Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Μητρόπολη Νευροκοπίου-Гоце Делчев: Η Βουλγαρική Προπαγάνδα κατά την πρώτη φάση του Μακεδονικού αγώνα (1870-1900).


Στάθη Χρ. Κουζούλη
«ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»
 
Σ’ όλα τα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας την προστασία και την φροντίδα των ορθοδόξων χριστιανών των Βαλκανικών λαών την είχε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Αυτό σήμαινε ότι το Πατριαρχείο μεριμνούσε για τα σχολεία, για τις εκκλησίες, ακόμη και για τις δικαστικές υποθέσεις των ορθοδόξων χριστιανών.

Ακολούθησε το Πατριαρχείο πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης των ορθοδόξων χριστιανών, τους οποίους αντιμετώπιζε χωρίς διακρίσεις, με στοργή και δικαιοσύνη, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή.

Σεβόταν τις ιδιαιτερότητες (γλώσσα συνήθειες, παραδόσεις) κάθε εθνότητας.

Ακόμη και στα χρόνια  τα δύσκολα για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, της διαμάχης δηλ. Ελλήνων και Βουλγάρων, έτσι πορεύθηκε και
«σε καμίαν περίπτωσιν, όσο και αν σταδιακά σημειωνόταν η συρρίκνωση του Ελληνισμού της περιοχής, το Πατριαρχέιο δε ζήτησε τη λήψη βίαιων μέτρων, δεν εξέθεσε τον Ελληνισμό σε σκληρή και φανατική αντιπαράθεση με το βουλγαρισμό».

Όλα αυτά συνέβαιναν μέχρι το 1860. 

Ως τότε, που οι Βούλγαροι, πιεζόμενοι από τους Ρώσους καθοδηγητές τους, ζητούσαν την ίδρυση δικής τους ανεξάρτητης εκκλησίας.
Να έχουν στην Κωνσταντινούπολη δικό τους εκκλησιαστικό και εθνικό εκπρόσωπο (Έξαρχο).
Το Φιρμάνι της
Βουλγαρικής Εξαρχίας


Και το πέτυχαν ύστερα από δέκα χρόνια, στις 10.3.1870, τη χρονιά της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας.

Την ίδρυση της Εξαρχίας την προέβλεπε σχετικό φιρμάνι του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, το οποίο εκδόθηκε και υπογρά φηκε από τον ίδιο στην παραπάνω ημερομηνία, έπειτα από σύμφωνη γνώμη των πρεσβευτών της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας.

Μέσω του φιρμανίου, που της επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Τουρκία επιδίωξε να λύσει τις Ελληνο βουλγαρικές διαφορές, οι οποίες υπήρχαν.

Οι Βούλγαροι κινούμενοι από μίσος που έτρεφαν προς τους Έλληνες και από πολιτικούς λόγους, θέλησαν να αποχωριστούν από το Οικ. Πατριαρχείο και να αποτελέσουν δική τους εθνική εκκλησία, με την ελπίδα ότι έτσι θα πετύχαιναν ευκολότερα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.

Ο διαχωρισμός αυτός ελληνικού Πατριαρχείου και βουλγαρικής Εξαρχίας απόκτησε και χαρακτήρα εθνικό, «πέρα, βέβαια, από τη θεολογική και θρησκευτική σημασία, που είχε»,
 που σήμαινε ότι οι πατριαρχικοί ήταν οι Έλληνες και οι εξαρχικοί ήταν οι Βούλγαροι.

Αυτοί οι τελευταίοι δεν ήταν ευχαριστημένοι να υπάρχουν στην εξαρχική εκκλησία μόνοι τους. Γι’ αυτό προσπάθησαν πολύ, ώστε να αναγκάσουν, όσο γίνεται περισσοτερες πατριαρχικές κοινότητες, από εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε βουλγαρικές περιοχές, να αρνηθούντο Πατριαρχείο, ν’ αποσκιρτήσουν στην Εξαρχία και να ασπαστούν το Βουλγαρισμό.

Το Οικουμενικό Πατριαρχέιο δεν είχε κανένα λόγο να μην αναγνωρίσει την Εξαρχία, αν στο φιρμάνι δεν υπήρχε το άρθρο 10, το περιεχόμενου του οποίου ήταν απαράδεκτο και δόλιο.

Το επίμαχο άρθρο 10 δεν διευκρίνιζε με σαφήνεια την εδαφική δικαιοδοσία της Εξαρχίας.
Και το χειρότερο;
 Όριζε στη γ’ παράγραφό του ότι, αν οι κάτοικοι μιας περιοχής επιθυμούσαν στο σύνολό τους ή τουλάχιστον κατά τα 2/3 του συνόλου τους, μπορούσαν να υπαχθούν στην Εξαρχία.

Αυτό σήμαινε πως, αν κατάφερνε η Εξαρχία (μόνο με τη βία) να έχει μία τόσο μεγάλη επιτυχία των 2/3 του πληθυσμού σε κάποια περιοχή, όπου οι πατριαρχικοί Έλληνες πλειοψηφούσαν έναντι των εξαρχικών Βουλγάρων, ήταν σίγουρο ότι με μεγάλη άνεση μπορούσε να ισχυριστεί ότι η περιοχή αυτή κατοικείται από Βουλγάρους, άρα είναι βουλγαρική.

Η διάταξη αυτή του φιρμανίου, η οποία σκόπιμα τέθηκε, έγινε η αιτία όλων των ταραχών, που προκλήθηκαν στη Μακεδονία.
Και, ακόμη, προκάλεσε τη βουλγαρική θρασύτητα και άνοιξε τις πόρτες στη βουλγαρική και κατά συνέπεια στην πανσλαβική, μέσω της Ρωσίας, προπαγάνδα, με δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τη Μακεδονία και γενικά για την Ελλάδα, αλλά και γι’ αυτές τις ίδιες τις Μεγάλες Δυνάμεις.

Το Πατριαρχείο αντέδρασε άμεσα και δυναμικά.
Ζήτησε την τροποποίηση του άρθρου 10 του φιρμανίου, αλλά η Υψηλή Πύλη ήταν ανυποχώρητη. Έτσι, υποχρεώθηκε η Σύνοδος των Ορθοδόξων Ιεραρχών του Πατριαρχείου να συνέλθει στις 282 1872 και να κηρύξει την Εξαρχία σχισματική.

Από τότε, έχοντας οι Βούλγαροι ως αφετηρία και οδηγό τους το άρθρο 10 του σουλτανικού φιρμανίου και προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους, δηλ. τον εκβουλγαρισμό και στη συνέχεια την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη βουλγαρική επικράτεια, ανέπτυξαν μεγάλο ανταγωνισμό και έχθρα κατά των Ελλήνων.

Παράλληλα, προέβαιναν και σ’ ένα κλιμακούμενο προγραμματισμό ενεργειών, για την οργάνωση της προπαγάνδας που θα ασκούσαν επί του μακεδονικού Ελληνισμού, η οποία προπαγάνδα έκανε τα πρώτα δειλά βήματα της αμέσως μετά την ίδρυση της Εξαρχίας.

Αυτή είχε για στόχο της: την αύξηση των Βουλγάρων αρχιερέων στη Θράκη και στη Μακεδονία και τον προσηλυτισμό των σλαβόφωνων κατοίκων στη βουλγαρική εκκλησία, με την πειθώ, με χρήματα και άλλη βοήθεια.

Στην περίπτωση της Επαρχίας Νευροκοπίου, η βουλγαρική προπαγάνδα είχε ως συνεργούς της και ένοπλα βουλγαρικά τμήματα, που δρούσαν στην περιοχή ήδη από το 1870.


Εντάθηκε η βουλγαρική προπαγάνδα ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη  του Αγίου Στεφάνου, η οποία προέβλεπετην ίδρυση του κράτους της Μεγάλης Βουλγαρίας. Η Συνθήκη αυτή σήμανε και επίσημα την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα «κατά τον οποίο η Ελλάδα δε θα αντιμετώπιζε πλέον την Τουρκία, αλλά τους Βουλγάρους.

 Σηματοδοτούσε ακόμη και σφοδρότατη αντιπαράθεση του Ελληνισμού με το Βουλγαρισμό.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που έπληττε αθεράπευτα τα δίκαια του Ελληνισμού, ανατράπηκε, όπως γράψαμε, από το Ευρωπαϊκό Συνέδριο (βλ. σ. 26), γνωστό ως συνθήκη του Βερολίνου. Το συνέδριο περιόριζε τα σύνορα της Βουλγαρίας μεταξύ Δούναβη, Αίμου και Ευξείνου Πόντου. Αν δεν συνερχόταν το Ευρωπαϊκό Συνέδριο, ήταν βέβαιο ότι η Μακεδονία θα αποτελούσε βουλγαρική επαρχία.

Η ματαίωση του ονείρου των Βουλγάρων, για την ίδρυση της Μεγάλης Βουλγαρίας, ως συνέπεια των αποφάσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, οδήγησε τη Βουλγαρία στο να ανα δειχθεί η δημιουργός όλων των ανώμαλων καταστάσεων, που προέκυψαν στα Βαλκάνια και στη Μακεδονία ιδιαίτερα.
Και όχι μόνο συνετίστηκε και συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις αυτές, αλλά επέτεινε ακόμη πιο πολύ την προπαγανδιστική της δραστηριότητα, η οποία για δέκα (1870-1882) και πλέον χρόνια δεν απέδωσε τους αναμενόμενους καρπούς, ως αναποτελεσματική και αποτυχημένη.

Στη συγκεκριμένη αυτή εποχή, το ελληνικό στοιχείο επικρατεί στην Επαρχία Νευροκοπίου, παρά την τρομακτική πίεση που του ασκούσε ο Βουλγαρισμός.

«Διά να καταπολεμήσωμεν τον εχθρό μας αυτόν (την Ελλάδα)» γράφει ο Σαπώφ, γραμματέας της Εξαρχίας της Ανατολικής Ρωμυλίας, «πρέπει να χρησιμοποιήσωμεν δασκάλους και παπάδες για να μπορέσουμε να επικρατήσωμε» .

Σ’ αυτούς επένδυαν τη δημιουργία βουλγαρικής εθνικής συνείδησης. Έτσι, μεταξύ των πολλών διευκολύνσεων, που παρείχε η Τουρκία στους Βουλγάρους, ήταν και η έκδοση σουλτα νικού φιρμανίου, το οποίο τους επέτρεπε να ιδρύουν σχολεία και εκκλησίες στη Μακεδονία και σε εκείνα ακόμη τα μέρη, όπου ήταν ασήμαντη η σλαβική αναλογία.

Αυτή η ξεχωριστή μεταχείρηση των Τούρκων προς τους Βουλγάρους, έκανε τους τελευταίους να πιστεύουν ότι η Μακεδονία θα γινόταν εύκολη λεία τους και ότι ευχερέστερα θα προχωρούσαν στην πραγματοποίηση του εθνικού τους πόθου. Ωστόσο και σ’ αυτή τη δεινή θέση, στην οποία περιήλθαν οι Μακεδόνες, αντιοτάθηκαν με νύχια και με δόντια, γι’ αυτό κράτησαν αλώβητη τη γλώσσα και την πίστη τους στην Ορθοδοξία.

Όταν κι αυτά τα μέτρα των Βουλγάρων φάνηκαν αδύναμα να ικανοποιήσουν τις προβλέψεις τους και μετά από τη διαπίστωση ότι ο κόσμος δε γυρίζει με το μέρος τους, ύστερα από οχτώ χρόνια (1882-1890), η βουλγαρική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να δεχθεί την εισήγηση του αρχιμακελάρη Σαράφωφ, που επιγραμματικά έλεγε:

 «Επειδή τα σχολεία και οι εκκλησίες δεν κατόρθωσαν να εκβουλγαρίσουν τη Μακεδονία, είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσωμε πρακτικότερα και αποτελεσματικότερα μέτρα. 
Τα μέτρα αυτά είναι η δυναμίτις και η φωτιά... Θα χρησιμοποιήσουμε το έγκλημα»

Γι  αυτό λοιπόν στη δεκαετία 1890-1900 η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Η βουλγαρική προπαγάνδα είχε στο πλευρό της και τα οπλισμένα σώματα των κομιτατζήδων, τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους το 1883.

 Εν ονόματι του σκοπού τους, λήστευαν και τρομοκρατούσαν τους ελληνικούς πληθυσμούς με τον ανηλεέστερο τρόπο.
Κοντά στους κομιτατζήδες παλιοί ληστές, που λυμαίνονταν τη Μακεδονία από προηγούμενες δεκαετίες, περιθωριακά στοιχεία, που παρουσιάζονταν ως δάσκαλοι, δήθεν, και ιερείς, όλοι επιστρατευμένοι της κυβέρνησης της Σόφιας, περιέρχονταν τα χωριά της Μακεδονίας.

Πίεζαν ασφυκτικά και εξανάγκαζαν τους χωρικούς να υπογράψουν την αναφοράδήλωση ότι ήταν ανέκαθεν Βούλγαροι. Τους παρότρυναν να εγκαταλείψουν το Οικ. Πατριαρχείο και να συμπορευτούν μ’ αυτούς στην Εξαρχία.

Να διώξουν τους Έλληνες δασκάλους και ιερείς και να καλέσουν στη θέση τους άλλους από τη Βουλγαρία.

Οι κομιτατζήδες δολοφονούσαν όποιον δεν υπάκουε στα κελεύσματά τους. 
 Καταδίωκαν με λύσσα τους Έλληνες δασκάλους, τους ιερείς και τους προκρίτους, γιατί αυτούς θεωρούσαν τους κατ’ εξοχήν αντιδρώντες στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους.

Τα πράγματα εξελίσσονταν πιο οδυνηρά στην επαρχία Νευροκοπίου τα χρόνια 1888-1891, όταν στο μητροπολιτικό θρόνο είχε εγκατασταθεί ο Γρηγόριος.
Ο Γρηγόριος συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους, απογοητεύοντας το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Επί των ημερών του η Εξαρχία κυριάρχησε σχεδόν σ’ όλο το χώρο της Επαρχίας Νευροκοπίου, περιορίζοντας την παρουσία του Ελληνισμού σε ελάχιστες κοινότητες.

Σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η ίδρυση από τους Βουλγάρους σχολείων και εκκλησιών, που ο εξωμότης ιεράρχης τα χρησιμοποίησε περίτεχνα και αποτελεσματικά υπέρ της Εξαρχίας και σε βάρος του Ελληνισμού.

Το «όπου Βούλγαροι αρχιερείς, εκεί δια τους Έλληνας δεν υπάρχει έδαφος προς εργασίαν» βρήκε την τέλεια εφαρμογή του στην περίπτωση της επαρχία Νευροκοπίου, όπου η βουλγαρική προπαγάνδα, ανενόχλητη και με ιδιαίτερη αγριότητα, οδηγούσε βίαια τον απροστάτευτο Ελληνισμό στην Εξαρχία και στο Βουλγαρισμό.

Το μίσος των Βουλγάρων προς τους Έλληνες, έτσι όπως εκδηλωνόταν με την τρομοκρατία και τις δολοφονίες, είχε προχωρήσει μέχρι το ακαταλόγιστο στη δεκαετία 1890-1900, η οποία θεωρείται ως «η δραματικότερη χρονική περίοδος στην ιστορική εξέλιξη του μακεδονικού χώρου».

«...Είχε πια αρχίσει να γίνεται φανερό ότι σε λίγα χρόνια δεν πρόκειται να μείνει κανένας Έλληνας στη Μακεδονία. 
Το βουλγαρικό κομιτάτο είχε πράκτορες και σ’ αυτή την Αθήνα, από όπου αγόραζε όπλα, τρόφιμα και ρούχα και εφόδιαζε μ’ αυτά τους Βουλγάρους κομιτατζήδες της Μακεδονίας,...».

Και μόνο η αντικατάσταση των παλαιών μητροπολιτών στην αρχή του 20ου αιώνα, η οποία έγινε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ, με νέους 30-35 ετών, δυναμικούς και με θέληση για εθνική δράση, οι οποίοι στάθηκαν πλάι στους τρομοκρατημένους πληθυσμούς, έσωσε τη Μακεδονία και τον Ελληνισμό από τη βουλγαρική λαίλαπα.

Πώς όμως συντηρούνταν όλο αυτό το οργανωμένο κύκλωμα της προπαγάνδας, που ανέπτυξαν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία; Ασφαλώς με χρήματα, που αφειδώς διέθετε η βουλγαρική κυβέρνηση.

Το έτος 1884, σημειώνεται στο βιβλίο «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα» του ΓΕΣ, Δ/νση ιστορίας Στρατού, (σ. 99):

«εμισθοδοτούντο υπό της Βουλγαρίας εις Μακεδονίαν δύο επίσκοποι μετά προσωπικού εξ 150 περίπου μελών; 450 ιερείς, τέσσαρες εμπορικοί πράκτορες μετά 12 γραμματέων και άλλων τόσων καβάσηδων (σωματοφυλάκων), υπέρ τους 800 δήθεν δάσκαλοι και διδασκάλισσαι, προϊστάμενοι οικοτροφείων, διευθυνταί και επιθεωρηταί. 

Εις τον βουλγαρικόν προϋπολογισμόν του 1894-1895, ενεγράφοντο προς τούτο, εκτός των διαφόρων κονδυλίων για την παιδείαν και τα εξής ποσά:

    900.000 φράγκα δια τον Έξαρχον εις Κωνσταντινούπολιν προς μισθοδοσίαν των Βουλγάρων επισκόπων και κληρικών εις Μακεδονίαν.

    70.000 φράγκα επικουρικώς δια τον Υπουργόν Παιδείας, προς κάλυψιν δαπανών ιδρύσεως βουλγαρικών σχολείων εις Μακεδονίαν.

    120.000 φράγκα δια την μισθοδοσίαν των δασκάλων των ανωτέρω βουλγαρικών εκπαιδευτηρίων εις Μακεδονίαν.

    70.000 φράγκα δια τα οικοτροφεία εις Βουλγαρίαν, τα προσλαμβάνοντα μαθητές εκ Μακεδονίας.

    100.000 φράγκα δια τον προϋπολογισμόν του Υπουργείου Εξωτερικών, δια του οποίου διετηρουντο τα δήθεν «εμπορικά» πρακτορεία.

Εν αντιθέσει προς αυτάς τας άφθονους παροχάς, αι οποίαι αυξήθησαν πολύ περισσότερον, κι ενώ ουδεμία θετική βοήθεια από το ελεύθερο ελληνικό κράτος υπήρχε, αι ελληνικοί εκκλησίαι και τα ελληνικά ιδρύματα ουδένα άλλον διέθετον πόρον, ει μη μόνον τας συνεισφοράς των κατοίκων.

 Αι εισφοραί αυταί κατεβάλλοντο υπό των κατοίκων αγογγύστως, λόγω του διακαούς πόθου να μορφώσουν τα τέκνα των με τας καθιερωμένος αρχάς της Ελληνοχριστιανικής παιδείας και του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. 

Οι διακαείς αυτοί πόθοι των Μακεδονικών πληθυσμών ενδυναμούντο συνεχώς από διακεκριμένην ομάδα φωτισμένων ιεραρχών, υπό την συνετήν καθοδήγησιν των οποίων οργανώθη και εξε δηλώθη η εύστοχος αρχική αντίστασις κατά της βουλγαρικής Εξαρχίας και των βουλγαρικών κομιτάτων».

Κυριότεροι λόγοι αποσκίρτησης στο Σχίσμα

Οι ουσιαστικότεροι λόγοι, που συνέβαλαν στο να χάσει η Επαρχία Νευροκοπίου τις 60 από τις 65 περίπου κοινότητές της, κατά την πρώτη περίοδο (18701900) του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν:

1.    Η έλλειψη ελληνικών σχολείων

Σε πολλά χωριά της περιοχής της Επαρχίας Νευροκοπίου δε λειτουγούσαν σχολεία. Σε όσα χωριά υπήρχαν σχολεία υπολειτουργούσαν.
Σχολεία με πολλούς μαθητές και ένα δάσκαλο, σχολεία με ατελείς τάξεις και δασκάλους απλούς, καλοπροαίρετους χωρικούς, που, όμως δεν είχαν καμιά σχέση με την εκπαίδευση και το λειτούργημα του εκπαιδευτικού, ήταν η αποτύπωση της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να διατηρεί σχολεία, πλαισιωμένα με κατάλληλο διδακτικό προσωπικό και εξοπλισμένα όσο καλύτερα γινόταν, για να μπορεί ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου και γενικότερα ο μακεδονικός Ελληνισμός να συγκρουσθεί με την πολυδύναμη βουλγαρική προπαγάνδα.

Σύμφωνα με μια έκθεση ανυπόγραφη του 1885, μας πληροφορεί ο Αθ. Καραθανάσης ότι, τότε που τα περισσότερα χωριά του Νευροκοπίου ήταν πατριαρχικά, η κατάσταση της παιδείας παρουσίαζε την εξής εικόνα στα σπουδαιότερα χωριά:

Στο Νευροκόπι, έδρα της μητρόπολης, λειτουργούσε σχολείο από 5 τάξεις, με δύο δασκάλους και 85 μαθητές, ένα παρθε ναγωγέιο, με 5 τάξεις, με μια παρθεναγωγό και 40 μαθήτριες, ένα νηπιαγωγείο, με μια νηπιαγωγό και 40 νήπια.

Στο Ζίρνοβο είχε σχολείο, με 3 τάξεις, 80 μαθητές και ένα δάσκαλο.

Στο Κουμανίτσι δεν υπήρχε σχολείο.

Στη Στάρτιστα είχε σχολείο με νηπιαγωγείο στο οποίο φοιτούσαν 28 νήπια και παιδιά.

Γραμματοδιδασκαλείο σε άθλια κατάσταση με 40 μαθητές λειτουργούσε στην Κάτω Βροντού. Δίδασκε ο κανδηλανάφτης της εκκλησίας.

Ένα ωραίο, νεόκτιστο σχολείο με 4 ατελείς τάξεις και 90 μαθητές λειτουργούσε στα Τερλίσι. Δίδασκε ο ψάλτης της εκκλησίας.

Στο Μοναστηρτζίκ υπήρχε σχολείο με 5 τάξεις και 120 μαθητές. Δίδασκε ο ψάλτης της εκκλησίας.

Η Λόφτσα είχε για Γραμματοδιδασκαλείο ένα μετόχι (κτήμα Μοναστηριού).

Στο Τσερέσοβο λειτουργούσε σχολείο με άγνωστο αριθμό μαθητών σε μεγαλοπρεπές κτίριο, το οποίο κτίσθηκε το 1861 (θεμελιώθηκε το 1839). Δίδασκε ο ψάλτης Αθανάσιος Σταμάτης27.

Σ’ όλα τα σχολεία διδάσκονταν η ελληνική γλώσσα.

Μπροστά σ’ αυτή την εικόνα, που παρουσίαζαν τα ελληνικά σχολεία, οι Βούλγαροι προέτασσαν σχολεία και σ’ εκείνα, ακόμη, τα χωριά, στα οποία η εξαρχική παρουσία ήταν υποτυπώδης.

 Ήταν οργανωμένα και άριστα εξοπλισμένα.

 Είχαν ικανούς δασκάλους και ομοιόμορφο πρόγραμμα το οποίο εφάρμοζαν σ’ όλα τα σχολεία.
Η ανακολουθία αυτή, που παρατηρούνταν στο χώρο της εκπαίδευσης μεταξύ των ελληνικών και βουλγαρικών σχολείων, έφερε οδυνηρό πλήγμα στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.
Πολλοί Ελληνόπαιδες, οι οποίοι προσελκύονταν από τις ανέσεις, που τους παρείχε η βουλγαρική προπαγάνδα (υποτροφίες κ.ά.), η οποία συγχρόνως τους υποσχόταν περαιτέρω εξέλιξη με λαμπρό μέλλον, συντάσσονταν ανεπιστρεπτί με το Σχίσμα.

Με το πέρασμα του χρόνου γινόταν ορατό στον ορίζοντα, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στην Επαρχία Νευροκοπίου. Τα σχολεία μέσα σε μια δεκαετία μειώθηκαν ανησυχητικά.

Έτσι, το 1896 λειτουργούσαν στην Επαρχία μόνο 6 σχολεία με 8 δασκάλους και 254 μαθητές.

Ο βουλγαρισμός πέτυχε αυτό που επεδίωκε χρόνια πολλά.
Σ’ αυτόν περιήλθαν οι περισσότερες εκκλησίες και το σύνολο σχεδόν των ελληνικών σχολείων με βίαιη αρπαγή. «Εν ημίν δε ολίγα δυστυχώς χωρία διεσώθησαν υπό των αρπακτικών ονύχων των αντιφρονούντων» θα γράψει ο μητροπολίτης Νεόφυτος σε έκθεσή του, του 1889, η οποία απευθυνόταν προς το «εν Σέρραις Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο» και στην οποία κάνει λόγο γιά την κατάσταση που επικρατούσε τότε στο Νευροκόπι, στην Κ. Βροντού, στη Στάρτιστα και στο Τσερέσοβο.


2.    Η διαμάχη των ελληνικών Κυβερνήσεων και του Πατριαρχείου.

Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να είναι αυτές, οι οποίες θα συντόνιζαν (μέσω των κατά τόπους προξενείων) τον αγώνα των Μακεδόνων κατά της βουλγαρικής προπαγάνδας. Είχαν όμως την απαίτηση, (εκδηλώθηκε μετά το 1875), να υποταχθεί σ’ αυτές το Πατριαρχείο, το οποίο θα ενεργούσε σύμφωνα με τις οδηγίες τους.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Π αρνήθη κε την υποταγή της εκκλησίας στις ελληνικές Κυβερνήσεις. Ήρθε σε σύγκρουση μ’ αυτή την επίσημη πολιτική τους, που εξέφραζαν και ίσως για το λόγο αυτό παραιτήθηκε από το πατριαρχικό θρόνο το 1884.

Στο υπόμνημα που υπέβαλε στον Έλληνα επιτετραμένο στην Κωνσταντινούπολη Α. Ποττέ, το 1901, σημείωνε ο Πατριάρχης, ανα φερόμενος στη διαμάχη αυτή: «Το δόγμα της ελληνικής πολιτικής... εδημιούργησε σύγχυσιν, ανέτρεψε αιώνων καθεστώς, εξήγειρεν τους υπεναντίους, ου μόνον εις άμυναν; αλλά και επίθεσιν.

Η Εκκλησία και οι λειτουργοί αυτής εκλονίσθησαν εις το έργον αυτών προχωρούντες μετά δειλίας τινός και ενδοιασμού συρόμενοι εις νέαν οδόν...
Αυτό το δυσάρεστο, απρόσμενο γεγονός, της διαταραχής των σχέσεων ελληνικών κυβερνήσεων και Πατριαρχείου, σε μια εποχή κατά την οποία κρινόταν η τύχη του ελληνισμού της Επαρχίας Νευροκοπίου και γενικότερα της Μακεδονίας, είχε ως αποτέλεσμα την περικοπή των κρατικών επιχορηγήσεων των ελληνικών Κυβερνήσεων προς τις ελληνικές κοινότητες της Μακεδονίας, κατά συνέπεια και προς τα ελληνικά σχολεία.

Έτσι, τα σχολεία της Μακεδονίας και ιδιαίτερα αυτά της ευαίσθητης περιοχής της Επαρχίας Νευροκοπίου, τα οποία δεν επιχορηγούνταν πλέον, αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις λειτουργικές τους δαπάνες. Και το οδυνηρότερο; αδυνατούσαν να καταβάλουν κι αυτούς, ακόμη, τους μισθούς των δασκάλων και των καθηγητών.

Ποιο όμως ήταν το τίμημα αυτής της ακατανόητης πολιτικής;

 Η συρρίκνωση, ασφαλώς των σχολείων σε 5 κοινότητες (Νευροκόπι, Παπάς Τσιαΐρ, Ζίρνοβο, Στάρτιστα, Τσερέσοβο) της Επαρχίας, στην αρχή του 20ου αιώνα, οπότε άρχισε η ένοπλη βία των Βουλγάρων κομιτατζήδων.

Κατάφεραν οι Βούλγαροι με την προπαγάνδα τους να αλώσουν σχολεία και εκκλησίες του ανυπεράσπιστου ελληνικού στοιχείου, που υπερείχε συντριπτικά τη συγκεκριμένη εποχή στην Επαρχία Νευροκοπίου.

Να υποσκελίσουν κάθε τι το σχετικό με την Ορθοδοξία και να εξοβελίσουν τον Ελληνισμό από την προαιώνια ελληνική μακεδονική γη (της επαρχίας Νευροκοπίου).

Ας μη λησμονούμε γράφει ο Θ. Καραθανάσης ότι
 «την εποχή εκείνη επικρατούσε η αντίληψη ότι, όσα περισσότερα σχολεία διαθέτει μια εθνότητα στη Μακεδονία, τόσο περισσότερο θα επηρεάσει για τις θέσεις της την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη».

Στις δυο απέριττες, αλλά μεστές πρειεχομένου επιστολές του προς τους μητροπολίτες Αμασείας Άνθιμο και Ελευθερουπόλεως Διονύσιο, με ημερομηνία 20.2.1900, ο μητροπολίτης Νεόφυτος (1897-1900) αναφέρεται με αγανάκτηση στην τραγική οικονομική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η μητρόπολη Νευροκοπίου.

Αποτυπώνεται, ακόμη, στις ίδιες περιληπτικές επιστολές του, ο πόνρς, αλλά και η οργή του, γιατί, εξαιτίας αυτής της απαράδεκτης οικονομικής κατάντιας, δεν επιτράπηκε στους μητροπολίτες να υπε ρασπισθούν αποτελεσματικά τα δίκαια του Ελληνισμού του Νευροκοπίου και της περιοχής του.

Και φυσικά δεν απέφυγε να κάνει και κάποιον υπαινιγμό για την ακατανόητη αυτή πολιτική των ελληνικών Κυβερνήσεων, με ό,τι συνεπαγόταν αυτή στην ευρύτητά της.

Γράφει προς το μητροπολίτη Αμασείας:

«Οι αντίπαλοί ημών εν τη επιθετική των πάντοτε στάσει δυνάμει των μέσων άτινα αυτοίς αφειδώς παρέχονται προς επίτευξιν του επιδιωκομένου σκοπού των, εξέρχονται εκ του άλωνος δαφνοστεφείς. Αι δε μητροπόλεις ημών πένονται εξευτελίζονται, δειλιώσιν ίνα αντεπεξέλθωσιν άνευ των απαιτουμένων και αποχρώντων εφοδίων κατ’ εχθρού καθ’ όλα ισχυρού».
Και συνεχίζει ο ίδιος προς το μητροπολίτη Διονύσιο:

«Ως ει μη ήρκουν αι από μέρους των πολεμίων της τε εκκλησίας και του Γένους ημών αδιάλειπτοι επιθέσεις, δίκην Εριννύων επιτίθενται καθ’ ημών και εκείναι παρ’ ων ηλπίζομεν ότι θα παρά σχωσιν ημίνχείρα βοήθειας, ίνα ερρωμένως αντεπεξέλθωμεν κατά του εχθρού κοινού και ου μόνον τούτο, αλλά και τας χείρας ημών εδέσμευσαν, πιέζοντες ημάς οικονομικώς, ίνα και η υπηρεσία σπου δαίως χωλαίνη και η διατήρησις ημών αυτών ακόμη καθίσταται προ βληματώδης, εν αντιθέσει όλως προς όσα συμβαίνωσιν εις τον απέναντι εχθρόν ημών, όστις επιτιθέμενος πάντοτε δεν στερέιται ουδενός ηθικού μέσου προς επίτευξιν του σκοπού του, καθ’ όσον αυτώ παρέχονται αφειδώς τα υλικά μέσα, ενώ ημείς πενόμεθα, υβριζόμεθα, εξευτελιζόμεθα, ασθενείς καθιστάμεθα, όπως προασπίσωμεν τα δίκαια της ημετέρας Εκκλησίας και τους Γένους».

3.    Η φτώχεια και η πείνα

Φτώχεια και πείνα επικρατούσε παντού, σε όλα τα χωριά της Μακεδονίας.
 Η κατάσταση γινόταν τραγική, όταν οι Βούλγαροι εκβιαστές και οι συνοδοιπόροι τους σχισματικοί κατέστρεφαν τη γεωργική παραγωγή των Ελλήνων ή έκαιγαν τα σπίτια τους ή λεηλατούσαν την ατομική τους περιουσία.
Δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους τους, οι οποίοι ήταν δυσβάστακτοι. Παντού η δυστυχία και η απόγνωση κυριαρχούσε.
Όλα αυτά δεν τους άφηναν κανένα περιθώριο να ζήσουν μια, τουλάχιστον, ανθρώπινη ζωή.
Ακριβώς τότε, πάνω στον πόνο και στη δυστυχία τους, εμφανιζόταν ο από μηχανής Θεός, ο σωτήρας, ο Βούλγαρος προπαγανδιστής.
Ήταν άριστα εκπαιδευμένος και αντιμετώπιζε με επιτυχία τέτοιες θλιβερές καταστάσεις. Είχε πολλά χρήματα και κινούνταν
με ευελιξία.

Μη φοβάσαι, του έλεγε. 
Θα πληρωθούν όλα τα χρέη σου, θα έχεις τρόφιμα και ρουχισμό να ντυθούν τα παιδιά σου και να χορτάσουν. 
Αρκεί μόνο να υπογράψεις αυτό το χαρτί ότι δέχεσαι να στείλεις τα παιδιά σου σε βουλγαρικό σχολείο και ότι θέλεις να αλλάξουμε τον παπά, που είναι άχρηστος και να φέρουμε έναν δικό μας από τη Βουλγαρία.

Εκείνο όμως το χαρτίπαγίδα, έκρυβε κάτι πολύ πιο τραγικό.

Δεν υπέγραφε μόνο για το δάσκαλο και τον παπά ο αγράμματος, ο ταλαίπωρος εκείνος χωρικός.

Δήλωνε και επίσημα, πάνω στην άγνοιά του, ότι ανέκαθεν ήταν Βούλγαρος και πως τώρα «ελεύθερα» το δέχεται και το ομολογεί.

Και δεν ήταν λίγα τα θύματα εκείνου του απάνθρωπου εκβιασμού.

«Έφταιγε άραγε ο χωρικός, αυτός ο αγράμματος και δυστυχισμένος για την αθέλητη θρησκευτική και εθνική του μετατόπιση» γράφει ο ιστορικός συγγραφέας Φ. Τριάρχης.

Και συνεχίζει ο ίδιος:

 «Βεβαίως όχι. Ήταν μόνος, εγκαταλελειμένος και αβοήθητος σ’ ένα πέλαγος σκλαβιάς, φτώχειας και δυστυχίας. Το ελληνικό κράτος ήταν πολύ μακριά και ούτε σκεφτόταν πως υπήρχε εκεί στη Μακεδονία κάποιος, που υπέφερε και ζητούσε βοήθεια, έστω και ηθική. Είναι θαύμα πώς δε χάθηκε ο Ελληνισμός μας. Μόνο η εκκλησία είχε αρχίσει ένα δειλό και αβέβαιο αγώνα».

4. Το αίσθημα της εγκατάλειψης

Είναι αλήθεια ότι ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου αισθανόταν ως ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του. Ένιωθε απομονωμένος και περιφρονημένος, αφημένος μόνος στην τύχη του, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν. Ζούσε με την πίστη ότι το εθνικό κέντρο αδιαφορούσε και δε νοιαζόταν για το τι συνέβαινε στην άκρη αυτή της ελληνικής γης.

Έτσι, χωρίς να έχει που να στηριχτεί, ξεχασμένος απ’ όλους, γινόταν περισσότερο ευάλωτος στη βουλγαρική προπαγάνδα, η οποία, σημειωτέον, δεν άφηνε ανεκμετάλλευτες τέτοιες ευκαιρίες. Ήταν παρούσα παντού, εκεί, όπου βασίλευε η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, ο πόνος, για να δώσει τη «λύση», να αλιεύσει τα θύματά της, τα οποία, δυστυχώς, έμελλε να μεγαλώσουν το βουλγαρικό κράτος.

5.    Ο διορισμός ακατάλληλων θρησκευτικών και πνευματικών ηγετών.

Δυστυχώς η Επαρχία Νευροκοπίου δεν είχε την τύχη, πάντοτε, να πλαισιωθεί από άξιους και ικανούς θρησκευτικούς και πνευματικούς ηγέτες, οι οποίοι να μπορούν να αντισταθούν στην οργιά ζουσα προπαγάνδα των Βουλγάρων, υπέρ του Σχίσματος.

Το δυσάρεστο αυτό φαινόμενο, της ανικανότητας, δηλαδή, των μητροπολιτών να αντεπεξέλθουν στη δύσκολη αποστολή τους, να προστατεύσουν τον Ελληνορθόδοξο πληθυσμό της Επαρχίας και να ενισχύσουν το ηθικό του, παρουσιάστηκε μετά το 1883.

Από τότε που η Επαρχία Νευροκοπίου αποσπάστηκε από τη μητρόπολη Δράμας (1883) και ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή και σε Μητρόπολη αργότερα (1888), μέχρι το 1900.

Ο Β. Λαούρδας στην εισαγωγή του έργου του «Η Μητρόπολη Νευροκοπίου 1900-1097» , μεταξύ των άλλων, αναφέρει τους βασικούς λόγους, οι οποίοι ευθύνονται για εκείνη την απραξία των Μητροπολιτών. Γράφει σχετικά:

«...Εκ της ως άνω διαγραφείσης διαδοχής των μητροπολιτών εις τον θρόνον του Νευροκοπίου προκύπτει ότι πλην των δυο μητροπολιτών, Ανθίμου και Θεοδωρήτου, οι οποίοι απέθαναν εκεί, ο εις εν έτος μετά την εκλογή του, ο δε άλλος τρία και ήμισυ έτη, προτού καν φθάσει την ηλικία των τεσσαράκοντα ετών, άπαντες οι άλλοι μητρο πολίται, ο Χρύσανθος, ο Γοηγόριος, ο Νικηφόρος, ο Νεόφυτος και ο Νικόδημος, εφρόντισαν να απομακρυνθούν το ταχύτερον εκ του Νευροκοπίου, εις μάλιστα εξ αυτών, ο Γρηγόριος προσεχώρησεν εις την παράταξιν του εχθρού, τον οποίο είχε σταλεί να αντιμετωπίσει».


Εις την μελέτην του «Ιστορικοί τινές πληροφορίαι περί της Ενταύθα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος από της εμφανίσεως του βουλγαρικού ζητήματος και εντεύθεν», ο Θεοδώρητος αφήνει σαφώς να εννοηθή ότι κατά τη γνώμη του αιτία των παραιτήσεων αυτών ήτο η ανικανότης των υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιλεγέντων ως μητροπολιτών δια τη δυσχερή θέσιν του πνευματικού και εθνικού ηγέτου εις Νευροκόπιον.

 Ο Άνθιμος ήτο ηλικίας περίπου εβδομήκοντα ετών,
 ο Γρηγόριος είχε εξαγορασθεί υπό των Βουλγάρων, 
ο Νικηφόρος ήτο φιλοχρήματος, 
ο Νεόφυτος είχε συνηθίσει εις την ησυχίαν του Αγίου Όρους, 
ο δε Νικόδημος ήτο οινόφλυξ και φιλοχρήματος».

 Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ,
ο Μεγαλοπρεπής
Ευτυχώς ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Ελληνισμός στη Μακεδονία. 

Όταν επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο (1901-1912) επέλεξε και τοποθέτησε στις μητροπόλεις της Μακεδονίας

(Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, 
Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, 
Στέφανος Δανιηλίδης στην Έδεσσα, 
Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπι, 
Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα) 

νέους στην ηλικία και ικανούς μητροπολίτες, οι οποίοι εκπλήρωσαν με επιτυχία και συνέπεια την αποστολή τους στην κρισιμότερη, για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, φάση του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1907).

6.    Η προδοτική συμπεριφορά του Γρηγορίου

Το 1888 που, όπως είπαμε, η Αρχιεπισκοπή Νευροκοπίου προηχθη σε Μητρόπολη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε το Γρηγόριο ως τον πρώτο μητροπολίτη του Νευροκοπίου.

Ο Γρηγόριος καταγόταν από ένα βουλγαρόφωνο χωριό της Κομπανίας.

Πριν από την εκλογή του ως μητροπολίτη, επί είκοσι τέσσερα συναπτά χρόνια κατείχε τη θέση του Μ. Συγγέλου στον πατριαρχικό ναό.

Δυστυχώς η εκλογή αυτή του Πατριαρχείου αποδείχθηκε άστοχη και ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.

Ο περιβόητος Γρηγόριος αμέσως μετά την εκλογή του συνεργάστηκε με τους Βουλγάρους, προσχώρησε στο Σχίσμα και ανέπτυξε μεγάλη φιλοβουλγαρική δράση, προς απογοήτευση ολόκληρου του Ελληνισμού της Επαρχίας Νευροκοπίου.

 Επί των ημερών του, ακέφαλος εκκλησιαστικά ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου, μόνος του και αβοήθητος, κατάντησε έρμαιο της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία ανενόχλητη προχωρούσε στο έργο της και θριαμβολογούσε για τις επιτυχίες της.

Ευτυχώς, οι έγγραφες διαμαρτυρίες προς το Πατριαρχείο του Προξένου Σερρών Αριστείδη Μεταξά, των δημογερόντων, των δασκάλων, των Συλλόγων και των εκκλησιαστικών επιτροπών του Νευροκοπίου, για το βίο και την πολιτεία του ανήκουστου αυτού ιεράρχη, επέσυραν την προσοχή του Πατριάρχη Νεοφύτου (1891-1894).

Χωρίς καμιά καθυστέρηση, ο Νεόφυτος, αμέσως μετά από την εκλογή του (1891) στον πρωταρχικό θρόνο, απαλλάσσει των καθηκόντων του το Γ ρηγόριο, για την προδοτική του στάση, εξαιτίας της οποίας τόσα δεινά υπέφερε η δύσμοιρη Επαρχία του Νευροκοπίου.
Μετά από την παύση του από τη θέση του μητροπολίτη, ο Γρηγόριος έγινε ηγούμενος της Μονής Βλατάδων. Το Σεπτέμβριο του 1892 αυτομόλησε στη Σόφια και έγινε βοηθός επίσκοπος του εξαρχικού μητροπολίτη.
Με αυτόν τον τόπο πλήρωσε η Εξαρχία, για τις υπηρεσίες που της προσέφερε «το αποφώλιον τούτο τέρας, τον αιμοχαρή λύκο και απαίσιο ηθικό δολοφόνο και απεμπολιτή».

7.    Η ανυπαρξία του ελληνικού Κράτους

Δυστυχώς για την Επαρχία Νευροκοπίου δεν υπήρχε και από το ελεύθερο ελληνικό κράτος αντίδραση όχι για να εξαλείψει την άριστα οργανωμένη βουλγαρική προπαγάνδα, αλλά για να την περιορίσει, όσο γίνεται, στο ελάχιστο. 

Ίσως σ’ αυτό «συνέβαλε και η λαθεμένη αντίληψη του Έλληνα Προξένου των Σερρών, Στουρνάρη, που πίστευε στην εθνική αντοχή του Ελληνισμού και στην υπεροχή του δεν είχε αντιληφθεί προφανώς, ότι μετά το 1870, με την υποστήριξη της Ρωσίας τα πράγματα είχαν αλλάξει σε βάρος του Ελληνισμού και υπέρ της Βουλγαρίας».

Το επίσημο ελληνικό κράτος απορροφημένο από το κρητικό ζήτημα, τη λύση του οποίου επεδίωκε να πετύχει, άφηνε έξω από τα διαφέροντά του το Μακεδονικό.
Ακόμη, τραυματισμένο από την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, απέφυγε να ανα λάβει κάποια πρωτοβουλία, για να μην προκαλέσει και δυσαρεστήσει την Τουρκία, με την οποία προτιμούσε να διατηρεί καλές σχέσεις.

Ως αδύναμο πολιτικά και οικονομικά το ελληνικό κράτος στάθηκε ανίκανο να επιβάλλει μια ενιαία πολιτική για το Μακεδονικό Ζήτημα.
Ούτε είχε τη δύναμη να δράσει ένοπλα στο μακεδονικό χώρο και πολύ πρισσότερο στις βόρειες Επαρχίες της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στο ιδιάζον, και ευαίσθητο, ως προς τη θέση του, γεωγραφικό χώρο της Επαρχίας Νευροκοπίου.

Ο Β. Λαούρδας στην ίδια εισαγωγή του έργου του «Η μητρόπολη Νευροκοπίου κ.λπ.», ό.π. (σ. 65, 66), όταν αναφέρεται στο δράμα του Ελληνισμού του Νευροκοπίου και στην πλήρη αδιαφορία του ελληνικού κράτους για την τύχη του, σημειώνει (Αύγουστος 1960):

«...Υπό άκρως δραματικός συνθήκας διήλθον τα από του σχίσματος μέχρι του τέλους του Μακεδονικού Αγώνος έτη και οι Έλληνες των χωρίων Τσερέσοβου (Παγονέρι) και Στάρτιστας (Περιθώρι), τας οδυνηρός περιπετείας των οποίων δύναται να παρακολουθήσει κανείς εις τας ενταύθα δημοσιευμένος εκθέσεις.

 Οι κάτοικοι του Τσερεσόβου υπό τη διαρκή τρομοκρατία των Βουλγάρων, οι οποίοι εξόντωναν συστηματικός τους προκρίτους της, παρέμειναν μέχρι τέλους πιστοί εις την Ορθοδοξίαν και τον Ελληνισμόν, όπως επίσης παρέμειναν πιστοί εις τα ίδια ιδεώση και οι κάτοικοι της Σταρτίστης, εις την οποίαν δικαίως εδόθη από πολύ ενωρίς ο ωραίος χαρακτηρισμός «Το Σούλι της Μακεδονίας».

Τας θλιβερός απώλειας όλων των άλλων κοινοτήτων της περιοχής Νευροκοπίου τας αντισταθμίζει κάπως η γενναία μέχρι τέλους εμμονή των μικρών αυτών κοινοτήτων της περιοχής Νευροκοπίου τας αντισταθμίζει κάπως η γενναία μέχρι τέλους εμμονή των μικρών αυτών κοινοτήτων εις τα ιδεώδη των.

Της παρούσης δημοσιεύσεως σκοπός είναι να επαναφέρη εις την μνήμην των σημερινών Ελλήνων τα μαρτύρια εις τα οποία επί μακράν σειράν ετών υπεβλήθη υπό των Βουλγάρων ο Ελληνισμός της περιοχής Νευροκοπίου, αποτέλεσμα των οποίων ήτο η απώλεια πολυάριθμων αφοσιωμένων εις το Έθνος των Ελλήνων και πολύτιμων λόγω της οριακής των θέσεως ελληνικών περιοχών.

Εις τας δημοσιευμένος ενταύθα εκθέσεις των δυο κατά τα κρίσιμα,έτη 1900-1907 μητροπολιτών Νευροκοπίου, του Νικοδήμου και του Θεοδωρήτου, ο αναγνώστης δύναται να παρακολουθήσει την υπό των εργασθέντων συστηματικώς και επιμόνως Βουλγάρων εξόντωσιν του εκεί Ελληνισμού. Είναι μία πολύ θλιβερά ιστορία, την οποίαν καθιστά έτι θλιβερωτέραν η μάταια προσπάθεια των δυο μητροπολιτών να εύρουν την συμπαράστασιν και την κατανόησιν των αρμοδίων.

Εις τον θανάσιμον αγώνα, τον οποίον διεξήγαγεν ο Ελληνισμός εις όλην την Βόρειον Ελλάδα αμυνόμενος εναντίον των Βουλγάρων, η περιπέτεια του Νευροκοπίου φαίνεται ότι εις την κρίσιν των αρμοδίων της εποχής εκείνης εθεωρείτο ως απλή λεπτομέρεια... Ας ελπίσωμεν και ας ευχηθώμεν ότι η αντίληψις αυτή δεν θα επανέλθη πλέον ούτε δια το Νευροκόπι ούτε δια καμμίαν άλλην ελληνικήν περιοχήν. Αν ο Ελληνισμός εδικαιούτο άλλοτε της πολυτελείας να χάνει Έλληνας και ελληνικός περιοχάς, σήμερα δεν πρέπει να χάνη πλέον ούτε ένα Έλληνα, ούτε μίαν σπιθαμήν ελληνικής περιοχής.
Εις την άκραν αυτήν της Χερσονήσου, του Αίμου, όπου περιόρισαν τον Ελλη νισμόν αφ’ ενός μεν οι εχθροί του, αφ’ ετέρου δε τα λάθη των ηγετών του και αι ακρισίαι των φίλων των, και η ελάχιστη πλέον θυσία εις ανθρώπους ή εις εδάφη δύναται να γίνει η οριστική αρχή της τελικής του εκμηδενίσεως».

Παύλος Μελάς, Θεόφιλος
Ο Παύλος Μελάς σε γράμμα του (1904) προς τη γυναίκα του Νάτα και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη, αναφέρει ότι
 «διαπιστώνει την καταστροφική συνέπεια που είχε η επίσημη εγκατάλειψη του μακεδονικού Ελληνισμού από το ελλαδικό κράτος:
 Τους δικαιολογώ τους δυστυχείς. 
Έχουν ακόμη τρομερόν φόβον των Βουλγάρων. 
Η περυσινή δε υφ’ ημών εγκατάληψις των τους κατέστησε πολύ δύσπιστούς προς ημάς και σχεδόν μας το λέγουν».

Και η Νάτα σχολιάζει στο ίδιο σημείωμα:

«Έπρεπε να είναι πολύ ριζωμένη η ελληνική ιδέα στους μακεδονικούς πληθυσμούς για να ανακτηθεί σε ολίγους μήνες, σε ολίγα χρόνια, ό,τι υπονόμευσαν οι Βούλγαροι με τη μακροχρόνια συστηματική τους εργασία και μεις με την κρατική μας ανεπάρκεια».

Η στάση αυτή του ελληνικού κράτους μόνο απογοήτευση και πικρία πρόσφερε στο μακεδονικό Ελληνισμό.

Γιατί συνειδητοποίησε ότι η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων αδιαφορούσε για τα τεκται νόμενα στη Μακεδονία, λες και επρόκειτο για έναν άλλο, ξένο προς τον Ελληνισμό, λαό.

8.    Οι βουλγαρόφρονοι πληθυσμοί

Οι κοινότητες με αμιγείς βουλγαρικούς πληθυσμούς και εκείνες με μεικτό πληθυσμό, αλλά είχαν βουλγαρική πλειοψηφία, οι οποίες γεωγραφικά ανήκουν σήμερα στη Βουλγαρία, από πολύ νωρίς, σχεδόν με την ίδρυση της Εξαρχίας, προσχώρησαν στο Σχίσμα.


9.    Η ανερμάτιστη πολιτική της Τουρκίας

Η Τουρκία εντελώς απροκάλυπτα ευνοούσε τις θέσεις των Βουλγάρων σε βάρος του Ελληνισμού, ο οποίος, ενώ στα μέσα του 19ου αιώνα υπερείχε στην Επαρχία Νευροκοπίου των άλλων εθνοτήτων και των Βουλγάρων, ελαττώθηκε δραστικά στο τέλος του ίδιου αιώνα και

10.    Η τουρκική διοίκηση και δικαιοσύνη

Η περίπτωση του ανοσιουργήματος, που διαπράχθηκε στο Ζίρνοβο  αποκαλύπτει περίτρανα τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η τουρκική διοίκηση και επί πλέον ξεσκεπάζει τη μέθοδο, που χρησιμοποιούσαν τα τουρκικά δικαστήρια, για την απονομή της δικαιοσύνης.

 Αναδεικνύεται ακόμα μέσα απ’ αυτό η φιλοβουλγαρική πολιτική της Τουρκίας, η οποία, ενώ υποστήριζε έμμεσα, μέσα από τη διοίκηση και τη δικαιοσύνη τις βουλγαρικές θέσεις, υπέσκαπτε, συγχρόνως, θανάσιμα τα δίκαια του Μακεδονικού Ελληνισμού.
Κι αυτό γινόταν ίσως επειδή, ούτε οι στρατιωτικές, ούτε οι, κατά τόπους, πολιτικές τουρκικές αρχές, διέθεταν τόση νοημοσύνη, ώστε να αντιληφθούν και να προβλέψουν ότι, η ενδυνάμωση του βουλγαρισμού και η εξασθένηση της θέσης του Ελληνισμού, θα είχε ολέθρια αποτελέσματα γι’ αυτό το ίδιο το τουρκικό κράτος.

Σε καμμία από τις τόσες δολοφονίες ή τις απόπειρες δολοφονιών, τις οποίες διέπραξαν οι Βούλγαροι σε βάρος του Ελληνισμού του Νευροκοπίου ή στα δυσάρεστα διαδραματιζόμενα γεγονότα, σχεδόν καθημερινά, στο χώρο της εκκλησίας και του σχολείου, που το βουλγαρικό κομιτάτο ήθελε να τα οικειοποιηθεί ή να τα κλείσει, ποτέ δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη από τους Τούρκους δικαστές.
Η στάση των μεροληπτούντων Τούρκων υπέρ των Βουλγάρων οδηγούσε στις καλένδες όλες, όσες από τις υποθέσεις αυτές έφθαναν στα τουρκικά δικαστήρια.
 Κι αν τύχαινε κάποια φορά να συμβεί το αντίθετο και κάποιος Βούλγαρος καταδικαζόταν για ένα έγκλημα που διέ πραξε, αυτό δε σήμαινε τίποτα. Οι εισαγγελείς μπορούσαν να ανασύρουν από τα συρτάρια τους κάθε στιγμή τις παλιές υποθέσεις, που είχαν κλείσει, και να επαναλάβουν τη δίκη, εκδίδοντας αθωωτική απόφαση.

Στο Τσερέσοβο συνελήφθησαν οι ηθικοί αυτουργοί (οι φυσικοί είχαν ήδη δραπετεύσει) της δολοφονίας του προεστού Θεοδώρου Αθανασίου, ύστερα από ανακρίσεις που τους έκριναν ενόχους. Οδη γήθηκαν στις φυλακές Νευροκοπίου. Μετά από λίγες ημέρες αποφυλακίστηκαν. Την αποφυλάκισή τους ακολούθησε η τηλεγραφική διαταγή του προβουλευτικού ή παραπεμπτικού λεγάμενου Σώματος (χεγέτι τυχαμιγέ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, η οποία πανηγυρικά τους αθώωνε από κάθε ενοχή και κατηγορία.

Επίσης, κατά την εορτή των Τριών Ιεραρχών (3011901) οι τρεις Βουλγαροδάσκαλοι στο Ζίρνοβο Γ. Γούλεφ, Ηλίας Τριανταφύλλωφ και Ιωάννης Παπαναστασίεφ, με πρόθεση να διαταράξουν και να διακόψουν στη συνέχεια τη σχολική γιορτή των πατριαρχικών, άναψαν στη διπλανή αίθουσα πιπεριές, θείο και άλλες δύσοσμες ασφυκτικές ουσίες.

 Αυτή η ενέργεια, σημειώνει ο Νικόδημος, είχε σαν θλιβερή συνέπεια να αποβάλουν έγκυες γυναίκες. Μάλιστα μιας από τις παθούσες το παιδί, που γεννήθηκε πρόωρα, πέθανε.

Ο Νικόδημος διαμαρτυρήθηκε εντονότατα προς τον καϊμακάμη Νευροκοπίου, τονίζοντάς του ότι η πράξη αυτή των Βουλγαροδασκάλων ήταν καθαρά διατάραξη θρησκευτικής τελετής εκ προμελέτης και ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία τους.

Πράγματι, οι Βουλγαροδάσκαλοι οδηγήθηκαν στο δικαστή και καταδικάστηκαν σε 15ήμερη φυλάκιση. Όμως ποτέ δεν εκπλήρωσαν την ποινή τους.
Θα μπορούσαμε να καταγράψουμε πληθώρα παρόμοιων περιπτώσεων στις οποίες αποκαλυπτόταν η γύμνια και η ανεπάρκεια των Τούρκων δικαστών, οι οποίοι τόσο αβασάνιστα δωροδοκούνταν και

εξαγοράζονταν.

Συνέβαινε ακριβώς αυτό που κατάγγελνε συχνά ο μητροπολίτης Νικόδημος και προς τις τουρκικές αρχές και προς το Οικ. Πατριαρχείο, για να καταδείξει το φόβο, που είχε καταλάβει τους Έλληνες της Επαρχίας και την αφόρητη κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει:

«Φονεύεται, χάνεται Γραικός, ουδείς λόγος, ουδεμία φροντίς φονεύεται Βούλγαρος, μικρά κίνησις, διότι ενισχύει το απόρρητον φονεύεται Οθωμανός, μεγίστη φροντίς».

Ο καϊμακάμης, ως ανώτατος διοικητικός υπάλληλος (τοποτηρη τής), ήταν γνήσιος εκπρόσωπος της τουρκικής διοίκησης, με την οποία η τουρκική κυβέρνηση ασκούσε την εξουσία. Απ’ αυτόν, λοιπόν, ζητούσαν οι Έλληνες, μέσω των μητροπολιτών τους, κατανόηση και συμπαράσταση στη λύση των προβλημάτων τους, εκείνων φυσικά, που ανέκυπταν από τις προστριβές τους με τους Βουλγάρους. Σ’ αυτόν κατέφευγαν να βρει τους ενόχους με τη σχετική διαδικασία, για τη δολοφονία κάποιου προσφιλούς τους προσώπου.

Και να ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσε: με πολλή προθυμία κατέφθανε (τις περισσότερες φορές καθυστερημένα) ο ίδιος ή ο εκπρόσωπός του στον τόπο όπου διαπρά χθηκε το έγκλημα, για τη διελεύκανσή του. Τον συνόδευε και το επιτελείο του, που το συνέθεταν, ο αστυνομικός διευθυντής ή ο εκπρόσωπός του, ο εισαγγελέας, ο ιατροδικαστής και ο ανακριτής. Ο τελευταίος αυτός έκανε την ανάκριση και σύντασσε το πόρισμα. Πόρισμα έβγαζε και ο ιατροδικαστής. Αυτά τα δύο πορίσματα συνέκλιναν σ’ ένα κοινό σημείο: ότι,δηλαδή, δεν υπήρχε ένοχος!

«...Οι ενταύθα κυβερνητικοί διατελούντες υπό την επήρειαν της βουλγαρικής μαγικής ράβδου, πίστεψαν ή προσποιούνται ότι πιστεύουσι τας σατανικός ερεσχελείας των Βουλγάρων»

 σημειώνει ο μητροπολίτης Θεοδώρητος, προς ικανοποίηση αυτών που κατάγγελναν και όλες οι ενέργειες για την εύρεση των ενόχων γίνονταν για το θεαθήναι. Κι αυτό επαναλαμβανόταν σε κάθε παρόμοια καταγγελία.

Η τουρκική κυβέρνηση, οχυρωμένη πίσω από το νόμο, ο οποίος ζητούσε αυτόπτες μάρτυρες για την απόδειξη του εγκλήματος, οδηγούσε τους δικαστές στην έκδοση ανακριβών και μεροληπτικών αποφάσεων, που οδηγούσαν στις φυλακές εκείνους, δηλ. τους αθώους, οι οποίοι δεν διέπραξαν καμία αξιόποινη πράξη. Γι’ αυτό οι εγκληματίες χωρίς τους αυτόπτες μάρτυρες, ούτε συλλαμβάνονταν, ούτε φυλακίζονταν, αν και ήταν γνωστοί.


Φυσικά ο νόμος ερμηνευόταν διαφορετικά για τους Οθωμανούς εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Γι αυτούς, ένοχοι ή αθώοι, η απόφαση των δικαστών ήταν προγραμμένη: αθώοι!
Ευνόητο ήταν ότι ο νόμος αυτός γινόταν διάτρητος και οδηγούσε σε αυθαίρετες και εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις. Κι’ αυτό συνέ βαινε, γιατί η ψευδομαρτυρία41 ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην απόδοση του δικαίου ή του αδίκου και στην τιμωρία των πραγματικών ενόχων ή των αθώων.
Οι ψευδομάρτυρες κατάντησαν να καθιερωθούν ως θεσμός στην τουρκική δικαιοσύνη. «Πιάνουν καίριες θέσεις μπροστά στα δικαστήρια, περιμένοντας κάποιον πελάτη να τους εκμισθώσει»42.
Ναι, υπήρχε δικαιοσύνη, αλλά τουρκικού τύπου έτσι «που οι δίκες κερδίζονταν ή χάνονταν ανάλογα με το αν οι δικαστές έχουν εξαγοραστεί ή όχι από τους μηνυτές».
Ακόμη και η βουλγαρική Εξαρχία φαινόταν να υιοθετεί αυτό το αλαλούμ, που επικρατούσε στην τουρκική δικαιοσύνη.

«Ο Βούλγαρος μητροπολίτης σε κάθε περίσταση, κατά την οποία ήταν δυνατόν να πάθει κάποιος Ελληνορθόδοξος κάτι κακό, συμβούλευε τους σχισματικούς, επειδή ήταν εθνική υπόθεση, να ορκίζονται, ψευδομαρτυρούντες, κι αυτός στη συνέχεια διάβαζε ευχές για να συγχωρεθούν».

Όλα ήταν διαβρωμένα και σ’ όλη την έκταση της τουρκικής επικράτειας.
Ο στρατός έκλεβε και λεηλατούσε τις ελληνικές περιουσίες.
Η αστυνομία ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη, κυρίως στην ύπαιθρο.
Αδυνατούσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα που προέκυπταν ανάμεσα στους ανημαχόμενους ΈλληνεςΒουλγάρους.
Κι αν τολμούσε κάποιος να παραπονεθεί για κάποιο πρόβλημά του, που δε λύθηκε, το λιγότερο κακό που μπορούσε να πάθει ήταν να βρεθεί στη φυλακή. Και ένας Θεός γνώριζε μόνο πότε θα ξέμπλεκε από την περιπέτειά του εκείνη.

Όλα εξαγοράζονταν. 

Το χρήμα, όπως πάντοτε, ήταν η υπέρτατη δικαιοσύνη. Αυτό κινούσε τα πάντα. Στρατός και αστυνομία, εισαγγελείς και δικαστικοί συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: «ότι πουλούσαν τη συνείδησή τους αντί πινακίου φακής».

Βέβαια, υπήρχε και διοίκηση, αλλά οι καταχρήσεις και οι απα τεωνίες, που τη χαρακτήριζαν, συναντιόνταν σ’ όλη τη διοικητική κλίμακα. Από τον προϊστάμενο ως τον τελευταίο υπάλληλο. Οποιαδήποτε υπόθεση ή συναλλαγή μ’ αυτήν, έβρισκαν τη λύση τους μόνο με το ρουσφέτι. Βιβλίο ολόκληρο θα μπορούσε να γράψει κανείς για το ηθικό ποιόν και χαρακτήρα της τουρκικής διοίκησης, που τόσα δεινά στοίχισε στον Ελληνισμό του Νευροκοπίου.

Μέσα απ’ όλη αυτή τη σύγχυση και αταξία που επικρατούσε και με δεδομένο το συμβιβασμό του βουλγαρικού κομιτάτου με τους Τούρκους, ο μεγάλος χαμένος ήταν ο Ελληνισμός του Νευροκοπίου. Γιατί διαπίστωνε πως η μεροληπτική συμπεριφορά του καϊμακάμη σε βάρος του, αποτελούσε φανερή περιφρόνηση και αδικία και υβριστική καταπάτηση των δικαίων του και των δικαίων της Οθροδοξίας.

Όλοι αυτοί οι λόγοι, αλλά και οι αντιπαλότητες στις ελληνικές ορθόδοξες κοινότητες, των προκρίτων, για λόγους εκλογικούς κυρίως και σε πολλές περιπτώσεις η ασυνεννοησία τους με τους μητροπολίτες, για πολύ σοβαρά θέματα, που προέκυπταν, διευκόλυναν άμεσα ή έμμεσα την εξάπλωση του βουλγαρισμού και κατά συνέπεια την απώλεια του συνόλου σχεδόν των κοινοτήτων της Επαρχίας.

Έξω απ’ αυτή τη θλιβερή ιστορία έμειναν μόνο οι ιστορικές κοινότητες, Ζιρνόβου (Κ. Νευροκοπίου), Κάτω Βροντούς, Στάρτιστας (Περιθωρίου) και Τσερεσόβου (Παγονερίου), οι οποίες αντιστάθηκαν και στη βουλγαρική προπαγάνδα και στην ένοπλη βία των Βουλγάρων κομιατζήδων.

Σ’ αυτό τον κυκεώνα κλήθηκαν οι κάτοικοι των κοινοτήτων αυτών ν’ αγωνισθούν σ’ ένα αγώνα ανισόπλευρο, για να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της ύπαρξης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας εδώ, στη γη αυτή του Ζιρνόβου, όπου η διαχρονική παρουσία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Οι αγώνες και οι θυσίες τους ήταν μια συνειδητή επιλογή με όποιο κόστος τη συνόδεψε.
Απέδειξαν έτσι πως στο προσκλητήριο των μεγάλων και κρίσιμων για την Πατρίδα και την Ορθοδοξία στιγμών δεν υπάρχουν περιθώρια για ουδετερότητα ή αποχή.

«Στα σκοτεινά και δύσκολα εκείνα χρόνια πρωταγωνιστές υπήρξαν οι μητροπολίτες, Δράμας Χρυσόστομος και Νευροκοπίου Νικόδημος και Θεοδώρητος καθώς και τρεις ιερείς και δάσκαλοι»

(σ.σ. για την περίπτωση του Ζιρνόβου), γράφει η εγγονή του προκρίτου και Μακεδονομάχου Ιωάννη Μπλάγου, Μαρία ΜπλάγουΤοπαλατζή σε επιστολή της που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, για να καταλήξη με την επισήμανση ότι

 «από τους Ορθοδόξους Έλληνες γνωστοί και άγνωστοι όλοι πρόσφεραν στον αγώνα, για να μείνει και αυτή η γωνιά της μακεδονικής γης ελληνική και ελεύθερη, για να μπορεί πολύ αργότερα να υποδεχτεί τους αδελφούς πρόσφυγες της. Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Για να μάθουν οι νεότεροι τι έγινε στον τόπο μας εκείνα τα σκοτεινά χρόνια».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου