Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ελληνικότητα Μακεδονίας: Ελληνικά επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία 1830-1878

Ο αρχιστράτηγος της Μακεδονίας
Καρατάσος Τσάμης

Ε. Κωφού-Δημ.Σπ. Τσαφαρά, 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ 
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΤΑΙΡΕΙΑ  ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΡ. 63
Θεσσαλονίκη 1983
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


Η Μακεδονία, παρά την ομόθυμη συμμετοχή των κατοίκων της στον Αγώνα του 1821, που αλλού πρόλαβε να εκδηλωθεί με ένοπλες εξεγέρσεις και αλλού παρέμεινε στο στάδιο της προετοιμασίας, και παρά τις εκατόμβες των θυσιών της σε αίμα και καταστροφές, έμεινε έξω από τα σύνορα του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους.

Το δέντρο της ελευθερίας, για να ανθήσει  έπρεπε να ποτιστεί πάλι με πολύ αίμα. Σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αί. οι Μακεδόνες δεν έπαψαν να προσβλέπουν στην απελευθέρωσή τους και να αγωνίζονται για τον ιερό αυτό σκοπό.

’Ενώ δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι διαδικασίες, με τις όποιες η οθωμανική αυτοκρατορία αναγνώριζε την ανεξαρτησία του μικρού ελληνικού κράτους, άρχισαν οι πρώτες ζυμώσεις για μελλοντικές εξεγέρσεις στις ελληνικές έπαρχίες της Τουρκίας.

Αγωνιστές του ’21, εκπατρισμένοι στο ελληνικό βασίλειο από τη Μακεδονία και άλλες αλύτρωτες περιοχές, καθώς και στρατιωτικοί, πολιτικοί η και λόγιοι, που είχαν διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον Αγώνα, αποτελούσαν τις ομάδες απ’ όπου ξεκινούσαν συζητήσεις και σχέδια μυστικών εταιρειών για τον ξεσηκωμό της Μακεδονίας και των άλλων υπόδουλων περιοχών.

Μια τέτοια εταιρεία π.χ. υπήρξε η «Εταιρεία των Φιλορθοδόξων», η οποία, παράλληλα με τους άλλους σκοπούς της, καλλιεργούσε και την ιδέα επαναστάσεων στη Θεσσαλία,'Ήπειρο και Μακεδονία.

Η Εταιρεία αυτή που διαλύθηκε το 1840 είχε εκπρόσωπό της για τη Μακεδονία τον Μ. Παπά. 

Στην ανασύνταξη των Μακεδόνων προσφύγων και στην προετοιμασία τους για ομαδική εξέγερση στην κατάλληλη στιγμή ηγετικό ρόλο είχε αναλάβει ο Τσάμης Καρατάσος, γιος του γερο-Καρατάσου της επαναστάσεως του '21.

Στις τρεις πρώτες δεκαετίες ο Τσάμης Καρατάσος αποτέλεσε την κυρίαρχη μορφή ανάμεσα στους Μακεδόνες αγωνιστές και υπήρξε ο φυσικός αρχηγός κάθε επαναστατικής προσπάθειας στη Μακεδονία.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η περίπτωση του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο όποιος, διατηρώντας καλές σχέσεις με τους Μακεδόνες πολέμαρχους του Αγώνα, μετά την ίδρυση του κράτους μύησε αρκετούς απ’ αυτούς στην ιδέα ενός δεύτερου ξεσηκωμού.

Με την παρότρυνση του Μακρυγιάννη ανέλαβε αρματολός στα Μαντεμοχώρια ο οπλαρχηγός Ιλαρίωνας και μυούσε στην εθνική ιδέα τους πατριώτες.

Στα 1839-40 εμφανίζονται στη Μακεδονία δύο κινήσεις που απέβλεπαν  στον ξεσηκωμό των Μακεδόνων.

Η μία προερχόταν από πράκτορες του Μεχμέτ Άλή της Αίγύπτου, ο οποίος βρισκόταν σε έμπόλεμη κατάσταση με τον σουλτάνο.

Οι πράκτορες αυτοί με βάση την Καβάλα και τη Θάσο — παραχωρημένες από τον Μαχμούτ Β' (1808-1839) στον Μεχμέτ Άλή — προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν εναντίον του σουλτάνου χριστιανούς και μουσουλμάνους.

Η άλλη κίνηση ξεκινούσε αποκλειστικά από Ελληνες, μια επαναστατική επιτροπή από τους Μακρυγιάννη, Δόσιο, Δαμιανό, Ναούμ και άλλους, η οποία, έχοντας εξασφαλίσει και τη συμμετοχή του Τσάμη Καρατάσου, συγκέντρωνε χρήματα και οργάνωνε σώματα για τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.

O τελευταίος μάλιστα ξεκίνησε για τη Μακεδονία, αλλά αναγκάστηκε από θαλασσοταραχή να σταματήσει στο Πήλιο. Στη συνέχεια όμως κατευθύνθηκε προς την Κρήτη και έλαβε μέρος στην επανάσταση της μαζί με άλλους Μακεδόνες, ελπίζοντας να επανέλθει αργότερα στην πατρίδα του με τη βοήθεια και των Κρητικών.

Η αποτυχία όμως στην Κρήτη ματαίωσε τα σχέδια.

 Στο Άγιον  Όρος  έφτασε μόνον ο Βελέντζας, αλλά και αυτός αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Θεσσαλία, γιατί οι μοναχοί δεν ήσαν διατεθειμένοι να εκτεθούν σε κίνδυνο από επιπόλαιες ενέργειες. Οι μικροκινήσεις του Καρατάσου και του Βελέντζα, καθώς και η εξέγερση στην Κρήτη, είχαν ώς αποτέλεσμα να ξεσπάσει η οργή των Τούρκων κατά των χριστιανών, ιδίως των Ελλήνων, άλλά έκαναν αισθητό τον ρόλο της Μακεδονίας στα ευρύτερα αλυτρωτικά σχέδια του ελληνισμού.

Μετά τα γεγονότα του 1839-1841 και ως το 1854, που σημειώνεται μια σοβαρή προσπάθεια για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, συνεχίζονται οι δραστηριότητες των μυστικών εταιρειών.

Οι προσπάθειες αυτές μπορεί να μην είχαν θεαματικά αποτελέσματα  διατηρούσαν όμως σε εγρήγορση τον ελληνισμό μέσα και έξω από το βασίλειο για τη μοίρα των υπόδουλων αδελφών.

Εξάλλου στο χρονικό αυτό διάστημα η Μεγάλη Ιδέα παίρνει συγκεκριμένη μορφή ώς πολιτική του βασιλείου και συμπαρασύρει και την ηγεσία του κράτους, η οποία ευνοεί μυστικά την υποκίνηση επαναστατικών κινημάτων στις υπόδουλες επαρχίες.
’Έτσι μέσα σ’ αυτό το γενικό κλίμα, η Μακεδονία — μαζί με την ’Ήπειρο, Θεσσαλία και Κρήτη — παραμένει στην πρώτη σειρά του προγράμματος της Μεγάλης Ιδέας.

Τον 9 Οκτώβριο του 1853 ξεσπάει νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο γνωστός Κριμαϊκός, που στην ' Ελλάδα προκάλεσε γενική κινητοποίηση, γιατί τόσο ο ’Όθωνας όσο και οι περισσότεροι πολιτικοί πρόβλεπαν ήττα και διάλυση της Τουρκίας. Έτσι με προσωπική ανάμειξη του βασιλιά καταρτίστηκαν ένοπλα σώματα που θα δρούσαν στις τρεις βόρειες υπόδουλες ελληνικές επαρχίες

Η είσοδος των σωμάτων και οι εχθροπραξίες στην ’Ήπειρο και τη Θεσσαλία προηγήθηκαν, ενώ στη Μακεδονία το πρώτο ένοπλο σώμα με τον Τσάμη Καρατάσο ώς «αρχιστράτηγον της Μακεδονίας» αποβιβάστηκε στη Σιθωνία στις 6/18 Απριλίου 1854.

 Ο  Καρατάσος, επικεφαλής μεγάλης δυνάμεως προσπάθησε να ξεσηκώσει τη Χαλκιδική και τους Αγιορείτες μοναχούς.

 Με προκήρυξη που απηύθυνε φτάνοντας στη Μακεδονία καλούσε όλους τους χριστιανούς να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων

Και πράγματι παντού γινόταν δεκτός με ενθουσιασμό και οι νέοι έσπευδαν να καταταγούν έθελοντές στο σώμα του.

 Στο μεταξύ όμως η Αγγλία και η Γαλλία συμμάχησαν με την Τουρκία και κήρυξαν τον πόλεμο έναντίον της Ρωσίας.

Επειδή η 'Υψηλή Πύλη είχε ζητήσει λίγο νωρίτερα από την Ελλάδα να ανακαλέσει τα άνταρτικά σώματα και η απαίτησή της δεν έγινε δεκτή,
 οι Άγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά και επέβαλαν στην Αθήνα κυβέρνηση της προτιμήσεώς τους. 

Παράλληλα, με εντολή του Γάλλου προξένου στη Θεσσαλονίκη, γαλλικό πολεμικό έσπευσε στη Σιθωνία και βούλιαξε το πλοίο των επαναστατών  το όποιο μετέφερε τα πυρομαχικά, καθώς και διάφορα βοηθητικά πλοιάρια.
Ο  Καρατάσος, παρά τις δυσμενείς αυτές συνθήκες, συνέχιζε τον αγώνα, προσβάλλοντας τις τοπικές φρουρές και προκαλώντας σοβαρές απώλειες στον εχθρό.

 Οι Τούρκοι στο μεταξύ συγκέντρωσαν σημαντικές δυνάμεις στη Χαλκιδική, ενέσπειραν τον τρόμο στον άμαχο πληθυσμό και σκότωσαν, σχεδόν χωρίς αφορμή  27 προκρίτους του Πολυγύρου. 

Έτσι τα γεγονότα αυτά πάγωσαν τον αρχικό ενθουσιασμό των εντοπίων και των Αγιορειτών μοναχών και άνάγκασαν τον Καρατάσο να συμπτυχτει στη θέση Κουμίτσα, κοντά στην 'Ιερισσό.
Η έπίθεση των Τούρκων έγινε στις 16/28 Μαΐ'ου και το σώμα του Καρατάσου, παρά τον ηρωισμό των ανδρών του, δεν μπόρεσε να την αντιμετωπίσει, γιατί οι θέσεις του δεν ήταν φυσικά οχυρές και ο εχθρός πολλαπλάσιος.

Οι Τούρκοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες, αλλά και του Καρατάσου έπεσαν 90 άνδρες στο πεδίο της μάχης. Ο  ίδιος μετά την αποτυχία αυτή υποχώρησε στο Άγιον  Όρος , απ’ όπου, με τη μεσολάβηση των ξένων προξένων, επέστρεψε με γαλλικό πολεμικό στη Χαλκίδα.

Η απόβαση του Καρατάσου στη Χαλκιδική αποτελούσε το ένα μόνο σκέλος του πολεμικού σχεδίου που πρόβλεπε ταυτόχρονη εισβολή στη Μακεδονία και από δύο άλλα σημεία: το ένα από τη Δυτική Μακεδονία και το άλλο από την ’Όσσα’Όλυμπο, όπου θα έφτανε μέσω Θεσσαλίας ισχυρό σώμα ’ Ολυμπίων οπλαρχηγών.

Το σώμα αυτό  2.500 περίπου άνδρες, κατέλαβε τα Τέμπη, τον νότιο ’Όλυμπο και έφτασε κοντά στην Κατερίνη.
Ζίακας Θεόδωρος

Η εξασθένηση της επαναστάσεως στις άλλες περιοχές και η μεσολάβηση των προξένων Αγγλίας και Γαλλίας έπεισαν τους επαναστάτες να δεχτούν ανακωχή και να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Στη Δυτική Μακεδονία εξάλλου ο Θεόδωρος Ζιάκας κατέλαβε τη δυτική Πίνδο άπ’ όπου έκαμε συνεχείς επιδρομές στην περιοχή Γρεβενών και Ανασελίτσας.

Οι επιτυχίες του ξεσήκωσαν τους πιο θερμούς νέους των γειτονικών χωριών και αρκετούς Κοζανίτες που έσπευσαν να καταταγούν στο σώμα του.

Πολυάριθμος τουρκικός στρατός κινήθηκε κατά του Ζιάκα, ο οποίος οχυρώθηκε στο Σπήλαιο των Γρεβενών και αμύνθηκε επί ημέρες γενναιότατα.

Οι φθορές που προξένησε στον εχθρό ήταν μεγάλες, αλλά και οι ελπίδες για τελική απόκρουση μηδαμινές. Οι πρόξενοι των Δυνάμεων στα Γιάννενα μετέβησαν στον τόπο των έχθροπραξιών και πρότειναν στον Ζιάκα να αποχωρήσει  εγγυώμενοι αυτοί για την ασφάλεια των γυναικοπαιδών κ.λ.

Ο  Ζιάκας στην αρχή απέρριψε την πρόταση των Τούρκων και των προξένων, άλλά τελικά, βλέποντας τις δυσκολίες να συνεχίσει τον αγώνα, κάμφθηκε και έφυγε και αύτός, όπως και ο Καρατάσος και οι ’ Ολύμπιοι  οπλαρχηγοί, στην ελεύθερη Ελλάδα.

Η περιοχή των Γρεβενών πλήρωσε στη συνέχεια την ανταρσία της με καταστροφή και ερήμωση.

Η έκβαση της επαναστάσεως του 1854 στη Μακεδονία στάθηκε ατυχής, άλλα οι προσπάθειες των Μακεδόνων για ελευθερία δεν σταμάτησαν.

 Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αντάρτες αποχώρησαν  αριθμός ενόπλων παρέμεινε στον μακεδονικό χώρο εναλλάσσοντας τον ρόλο του επαναστάτη με του ληστή.

 Έτσι επιβίωσαν πυρήνες που διατηρούσαν εμπειροπόλεμο δυναμικό έτοιμο, ώστε σε νέα ευκαιρία να μεταπηδήσουν και πάλι από το ληστρικό στο επαναστατικό τους έργο.

Από την άλλη μεριά οι ντόπιες παραδοσιακές δυνάμεις του ελληνισμού — έμποροι, δημογέροντες, δάσκαλοι, κληρικοί — καλλιεργούν με πείσμα την εθνική ιδέα, επικουρούμενες και από τη γενιά των νέων επιστημόνων, που σπουδασμένοι στο ελεύθερο βασίλειο και διαποτισμένοι με έντονο εθνικιστικό πνεύμα επιστρέφουν και εγκαθίστανται στις γενέτειρές τους.

Παράλληλα στην ελεύθερη Ελλάδα πλήθαιναν οι διάφορες οργανώσεις Μακεδόνων, όπως η «’Οργάνωση των Μακεδόνων Φοιτητών», η «Προπαρασκευαστική Επιτροπή των Μακεδόνων» κ.ά.

Στόχος των οργανώσεων αυτών  που βρίσκονταν σε στενή επαφή με τις τοπικές επαναστατικές επιτροπές του εσωτερικού της Μακεδονίας, έμενε πάντα η απελευθέρωση της πατρίδας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Ο  Τσάμης Καρατάσος εξάλλου συνέχιζε για ένα διάστημα τις μυστικές του ενέργειες και συνεννοήσεις για νέα επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία.


 Νέα ευκαιρία για εξέγερση στη Μακεδονία παρουσιάστηκε την εποχή της Μεγάλης Κρητικής Επαναστάσεως (1866-1868). Την εποχή εκείνη, τα ανήσυχα επαναστατικά στοιχεία ανάμεσα στους Μακεδόνες που ζούσαν στο βασίλειο διείδαν δυνατότητες για επεκτάσεις του επαναστατικού κινήματος και στις βόρειες υπόδουλες επαρχίες.

 Ανάμεσά τους ο Λεωνίδας Βούλγαρης, ανήσυχος πατριώτης, έχοντας δικά του επαναστατικά σχέδια για τη Μακεδονία, όταν ξέσπασε η κρητική επανάσταση το 1866 αποβιβάσθηκε στην Όρμύλια της Χαλκιδικής μαζί με τον καπετάν Γεωργάκη, τον Μαδεμοχωριανό, και με δύναμη 25-30 άτόμων.

Σκοπός του ήταν να ξεσηκώσει τους υπόδουλους αδελφούς. Οι Τούρκοι όμως γρήγορα εξουδετέρωσαν το σώμα του Βούλγαρη συλλαμβάνοντας τον ίδιο και τους περισσότερους άνδρες του και ενσπείροντας, όπως συνήθως, κύμα τρομοκρατίας στον πληθυσμό.

Σε λιγότερο από μια δεκαετία η τύχη της Μακεδονίας ήρθε και πάλι στο προσκήνιο.

Το 1878, ύστερα από νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο, υπογράφηκε η περιώνυμη συνθήκη του 'Αγίου Στεφάνου, με την οποία ιδρυόταν η μεγάλη ηγεμονία της Βουλγαρίας, που θα περιλάμβανε όχι μόνο τις χώρες μεταξύ Δούναβη και Αίμου  άλλά και τη Βόρεια Θράκη, τη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία, έκτος από τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική και τις επαρχίες Κοζάνης και Σερβίων, περιοχές κατοικούμενες από πυκνούς ελληνικούς πληθυσμούς. 


Στέφανος και Ιών Δραγούμης
Οι 'Έλληνες όμως δεν ήσαν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν χωρίς μάχη τον αγώνα. ’Ήδη σ’ όλη τη διάρκεια του 1877 γίνονταν μυστικές συνεννοήσεις για ένα γενικό ξεσηκωμό.

Στο μεταξύ, επειδή η κεντρική επιτροπή των εθνικών εταιρειών «Εθνική ’Άμυνα» και «Αδελφότης» είχε την ευθύνη για την ταυτόχρονη προετοιμασία της εξέγερσης στην Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία, είχε συγκροτηθεί, όπως είπαμε, στην Αθήνα η

«Μακεδονική Επιτροπή»
 η «Έπιτροπή Μακεδόνων»

με μοναδική φροντίδα της την οργάνωση της επαναστάσεως στη Μακεδονία.

Η έπιτροπή αυτή άπαρτίσθηκε από προσωπικότητες μακεδονικής καταγωγής, όπως οι 
Στέφανος Δραγούμης, 
Λεωνίδας Πασχάλης, 
Ιωάννης Πανταζίδης, 
Γεώργιος Παπαζήσης, 
Νικόλαος Χαλκιόπουλος κ.ά. 

Τον ίδιο καιρό ο Λεωνίδας Βούλγαρης ετοίμαζε ισχυρό σώμα για να προκαλέσει εξέγερση στην Ανατολική Μακεδονία. 

Στο εσωτερικό της Μακεδονίας την ιδέα της επαναστάσεως είχαν ασπαστεί οι κάτοικοι του Όλύμπου και της Πιερίας, εκτεταμένη δε προετοιμασία είχε συντελεστεί στις περιοχές Κοζάνης, Σιάτιστας, Καστοριάς, Μοναστηριού, Χαλκιδικής και Σερρών.


Ο  λοχαγός Κοσμάς Δουμπιώτης με σώμα 500 άνδρών και σύμβουλο τον Λεωνίδα Πασχάλη αποβιβάστηκε στην Πιερία στις 16/28 Φεβρουάριου και μετά 3 ήμέρες
 στο Λιτόχωρο σχηματίστηκε
 «Προσωρινή Κυβέρνησις της Μακεδονίας» 
με πρόεδρο τον Λιτοχωρινό 
Ευάγγελο Κοροβάγκο. 

Έτσι στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878, ημέρα υπογραφής της συνθήκης του 'Αγίου Στεφάνου, κατά περίεργη σύμπτωση, η αγωνία των Ελλήνων της Μακεδονίας εκδηλωνόταν με την επανάσταση της περιοχής Όλύμπου-Πιερίων. 

Η επαναστατική κυβέρνηση απηύθυνε διακήρυξη προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, από τις όποιες ζητούσε υποστήριξη στον δίκαιο αγώνα της και προστασία των γυναικοπαιδών από την τουρκική θηριωδία.

Σημαντική υπήρξε και η συμμετοχή των κατοίκων της Πιερίας.
Χάρη στις πρωτοβουλίες του επισκόπου Κίτρους Νικολάου, του αρχηγέτη των Βλάχων του Βερμίου Πατραλέξη και των ληστανταρτών Χοστέβα’καί Καλόγηρου, ολόκληρη η περιοχή Όλύμπου-Πιερίας, εκτός από την Κατερίνη, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.

Δυστυχώς όμως μιά σειρά σφαλμάτων τακτικής και η γρήγορη αποστολή τουρκικών δυνάμεων είχαν ως αποτέλεσμα να πυρποληθεί το Λιτόχωρο και πολλά χωριά, να περιοριστεί ο αγώνας σε ανταρτοπόλεμο και τέλος να αναγκαστοϋν οι επαναστάτες να καταφύγουν στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην ελεύθερη Ελλάδα.

Στη Δυτική Μακεδονία, μετά την άφιξη του Δουμπιώτη στην Πιερία, νέοι των περιοχών Σερβίων, Κοζάνης και Καστοριάς πήραν τα όπλα και περίμεναν τον ερχομό σωμάτων από το ελληνικό βασίλειο.

Και στην περιοχή αυτή συγκροτήθηκε  
«Προσωρινή Κυβέρνησις της Επαρχίας Έλιμείας» 
με πρόεδρο τον Κοζανίτη 
Ιωάννη Κοβεντάρο, 
γραμματέα τον Καστοριανό 
Αναστάσιο Πηχεώνα 
και στρατιωτικό αρχηγό τον ντόπιο οπλαρχηγό 
Ιωσήφ Λιάτη. 

Μέσα σε δυο μήνες το αντάρτικο, ενισχυμένο και με επαναστάτες και οπλαρχηγούς που είχαν μετάσχει στις εξεγέρσεις Θεσσαλίας, Ηπείρου και Όλύμπου-Πιερίας, άπλώθηκε σε όλη την ορεινή περιοχή από την Κοζάνη ως το Μοναστήρι.

 Για ένα διάστημα στο Πισοδέρι της Φλώρινας δημιουργήθηκε αρχηγείο σωμάτων που η δύναμή τους έφτασε περίπου στις 2.000 άνδρες. 

Μολονότι οι Τούρκοι κήρυξαν στρατιωτικό νόμο και συγκέντρωσαν στην περιοχή στρατό 15.000 άνδρών, οι επαναστάτες κράτησαν ως τον Νοέμβριο του 1878, οπότε οι καιρικές συνθήκες τους άνάγκασαν να διαλυθούν.

Στο μεταξύ, το καλοκαίρι της χρονιάς αυτής στο Βερολίνιο συνέδριο πραγματοποιήθηκε η αναθεώρηση των όρων της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και 
η Μακεδονία παρέμεινε βέβαια στην Τουρκία, 
αλλά ξέφυγε από τη βουλγαρική αρπαγή.

Οι εξεγέρσεις στη Μακεδονία δεν ήταν , δυνατό να οδηγήσουν στην απελευθέρωσή της. 

Υπογράμμιζαν όμως τον δυναμισμό του ελληνισμού της χώρας και τον πόθο για ελευθερία.

 Συγχρόνως κατέγραψαν την ελληνική αντίδραση στις απαράδεκτες διατάξεις της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, την οποία αντίδραση εκμεταλλεύτηκαν όσοι είχαν συμφέρον για την ανατροπή της συνθήκης και την απομάκρυνση των ορίων του βουλγαρικού κράτους από τη Μακεδονία.

Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι σταμάτησαν οι αγώνες των Μακεδόνων για έλευθερία.

 Αντίθετα η πάλη,
 διμέτωπη τώρα, 
θα άρχιζε πιο σκληρή και ανελέητη 
 γιατί οι Βούλγαροι με κάθε μέσον ήθελαν να διεισδύσουν στη Μακεδονία
ενώ οι Τούρκοι αγωνίζονταν να θωρακίσουν τη θέση τους ως κυριάρχων του μακεδονικού χώρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου