Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Δυτική Μακεδονία: το "Μολών λαβέ" του Παπασταύρου Τσάμη.

Παπασταύρος Τσάμης
«Τσακαλάρο,
Δέν σοΰ δίνομεν αρνιά. 
Δέν σοΰ δίνομεν ψωμία και τυρί. 
Άν είσαι άνδρας, έλθέ νά τά πάρης. 

Μολών λαβέ.
Παπασταΰρος Τσάμης». 





του Γεωργίου Μόδη.
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ  Η ΝΕΩΤΕΡΗ 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Το τρίγωνο Λέχοβο - Δροσοπηγή (Μπελκαμένη) - Φλάμπουρο (Νεγο-βάνη) ήταν πάντοτε το αδάμαστο, στο Βίτσι, εθνικό οχυρό.

Ήταν  ó κύριος δρόμος και το πέρασμα των ανδρών και όπλων προς το Περιστέρι, Μορίχοβο, Κορέστια, Πρέσπα κ.τ.λ.
Ο Βάρδας είχε σ' όλην την περιοχή το γενικό πρόσταγμα. 

Η γενική όμως κατάσταση έμεινε στάσιμη. Δεν σημειώθηκε αξιόλογη μεταβολή. 

Στην επαρχία της Φλώρινας οι Βούλγαροι έκαψαν το 1907 το Ράκοβο (Κρατερό) και τη Νεγοβάνη (Φλάμπουρο) γι' αντίποινα και αντεκδίκηση, όπως έλεγαν.

 Διάλεγαν μια μέρα που οι περισσότεροι άντρες του χωριού απουσίαζαν στο παζάρι, έμπαιναν ξαφνικά οι πρώτοι ντυμένοι σαν Τούρκοι στρατιώτες, και έβαζαν φωτιά και λεπίδι.

Η μια όμως εκδίκηση έφερνε γρήγορα και σίγουρα αντεκδίκηση και έτσι μεγάλωνε και μάκραινε χωρίς τελειωμό ó αλυσιδωτός λογαριασμός του αίματος, του «πυρός» και του «σιδήρου».

Έβαλαν σ' εφαρμογή και τα γράμματα-παγίδες.

 Στις 27 Αυγούστου του 1906 ο Παπασταύρος Τσάμης, 
ο περίφημος εφημέριος Πισοδερίου, 
στενός φίλος και συνεργάτης του Παύλου Μελά, 
πήρε γράμμα με τη σφραγίδα και την υπογραφή του Βάρδα,
 που τον καλούσε με τ' άλλα μέλη της Επιτροπής και τον αγγελιαφόρο στο βουνό,
 στη δασική θέση Λάκκος.
Το 'φεραν δυο καρβουναραιοι που δούλευαν σ' εκείνο το μέρος με άλλους δεκαέξι. 
Ήταν όλοι απ' το Τσάπαρι, ένα ορεινό χωριό ανάμεσα στη Ρέσνα και το Μοναστήρι, καρβουναραίων πάππο προς πάππο.

Το χωριό, είναι αλήθεια, ήταν βουλγάρικο. Είχαν άποδειχτή όμως ως τότε φρόνιμοι, εργατικοί, τίμιοι νοικοκυραίοι που κοίταζαν μονάχα τη δουλειά τους και φιλοδοξούσαν να εκμεταλλευτούν για πολλά ακόμη χρόνια το δάσος του Πισοδερίου.

Είχαν ειδοποιήσει μάλιστα χωρίς χρονοτριβές τον Παπασταύρο, όταν μια βραδιά πέρασε απ' την κατασκήνωση τους μια συμμορία κομιτατζήδων.

Ό Παπασταΰρος, λεβεντόπαπας πλημμυρισμένος ζωτικότητα, παλληκαριά και ενθουσιασμό, πετάχτηκε αμέσως όλο χαρά, έβαλε τήν παπαδιά νά γέμιση ένα ταγάρι μέ λειτουργίες, κομμάτια πίτα, λουκούμια, ζαχαρωτά, πακέτα τσιγάρα, μπουκάλια κονιάκ και κάλεσε τόν Χατζηκώτση και τόν Θεόδωρο Γκότση, πού ήταν και αγγελιαφόροι.
Όταν πριν λίγα χρόνια έγραψε στό Πισοδέρι ό Τσακαλάρωφ ζητώντας νά του έτοιμάση 40 ψητά αρνιά, 300 ψωμιά και 60 οκάδες τυρί, ο Παπασταύρος του απάντησε :
Η βουλγαρική Τσέτα του Τσακαλάρωφ

«Τσακαλάρο,
Δέν σοΰ δίνομεν αρνιά. 
Δέν σοΰ δίνομεν ψωμία και τυρί. 
Άν είσαι άνδρας, έλθέ νά τά πάρης. 

Μολών λαβέ.
Παπασταΰρος Τσάμης».

Έφεραν αντιρρήσεις ό Γκότσης και ό Χατζηκώτσης. Δέν έπρεπε νά ξεκινήσουν έτσι άψε-σβήσε γιά τό βουνό μέ τά λόγια δυο καρβουναραίων, γνωστών Βουλγάρων.

 Όρκίστηκαν όμως οι δυό Τσαπαριώτες πάνω στην Άγια Τράπεζα της εκκλησίας ότι κατά τα χαράματα ήρθε στην κατασκήνωση τους ελληνικό ανταρτικό σώμα και τους έδωσε το γράμμα να το φέρουν στον Παπασταύρο.

Δεν ζητούσαν παρά να τους δώση ο παπάς μιάν απόδειξη ότι το πήρε, για να μην έχουν φασαρίες με τους αντάρτες.
Δεν χωρούσε πιά καμιά αμφιβολία και δυσπιστία.
Ο Παπασταύρος φόρεσε την πολεμική στολή του, μακριά ποδήματα, κοντό ράσο και κοντή γούνα και ξέσκεπα χωρίς κάλυμμα τα μαλλιά, που ανέμιζαν στον αέρα.
 Θα 'παιρνε στον ώμο και το τουφέκι, αν δεν είχε την έδρα στο Πισοδέρι τουρκικός λόχος.

Στον δρόμο κόλλησε μαζί τους και ο φίλος τους Αλβανός ενωμοτάρχης Χασάν Τσαούς.
 Πήγαν στο δάσος στο στόμα του λύκου. 
Τούς περίμεναν κομιτατζήδες! 

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Μακεδονική Γη: Ο Μακεδονικός Αγώνας στο Μορίχοβο (βουλγ. Марѝхово, σλαβ. Мариово)


Το Μορίχοβο αποτελούσε στο παρελθόν την "ακρόπολη του σλαβόφωνου Ελληνισμού" .
Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι Βούλγαροι πυρπόλησαν 100 χωριά
με σκοπό να κάμψουν το φρόνημα των Ελλήνων κατοίκων
(Απόστολος Βακαλόπουλος).
Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896)

Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια,
το λέει κι ο πετροκότσυφας σ' αντάρτικα λημέρια.
Οι αντάρτες εσκορπίσανε, γινήκανε μπουλούκια
ο Μπρούφας στο Μορίχοβο, Ζαρκάδας στα Καϊλάρια,
κι ο Τάκης ο περήφανος ψηλά στο Περιστέρι.
Kαι πάλιν εσυνάχτηκαν στην Παναγιά Λιμνίτσα
κι εκείθεν στέλνουν προσταγές και την Τουρκιά τρομάζουν:
Τούρκοι, καθήστε φρόνιμα! Σας καίμε τα χωριά σας.
Δεν είναι ο περσινός καιρός, Βούλγαροι αρκουδιαραίοι
μόν' είναι Ελληνόπουλα, που ζούνε στα λαγκάδια
και πολεμούνε την Τουρκιά και νύχτα και ημέρα
(Δημοτικά τραγούδια του Μακεδονικού Αγώνα, Δημήτριος Α. Πετρόπουλος)

του Γεωργίου Μόδη.
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ  Η ΝΕΩΤΕΡΗ 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Μορίχοβο λέγεται η βόρεια πλευρά του Καιμακτσαλάν. 

Σήμερα είναι γιουγκοσλαβική.

 'Εχει απέραντα δάση από  πεύκα όλόισια και πανύψηλα, και μιαν ανώμαλη έκταση με βαθειές χαράδρες και απότομες κορυφές, σε πολλά σημεία στεφανωμένες με γιγάντιους βράχους. 
Το καλοκαίρι είχε και πολλά τσελιγκάτα πλούσιων Σαρακατσαναίων με μεγάλα ονόματα, όπως Σουλτογιάννη, Γεωργό-πασα κ.λ.π. 
Χάρη στα...προσόντα τούτα η περιοχή αυτή ήταν ανέκαθεν καταφύγιο ανταρτικών ομάδων και ληστοσυμμοριών. 

Εκεί έδρασε και έπεσε το 1896 ο Μπρούφας.


Εκεί  επίσης το 1878-1880 βρήκαν άσυλο και ορμητήριο πολλοί μεγάλοι καπεταναίοι.