ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. ΜΠΑΚΑΣ
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΛΕΝΙΚΟΥ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Ο ΣΕΡΡΑΙΟΣ
(Περίπτωση ορθοδόξου αρχιερέα
στη δίνη των εθνοφυλετικών
ανταγωνισμών
και της διαμάχης Αθηνών-Φαναρίου)
Κατά την κρίσιμη φάση της εμφάνισης και έξαρσης του
Βουλγαρικού Ζητήματος στο χώρο της Μακεδονίας
οι περιπτώσεις ιεραρχών του
Οικουμενικού Πατριαρχείου,
φιλικά προσκειμένων προς το βουλγαρικό στοιχείο και
ενδοτικών στις απαιτήσεις του,
σκανδάλισαν, προβλημάτισαν και ανησύχησαν
πολλούς.
Ιδιαίτερα η κατάσταση αυτή ενόχλησε την ελληνική εξωτερική πολιτική
και τους εκπροσώπους της, δηλαδή τις κατά τόπους ελληνικές διπλωματικές αρχές,
που έβλεπαν ορισμένους μητροπολίτες να μην πειθαρχούν στις δικές τους γραμμές
και υποδείξεις.
Οι διαφωνίες των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους και
μητροπολιτών πάνω σε καίρια εθνικά θέματα που χαρακτηρίζουν την εποχή αυτή, οδηγούσαν
αρκετές φορές σε ανοιχτές συγκρούσεις και σε προσωπικές αντεγκλήσεις 2.
Η
διαφορετική πολιτική που πολλές φορές ακολουθήθηκε από τα δύο εθνικά κέντρα,
την Αθήνα και το Φανάρι, αιτιολογεί την κατάσταση.
Η παρέμβαση της ελληνικής
πολιτικής στο μακεδονικό και θρακικό χώρο προκάλεσε την αντίδραση των
μητροπολιτών, της εθναρχούσης δηλαδή Εκκλησίας, και των τοπικών αρχόντων, που
έβλεπαν τους εαυτούς των να παραγκωνίζονται στη χάραξη της εθνικής και
εκπαιδευτικής πολιτικής από το ελληνικό κράτος 3.
Ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ' αναφερόμενος
στο ζήτημα αυτό δήλωσε:
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ ο Μεγαλοπρεπής |
Άπεσκόπει ή πολιτική
αϋτη εις την αναφανδόν συνεργασίαν των άνά τά επίμαχα μέρη, καί άκολούθως
πανταχοϋ εκκλησιαστικών αρχών μετά τών προξένων προεξαρχόντων αυτών επί τό
έπιδεικτικότερον.
Ή τάσις άφεώρα εις την ύπόδειξιν καί κατ’ ακολουθίαν εις
άπόδειξιν
ότι ή Εκκλησία διατελεί η δέον νά διατελή υπό την προστασίαν τής
ελληνικής κυβερνήσεως•
οτι οί κάτοικοι εκείνων τών μερών ώφειλον νά έννοήσωσι
καί να αίσθανθώσι, ότι δέον εις τάς άνάγκας αυτών καί τάς κοινοτικός καί
κοινωνικός χρείας νά προσέρχωνται εις το προξενεϊον, ώστε νά έθισθώσιν
αποβλέποντας εις τήν Ελλάδα.
Τό δόγμα τοϋτο τής ελληνικής πολιτικής...
έδημιούργησε σύγχυσιν, άνέτρεψεν αιώνων καθεστώς, έξήγειρε τους απεναντίους ου μόνον
εις άμυναν, άλλό καί έπίθεσιν.
Ή Εκκλησία καί οι λειτουργοί αυτής έκλονίσθησαν
εις τό έργον αυτών προχωροϋντες μετά δειλίας τίνος καί ενδοιασμού συρόμενοι εις
νέαν οδόν. Ταϋτα δέν έδήλουν, πολλον γε καί δή. ελλειψιν φιλοπατρίας καί πόθων
προγονικών, άλλό φόβον μη τό εγχείρημα άποβή εις κοινήν όλεθρίαν 4.
Στη διαμάχη αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κυρίως κατά την
πρώτη πατριαρχία του Ιωακείμ Γ', αποφάσισε να μην επιτρέψει σε αρχιερείς του τη
συμμετοχή σε «προπαγανδιστικές» υπέρ των Ελλήνων ενέργειες5, δρώντας έτσι
φυλετικά και διαιρώντας το ποίμνιό τους, το οποίο σε ορισμένες επαρχίες δεν
ήταν αμιγές.
Ο Ιωακείμ Γ' πίστευε στις δυνατότητες της οικουμενικής αποστολής
του Πατριαρχείου και γι’ αυτό επιδίωκε τη βελτίωση των σχέσεων με όλους τους
Σλάβους ορθοδόξους.
Πίστευε ότι η άρση του βουλγαρικού σχίσματος θα βοηθούσε
όχι μόνο την οικουμενική του πολιτική, αλλά και τα ελληνικά συμφέροντα στη
Μακεδονία.
Ζητούσε λοιπόν την επαναφορά των πρωτοβουλιών στους μητροπολίτες,
κυρίως στα εκπαιδευτικά ζητήματα, που είχαν περιέλθει βαθμηδόν στους
προξένους 6.
Τελικά η κατάσταση έγειρε υπέρ της Αθήνας με την επιβολή της
πολιτικής της και το τέλος της εθναρχικής παράδοσης του Πατριαρχείου 7.
Μέσα στη δίνη των φυλετικών ανταγωνισμών και της διαμάχης των
δύο εθνικών κέντρων βρέθηκαν, όπως ήταν φυσικό, από την πρώτη στιγμή πολλοί
ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ποίμαιναν βαλκανικές επαρχίες, στις
οποίες είχαν προκύψει προβλήματα κυρίως με τους Σλάβους, Βουλγάρους ή Σέρβους.
Στην περίοδο 1866-1870 σημειώθηκε η μεγαλύτερη πρόοδος των Βουλγάρων στη
διαφιλονικούμενη κεντρική ζώνη της Μακεδονίας.
Χαρακτηριστική υπήρξε η
περίπτωση της επαρχίας Πολυανής, η οποία, με πρωτοστάτη το φιλοβούλγαρο
επίσκοπό της Παρθένιο, είχε γίνει μετά τα Βελεσσά το ισχυρότερο βουλγαρικό κέντρο
στη Μακεδονία 8.
Οι αρχιερείς αυτοί κατηγορήθηκαν από τους εκπροσώπους της
πολιτικής της Αθήνας για υποχωρητικότητα και πνεύμα συνδιαλλαγής απέναντι στο
σλαβικό στοιχείο ή για έλλειψη συνεργασίας με το εθνικό κέντρο των Αθηνών.
Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του Έλληνα προξένου στο Μοναστήρι σε επιστολή του
στις 20 Μαρτίου 1891 προς τον Έλληνα πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη 9:
Βλέπετε, κύριε Πρεσβευτά, μέ ποιους άνθρώπους πρόκειται νά
έργασθώμεν, καίτοι γινώσκονοιν ούτοι τό δύσκολον τής ύμετέρας θέσεως καί τής
άπείρως δυσχερείας μας. Έν τούτοις οϋχί μόνον δεν φείδονται ημών, αλλά καί
ζητουσι νά έπανξήσίοσι τάς στεναχώριας μας καί νά μάς πιέσωσι θέτοντες ως
σημεΐον τής σκοποβολής των ο,τι ημείς ζητούμεν διά τόσον χρηματικών θυσιών καί
άγώνων νά προαγάγωμεν καί νά παγιώσωμεν.
Έννοοΰσι δήλον ότι νά μας κτυπήσωσι
κατάκαρδα...
Δεν εχουσι δίκαιον οι λέγοντες ότι. όταν ημείς εχωμεν
Μητροπολίτας. οι Βούλγαροι καί οι άλλοι ημών εχθροί δέν εχουσι άνάγκην
επισκόπων.
Τέτοιες περιπτώσεις ήταν των Νευροκοπίου Γρηγορίου, Καστορίας
Φιλαρέτου, Στρωμνίτσης Καλλινίκου, Πελαγονίας Νεοφύτου, Φιλίππων καί Δράμας
Γερμανού, Σερρών Κωνσταντίνου Βαφείδη καί Λουκά Πετρίδη, Πολυανής Μελετίου καί
Παναρέτου,
οι οποίοι πολλές φορές επέτρεψαν την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων σε
χωριά των επαρχιών τους παραγνωρίζοντας την ελληνική αντίδραση 10.
Ανάμεσά τους και ίσως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν
αυτή του μητροπολίτη Μελενίκου Προκοπίου, Σερραίου στην καταγωγή και σλαβόφωνου
στη γλώσσα.
Οι κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου δεν μπορούν να θεωρηθούν
ανεξάρτητες και από τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε, από το 1860
περίπου, στο Πατριαρχείο, κυρίως με τη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του
γεροντισμού και αυτών με τις νέες φιλελεύθερες αντιλήψεις στο χώρο της
διοίκησης της Εκκλησίας.
Αυτές είχαν μεγάλες επιδράσεις στο κοινοτικό σύστημα
των χριστιανικών κοινοτήτων της οθωμανικής αυτοκρατορίας 12.
Ο Προκόπιος, μεγάλος σε ηλικία αρχιερέας 13, την εποχή των
αλλαγών στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας και ευεργετημένος από τον Ιωακείμ
Β, έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους του γεροντισμού 14 που τον βοήθησε να
επιστρέφει στο Μελένικο ως μητροπολίτης, ήταν φυσικό ν’ ακολουθήσει κι αυτός
πέραν των άλλων και τη γραμμή των οπαδών του γεροντισμού και να έλθει σε
αντίθεση με τους υποστηρικτές της άλλης πλευράς, που επιδίωκαν ν' απαλλαγούν
απ’ αυτόν και τους ομοϊδεάτες του.
Η παρούσα μελέτη δεν έχει σκοπό να υπερασπισθεί το
συγκεκριμένο μητροπολίτη, ούτε να τον απαλλάξει από ενέργειές του, βλαπτικές
ίσως για τον ελληνισμό της επαρχίας του.
Στόχος είναι να καταδείξει την
προσωπικότητά του σε όλη του τη σταδιοδρομία, για να καταστούν έτσι πιο
παραστατικές οι περιπτώσεις και άλλων αρχιερέων που βρέθηκαν κατηγορούμενοι
μέσα στη δίνη των γεγονότων της εποχής που έδρασαν, χωρίς όμως να αποκλείονται
και οι ιδιαιτερότητες του καθενός χωριστά.
Κατά τον Ελευθέριο Ταπεινό, συγγενή του μητροπολίτη
Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού και συγγραφέα της ιστορίας της ίδιας μητρόπολης 15,
ο Προκόπιος «είλκε τό γένος» από το χωριό Μελενικίτζι ή Μιλιγκίτς της επαρχίας
Σερρών 16.
Ωστόσο είναι πιθανή η μετοίκηση του Προκοπίου ή της οικογένειάς του
στη Νιγρίτα, για λόγους έως τώρα άγνωστους. Αυτό εικάζεται από δύο στοιχεία:
στη Νιγρίτα ο Προκόπιος κατείχε περιουσία, την οποία αργότερα δώρισε στη Μονή
Προδρόμου Σερρών 17, ενώ την ίδια χρονική περίοδο κατοικούσε στη Νιγρίτα η
οικογένεια της ονομαζόμενης «Μιλιγκιώτσας», η οποία επίσης κατείχε αξιόλογη
ακίνητη περιουσία και ενδεχομένως να είχε συγγένεια ή ακόμα και να ταυτιζόταν
με την οικογένεια του Προκοπίου.
Ο χαρακτηρισμός του ως Βουλγάρου την καταγωγή, που του
προσέδωσαν οι υποπρόξενοι Σερρών Γ. Λαγκαδάς18 και Αριστ. Μεταξάς19 —άλλωστε
τέτοιοι χαρακτηρισμοί δίνονταν εύκολα σε μη ευάρεστα πρόσωπα—, οφείλεται
περισσότερο στην πολιτεία του Προκοπίου στο Μελέλακο παρά στην πιθανή
σλαβοφωνία του λόγω της καταγωγής του από το Μιλιγκίτς, πατρίδα, εξάλλου, και
του Παπασυναδινού, γνωστού από το Χρονικό των Σερρών.
Δυστυχώς δεν μας είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία γέννησής
του καθώς και οι σπουδές του. Η στενή όμως σχέση που είχε με τη Μονή του
Προδρόμου Σερρών, την οποία και ευεργέτησε, καθώς και η φιλία του με τον
ηγούμενο της ίδιας Μονής Θεοδόσιο 20, οδηγούν στο συμπέρασμα μιας πιθανής φοίτησης
του Προκοπίου στη σχολή της Μονής, στην οποία πιθανότατα εκάρη και εγκαταβίωσε
για ένα διάστημα ως μοναχός.
Το 1849 συναντούμε τον Προκόπιο αρχιδιάκονο του μητροπολίτη
Δέρκων Νεοφύτου, του από Δράμας (22.11.1835-Ιούν. 1842), επί πατριαρχίας
Ανθίμου Δ'21.
Ο Νεόφυτος ήταν πνευματικό τέκνο του Οικουμενικού Πατριάρχη
Γρηγορίου ΣΤ' του Φουρτουνιάδη, του από Σερρών.
Ο ίδιος διηύθυνε τη
Μητρόπολη Σερρών (1836-1839) ως επίτροπος του Γρηγορίου 22, όταν αυτός εξελέγη
πατριάρχης και μαζί με τον πατριαρχικό θρόνο διατηρούσε για μερικά χρόνια και
τον αρχιερατικό θρόνο των Σερρών 23.
Πιθανώς στη σχέση αυτή του Νεοφύτου με την
πόλη των Σερρών να οφείλεται και η γνωριμία του με τον Προκόπιο, τον οποίο
έλαβε μαζί του όταν μετατέθηκε στη μητρόπολη Δέρκων.
Εξάλλου ο Προκόπιος δεν
ήταν ο μόνος Σερραίος που ακολούθησε τον από Δράμας Νεόφυτο στη Μητρόπολη
Δέρκων.
Ο Νεόφυτος είχε ως πρωτοσύγκελό του το 1849 τον επίσης Σερραίο Μελέτιο
Σπανδωνίδη, μετέπειτα και για 45 χρόνια μητροπολίτη Ρασκοπρεσθένης 24.
Στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους ο Προκόπιος εξελέγη επίσκοπος
Τρίκκης της Μητροπόλεως Λαρίσης, διαδεχόμενος τον Ιωσήφ το Μετεωρίτη, που
παύθηκε με απόφαση του Πατριαρχείου άτε δη έν αυτή άρχιερατεύοντος κυρίου Ιωσήφ
εγκληματίας φανείς καί την αξιοπρέπειαν τής 'Αγίας Εκκλησίας προσκρούσας
έπαύθη...25.
Ο Τρίκκης Προκόπιος Α' ο Σερραίος αναφέρεται σε ενθύμηση στο
ναό της Αγίας Παρασκευής των Τρικάλων με ημερομηνία 2 Φεβρουάριου 1854. Το
Σεπτέμβριο του ιδίου έτους 26 παύεται από επίσκοπος με πατριαρχική και συνοδική
απόφαση και εξορίζεται στο Αγιο Όρος μαζί με άλλους επισκόπους, επειδή έλαβε
μέρος και ευνόησε την επανάσταση του 1854 στη Θεσσαλία.
Δυστυχώς δεν μας είναι
γνωστή η δράση του επισκόπου Τρίκκης στην επανάσταση του 1854 ούτε και η
παραμονή του στο Αγιο Όρος, όπου πιθανώς να παρέμεινε έως το 1857.
Ο Αγγλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Blunt μας διασώζει σ’
έγγραφό του ότι ανάμεσα στους Έλληνες αιχμαλώτους της Καλαμπάκας ήταν και ο
μητροπολίτης της περιφέρειας, κατηγορούμενος ως υπαίτιος αναταραχής.
Για την
απελευθέρωσή του ενδιαφέρθηκε ο ίδιος προσωπικά προβαίνοντας σε σχετικές,
ανεπιτυχείς όμως, ενέργειες στο Φουάτ εφέντη. Επρόκειτο μάλλον για τον επίσκοπο
Σταγών και Μετεώρων Κύριλλο, ο οποίος, αφού υπέστη βασανιστήρια, στάλθηκε
αιχμάλωτος στη Λάρισα 27 και όχι για τον Τρίκκης Προκόπιο Α'.
Από τον Ιούλιο του 1857 ως τις 20 Σεπτεμβρίου του 1863 ο
Προκόπιος κλήθηκε ως πρώην Τρίκκης να ποιμάνει την επαρχία Μελενίκου ως
εκπρόσωπος και επίτροπος του μητροπολίτη Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού, που
έλειπε συνοδικός στην Κωνσταντινούπολη.
Στο Μελένικο ο Προκόπιος διακρίθηκε για τη μετριοπαθή στάση
του.
Επιδίωκε την ειρηνική συμβίωση των χριστιανών ελληνοφώνων ή σλαβοφώνων με
τους μουσουλμάνους και μεσολαβούσε συχνά στον αγά του Μελενίκου για την άρση
άδικων κατηγοριών και αποφάσεων 28.
Ωστόσο η στάση αυτή του Προκοπίου δεν άργησε
να παρεξηγηθεί από τον υποπρόξενο τον Σερρών Γ. Λαγκαδά στα 1863 και μάλιστα να
κατηγορηθεί ότι διαπνέεται από πανσλαβιστικές ιδέες, μαζί πάντα με το
χαρακτηρισμό του Βουλγάρου την καταγωγή 29.
Η αφορμή δόθηκε όταν ο Προκόπιος,
στην προσπάθεια του να βελτιώσει το επίπεδο των ιερέων της επαρχίας του,
εγκατέστησε στη μητροπολιτική περιφέρεια Μελενίκου ιερείς από το μοναστήρι της
Ρίλας, που θεωρούνταν κέντρο των πλεκτανών της ρωσικής προπαγάνδας.
Οι ιερείς
αυτοί λειτουργούσαν στη βουλγαρική γλώσσα στα χωριά που τοποθετούνταν, ενώ
πρώτα η λειτουργία γινόταν στα ελληνικά.
Η ενέργειά του όμως αυτή
δικαιολογείται από την τάση συμβιβασμού και τη διάθεση ικανοποίησης μερικών
αιτημάτων των βουλγαροφώνων των βορείων κυρίως περιοχών από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, όταν μάλιστα η πλειοψηφία των κατοίκων στην υποδιοίκηση Ανω
Τζουμαγιάς ήταν ξεκάθαρα βουλγαρική και στις υποδιοικήσεις Πετρίτσης και
Μελενίκου υπήρχαν αρκετά βουλγαρικά χωριά.
Το γεγονός αυτό το αναγνωρίζει και ο
ίδιος ο κατήγορος του Προκοπίου υποπρόξενος Λαγκαδάς σε έγγραφό του προς τον
υπουργό των εξωτερικών II. Δεληγιάννη 30.
Στο κατηγορητήριό του ο υποπρόξενος Λαγκαδάς ζητεί την
ενεργοποίηση της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη προς το μητροπολίτη
Μελενίκου Διονύσιο, ώστε να παυθεί ο Προκόπιος από επίτροπος και να μετατεθεί
σε μητρόπολη, που δεν θα βρισκόταν σε τόσο εθνικά κρίσιμη θέση όπως το
Μελένικο.
Το έγγραφο του υποπροξενείου στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η
Οκτωβρίου του 1863, ο Προκόπιος όμως είχε ήδη εκλεγεί από τις 20 Σεπτεμβρίου
μητροπολίτης Ερσεκίου στην Ερζεγοβίνη διαδεχόμενος τον από Πισιδείας
Γρηγόριο 31.
Ο Προκόπιος παρέμεινε στο Μελένικο ως τις 20 Ιανουαρίου του
1864, οπότε μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπως συνηθιζόταν μετά την εκλογή των
αρχιερέων.
Στις 8 Απριλίου του ίδιου έτους αναχώρησε για την έδρα της επαρχίας
του Μοστάρ 32.
Ως μητροπολίτης Ερσεκίου ο Προκόπιος συνετέλεσε ουσιαστικά
στη 0εμελίωση και εφαρμογή του συστήματος της αρχιερατικής επιχορήγησης με
αποτέλεσμα τη σταθεροποίηση των εισοδημάτων για τη μητρόπολη και το
μητροπολίτη.
Ενδιαφέρθηκε, επίσης, για την τακτοποίηση και οργάνωση της
εκκλησιαστικής του περιφέρειας, θέτοντας έτσι τέρμα στην προηγούμενη ανώμαλη
κατάσταση.
Τον Αύγουστο του 1864 ορίστηκε να μεταβεί ως έξαρχος στην Τούζλα,
έδρα της Μητρόπολης Σβορνικίου της Βοσνίας, για να ελέγξει αιτιάσεις σε βάρος
του μητροπολίτη Διονυσίου. Ο Προκόπιος, εκτελώντας με ευσυνειδησία την αποστολή
που του ανέθεσε η Εκκλησία, πρότεινε την απαλλαγή του Διονυσίου από τις
εναντίον του κατηγορίες 33.
Στα τέλη του 1874 ο Προκόπιος κάλεσε στο Μοστάρ, στην
υπηρεσία της επαρχίας του, τον ιερομόναχο Θεοδόσιο Προδρομίτη από το Τερλήσιο
του Νευροκοπίου, τον οποίο ο Προκόπιος είχε χειροτονήσει ιερέα όταν ήταν
τοποτηρητής ακόμα στη Μητρόπολη του Μελενίκου το 1864 34.
Ο Θεοδόσιος ήταν
ανεψιός του γνωστού ηγουμένου της Μονής Προδρόμου Σερρών Θεοδοσίου 35.
Από νωρίς
μπλέχτηκε στα σχέδια της Βουλγαρικής Εξαρχίας,
έδρασε γι’ αυτήν και τελικά
χειροτονήθηκε
σχισματικός μητροπολίτης Σκοπιών,
εκθέτοντας το θείο του ηγούμενο
Θεοδόσιο.
Ο Προκόπιος συνέβαλε στην προσωρινή μεταστροφή του Θεοδοσίου και την
επιστροφή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο τελευταίος όμως στην Ερζεγοβίνη
σύναψε σχέσεις με επαναστατικά και αντιτουρκικά στοιχεία με αποτέλεσμα να
φυλακιστεί όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Μοστάρ και το Οικουμενικό
Πατριαρχείο και να προσχωρήσει ξανά στην Εξαρχία, η οποία αργότερα και τον
χειροτόνησε επίσκοπο 36.
Ο Προκόπιος παρέμεινε στη Μητρόπολη Ερσεκίου εννέα χρόνια.
Στις 12 Μαΐου το 1875 μετατέθηκε στο Μελένικο επί πατριαρχίας Ιωακείμ Β '.
Διαδέχτηκε το Διονύσιο Ταπεινό που είχε οικειοθελώς παραιτηθεί στις 25 Μαρτίου
του ίδιου έτους 37.
Στο γνώριμό του Μελένικο, ως μητροπολίτης πλέον, ο Προκόπιος
έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των μελλοντικών κληρικών της
επαρχίας του.
Αυτή τη φορά δεν στράφηκε για την προσέλκυση κληρικών προς τη
Ρίλα, που είχε καταστεί ολοφάνερα κέντρο των πανσλαβιστών,
αλλά στη Μονή του
Τιμίου Προδρόμου Σερρών όπου λειτουργούσε ιερατική σχολή 38.
Το Σεπτέμβριο του
1880 γράφει προς τον ηγούμενο του Προδρόμου και φίλο του Θεοδόσιο και του
συστήνει τον υποψήφιο σπουδαστή Βελίκη από το χωριό Λάτριβο της επαρχίας του,
καθώς και τον Αθανάσιο Στογιάννου από το Γολέσιαβο 39.
Ο Βελίκης θα
παρακολουθούσε τα μαθήματα της προσφάτως συσταθείσης Σχολής Προδρόμου μόνο για
ένα έτος, με την υποχρέωση να γίνει με το τέλος των σπουδών του ιερέας.
Σ’ άλλη επιστολή του προς το Θεοδόσιο στις 22 Οκτωβρίου του
1880 συστήνει το μαθητή Δαμιάνη, γιο του προκρίτου του χωριού Σάβιακο, ενώ τον
Αύγουστο του επόμενου έτους διαβιβάζει συστατικό γράμμα των προκρίτων του
Σάβιακου για τον υποψήφιο μαθητή Δημήτριο Μπόζικα 40.
Το Σεπτέμβριο του 1883 ο Προκόπιος με συστατική επιστολή
ζητεί την εγγραφή στην ιερατική σχολή του Προδρόμου ενός μαθητή από τη σχολή
της Τζουμαγιάς, προοριζόμενου για ιερέας 41.
Ο αριθμός των σπουδαστών στη σχολή του Προδρόμου που
προέρχονταν από την επαρχία Μελενίκου δείχνει τον ιδιαίτερο ζήλο του Προκοπίου
για τη μόρφωση των μελλοντικών στελεχών και συνεργατών του.
Οι αριθμοί είναι
αποκαλυπτικοί:
Κατά το έτος 1880-1881 στην ιερατική σχολή του Προδρόμου, σε
σύνολο 24 σπουδαστών, φοιτούσαν 6 μαθητές από την επαρχία Σερρών, 6 από την
επαρχία Δράμας, 6 από την επαρχία Μελενίκου και 6 από τα γειτονικά προς τη Μονή
χωριά 42.
Κατά το επόμενο έτος 1881-1882, σε σύνολο 25 μαθητών, οι 8 προέρχονταν
από την επαρχία Σερρών, οι 7 από την επαρχία Δράμας και οι 10 από την επαρχία
Μελενίκου 43.
Το σχολικό έτος 1882-1883 από τους 26 μαθητές που φοιτούσαν, 9
προήλθαν από τη Μητρόπολη Σερρών, 4 από τη Μητρόπολη Δράμας, 7 από τη Μητρόπολη
Μελενίκου και 6 από τη Μητρόπολη Νευροκοπίου 44.
Τη συμπαράσταση όμως και την αγάπη του προς τον κλήρο ο
Προκόπιος την έδειξε και με άλλον τρόπο, με την αποστολή συνδρομητών προς το
γηροκομείο ορθοδόξων κληρικών, που λειτουργούσε στη νήσο Πρώτη στην
Κωνσταντινούπολη 45.
Παράλληλα όμως ο Προκόπιος έδειξε ενδιαφέρον και για τα
βουλγαρικά γράμματα.
Μεριμνούσε για τα βουλγαρικά σχολεία της επαρχίας του και
παρευρισκόταν συχνά στις εκδηλώσεις τους ευχόμενος την «έν ειρήνη καί όμονοία»
λειτουργία τους 46.
Επίσης με επιστολή του ο Προκόπιος προς τους εφόρους και
προκρίτους της σλαβόφωνης συνοικίας της Κάτω Τζουμαγιάς συνιστούσε τη μάθηση
όλων των γλωσσών του τόπου,
δηλαδή
ελληνικά,
βουλγαρικά και
τουρκικά,
βοηθώντας
όμως με τον τρόπο αυτό την εισαγωγή της βουλγαρικής στα σχολεία 47.
Στην Κάτω
Τζουμαγιά μάλιστα ο Προκόπιος επιχείρησε πραξικοπηματικά και παρά τις
αντιδράσεις των κατοίκων και του Ελληνικού Προξενείου Σερρών, να ιδρύσει
βουλγαρικό σχολείο ζητώντας και τη σύμπραξη των τουρκικών αρχών για το σκοπό
αυτό.
Μαρτυρείται από το διδάσκαλο της κωμόπολης Τόλιο Στεργίου ότι οι
βουλγαρόφρονες από τον ενθουσιασμό τους για τις ενέργειες του μητροπολίτη υπέρ
αυτών ζητωκραύγαζαν δημόσια
Ζήτω ή Βουλγαρία καί ό δεσπότης μας 48.
Αξιοσημείωτη είναι η δικαιολογία του Προκοπίου σχετικά με
την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων.
Όπως δηλώνει, επιτρέπει την ίδρυση βουλγαρικών
σχολείων, διότι την επιτρέπει και το Πατριαρχείο.
Αν αυτό το απαγόρευε, τότε
και αυτός υπακούοντας δεν θα επέτρεπε τη λειτουργία τους στην επαρχία του.
Εξηγεί όμως πως το Πατριαρχείο,
βλέποντας την ιδιαίτερα καλή μεταχείριση του
Βούλγαρου Εξάρχου από την Υψηλή Πύλη και
φοβούμενο μήπως οι σλαβόφωνοι στη
Μακεδονία κηρυχθούν σχισματικοί,
εξαναγκάστηκε να μην εμποδίσει τη διδασκαλία
της βουλγαρικής γλώσσας στη μερίδα του ποιμνίου του που το επιθυμούσε 49.
Έτσι ο
Προκόπιος έδινε νέες αφορμές για κατηγορίες σε βάρος του και μάλιστα σε τέτοιο
σημείο που να θεωρείται προτιμότερο και λιγότερο επιβλαβές στον ελληνισμό το να είχε
προσχωρήσει στους σχισματικούς.
Η συνεχής μάλιστα εμφάνιση στην επαρχία
Μελενίκου Βουλγάρων διδασκάλων, φανερών προπαγανδιστούν της πανσλαβιστικής
ιδέας, δημιούργησε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα σε βάρος του Προκοπίου, ο
οποίος σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς:
τον έπιμενίδειον ύπνον εϋδει διά τά έν
τη επαρχία αντοϋ συμβαίνοντα, ή δέ Μεγάλη Εκκλησία άδιαφορεϊ...50.
Σχετική με την εμφάνιση των προπαγανδιστών είναι μια επιστολή-αναφορά που έστειλε ο Προκόπιος στο Πατριαρχείο
στις 23 Ιανουαρίου του 1883.
Ο Προκόπιος ενημέρωνε τον Πατριάρχη για την
κατάσταση στην επαρχία Μελενίκου με την επαναφορά από την οθωμανική κυβέρνηση
των παυθέντων βουλγαροδιδασκάλων, αποστόλων της βουλγαρικής Εξαρχίας,
που, αρωγοί
στο έργο των ληστοσυμμοριτών,
περιέρχονταν τα χωριά διχάζοντας τους κατοίκους,
ακόμη και στο αναμφισβήτητα ελληνικό Μελένικο.
Ο μητροπολίτης ζητούσε τη
συμπαράσταση της Μ. Εκκλησίας και τη μεσολάβησή της στην αυτοκρατορική
κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κατάστασης που μόνο έριδες και ταραχές
προξενεί στον κόσμο.
Στην αναφορά του αυτή ο Προκόπιος υπέγραφε με τη φράση:
Θεράπων ελάχιστος καί τοϊς όρισμοΐς προθυμότατος
+ Ό Μελενίκου 51.
Αφορμή επίσης για δριμύτατες κατηγορίες σε βάρος του
μητροπολίτη Μελενίκου έδωσε η κυκλοφορία επιστολής του προς το βοηθό του
επισκόπου Δαφνουσίας στις 29 Ιουνίου του 1884,
στην οποία αναφέρει το Φίλιππο
της Μακεδονίας
όχι με τον ελληνικό τίτλο «βασιλιάς»
αλλά με το σλαβικό
«κράλης»,
παραπέμποντας ταυτόχρονα τον ενδιαφερόμενο να μάθει
περί της αληθινής
καταγωγής του Φιλίππου
στον Γ' Ολυνθιακό του Δημοσθένη.
Το τι υπονοούσε είναι
φανερό.
Απόσπασμα της επιστολής αυτής ενεχείρισε στο Προξενείο Σερρών ο
μητροπολίτης Σερρών 52.
Η επιθυμία του τμήματος Δεμίρ-Ισάρ ν’ αυτονομηθεί από τη
Μητρόπολη Μελενίκου και το μητροπολίτη της και ν’ αποκτήσει δικό του επίσκοπο
δημιούργησε πολλά προβλήματα στον Προκόπιο, γιατί τα επιχειρήματα για τη
σύσταση μιας τέτοιας ιδιαίτερης επισκοπής στηρίχτηκαν κυρίως στις κατηγορίες
εναντίον του και όχι τόσο στις πραγματικές ανάγκες του τόπου, που όντως έκαναν
αναγκαία την ίδρυση μιας τέτοιας επισκοπής.
Η αρχή είχε γίνει με το διορισμό
βοηθών επισκόπων, υπευθύνων για το τμήμα Δεμίρ-Ισάρ με τον τίτλο «Δαφνουσίας».
Πρώτος βοηθός επίσκοπος Μελενίκου είχε τοποθετηθεί ο Δαφνουσίας Χαρίτων
(Νοέμβριος 1848-1872) 53.
Στο χρονικό διάστημα
από το 1872 ως τις 30 Μαρτίου 1883 δεν τοποθετήθηκε άλλος βοηθός επίσκοπος
Μελενίκου.
Τα καθήκοντά του φαίνεται ότι ασκούσε ο προποσύγκελος του
μητροπολίτη.
Τον Ιανουάριο του 1881 54 μερίδα των χριστιανών κατοίκων του
Δεμίρ-Ισάρ διαμαρτυρήθηκε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' κατά του
μητροπολίτη Προκοπίου.
Στις καταγγελίες αυτές όμως απάντησε, υπερασπίζοντας το
μητροπολίτη της, η άλλη μερίδα παν χριστιανών του Δεμίρ-Ισάρ, γεγονός που
δείχνει και τις εσωτερικές διαμάχες που ταλάνιζαν τις κοινότητες την εποχή
εκείνη, διαμάχες όπως αυτήν του Δεμίρ-Ισάρ για τον έλεγχο των κοινοτικών
πραγμάτων.
Το μητροπολίτη υπερασπίστηκαν και οι κάτοικοι του Μελενίκου,
συγκεντρώνοντας υπέρ αυτού πάνω από δύο χιλιάδες υπογραφές και αρκετές
μουχταρικές σφραγίδες.
Η αιτία της καταγγελίας, όπως αποδείχτηκε, ήταν η
απόλυση του πρωτοσυγκέλλου της Μητρόπολης Μελενίκου και υπευθύνου για το τμήμα
του Δεμίρ-Ισάρ.
Το Μάιο του 1883 ορισμένοι εκ των κατοίκων του Δεμίρ-Ισάρ
επανήλθαν στο αίτημά τους εκφράζοντας τα παράπονά τους προς το Οικουμενικό
Πατριαρχείο, με τα οποία επεδίωκαν το διορισμό επισκόπου για την κάλυψη των
θρησκευτικών τους αναγκών.
Το Πατριαρχείο ενημέρωσε το μητροπολίτη Προκόπιο, ο
οποίος άφησε το θέμα στην κρίση του Πατριάρχη και της συνόδου, που προχώρησαν
στη χειροτονία επισκόπου Δαφνουσίας, ως βοηθού επισκόπου του μητροπολίτη
Μελενίκου.
Τελικά, για τη θέση αυτή επιλέχτηκε ο Σερραίος αρχιδιάκονος της
Μητρόπολης Σερρών Μεθόδιος Παπαεμμανουήλ, τελειόφοιτος της Χάλκης, γνώστης της
βουλγαρικής και της τουρκικής γλώσσας και κυρίως της κατάστασης που επικρατούσε
στα μέρη εκείνα.
Τη χειροτονία μάλιστα του νέου επισκόπου τέλεσε ο ίδιος ο
κυρίαρχος μητροπολίτης Μελενίκου, συγχοροστατούντων του αρχιεπισκόπου
Νευροκοπίου και του επισκόπου Ελευθερουπόλεως 55.
Το ζήτημα της πλήρους αυτονόμησης της αρχιερατικής
περιφέρειας Δεμίρ-Ισάρ από τη μητρόπολη Μελενίκου επανήλθε τον Ιανουάριο του
1887 με τη χειροτονία του Τενεδίου Κωνσταντίνου Χατζηαποστόλου ως επισκόπου
Δαφνουσίας (αργότερα έγινε Μελενίκου από Λιτίτζης, Μάιος 1894-Μάρτιος 1899), με
την υποστήριξη μάλιστα του Ελληνικού Προξενείου Σερρών 56.
Ο Προκόπιος συνάντησε, ως μητροπολίτης Μελενίκου, μεγάλες
αντιδράσεις εναντίον του υποκινούμενες από το Ελληνικό Προξενείο Σερρών, που
πολλές φορές ζήτησε τη μετάθεσή του από το Μελένικο, εξαιτίας, όπως αναφέρεται,
της εθνικά επικίνδυνης διαγωγής του εκεί 57.
Σε έγγραφό του προς το Γενικό
Προξενείο Θεσσαλονίκης ο πρόξενος των Σερρών αναφέρει για το μητροπολίτη Μελενίκου:
ό τήν εκκλησίαν προδίδων Μελενίκου είναι μυστικός καί επικίνδυνος ώς εκ της
Θέσεώς του ταύτης οργανον τής βουλγαρικής προπαγάνδας, είναι άνάγκη
κατεπείγουσα νά άπομακρυνθή οχι μόνον άπό τήν επαρχίαν του αλλά άπό όλα τά μέρη
ταϋτα εις ά κρυφίως ραδιουργεί.
Το φθινόπωρο μάλιστα του 1884 το Προξενείο
Σερρών δεν δίστασε να στείλει τον εκ Δεμίρ-Ισάρ Έλληνα υπήκοο Κωνσταντίνο
Σεμέτσο στην Κωνσταντινούπολη, για να ενημερώσει την Ελληνική Πρεσβεία
αναφορικά με τη διαγωγή του μητροπολίτη Προκοπίου 59.
Ο Σεμέτσος συχνά ενημέρωνε
το Ελληνικό Προξενείο Σερρών για τις δραστηριότητες του Προκοπίου.
Μάλιστα σε
δύο επιστολές του που έστειλε στο Προξενείο στις 26 Ιουνίου και στις 2 Ιουλίου
του 1884 καταφέρεται εναντίον του μητροπολίτη χαρακτηρίζοντάς τον ως άθλιο 60.
Ήταν
η εποχή που το Δεμίρ-Ισάρ ζητούσε την εκκλησιαστική του αυτονόμηση από το
Μελένικο.
Ο Προκόπιος κατηγορήθηκε για την αδιαφορία που έδειξε στη
συνεργασία του με το Προξενείο σε ζητήματα κυρίως εκπαιδευτικά 61, για
εγκατάσταση βουλγαροδιδασκάλων σε ελληνικά σχολεία και τη συνδρομή του στη
λειτουργία βουλγαρικού σχολείου σε εκκλησιαστικό μάλιστα κτήριο 62.
Σε έγγραφο
του Υπουργείου Εξωτερικών προς την Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη το
Δεκέμβριο του 1883 αναφέρεται σχετικά για τον Προκόπιο:
Ή μέχρι τον νϋν
πολιτεία του απαθής καί άδιάφορος ώς προς πάσαν τών Βουλγάρων ένέργειαν, άπό
τίνος όμως ήδη χρόνου ήρξατο φανερώς υποστηρίζων τούς άγώνας εκείνων διά
προτρεπτικών πρός τάς κοινότητας Τζουμαγιάς καί Πετρίτσης έπιστολών πρός
αποδοχήν Βονλγάρων διδασκάλων επί τώ λόγω ότι, καθώς ή Τουρκική κυβέρνησις
επιτρέπει τήν έλευθέραν λειτουργίαν τών σχολείων πάσης έθνότητος οϋτω καί ή
Εκκλησία δέον νά μή παρακωλύη τήν κανονικήν αυτών πρόοδοί 63.
Σε αναφορά επίσης του πρόξενου Σερρών Ν. Μπέτσου προς τον
υπουργό των Εξωτερικών Α. Κοντόοταυλο αναφέρεται:
ό δε άγιος Μελενίκου έν τώ φανερώ
μέν απρακτεί καί έν άκρα πολιτεύεται επιφυλάξει, εν τω κρυπτω δέ καί εμμέσως
τοΐς εχθροΐς ημών συμπράττει καί παραλύει σχεδόν διά τής πονηράς ταύτης
πολιτείας τον τάς έπιτόπου ήμετέρας ένεργείας.
Τό Έλ. Προξενεϊον πρό χρόνων ικανών εύρίσκεται εις την
δνσάρεστον θέσιν νά τηρή τυπικήν τι να καί έπίπλαστον μόνον σχέσιν πρός τόν
’Αρχιερέα τοϋτον [καί] ύπολαμβάνει κινδυνώδες νά συνεννοηθή άπ' ευθείας μετ’
αυτόν καί περί τής ελάχιστης εθνικής ύποθέσεως
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης ο Πρόξενος πρότεινε να
μην απομακρυνθεί ο Μελενίκου με βιασύνη, αλλά αφού κληθεί πρώτα ως συνοδικός
και αντικατασταθεί από τοποτηρητή γνωστών και αδιαφιλονίκητων ελληνικών
φρονημάτων, στη συνέχεια να τοποθετηθεί σε κάποια ασιατική επαρχία ή ως γέρων ή
και προεδρικώς, όπου θα είναι ακίνδυνος.
Την αντικατάσταση του Προκοπίου, αφού
πρώτα εξακριβωθεί η γνώμη του Πατριάρχη, υποστήριξε ενστερνιζόμενο τις
προτάσεις του προξένου Σερρών και το υπουργείο Εξωτερικών σε έγγραφά του προς
την πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης 65.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης πιεζόμενος από
το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών υποσχέθηκε ότι θα μεριμνούσε για την
αθόρυβη απομάκρυνση του Προκοπίου από τη Μητρόπολη Μελενίκου 66.
Ταυτόχρονα
τέθηκε πάλι επιτακτικά το θέμα της εκκλησιαστικής αυτονόμησης του τμήματος
Δεμίρ -Ισάρ από τη Μητρόπολη Μελενίκου.
Σημαντική ήταν η απάντηση του Πατριάρχη
σε εμπιστευτικό σημείωμα:
Πολλά κατά καιρούς έλέχθησαν καί έγράφησαν περί τοϋ
Μητροπολίτου Μελενίκου ώς σλαβοφίλου, επίσημος όμως ποιμαντική ενέργεια αύτοϋ
ουδόλως επιμαρτυρεί τούτο.
Οί άδιστάκτως φρονοϋντες ότι οϋτος όντως σλαβοφιλεί
σχηματίζουσι τάς ιδέας αυτών από την αδράνειαν μεθ’ ην δεικνύει εις τά περί
σχολείων καί άδελφοτήτων.
Ή εκκλησία εξ ενός μή έχουσα αδιάψευστα τεκμήρια τής
σλαβοφίλου αύτοϋ διαγωγής, εξ άλλου φοβουμένη μεγαλύτερον σάλον καί βλάβην
άπέσχε νά άποφασίση τελειωτικώς.
Ωστόσο αποφάσισε να διορίσει τιτουλάριο
επίσκοπο για το διαμέρισμα Δεμίρ-Ισάρ 67.
Κατηγορήθηκε επίσης για το χωρισμό των νέων στο Πετρίτσι
μεταξύ ορθοδόξων και σχισματικών, την παραχώρηση ενός από τα δύο σχολεία της
κοινότητας στους Βουλγάρους 68, την εισαγωγή στον αριστερό χορό της εκκλησίας
του Πετριτσίου της βουλγαρικής γλώσσας από το 1884 και τη χειροτονία Βουλγάρων
ιερέων 69.
Οι αντιπρόσωποι της ελληνικής κοινότητας Πετριτσίου
κατήγγειλαν μάλιστα στο Ελληνικό Προξενείο Σερρών την ενθάρρυνση των Βουλγάρων
από το μητροπολίτη Μελενίκου,
εις την δικαιοδοσίαν τοϋ οποίον ή πόλις ημών
(ενν. το Πετρίτσι) έχει την ατυχίαν νά εϊνε..., στην κατάληψη ναού από τους
εξαρχικούς.
Σπουδαίο ρόλο στις καταγγελίες έπαιξε ο δάσκαλος του Πετριτσίου Φ.
Ταπεινός, πιθανότατα συγγενής του «οικειοθελώς» παραιτηθέντος μητροπολίτη πρώην
Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού, προκατόχου του Προκοπίου 70.
Ο Φ. Ταπεινός μάλιστα
προμήθευσε στο Προξενείο Σερρών εγκύκλιο του Προκοπίου προς το σύγκελό του στο
Πετρίτσι, στις 18 Νοεμβρίου του 1883,
με την οποία χορηγεί την άδεια να ψάλλουν
στα σλαβικά στις δύο εκκλησίες του Πετριτσίου εκτός από τον Απόστολο και το
Ευαγγέλιο
(υπήρχε άλλωστε και η απαγόρευση του Πατριαρχείου να κυκλοφορούν σε
βουλγαρική μετάφραση το Ευαγγέλιο και ο Απόστολος).
Στην εγκύκλιό του
αυτή ο Προκόπιος αυτοχαρακτηρίζεται «Χριστιανός Ορθόδοξος Μακεδών» ενισχύοντας
έτσι τις κατηγορίες εναντίον του 71.
Δεν είναι ξεκάθαρα τα αίτια που προκάλεσαν την εχθρότητα
ανάμεσα στο μητροπολίτη Προκόπιο και στους αδελφούς Ταπεινού, συγγενείς του
πρώην μητροπολίτη Μελενίκου Διονυσίου Ταπεινού.
Επιστολή, που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Βυζαντίς» 72 της Κωνσταντινούπολης, εκ Πετριτσίου δήθεν προερχόμενη,
περιείχε πλήθος συκοφαντιών κατά του γιατρού Νικολάου Γρ. Ταπεινού και του
αδελφού του Φ. Ταπεινού, διδασκάλου στο Πετρίτσι.
Η επιστολή προσπαθούσε να
υπερασπισθεί το μητροπολίτη Μελενίκου από τις εναντίον του κατηγορίες χρησιμοποιώντας
επιχειρήματα κατά των δύο αδελφών Ταπεινού.
Ακόμη περισσότερο περιπλέκει την
κατάσταση το ότι ο γιατρός Νικόλαος Ταπεινός είχε ως σύζυγό του μια ανεψιά του
μητροπολίτη Προκοπίου 73.
Είναι πάντως γεγονός ότι όχι μόνο εξαιτίας των δύο Ταπεινών
η ελληνική κοινότητα Πετρίτσης στάθηκε αρνητική απέναντι στον Προκόπιο.
Σε
ανταπόκριση του «Νεολόγου» από το Πετρίτσι, που δημοσιεύθηκε στις 4 Μαΐου του
1888 74, αναφέρεται:
Εύρεθείς χάριν ιδιαιτέρων μου υποθέσεων ενταύθα άπό τινας
ημέρας, κατά καθήκον έρχομαι δι’ ολίγων νά περιγράψω τήν οίκτράν κατάστασιν εις ήν περιέστη ή ελληνική κοινότης
Πετρίτσης ώς εκ τής άδρανείας τού Αγίου Μελενίκου κ. Προκοπίου.
Γνωστόν
τυγχάνει ότι άπό τού 1884 ή εν Μεσαχώρω έδρεύουσα σχισματική εξαρχία προσπαθεί
παντί σθένει νά ίδρυση εις τά διάφορα μέρη τής Μακεδονίας σχολεία καί δι' αυτών
νά επιτυχή τούς σκοπούς αύτής...
Οϋτω λοιπόν στήσασα άνόμως καί ενταύθα τά
κέντρα αύ τής μετ’ έπιτάσεως άγωνίζεται διά τών οργάνων αύ τής ... νά διαδώση
σύν τοΐς νάμασι τής βουλγαρικής παιδείας καί τόν ιόν τής άποστροφής πρός πάν
ο,τι άνέκαθεν ύπήρξεν έλληνικόν.
Άλλ ’ ο "Αγιος Μελενίκου καίτοι ταϋτα
έγνώριζε, καίτοι την πολιτείαν τής εξαρχίας καί τών οργάνων αύ τής εκ τού
πλησίον βλέπει, εξακολουθεί νά άποκαλή αύτούς τέκνα τής Μεγάλης Εκκλησίας καί
νά εύλογή αύτούς καί τά σχολεία αύτών νά έπισκέπτηται καί νά καλή αύτούς σέ
συμπόσια καί δείπνα.
Πολύ δέ ολίγον μέλει αύτώ εάν οί πρόκριτοι καί οί
όρθοφρονοϋντες κάτοικοι ζητοϋσι την παλινόρθωσιν τών καθεστώτων καί την τών
κακώς κειμένων, ερχόμενος δέ εις έπίσκεψιν τών τέκνων του περιορίζεται εις τό
νά άνεγείρη άχυρώνας καί δωμάτια μόνον διά τόν έαυτόν του καί διά τόν άνεψιόν
του, έάν δέ οί βουλγαροδιδάσκαλοι καί αί διδασκάλισσαι αύτών φανερόν
κηρύττουσιν οτι είσί σταλμένοι άπό την εξαρχίαν καί ότι λαμβάνουσι κατ’ έτος
250 λίρας καί έτέρας 150 δι ’ άπρόοπτα έξοδα ό "Αγιος Μελενίκου κηρύττει
οτι δέν τά ήκουσεν...
Εύτυχώς όμως έλθών κατά τήν 10 άπριλίου καί λειτουργήσας
εν τώ ναώ τού άγιου Νικολάου εΐδεν όφθαλμοφανώς οτι ό βούλγαρος ψάλτης, ον ή
Σεβασμιότης του καλοκαγαθία φερομένη διώρισεν άπό τριετίας ϊνα ψάλλη έν τή
είρημένη εκκλησία, δέν τόν ήκουσε καί εξακολουθεί νά ψάλλη τό Χερουβικόν
βουλγαριστί έν ω ή Σεβασμιότης του διέταξε διά ποιμαντορικών έπιστολών πρό
τετραετίας
όπως οί δεξιοί χοροί τών εκκλησιών ψάλλωσιν ελληνιστί
καί μόνον οί
άριστεροί βουλγαριστί...
Τί δέ νά ειπωμεν καί περί τού επιτρόπου αύτοϋ...
Αλλ'
ό ”Αγιος Μελενίκου ώς βούλγαρος όνειρευόμενος μεγάλην Βουλγαρίαν διότι
έγαργαλίσθη άπό τήν νύν μεθορεύουσαν ηγεμονίαν έχει δίκαιον νά άγνοή τά
συμβαίνοντα ή Μεγάλη όμως τού Χριστοϋ Εκκλησία δέν οφείλει νά ύπερασπισθή τά
τέως αύτής πιστά τέκνα, άτι να παρ' αύτής ζητοϋσι καί έκλιπαροϋσιν ύπεράσπισιν;
Διατί ή εξαρχία νά έπεμβαίνη ενταύθα καί ημείς ούχί μόνον νά σιωπώμεν, άλλά νά
δίδωμεν καί τάς εκκλησίας ημών καί τά σχολεία διά νά έκτελώνται διάφορα έργα;
Διατί ή Μ. Εκκλησία άφοϋ δέν πιστεύει εις τάς δικαίας αιτήσεις τής
όρθοφρονούσης μερίδος πιστεύει εις τά γραφόμενα τού Αγίου Μελενίκου καί δέν
στέλλει επίτηδες άνθρωπον διά νά πληροφορηθή τί συμβαίνει;
Τή άληθεία
άνεξήγητός έστιν ή σιωπή αύ τη τής Μ. Εκκλησίας καί ούδέν έτερον ύπ εμφαίνει
είμή άδυναμίαν ...
Τά όργανα τής έξαρχίας, "Αγιε Μελενίκου, έχουσιν
ώρισμένον σκοπόν τόν όποιον έγνώριζες...
Φοβερά εύθύνη έπίκειται καί άλλίμονον
εις ημάς ελπίζοντας νά έπιτύχωμεν τών δικαίων ημών έκ τοιούτου μητροπολίτου δι’
ον ουκ ολίγα έδημοσιεύβησαν.
Απορον όμως τί ή Μ. Εκκλησία σκέπτεται. *Αρα γε,
άφοϋ έγνώρισε τα σνμβαίνοντα καί τάς ένεργείας των βουλγάρων. έπικυροί την
πολιτείαν τοϋ Άγιον Μελενίκον...;
Πολλοστήν ταύτην φοράν παρακαλοϋμεν τό Οίκ.
Πατριαρχεϊον ϊνα δώση άκρόασιν καί πίστιν καί έπιτάξη αύστηρώς τον άγιον
Μελενίκον νά μή φέρηται μεροληπτικώς...
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1888, κατά τη συνηθισμένη επίσκεψη του
μητροπολίτη Μελενίκου στο Πετρίτσι εξαιτίας της γιορτής του Αγίου Νικολάου, στο
όνομα του οποίου ετιμάτο ο ένας από τους δύο ναούς της πόλης, προκλήθηκε
σύγχυση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, όταν Βούλγαροι προπαγανδιστές
επεδίωξαν να διαταράξουν τη συμφωνημένη σειρά ψαλμωδίας στις δύο γλώσσες.
Ο
Προκόπιος προτίμησε να μην ανακατευτεί στη συμπλοκή κρυπτόμενος, γιατί κατά το
μεγαλύτερο μέρος της λειτουργίας και ο ίδιος έψελνε στη βουλγαρική 75.
Οι προσπάθειες του Προκοπίου να οργανώσει και να θέσει σε
εφαρμογή και στο Μελένικο ένα σταθερό σύστημα αρχιερατικής επιχορηγίας, όπως με
επιτυχία εφήρμοσε στη Μητρόπολη Ερσεκίου, αποτέλεσαν μια ακόμη αφορμή να
κατηγορηθεί, ανάμεσα στα άλλα, και για φιλοχρηματία και ότι με τις απαιτήσεις
του εκεί οδηγήθηκε σε αποσκίρτηση στο σχίσμα η πλειοψηφία των χριστιανών της
Ανω Τζουμαγιάς 76.
Φαίνεται όμως ότι δεν υπήρχαν μόνο κατηγορίες σε βάρος του
Προκοπίου, αλλά και επαινετικά σχόλια.
Έτσι, όταν το 1881 ο πατριάρχης Ιωακείμ
Γ ζήτησε από το φίλο του πρόξενο των Σερρών Παπακωστόπουλο πληροφορίες για τους
αρχιερείς της προξενικής περιφέρειας Σερρών, εκείνος του απάντησε για το μητροπολίτη
Μελενίκου Προκόπιο:
...σήμερον τίποτε δέν ήμπορώ νά είπω κατά τοϋ Ιεράρχον
τούτον. Ήυνόησεν τά σημεία των καιρών καί την άνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος
παρέχει τώ Συλλόγω (ενν. Φιλεκπαιδευτικό) την έαυτοϋ πρόθυμον συνδρομήν καί
σύμπραξιν έν άπασι τοις διαμερίσμασι τής αρχιεπισκοπής του καί συνετέλεσεν ου
σμικρόν εις την προαγωγήν τών ενεργειών τον... (ενν. του συλλόγου) 77.
Ο Προκόπιος υποστηρίχτηκε από το Πατριαρχείο καί ιδιαίτερα
από τον πατριάρχη Διονύσιο τον Ε', με τον οποίο γνωριζόταν από πολλά χρόνια,
όταν ακόμη ο Προκόπιος ήταν διάκονος του Δέρκων.
Ο Διονύσιος ο Ε',
υποστηρίζοντας το μητροπολίτη Μελενίκου απάντησε στον υπάλληλο της Ελληνικής
Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Ναούμ σχετικά με τις κατηγορίες σε βάρος του
Προκοπίου ότι:
...ό Άγιος Μελενίκον ποιμαίνει επαρχίας κατοικουμένας τό
πλεϊστον νπό ελληνοφώνων οϋς ή βουλγαρική προπαγάνδα δέν ήδυνήθη νά άποσπάση
μέχρι τονδε έκ τών κόλπων τής Μ. Εκκλησίας χάριν τής προσπαβείας τον έν λόγω
Μητροπολίτου..
Ή εις τάς παρούσας περιστάσεις μετάθεσις τον Μητροπολίτον
Μελενίκον δυναται νά φέρη λίαν σοβαρά άποτελέσματα ών τήν ευθύνην δέν έπιθυμεϊ
νά άναλάβη (ενν. ο Πατριάρχης)...78.
Ο Διονύσιος σημειώνει μάλιστα σε άλλη του
επιστολή προς την Ελληνική Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως ότι
ο μητροπολίτης Μελενίκου
ουδέποτε καθυστέρησε τήν περί τών έθνικών ίδρυμάτων συνδρομήν τον 79.
Στην Κωνσταντινούπολη ο Προκόπιος δεν έχασε για μια ακόμη
φορά την ευκαιρία να δείξει το μεγάλο και πραγματικό του ενδιαφέρον για τα
ελληνικά γράμματα και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στη Μακεδονία.
Υπήρξε
μάλιστα ένα από τα αξιότιμα μέλη της Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος 80
και πολλές φορές λειτούργησε στο ιδιόκτητο Αγιασμά της, το οποίο κατά το
μεγαλύτερο μέρος συντηρούσε τη Σχολή Τσοτυλίου.
Αξίζει να αναφερθούν τα λόγια
του Νικολάου Β. Τσούλκα στη λογοδοσία της Αδελφότητας του έτους 1885-1886 81:
Έν
τώ ίδιοκτήτω τής ’Αδελφότητος Αγιάσματι, τό όποιον ώς έπί τό πλεΐστον διά τον
όβολον τ ον συντρέχοντος χριστωνυμον ποιμνίου συντηρεί κατά μέγα τήν Σχολήν,
έτελέσαμεν πάσας τάς τελετάς τών Τριών Ιεραρχών, τής Αγίας Μεγαλομάρτυρος
Μαρίνης. τά μνημόσυνα τών άοιδίμων ευεργετών Ζαννή Σκυλίτση Στεφάνοβικ καί
Κωνσταντίνου Σίσκου μετά τοϋ Αρχιερέως Αγίου Μελενίκον κυρίου Προκοπίου, τον
βαθυσεβάστον ημών πατρός καί ποιμενάρχον, τρις αύτοκλήτως ίερουργήσαντος καί
τρις ένί έτει φιλοδωρήσαντος ήμάς άνά μίαν λίραν Τουρκίας, εκτός τής προθύμου έτησίως συνδρομής του. Νομίζομεν ότι λησμονοϋμεν μέγα καθήκον νά μή άναφέρωμεν
τον τρανόν ζήλον τοϋ Σεβαστού ήμών τούτου πατρός καί τάς φιλαγάθους προθέσεις,
πάντοτε ένθαρρύνοντας καί παρηγοροϋντας ήμάς διά τής Σοφοκλέονς ρήτρας:
«Θάρσει μοι, Θάρσει. τέκνον, έτι μέγας ουρανώ Ζεύς, ος
έφορά πάντα καί κρατύνει».
Ο Προκόπιος ως μητροπολίτης Μελενίκου διετέλεσε συνοδικός
για μια περίπου διετία 20.2.1885-16.8.1886 82 και εφοροταμίας της Θεολογικής
Σχολής της Χάλκης 83.
Σε έγγραφο του Προξενείου Σερρών84 φαίνεται ότι ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Δ' απομάκρυνε, κατόπιν «θερμών
παρακλήσεων» της ελληνικής διπλωματίας τον Προκόπιο από το Μελένικο καλώντας
τον ως συνοδικό στην Κωνσταντινούπολη και υποσχέθηκε ότι με την πρώτη ευκαιρία
θα τον αντικαταστήσει.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Προκόπιος κλήθηκε συνοδικός
κατά το Συνταγμάτιο, επειδή εκωλύοντο οι μητροπολίτες Φιλαδελφείας και
Μεσημβρίας να παραστούν ως συνοδικοί 85.
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1886 ο «Νεολόγος»
δημοσίευσε την είδηση:
αγγέλλεται έκ Μελενίκου ο Θάνατος τον πανιερωτάτον
μητροπολίτον τής είρημένης έπαρχίας Προκοπίου, πέρνσι χρηματίσαντος σννοδικοϋ
μέλους 86.
Η «Βυζαντίς» στις 4 Δεκεμβρίου όμιος τη διέψευσε σχολιάζοντας ότι
ουδέποτε στα Πατριαρχεία έφτασε ανάλογη είδηση 87.
Οι αντιδράσεις και οι κατηγορίες σε βάρος του Προκοπίου
πρέπει να ήταν τα αίτια που τον έφεραν τον Ιούλιο του 1887 υποψήφιο για τη
μητρόπολη Ικονίου, χωρίς όμως επιτυχία, με συνυποψήφιους τον Βάρνης Κύριλλο και
τον πρώην Χίου Αμβρόσιο που τελικά εξελέγη 88.
Στις 31 Μαρτίου του 1888 ήταν
και πάλι υποψήφιος για τη Μητρόπολη Ερσεκίου, στην οποία η θητεία του ως
μητροπολίτη (1863-1865) είχε χαρακτηρισθεί ευδόκιμη, μετά την παραίτηση του
Ερσεκίου Ιγνατίου.
Υποψήφιοι για τη θέση ήταν εκτός από τον Προκόπιο ο Σκοπίων
Παΐσιος και ο αρχιμανδρίτης Λεόντιος Ραδούλοβιτς, ο οποίος και εξελέγη 89.
Τον Ιούνιο του 1889 η Σύνοδος επέτρεψε, ύστερα από
κυβερνητική άδεια, στον Προκόπιο να μεταβεί στη Βιέννη για τη θεραπεία των
ματιών του 90.
Ο Προκόπιος έπασχε από καταρράχτη και στους δύο οφθαλμούς 91.
Το
Σεπτέμβριο όμως του ίδιου έτους προσκλήθηκε πάλι κατά το Συνταγμάτιο ως
συνοδικός. Έτσι κλήθηκε να επιστρέψει από τη Βιέννη στην Κωνσταντινούπολη και
όχι στο Μελένικο 92.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν πληροφορίες, αν τελικά ο Προκόπιος
μετέβη στην Κωνσταντινούπολη ή επέστρεψε στην έδρα του.
Μέχρι τις παραμονές του θανάτου του η ελληνική κυβέρνηση
ζητούσε την απομάκρυνσή του από το Μελένικο.
Ενδεικτική είναι η αναφορά του πρέσβη
στην Κωνσταντινούπολη Μαυροκορδάτου προς το Υπουργείο των Εξωτερικών τον Ιούνιο
του 1891, στην οποία επίσης φαίνεται και η διαμάχη των δύο εθνικών κέντρων,
Αθήνας και Φαναριού:
...εάν μή οϋτως ή άλλως ό άνάξιος καί έπικίνδυνος
Μητροπολίτης Μελενίκον άπομακρυνθή τής έπαρχίας τον ή Ελληνική Κυβέρνησις θά λάβη πλέον τό ένδόσιμον νά σκεφθή έάν
ή αδιαφορία τού Πατριαρχείου εις ίκανάς σπουδαίας έννοιας αίτήματά της δέον νά
έπιβάλη αυτή τήν διαρρύθμισιν άλλο των πρός τό Φανάριον σχέσεων.
Στην ίδια
αναφορά επισημαίνεται ότι ο μητροπολίτης Μελενίκου τυγχάνει προστασίας και ότι
η απομάκρυνσή του από την επαρχία του εμπνέει φόβους στο Πατριαρχείο 93.
Ο Προκόπιος απεβίωσε στην έδρα του, το Μελένικο, στις 28
Αυγούστου 189194, σε μεγάλη ηλικία 95 (το 1887 ήταν ο αρχαιότερος των
αρχιερέων96).
Ο ενταφιασμός του έγινε στον περίβολο του μονυδρίου του Αγίου
Νικολάου στο Μελένικο 97, ενώ αρχιερατικός επίτροπος ορίστηκε ο Δαφνουσίας
Κωνσταντίνος 98 (τοποτηρητής είχε οριστεί ο Σερρών).
Το ζήτημα της περιουσίας του Προκοπίου απασχόλησε αρκετά το
Πατριαρχείο, από την άρνηση κυρίως του χακίμη (δικαστή) του Μελενίκου να
παραδώσει τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου του αποθανόντος στον εκπρόσωπο της
Συνόδου του Πατριαρχείου διάκονο Κωνσταντίνο Μικρούλη, ο οποίος για το λόγο
αυτό είχε μεταβεί στο Μελένικο 99.
Με διάβημα του Πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη
εκδόθηκε διαταγή προς το χακίμη και έτσι έληξε το θέμα.
Διάδοχος του Προκοπίου στο Μελένικο τοποθετήθηκε, με κάποια
καθυστέρηση λόγω της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου, ο από Πρεσπών και Αχριδών
Αλέξανδρος Τριανταφυλλίδης, αρχιερέας με πολυσχιδή δραστηριότητα 100.
Η ζωή και το έργο του Προκοπίου μέσα στην πολύχρονη ζωή του
και στην επίσης πολύχρονη αρχιερατεία του σημαδεύτηκε από πολλές φάσεις, όχι άσχετες με τις εκάστοτε καταστάσεις.
Ήταν επαναστάτης στα
Τρίκαλα,
οργανωτικός στην Ερζεγοβίνη,
αλλά κατηγορήθηκε ως ύποπτος και εθνικά
επικίνδυνος στο Μελένικο 101.
Έδειξε αγάπη για τον κλήρο, ενδιαφέρον για την
παιδεία και τη μόρφωσή του, ανεξάρτητα από την καταγωγή του καθενός, καθώς και
επιθυμία για ομαλή και ειρηνική συμβίωση του ποιμνίου του.
Η ευαισθησία του για
τα σλαβόφωνα πνευματικά του τέκνα ήταν φανερή, ίσως λόγω της καταγωγής του.
Αποτελούσαν εξάλλου την πλειοψηφία στην επαρχία του.
Ο Προκόπιος αρχιεράτευσε
σε εποχή με σημαντικά γεγονότα τόσο για την εκκλησία, όσο και για τα Βαλκάνια.
Αρχιερέας γηραιός την εποχή των σημαντικών αυτών εξελίξεων δεν μπόρεσε ν’
ακολουθήσει τις επιταγές των καιρών με αποτέλεσμα να γίνει στόχος πολλών
κατηγοριών.
Ωστόσο η πίστη και αφοσίωσή του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σε
εποχή αμφισβητήσεων και συγκρούσεων δικαιολογεί αντίστοιχα και το σεβασμό του
Πατριαρχείου προς αυτόν και την άρνησή του να τον απομακρύνει από την επαρχία
του και από τα πνευματικά του τέκνα.
1. Ν. I. Γιαννόπουλος, «Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας», Έπετηρίς Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού, 1 (1914) 302: Επισκοπή Τρίκκης: «Προκόπιος Α' Σερραΐος είτα παυθείς καί μετέπειτα Έρσεκίου καί μετά ταϋτα Μελενοίκου ενθα έτελεύτησε».
2. Κων. Βακαλόπουλος, Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894), Θεσσαλονίκη 1983, σ. 207.
3. Α0. Καραθανάσης, «Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ’,η Αθήνα και το Φανάρι - Περίοδος εθνικών περιπετειών», Επιστημονικό Συμπόσιο: Χριστιανική Μακεδονία - Ο από Θεσσαλονίκης οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ' ο Μεγαλοπρεπής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 161.
4. Μακεδονία 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, Αθήνα 1982, ο. 555 σημ.61. "
5. Αθ. Καραθανάσης, (LT., σ. 162, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
6. Μακεδονία 4000χρόνια, (Lt., σ. 556 σημ. 71.
7. Αθ. Καραθανάσης, (LT., σ. 167.
8. Μακεδονία 4000χρόνια, (Lt., ο. 453.
9. Κων. Βακαλοπουλος, ό.π., ο. 206.
10. Ο.π., σ. 205.
11. Για τη φιλοβουλγαρική δραστηριότητα του Προκοπίου βλ. ό.π., σσ. 140-142 και 322323.12. Βαπ. Σταυρίδης, Οί Οικουμενικοί Πατριάρχαι 1860-σήμερον, Θεσσαλονίκη 1977, σσ.31. 32.
13. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 15 (1891-1892) 210 και Α.Υ.Ε., Προε. Σερρών 100/ 12.5.1887/1019/28.5.1887 (σημειώσεις Πρεσβ. Κωνσταντινουπόλεως 29.7.1887).
14. Βασ. Σταυρίδης, ό.π., σ. 91.
15. ΕλευΟ. Ταπεινός, « Ιστορία τής Μητροπόλείος Μελενίκου», 'Εκκλησιαστική 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 167, 168.
16. Παροτι είναι βέβαιη η καταγωγή του Προκοπίου από το Μελενικίτζι, εντούτοις σε ένα έγγραφο του Υπουργείου Εςωτερικοη’ (Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουογό Εςωτερ. Αλές. Κοντόσταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884) εμφανίζεται ο Προκόπιος ως καταγόμενος από το χιοριό Κούλα (Παλαιόκαστρο) κοντά στο Δεμίρ-Ισάρ.
17. Χριστόφ. Δημητριάόης, Προσκυνητάριον τής παρά τή πύλει τών Σερρών σταυροπηγιακής Ίεράς Μονής τον Αγίου Ίωάννου του Προδρόμου, Λειψία 1904, σ. 61: «Τού Προκοπίου Μητροπολίτου Μελενίκου κήπος έν τή κοψοπόλει Νιγρίτα».
18. Α.Υ.Ε., υποπρόξ. Σερρών Γ. Λαγκαδάς προς Υπουργείο Εςοπερικιόν, 200/1.10.1863/ 5584/15.10.1863: «Οΰτος Βούλγαρος ών τό γένος.»
19. Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Αρ. Μεταςάς προς πρεσβευτή Κιονσταντινουπόλεως Ν. Μαυοο- κορδάτο, 309/7.11.1890/3457/19.11.1890. ' '
20. Α.Υ.Ε., πρός. Σερρών Παπακωστόπουλοζ προς πρίοθυπουογό Αλες Κουμουνόούοο 136/9.6.1881/1428/20.6.1881. ' ' ' " ’
21. Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1882) 431.
22. Νικομήδειας Φιλόθεος, «Ό άρχαιότερος κώδιξ τής Ίερας Μητροπόλειυς Σερρών», Ήμερυλόγιυν τής 'Ανατολής, 1879, α. 390.
23. Διονύσιος Κυράτσος, επίσκοπος, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Δράμα 1995, σ. 91.
24. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντίνο νπόλεοκ 19 (1895-1896) και Νεολόγος, Δευτέρα 28.8. 1895, σ. 1. Τόσο ο Νεολόγος όσο και η Εκκλησιαστική Αλήθεια από λάθος μάλλον αναφέρουν το Μελέτιο Σπανδωνίδη ως πρωτοσύγκελο του από Θεσσαλονίκης Νεοφύτου. Ο συγκεκριμένος Δέρκων Νεόφυτος ήταν από Δράμας.
25. Ν. Κ. Γιαννυύλης, Κώδικας Τρίκκης, Αθήνα 1980, σ. 110.
26. Θεόκλητος Φιλιππαίος, «Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως έπισκοπαί καί επίσκοποι», Θεολογία ΛΑ' (1960) 550 και Μ. Γεδεών, «Πατριαρχικοί Πινακίδες», Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1882) 443. «Προβιβασμός έν ετει 1854 κατά Σεπτέμβριον τού Ίνοπύ- λεως Ανθίμου εις Τρίκκην επί διαδοχή τοϋ παυθέντος Προκοπίου».
27. Απ. Βακαλόπουλος, Η ελληνική επανάσταση στη Θεσσαλία στα 1854, Τρίκαλα 1989, αα. 52, 84. Ο Απ. Βακαλόπουλος τον ονομάζει μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγοόν, ενώ είναι γνοκττό ότι την εποχή εκείνη στην περιοχή υπήρχαν δύο διαφορετικές επισκοπές της Μη- τροπύλεως Ααρίαης, πρβλ. Δημητρίου Κουτρούμπα, Ή επανάσταση τυΰ 1854 καί αί έν Θεσσαλία ίόίαι επιχειρήσεις, Αθήνα 1976, σ. 169, και Ν. Κ. Γιαννούλης, ό.π., α. 114.
28. Α.Υ.Ε., υποπρύξ. Σερρών Κανακάρης προς Υπουργείο Εξοπερικιόν, 141/19.7.1860 /6681/27.8.1860. "
29. Α.Υ.Ε., ό.π., 200/1.10.1863/5584/15.10.1863.
30. Α.Υ.Ε., υποπρύξ. Σερρών, 281/22.11.1863/6777/3.12.1863.
31. Μ. Γεδεών, ό.π., σ. 329 (σημειώσεις). «Άποκατάστασις τοϋ πρώην Τρίκκης Προκοπίου τή 20 Σεπτεμβρίου 1863 άναδειχθέντος Ερσεκίου επί διαδοχή τοϋ άποΟανόντος Γρηγορίου»• βλ. και Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 168.
32. Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., ο. 168 (σημείωση).
33. Ό.π..
34. Rudolf Grulich, Die unierte Kirche in Mazedonien (1856-1919), Wurzburg 1977, o. 73.
35. M. Γεδεών, Άποσημειώματα χρονογράφου, 'Αθήνα 1932, σ. 330.
36. Rudolf Grulich, ό.π., ο. 74.
37. Μ. Γεδεών, ό.π., σ. 634.
38. Γ. Στογιόγλου, «Η Ιερατική Σχολή στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου Σερροη'», Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου «Χριστιανική Μακεδονία - Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών», Θεσσαλονίκη 1995, σ. 133. "
39. Γ. Στογιόγλου, ό.π., σ. 150.
40. Ό.π., σ. 152.
41. Ό.π., σ. 154.
42. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 1 (1880-1881) 152.
43. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 3 (1881-1882) 690.
44. Γ. Στογιόγλου, ό.π., α. 165.
45. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 4 (9.2.1883) 287.
46. Νεολόγος, Πέμπτη 11 Αυγούπτου 1888, q\ 5748, ο. 3.
47. Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξοπερ. Αλέξ. Κοντόοταυλο. 129/7.7.1884/1074/16.7.1884.
48. Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξοιτερ. Αλέξ. Κοντόοταυλο, 260/23.11.1884/173/7.12.1884.
49. Ό.π. (αυνημ. έγγραφο 5).
50. Νευλόγος, Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1888, φ. 5799, ο. 1.
51. Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς πρόεδρο του Συλλόγου Διάδοσης των Ελληνικίόν Γραμμάτων Κων. Παπαρρηγόπουλο 396/18.2.1883/228/21.2.1883.
52. Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικών Αλέξ. Κοντόσταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884. '
53. Θεόκλ. Φιλιππαίος, ό.π., ο. 84.
54. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 1 (14.1.1881) 249.
55. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως4 (31.5.1883) 539.
56. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργείο Εξωτερικών, 100/12.5.1887/1019/28.5.1887.
57. Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικίόν προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1590/27.10.1884 και 1079/30.5.1887. '
58. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερριόν προς Προξενείο Θεσσαλονίκης, 1876 α.α.
59. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Πρεσβεία Κωνσταντιπόλεως 254/7.11.1884.
60. Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρίόν Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικ(όν Αλέξ. Κοντόοταυλο 129/7.7.1884/1074/16.7.1884. " ’
61. Α.Υ.Ε., πρός. Σερρίόν Ν. Φουντούλης προς τον πρόεδρο του Συλλόγου Διάδοσης τοιν Ελληνικοϊν Γραμμάτων Κων. Παπαρρηγόπουλο, 136/19.7.1884.
62. Α.Υ.Ε., Προς. Σερριυν 263/23.11.1884, Επιστολή Τόλιου Στεργίου προς τον πρόξενο Ν. Φουντούλη (20.11.1884).
63. Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξοπερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1659/9.12.1883.
64. Α.Υ.Ε., πρόξ. ΣερροΥν Ν. Μπέτσος προς υπουργό Εξωτερικών Α. Κοντόσταυλο, 189/13. 5.1883/644/28.5.1883.
65. Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 239/11.5.1883 και 644/1.6. 1883.
66. Α.Υ.Ε., Υπουργείο Εξωτερικών προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, 1659/2.12.1883.
67. Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείο Εξωτερικών, 1191 και 1381/ 16/26.6.1883.
68. Α.Υ.Ε., προξ. Σερριόν Αρ. Μεταξάς προς Πρέσβη Κωνσταντινουπόλεως Ν. Μαυρο- κυρδάτο 151/22.5.1891.
69. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών, 100/12.5.1887, ό.π.
70. ΈλευΟ. Ταπεινός «'Ιστορία τής Μητροπόλεως Μελενίκου», Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892-1893) 168.
71. Α.Υ.Ε., πρόξ. Σερρών Ν. Φουντούλης προς υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Κοντό- σταυλο, 129/7.7.1884/1074/16.7.1884. “
72. Νεολόγος, Σάββατο 9 Ιουλίου 1888, φ. 7156, σ. 3 και Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 1888, φ 5799, σ. 1.
73. Νεολόγος, Σάββατο 20 Φεβρουάριου 1888, σ. 2.
74. Νεολόγος, Τετάρτη 4 Μαΐου 1888, σ. 3.
75. Νεολόγος, Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 1888, φ. 5855, ο. 3.
76. Α.Υ.Ε., πρός. Σερριον Αρ. Μεταξάς προς πρέσβη ΚοΜπαντινουπόλεοκ Ν. Μαυου- κορόάτο 309/7.11.1890/3457/19.11.1890. ‘ "
77. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρίόν 136/9.6.1881/1428/20.6.1881 προςπρωθυπ. Α. Κουμουνόούρο.
78. Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως 1 12/30.3.1887/881/2.4.1887 (επιστολή Ναούμ).
79. Λ.Υ.Ε., Προξ. Σερριόν 100/12.5.1887/1019/18.5.1887 (συνημ. έγγρ. 29.7.1887).
80. Νικ. Β. Τσούλκας, 'Ετήσια λογοδοσία τής Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής 'Αδελφότητος τού έτους 1885-1886, Κιονσταντινούπολις 1886, σ. 4.
81. Ό.π., σ. 26.
82. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 6 (1884-1885) 230 (20.2.1885) και 9 (1886) 364 (31.8.1886).
83. Ό.π., τομ. 9 (1886) 263
84. Α.Υ.Ε., Υπουργείο ΕξωτερικοΥν προς τον έκτακτο απεσταλμένο στην Κωνσταντινούπολη Ιιοάν. Κουντουριοπη 1957/5.8.1886.
85. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 6 (1884-1885) 11 1 (1.12.1884).
86. Νευλόγυς, Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 1886, cp. 5249, ο. 2.
87. Νευλόγυς, Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 1886, φ. 5252, ο. 3.
88. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 11 (1887) 92 (31.7.1887).
89. Ό.π., 12 (1887-1888) 165.
90. Ό.π., 13 (1888-1889) 257 (14.6.1889).
91. Νευλόγυς, Σάββατο 9 Ιουλίου 1888, φ. 7156, ο. 3.
92. Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., ο. 354.
93. Α.Υ.Ε., Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως προς Υπουργείο Εξωτερικών 1744/29.6.1991. Στο Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργ. Εξοπερ. 260/23.11.1884/173/7.12.1884 ανας-έρεται ως προστάτης του Προκοπίου ο συνοδικός γέροντάς του μητροπολίτης Αμασείας και ένας γραμματέας του Πατριαρχείου με το όνομα Καλιφρονάς.
94. Θεοκλήτου Φιλιππαίου, ό.π., ΛΑ' (1960), σ. 531.
95. Έκκλ. 'Αλήθεια Κωνσταντινoυπόλειος 15 (1891-1892) 210 (Παρασκευή 30.8.1891): θάνατος Μητροπολίτου Μελενίκου - Τηλεγραφήματα άποσταλλέντα εις τά Πατριαρχεία παρά τής Δημογεροντίας καί του Πρωτοσυγκέλλου Μελενίκου ήγγειλαν τόν θάνατον του γηραιού Μητροπολίτου Μελενίκου έπισυμβάντος την πρόκαν τής Τετάρτης. Ή Α.Σ. ό άγιος Τοποτηρητής ένετείλατο τηλεγραφικώς τοίς αυτόθι άρμοδιοις, όπως υυτοί συνωδά τοΐς κανο- νιαμοίς προβώσιν εις τά άπαιτυύμενα διαβήματα περί τής σφραγισεως της περιουσίας του άοιδίμου ίεράρχο υ.
96. Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών 100/12.5.1887/1019/28.5.1887 (σημ.Πρεσβ. Κων/λεως, Πέρα 29.7. 1887).
97. Έκκλ. Αλήθεια Κωνσταντινουπόλεως 16 (1892) 168.
98. Ό.π., τόμ. 15 (1891-1892) 217 (6.9.1891) και 226 (13.9.1891).
99. Ό.π., τόμ. 15 (1891-1892)258(11.10.1891).
100. Ό.π., τόμ. 16 (1892-1893) 168, και Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, σ.925.
101. Βλ. και Α.Υ.Ε., Προξ. Σερρών προς Υπουργ. Εξωτερικών 225/11.10.1884 καθώς και Α.Υ.Ε., Υπουργ. Εξωτερ. προς Πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως 1590/27.10.1884.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου