ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΤΑΧΙΑΟΥ
Καθηγητού ΑΠΘ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 862 η Κωνσταντινούπολη δεχόταν μια διπλωματική αντιπροσωπεία του ηγεμόνα της Μεγάλης Μοραβίας Ροστισλάβ. οι πρεσβευτές παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και του δήλωσαν ότι επιθυμία του ηγεμόνα τους ήταν να του στείλει ανθρώπους, οι όποιοι θα μπορούσαν να διδάξουν στους Μοραβούς τη χριστιανική πίστη στη δική τους, σλαβική γλώσσα. ο κλήρος έπεσε σε δύο αδελφούς από τη Θεσσαλονίκη, στον Κωνσταντίνο-Κύριλλο, τον επονομαζόμενο «φιλόσοφο», και στον ιερομόναχο Μεθόδιο.Καθηγητού ΑΠΘ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980
Το επόμενο έτος οι δύο αδελφοί, συνοδευόμενοι από ομάδα συνεργατών, ξεκίνησαν για τη Μοραβία έχοντας ήδη μαζί τους ένα έτοιμο αλφάβητο της σλαβικής γλώσσας και μεταφράσεις εκκλησιαστικών βιβλίων από την ελληνική στη σλαβική.
Από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος των Σλάβων συνδεόταν πνευματικά και πολιτιστικά με το Βυζάντιο.
Βρισκόμαστε στον ένατο αιώνα.
Στο Βυζάντιο μόλις έχει κοπάσει η αναταραχή, την οποία είχε προκαλέσει η εικονομαχία και η αυτοκρατορία εισέρχεται πάλι σε περίοδο πνευματικής ακμής.
Τα γράμματα και οι τέχνες γνωρίζουν άνθηση, έξίσου ρωμαλέα είναι και η έσωτερική οργάνωση του κράτους.
Τη στιγμή που ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος αναχωρούν για τη Μοραβία στη βυζαντινή πρωτεύουσα δεσπόζουν δύο μεγάλες μορφές των γραμμάτων και της επιστήμης,
ο πατριάρχης Φώτιος και ο Λέων ο Μαθηματικός.
Ενα χρόνο μετά την αποστολή στη Μοραβία, δηλαδή το 864, θα δεχτεί και η Βουλγαρία το Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και έτσι θα τεθεί και αυτή κάτω από την πνευματική και πολιτιστική στέγη της αυτοκρατορίας.
Την ίδια σχεδόν εποχή ολοκληρώνεται και ο εκχριστιανισμός της Σερβίας.
'Έναν αιώνα άργότερα δέχεται το βάπτισμα από την Κωνσταντινούπολη και ο ηγεμόνας του Κιέβου Βλαδίμηρος.
Η μεταστροφή αύτή των Σλάβων στήν ’Ορθοδοξία επιτελείται όπως είπαμε, σε μια περίοδο ακμής της πνευματικής ζωής της αύτοκρατορίας, η οποία διαδοχικά πέρνα από τον εγκυκλοπαιδικό ιστορισμό στον κλασικό άνθρωπισμό.
Στήν παιδεία αναβιώνει η κλασική αρχαιότητα η φιλοσοφία του ’Αριστοτέλη και του Πλάτωνα αποκτά νέους οπαδούς, συγχρόνως όμως ανθίζει και η βυζαντινή θεολογία.
Και ένώ μέσα στη βυζαντινή ζωή, η οποία σφύζει και πάλι από τις αναγεννητικές κινήσεις, οι θεολογικές και φιλοσοφικές συζητήσεις φτάνουν σε υψηλά επίπεδα και σε άναζητήσεις άνανεωμένων τρόπων έκφράσεως, ο κόσμος των Σλάβων μόλις και αρχίζει να μαθαίνει το αλφάβητο και να διαβάζει τις πρώτες λέξεις στη γλώσσα του από χειρόγραφα μεταφράσεων ελληνικών κειμένων, πάνω στά όποια είναι ακόμη νωπή η μελάνη.
Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, έκτος από τη δημιουργία του αλφαβήτου είχαν επωμιστεί ένα πολύ βαρύτερο και ουσιαστικότερο έργο, να φέρουν δηλαδή τους Σλάβους μέσα στο χώρο της θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής του Βυζαντίου, και το έργο αυτό ήταν κάθε άλλο παρά εύκολο.
Με το έργο των δύο αδελφών από τη Θεσσαλονίκη, ο κόσμος των Σλάβων αποκτά για πρώτη φορά αλφάβητο και πέρνα από τον προφορικό στο γραπτό λόγο.
Τα εκκλησιαστικά κείμενα βγαίνουν μέσα από παράδοση αιώνων, είναι φορείς μιας ορολογίας ολότελα άγνωστης στο νεοφώτιστο κόσμο.
Αύτός ο κόσμος εκφραζόταν ως τώρα με τη χρησιμοποίηση ενός σχετικά φτωχού λεξιλογίου, το όποιο περιέκλειε λέξεις που αναφέρονταν στην καθημερινή, αγροτική η στρατιωτική ζωή.
Είχε λαϊκό παραμύθι και δημοτικό τραγούδι, μέσα στα όποια χρησιμοποιούνταν λεξιλόγιο, με το όποιο εκφράζονταν τα ανθρώπινα συναισθήματα γύρω από τη ζωή, το θάνατο, την αγάπη και τις πράξεις των ηρωικών και μυθικών μορφών, αλλά του έλειπε σχεδόν ολότελα η αφηρημένη ορολογία, η τόσο απαραίτητη για το ξεκίνημα πνευματικής ζωής υψηλότερης στάθμης.
Η πρώτη του επαφή με το γραπτό λόγο γίνεται με τη μετάφραση του Ευαγγελίου ενός κειμένου κατά βάση λαϊκού.
Λιγότερο απλές στην έκφραση, και ιδιαίτερα στα νοήματα, είναι οι επιστολές των αποστόλων Παύλου, Πέτρου και ’Ιωάννη, το ίδιο δυσνόητη για τον αμόρφωτο είναι ως ένα σημείο και η εκκλησιαστική υμνογραφία.
Δεν έχει σημασία αν τη διαβάζει η την ακούει στη γλώσσα που μιλάει ο ίδιος, σημασία έχει ότι περικλείει όρους που έχουν σμιλευτεί μέσα σε μία παράδοση αιώνων, και αυτοί ακριβώς οι όροι λείπουν από τη σλαβική γλώσσα.
Έτσι αρχίζει η δημιουργία των σύνθετων αφηρημένων η μή ούσιαστικών και έπιθέτων, που δεν είναι τίποτε αλλο από γλωσσικά έκτυπα (τά γνωστά στη γλωσσολογία caiques) των άντίστοιχων έλληνικών.
Συγχρόνως στην αρχαία σλαβική εισρέει μεγάλος αριθμός αμετάφραστων δανείων από την ελληνική.
Ένώ λοιπόν στο Βυζάντιο γίνονται συζητήσεις γύρω άπό τά φιλοσοφικά συστήματα των Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Πλωτίνου, Πρόκλου κ.ά. φιλοσόφων, ο κόσμος των Σλάβων προσπαθεί να εθιστεί σε μια νέα ορολογία, που ως χτες αγνοούσε ολότελα, και η οποία βρίσκεται διάχυτη στο Ευαγγέλιο και στα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας.
Τώρα, για πρώτη φορά, ο σχεδόν παρθένος πολιτιστικά κόσμος των Σλάβων, κάνει τη γνωριμία με τον ώριμο βυζαντινό πολιτισμό, ο όποιος μέσα στήν ’Ορθοδοξία είχε συζεύξει τις πνευματικές και πολιτιστικές καταβολές του αρχαίου ελληνικού ρωμαίκου και άνατολικού πολιτισμού και είχε από αιώνες επιτύχει μια μεγαλειώδη σύνθεση των πιο γόνιμων στοιχείων που του κληροδότησαν οι προηγούμενοι πολιτισμοί.
Αυτή η συνάντηση των Σλάβων με το Βυζάντιο είναι αναπόφευκτο να καλεί τον επιστήμονα στην έρευνα ένός πλήθους προβλημάτων, τα όποια άκριβώς άνακύπτουν από τη δημιουργούμενη σχέση δότη και άποδέκτη και από τη μορφή και τους τρόπους προσφοράς και δεκτικότητας.
Με μιά λέξη τα προβλήματα αύτά συνοψίζονται σε ένα και θεμελιώδες, δηλαδή τί θα μπορούσε ο θρησκευτικά νεοφώτιστος και χωρίς πολιτιστική και πνευματική ύποδομή κόσμος των Σλάβων να δεχτεί από το πολιτιστικά ώριμο και προηγμένο ορθόδοξο Βυζάντιο;
Ή έπιστήμη της σλαβολογίας, ως σχεδόν τις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, περιοριζόταν στήν άναλυτική έρευνα των επιδράσεων του Βυζαντίου πάνω στούς Σλάβους, έντοπίζοντας κυρίως κείμενα, πνευματικά κέντρα και γεωγραφικές περιοχές.
Μόλις στά τελευταία χρόνια άρχισε μια συνθετική θεώρηση του θέματος και εκτίμηση των προβλημάτων κάτω από συνολική προοπτική.
Την ώθηση γι’ αύτου του είδους την ερευνά την έδωσε ο διαπρεπής Ρώσος ιστορικός της λογοτεχνίας και σλαβολόγος D. S. Lichacev, ο όποιος τοποθέτησε ολόκληρο το θέμα πάνω σε νέα βάση και το είδε κάτω από εντελώς καινούργιο πρίσμα.
’Ενώ έπί εναν αιώνα τώρα οι έρευνητές μιλουσαν για βυζαντινές έπιδράσεις πάνω στον κόσμο των Σλάβων, ο Lichacev προτείνει την κατάργηση του όρου «έπιδράσεις», γιατί δεν βλέπει να άνταποκρίνεται άπόλυτα στά πράγματα, ούτε και να εκφράζει ορθά την ούσία τους.
Με την άποδοχή της ’Ορθοδοξίας από το Βυζάντιο, ό κόσμος των Σλάβων άποδέχτηκε ταυτόχρονα και ένα πλήθος πολιτιστικών και μορφωτικών στοιχείων, φορέας των οποίων ύπήρξαν κυρίως τα βυζαντινά κείμενα, τα όποια κυκλοφόρησαν ανάμεσα τους σε σλαβική μετάφραση.
Και ενώ οι Σλάβοι έχουν μόνο προφορική λαίκή παράδοση παραμυθιού η τραγουδιού ο γραπτός λόγος αρχικά μεταφέρεται σ’ αυτούς αυτούσιος από το Βυζάντιο.
Έτσι η αποδοχή του γραπτού λόγου, όσο και των άλλων στοιχείων των οποίων είναι φορέας, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίδραση, αλλά ως μεταφύτευση (transplantation) του βυζαντινού πολιτισμού στον κόσμο των Σλάβων.
Η επίδραση είναι κατανοητή μόνον όταν υπάρχει προηγουμένως ιθαγενής πολιτιστικός και πνευματικός βίος, ο όποιος δέχεται από έξω στοιχεία νέα, τα όποια και εντάσσει στις δικές του κατηγορίες.
Στον πνευματικά παρθένο κόσμο των Σλάβων του 9ου και 10ου αιώνα, ο όποιος χρησιμοποιεί ακόμη ένα κοινό για όλη την εθνική οικογένεια, γλωσσικό όργανο, την παλαιοσλαβική, μεταφυτεύονται τα βυζαντινά πολιτιστικά στοιχεία αυτούσια και αδιαφοροποίητα και μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργεί ται ενας πολπισμός-διάμεσο η φορέας, ο όποιος είναι καθαρά βυζαντινός.
'Όταν πια μετά τον 11ο αιώνα ο γραπτός λόγος θα έχει γνωρίσει άξιόλογη άνάπτυξη μεταξύ των Σλάβων, όταν πιά θα άρχίσουν να άναπτύσσονται οι εθνικές τους γλώσσες και η έθνική λογοτεχνική παραγωγή καθένα από αύτούς, όταν η αύτοτέλεια θα γίνει πιά αισθητή, τότε μόνο μπορουμε να μιλήσουμε για έπιδράσεις.
Άλλά και πάλι οι δεσμοί με τον άρχικό βυζαντινό πολιτισμό-φορέα δεν θα καταλυθουν, γιατί τώρα εχουμε μπροστά μας τη σλαβική παραλλαγή του βυζαντινού πολιτιστικού στοιχείου, αύτό που ειδικότερα για τη Ρωσία, ο μεγάλος ρώσος θεολόγος G. Florovskij εχει άποκαλέσει «ρωσικό βυζαντινισμό».
Ανάλογες με τις εκτιμήσεις του Lichacev είναι και έκεί νες άλλου διαπρεπούς σλαβολόγου, του R. Picchio, ο όποιος μέσα στον πολιτισμό και τη λογοτεχνία των άνατολικών και νότιων Σλάβων βλέπει να προεκτείνεται διαχρονικά μια μόνιμη πολιτιστική βάση, την οποία και ονομάζει Slavia ortodoxa.
Αύτή χαρακτηρίζεται κυρίως από τα βυζαντινά στοιχεία και από το παλαιοσλαβικό γλωσσικό ύπόβαθρο, εκείνο που δημιουργήθηκε στήν εποχή του Κυρίλλου και Μεθοδίου και το όποιο επιβίωσε ως τους νεώτερους χρόνους μέσα από την κοινή εκκλησιαστική γλώσσα των ορθοδόξων Σλάβων.
Εστω και αν ύπάρχουν διαφορές στις έπιμέρους λεπτομέρειες άνάμεσα στις άπόψεις των δύο επιστημόνων που άναφέραμε, εντούτοις και οι δύο συγκλίνουν άπόλυτα στήν άποδοχή των βυζαντινών πολιτιστικών στοιχείων ως την κοινή βάση, τόσο στη λογοτεχνία, δσο και στον πολιτιστικό βίο των ορθοδόξων Σλάβων, ως ένοποιό παράγοντα μέσα στον όποιο πολύ συχνά εξαφανίζονται οι εθνικές διαφοροποιήσεις και εμφανίζεται συνοχή και ένότητα σ’ ολόκληρο το σλαβικό μεσαίωνα.
Αύστηρή κριτική πάνω στις άπόψεις που επικρατούσαν ως τις τελευταίες δεκαετίες για τις βυζαντινές επιδράσεις στήν άρχαία σλαβική λογοτεχνία, άσκησε και ο ρώσος σλαβολόγος I. P. Eremin.
Αύτός είδε το πρόβλημα από διαφορετική άποψη.
Το έρώτημά του είναι:
πώς μπορούμε να μιλάμε για βυζαντινές επιδράσεις στην αρχαία σλαβική γραμματεία, όταν η τελευταία αύτή άγνοεί άπόλυτα τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου;
η πνευματική ζωή της Βουλγαρίας άρχισε να άναπτύσσεται στήν έβδομη δεκαετία του 9ου αιώνα και της Ρωσίας στήν τελευταία δεκαετία του 10ου αιώνα.
Εντούτοις έργα λίγο προγενέστερων η σύγχρονων μεγάλων βυζαντινών συγγραφέων, όπως ο Λέων ο Μαθηματικός, ο Άρέθας, ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ξιφιλίνος κ.ά., δεν μεταφράζονται στη σλαβική και συνεπώς παραμένουν άγνωστα στούς Σλάβους.
Αύτό σημαίνει ότι οι Σλάβοι δεν ένημερώθηκαν ποτέ πάνω στη σύγχρονη βυζαντινή πνευματική ζωή, η οποία παρέμεινε γι’ αύτούς άγνωστη.
’Αντί των έργων των συγχρόνων, μεταφράζονταν έργα ιστορικά, συγγράμματα και λόγοι συγγραφέων της άρχαίας χριστιανικής και προβυζαντινής γραμματείας, γενικώς κείμενα τα όποια είχε πρωτοδιαβάσει το βυζαντινό λόγιο κοινό αιώνες νωρίτερα.
Έτσι ο Eremin άπορρίπτει ως άπαράδεκτες τις άπόψεις που ως πρόσφατα έπικρατοΰσαν για τις βυζαντινές έπιδράσεις στήν άρχαία σλαβική γραμματεία.
Γι’ αύτόν οι άντιδράσεις είναι περισσότερο πρωτοχριστιανικές παρά καθαρά βυζαντινές, έφόσον η σύγχρονη πνευματική ζωή της αύτοκρατορίας έμενε κλειστή και άγνωστη στούς Σλάβους.
Ύστερα από όσα άναφέραμε, δεν υπάρχει άμφιβολία, ότι βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σ’ ένα ούσιαστικό πρόβλημα.
Καταρχήν θα πρέπει να διαγράψουμε τους δρόμους, τους όποιους άκολούθησε η μεταφύτευση,
τήν οποία αναφεραμε, και στη συνεχεία να επισημανουμε τα σημεία εκείνα, που κατά τη γνώμη μας καθορίζουν, όχι άπλώς την ποσότητα, άλλά και την υφή των βυζαντινών στοιχείων, τα όποια μεταφυτεύτηκαν στήν πνευματική ζωή του σλαβικου κόσμου.
'Οπωσδήποτε κεντρική θέση μέσα στο πρόβλημα κατέχει το μεταφρασμένο ελληνικό κείμενο, διότι αυτό, πέρα από κάθε άλλο στοιχείο, της τέχνης, του θεσμου κ.λ., είναι ο κατεξοχήν φορέας της ιδέας.
Τελικά όλα τα άλλα στοιχεία προκύπτουν από το κείμενο και άποτελοΰν την υλοποίηση και την έκφραση της ιδέας που αυτό μεταφέρει. το βυζαντινό κείμενο εφτανε στο σλαβικό κόσμο ξεκινώντας από δύο μεγάλα πνευματικά και πολιτιστικά κέντραάρχικά από την Κωνσταντινούπολη, και μετά τον 11ο αιώνα και από το Αγιον ’Όρος. η άμεση γειτνίαση της Βουλγαρίας και της Σερβίας με το Βυζάντιο, ήταν φυσικό να συντελεί στήν ευκολότερη διάδοση του βυζαντινού κειμένου στις χώρες αύτές.
Αν η σλαβική μετάφραση δεν είχε γίνει άμέσως στήν Κωνσταντινούπολη η στο "Αγιον ’Όρος, όπου όπως σήμερα γνωρίζουμε, ύπήρξαν Σλάβοι μεταφραστές, γινόταν σε πνευματικά κέντρα των δύο σλαβικών χωρών που άναφέραμε.
Κυρίως μέσω των χωρών αυτών και πολύ λιγότερο άπευθείας, έφτανε τελικά η σλαβική μετάφραση στη Ρωσία, όπου γινόταν νέα γλωσσική επεξεργασία στήν άρχαία ρωσική. η διαδικασία της μεταβιβάσεως βυζαντινών κειμένων πρός τη Ρωσία συντελέστηκε σε δύο ιστορικές φάσεις.
Ηη πρώτη άρχίζει από την έποχή του έκχριστιανισμου της Ρωσίας και εκτείνεται ως τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα, όταν πιά καταλύεται το πρώτο βουλγαρικό κράτος.
Δημιουργεί ται ενα κενό μεγάλο, το όποιο, κρατάει σχεδόν δύο αιώνες.
Το δεύτερο βουλγαρικό κράτος ιδρύεται στά 1186, άλλά στά μέσα του 13ου αιώνα καταλύεται από τους Τατάρους το ρωσικό κράτος του Κιέβου και το Βυζάντιο εξάλλου δέχεται την κατοχή των Σταυροφόρων.
Από το τέλος του 13ου αιώνα άρχίζει ούσιαστικά η δεύτερη φάση της μεγάλης κινήσεως κειμένων πρός τη Ρωσία, διότι άρχίζουν και πάλι οι στενές επαφές της χώρας αύτής, τόσο με το Βυζάντιο, όσο και με τις νότιες σλαβικές χώρες.
Όπως είπαμε και παραπάνω, το έργο του Κυρίλλου και Μεθοδίου ήταν η δημιουργία μιας λόγιας γλώσσας για τους Σλάβους, και όταν λέμε λόγιας δεν εννοούμε μια σλαβική καθαρεύουσα, άλλά ένα εκφραστικό όργανο υψηλών και λεπτών εννοιών και όρων, οι όποιοι για πρώτη φορά έμπαιναν στο λόγο, που από προφορικός γινόταν γραπτός.
Έφόσον η γλώσσα αύτή δημιουργήθηκε από βυζαντινά γλωσσικά έκμαγεία, ούσιαστικά η βυζαντινή μεταφύτευση άρχίζει σ’ αύτό άκριβώς το σημείο, για να άκολουθήσει στη συνέχεια μακρύ ιστορικό δρόμο.
Πέρα από τα άπαραίτητα για τη χριστιανική λατρεία κείμενα, ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος δεν έπέβαλαν στούς Σλάβους όποιασδήποτε μορφής γραμματεία.
Η άποδοχή από μέρους των Σλάβων των τύπων και μορφών βυζαντινής πνευματικότητας δεν ήταν παθητική, άλλά συνέπεια έπιλογής. τα βυζαντινά κείμενα δεν έπιβλήθηκαν στον κόσμο τους, άλλ’ ούτε και είσέρρευσαν έκεί τυχαία έγινε έπιλογή από τους ίδιους τους Σλάβους, σύμφωνα με τη δεκτικότητα και τις άνάγκες τους16.
Οι φιλοσοφικές ιδέες και οι θεολογικές διδασκαλίες που κυκλοφορούσαν στο Βυζάντιο τον 9ο και 10ο αιώνα, άργησαν πολύ να περάσουν στις σλαβικές χώρες, μερικές δέ από αύτές δεν έφθασαν ποτέ εκεί , διότι απλούστατα οι χώρες αυτές δεν είχαν τις πνευματικές και μορφωτικές προϋποθέσεις την γενικότερη πολιτιστική υποδομή για να τις δεχτούν.
’Ίσως αυτός ήταν ο λόγος, για τον όποιο οι Ελληνες επίσκοποι στη Βουλγαρία και στη Ρωσία, δεν έκαναν προσπάθεια να φέρουν σ’ επαφή τους Βουλγάρους και τους Ρώσους με τη σύγχρονη πνευματική ζωή του Βυζαντίου, διότι διαπίστωναν ότι δεν θα εύρισκαν ανταπόκριση στο κοινό των χωρών αυτών, από το όποιο έλειπε η κατάλληλη υποδομή.
Άρκέστηκαν άπλώς στο να βοηθήσουν τους λαούς αύτούς να άποκτήσουν εκείνο, το όποιο οι ίδιοι άποζητουσαν.
Έπρεπε οι Σλάβοι να περάσουν πρώτα από το ίδιο σχολείο, στο όποιο επί αιώνες ολόκληρους είχαν φοιτήσει οι Βυζαντινοί, και μ’ αύτό τον τρόπο να καλύψουν το τεράστιο κενό που υπήρχε ανάμεσα σ’ αύτούς και τους Βυζαντινούς.
Έφόσον η άποδοχή του βυζαντινού κειμένου από τους Σλάβους δεν ήταν παθητική, άλλά προερχόταν από δική τους πρωτοβουλία, φυσικό ήταν η πρωτοβουλία αύτή να έπεκταθεί και στη δημιουργία πρωτότυπης δικής τους λογοτεχνικής παραγωγής.
Έτσι από τον 9ο κιόλας αιώνα βλέπουμε την άνάπτυξη μιας καθαρά σλαβικής πρωτότυπης γραμματείας, στήν όποία κυριαρχεί η διαμορφωμένη από τον Κύριλλο και Μεθόδιο γλώσσα.
Η γραμματεία αύτή δεν είναι δουλική μίμηση βυζαντινών προτύπων, άλλά αποτέλεσμα, θα μπορούσαμε να πούμε μιας βαθιάς άφομοιώσεως των έννοιολογικών και μορφολογικών στοιχείων των βυζαντινών πολιτιστικών άξιών καί δομών, οι όποιες είχαν μεταφυτευθεί στη σλαβική ζωή.
Αύτό το βλέπουμε καθαρά στο σλαβικό πεζό λόγο που καλλιεργήθηκε στο τέλος του 9ου αιώνα από τον Κλήμη επίσκοπο ’Αχρίδας, όπως και στο ποιητικό έργο του συγχρόνου του επισκόπου Πρεσλάβας της Βουλγαρίας, Κωνσταντίνου.
Ειδικότερα η ποιητική παραγωγή πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκε ως «σλαβική άπόκριση στη βυζαντινή ποίηση» από τον κορυφαίο άμερικανό γλωσσολόγο R. Jakobson.
’Από τον 9ο λοιπόν αιώνα, δηλαδή λίγο μετά τη δημιουργία του γραπτού σλαβικού λόγου, ένώ άκόμη συντελεί ται η διαδικασία της βυζαντινής μεταφυτεύσεως, έχουμε την παράλληλη διεργασία της άφομοιώσεως, η όποία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η γονιμοποίηση του βυζαντινού στοιχείου μέσα στο χώρο της σλαβικής έθνικής αύτοσυνειδησίας.
Ή έπιλογή βυζαντινών κειμένων από τους Σλάβους ύπαγορευόταν, όπως είπαμε, από τις ανάγκες της θρησκευτικής και κοινωνικής τους ζωής.
Στούς δύο πρώτους μετά τον έκχριστιανισμό τους αιώνες βλέπουμε να κυκλοφορούν μέσα στο σλαβικό κόσμο βυζαντινά κείμενα, τα όποια μπορούμε να κατατάξουμε σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:
α) ομιλίες και παραινετικά έργα συγγραφέων της παλαιοχριστιανικής και πρωτοβυζαντινής περιόδου,
β) έργα άρχαίων και βυζαντινών ιστορικών, καθώς και κείμενα μυθιστορηματικού χαρακτήρα με ιστορικό πυρήνα, όπως οι διηγήσεις για το Μέγα ’Αλέξανδρο, την άλωση της Τροίας και τον Διγενή ’Ακρίτα,
γ) έργα φυσιογνωστικού και γεωγραφικού περιεχομένου και
δ) κείμενα λαίκού χαρακτήρα, όπως οι άπόκρυφες διηγήσεις.
'Οπωσδήποτε, αν έξαιρέσουμε το χρονικό του Γεωργίου Αμαρτωλού κανένα από τα κείμενα αύτά δεν άντιπροσωπεύει έργο σύγχρονου βυζαντινού συγγραφέα, και στο σημείο αύτό οι παρατηρήσεις του Eremin, που άναφέραμε, είναι άπόλυτα άκριβείς.
’Εντούτοις υπάρχει κάτι, το όποιο θα μπορούσαμε να άντιπαρατάξουμε σ’ αυτές.
Μεταξύ τών μεταφρασμένων στη σλαβική βυζαντινών κειμένων της περιόδου αυτής κεντρικότατη θέση κατέχουν τα εργα του Μεγάλου Βασιλείου, του Ίωάννου Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου.
’Ιδιαίτερα οι Λόγοι εις την έξαήμερον του Μεγάλου Βασιλείου, οι όποιοι άποτελουν ενα άποθησαύρισμα γνώσεων της άρχαίας φυσικής, άστρονομίας και φυσιογνωσίας, μεταφρασμένοι από το Βούλγαρο λόγιο του 10ου αιώνα ’Ιωάννη Έξαρχο, γνώρισαν καταπληκτική διάδοση μέσα στον κόσμο των Σλάβων.
Οι τρεις 'Ιεράρχες, άναθραμμένοι μέσα στήν άρχαία έλληνική γνώση και τη χριστιανική πίστη, ήταν φορείς μορφωτικών άξιών και γνώσεων που προέρχονταν από δύο μεγάλες παραδόσεις, την κλασική έλληνική και τη χριστιανική.
Το ότι ειδικότερα αύτών τα συγγράμματα έπιλέχτηκαν από τους Σλάβους για μετάφραση, δηλώνει την προτεραιότητα που τους έδιναν, διότι διαμέσου αύτών θα άποκτουσαν την άπαραίτητη προπαιδεία για να είσαχθουν άργότερα σε άλλους πνευματικούς χώρους.
’Εξάλλου η σκέψη του Βασιλείου και ειδικότερα του Γρηγορίου δεν παρουσίαζαν λιγότερη δυσκολία στήν κατανόησή τους άπ’ ότι ο στοχασμός του Ψελλου η του Ξιφιλίνου.
Φορέας αύτου του είδους των γνώσεων από πολύ νωρίς εγιναν οι χειρόγραφες συλλογές ποικίλων έργων, οι όποιες άρχισαν να διαδίδονται στις σλαβικές χώρες.
Η πρώτη συλλογή αύτου του είδους συντάχθηκε γύρω στο ετος 920 με εντολή του τσάρου των Βουλγάρων Συμεών, ο όποιος είχε σπουδάσει στήν Κωνσταντινούπολη και είχε τέτοια βυζαντινή παιδεία που να τον άποκαλουν «Ήμίαργον».
Η συλλογή αυτή, που άποτελεί για την εποχή της εγκυκλοπαίδεια ολόκληρη θεωρητικών γνώσεων, περιλάμβανε τα έργα είκοσι τουλάχιστον χριστιανών και πρωτοβυζαντινών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων βεβαίως ήταν και οι τρεις Ιεράρχες.
Μέσα στά έργα αυτά βρίσκουμε και συγγράμματα του Μαξίμου 'Ομολογητή και του Θεοδώρου από τη Ραίθώ της Αίγύπτου, συγγραφέων του 7ου αιώνα, εργα τα όποια μετέφεραν στούς Σλάβους για πρώτη φορά τη φιλοσοφική ορολογία και τις λογικές κατηγορίες του ’Αριστοτέλη.
Μ’ αυτό τον τρόπο η γνώση της αρχαίας έλληνικής σκέψης περνούσε στούς Σλάβους από δεύτερο χέρι, μέσα από τους χριστιανούς συγγραφείς που την είχαν σπουδάσει και τη γνώριζαν καλά.
Ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του Πρός νέους, όπως αν εξ ελληνικών ώφελοίντο λόγων, είχε σαφώς διαγράψει την άξία της κλασικής παιδείας, της όποίας η γνώση είχε προσδιοριστεί ως προπαιδεία στη χριστιανική σκέψη.
Μια άνάλογη θέση υπάρχει και στη σκέψη του ’Ιουστίνου Φιλοσόφου, του οποίου εργο έπίσης περιλήφθηκε στη συλλογή του τσάρου Συμεών.
Ο ’Ιουστίνος αναγνώριζε σπέρματα άλήθειας στήν άρχαία έλληνική φιλοσοφία, την οποία και χαρακτηρίζει μέγιστόν κτήμα και τιμιώτατον Θεώ.
Η επιστροφή στήν άναγνώριση αυτοτελούς άξίας στήν άρχαία φιλοσοφία, υστέρα από τη θεία άποκάλυψη, και η τοποθέτησή της σε ίση μοίρα με τη χριστιανική διδασκαλία, θεωρούνταν από τους βυζαντινούς θεολόγους ως οπισθοδρόμηση και ως διάσπαση της αρμονίας που είχε έπιτευχθει άνάμεσα στο ορθόδοξο δόγμα και στά καθιερωμένα εκφραστικά μέσα για την έρμηνεία του, τα όποια παρείχε η άρχαία έλληνική φιλοσοφία.
Την εκτίμηση αυτής της θέσεως από τους Σλάβους τη διαπιστώνουμε στήν άπόφασή τους να μή μεταβουν κατευθείαν στις πηγές, άλλά να πάρουν άπ’ αυτές ό,τι τους χρειάζεται, διυλισμένο μέσα στη σκέψη χριστιανών συγγραφέων, των οποίων το κύρος ήταν άναμφισβήτητο και είχε ήδη οικουμενική άναγνώριση.
Αύτή ήταν γι’ αύτούς η άσφαλής οδός, ιδιαίτερα στά πρώτα τους βήματα στη θεωρητική σκέψη, όταν άκόμη τους έλειπε έντελώς το στερεό υπόβαθρο, το όποιο διέθετε η βυζαντινή διανόηση.
Ή χειρόγραφη συλλογή του τσάρου Συμεών πολύ γρήγορα πέρασε στη Ρωσία.
Την ξαναβρίσκουμε σ’ ένα πολύτιμο εικονογραφημένο χειρόγραφο του έτους 1073, το όποιο άνήκε στον ήγεμόνα του Κιέβου Σβιατοσλάβ.
Εξακολούθησε η άντιγραφή του και σήμερα μας είναι γνωστά 21 τουλάχιστον άπόγραφα, τα όποια καλύπτουν χρονική περίοδο πέντε αιώνων.
Άλλά η διάδοση του βυζαντινού κειμένου στούς Σλάβους δεν περιοριζόταν σ’ αυτή μόνο τη συλλογή.
Από το τέλος του 13ου και τις άρχές του 14ου αιώνα έχουμε πιά γνωστά μεταφραστικά κέντρα, όχι μόνο στις σλαβικές χώρες, άλλά και μέσα στο Βυζάντιο, κυρίως Κωνσταντινούπολη και Άγιον ’Όρος, η στις πρώην βυζαντινές κτήσεις, όπως η Ιερουσαλήμ και το ’Όρος Σινα.
Στά κέντρα αύτά, σε άρμονική συμβίωση με τους Ελληνες, οι Σλάβοι εργάζονται εντατικά και άκατάπαυστα, μεταφράζοντας βυζαντινά κείμενα η διορθώνοντας παλιότερες μεταφράσεις.
Τώρα πιά έχουν όλότελα διαμορφωθεί οι έπί μέρους σλαβικές γλώσσες και πέρα από μιά κοινή γλωσσική βάση ύπάρχουν οι έντονες άποχρώσεις που προσδιορίζουν την αυτοτέλεια και άνεξαρτησία της κάθε μιας άπ’ αύτές.
Παράλληλα με την άρχική συλλογή του Συμεών, δημιουργούνται έκατοντάδες άλλες, το ίδιο πλούσιες η και πλουσιότερες σε περιεχόμενο, οι όποιες μεταφέρουν στον κόσμο των Σλάβων τις ιδέες, τις σκέψεις, τη θεολογία, τις φυσικές επιστήμες και την ιστοριογραφία του Βυζαντίου.
Έκτος άπ’ αυτά όμως ο συγχρονισμός δεν έχει άκόμη επιτευχθεί.
Ό 14ος αιώνας, όπως είναι γνωστό, άποτελεί για το Βυζάντιο περίοδο πνευματικής άνθήσεως.
Αύτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η αύτοκρατορία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κτήσεών της και βρίσκεται πιά κοντά στο τέλος της.
Γενικότερα, ο αιώνας αύτός χαρακτηρίζεται από την παλαιολόγεια άναγέννηση, για την οποία έχουν γραφτεί ήδη πολλά.
Η άναγέννηση αύτή άφορα όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής ζωής της αύτοκρατορίας, άνάλογες δέ έκδηλώσε ς βρίσκουμε στη Βουλγαρία του τσάρου Ιωάννη Αλεξάνδρου (1331-1371), τη Σερβία του Στεφάνου Δουσάν (1331-1355) και των διαδόχων του, καθώς και στη μοσχοβιτική Ρωσία, η οποία εισέρχεται τώρα σε περίοδο πολιτικού συγκεντρωτισμού.
Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος δίνει νέα πνοή το κίνημα του Ησυχασμού, το όποιο χαρακτηρίζεται από εμμονή στην ’Ορθοδοξία και βαθιά εσωτερικότητα της πνευματικής ζωής, η οποία τελικά καταλήγει σε δυναμικό μυστικισμό.
Και ενώ τα άνατολικά στοιχεία του ορθόδοξου μυστικισμού δέχονται ισχυρή άνανέωση, συγχρόνως έλέγχοντα από το έλληνικό πνευμα, το όποιο επιβιώνει και μάλιστα ισχυροποιημένο.
Η σύζευξη των δύο αύτών ροπών δημιουργεί νέα όψη του παραδοσιακού μυστικισμου, ο όποιος, έλευθερωμένος πάντοτε από την άνατολίτικη στατικότητα και άκινησία, κατορθώνει να συνδυάζει τη βαθιά μυστική εμπειρία με την έξωτερίκευση μέσα σε κοινωνική δραστηριότητα.
Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της κινήσεως αυτής είναι οι Γρηγόριος Σιναί της, Γρηγόριος Παλαμάς και Φιλόθεος Κόκκινος.
Τόσο αυτοί, όσο και οι υπόλοιποι ομοίδεάτες τους άναπτύσσουν μεγάλη συγγραφική δραστηριότητα, η οποία καλύπτει ένα εκτεταμένο πεδίο.
Προικισμένοι με πλούσια γνώση της θεολογικής γραμματείας, ιδιαίτερα οι δύο τελευταίοι, και με τη γνώση των φιλοσόφων και συγγραφέων της κλασικής άρχαιότητας, χρησιμοποιούν άφθονα τη γλώσσα τους για να έκφράσουν ιδέες που άντιστρατεύονται σαφώς στον έλεύθερο άδογμάτιστο ουμανισμό διότι σ’ αύτόν βλέπουν μια στείρα οπισθοδρόμηση, η όποία θα άγνοουσε το δύσκολο δρόμο που επί αιώνες είχε διανύσει η αυτοκρατορία στήν προσπάθεια να διαφυλάξει την πίστη της από τις αποκλίσεις, τις όποιες προκαλούσαν η λογικοκρατία και ο ανατολίτικος μυστικισμός.
Το κίνημα αύτό, έκπροσωπούμενο από τις πιο λαμπρές και πνευματικά άγωνιστικές προσωπικότητες του Βυζαντίου, κατόρθωσε να έπιβληθεί στην πνευματική ζωή και να σφραγίσει με μιά άνανεωτική πνοή τον τελευταίο αιώνα της βυζαντινής αύτοκρατορίας.
Τό ήσυχαστικό κίνημα μεταδίδεται άμέσως στη γειτονική Βουλγαρία και στη Σερβία, ύστερα δέ στη μακρινή Ρωσία, όπου άποκτά οπαδούς ανάμεσα στούς πιο μορφωμένους και πνευματικά εκλεπτυσμένους άνθρώπους της έποχής.
Τον 14ο αιώνα το Άγιον ’Όρος και η Κωνσταντινούπολη κατακλύζονται από Σλάβους λόγιους μοναχούς, οι όποιοι γνωρίζουν την έλληνική και εργάζονται έντατικά πάνω σε μεταφράσεις έλληνικών κειμένων.
Το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο των άνθρώπων αύτών είναι ψηλό καί, εχοντας ξεπεράσει πιά τα όρια μιας πλατιάς εγκύκλιας παιδείας, αποκτούν άμεση έπαφή με τα θεολογικά και γενικότερα ιδεολογικά ρεύματα που επικρατούν μέσα στη βυζαντινή κοινωνία.
Η άμεση η έμμεση έπαφή τους με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, και η γνωριμία με το βαθύ θεολογικό τους εργο, όπου κυριαρχούν η ύψηλή σκέψη και η έκλεπτυσμένη έκφραση μέσω μιας δυσνόητης θεολογικής και φιλοσοφικής ορολογίας, τους άναγκάζει να ολοκληρώσουν την έκμάθησή της για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν από πιο κοντά τις συζητήσεις που γίνονται γύρω τους.
Έτσι, στά μέσα του Μου αιώνα μεταφράζονται για πρώτη φορά από το Σέρβο λόγιο μοναχό Ήσαί α τα περίφημα συγγράμματα, τα γνωστά ως εργα του Διονυσίου ’Αρεοπαγίτου, τα όποια εισάγουν οριστικά τη νεοπλατωνική ορολογία στον ορθόδοξο μυστικισμό.
Οσο η εμφάνιση των συγγραμμάτων αυτών τον 6ο αιώνα άποτέλεσε, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί, σταθμό στήν ιστορία της σκέψης, έξίσου σπουδαίο γεγονός ύπήρξε για το σλαβικό κόσμο η μετάφρασή τους στη σλαβική το 14ο αιώνα, διότι του έδωσε τη βάση για την κατανόηση της ούσίας της μυστικής θεολογίας, αύτής της θεολογίας που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στο ρωσικό στοχασμό του 19ου και 20ου αιώνα.
Με τη μετάφραση αύτή μπόρεσε ο σλαβικός κόσμος να παρακολουθήσει για πρώτη φορά μόλις το 14ο αιώνα τις σύγχρονες πνευματικές κινήσεις του Βυζαντίου.
’Επακόλουθο ήταν να μεταφραστούν άμέσως στη σλαβική έργα σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων όπως π.χ. των Γρηγορίου Σιναί του, Φιλοθέου Κόκκινου, Γρηγορίου Παλαμά, Νικολάου Καβάσιλα, άλλά και των άντιπάλων τους, Βαρλαάμ του Καλαβρου, και του Γρηγορίου ’Ακινδύνου.
Οι Σλάβοι έχουν φτάσει τώρα στήν πλήρη ένημέρωσή τους πάνω στήν πνευματική κίνηση του Βυζαντίου και από δώ και πέρα μπορούμε να μιλάμε καθαρά για βυζαντινές έπιδράσεις στο σλαβικό κόσμο, ο όποιος έχει περάσει πιά προ πολλου στη φάση της ώριμης αύτοτελους γραμματείας.
Κατά το 14ο και 15ο αιώνα, πέρα από το ήσυχαστικό κίνημα που κυριαρχεί έντονα στο Βυζάντιο με κέντρα την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον ’Όρος, συντελείται και μια άξιόλογη στροφή πρός την άρχαιογνωσία.
Η γλώσσα των βυζαντινών συγγραφέων της περιόδου αύτής είναι μια άναβιωμένη άττικίζουσα, με πολλά ρητορικά σχήματα, λεπτή στήν έκφραση, εύέλικτη και πνευματώδης. η παλαιολόγεια άναγέννηση φέρνει μαζί της τον νεοκλασικισμό.
Αύτή η άναγέννηση άντικατοπτρίζεται σε μεγάλο άριθμό έλληνικών χειρογράφων, άλλά και σλαβικών. τα πνευματικά κέντρα της Βουλγαρίας και της Σερβίας, στά όποια καλλιεργείται, τη μεταδίδουν άμέσως στη Ρωσία, η οποία διατηρεί συγχρόνως και άμεση επαφή με τα βυζαντινά κέντρα.
Ο ελληνικός νεοκλασικισμός δημιουργεί κατ’ επαγωγή ανάλογο σλαβικό.
Οι Σλάβοι στρέφονται και αυτοί στη δική τους άρχαιότητα και τη φέρνουν ξανά στήν έπιφάνεια.
Μελετούν και αντιγραφούν
τις πηγές που αφορούν τον εκχριστιανισμό τους,
τη φιλολογική δραστηριότητα του Κυρίλλου και Μεθοδίου,
τη δημιουργία της σλαβικής γραφής και της γραφόμενης γλώσσας,
αύτή είναι η δική τους άρχαιότητα και κλασική έποχή.
Παράλληλα όμως παρακολουθούν και τον βυζαντινό νεοκλασικισμό.
Μνημονεύονται στά εργα τους ο Θουκυδίδης, ο Ίώσηπος Φλάβιος, ο Όμηρος, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος κ.ά. σε λίγο τις μορφές αυτές θα τις δούμε σε τοιχογραφίες των ναών τους, δίπλα στούς άγιους της ’Εκκλησίας, όπως άκριβώς συνέβαινε στον έλληνικό κόσμο των υστεροβυζαντινών χρόνων.
Ή παρουσία των πολιτιστικών άξιων του Βυζαντίου μεταξύ των Σλάβων έγνώρισε, όπως είδαμε, τρεις ουσιαστικές φάσεις: τη μεταφύτευση, την άφομοίωση και την έπίδραση.
Ούσιαστικό ρόλο στη διαδικασία αύτή, που κράτησε αιώνες, διαδραμάτισαν η γλώσσα και το κείμενο. με τη μεταφύτευση ο κόσμος των Σλάβων άπέκτησε γλώσσα και λογοτεχνία, ενώ συγχρόνως δέχτηκε τις βυζαντινές πολιτιστικές δομές.
Με την άφομοίωση των βυζαντινών στοιχείων, που του έδωσε η μεταφύτευση, κατόρθωσε να διαμορφώσει δική του αύτοτελή λογοτεχνία και εθνικό πνευματικό βίο.
Στη φάση των έπιδράσεων δέχεται και έπιλέγει ιδέες, έκφραστικούς τρόπους, λογοτεχνικό είδος και υφος.
Γενικότερα όμως ο σλαβικός κόσμος άποκτα ενα βαθύ πολιτιστικό ύπόβαθρο, το όποιο τον δένει με τις δομές της μεγάλης βυζαντινής πνευματικής παραδόσεως και γέννα καταβολές.
'Ορόσημο αύτής της παραδόσεως παραμένει μέχρι τις ήμέρες μας η κυριλλική γραφή,πού εύλαβικά κρατιέται αμετάβλητη και άλώβητη σε δλες έκεί νες τις σλαβόφωνες χώρες, οι όποιες απαρχής έμειναν πνευματικά δεμένες με το Βυζάντιο.
Οι πολιτικές και κοινωνικές άλλαγές και σχέσεις, όποιες και άν ύπήρξαν στη ροή των αιώνων, δέ στάθηκαν ικανές να αλλοιώσουν όλότελα την ύφή των άξιών που συνδέουν το σλαβικό κόσμο της κυριλλικής γραφής με την έλληνική βυζαντινή παράδοση.
Η παράδοση αύτή επιβιώνει περισσότερο στη λαίκή ψυχή, διότι σ’ εκείνη έχει τις ρίζες της.
Μέσα σ’ αύτή έχει διαμορφωθεί ένα κοσμοείδωλο, που όσο κι άν έχει ξεθωριάσει, πάντα μπορεί να άναγνωριστεί το άρχέτυπό του. η κυριλλική γραφή, που μόνιμα φέρνει στη μνήμη τον θεσσαλονικέα έκπολιτιστή Κύριλλο, πέρα από τη μορφολογική της συγγένεια με την έλληνική, παραμένει μάρτυρας μιας άρχικής πνευματικής πατρίδας.
'Οποιοσδήποτε βυζαντινός διανοούμενος, βάζοντας στη θέση της αρχαίας ’Αθήνας την ένδοξη Κωνσταντινούπολη η την αειθαλή Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε άδίστακτα να έπαναλάβει τα αθάνατα λόγια του ’Ισοκράτη:
«Τοσούτον δ’ άπολέλοιπεν η πόλις ήμών περί το φρονεί ν και λέγειν τους άλλους άνθρώπους, ώσθ’ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκε μηκέτι του γένους άλλά της διανοίας δοκεί ν είναι, και μάλλον 'Έλληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ήμετέρας η τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου