Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Μακεδονία Κοιτίδα του Ελληνισμού. Makedonien Wiege des Hellenismus.

 Θεόδωρος Νικολάου
 Τακτικός Καθηγητής, 
Διευθυντής του ’Ινστιτούτου 
’Ορθοδόξου Θεολογίας 
του Παν/μίου Μονάχου
(Όλες οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)

Μακεδονία. 
Σύντομη ιστορική ανασκόπηση
 και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων.


 Το παρόν δημοσίευμα είναι το κείμενο διαλέξεως, που δόθηκε στην Olympiahalle του Μονάχου στα πλαίσια της διαδηλώσεως των Ελλήνων της Βαυαρίας και άλλων κατοίκων του Μονάχου για το θέμα της Μακεδονίας στις 5 ’Απριλίου 1992.
 Τη διαδήλωση αυτή οργάνωσαν με μεγάλη επιτυχία από κοινού όλοι οι επίσημοι φορείς και σύλλογοι του Ελληνισμού στο Μόναχο. ’Ιδιαιτέρως έπρωτοστάτησαν κατά την οργάνωση η ’Εκκλησία και το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος στο Μόναχο — έχοντας επί κεφαλής το Γενικό Πρόξενο κ. Κυριάκο Ροδουσάκη. 
Σύμφωνα με στοιχεία των διοργανωτών ο αριθμός των συγκεντρωθέντων ύπερέβαινε τις 18 χιλιάδες. 
‘Η εκτύπωση και κυκλοφορία του παρόντος κειμένου αποβλέπει κατ’ αρχήν στην εκπλήρωση επιθυμίας πολλών άκροατών να το αποκτήσουν  Παραλλήλως θεωρήθηκε αυτονόητο να δοθεί και αντίστοιχη γερμανική μετάφραση, ώστε το δημοσίευμα αυτό να συμβάλλει και σε ευρύτερη ενημέρωση φίλων Γερμανών. 
Στήν εκπόνηση της μεταφράσεως καθώς και σε άλλα πρακτικής φύσεως θέματα, που είχαν σχέση με την εκτύπωση, βοήθησε με περίσσιο ζήλο ο νομικός κ. Στέφανος Ταλαντόπουλος, τον όποιο από της θέσεως αυτής ευχαριστώ. 
Εύελπιστώντας ταυτόχρονα, πώς οι γραμμές αυτές θά βοηθήσουν όντως σε μια σωστή ενημέρωση, εύχομαι διακαώς όχι μόνον δίκαιη λύση του προβλήματος, αλλά και ειρηνική συμβίωση, άλληλοκατανόηση και γόνιμη συνεργασία όλων των λαών της περιοχής.

 Πρόλογος

Θεοφιλέστατε, 
εντιμώτατε κ. Γενικέ Πρόξενε, 
αγαπητές Συμπατριώτισσες, αγαπητοί Συμπατριώτες, 

Αισθάνομαι ιδιαίτερη χαρά, που μου δίδεται σήμερα η δυνατότητα να ομιλήσω στη μεγαλειώδη αυτή συγκέντρωση.
Με την επιβλητική σε όγκο παρουσία μας αποδεικνύουμε  ότι και ο Ελληνισμός της Βαυαρίας — όπως όλοι οι Έλληνες απανταχού της γης — επαγρυπνεί κι ενδιαφέρεται ζωηρά για τα εθνικά μας θέματα.

Με μια πολιτισμένη διαδήλωση και μια αντικειμενικά ορθή τοποθέτηση διατρανώνουμε ταυτόχρονα και τη θέλησή μας να πράξουμε το κατά δύναμιν για μια δίκαιη, ειρηνική και προ πάντων βιώσιμη λύση στο πρόβλημα,
που δημιουργείται με τη διάλυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας
και την επιδίωξη της Σλαβικής Δημοκρατίας των Σκοπιών
να αναγνωρισθεί με το όνομα »Μακεδονία«. 


Πρόκειται για πρόβλημα πολιτικό, και προσωπικά δεν ασχολούμαι μεν ιδιαζόντως με την πολιτική.
Δέχθηκα παρά ταύτα την τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών να ομιλήσω από του βήματος αυτού για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον διότι πρόκειται για σοβαρότατο και καυτό για όλους τους Έλληνες πρόβλημα, μπροστά στο όποιο ουδείς επιτρέπεται να σιωπήσει.
Δεύτερον διότι νομίζω, πώς — ως πανεπιστημιακός δάσκαλος, που έρευνα και διδάσκει ιδιαίτερα εκκλησιαστική ιστορία, — θα μπορούσα να αναπτύξω τις ιστορικές κυρίως πτυχές του θέματος.

Μέσα από τις πτυχές αυτές εξάγεται σαφώς και η ανεδαφικότητα των Σκοπιανών αξιώσεων  παραχαράξεων και διεκδικήσεων.
Για το λόγο αυτό επέλεξα το επί μέρους θέμα »Μακεδονία. Σύντομη ιστορική ανασκόπηση και έλεγχός των Σκοπιανών παραποιήσεων«.
 Στόχος μου είναι η όσο το δυνατό σωστή και αντικειμενική ιστορική ενημέρωση  ώστε ο καθένας μας στον κύκλο του να μπορεί να μεταδώσει την αλήθεια.

Κι είναι μεν γεγονός, ότι πολιτικά προβλήματα δεν λύονται πολλές φορές με κριτήριο το δίκαιο και την αλήθεια.
 Όμως θα ήταν προδοσία της πνευματικής μας κληρονομιάς, αν δεν δεχόμασταν για την επίλυση τόσο των διανθρωπίνων, όσο και των διεθνών προβλημάτων ως βάση την άλήθεια, που κατά την "Αγία Γραφή είναι »μεγάλη και ισχυρότερα παρά πάντα ... η αλήθεια μένει και ισχύει ... και ζή και κρατεί εις τον αιώνα ... και υπερισχύει«.

Στην ομιλία μου αυτή  διαπραγματεύομαι με συντομία τέσσερα σημεία, στά όποια παρακαλώ ας στρέψουμε την προσοχή μας.
Γέννηση Αλεξάνδρου.

1. Η Μακεδονία κοιτίδα του ‘Ελληνικού πολιτισμού

Θα ήθελα εκ προοιμίου να κάνω στο σημείο αυτό δύο διαπιστώσεις.
Κατ’ αρχήν είναι απλή, όμως θεμελιώδης, η διαπίστωση, ότι ο όρος Μακεδονία, που άπαντά ήδη στον »πατέρα της ιστορίας« Ηρόδοτο, σημαίνει, όπως και τόσοι άλλοι, π.χ. Θεσσαλία, Πελοπόννησος, ’Ήπειρος κτλ., μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Παρά τις διάφορες — μικρές ως επί το πλείστον και μάλλον περιφερειακές — αλλαγές των συνόρων της δια μέσου των αιώνων η Μακεδονία παραμένει βασικά ένας γεωγραφικά καθορισμένος χώρος, από τον όποιο σήμερα ανήκουν 34.203 τετρ. χιλ. (49,55 %) στήν Ελλάδα, 25.713 τετρ. χιλ. (37,25 %) στη Γιουγκοσλαβία και 9.100 τετρ. χιλ. (13,18 %) στη Βουλγαρία.

Ωσαύτως θεμελιώδης — για τη συγκέντρωσή μας μάλιστα βασικώτατη — είναι μια δεύτερη διαπίστωση, ότι δηλαδή η ιστορία του γεωγραφικού αυτού χώρου της Μακεδονίας είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.

Λέγοντας τη λέξη Μακεδονία, εννοούμε ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας και ταυτότητας• εννοούμε την πιο αξιοπρόσεκτη κοιτίδα του Ελληνισμού.

’Άς αναλύσουμε όμως ειδικότερα, γιατί η Μακεδονία είναι άρρήκτως συνδεδεμένη με τον Ελληνισμό.
Η έκφραση » ελληνισμός« εμφανίζει ανά τους αιώνες περισσότερες από μία έννοιες.

Στη συνάφεια αυτή  αξίζει να σταθούμε για λίγο στην εξής διπλή και πιο συνηθισμένη σημασία του όρου:
Πρώτον στην αρχική του έννοια, κατά την όποια Ελληνισμός δηλώνει το έλληνίζειν, το φέρεσθαι, σκέπτεσθαι και ομιλείν ως Ελληνας.

Πρόκειται στην περίπτωση αυτή για την τεράστια πνευματική-πολιτιστική κίνηση, που άρχισε με το Μέγα ’Αλέξανδρο από τα τέλη του τετάρτου αιώνα, οπότε παύει η Ελληνική γλώσσα και παιδεία να αποτελεί κτήμα μόνον των Ελλήνων, άλλ’ άποκτά παγκοσμιότητα και γίνεται γέφυρα, πάνω από την όποια περνούν οι εύγενέστεροι καρποί του έλληνικού πνεύματος και διοχετεύονται στη μόνη αληθινή θρησκεία, το Χριστιανισμό.

Ό Ελληνισμός γίνεται έτσι το νευρικό σύστημα του Χριστιανισμού και συμβάλλει στήν παγκόσμια ιστορική πραγμάτωση και ενσάρκωσή του, ο δε Χριστιανισμός καταφάσκει και καταξιώνει εκείνα τα στοιχεία του Ελληνισμού, που και σήμερα άποτελούν ερείσματα σταθερά του λεγομένου δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.
 Ό Ελληνισμός — ιδιαίτερα με τη σημασία αυτή — δεν είναι απλώς ένα ιστορικό φαινόμενο.

Δεν είναι μια στενή έθνικιστική-φυλετική τοποθέτηση η ένα ήθικιστικό πρόγραμμα.

Είναι πολύ περισσότερο μια πνευματική κατάσταση ισορροπίας άπέναντι στήν αιώνια πρόκληση του άνθρώπου• είναι μια οικουμενική πνευματική παρουσία κι ένας τρόπος ζωής, που εκπροσωπεί άκατάλυτες άρχές και άξίες κι άποτελεϊ τη ρίζα του άνθρωπίνου πολιτισμού.

Κοιτίδα και αφετηρία του Ελληνισμού με την έννοια αυτή υπήρξε η ελληνική γη της Μακεδονίας, γιατί από εδώ ξεκίνησε το άπαράμιλλο και μοναδικό — σε τελευταία άνάλυση — πολιτιστικό εργο του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.

Το γεγονός, ότι π.χ. το Ευαγγέλιο έγράφη στά Ελληνικά, το χρωστάμε στο Μέγα ’Αλέξανδρο, που ώς »τών Ελλήνων ήγεμών«, όπως ονόμαζε τον εαυτό του, δημιούργησε το πλαίσιο για την έδραίωση του Ελληνισμού.

 Δεύτερον χρησιμοποιείται ο όρος Ελληνισμός με την έννοια του έθνους των Ελλήνων. η Μακεδονία είναι άναπόσπαστο κομμάτι και κοιτίδα του Ελληνισμού με την έννοια αυτή, διότι κατοικήθηκε όντως δια μέσου των αιώνων από τους "Έλληνες, οι όποιοι σ’ όλες σχεδόν τις φάσεις της γνωστής άνθρώπινης ιστορίας άπετέλεσαν την πλειονότητα των κατοίκων της.

Κάθε ιστοριοδίφης, αλλά και κάθε απλός μελετητής της ιστορίας, γνωρίζει σήμερα την άλήθεια αυτή. ’Ενδεικτικά μόνον θά ήθελα να άναφέρω ώρισμένα στοιχεία στο σημείο αυτό:

 ’Αρχίζω με το γνωστό και παγκοσμίως άναγνωρισμένο Λεξικό άρχαιογνωσίας Der Kleine Pauly, στο όποιο η επιστημονική ερευνά συνοψίζεται στά έξής λόγια:

»Σύμφωνα με το γενικό πόρισμα οι Μακεδόνες ήσαν μια έλληνική φυλή (griechischer Volksstamm), η όποια κατοικούσε άρχικά στη βόρεια Θεσσαλία και η όποια μέσω των περιοχών της Όρεστίδος και ’Εορδαίας της ανω Μακεδονίας προχώρησε στην κάτω Μακεδονία (εννοεί την μεταξύ ’Αξιού και Άλιάκμονος παραθαλάσσια περιοχή). το όνομα Μακεδόνες είναι ελληνικό«.

 Πράγματι, δεν υπάρχει στην αρχαιότητα ξεχωριστή εθνότητα Μακεδόνων.

Όταν χρησιμοποιούμε σήμερα τον όρο έθνος, εννοούμε ένα σύνολο ανθρώπων, που μιλάει κυρίως την ίδια γλώσσα, κατοικεί στον ιδιο γεωγραφικό χώρο κι εχει επί πλέον κοινή ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά (ιδιαίτερα την ιδια θρησκεία).

’Άν μεταφέρουμε τον όρο αυτό στήν άρχαιότητα, πρέπει να χαρακτηρίσουμε όλους τους ‘Έλληνες γενικά ως ένα έθνος, γιατί συγκεντρώνουν από κοινού τα γνωρίσματα αυτά. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας δεν ξεχωρίζουν εν προκειμένω από τους λοιπούς "Ελληνες• ομιλούν κι αύτοί, όπως οι Σπαρτιάτες, ’Αθηναίοι, Θεσσαλοι κλπ. την έλληνική γλώσσα• πιστεύουν στούς Θεούς του Όλύμπου• έχουν τα ιδια γενικώς ή'θη και έθιμα* συμμετέχουν στούς ’Ολυμπιακούς ’Αγώνες7• είναι μέλη της Άμφικτυονίας των Δελφών• κι άνήκουν με λίγα λόγια — παρά τις τυχόν πολιτικές διαφορές τους με τους κατοίκους άλλων Ελληνικών κρατών — στον κόσμο των Ελλήνων* κι άποτελοΰν μάλιστα, κατά την έπιτυχή έκφραση του Πολυβίου, το προπύργιο και τον προμαχώνα των Ελλήνων.

 ’Αντίθετα πρός τους Μακεδόνες, οί βόρειοι γείτονες τους, οι Παίονες και οι Δάρδανοι, δεν άνήκουν στούς ‘Έλληνες.

Προ πάντων οί Δάρδανοι, στούς όποιους ανήκε η περιοχή της σημερινής πόλεως των Σκοπιών, που τότε λέγονταν Σκούποι, ήσαν οι ισχυρότεροι εχθροί των Μακεδόνων. Γι αυτό ο Φίλιππος Β κατανικήσας τους Δαρδάνους ονομάσθηκε »Δαρδανέων όλετήρ«.

 Είναι περιττό να μνημονεύσω εδώ τις πολλαπλές μαρτυρίες διαφόρων συγγραφέων της άρχαιότητας η ποικίλες έλληνικές επιγραφές, που βρέθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας* να άναφέρω τα ονόματα πόλεων η τα ονόματα Μακεδόνων βασιλέων από τον Πέρδικα και τον ’Αλέξανδρο τον Α΄ μέχρι τον Άμύντα, το Φίλιππο και το Μέγα Αλέξανδρο, που ήσαν κοινά ελληνικά ονόματα και τα συναντάμε σ' όλη την αρχαία Ελλάδα.

 Δέν μου επιτρέπει η κλεψύδρα του βήματος να περιγράψω τα έλληνικά άρχαιολογικά ευρήματα στήν Πέλλα, το Δΐον, τη Βεργίνα κι άλλαχού η να διηγηθώ ιδιαίτερα τα κατορθώματα του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, που έξεστράτευσε μέχρι τα βάθη της Άσίας ως βασιλιάς όλων των Ελλήνων »πλήν Λακεδαιμονίων«.

 Μάς λείπει ο χρόνος να έξάρω τη φιλοσοφική σκέψη του ’Αριστοτέλη, δασκάλου του Μεγάλου ’Αλεξάνδρου, ή τη δοξογραφική συμβολή ’Ιωάννη του Στοβαίου, των εκλεκτών αυτών Ελλήνων, τέκνων της Μακεδονίας.

Με το τελευταίο αυτό όνομα του ’Ιωάννη του Στοβαίου μεταφερόμαστε ήδη από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. στον πέμπτο μ.Χ. ’Ακριβώς η συλλογή γνωμών από ύπερπεντακοσίους Έλληνες συγγραφείς στο εργο του »’Ανθολόγιον« αίρουν κάθε άμφιβολία γιά την ελληνική συνείδηση και παράδοση, που διασώθηκαν και άνθοΰσαν και μετά τη μάχη της Πύδνας, ήτοι την ύποδούλωση της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 168 π.Χ.

Στο ιδιο συμπέρασμα οδηγεί επί παραδείγματι και το γεγονός, ότι ο άπόστολος Παύλος κήρυξε το Εύαγγέλιο στά Ελληνικά σε περισσότερες πόλεις της Μακεδονίας κι εγραψε τις γνωστές επιστολές του πρός Θεσσαλονικεΐς και Φιλιππησίους.

Η Μακεδονική γή συνέχισε να είναι έστία των Ελλήνων, ιδιαίτερα με τη δημιουργία της ’Ανατολικής Ρωμαϊκής Αύτοκρατορίας, της γνωστής ώς Βυζαντινής Αύτοκρατορίας, το ετος 324 μ.Χ. ’Έτσι γεννήθηκε κατά την επιτυχή έκφραση του August Heisenberg
»ή έκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αύτοκρατορία του Ελληνικού ’Έθνους«,
που διέπρεψε πάνω από χίλια χρόνια κι άπετέλεσε την »πνευματική γέφυρα«, από την όποια διήλθε ο Ελληνισμός της άρχαιότητας στη Δυτική Ευρώπη.

Κατά την εποχή της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας ο πληθυσμός της Μακεδονίας δεν αλλοιώνεται ριζικά, παρά τις επιδρομές και την έγκατάσταση σλαβικών φύλων κατ’ άρχήν στά βόρεια μέρη της Βαλκανικής κι άργότερα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. 

’Ιδιαίτερα στις πόλεις παραμένει το έλληνικό στοιχείο συμπαγές.
Αύτό εξάγεται π.χ. από την επιτυχή άντίσταση διαφόρων έλληνικών πόλεων στις επιθέσεις των Σλάβων.
Προ πάντων είναι άξιομνημόνευτη στο σημείο αυτό η άντίσταση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, της πρωτεύουσας της Μακεδονίας και δεύτερης σε σημασία πόλεως της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας.

’Αποσαφηνίζεται επίσης κι από το γεγονός, ότι από τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησαν τον ένατο αιώνα οι Έλληνες άδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος. 

Με το κήρυγμά τους, τη δημιουργία σλαβικού άλφαβήτου βασισμένου στο έλληνικό και τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων της ’Εκκλησίας στα Σλαβικά κατέστησαν τους Σλάβους μετόχους της ’Ορθοδόξου πίστεως και του ελληνικού πολιτισμού.

’Έτσι έπαληθεύθηκαν γιά μια δεύτερη φορά οί λόγοι του Λατίνου ποιητού Όρατίου και ο Ελληνισμός άποδείχθηκε άπαράμιλλη πολιτιστική δύναμη γιά τα σλαβικά φύλα.

Στο θέμα της διεισδύσεως των Σλάβων στη Μακεδονία θά έπανέλθω πιο κάτω. ’Εδώ θά ήθελα μόνο να συμπληρώσω, ότι οι επιδρομές και άλλων ξένων λαών
 (Άβάρων, Ούζων, Πατσινάκων, Νορμανδών, Λατίνων και Καταλανών) 
δεν επέφεραν ούσιαστική εθνολογική άλλοίωση των ‘Ελλήνων της Μακεδονίας.

Τήν πλειοψηφία άπέναντι στις άλλες εθνότητες (Τούρκους, Βουλγάρους, Σέρβους κλπ.) διετήρησαν οι Έλληνες στη Μακεδονική γή και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Χαρακτηριστική είναι επί του προκειμένου όχι μόνον η ύπαρξη έλληνικών σχολείων, στα όποια φοιτούσαν και Σλάβοι, και η συνδρομή των Μακεδόνων κατά τον άπελευθερωτικό άγώνα, άλλά και μια στατιστική, που προέρχεται από την εποχή πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 και δημοσιεύθηκε το 1926 από την »Κοινωνία των ’Εθνών«.

 Σύμφωνα με τη στατιστική αυτή  ζούσαν σε μια περιοχή, που εκτός της Μακεδονίας περιελάμβανε και εύρύτερες εκτάσεις της σημερινής Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας: ‘Έλληνες 513.000 (42,6 %), Μουσουλμάνοι 475.000 (39,4 %), Σέρβοι και Βούλγαροι 119.000 (9,9 %), διάφοροι (Εβραίοι, ’Αθίγγανοι, ’Αλβανοί, Ρουμανόφωνοι Βλάχοι κτλ.) 98.000 (8,1 %)15.

 Οί Μουσουλμάνοι, γιά τους όποιους ομιλούν τα στατιστικά στοιχεία, δεν αποτελούν εθνότητα, όπως άκούμε και διαβάζουμε συνεχώς στά μέσα ένημερώσεως, άλλά πρόκειται κυρίως γιά Τούρκους η έξισλαμισθέντες ’Αλβανούς, Σλάβους, ‘Έλληνες κτλ.

Με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαιτέρως με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας άφ’ ένός και Βουλγαρίας άφ’ ετέρου έπετεύχθη ήδη πριν το 1925 στην Ελληνική Μακεδονία μια σπάνια εθνική ομοιογένεια.

Με βάση και πάλι στατιστικά στοιχεία της »Κοινωνίας των ’Εθνών« του έτους 1926 οί Έλληνες της Μακεδονίας ανέρχονταν σε 1.341.000, άποτελούσαν δηλαδή το 88,8 % συνόλου του πληθυσμού, όλοι δέ οί ύπόλοιποι (Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Εβραίοι κλπ.) άναβιβάζονταν σε 170.000 (11,2 %) .
Έμβλημα-Σημαία  της VMRO-DPMNE Σκοπίων
Έμβλημα Βουλγαρίας

 2. Η βουλγαρική καταγωγή των Σλάβων κατοίκων της Δημοκρατίας των Σκοπίων 

Άντιθέτως πρός την σχεδόν άπόλυτη σημερινή ομοιογένεια των κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας αποτελεί ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων μια εθνική πανσπερμία, ένα συνοθύλευμα λαών και άνθρώπων.
 Πριν προχωρήσουμε στήν ανάλυση των ιστορικών αίτιων του γεγονότος αυτού, άξίζει να σημειώσουμε, ότι ο πληθυσμός της Δημοκρατίας των Σκοπίων ανέρχεται με βάση το Meyers Enzyklopadisches Lexikon17 στο 1.880.000.

 ’Από αύτούς, με βάση και πάλι το ίδιο Λεξικό, 69 % είναι οί αύτοαποκαλούμενοι »Μακεδόνες«, 17 % ’Αλβανοί18, 6,6 % Τούρκοι και 7,4 % διάφορες άλλες εθνότητες (Σέρβοι, Μαυροβούνιοι, Βούλγαροι, "Ελληνες, ’Αθίγγανοι κτλ.).

Ό λαός, στον όποιο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας, είναι κυρίως αυτοί, που αύτοονομάζονται »Μακεδόνες« και άποτελούν προφανώς την πλειοψηφία ολοκλήρου του πληθυσμού της Δημοκρατίας των Σκοπιών.
Με την ονομασία αυτή  εγείρουν την άξίωση να θεωρούνται ώς »μακεδονική εθνότητα«.

’Ανασκοπούντες την ιστορία θά διαπιστώσουμε, ότι ούσιαστικά γιά πρώτη φορά άναφαίνεται η άξίωση αυτή  με τη σημερινή της διάσταση μόλις το 1943.

 Τή χρονιά αυτή  ιδρύθηκε το »Μακεδονικό Κομμουνιστικό Κόμμα« κι ένα έτος άργότερα, τον Αύγουστο του 1944, η »Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας«.

Ό Κροάτης Τίτο εφεύρε έτσι μια εθνότητα άγνωστη μέχρι τότε.

Σκοπός του ήταν βασικά να ανατρέψει την άποψη των Βουλγάρων, ότι οί κάτοικοι του χώρου αυτού ήσαν ομοεθνείς τους, και να εξουδετερώσει μ’ αυτό τον τρόπο άντίστοιχες άξιώσεις τους.

Έκτος αυτού με την αύτονόμηση της εν λόγω περιοχής, που ανήκε προηγουμένως στη Σερβία, άπέβλεπε ο Τίτο και στήν εξασθένηση των Σέρβων στά πλαίσια της νέας »Λαϊκής Δημοκρατίας«.

Όμως η άποψη των Βουλγάρων είναι σε γενικές γραμμές ιστορικά ορθή. 

Οι σημερινοί κάτοικοι της Δημοκρατίας των Σκοπιών είναι στήν πλειοψηφία τους Σλάβοι βουλγαρικής καταγωγής.

H εισβολή και εγκατάσταση των σλαβικών φύλων στά Βαλκάνια άρχισε, όπως είδαμε, περί τα τέλη του έκτου και έντάθηκε τον έβδομο μ.Χ. αιώνα. 


Μεταξύ των φύλων αυτών διακρίνονται τέσσερα ως τα επικρατέστερα:
 Σλοβενοί, 
Κροάτες, 
Σέρβοι και 
Βούλγαροι. 

Άντιθέτως πρός τα τρία πρώτα σλαβικά φύλα οι Βούλγαροι προήλθαν από τη συγχώνευση των τουρκο-ταταρικών φύλων — γνωστών ώς Πρωτοβουλγάρων — και διαφόρων σλαβικών φύλων (όνομαζομένων στά Γερμανικά »Severenstamm und sieben Slawengeschlechter«), που είχαν κατέλθει και εγκατασταθεί πιο πριν στις βόρειες περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας και της Δημοκρατίας των Σκοπιών.

 Οι Πρωτοβούλγαροι, που άποτελούσαν την ήγέτιδα τάξη, καθυπέταξαν τα εν λόγω σλαβικά φύλα, που υπερτερούσαν άριθμητικά, και άφομοίωσαν ούσιαστικά τους Πρωτοβουλγάρους. 

Πάντως ύπήρξε τέτοια η συγχώνευση αυτή  των Πρωτοβουλγάρων και των μικροτέρων αύτών σλαβικών φύλων, ώστε έκτοτε μέχρι πριν πενήντα περίπου χρόνια να ονομάζεται ο λαός της περιοχής αυτής άποκλειστικά Βούλγαροι σ΄ όλες τις πηγές και τη διεθνή βιβλιογραφία. 

Οι Βούλγαροι δημιούργησαν υπό την αιγίδα του Άσπαρούχ ήδη το 681 ένα Μεγάλο Βουλγαρικό κράτος, που όχι μόνο κατέλαβε μεγάλα τμήματα της Βυζαντινής Αύτοκρατορίας στά Βαλκάνια, άλλ’ άπείλησε σοβαρά και την υπόστασή της. το κράτος αυτό των Βουλγάρων — μετά από διάφορες διακυμάνσεις — κατέρρευσε πλήρως κατά τη διάρκεια του δεκάτου αιώνα και τα άνατολικά του τμήματα περιήλθαν και πάλι στο Βυζάντιο.
Ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ

 Τέλη του αιώνα αύτού, και συγκεκριμένα το 976, ο Τσάρος Σαμουήλ ίδρυσε στα βορειοδυτικά μέρη της Μακεδονίας ένα καινούριο Βουλγαρικό κράτος με πρωτεύουσα την πόλη της Όχρίδος η Άχρίδος (πρόκειται γιά την άρχαία πόλη της Λιχνιδού). 

Το κράτος αύτό, που γνώρισε επίσης δύναμη και ισχύ, διαλύθηκε, όπως είναι γνωστό, μετά από διαρκείς πολέμους από τον Αύτοκράτορα Βασίλειο Β κατά τα έτη 1001-1014 (οριστικά διαλύθηκε το Φεβρουάριο του 1018 με το θάνατο του τσάρου Βλαδισθλάβου).

Το Βουλγαρικό αυτό κράτος του Σαμουήλ ονομάζεται, κυρίως από τους Σκοπιανούς, »Μακεδονικό« η »Σλαβομακεδονικό κράτος«. 

Είναι αλήθεια  πώς έπεκτεινόταν στην περιοχή της Μακεδονίας και μάλιστα και πέραν αυτή ς, όμως έπρόκειτο γιά Βουλγαρικό κράτος.
 Αύτό μαρτυρούν όλες οι διασωθείσες πηγές: ελληνικές, βουλγαρικές, άρμενικές και άραβικές.

Βασίλειος Β ο Βουλγαροκτόνος
 Γι αυτό κι ο Αυτοκράτορας Βασίλειος, που έξολόθρευσε τα στρατεύματα του Σαμουήλ, πέρασε στην ιστορία ως Βουλγαροκτόνος. Είναι περιττό να παρουσιάσω λεπτομερώς την περαιτέρω ιστορία αναφορικά με την κυριαρχία των Βουλγάρων και ιδιαιτέρως των Σέρβων με τον βασιλέα Στέφανο Δουσάν (1331-1355) στήν περιοχή της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπιών.

Γεγονός παραμένει, ότι ο σλαβικός πληθυσμός της περιοχής των Σκοπιών ένισχύθηκε κάτω από την κυριαρχία αυτή  και διατηρήθηκε έτσι και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας — παρά τις ποικίλες εθνολογικές διακυμάνσεις.

Κατά το 19ο αιώνα, την εποχή δηλαδή της εθνικής αφυπνίσεως των Βαλκανικών λαών, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1860, τα τρία Βιλαέτια των Σκοπιών, του Μοναστηριού και της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίσθηκαν από άγνοια της ιστορίας ως »Μακεδονία«.

Η αυθαίρετη και ανιστόρητη αυτή  έννοια του όρου άπετέλεσε το έναυσμα γιά τη συζήτηση, που είναι γνωστή ώς »Μακεδονικό ζήτημα«.

Σχετικά με τη σύνθεση του πληθυσμού μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τουρκική άπογραφή του Χιλμή Πασά το 1904.
Σύμφωνα μ’ αυτή  στο Βιλαέτι των Σκοπιών η υπεροχή των Βουλγάρων (172.005) έναντι των Ελλήνων (13.452) είναι σημαντική.

Άντιθέτως στά Βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηριού υπερτερούν σαφώς οί ‘Έλληνες (634.510) άπέναντι στούς Βουλγάρους (385.729).

Εντεύθεν εξάγεται άφ’ ενός, ότι οι ‘Έλληνες όχι μόνον δεν ελειψαν, άλλα άποτελούσαν την συντριπτική πλειοψηφία στη Μακεδονία (κυρίως στις περιοχές Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού), κι εξηγείται άφ’ ετέρου, γιατί οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944 ταυτίζονταν γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους.

Τά ήθη και έθιμά τους είναι και σήμερα τα αυτά με τα ήθη και έθιμα των Βουλγάρων.
Είπα πιο πριν  ότι οί Σκοπιανοί »ταυτίζονταν« γλωσσικά και πολιτιστικά με τους Βουλγάρους, γιατί στο μεταξύ καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες και οι υπεύθυνοι στο Βελιγράδι και τα Σκόπια προσπάθησαν να τους δώσουν καινούρια εθνική συνείδηση.

Τούτο συνέβη με την ανακήρυξη της λεγάμενης » Αυτοκέφαλου Μακεδονικής ’Εκκλησίας« ήδη κατ’ άρχήν το 1945 και μετά το 1967, χωρίς όμως να άναγνωρισθεΐ από καμμία ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία• το βήμα αυτό προξένησε παρά ταύτα το γνωστό σχίσμα στους κόλπους του Πατριαρχείου του Βελιγραδιού.

 Η προσπάθεια δημιουργίας εθνικής συνειδήσεως φαίνεται ιδιαίτερα από τη γλώσσα, που άναντιρρήτως αποτελεί το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός λαού.
Είναι γνωστό, ότι πριν από το 1944 οι Σλάβοι κάτοικοι στην περιοχή των Σκοπίων, που αυτονομάζονται »Μακεδόνες«, ομιλούσαν Βουλγαρικά, μια βουλγαρική διάλεκτο, στην όποια ήσαν διάχυτα και ελληνικά, τουρκικά, άλβανικά και άλλα γλωσσικά στοιχεία.

Η βουλγαρική αυτή  διάλεκτος δεν ταυτίζεται πλήρως με το σλαβοφανές έλληνικό γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν και ομιλούν και σήμερα ώρισμένοι Έλληνες στήν ελληνική Μακεδονία, όπως άποδεικνύουν οί έμπεριστατοομένες έρευνες του Κ. Τσιούλκα και Ν. Άνδριώτη.

 Γιά να ένισχυθούν τα Τιτοϊκά κομμουνιστικά σχέδια ξεχωριστής »Μακεδονικής εθνότητας«, έπρεπε οι Σκοπιανοί να αποκτήσουν γλωσσική ταυτότητα.
Αντικαθιστώντας λοιπόν κυρίως διάφορα βουλγαρικά γλωσσικά στοιχεία με σερβοκροατικά, δημιούργησαν ένα είδος νέας γραπτής σλαβικής γλώσσας, που ονομάζουν έκτοτε »Μακεδονική« η »Σλαβομακεδονική«.

Η ονομασία όμως αυτή , που επιβλήθηκε δυστυχώς ακρίτως ανάμεσα σε μερικούς σλαβολόγους, αντίκειται όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και σε κάθε σοβαρή γλωσσολογική έρευνα.
Αλυτρωτικός  χάρτης
της λεγόμενης «Μεγάλης 
Μακεδονίας» Σκοπίων

 3.  Έλεγχος των σκοπιανών παραποιήσεων, αξιώσεων και ισχυρισμών

 Με όσα έλέχθησαν μέχρι τώρα, αποδείχθηκε, ότι ολόκληρη σειρά ισχυρισμών και σοβαρών παραποιήσεων από μέρους των Σκοπιανών δεν αντέχει σ’ ένα σοβαρό επιστημονικό ιστορικό έλεγχο. ’Αποδείχθηκε, ότι:

1. Η ελληνικής προελεύσεως λέξη Μακεδονία είναι όρος γεωγραφικός και ότι δεν υπάρχει »μακεδονική εθνότητα«.

 2. Ως γεωγραφικός χώρος συνδέεται η Μακεδονία άρρήκτως με τον Ελληνισμό. Οι αρχαίοι Μακεδόνες είναι Έλληνες και δια μέσου των αιώνων οι ‘Έλληνες άπετέλεσαν ουσιαστικά πάντοτε την πλειονότητα του πληθυσμού της Μακεδονίας.

 3. Την περιοχή της σημερινής δημοκρατίας των Σκοπιών κατοικούσαν στήν άρχαιότητα κυρίως οί Δάρδανοι, που ήσαν άντίπαλοι των Μακεδόνων. Γι αυτό αν οι Σκοπιανοί θέλουν οπωσδήποτε άρχαίους προγόνους, ας άποκληθούν Δάρδανοι. 

4. ‘Η πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής των Σκοπίων άνήκει εθνολογικά στούς Σλάβους Βουλγάρους, που ήλθαν στο χώρο αυτό μετά τον έκτο και έβδομο αιώνα μ.Χ.

 5. Τό κράτος του Σαμουήλ ήταν βουλγαρικό και δεν άναφέρεται πουθενά στις πηγές ώς »Μακεδονικό«, όπως θέλουν να το παρουσιάζουν οι Σκοπιανοί.

6. Τά περί »Μακεδονικής εθνότητας« άποτελούν άποδεδειγμένα πολιτικό κατασκεύασμα του Τίτο και των κομμουνιστικών σχεδίων, που εμφανίζεται για πρώτη φορά μόλις το 1944.

 7. Η λεγόμενη »μακεδονική« γλώσσα είναι σλαβική τεχνητή γλώσσα. 

8. Οι Σκοπιανοί με το όνομα »Μακεδονία« όχι μόνο σεμνύνονται με ξένους ιστορικούς τίτλους, άλλά προβάλλουν ταυτόχρονα και με διαφόρους τρόπους εδαφικές άξιώσεις εις βάρος της Ελλάδος. ’Αρκεί να ύπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό δηλώσεις υπευθύνων πολιτικών τους, γεωγραφικούς χάρτες, που περιλαμβάνουν και τη λεγόμενη »Μακεδονία του Αιγαίου«, την κυκλοφορία χαρτονομίσματος με τον Πύργο της Θεσσαλονίκης, αναμνηστικά νομίσματα άναλόγου περιεχομένου κτλ. Έπί πλέον προκαλούν με το όνομα »Μακεδονία« τους ‘Έλληνες γείτονές τους, με τους οποίους καλούνται στο μέλλον ώς ελεύθερο κράτος να συνυπάρξουν και να συνεργασθούν. Άφαιρούν δέ ήδη τώρα και προ πάντων με το πέρασμα του χρόνου τα άναφαίρετα και ΐστορικώς, πολιτιστικώς και έθνολογικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των Ελλήνων σχετικά με το ιδιο όνομα. Δέν πρόκειται έπί του προκειμένου γιά το λεγόμενο Copyright, άλλά γιά την οντότητα και την τρισχιλιετή σχεδόν ιστορία ένός τμήματος του έλληνικού λαού.

9. Λέγουν τελευταία οι Σκοπιανοί, ότι δεν έχουν έδαφικές διεκδικήσεις έναντι άλλων χωρών και παρενέβαλαν μάλιστα άνάλογη διαβεβαίοχτη και στο Σύνταγμά τους (άρθρο 3). ‘Όμως η διαβεβαίωση αυτή δεν καλύπτεται από το προοίμιο του εν λόγω Συντάγματος• ούτε συμβιβάζεται με τα άρθρα του 49 (ύπαρξη μειονοτήτων στά δμορα κράτη και άνάληψη προστασίας από τα Σκόπια), 68 και 74 (στά όποια γίνεται λόγος γιά διαδικασία τροποποιήσεως συνόρων). Τά άρθρα αύτά ύποκρύπτουν επεκτατικές διαθέσεις.

 10. Οι Σκοπιανοί προβάλλουν το φαινομενικά σωστό επιχείρημα, ότι είναι αστείο η Ελλάδα, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ κι εχει πάνω από δέκα εκατομμύρια πληθυσμό, να ισχυρίζεται, ότι φοβάται το νέο κράτος των Σκοπιών, που έχει μόνον δύο έκατομμύρια πληθυσμό. το επιχείρημα αυτό ένεκα της εύλογοφάνειάς του το συμμερίζονται και μερικοί φίλοι.
"Όμως το ιδιο επιχείρημα πρέπει να το δούμε σε συνάρτηση όχι μόνον με τις γενικώτερες άνακατατάξεις στά Βαλκάνια και την προσπάθεια της Τουρκίας να επηρεάσει και ελέγξει μέσα από το μουσουλμανικό πληθυσμό τα κράτη των Βαλκανίων, άλλά και με το γεγονός, ότι η γειτνίαση της έλληνικής Μακεδονίας με ομώνυμο κράτος σλαβικής εθνότητας μπορεΐ να στραφεί κατά της άκεραιότητας της Ελλάδος. Με το πέρασμα του χρόνου θά δημιουργήσει οπωσδήποτε σύγχυση και θά εγκυμονήσει κινδύνους, που μπορεΐ να οδηγήσουν στήν άποσταθεροποίηση της περιοχής.

4. Ή Ελλάδα παράγοντας σταθερότητας γιά τα Βαλκάνια και την Ευρώπη 

Γενικώς ισχύει, ότι οι λαοί — όπως και τα άτομα — δεν διαλέγουν τους γείτονές τους.

Γι αυτό πρέπει με μέσα ειρηνικά και με το διάλογο να λύνουν τις τυχόν διαφορές τους και να καλλιεργούν καλές σχέσεις μεταξύ τους. ’Έστω και μια σύντομη ματιά στο χώρο των Βαλκανίων πείθει εύκόλως τον καθένα γιά το έξής πράγμα: ‘Η Ελλάδα βρίσκεται σ' ένα χώρο πολιτικά εύαίσθητο* περιβάλλεται από κράτη και λαούς, που για διαφόρους λόγους δεν διαθέτουν δημοκρατική παράδοση και τελούν σε άναστάτωση και κατάσταση μεταβατικής — όπως θέλουμε να ελπίζουμε — άνωμαλίας.

Άν εξαιρέσουμε την Τουρκία με τις επεκτατικές προφανώς βλέψεις της, όπου λόγω και των συνεχών επεμβάσεων του στρατού στήν πολιτική δεν έμπεδώθηκαν άκόμη πλήρως η δημοκρατία και τα άνθρώπινα δικαιώματα, τα άλλα γειτονικά κράτη διέρχονται μια κατάσταση άσταθείας, επειδή τώρα μόλις άπελευθερώνονται από το τέρας του Κομμουνισμού.

Κι επειδή τη θέση του ενδέχεται να πάρει κάποια άλλη ιδεολογία η και άκραία θρησκευτική πεποίθηση (π.χ. ο ισλαμικός φουνταμενταλισμός), γι’ αυτό κι επιβάλλεται ακόμη πιο συνετή πολιτική και διάθεση για διάλογο.
Τα κράτη αυτά  με τα όποια μάς συνδέει εκτός των άλλων ιδιαιτέρως η κοινή ορθόδοξη πίστη, χρειάζονται τη συμπαράσταση της Ελλάδος, άφού σε σύγκριση με αύτά η Ελλάδα άποτελεί σοβαρό παράγοντα σταθερότητας γιά την περιοχή και συνεπώς και γιά την Εύρώπη γενικώτερα. η συνεννόηση όλων των κρατών της περιοχής — συμπεριλαμβανομένης άσφαλώς και της Τουρκίας — είναι η πιο μεγάλη επιταγή της ώρας αυτής.

Στο δύσκολο αυτό έργο πρέπει να τείνουν και τείνουν ήδη χείρα βοήθειας και τα άλλα κράτη της Εύρωπαϊκής Κοινότητας.
Οί τελευταίες αύτές παρατηρήσεις γιά συμπαράσταση και συνεννόηση ισχύουν και ώς πρός τη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία των Σκοπίων. το μείζον ζήτημα στήν περίπτωση αυτή  είναι η αύτοδιάθεση και ιδιαίτερα η άναγνώριση της Δημοκρατίας αυτή ς ώς ελευθέρου κράτους.

Τά πλαίσια γιά το βήμα αυτό καθώρισαν οι Υπουργοί ’Εξωτερικών της Εύρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφασή τους από τις 16 Δεκεμβρίου 1991.
Η άπόφαση αυτή  απαιτεί, όπως είναι γνωστό, από μέρους της ήγεσίας των Σκοπίων συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι:

 1. Δέν έχουν εδαφικές άξιώσεις απέναντι σε μια χώρα της Εύρωπαϊκής Κοινότητας.

 2. Δέν θά προβούν σε καμμία εχθρική προπαγανδιστική ενέργεια σε βάρος γειτονικής χώρας και

3. Δέν θά χρησιμοποιήσουν ονομασία, από την όποια προκύπτουν έδαφικές άξιώσεις. Με τη στάση μας και τη σοβαρότητα των επιχειρημάτων μας μπορούμε και πρέπει να πείσουμε κάθε συνομιλητή μας καλής θελήσεως οχι μόνο, ότι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος είναι σαφής και ένιαία, άλλά προ πάντων, ότι η πατρίδα μας έμμένει στήν τήρηση των τριών αύτών δρων.

 Ώς πρός την άναγνώριση της Δημοκρατίας των Σκοπίων με βάση τους τρεις αύτούς δρους, κανένας νουνεχής άνθρωπος δεν μπορεΐ και δεν πρέπει να έχει άντίρρηση.

Ουσιαστικές άντιρρήσεις πρέπει να έχει ο καθένας, όπως κατέδειξα παραπάνω, κυρίως ώς πρός το σφετερισμό του όρου »Μακεδονία« από τους Σκοπιανούς.
Πρέπει γι’ αυτό οπωσδήποτε να ματαιωθεί η χρήση του δρου »Μακεδονία« ώς ταυτότητας των Σκοπιανών.
Διότι, έπαναλαμβάνω, με το όνομα αυτό άλλοτριώνουν τη Μακεδονία από την Ελληνική της ιστορία και παράδοση και δημιουργούν τις προϋποθέσεις άπαραδέκτων άξιώσεων και διεκδικήσεων.

Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, 

θά ήταν παράλειψή μου, αν τελειώνοντας δεν εύχαριστήσω τους διοργανωτές, που μου έκαναν την τιμή και μού έδωσαν την εύκαιρία να άναπτύξω τις παραπάνω σκέψεις στήν επιβλητική αυτή  συγκέντρωση.
 Τούς συγχαίρω και συγχαίρω όλους μας γιά την ένότητα, που άποδείξαμε στο μεγάλο αυτό συλλαλητήριο του Ελληνισμού και των φίλων μας στο Μόναχο. 
Τήν ένότητα αυτή  χρειαζόμαστε και σε αλλα μικρότερα προβλήματα, τα όποια μάς άπασχολούν και των όποιων η λύση βρίσκεται στά χέρια μας.
 Εννοώ π.χ. τη διαχείριση της Salvatorkirche από μια μικρή ομάδα άνθρώπων και την άποστέρησή της από τον Ελληνισμό του Μονάχου.
 ’Άς γνωρίζουν οι κύριοι αύτοί, ότι όπως η Μακεδονία είναι άναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής και πολιτιστικής ιστορίας του Ελληνισμού, ετσι και η Salvatorkirche είναι το ιστορικό μνημείο των Ελλήνων στο Μόναχο. ’Άς δείξουμε, λοιπόν, την ιδια εύαισθησία, ομοψυχία και ένότητα και στο θέμα αυτό με την ελπίδα, ότι η άσήμαντη αυτή  ομάδα θά συνετισθεΐ και θά σεβασθεϊ ό'χι μόνον τα φιλόξενα αισθήματα του λαού της χώρας αυτή ς, στήν όποια ζούμε και της όποίας τα δικαστήρια εδώ και τόσα χρόνια ταλαιπωρεί, άλλ’ άκόμη περισσότερο θά σεβασθεϊ το δίκαιο της συντριπτικής και ενωμένης ελληνικής πλειοψηφίας.

Η ισχύς και δύναμη, άγαπητοί συμπατριώτες, βρίσκονται μόνον στήν ομόνοια και την ένότητα.


Makedonien Wiege des Hellenismus


Prof. Dr.phil., Dr.theol. Theodor Nikolaou
Vorstand des Instituts fur Orthodoxe Theologie der
Ludwig-Maximilians-Universitat Miinchen




Die vorliegende Veroffentlichung ist eine Rede, welche am 5. April 1992 in der Miinchener Olympiahalle im Rahmen der Volkskundgebung der Griechen in Bayern und anderer Munchener Biirger ilber Makedonien gehalten wurde. 
Diese Veranstaltung wurde in Zusammenarbeit aller offiziellen griechischen Trager und Vereine mit groBem Erfolg durchgefiihrt. Besonders haben sich bei der Organisation die Kirche und das Griechische Generalkonsulat in Miinchen — unter der Leitung des Generalkonsuls, Herm Kyriakos Rodousakis — hervorgetan. Offiziellen Angaben zufolge nahmen mehr als 18.000 Menschen an der friedlichen Kundgebung teil.
Der Druck und die Ver5ffentlichung des vorliegenden Textes dient in erster Linie der Erfullung des Wunsches vieler Gaste, ihn zu erwerben. Parallel dazu wurde es fur selbstverstandlich erachtet, auch eine deutsche Uebersetzung anzufugen, so daB diese Veroffentlichung auch zu einer breiteren Information der deutschsprachigen Freunde beitragt. Die tibersetzung erstellte der Jurist Stefan Talantopoulos.
 An dieser Stelle mochte ich ihm — auch wegen seines grossen Einsatzes bei einigen anderen Fragen praktischer Natur im Rahmen dieser Veroffentlichung — meinen Dank aussprechen. 
In der Hoffnung, daB diese Zeilen zu einer richtigen Information beitragen mogen, wiinsche ich von ganzem Herzen nicht nur eine gerechte Losung des entstandenen Problems, sondem auch ein friedliches Zusammenleben, gegenseitiges Verstandnis und eine fruchtbare Zusammenarbeit aller Volker in dieser Region.




 Vorwort
Hochwürdiger Herr Bischof,
sehr geehrter Herr Generalkonsul, 
liebe Mitbürgerinnen und Mitbürger!

Ich empfinde besondere Freude, dass mir heute die Gelegenheit gegeben wird, bei dieser großartigen Veranstaltung eine Rede halten zu dürfen. Durch unsere überwältigende Anwesenheit wird sichtbar, dass auch wir Griechen in Bayern, wie alle Griechen überall auf der Welt, mit lebendigem Interesse über die Entwicklung der nationalen Probleme wachen, mit denen Griechenland konfrontiert wird. 

Mit einer friedlichen Kundgebung und auf einem objektiv richtigen Standpunkt teilen wir gleichzeitig unsere Absicht mit, alles in unserer Kraft Stehende tun zu wollen, um eine gerechte, friedliche und vor allem lebensfeige Lösung des Problems zu erreichen, welches durch die Auflosung der Volksrepublik Jugoslawien und insbesondere durch das Streben der slawischen Republik von Skopje nach internationaler Anerkennung unter dem Namen »Makedonien« entsteht.
Es handelt sich hier um eine politische Frage, und persönlich befasse ich mich nicht besonders mit der Politik.

 Trotzdem habe ich diese ehrenvolle Einladung der Organisatoren, vor Ihnen hier zu sprechen, hauptsachlich aus zwei Gründen angenommen: Erstens handelt es sich um ein sehr ernstes und für alle Griechen brennendes Problem, angesichts dessen niemand schweigen darf; zweitens, weil ich meine, dass ich — als einer, der vor allem die Kirchengeschichte erforscht und lehrt — einige, in erster Linie historische, Komponenten des Themas darlegen konnte. Aus diesem Blickwinkel der Geschichte nämlich wird die Unhaltbarkeit der Ansichten, Fälschungen und Ansprüche der Skopianer am besten deutlich. Aufgrund dieses Sachverhalts habe ich folgendes konkrete Thema ausgewählt:

»Makedonien. Ein kurzer historischer Ruckblick und die Widerlegung von Fälschungen durch Skopje.«

 Mein Ziel ist es, möglichst richtig und objektiv geschichtliche Informationen zu vermitteln, so dass ein jeder von uns in seinem Kreis die Wahrheit weitergeben kann. Es ist zwar eine Tatsache, daß politische Probleme oft nicht nach den Masstäben der Wahrheit und des Rechts gelost werden. Aber es wäre ein Verrat an unserem geistigen Erbe, wenn wir nicht sowohl die zwischenmenschlichen als auch die internationalen Probleme auf der Grundlage der Wahrheit zu losen versuchten; »die Wahrheit«, welche gemäß der Heiligen Schrift »groß und die stärkte über allem ... bleibt und Gültigkeit hat ... und fortlebt und herrscht in Ewigkeit... und den Sieg davontragt«1.
In dieser Rede werde ich in Kürze vier Gesichtspunkte behandeln und ich bitte um Ihre Aufmerksamkeit.


1.                  Makedonien, Wiege der griechischen Kultur


An dieser Stelle mochte ich von vornherein zwei Tatsachen hervorheben: Es ist zunachst eine einfache aber wesentliche Feststellung, daß der Begriff Makedonien — der uns bereits bei Herodot2, dem »Vater der Geschichtsschreibung« (5. Jh. v. Chr), begegnet —, wie auch viele andere, z.B. Thessalien, Peloponnes, Ipiros u. a., ein bestimmtes geographisches Gebiet kennzeichnet. 

Trotz einiger Grenzverschiebungen im Verlauf der Jahrhunderte — welche aber meistens unwesentlich waren und sich eher am Rande vollzogen — bleibt Makedonien im Grunde ein geographisch festgelegtes Gebiet, von dem heute 34.203 km2 (= 49,55 %) Griechenland, 25.713 km2 (= 37,25%) Jugoslawien und 9.100 km2 (= 13,18%) Bulgarien angehoren.

In gleichem Maße wesentlich und für unsere Veranstaltung besonders grundlegend ist die zweite Feststellung, daß nämlich die Geschichte dieses geographischen Raumes Makedonien unzertrennlich mit dem Griechentum verbunden ist.

 Durch das Wort »Makedonien« drücken wir einen nicht wegzudenkenden Teil der politischen und kulturellen Geschichte und Identität der Griechen aus; wir meinen damit die wohl beachtenswerteste Wiege des Hellenismus.

Lassen Sie uns jetzt genauer untersuchen, warum Makedonien unzertrennbar mit dem Hellenismus verbunden ist. Dem Wort »Hellenismus« kommt im Laufe der Geschichte mehr als eine Bedeutung zu4. In diesem Zusammenhang lohnt es sich, ein wenig bei folgender doppelten und gebräuchlichen Bedeutung des Begriffs zu verweilen:
Die ursprüngliche Bedeutung stammt aus der Zeit, in der der Hellenismus das »Hellenisieren« zu erkennen gibt, was bedeutet, sich wie ein Grieche zu benehmen, zu denken und zu sprechen, wie Griechen es tun.

 In diesem Fall handelt es sich um die eindrucksvolle und große geistig-kulturelle Bewegung, welche mit Alexander dem Grossen ab Ende des vierten Jahrhunderts v. Chr. begonnen hatte:

 Seit damals sind die griechische Sprache und Erziehung nicht mehr Eigentum nur der Griechen, sonder erreichen weltweite Bedeutung;
 sie werden somit die Brücke, auf der die edelsten Früchte des griechischen Geistes hinübergehen und sich mit der einzig wahrhaftigen Religion, dem Christentum, vereinigen. 

Der Hellenismus wird so zum Rückgrat des Christentums und trägt zu dessen weltweiter historischer Verwirklichung bei; 
das Christentum seinerseits bejaht und untermauert jene Elemente des Hellenismus, welche auch heute noch die stabilen Grundlagen der so genannten westeuropäischen Kultur ausmachen. 

Der Hellenismus, vor allem mit dieser Bedeutung, ist nicht bloß ein historisches Phänomen. Er ist auch kein enger, national-rassischer Standpunkt oder ein moralisches Programm. Er ist vielmehr ein geistiger Zustand des Ausgleichs bei den immerwährenden Herausforderungen des Menschen; er ist eine universelle geistige Erscheinung und eine Lebensweise, die unzerstörbare Prinzipien und Werte vertritt und so die Wurzel der menschlichen Zivilisation bildet. 

Wiege und Ausgangspunkt des Hellenismus mit dieser Bedeutung war das griechische Land Makedonien, weil von hier das unvergleichliche und einzigartige kulturelle Werk Alexanders des Grossen und seiner Diadochen seinen Ausgang nahm.

 Die Tatsache, daß z.B. das Evangelium in griechischer Sprache verfasst wurde, verdanken wir Alexander dem Grossen, der als »König der Griechen«, wie er sich selbst nannte, den Rahmen fuhr die Festigung des Hellenismus schuf.
Der Begriff Hellenismus wird außerdem in der Bedeutung des griechischen Volkes gebraucht. Makedonien ist ein unzertrennlicher Teil des Hellenismus und seine Wiege, weil es tatsachlich durch die Jahrhunderte hindurch von den Griechen bewohnt wurde, die in fast allen Phasen der bekannten Geschichte der Menschheit die Mehrheit der Bewohner dieses Gebietes gewesen sind. Jeder Geschichtskundige weiss dies, aber auch jeder, der in einem Geschichtsbuch nachliest, kennt heute diesen Sachverhalt.
An dieser Stelle will ich andeutungsweise auf einige wenige Tatsachen hinweisen:
Ich beginne mit dem bekannten und weltweit anerkannten Lexikon der Altertumskunde, »Der Kleine Pauly«, in welchem die wissenschaftliche Forschung über dieses Thema mit folgenden Worten zusammengefasst wird: »Nach dem gesamten Befund waren die M(akedon)en ein urspr(ünglich) im n(ordlichen) Thessalien wohnhafter griechischer Volksstamm, der über die obermaked(onischen) Landschaften Orestis und Eordaia nach Niedermak(edonien) (d. h. das Gebiet zwischen den Flüssen Axios und Aliakmon an der Agaiskuste) vordrang. Der Name >Μακεδόνες< ist griech(isch).«6
Tatsachlich gibt es im Altertum kein getrenntes makedonisches Volk. Wenn wir heute den Begriff »Volk« (bzw. Nation, griechisch έθνος) gebrauchen, dann meinen wir damit eine große Gruppe von Menschen, welche hauptsachlich dieselbe Sprache spricht, das gleiche geographische Gebiet bewohnt und noch dazu eine gemeinsame Geschichte und ein gemeinsames kulturelles Erbe, vor allem die gleiche Religion, vorweisen kann. 

Wenn wir genau diesen Begriff in die Antike zurückversetzen wollen, dann müssen wir die Gesamtheit der Griechen als ein einziges Volk bezeichnen, weil sie alle gemeinsam diese Merkmale aufweisen. Die Bewohner Makedoniens unterscheiden sich in dieser Beziehung nicht von den übrigen Griechen; auch sie sprechen wie die Spartaner, Athener, Thessalier usw. die griechische Sprache; sie glauben an die Götter des Olymp; sie haben ganz allgemein die gleichen Sitten und Gewohnheiten; sie nehmen an den Olympischen Spielen teil; sie sind Mitglieder der Amphiktyonie von Delphi.

 Auf einen Nenner gebracht: 

Die Makedonen — unabhängig von einigen Differenzen wohl politischer Natur, die sie mit den anderen Griechen haben — gehören zusammen mit den Bewohner der anderen griechischen Staaten der Welt der Griechen an und stellen, gemäß der zutreffenden Formulierung des Polybios, den Sperrgürtel für alle Griechen dar.

Im Gegensatz zu den Makedonen sind deren nördliche Nachbarn, die Paionier und Dardaner, keine Griechen. Vor allem die Dardaner, die das Gebiet um das heutige Skopje, das damals Skupoi genannt wurde, besiedelten, waren die erbittertsten Feinde der Makedonen. 

Deswegen wurde Philipp II. der Beiname »Dardanertoter« verliehen, nachdem er diese besiegt hatte.

Es ist auch überflüssig, hier die vielfachen Zeugnisse verschiedener Schriftsteller der Antike oder die mannigfachen griechischen Inschriften zu erwähnen, welche im Raum Makedonien gefunden wurden; es ist sicherlich kaum nötig, die Namen der Städte oder die Namen der Makedonischen Könige zu erwähnen, von Perdikas und Alexander I. bis hin zu Amyntas, Philippos und Alexander dem Grossen , welche übliche griechische Namen waren und welche wir damals wie auch heute in Griechenland antreffen. 
Aus Zeitgründen kann ich in diesem Zusammenhang nicht im einzelnen auf die griechischen archäologischen Funde in Pella, Dion und Vergina oder sonst wo eingehen und auch nicht ausführlich über die Heldentaten Alexanders des Grossen  berichten, der bis in das tiefste Asien hinein als König aller Griechen, außer der Lakedaimonier, seinen Feldzug durchgeführt hat. Es fehlt mir die Zeit, das philosophische Gedankengut von Aristoteles, des Lehrers Alexanders des Grossen, oder den doxographischen Beitrag von Johannes Stobaios, dieser herausragenden Griechen und Kinder Makedoniens, hervorzuheben.

Mit diesem letzten Namen, Johannes Stobaios, machen wir schon einen Sprung vom vierten Jahrhundert vor in das fünfte Jahrhundert nach Christus. 
Gerade die Sammlung der Meinungen von über fünfhundert griechischen Schriftsteller in seinem Werk »Anthologion« nehmen einem jeden Zweifel, dass die griechische Gesinnung und Tradition in Makedonien sich auch nach der Schlacht von Pydna, d.h. der Unterwerfung Makedoniens durch die Römer im Jahre 168 v. Chr., über die Jahrhunderte hinweg gerettet haben und in Blüte standen. Zur gleichen Schlussfolgerung fuehrt beispielsweise die Tatsache, daß der Apostel Paulus sein Evangelium in griechischer Sprache in mehreren Städten Makedoniens verkündete und seine bekannten Briefe an die Thessaloniker und die Philipper geschrieben hat.

Das makedonische Land hat nicht aufgehört, die Heimat der Griechen zu sein; vor allem geschah dies nach der Gründung des Oströmischen Reiches, des bekannten Byzantinischen Kaiserreichs, im Jahre 324 n. Chr. Damit entstand nach dem zutreffenden Ausdruck von August Heisenberg
 »das christlich gewordene römische Reich griechischer Nation«, das über eintausend Jahre florierte und »die geistige Brücke« wurde, über die der Hellenismus der Antike ins Abendland gelangte. 

Wahrend der Epoche des Byzantinischen Reiches wurde die Bevölkerung Makedoniens nicht von Grund auf verändert — trotz der Überfalle und Niederlassungen der slawischen Volker, welche zunächst im Norden der Balkanhalbinsel und später auch in ganz Griechenland stattgefunden haben. Besonders in den Städten blieb das griechische Element beständig. 
Dies ergibt sich z.B. aus der gelungenen Abwehr der griechischen Städte gegen die Angriffe der Slawen. 

die griechische Brüder
Hl. Kyrillos und Hl. Methodios
Vor allem erwähnenswert ist hier die Gegenwehr der Burger von Thessaloniki, der Hauptstadt Makedoniens und der zweitwichtigsten Stadt des Byzantinischen Reiches. 

Dies wird auch durch die Tatsache deutlich, daß die griechischen Brüder Kyrillos und Methodios im neunten Jahrhundert von Thessaloniki aus aufbrachen; mit ihrer Predigt, der Schaffung des slawischen Alphabets, das seine Grundlage im Griechischen hat, und durch die Übersetzung der Heiligen Schrift und der liturgischen Bucher der Kirche ins Slawische, ließen sie die Slawen Teilhaber am orthodoxen Glauben und an der griechischen Kultur werden. Dadurch haben sich die Worte des lateinischen Dichters Horaz für ein zweites Mai bewahrheitet14, und der Hellenismus erwies sich als einmalige kulturelle Kraft für die slawischen Volker.

Auf das Eindringen der Slawen in Makedonien werde ich nachher noch zu sprechen kommen. Hier mochte ich nur noch hinzufügen, daß der Einfall anderer fremder Volker (der Avaren, Uzen, Petschenegen, Normannen, Lateiner und Katalanen) keine wesentliche ethnologische Veränderung der Griechen in Makedonien mit sich gebracht hat. Die Griechen haben auf makedonischem Boden immer die Mehrheit gestellt, verglichen mit den anderen Volkern (Türken, Bulgaren, Serben usw.), auch wahrend der Türkenherrschaft.

 Charakteristisch ist in diesem Fall nicht nur das Vorhandensein von griechischen Schulen, welche auch von Slawen besucht wurden, und die Teilnahme der Makedonen am griechischen Freiheitskampf, sondern auch eine Statistik, die aus der Zeit noch vor den Balkankriegen der Jahre 1912/13 stammt und 1926 vom »Volkerbund« veröffentlicht wurde. 

Gemäß dieser Statistik wohnten in einer Gegend, die außer Makedonien auch weitere Gebiete der heutigen Staaten Jugoslawien und Bulgarien umfasste, folgende Volksgruppen: 513.000 Griechen (42,6%), 475.000 Muslime (39,4%), 119.000 Serben und Bulgaren (9,9%), 98.000 andere (Juden, Zigeuner, Albaner, rumänisch sprechende Walachen usw., 8,1 %)15. 

Die Muslime, von denen die statistischen Zahlen sprechen, stellen keine Volksgruppe dar, wie wir täglich in den Massenmedien hören und lesen müssen, sondern es handelte sich hierbei vor allem um Türken oder islamisierte Albaner, Slawen, Griechen u. a.

 Mit dem Bevoelkerungsaustausch nach dem Ersten Weltkrieg, vor allem mit dem Austausch der Volksgruppen zwischen Griechenland und der Türkei einerseits und Griechenland und Bulgarien andererseits, hat sich schon vor 1925 im griechischen Teil Makedoniens eine sehr seltene ethnische Homogenitat gebildet. Wiederum auf der Grundlage der statistischen Zahlen des Volkerbundes des Jahres 1926 wohnten in Makedonien 1.341.000 Griechen und stellten somit 88,8% der Gesamtbevolkemng Makedoniens dar. Alle übrigen (Muslime, Bulgaren, Juden u. a.) zahlten 170.000 (11,2 %)16.


2.                  Die bulgarische Herkunft der slawischen Bewohner der Republik von Skopje
Wappenschild Bulgariens
Flagge von VMRO-DPMNE Skopie


Im Gegensatz zur heutigen, fast vollständigen Homogenität der Einwohner Makedoniens in Griechenland, stellt die Bevölkerung der Republik von Skopje ein ethnisches Nationengemisch dar, eine Ansammlung von Volksgruppen und Menschen. Bevor wir nun auf die Analyse der historischen Gründe dieser Gegebenheit kommen, lohnt es sich festzuhalten, daß die Bevölkerung der Republik von Skopje laut »Meyers Enzyklopadisches Lexikon« sich auf 1.880.000 belauft17. Von diesen, wieder nach den Informationen desselben Lexikons, sind 69% die selbstemannten »Makedonen«, 17% Albaner18, 6,6% Türken und 7,4% verschiedene andere Volksgruppen (Serben, Montenegriner, Bulgaren, Griechen, Zigeuner u. a.).

Die Volksgruppe, auf welche wir unser Augenmerk richten müssen, ist vor allem diejenige, welche sich selbst »Makedonen« nennt. Diese »Volksgruppe« bildet offenbar die Mehrheit innerhalb der Republik von Skopje. 
Mit dieser Benennung erheben sie den Anspruch, als »makedonisches Volk« anerkannt zu werden. Wenn wir in die Geschichte zurückblicken, dann stellen wir fest, daß dieser Anspruch im heutigen Ausmaß erst 1943 zum ersten Mai in Erscheinung trat. 

In jenem Jahr wurde die »Makedonische Kommunistische Partei« gegründet und ein Jahr spater, im August 1944, die »Volksrepublik Makedonien«.

 Der Kroate Tito hat dadurch ein bis dahin unbekanntes Volk erfunden. Sein Ziel war es in erster Lime, die Ansicht der Bulgaren zu widerlegen, daß die Bewohner dieses Gebietes dem bulgarischen Volk angehörten, und damit entsprechenden Ansprüchen die Grundlage zu entziehen. Außerdem sollte eine Schwächung der Serben durch eine Verselbständigung dieses Gebietes, das ein Teil Serbiens gewesen ist, innerhalb der jugoslawischen Föderation erreicht werden.

Aber die Meinung der Bulgaren basiert in ihren Grundzügen durchaus auf einem historisch soliden Fundament. Die heutigen Bewohner der Republik von Skopje sind in ihrer Mehrzahl Slawen bulgarischer Abstammung. Das Eindringen und die Niederlassung der slawischen Stamme auf dem Balkan hat, wie ich bereits erwahnt habe, um das Ende des sechsten Jahrhunderts n. Chr. eingesetzt und sich im siebten Jahrhundert intensiviert.

 Die wichtigsten unter diesen Stammen waren folgende vier: 
Die Slowenen, 
die Kroaten, 
die Serben und 
die Bulgaren. 

Im Gegensatz zu den ersten drei slawischen Völker sind die Bulgaren aus der Vermischung der turk-tatarischen Stamme — auch Protobulgaren genannt — mit anderen slawischen Volkern (bekannt im deutschen auch als »Severenstamm und sieben Slawengeschlechter«) hervorgegangen; letztere hatten sich schon vorher in den nördlicheren Gebieten des heutigen Bulgarien und der Republik von Skopje niedergelassen. 

Die Protobulgaren, welche die führende Schicht bildeten, haben die erwähnten slawischen Volker, die zahlenmassig die Mehrheit stellten, besiegt, und de facto aufgesogen.

 Jedenfalls hat eine derartige Verschmelzung der Protobulgaren mit diesen kleineren slawischen Stammen stattgefunden, so daß seitdem bis vor ungefähr fünfzig Jahren das Volk dieser Region in allen Quellen und in der internationalen Bibliographie ausschließlich als bulgarisch bezeichnet wurde.

Unter der Herrschaft von Asparuch gründeten die Bulgaren schon im Jahre 681 einen Grossen  bulgarischen Staat, der nicht nur weite Teile des Byzantinischen Reiches auf dem Balkan erobern konnte, sondern sogar ernstlich dessen Existenz gefahrdete. 

Dieser Staat der Bulgaren ist nach verschiedenen Gebietsverschiebungen schliesslich wahrend des zehnten Jahrhunderts völlig in sich zusammengebrochen, und seine östlichen Gebiete sind wiederum in das Byzantinische Reich eingegliedert worden.

BulgarenZar, Samuel.
 Gegen Ende dieses Jahrhunderts, und zwar im Jahre 976, hat der Zar Samuel in den nordwestlichen Gebieten Makedoniens einen neuen bulgarischen Staat mit Hauptstadt Ochrid oder Achrida gegründet (es handelt sich hierbei um die antike Stadt Lichnidos). 

Kaiser Basileios II
Dieser Staat, der ebenfalls eine mächtige Stellung erlangt hatte, wurde, wie wir wissen, vom Kaiser Basileios II nach langen Kriegen in den Jahren 1001-1014 aufgelost (diese Auflosung wurde im Februar 1018 mit dem Tod des Zaren Vladislav besiegelt).

Dieser bulgarische Staat unter Samuel wird heute vor allem von den Skopianern als »makedonischer« oder »slawomakedonischer« Staat bezeichnet. 

Es ist wahr, daß dieser Staat sich auf dem Gebiet Makedoniens erstreckte und sogar weiter darüber hinaus, aber es handelte sich um einen bulgarischen Staat. Dies bezeugen alle uns erhaltenen Quellen: griechische, bulgarische, armenische, arabische u. a. Deswegen ging auch der Kaiser Basileios, der das Heer Samuels vernichtete, als Bulgarentoeter in die Geschichte ein.

Es ist wohl nicht nötig, die weitere Geschichte bezüglich der Herrschaft der Bulgaren und besonders der Serben unter dem König Stefan Duschan (1331-1355) im Bereich der heutigen Republik von Skopje genau zu schildern.

Tatsache bleibt jedenfalls, daß der slawische Bevölkerungsanteil des Gebietes von Skopje unter dieser Herrschaft gestärkt wurde und trotz der vielfältigen ethnologischen Verschiebungen dies auch wahrend der Zeit der Türkenherrschaft so blieb. Wahrend des 19. Jahrhunderts, also in der Zeit des nationalen Erwachens der Balkanvölker und besonders in der Zeit der 60er Jahre wurden die drei Vilaets (Verwaltungsbezirke), d.h. Skopje, Monastiri und Thessaloniki, aus Unkenntnis der Geschichte als »Makedonien« bezeichnet. Diese willkürliche und geschichtslose Namensgebung hat zum Aufflackern einer Diskussion geführt, welche als »Makedonische Frage« bekannt wurde. 

Was die Zusammensetzung der Bevölkerung betrifft, so stoßt eine türkische Volkszählung des Hilmi Pascha aus dem Jahre 1904 auf großes Interesse. 

Dieser Volkszählung nach besteht im Vilaet von Skopje
 eine überwältigende Mehrheit der Bulgaren (172.005)
 gegenüber dem Anteil der Griechen (13.452).

 Im Gegensatz dazu überwiegen in den Vilaets von Thessaloniki und Monastiri
 ganz eindeutig die Griechen mit 634.510 
gegenüber den Bulgaren mit 385.729 Menschen.

 Daraus ergibt sich zum einen, daß die Griechen in der ethnologischen Struktur Makedoniens nicht bloß präsent waren, sondern sogar die überwältigende Mehrheit der Bevölkerung Makedoniens (d.h. vor allem in den Bezirken Thessaloniki und Monastiri) ausmachten; zum anderen erklärt sich daraus, warum die Bewohner um Skopje bis 1944 sich sowohl sprachlich als auch
kulturell mit den Bulgaren identifizierten. Die Sitten und Gebrauche sind auch heute dieselben wie die der Bulgaren.

Ich habe vorhin erwähnt, daß die Skopianer sich sprachlich und kulturell mit den Bulgaren »identifizierten«, weil in der Zwischenzeit große Anstrengungen von den Verantwortlichen in Belgrad und Skopje unternommen wurden und versucht wurde, diesen Menschen eine andere nationale Identität einzureden.

 Dies geschah einmal mit der Ausrufung der so genannten »Autokephalen Makedonischen Kirche«, zum ersten Mai schon 1945 und danach 1967, ohne daß diese Kirche von einer anderen Orthodoxen Kirche anerkannt worden ist; dieser Schritt aber hat vor allem dazu geführt, daß es zum bekannten Schisma in den Reihen des Patriarchats von Belgrad kam.

Besonders aber wird der Versuch der Schaffung einer nationalen Identität durch die Sprache deutlich, welche zweifellos das Hauptmerkmal eines Volkes ausmacht. Es ist bekannt, daß die slawischen Einwohner der Republik von Skopje, welche sich heute »Makedonen« nennen, bis 1944 bulgarisch sprachen, einen bulgarischen Dialekt, in dem auch griechische, türkische, albanische und andere sprachliche Elemente vorhanden waren. 

Dieser bulgarische Dialekt ist nicht identisch mit dem slawisch klingenden Idiom, das einige Griechen auf der griechischen Seite Makedoniens damals sprachen und auch heute noch sprechen, wie die sehr fundierten Forschungen von K. Tsioulkas und N. Andriotis beweisen

Um die titoistisch-kommunistischen Plane eines getrennten »makedonischen Volkes« zu starken, mussten die Skopianer auch eine sprachliche Identität bekommen. Indem nun vor allem verschiedene bulgarische Sprachelemente durch serbokroatische ersetzt wurden, wurde eine Art neue, geschriebene slawische Sprache geschaffen, die seitdem »makedonisch« oder »slawomakedonisch« genannt wird. Diese Bezeichnung aber, welche sich leider unter einigen Slawisten leichtfertig durchsetzen konnte, widerspricht nicht nur der Geschichte, sondern halt auch keiner ernsthafte  Sprachforschung stand.
Gebietsansprüche der Skopianer
3.                  Prüfung von Fälschungen, Behauptungen und Ansprüchen der Skopianer

Mit allem, was bisher ausgeführt wurde, konnte der Beweis erbracht werden, daß eine ganze Reihe von Behauptungen und schwerwiegenden Fälschungen von Seiten der Skopianer vorliegen, die einer ersten geschichtswissenschaftlichen Prüfung nicht standhalten. Im Einzelnen wurde folgendes herausgearbeitet:

1.         Das Wort »Makedonien« ist griechischen Ursprungs und ist ein geographischer Begriff; 
es gibt kein »makedonisches Volk«.

2.         Als geographischer Raum ist Makedonien unzertrennlich mit dem Hellenismus verbunden. Die alten Makedonen sind Griechen, und im Laufe der Jahrhunderte haben die Griechen im Grunde immer die absolute Mehrheit der Bevölkerung Makedoniens gestellt.

3.         Das Gebiet der heutigen Republik von Skopje wurde im Altertum hauptsachlich von den Dardanem bewohnt, welche Feinde der Makedonen waren. Wenn die Skopianer also unbedingt alte Vorfahren wollen, dann mögen sie sich doch Dardaner nennen.

4.         Die Mehrheit der Bewohner der Region von Skopje  ethnologisch zu den Slawen, den Bulgaren, welche in diesen Raum nach dem sechsten bis siebten Jahrhundert n. Chr. eingewandert sind.

5.         Der Staat des Samuel war ein bulgarischer Staat; er wird nirgendwo in den Quellen als »makedonischer« bezeichnet, wie dies die Skopianer darstellen mochten.

6.         Alles, was über ein sogenanntes »makedonisches Volk« verbreitet wurde, ist erwiesenermaßen ein politisches Kunstprodukt von Tito und kommunistischer Plane, welche zum ersten Mai erst 1944 in Erscheinung treten.

7.         Die sogenannte »makedonische Sprache« ist eine Künstliche slawische Sprache.

8.         Durch den Namen »Makedonien« schmücken sich die Skopianer nicht nur mit einem fremden historischen Titel, sondern sie zeigen damit gleichzeitig auf mannigfache Art und Weise, daß sie Gebietsansprüche zu Lasten Griechenlands erheben. Es genügt an dieser Stelle der Hinweis auf verschiedene Ausserungen verantwortlicher Politiker von Skopje, auf Landkarten, die das so genannte »Makedonien der Agais« darstellen, auf das Verbreiten einer Banknote mit dem Weißen Turm von Thessaloniki, auf Gedenkmünzen ähnlicher Prägung u.a.  Außerdem fordern die Skopianer mit dem Namen »Makedonien« ihre griechischen Nachbarn heraus, mit denen sie in der Zukunft als freier Staat zusammenzuleben und zusammenzuarbeiten haben werden. Sie nehmen den Griechen schon jetzt und hauptsachlich in der Zukunft ihre ureigensten und historisch, kulturell und ethnologisch untermauerten Rechte bezüglich dieses Namens. Hierbei handelt es sich nicht um das so genannte »Copyright«, sondern um den Bestand einer etwa dreitausendjährigen Geschichte eines Teiles des griechischen Volkes.

9.         Neuerdings behaupten die Skopianer, daß sie keine Gebietsansprüche gegen andere Staaten haben, und sie haben sogar deswegen eine Bestätigung in ihre Verfassung aufgenommen (Artikel 3). Aber diese Versicherung wird nicht durch die Präambel derselben Verfassung gedeckt. Auch lasst sich diese Versicherung nicht mit den Artikeln 49 (das Bestehen von Minderheiten in den Nachbarstaaten und die Übernahme ihres Schutzes durch Skopje), 68 und 74 (in welchen vom Verfahren einer Veränderung der Grenzen gesprochen wird) in Einklang bringen. Die erwähnten Artikel beinhalten unterschwellig Gebietsforderungen.

10.       Die Skopianer tragen das zunächst logisch erscheinende Argument vor, daß es doch ein Witz sei, wenn das Natomitglied Griechenland mit über zehn Millionen Einwohnern behauptet, daß es sich vor der jungen Skopjerepublik mit nur zwei Millionen Menschen fürchtet. 

Dieses Argument wird auch von einigen Freunden Griechenlands wegen seiner scheinbaren Plausibilität unterstutzt. Aber man muss dies auch von einer anderen Warte aus betrachten, und zwar nicht nur im Zusammenhang mit den allgemeineren Umwalzungen auf dem Balkan und dem Versuch der Türkei, die Staaten des Balkans durch die islamischen Minderheiten zu beeinflussen und zu kontrollieren, sondern auch und vor allem von der Tatsache ausgehend, daß das Angrenzen des griechischen Makedonien an einen gleichnamigen souveränen Staat mit einer slawischen Bevölkerung unmittelbar gegen die nationale Integrität Griechenlands gewendet werden kann: Im Laufe der Zeit wurde dies ganz bestimmt zu Verwirrungen fuhren und Gefahren in sich bergen, die zur Destabilisierung und zu Konflikten in der Region fuhren konnten.

4.                  Griechenland als Faktor der Stabilität auf dem Balkan und in Europa


Ganz allgemein gilt, daß sich die Volker, wie auch die Menschen, ihre Nachbarn nicht aussuchen können. Deswegen müssen sie unter Anwendung friedlicher Mittel und unter Zuhilfenahme des Dialogs mögliche entstehende Konflikte losen und gute Beziehungen zueinander pflegen.
Auch ein nur fruchtigen Blick auf den Balkan kann einen jeden sehr leicht von folgenden Tatsachen Überzeugen: 
Griechenland befindet sich in einem politisch sehr empfindlichen Raum;
 es ist umgeben von Staaten und Volkern, welche aus verschiedenen Gründen keine demokratische Tradition haben und sich in einem Zustand der Umwalzung und einer — wie wir hoffen — vorübergehenden Unausgewogenheit befinden. 

Wenn wir die Türkei mit ihren wohl expansiven Bestrebungen ausnehmen, in der die Demokratie und die Menschenrechte sich vielleicht auch wegen der ständigen Eingriffe des Militärs in die Politik noch nicht ganz durchgesetzt haben, befinden sich alle Nachbarstaaten Griechenlands zur Zeit in einer instabilen Phase, weil sie sich gerade jetzt vom Gespenst des Kommunismus befreien. Und weil den Platz dieses Gespenstes vielleicht eine andere Ideologie oder eine religios-fundamentalistische Gesinnung (z. B. der islamische Fundamentalismus) einnehmen konnte, wird gerade deswegen eine vernünftige Politik und der Wille zum Dialog zur Pflicht. 

Diese Staaten, mit denen uns unter anderem hauptsachlich der orthodoxe Glaube verbindet, brauchen die Unterstützung Griechenlands; denn im Verhältnis zu diesen stellt Griechenland einen wichtigen Sicherheitsfaktor für die Region und folglich auch für Gesamteuropa dar. 

Die Verständigung aller Staaten in der Region, natürlich auch unter Einbeziehung der Türkei, ist die höchste Pflicht aller in dieser Stunde. 
Bei der Bewältigung dieser schweren Aufgabe müssen auch die anderen Staaten der Europäischen Gemeinschaft beistehen, was sie auch schon tun.
Diese letzten Ausführungen über Verständigung treffen auch für die jugoslawische Republik von Skopje zu. Die wichtigere Frage in ihrem Fall ist die Selbstbestimmung und besonders die Anerkennung dieser Republik als freier Staat. 
Den Rahmen für diesen Schritt haben die Außenminister der Europäischen Gemeinschaft mit ihrer Entscheidung vom 16.Dezember 1991 festgelegt. Dieser Beschluss verlangt bekanntlich von Seiten der Republik Skopje folgende verfassungsrechtliche und politische Garantien:

1.         Es dürfen keine Gebietsansprüche gegen einen Staat der Europäischen Gemeinschaft bestehen.

2.         Es dürfen keine feindlichen propagandistischen Handlungen zu Lasten eines Nachbarstaates betrieben werden.

3.         Es darf keine Bezeichnung gebraucht werden, aus der sich territoriale Ansprüche ergeben.
Mit unserer Haltung und einer ernsthaften Argumentation können und müssen wir jeden dialogbereiten Mitmenschen nicht nur davon überzeugen, daß die griechische Außenpolitik eindeutig und einheitlich ist, sondern vor allem, daß unser Land auf der Einhaltung dieser drei Punkte besteht. 

Was die Anerkennung der Republik von Skopje auf der Grundlage dieser Punkte betrifft, so kann und darf kein vernünftiger Mensch Einwande haben. Wesentliche  Einwände sollte aber jeder gegen die widerrechtliche Besitzergreifung des Namens Makedonien durch Skopje haben, wie ich vorher aufgezeigt habe. Aus den oben genannten Gründen muss deshalb der Gebrauch des Namens »Makedonien« als Ausweis für Skopje verhindert werden.
 Denn, ich wiederhole, mit der Anwendung dieses Namens entfremden sie Makedonien von seiner griechischen Geschichte und Tradition und schaffen die Voraussetzungen fur unannehmbare Forderungen und Ansprüche.

Meine verehrten Damen und Herren,

ich mochte es nicht versäumen, abschließend den Veranstaltern zu danken für die Ehre, die sie mir erwiesen haben, meine Gedanken bei dieser eindrucksvollen Versammlung vortragen zu dürfen. Ich beglückwünsche sie und uns alle fur die Einheit, die wir bei dieser Grossen  Kundgebung der Griechen und aller Freunde hier in München gezeigt haben. 

Diese Einheit brauchen wir auch bei der Bewältigung anderer, kleinerer Probleme, welche uns beschäftigen und deren Losung in unseren Händen liegt. Ich meine z. B. die Nutzung der Salvatorkirche durch eine kleine Gruppe von Menschen, die diese Kirche der Gesamtheit der Griechen Münchens vorenthalten. 

Diese Herren sollen wissen, daß, wie Makedonien ein unzertrennlicher Teil der politischen wie auch kulturellen Geschichte des Hellenismus ist, auch die Salvatorkirche ein historisches Denkmal der in München lebenden Griechen darstellt. 

Lasst uns auch bei diesem Thema die gleiche Sensibilität, Eintracht und Einheit an den Tag legen, in der Hoffnung, daß diese unbedeutende Gruppe Vernunft annehmen und die gastfreundlichen Gefühle des Volkes dieses Landes respektieren wird, in dem wir leben und dessen Gerichte sie schon seit vielen Jahren beschäftigt; noch mehr aber soll diese Gruppe die Rechte der überwältigenden und vereinten Mehrheit der Griechen achten. Die Kraft und die Starke, meine lieben Mitbürger, liegen in der Eintracht und in der Einheit.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου