέματος Ελλάδος έχει απασχολήσει επί μακρόν τη διεθνή έρευνα. Την ίδια εποχή, γύρω στο 688, στα χρόνια του Ιουστινιανού Β', οργανώνεται η κλεισούρα του Στρυμόνος ως στρατιωτική διοίκηση.

Οι συνθήκες οργάνωσής της προκύπτουν από τον συνδυασμό των πληροφοριών του Θεοφάνη και του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου.

 Λίγα χρόνια μετά την εγκατάσταση των Βουλγάρων στη βορειοανατολική Θράκη, νοτίως του Δούναβη (επαρχίες Σκυθίας και Κάτω Μοισίας), ο Ιουστινιανός Β', που διαδέχθηκε τον πατέρα του το 685 σε ηλικία δεκαέξι ετών, έχοντας εξασφαλίσει ειρήνη με τους Αραβες, αρνήθηκε την καταβολή χορηγιών —πάκτων— προς τους Βουλγάρους, που είχε συμφωνήσει ο πατέρας του.

Το 687, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεοφάνη, ο νεαρός αυτοκράτορας πέρασε τα καβαλλαρικά θέματα στη Θράκη
«βουλόμενος τούς τε Βουλγάρους καί τάς Σκλαυινίας αίχμαλωτίσαι» και το 688 «έπεστράτευσεν... κατά Σκλαυινίας και Βουλγαρίας».

Όπως έδειξε σε ειδική μελέτη η συνάδελφος Μάρθα Γρηγορίου-Ιωαννίδου, ο Ιουστινιανός Β' εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων στην περιοχή της βορειοανατολικής Θράκης και αφού τους απώθησε δεν συνέχισε τις επιχειρήσεις εναντίον τους, αλλά προχώρησε νοτιοδυτικά προς τη Φιλιππούπολη και κατέβηκε, προφανώς διά της κοιλάδος του Στρυμόνα, στη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεοφάνη, καθ’ οδόν άλλους Σλάβους τους υπέταξε με την επιβολή των όπλων, ενώ άλλοι έσπευσαν να υποταγούν.

Στη συνέχεια χιλιάδες Σλάβους τους μετέφερε στο θέμα του Οψικίου στη Μικρά Ασία, όπου λίγο αργότερα οργάνωσε από αυτούς ειδικό στρατιωτικό σώμα, «λαόν περιούσιον» εναντίον των Αράβων. 

Η πληροφορία αυτή όπως και άλλες αντίστοιχες, είναι κατά τούτο σημαντική, γιατί αποδεικνύει ότι η ένταξη των Σλάβων στον στρατό του Βυζαντίου δεν προϋπέθετε, όπως ήταν φυσικό, τον εξελληνισμό ή την αφομοίωσή τους, αλλά συνέβαλλε μακροχρόνια προς την κατεύθυνση αυτή

Από τη Θεσσαλονίκη επιστρέφοντας για την Κωνσταντινούπολη ο Ιουστινιανός Β' έπεσε σε ενέδρα των Βουλγάρων και με σημαντικές απώλειες μόλις κατάφερε να διασωθεί.

 Ο Θεοφάνης λέγει:
«εν δε τω υποστρέφειν αυτόν όδοστατηθείς υπό των Βουλγάρων εν τω στενώ τής κλεισούρας μετά σφαγής τον οικείου λαού καί τραυματίας πολλής μόλις αντιπαρελθείν ήδυνήθη».

 Το «στενό της κλεισούρας» κατ’ άλλους είναι τα στενά της Ρεντίνας (V. Besevliev, D. Angelov, G. Cankova-Petkova), ή του Ακοντίσματος κοντά στην Καβάλα (P. Mutafciev, I. Dujcev), — απόψεις που δεν δικαιολογούνται από τη γεωγραφική θέση των Βουλγάρων την εποχή αυτή—, και κατ’ άλλους τα στενά του Ρούπελ (Αι. Χριστοφιλοπούλου, P. Lemerle, Στ. Κυριακίδης), ενώ κατά τη Μ. Γρηγορίου, άποψη που δέχεται και ο I. Καραγιαννόπουλος, τα ορεινά περάσματα της Φιλιππουπόλεως.

 ' Οπως φαίνεται την εποχή αυτή αλλά και αργότερα η «βασιλική οδός» Κωνσταντινουπόλεως-Βελιγραδίου αποτελούσε τον κύριο στρατιωτικό δρόμο στις επιχειρήσεις των βυζαντινών στρατευμάτων εναντίον των Βουλγάρων και πιθανότατα σε κλεισούρα της οδού αυτής έγινε η επίθεση.

Με άλλα λόγια, ο Ιουστινιανός Β' διέπραξε ένα σφάλμα στρατιωτικής τακτικής, το οποίο επισημαίνουν τα στρατιωτικά τακτικά (λ.χ. το Στρατηγικόν του Κεκαυμένου), ακολούθησε δηλαδή στην πορεία της επιστροφής την ίδια οδό, και μάλιστα σε περιοχή με πολλές κλεισούρες.

Και ήταν φυσικό, αν είχε σκοπό να στραφεί και πάλι εναντίον των Βουλγάρων.

Σχετικά με τα γεγονότα του 688 οι ερευνητές, όπως και η Γρηγορίου, υποστηρίζουν ότι πρόκειται για εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων αλλά και των Σλάβων της Μακεδονίας, γιατί έχουν κατά νου, έστω και υποσυνείδητα, την πορεία διά της Εγνατίας οδού.

Πολλοί μάλιστα, κυρίως Βούλγαροι ιστορικοί, θεωρούν ότι πρόκειται για Βουλγάρους του Κούβερ από το γνωστό επεισόδιο των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου.

Δεν πρέπει όμως να ξεχνούμε ότι είναι σχετικά πρόσφατη η ίδρυση του βουλγαρικού κράτους (681) και μάλιστα σε περιοχή εξασφαλισμένη από βορρά από τον Δούναβη, ανατολικά από τον Εύξεινο Πόντο και δυτικά και νότια από κλεισούρες.

Επί πλέον, όπως συνάγεται από τα χωρία του Θεοφάνη, που αναφέραμε παραπάνω αλλά και άλλα, τα σλαβικά φύλα που είχαν υποταγεί στους Βουλγάρους δεν εξαφανίστηκαν ούτε αφομοιώθηκαν από αυτούς, αλλά διατηρούν τη φυλετική τους ταυτότητα, έχουν δικούς τους άρχοντες και εκστρατεύουν μαζί με τους Βουλγάρους.

Π.χ. όταν ο έκπτωτος Ιουστινιανός Β το 705 ζήτησε τη βοήθεια του ηγεμόνα των Βουλγάρων Τέρβελι, για να ανακτήσει τον θρόνο του, ο τελευταίος
«συγκινεί πάντα τον υποκείμενον αύτώ λαόν των Βουλγάρων καί Σκλάβων».

 Ας θυμηθούμε επίσης τις χιλιάδες των Σλάβων της περιοχής του Αίμου που το 759 εξαιτίας των εσωτερικών ταραχών στη Βουλγαρία προσέφυγαν στον Βυζαντινό αυτοκράτορα.

 Το 763 ο Τελέτζης ανέθεσε σε 20.000 Σλάβους «συμμάχους» τη φύλαξη των οχυρών διαβάσεων ανατολικά του Αίμου, απ’ όπου περνούσε ο δρόμος Μεσημβρίας-Οδησσού-Αγχιάλου.

 Αλλά και αρχές του 9ου αι. μετά την ήττα του Νικηφόρου А' από τον Κρούμο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Θεοφάνη,
 ο Βούλγαρος ηγεμόνας έδωσε στους παρισταμένους άρχοντες των Σκλαυηνών να πιούν από το επαργυρωμένο κρανίο του άτυχου βυζαντινού αυτοκράτορα.

 Η στρατιωτική επιχείρηση επομένως του Ιουστινιανού Β' κατευθυνόταν εναντίον των Βουλγάρων και των Σλάβων των εγκατεστημένων στην περιοχή του Αίμου, που επιχειρούσαν από κοινού ληστρικές επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη.

Καθ’ οδόν προς τη Θεσσαλονίκη δήλωσαν υποταγή πιθανότατα και τα σλαβικά φύλα που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή του Στρυμόνα και της Θεσσαλονίκης.

 Κατά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας δώρησε στον ναό του Αγίου Δημητρίου τα έσοδα αλυκής που βρισκόταν κοντά στην πόλη, ευχαριστήρια δωρεά για τη βοήθεια του Μεγαλομάρτυρα στους πολέμους που διεξήγαγε εναντίον δικών του και της πόλεως εχθρών:

 «εν τοίς παρ’ ημών πραχθείσιν παρά των αύτού τε καί ημών πολεμίων διαφόροις πολέμοις... donamus... πάσαν την άλικην, την οΰσαν καί προοπ[αρ]ακειμένην εν ταύτη τη Θεσοαλονικέων μεγαλοπόλει μετά πάντων τών άνηκόντων αύτη».

 Με την εκστρατεία αυτή πιθανότατα σχετίζεται η οργάνωση της κλεισούρας του Στρυμόνος. 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου στο βιβλίο του «Περί θεμάτων», ο Ιουστινιανός Β' εγκατέστησε σώματα Σκυθών, Σλάβων δηλαδή, προφανώς αυτών που ήταν ήδη υποταγμένοι, στα όρη του Στρυμόνα και στα περάσματα των στενών, πιθανότατα από το Ρούπελ ως την κοιλάδα του Ανω Στρυμόνα, για να ελέγχονται αποτελεσματικά οι δρόμοι από Βορρά προς Νότο', ο ένας διά της κοιλάδος του Στρυμόνα και οι άλλοι από την κοιλάδα του ποταμού Στρούμιτσα ή από τις κοιλάδες και τις στενωπούς της Ροδόπης.

 Δεν πρέπει να εννοήσουμε στατική την εγκατάσταση αυτή σ’ ένα μόνο σημείο των στενών αλλά στην κατεξοχήν κλεισούρα και σε πολλά επικίνδυνα ορεινά περάσματα, που διευκόλυναν την επικοινωνία αλλά και τις επιδρομές.

Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος λέγει σαφώς κάνοντας λόγο για το θέμα Στρυμόνος:

«Καί Σκύθαι αυτό αντί Μακεδόνων διανέμονται, Ιουστινιανού τον ρινοτμήτον εν τοΐς όρεσι τον Στρυμόνος καί ταΐς διαβάθραις των κλεισουρών τούτους έγκατοικίσαντος», εννοώντας προφανώς ως Μακεδόνες τους στρατιώτες του θέματος Μακεδονίας της εποχής του.

 Η «κλεισούρα» Στρυμόνος ιδρύθηκε σε περιοχή, στην οποία εκτεινόταν το θέμα Θράκης, σε καίρια στρατηγική θέση για την απόκρουση των επιδρομών των Βουλγάρων προς Νότον.

 Δεν πρόκειται όμως για μια ανεξάρτητη στρατιωτικο-διοικητική μονάδα, όπως ισχυρίζεται η Μ. Rajkovic, ούτε αποτέλεσε μια ανεξάρτητη σλαβική περιοχή.
 Όπως παρατηρεί ο I. Καραγιαννόπουλος, «η περιοχή μεταξύ κλεισούρας και θαλάσσης ήταν σε βυζαντινά χέρια, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε ότι ο Ιουστινιανός είχε δημιουργήσει μια κλεισούρα (στρατιωτική διοίκηση) αποκομμένη από τις υπόλοιπες στρατιωτικές δυνάμεις τον κράτους».
 Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η βυζαντινή κυριαρχία έφθανε μόνον ως τη συμβολή Στρούμιτσα-Στρυμόνα, αλλά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι και οι περιοχές βορείως των στενών βρίσκονταν στη βυζαντινή κυριαρχία.
 Ο αυτοκράτορας εγκατέστησε φρουρές στην είσοδο, στο πάνω μέρος της κοιλάδος του Στρυμόνα, και όχι μόνο στην έξοδο.
Εξάλλου, όταν λέμε κλεισούρα ως στρατιωτική διοίκηση, δεν εννοούμε απλώς το στενό του Στρυμόνα αλλά την ευρύτερη περιοχή της κοιλάδος του Στρυμόνα.
 Η «κλεισούρα» θα αποτελέσει αργότερα τον πυρήνα του θέματος Στρυμόνος, που περιλαμβάνει την περιοχή μεταξύ Στρυμόνα και Νέστου.
Για εκατό περίπου χρόνια ο Στρυμόνας δεν αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές.
Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η περιοχή δεν υπαγόταν στη βυζαντινή κυριαρχία, όπως υποστήριξε η Μ. Rajkovic64 χρησιμοποιώντας ένα argumentum е silentio.

Πιθανότατα μάλιστα ο κλεισουριάρχης Στρυμώνος που μνημονεύεται σε σφραγίδα να χρονολογείται στην περίοδο πριν από την ίδρυση του θέματος.

 3. Από την εποχή της εγκατάστασής τους νοτίως του Δούναβη οι Βούλγαροι αναδείχθηκαν ο σοβαρότερος εχθρός της αυτοκρατορίας στη Βαλκανική.

 Οι συνεχείς επιδρομές τους στη Θράκη αναγκάζουν τους αυτοκράτορες να αναλάβουν επανειλημμένες επιχειρήσεις εναντίον τους στη βυζαντινο-βουλγαρική μεθόριο.
 Η αυτοκρατορία δεν είχε απεμπολήσει τα δικαιώματά της στη Θράκη.
Εκείνος που διέβλεψε τον βουλγαρικό κίνδυνο και ανέλαβε ο ίδιος επιχειρήσεις εναντίον τους ήταν ο Κωνσταντίνος Е' (741-775), ο οποίος έλαβε μέτρα για τη δημογραφική πύκνωση του πληθυσμού της Θράκης ύστερα μάλιστα από τον λοιμό του 746/766.

Το 756 άρχισε να ανοικοδομεί φρούρια και πολίσματα στη Θράκη και να εγκαθιστά εκεί εκχριστιανισμένους πληθυσμούς από τη Συρία και Αρμενία αλλά και τα νησιά και τα κατωτικά μέρη.
Η αντίδραση των Βουλγάρων ήταν άμεση.

Απαίτησαν «πάκτα διά τά κτισθέντα κάστρα».
 Αν παρακολουθήσουμε τις επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων τόσο στην περίοδο του Κωνσταντίνου Е' όσο και της Ειρήνης και του Κωνσταντίνου Στ' (780-802), διαπιστώνουμε ότι το θέατρο των επιχειρήσεων είναι η περιοχή της Θράκης στις νότιες παρυφές του Αίμου:

ήττα του Κωνσταντίνου Ε' στην κλεισούρα των Βερεγάβων και νίκη του στο φρούριο των Μαρκελλών το 759, σαρωτική νίκη του ίδιου αυτοκράτορα επί του Τελέτζη τον Ιούνιο του 763 στην Αγχίαλο και στα Λιθοσώρια το 772.
Στα χρόνια της Ειρήνης της Αθηναίας, το 783, την ίδια πορεία με τον Ιουστιανιανό Β ακολούθησε και ο λογοθέτης του δρόμου Σταυράκιος, όταν εξεστράτευσε «κατά των Σκλανηνών εθνών».

Πήρε την οδό Αδριανουπόλεως-Φιλιππουπόλεως, κατέβηκε διά της κοιλάδος του Στρυμόνα στη Θεσσαλονίκη, στο θέμα Ελλάδος και την Πελοπόννησο και υπέταξε τα σλαβικά φύλα υποχρεώνοντάς τα να πληρώνουν φόρους: «καί ύποφόρους τη βασιλεία έποίησεν».

Τον Ιανουάριο του 784 μάλιστα τέλεσε μεγαλοπρεπή θρίαμβο στην Κωνσταντινούπολη.

 Η πορεία αυτή του Σταυρακίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι λίγο αργότερα, τον Μάιο του 784, η Ειρήνη μαζί με τον γιο της αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και πολύ στρατό περιόδευσε στις περιοχές της Θράκης, ανοικοδόμησε τη Βερόη, την οποία μετονόμασε σε Ειρηνούπολη, και στη συνέχεια
«κατηλθε δέ εως Φιλιππουπόλεως μετά πάσης άπαθείας καί ύπέστρεψεν εν ειρήνη κτίσασα καί την Άγχίαλον», «βαθείας ειρήνης γενομένης».

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στη βυζαντινο-βουλγαρική μεθόριο δικαιολογεί τη μη λήψη μέτρων ασφαλείας από τον στρατηγό της Θράκης Φιλητό, όταν το 789 «εν τω Στρυμώνι άφυλάκτως άπληκεύσας» δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση των Βουλγάρων, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί και αυτός και πολλοί άλλοι στρατιωτικοί.

Οι περισσότεροι ερευνητές δεν προσδιορίζουν την περιοχή του Στρυμόνα, όπου έγινε η μάχη.

 Ο P. Lemerle λέγει «sur le Strymon», ενώ άλλοι ομιλούν για τον Κάτω Στρυμόνα. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι λίγο αργότερα, το 791, ο Κωνσταντίνος Στ' εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων και το 792 οχύρωσε το κάστρο των Μαρκελλών στο νοτιοανατολικό άκρο της κλεισούρας των Βερεγάβων, απ’ όπου ξεχύνονταν οι Βούλγαροι, η μάχη του 789 πρέπει να πραγματοποιήθηκε στον Ανω Στρυμόνα.

Τόσο η ήττα του 789 όσο και η συντριπτική ήττα του Κωνσταντίνου Στ' το 792, κατά την οποία φονεύθηκαν στρατηγοί και άλλοι αξιωματούχοι και οι Βούλγαροι κατέλαβαν το βυζαντινό στρατόπεδο με τις προμήθειες και την «βασιλικήν υπουργίαν», αποτέλεσαν πιθανότατα τη βασική αιτία για τη δημιουργία του θέματος Μακεδονίας, που περιέλαβε το δυτικό τμήμα του θέματος Θράκης, από τον Έβρο ως και τον Άνω Στρυμόνα.

 Το νέο θέμα πήρε το όνομά του προφανώς από την περιοχή της Μακεδονίας (πρώτης), από τον Νέστο ως τον Στρυμόνα, την οποία συμπεριέλαβε.

Έδρα του στρατηγού: η Αδριανούπολη. 

Το 802 θεωρείται terminus ante quem για την ίδρυση του θέματος Μακεδονίας, διότι το έτος τούτο αναφέρεται από τον Θεοφάνη ότι τα θέματα Θράκης και Μακεδονίας τέθηκαν υπό ενιαία διοίκηση, όταν ο Λέων, αδελφός του Αετίου, ορίσθηκε «μονοστράτηγος εις τε την Θράκην καί Μακεδονίαν».

 Το 813 ο Ιωάννης Απλάκης μνημονεύεται ως στρατηγός Μακεδονίας. 

Στις αρχές του 9ου αιώνα το βουλγαρικό κράτος έχοντας ξεπεράσει τις εσωτερικές του αντιθέσεις αποκτά ιδιαίτερη ισχύ με ηγεμόνα τον Κρούμο (803-814).

Το 806/7 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' μεταφέρει πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία στη Θράκη, για να ενισχύσει τον πληθυσμό και την άμυνά της.

 Το 809 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν εναντίον των βυζαντινών στρατευμάτων στον Στρυμόνα, κατέσφαξαν πολύ στρατό μαζί με τον στρατηγό και τους άρχοντες και άρπαξαν το ποσόν που προοριζόταν για τη μισθοδοσία (ρόγα), 1.100 λίτρες χρυσού, και τις αποσκευές.

 Κατά τον Στ. Κυριακίδη, άποψη που υποστηρίζει και ο I. Καραγιαννόπουλος, πρόκειται για τον στρατηγό του θέματος Στρυμόνος, διότι ο Θεοφάνης σημειώνει: «ησαν γάρ καί των λοιπών θεμάτων ταξάτοι άρχοντες ονκ ολίγοι, καί πάντες έκει άπώλοντο».

 Ο P. Lemerle και άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται μάλλον για τον στρατηγό Μακεδονίας, επειδή ο στρατηγός Στρυμόνος δεν μνημονεύεται στο Τακτικόν Uspenskij του 842/387. Η πρώτη ασφαλής μνεία του θέματος Στρυμόνος, ως γνωστόν, είναι το 899, στο Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, ενώ ο πρώτος γνωστός στρατηγός του θέματος είναι ο Κλάδων από χρονολογημένη το 926 επιγραφή στα τείχη της Χριστούπολης.

 Η εξέλιξη των γεγονότων δείχνει πως η επίθεση του 809 έγινε στην κοιλάδα του Ανω Στρυμόνα90 και όχι στον Κάτω Στρυμόνα, όπως υπέθεσαν πολλοί ερευνητές.
Αμέσως μετά και γύρω από το Πάσχα ο Κρούμος κατέλαβε με δόλο τη Σερδική και κατέσφαξε έξι χιλιάδες βυζαντινού στρατού και πολλούς αμάχους.

Η πτώση της Σερδικής, που ήταν προπύργιο στην κοιλάδα του Στρυμόνα και κόμβος στη μεγάλη οδική αρτηρία από τη Ναϊσσό προς την Κωνσταντινούπολη, υπήρξε ισχυρό πλήγμα για την αυτοκρατορία.
Ο Νικηφόρος ανακαταλαμβάνει την πόλη, δεν επιτρέπει όμως στους στρατιωτικούς αξιωματούχους που διασώθηκαν από τη Σερδική να απολογηθούν και πολλοί απ’ αυτούς αυτομολούν στους Βουλγάρους. 

Όταν στη συνέχεια ο αυτοκράτορας θέλησε να ξανακτίσουν οι στρατιώτες τα τείχη της πόλης, εκδηλώνεται στάση του στρατού, τους πρωταίτιους της οποίας τιμωρεί στην Κωνσταντινούπολη.

 Η έκρυθμη και επικίνδυνη κατάσταση που δημιουργήθηκε στην περιοχή και η όλη στάση και η αναποτελεσματικότητα του στρατού οδήγησαν τον Νικηφόρο στη λήψη νέων και σύντονων μέτρων.
Το επόμενο έτος, το 810, ο Νικηφόρος «μετά τάς άθεους υπεξελεύσεις τά στρατεύματα πάντη ταπεινώσαι σκεψάμενος», διατάσσει να μεταφερθούν χριστιανικοί πληθυσμοί από όλα τα θέματα της αυτοκρατορίας «επί τάς Σκλαυινίας».

 Ο εποικισμός αφορούσε στρατιώτες με τις οικογένειές τους για οριστική εγκατάσταση, εφόσον έπρεπε να εκποιήσουν τις περιουσίες τους.

 Ο εποικισμός θεωρήθηκε χειρότερος και από αιχμαλωσία, γιατί έπρεπε να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα, από τον Σεπτέμβριο ως το Πάσχα, αλλά και γιατί αφορούσε την επικίνδυνη περιοχή του άνω Στρυμόνα και τη βυζαντινοβουλγαρική μεθόριο (που οπωσδήποτε δεν ταυτίζεται με τον σημερινό βορειοελλαδικό χώρο) και όχι την περιοχή των Φιλίππων, όπως υπέθεσε ο P. Lemerle, ή της Πελοποννήσου κατ’ άλλους.

 Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά την ήττα και τον τραγικό θάνατο του Νικηφόρου A το 811 και την κατάληψη της Δεβελτού το 812 από τον Κρούμο παρατηρήθηκε μαζική φυγή των κατοίκων ή πιθανότατα των φρουρών από τις πόλεις της Θράκης Αγχίαλο, Βερόη, Νίκαια, το Προβάτου κάστρο και άλλα οχυρώματα «μηδενός δίώκοντος» και τη Φιλιππούπολη.

 Όπως έδειξε πειστικά ο I. Καραγιαννόπουλος, οι Φίλιπποι, που αναφέρει στο σημείο αυτό η έκδοση C. de Boor του Θεοφάνη, οφείλεται σε σφάλμα του αντιγραφέως ή σε κακή παράδοση του κειμένου.

 Η παρατήρηση και διόρθωση αυτή αποτελούν το κλειδί για την ερμηνεία των γεγονότων.

Τότε βρήκαν την ευκαιρία, συνεχίζει ο Θεοφάνης, και επέστρεψαν στην πατρίδα τους «οί τον Στρνμώνα οίκονντες μέτοικοι». Πρόκειται ακριβώς γι’ αυτούς που είχε μεταφέρει ο Νικηφόρος το 810, όχι όμως στην περιοχή του Κάτω Στρυμόνα, όπως υποστηρίζουν ή υπονοούν οι ερευνητές, αλλά στην περιοχή του Άνω Στρυμόνα.

Εξάλλου και η θριαμβευτική πρωτοβουλγαρική επιγραφή του Hambarli αναφέρει ότι επί Κρούμου καταστράφηκαν από τους Βουλγάρους τα κάστρα Σερδική, Δεβελτός, Κωνσταντία, Βερσινικία, Αδριανούπολη, χωρίς να μνημονεύει τους Φιλίππους.

 Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι πρόκειται για καταστροφή των πόλεων και όχι για μόνιμη εγκατάσταση των Βουλγάρων σ’ αυτές.
Με την τριακονταετή ειρήνη μάλιστα που συμφωνήθηκε μεταξύ του διαδόχου του Κρούμου Ομούρταγ και του Λέοντα Е' το 815 τα βυζαντινο-βουλγαρικά σύνορα ακολουθούσαν την οροθετική γραμμή Δεβελτός-Μακρολιβάδα και από εκεί βορειοδυτικά προς τον Αίμο, ακριβώς στην περιοχή που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, όπως λέγει η Συνέχεια του Θεοφάνη:

«τουτ’ εστι τήν νϋν κρατουμένην υπ’ αυτών χώραν».

Στην ίδια συνθήκη υπήρχε και όρος που προέβλεπε ότι οι σλαβικοί πληθυσμοί της περιοχής που ήταν υπήκοοι του Βυζαντίου παρέμεναν εκεί, όπου βρίσκονταν, όταν άρχισε ο πόλεμος, ενώ όσοι δεν υπάγονταν στο Βυζάντιο και κατοικούσαν στα παράλια θα επέστρεφαν στα χωριά τους.

 Επομένως η κοιλάδα του Στρυμόνα παρά την ύπαρξη σλαβικών φύλων εκεί βρισκόταν υπό τη βυζαντινή κυριαρχία και δεν υπήρχε λόγος η περιοχή να μη μετασχηματισθεί σε «θέμα» ήδη στις αρχές του 9ου αιώνα.
Και αν πράγματι το θέμα ιδρύθηκε αρχές του 9ου αιώνα, τότε δεν περιλάμβανε μόνο την περιοχή μεταξύ του Κάτω ρου του Στρυμόνα και του Κάτω ρου του Νέστου, όπως συνήθως υποστηρίζεται, αλλά έφθανε ως την κοιλάδα του Άνω Στρυμόνα, ως το οροπέδιο της Σερδικής (Σόφιας).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου