Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Δυτική Μακεδονία: το "Μολών λαβέ" του Παπασταύρου Τσάμη.

Παπασταύρος Τσάμης
«Τσακαλάρο,
Δέν σοΰ δίνομεν αρνιά. 
Δέν σοΰ δίνομεν ψωμία και τυρί. 
Άν είσαι άνδρας, έλθέ νά τά πάρης. 

Μολών λαβέ.
Παπασταΰρος Τσάμης». 





του Γεωργίου Μόδη.
"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ  Η ΝΕΩΤΕΡΗ 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Το τρίγωνο Λέχοβο - Δροσοπηγή (Μπελκαμένη) - Φλάμπουρο (Νεγο-βάνη) ήταν πάντοτε το αδάμαστο, στο Βίτσι, εθνικό οχυρό.

Ήταν  ó κύριος δρόμος και το πέρασμα των ανδρών και όπλων προς το Περιστέρι, Μορίχοβο, Κορέστια, Πρέσπα κ.τ.λ.
Ο Βάρδας είχε σ' όλην την περιοχή το γενικό πρόσταγμα. 

Η γενική όμως κατάσταση έμεινε στάσιμη. Δεν σημειώθηκε αξιόλογη μεταβολή. 

Στην επαρχία της Φλώρινας οι Βούλγαροι έκαψαν το 1907 το Ράκοβο (Κρατερό) και τη Νεγοβάνη (Φλάμπουρο) γι' αντίποινα και αντεκδίκηση, όπως έλεγαν.

 Διάλεγαν μια μέρα που οι περισσότεροι άντρες του χωριού απουσίαζαν στο παζάρι, έμπαιναν ξαφνικά οι πρώτοι ντυμένοι σαν Τούρκοι στρατιώτες, και έβαζαν φωτιά και λεπίδι.

Η μια όμως εκδίκηση έφερνε γρήγορα και σίγουρα αντεκδίκηση και έτσι μεγάλωνε και μάκραινε χωρίς τελειωμό ó αλυσιδωτός λογαριασμός του αίματος, του «πυρός» και του «σιδήρου».

Έβαλαν σ' εφαρμογή και τα γράμματα-παγίδες.

 Στις 27 Αυγούστου του 1906 ο Παπασταύρος Τσάμης, 
ο περίφημος εφημέριος Πισοδερίου, 
στενός φίλος και συνεργάτης του Παύλου Μελά, 
πήρε γράμμα με τη σφραγίδα και την υπογραφή του Βάρδα,
 που τον καλούσε με τ' άλλα μέλη της Επιτροπής και τον αγγελιαφόρο στο βουνό,
 στη δασική θέση Λάκκος.
Το 'φεραν δυο καρβουναραιοι που δούλευαν σ' εκείνο το μέρος με άλλους δεκαέξι. 
Ήταν όλοι απ' το Τσάπαρι, ένα ορεινό χωριό ανάμεσα στη Ρέσνα και το Μοναστήρι, καρβουναραίων πάππο προς πάππο.

Το χωριό, είναι αλήθεια, ήταν βουλγάρικο. Είχαν άποδειχτή όμως ως τότε φρόνιμοι, εργατικοί, τίμιοι νοικοκυραίοι που κοίταζαν μονάχα τη δουλειά τους και φιλοδοξούσαν να εκμεταλλευτούν για πολλά ακόμη χρόνια το δάσος του Πισοδερίου.

Είχαν ειδοποιήσει μάλιστα χωρίς χρονοτριβές τον Παπασταύρο, όταν μια βραδιά πέρασε απ' την κατασκήνωση τους μια συμμορία κομιτατζήδων.

Ό Παπασταΰρος, λεβεντόπαπας πλημμυρισμένος ζωτικότητα, παλληκαριά και ενθουσιασμό, πετάχτηκε αμέσως όλο χαρά, έβαλε τήν παπαδιά νά γέμιση ένα ταγάρι μέ λειτουργίες, κομμάτια πίτα, λουκούμια, ζαχαρωτά, πακέτα τσιγάρα, μπουκάλια κονιάκ και κάλεσε τόν Χατζηκώτση και τόν Θεόδωρο Γκότση, πού ήταν και αγγελιαφόροι.
Όταν πριν λίγα χρόνια έγραψε στό Πισοδέρι ό Τσακαλάρωφ ζητώντας νά του έτοιμάση 40 ψητά αρνιά, 300 ψωμιά και 60 οκάδες τυρί, ο Παπασταύρος του απάντησε :
Η βουλγαρική Τσέτα του Τσακαλάρωφ

«Τσακαλάρο,
Δέν σοΰ δίνομεν αρνιά. 
Δέν σοΰ δίνομεν ψωμία και τυρί. 
Άν είσαι άνδρας, έλθέ νά τά πάρης. 

Μολών λαβέ.
Παπασταΰρος Τσάμης».

Έφεραν αντιρρήσεις ό Γκότσης και ό Χατζηκώτσης. Δέν έπρεπε νά ξεκινήσουν έτσι άψε-σβήσε γιά τό βουνό μέ τά λόγια δυο καρβουναραίων, γνωστών Βουλγάρων.

 Όρκίστηκαν όμως οι δυό Τσαπαριώτες πάνω στην Άγια Τράπεζα της εκκλησίας ότι κατά τα χαράματα ήρθε στην κατασκήνωση τους ελληνικό ανταρτικό σώμα και τους έδωσε το γράμμα να το φέρουν στον Παπασταύρο.

Δεν ζητούσαν παρά να τους δώση ο παπάς μιάν απόδειξη ότι το πήρε, για να μην έχουν φασαρίες με τους αντάρτες.
Δεν χωρούσε πιά καμιά αμφιβολία και δυσπιστία.
Ο Παπασταύρος φόρεσε την πολεμική στολή του, μακριά ποδήματα, κοντό ράσο και κοντή γούνα και ξέσκεπα χωρίς κάλυμμα τα μαλλιά, που ανέμιζαν στον αέρα.
 Θα 'παιρνε στον ώμο και το τουφέκι, αν δεν είχε την έδρα στο Πισοδέρι τουρκικός λόχος.

Στον δρόμο κόλλησε μαζί τους και ο φίλος τους Αλβανός ενωμοτάρχης Χασάν Τσαούς.
 Πήγαν στο δάσος στο στόμα του λύκου. 
Τούς περίμεναν κομιτατζήδες! 


Ο Χασάν Τσαούς κι' ο Θεόδωρος Γκότσης έπεσαν στον τόπο νεκροί.

Ο Γκότσης, γεμάτος σφαίρες και λογχισμούς, είχε και τις παλάμες του κομμένες. 
Φαίνεται πάλεψε. 
Ο Παπασταύρος με δυο πληγές κατόρθωσε να ξεφύγη και να τρυπώση στο βάθος μιας ρεματιάς. 
Τον βρήκαν την άλλη μέρα με το κεφάλι ανοιχτό. 
Τον αποτελείωσαν οι καρβουναραίοι με τσεκουριές.

 Γλύτωσε μονάχα ο Χατζηκώτσης.
Οι καρβουναραίοι την ίδια νύχτα φόρτωσαν τα πράγματα τους και όσα κάρβουνα μπόρεσαν στα μουλάρια και εξαφανίστηκαν. 
Τα πλήρωσαν όμως άλλου αργότερα και αυτοί χωρίς να έξαιρεθή και ο μόνος καλός από  δαύτους, που τον κράτησαν δεμένο όλη τη μέρα οι κομιτατζήδες, για να μη τρέξη και ειδοποίηση τον Παπασταύρο για την άτιμη παγίδα.

Το κεφάλι του Ποπτραίκωφ,
στη "Ιλιουστράτσια Ίλλιντεν"
Илюстрация Илинден
Η Ήλιντένσκα Έποπέια του Άγγελ. Ντίνεφ των Σκοπίων αφιέρωσε δυό σελίδες (402-403) στο μεγάλο κατόρθωμα!

Καταλογίζει του Παπασταύρου ότι πήγε στην Καστοριά, 
στον Μητροπολίτη, το κεφάλι του αρχηγού του κομιτάτου της περιοχής,
 Λάζου Ποπτράικωφ, 
που είχαν ξεκάμει άντρες του Κωτα, 
ενώ το είχε μεταφέρει στην Καστοριά μέσα σε σακκί με φασόλια και πατάτες ένας Άνταρτικιώτης, που πέρασε μέσα από  τον καταυλισμό μεγάλης συμμορίας.

Άρχικομιτατζής που πρόσταξε να έτοιμαστή το γράμμα, ήταν ο Πάντο Κλιάσεφ με υπαρχηγό τον Κούζο. 

Υπήρχε στη συμμορία και ένας κομιτατζής που είχε τελειώσει ελληνικό γυμνάσιο.
Το ίδιο έπαθε ένα χρόνο ακριβώς αργότερα ο Παπαγιάννης η Παπαστοίτσης, εφημέριος του Πολυποτάμου (Νερέτης) της Φλώρινας και διάδοχος του ΙΙαπακωσταντίνου, που είχαν κατασφάξει οι κομιτατζήδες το 1901. 
Έφεραν σ' αυτόν το γράμμα δυό γυναίκες δικές μας, που είχαν πάει στο δάσος για ξύλα, και βρήκαν εκεί αντάρτες που ήταν σίγουρα 'Ελληνες.
Ο παπάς πέταξε κατά γης απ' τον ενθουσιασμό του το μαύρο σκούφο που φορούσε στο σπίτι αντί καλυμμαύχι.

 Ήταν  από  καιρό πρόθυμος να πετάξη και το μαύρο ράσο και να βγη με τουφέκι στο κλαρί. Ήταν  και αύτός λεβεντόπαπας, αληθινός στρατιώτης της εκκλησίας. 
Μα δεν τον άφηναν οι τρανοί. 
Τον θεωρούσαν χρησιμώτερο στο χωριό.

Το γράμμα ήταν από  ένα καινούργιο αρχηγό στο Βίτσι, που του ζητούσε να πάη με την Επιτροπή πάνω για να συνεννοηθούν για πολλά ζητήματα, γιατί δεν μπορούσε να έρθη σε επαφή με την Μπελκαμένη εξ αιτίας του τουρκικού στρατού.

Ο παπάς σκέφτηκε αμέσως να μείνη κοντά του ο ίδιος ως οδηγός και αγγελιαφόρος. Θα φρόντιζε έπειτα να έκτεθή, ώστε να μην είναι δυνατή πια η επιστροφή του στο χωριό.

Γεμάτος χαρά κάλεσε τους Μιχαήλ Παπασπύρου, Χρίστο Φιλίππου και Φίλιππο Μιχαλίτση, που αποτελούσαν την Επιτροπή, και έβαλε σ' ένα τορβά λειτουργίας δυο μπουκάλια ρακί, λουκούμια, τσιγάρα κ.τ.λ. 
Ξεκίνησαν χωρίς να χασομερίσουν για το δάσος, ο καθένας βέβαια χωριστά και από  διαφορετικό δρόμο. Άν τους έβλεπαν όλους μαζί, θα 'μπαιναν πολλοί ψύλλοι στ' αυτιά των έχθρων.
Στο χωριό υπήρχε και βουλγαρική μερίδα.

Τούς βρήκαν την άλλη μέρα κομματιασμένους! 
 Ο παπάς πρόλαβε να χτυπήση με το περίστροφο έναν κομιτατζή. 
Είχε κομμένα τ' αυτιά και τη μύτη. Έβαλαν επίσης οι Βούλγαροι όπλα και φυσίγγια στις αχυρώνες των δικών μας για να τους εκθέσουν στους Τούρκους καθώς και επιλήψιμα ελληνικά βιβλία και πλαστά γράμματα.
Οι δικοί μας πλαστογράφησαν το φθινόπωρο του 1907 ένα βουλγαρικό γράμμα που έστειλε στη φυλακή Μοναστηρίου πολλούς σπουδαίους Βουλγάρους απ' τις περιοχές Μοναστηρίου, Πρέσπας, Φλώρινας. 

Το «Έκτακτο Δικαστήριο» όμως γρήγορα κατάλαβε ότι το γράμμα ήταν ψεύτικο και πλαστό και τους άφησε ελεύθερους.
Έβαλαν εξ άλλου βόμβα στο φούρνο ενός μεγάλου φούρναρη και μεγαλύτερου αξιωματούχου του κομιτάτου. 
Ένας δικός μας δηλαδή και άγνωστος του χωρικός του πούλησε μερικά σακκιά καλό σιτάρι. Το ένα είχε τη βόμβα. Ειδοποιήθηκε ευθύς με τρόπο η αστυνομία και ο φούρναρης με τους υπαλλήλους και τους σπιτικούς του βρέθηκε στη φυλακή και έπειτα εξόριστος στο Ντιάρ Μπεκήρ της ανατολικής Μικράς Ασίας.
Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος

Ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος δολοφονήθηκε από  άλβανο-ρουμανι-κη συμμορία στις 9 Σεπτεμβρίου του 1906. 

Είπαν τότε πολλοί και το 'γραψε και το «Εμπρός» του προέδρου του κομιτάτου Δ. Καλαποθάκη, όπως λέγει ο Dakin, ότι πήγε κατά λάθος αντί του Γερμανού Καραβαγγέλη της Καστοριάς.

Μα δεν χωρούσε λάθος.

Ο Καραβαγγέλης δεν βρισκόταν καν στην περιοχή Κορυτσάς και πήγαινε ο Φώτιος να ίερουργήση σ' ένα χωριό, όπου τον ήξεραν μεγάλοι και μικροί και οι πέτρες. 
Καί δεν ήταν από  κανένα κατώτερος o Φώτιος σε θάρρος και ενθουσιασμό. 

Τον είχαν ειδοποιήσει εκείνη τη μέρα να μην πάη στο χωριό γιατί του είχε στήσει ενέδρα μια συμμορία. 
Καί όμως πήγε! 
«Τι θα πουν οι χριστιανοί μου», απάντησε, 
«όταν δουν ότι ο ποιμενάρχης τους λιποτάκτησε από  φόβο και αφήνει απροστάτευτο το ποίμνιο του; Είμαι στρατιώτης της εκκλησίας».

 Όπως γράφει ο Dakin, από  αγγλικές πάντοτε πηγές, βρέθηκαν πάνω του χαρτιά που πιστοποιούσαν ότι είχε σχέσεις και συνεργασία με ανταρτικά σώματα.
Αφορμή βρήκε η τουρκική κυβέρνηση και ζήτησε επιτακτικά από  το Πατριαρχείο την ανάκληση των Μητροπολιτών Δράμας Χρυστοστόμου, 
Πελαγονίας (Μοναστηρίου) Φοροπούλου,
Καστοριάς Καραβαγγέλη και των 
Γρεβενών Άγαθαγγέλου.

 Είχαν έκστρατεύσει εναντίον τους οι «εντολοδόχοι» και άλλοι ξένοι και ο ιδιος ο Άγγλος πρεσβευτής 'Οκόνορ.

Η μπόρα πήρε και τον Λάμπρο Κορομηλά. Τον κατηγόρησαν για αρχηγό των ελληνικών σωμάτων οι ξένοι αξιωματικοί, ο Ρώσος πρόξενος, ο βαλής Θεσσαλονίκης. 
Φίλος του ήταν μόνο ο Χιλμή πασάς που θαύμαζε την επιβολή του στον ελληνικό πληθυσμό.

Δολοφονήθηκε το 1911 από  τους νεότουρκους ο Μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός, που είχε υπηρετήσει και στο Μοναστήρι ως αναπληρωτής του εξορισμένου Ιωακείμ Φοροπούλου.
Στο Λέχοβο σκοτώθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1907 ο όπλαρχηγός Λεωνίδας Τσώρης.
Στην Όσνιτσάνη της Καστοριάς έπεσε στις 7 Μάιου του 1906 ο Λίτσας (ανθυπολοχαγός Βλαχάκης) με τους Πετροπουλάκηδες και άλλους δεκατρείς. Είχαν έπιτεθή εναντίον βουλγαρικών σπιτιών του χωριού. 

Μιά δική του χειροβομβίδα προκάλεσε το θάνατο του. 

Ο Μακεδονομάχος Ζαχαρίας Παπαδάς.
Ακολούθησε και πολύωρη μάχη με τουρκικό στρατό που έτρεξε στον κρότο των δπλων. Όπως γράφει ο Dakin, είχαν και οι Τούρκοι βαρύτατες απώλειες.
'Επεσε στις 11 Ιουνίου του 1907 και ο Φούφας (ανθυπολοχαγός Παπαδάς) στο Παλιοχώρι.

 Ήταν απ' τους γενναιότερους αξιωματικούς που εκτιμούσαν και εκθείαζαν και οι Κρητικοί καπεταναίοι. 

Είχαν επιτεθή εναντίον ενός σπιτιού. 
Ήταν όμως πέτρινο και μεγάλο. 
Δεν φαίνεται να υπήρχαν μέσα τακτικοί κομιτατζήδες. Αντιστάθηκαν με τουφέκια και δίκανα οι ένοικοι του.

 Τούς βοηθούσαν τα πολλά μικρά παράθυρα του υπογείου που ήταν σωστές πολεμίστρες.
 Χτυπούσαν 'Εκ του άσφαλούς» και από  κοντά τους εκτεθειμένους και ακάλυπτους έξω αντάρτες.
Μεγάλη ολοήμερη μάχη δόθηκε με πολύν τουρκικό στρατό στις αρχές Ιουνίου του 1907 στη ράχη πάλι του Λεχόβου.
 Πήραν μέρος οι αρχηγοί Γκούρας, Ζάκας, Φλάμπουρας και άλλοι εκατό περίπου άντρες.

'Επεσε ο όπλαρχηγός Χρίστος Άργυράκος η Μπαστής απ' το Μπλάτσι (Βλάστη) της Πτολεμαίδας με άλλους δέκα.
 Ήταν ένα λεβεντόκορμο παλληκάρι από  οικογένεια αληθινά ηρωική. 
Τρία αδέλφια του και ο θειος του Ζήκας χάθηκαν σε πολέμους.
 Ο γερο-πατέρας του είχε απ' το 1878 ανοιχτή πληγή στο πόδι έως το θάνατο του.

Ο γλύπτης Δημητριάδης για τον «Μακεδονομάχο» της Δράμας και άλλων πόλεων είχε πάρει μοντέλο αυτόν η ακριβέστερα τη φωτογραφία του.
 Είχε σταθή πίσω για να υποστήριξη τη διαφυγή των άλλων.
Μια σφαίρα πέρασε τότε πίσω απ' τα μάτια του καπετάν Λούκα απ' τα μέρη των Γρεβενών, που είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του σαν «κλέφτης».

 Είχε απομείνει αναίσθητος, πεσμένος μπρούμητα μέσα σε μερικά χαμόκλαδα. Τυφλώθηκαν και οι Τούρκοι και δεν τον είδαν. 
Τον βρήκαν ύστερα από  τρεις-τέσσερες μέρες δικοί μας χωρικοί. 
Τον πήγαν στην Αθήνα. 
Έμεινε όμως τυφλός.
 Ένα τραγούδι διαδόθηκε τότε δημοφιλέστατο σ' όλη τη Δυτική Μακεδονία που τον εξυμνούσε :

 Τι χάλευες, Λούκα μ', τι γύρευες στού Λέχοβου τη ράχη... 
Καλά ήσουν στα Γρεβενά και τα Καστανοχώρια...
Ο ωραίος και ηρωικός Άργυράκος λιγότερο συγκίνησε τη λαική μούσα.
Στις 16 Ιουλίου του 1907 εξοντώθηκε το σώμα του Γέρμα (ανθυπολοχαγού Τσοτσάκου). 

Είχε περάσει τα σύνορα με τριάντα πέντε άντρες. 
Οι περισσότεροι ήταν Μανιάτες, όπως και αυτός.
Υπαρχηγό είχε τον επιλοχία Τσιμπιδάρο.
Λημέριαζαν μαζί με τον Ζάκα (ανθυπολοχαγό Φαληρέα) σε μια γούβα, μισή ώρα πάνω από  την Λόσνιτσα της Καστοριάς, που φέρνει σήμερα το όνομα του.

 Τούς ειδοποίησαν από  την Καστοριά ότι οι Τούρκοι ήξεραν τη θέση και την εκεί  παρουσία τους.

 Μα δεν το κούνησαν. Ευθύνεται βέβαια ο Ζάκας που ήταν παλιός αρχηγός σ' εκείνα τα μέρη. θα νόμισε, φαίνεται, ότι η πληροφορία ήταν απ' τις συνηθισμένες υπερβολές.
Την αυγή βρέθηκαν κυκλωμένοι. Οι Τούρκοι είχαν πιάσει τον κοιμισμένο σκοπό και τους είχαν ζυγώσει απαρατήρητοι πολύ κοντά. Τούς έρριξαν σαν σε κουρνιασμένες πέρδικες. Με την πρώτη μπαταρία έπεσαν νεκροί, απ' ιόν ύπνο στο θάνατο, οι δέκα μαζί με τον αρχηγό. 
Γλύτωσε ο Ζάκας που ρίχτηκε σ' ένα γκρεμό.

Ο τότε λοχίας Νικόλαος Μαντούβαλος έμεινε αναίσθητος στο τόπο μ' ένα «διαμπερές» στο στήθος. Οι Τούρκοι τον νόμισαν νεκρό και τον παράτησαν, αφού τον ελάφρυναν απ' τον οπλισμό, το ρολόι, το πορτοφόλι και τα... ποδήματα. Τη νύχτα όμως δικοί μας χωρικοί τον βρήκαν, τον σήκωσαν και τον έκαμαν καλά.
Υπολοχαγός το 1914 ο Μαντούβαλος, διοικητής βορειοηπειρωτικού τάγματος, ήταν φρούραρχος στην Πρεμετή, πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής, αστυνόμος, δικαστής, παντοκράτορας.

 Σ' αυτόν έτρεχε ο κοσμάκης για όλα του τα ζητήματα. Είχε επικρατήσει η επανάσταση και δεν είχε ακόμη ανακαταλάβει τον τόπο ο τακτικός ελληνικός στρατός.
Μιά μέρα παρουσιάστηκε στο γραφείο του κοντά σ' άλλους και ένας Τουρκαλβανός, πρώην ενωμοτάρχης στη τουρκική χωροφυλακή, που είχε ένα παράξενο παράπονο και αίτημα.

'Ενας γείτονας του, επίσης Τουρκαλβανός, είχε κόψει ένα κομμάτι δέρμα απ' το βόδι του και το κόλλησε πάνω σε μιαν αθεράπευτη πληγή στο χέρι του. Και η μεν πλ^ηγή έγινε αμέσως καλά με τη θαυμαστή αυτή θεραπευτική μέθοδο. Το βόδι όμως τα τίναξε και ο γείτονας δεν εννοούσε να δώση καμιά αποζημίωση. 
Ο Μαντούβαλος αποφάνθηκε αμέσως ότι έπρεπε να καταβληθή η αποζημίωση χωρίς καμιά χρονοτριβή.
Παρατήρησε τότε ότι η φυσιογνωμία του πρώην ένωμοτάρχη δεν του ήταν άγνωστη. 
Και ευθύς τον αναγνώρισε. Ήταν  εκείνος που την τραγικήν αυγή στην Λόσνιτσα τον πυροβόλησε και του χάρισε το «διαμπερές».
 Είχε αλλάξει αρκετά, μα τα μεγάλα πυρόξανθα μαλλιά και τα καστανά του μάτια ήταν τα ίδια. 
Είχαν άποτυπωθή στο μυαλό του σαν τη μορφή του χάρου. 
Ο φτωχός Τουρκαλβανός τρόμαξε. Ο Μαντούβαλος όμως του είπε ότι έπρεπε να τον θεωρή φίλο του.

Αναδείχτηκαν ντόπιοι όπλαρχηγοί ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος και ο Μίζας απ' την Κλεισούρα, ο Λάζος Αποστολίδης απ'τη Λεύκη, ο Σιδερής απ' το Γιαννοχώρι της Καστοριάς (τον έκαψαν ζωντανό οι Ιταλοί στην κατοχή), ο Φαρμάκης (Κούντουρας) απ' το Μπλάτσι, ο Δούκας απ' την Καστοριά, ο Γεώργιος Μακρής απ' τα Γρεβενά, ο Ρώμπαπας απ' τη Βήσανη, ο Κολίτσας απ' τα Κορέστια, ο Γούλας απ' την Ίεροπηγή κ.α.

'Ενας μικροτσέλιγκας είχε παραπονεθή στον Καραβαγγέλη ότι ο Μαργαρίτης, ένας Καστοριανός οπλαρχηγός, του πήρε με απειλές 19 λίρες. 

Τον όπλαρχηγό αυτόν τον αναφέρει ο Παύλος Μελάς μαζί με τους άλλους όπλα ρχηγούς του 1897. 

Μόλις το έμαθε ο Βάρδας, άρχισε να έτοιμάζη ανταρτοδικείο.

 Ο αίδισιμώτατος όμως Παπαδράκος τον σκότωσε εκεί που γευμάτιζε, χωρίς να συννενοηθή με κανέναν! 
Ο Παύλος Γύπαρης αγανάκτησε και θέλησε να τον πλήρωση με το ίδιο νόμισμα. Ο Βάρδας τον συγκράτησε. 
Μιά επιτροπή εξ άλλου από  πρόσφυγες χωρικούς των Κορεστίων έκαμε θραύση στις τάξεις των κομιτατζήδων.
Ο όπλαρχηγός Λάκης Νταιλάκης διηγείται στα ανέκδοτα απομνημονεύματα του ότι οι χωριανοί του — ήταν απ' το Βαρνίκι, που παραχωρήθηκε με τα 14 χωριά στην Αλβανία — είχαν τόσο τρομοκρατηθή απ' τη δράση του καθώς και απ' την παρουσία στο χωριό μιάς μεγάλης βουλγαρικής συμμορίας, μιας αλβανικής με τους Τσερτσίζ Φουάτ και Κυανή μπέηδες και μιας ....ρουμανικής με τον Κότσκο και τον Πλιέσα, που δεν έβγαιναν καθόλου έξω απ' το χωριό και τα σπίτια τους. 
Δεν ήξεραν με πιά παράταξη να ταχθούν. '
Εστελναν τις γυναίκες.

Ο Νταιλάκης έπιασε μια μέρα 50 από  δαύτες και ήθελε να τις βαλη ν' αλωνίσουν με τα γυμνά τους πόδια...αγκάθια για εκδίκηση, γιατί οι κομιτατζήδες είχαν δείρει άσχημα μια συγγενή του, τη Ζωίτσα Μαρκούλη. 
Γιά να τις τρομάξη, τις είπε: 

«Αφού οι άνδρες σας δεν βγαίνουν έξω, δε θα σας αφήνω να βγαίνετε και σεις». 
Με κατάπληξη του όμως τις άκουσε να του λέγουν:

 «Άχ καπετάνιε, ο Θεός όλα τα καλά να σού δώση, αν το κάμης. Γιατί βαρεθήκαμε και εμείς. Γενήκαμε άντρες και οι άντρες μας έγιναν γυναίκες».
Ο Νταιλάκης είχε στήσει ενέδρα στους κομιτατζήδες σε μια θέση απ' όπου σίγουρα θα περνούσαν. Σε μιαν απότομη όμως γειτονική κορυφή είχεν ένθρονισθή ένα «μεγάλο όρνεο».

 Οι κομιτατζήδες το είδαν, το πήραν για το καραούλι (σκοπό) του Νταιλάκη και λοξοδρόμησαν.
Άλλη μια ενέδρα νυχτερινή την χάλασαν τα σκυλιά ενός τσοπάνου που ρίχτηκαν στο σώμα. Απ' τα πολλά και ζωηρά γαυγίσματα κατάλαβαν οι κομιτατζήδες ότι υπήρχαν εκεί  πολλοί ξένοι και προτίμησαν να γυρίσουν πίσω.
Τού έπαιξαν όμως και οι κομιτατζήδες άσχημο παιχνίδι.
 Τού έστειλαν τρεις χωριανούς του που παρίσταναν τους αγανακτισμένους απ' τους κομιτατζήδες και τον κάλεσαν στο χωριό.

Ο Νταιλάκης ήρθε στο Βαρνίκι. 
Μα την ίδια μέρα ξεκίνησαν ταυτόχρονα στρατιωτικά αποσπάσματα από την Βίγλιστα, την Κρυσταλλοπηγή, τη Σφήκα.
 Έζωσαν όλο  τον τόπο. 
Εκεί  κοντά ήταν η λίμνη της Μικράς Πρέσπας. 
Ο Νταιλάκης μπήκε στο δάσος της Σφήκας και απ' εκεί  ξεγλίστρησε χαμηλά στην όχθη της λίμνης, κοντά στο μικρό τουρκαλβανικό χωριό Ζαγραντέτσι.
 Χώθηκε σε μερικά χαμόκλαδα. 
Κανένας δε μπορούσε να το φανταστή. 

Αν όμως κανένα σκυλί η κανένα παιδί τους φανέρωνε, θα ήταν καταδικασμένοι.
Το Δεκέμβριο του 1907 επιχείρησε ο Νταιλάκης ένα πρωτάκουστο τόλμημα :
 Μεταμφιεσμένος σε Τουρκαλβανό, μαζί με δυο παλληκάρια του που ήξεραν επίσης καλά Αρβανίτικα, ξεκίνησε να πάη στη Βλαχοκρανιά των Γρεβενών, που ήταν έδρα τουρκικού τάγματος, και να ξεκάμη τον Κατσαμάκα, πρώην ληστή, τώρα Ρουμάνο και επικίνδυνο προδότη.

 Όλες οι προσπάθειες που είχαν γίνει για την εξόντωση του, πήγαν χαμένες. Ήταν πολύ πονηρός ο Κατσαμάκας. Πριν ακόμη μπη στην Βλαχοκρανιά ο νεοφώτιστος Τουρκαλ-βανός μπέης με τους δυό σωματοφυλακές του βρέθηκε κυκλωμένος στο Μονα-χίτι από  στρατιώτες του Κατσαμάκα. 

Παρά τις διαμαρτυρίες του οδηγήθηκε στις φυλακές των Γρεβενών και απ' εκεί  στο Μοναστήρι.
Πλήθος Βούλγαροι, Αλβανοί, Ρουμάνοι έτρεξαν στο Μοναστήρι να του φορτώσουν δλες τις αμαρτίες και όλα τα εγκλήματα Άπό  καταβολής κόσμου». 
Τού καταλόγισαν 86 φόνους! 
Παραστάθηκαν και μαυροφόρες με μωρά παιδιά και με σπαρακτικά κλάμματα. Αγανάκτησε και το «Έκτακτο Δικαστήριο» με τη σκηνοθεσία. Καταδικάστηκε, τέλος, στις 13 Απριλίου 1908 ο Νταιλά-κης σε ισόβια κάθειρξη (101 χρόνια φυλακή, όπως έλεγαν οι Τούρκοι). Στις 10 Ιουλίου, με τη νεοτουρκική μεταπολίτευση, απολύθηκε.

Όλες οι ενέργειες της «Ιεράς συμμαχίας» Βουλγάρων, Αλβανών και Ρουμάνων ήταν για να καταδικαστή σε θάνατο. Ήθελαν να τον έβλεπαν κρεμασμένο. (Δολοφονήθηκε τελικά από  Βουλγάρους στις 5 Όκτωβρίου 1941 έξω απ' τη Καστοριά, τον καιρό της ιταλικής κατοχής. 

Τον Δεκέμβριο του 1944, στο ΕΑΜικό στρατό-πεδο-φυλακή της Κοζάνης, ένας κρατούμενος απ' τα χωριά της Καστοριάς παρακάλεσε τον δικηγόρο κ. Σταύρο Σαμαρά να του σύνταξη υπόμνημα διαμαρτυρίας για την κράτηση του, ένώ είχε πάρει μέρος στην εκτέλεση ενός τόσο μεγάλου μοναρχοφασίστα, όπως ο Λάκης Νταιλάκης... 

Ο αδελφός του Γιάννης Νταιλάκης, επίσης Μακεδονομάχος, κατακρεουργήθηκε στις 21 Μαρτίου 1943 από  τμήμα του ΕΛΑΣ με αρχηγό ένα Βούλγαρο, τον Τερπόφσκη, την ίδια μέρα που ο γιός του, μαθητής του Γυμνασίου, τουφεκιζόταν από  τους Ιταλούς μέσα στην Καστοριά.).

Σ' ένα χωριό της Φλώρινας, την Κάτω Κότορη, καθιερώθηκε έλληνο-βουλαρική...συνύπαρξη.

Οι Έλληνες δεν ειδοποιούσαν τους Τούρκους, όταν έβλεπαν κομιτατζήδες στο χωριό. 
Το ίδιο έκαμναν και οι Βούλγαροι, όταν μυρίζονταν αντάρτες. 

Επωφελήθηκαν απ' αυτή τη συμφωνία και τα σώματα των Γ. Βολάνη και I. Καραβίτη στις αρχές του Μαρτίου του 1907. 
Είχαν ξεκινήσει με τη δύση του ήλιου απ' την Πρώτη για την Μπελκαμένη (Δροσοπηγή), που ήταν σ' απόσταση τεσσάρων το πολύ ωρών.
 Απ' τα νερά δμως, τις λάσπες και τα χιόνια ξημερώθηκαν έξω απ' την Κάτω Κότορη, μιάμιση σχεδόν ώρα κάτω απ' την Δροσοπηγή. 
Έμειναν αναγκαστικά στο χωριό. 
Τούς είδαν πολλοί. 
Μα κανένας δεν είπε τίποτε στους Τούρκους.
Είχε πρωτοστατήσει στη συμφωνία ο Γιαννούλης απ' την Κάτω Ιδρούσα, καλός νοικοκύρης και καλύτερος πατριώτης και οδηγός των σωμάτων. Μερικούς όμως μήνες αργότερα, ένα απομεσήμερο που πήγε σε κάποιο χωράφι, δεν ξαναγύρισε ούτε ξαναφάνηκε...

Η «συνύπαρξη», η «αμοιβαία ανοχή» εξατμίστηκαν αμέσως. Το ξεκάμωμα του Γιαννούλη ήταν ίσως ο κυριώτερος αντικειμενικός σκοπός τους.

Λίγο αργότερα εφτά Νεβεσκιώτες, που γύριζαν απ' το παζάρι της Φλώρινας στο ορεινό χωριό τους, ψήθηκαν σ' ένα φούρνο!

Μέσα στην Φλώρινα ο Στέφος τραυμάτισε το καλοκαίρι του 1905 δυό Βουλγάρους, τον ένα θανάσιμα. 

Αργότερα ο Γαζίας απ' το Πισοδέρι χτύπησε άλλον ένα. 
Οι Βούλγαροι ούτε καν επιχείρησαν αντεκδίκηση.

 Τα χαράματα όμως της 28 Ιουλίου 1907 ο γεροΠαπακωνσταντίνος, ένας απ' τους εφημέριους της Φλώρινας, που κοιμόταν έξω στην αυλή, είδε να προβάλλουν απ' τον αυλότοιχο δυό σκιές που ολοένα μεγάλωναν. 
Ετοιμάζονταν να ξεγλιστρήσουν μέσα. 
Έβαλεν όμως τις φωνές ένας γείτονας, έπειτα ο παπάς και οι δυό αυτόκλητοι επισκέπτες εξαφανίστηκαν.
 Η είδηση μεταδόθηκε με γληγοράδα αστραπής.
 Οι Βούλγαροι πήγαν να σκοτώσουν τον Παπακωνσταντίνο .
 Αναστατώθηκε η γειτονιά και όλη η πολιτεία. 
Το σπίτι γέμισε αγριεμένους Φλωρινιώτες που ζητούσαν εκδίκηση.
 Ηρθε και ο Μητροπολίτης Άνθιμος με τον γραμματικό του Αριστείδη και τον γκαβάζη. 
Φίλησε τον παπά στο μέτωπο, που γονατιστός του φιλούσε το χέρι. Για να καθησύχαση τον κόσμο είπε πως θα πήγαινε να διαμαρτυρηθή στον καιμακάμη. 
Πολλές φωνές όμως ζήτησαν άμεση εκδίκηση.

Ο γραμματικός τότε της Μητροπόλεως Μογλενών και Φλωρίνης Αριστείδης, που καθόταν σε μια γωνιά χλωμός, ακίνητος, μαρμαρωμένος και μονάχα τα χέρια του τρεμούλιαζαν ελαφρά, βγήκε έξω να πάρη αέρα. 

Ήταν ένας σεμνός, συνεσταλμένος νέος, αφοσιωμένος στον Δεσπότη και την Όρθόδοξη Εκκλησία. Ενσάρκωσε όλη την άγιωσύνη της και είχε, έκτος απ' την ευλάβεια, και μια εξαιρετική ευαισθησία. 

Περνούσε κείνη τη στιγμή έξω στο δρόμο ο Παπαηλίας, ένας Βουλγαρόπαπας από  ένα χωριό.
 Ο Αριστείδης του φύτεψε αμέσως τέσσερεις σφαίρες στο στήθος και στην παραζάλη του τρύπωσε στον αχυρώνα του Παπακωνσταντίνου. 
Η αστυνομία τον ζήτησε παντού άλλου...
 Ύστερα όμως από  δυο βραδιές, του μήνυσαν να βγη και να πάη σ' άλλο σπίτι.
 Η κακή του τύχη τον έρριξε μπροστά σε μια περίπολο με αρχηγό ένα Ρουμανοβούλγαρο κομισέρη. Τάχασε. 'Εκαμε να φύγη... Μα δεν πρόλαβε. 
Τον σκότωσαν. 
Στη τσέπη του είχε την Ιερά Σύνοψη.

Στις 8 Μάιου του 1908 κομιτατζήδες μπήκαν στο μικρό χωριό της Καστοριάς, τη Ζούζουλη (15 σπίτια). 
Πρώτη τους δουλειά ήταν να σφάξουν τον δάσκαλο, που θα ήταν κανένας απ' τους φτωχούς εκείνους διαβόλους, τους κουτσούς και καμπούρηδες, που βρήκε δασκάλους στα χωριά των Κορεστίων ο Παύλος Μελάς και που ήξεραν ανάγνωση και γραφή και αγνοούσαν κάθε άλλη τέχνη και δουλειά. Άρχισαν έπειτα το πλιατσικολόγημα.
 'Επιασαν τον πιο πλούσιο του χωριού, τον Μήτρο Δούκα, μεγάλο τσέλιγκα με... 70 πρόβατα!
 Τον εξανάγκασαν να τους παραδώση όλο το θησαυρό του: δυο λίρες! Για να τον ευχαριστήσουν, τον λόγχισαν....

Πήραν αφορμή οι Βούλγαροι απ' τα γεγονότα της Ζαγορίτσανης και των άλλων χωριών
 και ξέσπασαν άγρια, βάρβαρα, άνανδρα στον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Ρωμυλίας. 
Άρπαξαν, έκαψαν, έσφαξαν, ρήμαξαν, ξερίζωσαν!
 Ήταν ένας ακμαίος, εργατικός, φιλήσυχος, προοδευτικός λαός με τις μητροπόλεις, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τα μοναστήρια του.

Απ' αυτόν έπαιρναν οι επίσημοι Βούλγαροι τις συζύγους... για να εκπολιτίσουν τα σπίτια και τις οικογένειες τους. 
Άρχισαν τις πρώτες επιθέσεις στη Φιλιππούπολη τον Απρίλιο και τις συνέχισαν όλο το καλοκαίρι. 

Τον Ιούλιο με τις ζέστες πυρακτώθηκε και το μένος τους.

 'Εδρασαν με πρόγραμμα, σύστημα και σχέδιο επιτελικό.

 Η ίδια η βουλγαρική κυβέρνηση ειχεν οργανώσει τα απαίσια προγκρόμ, που συναγωνίστηκαν τις σφαγές των Αρμενίων από  τον 'Ερυθρό Σουλτάνο» 'Αμπτούλ Χαμήτ.

 Εξαπολύθηκαν επιθέσεις στις 16 Ιουλίου στη Φιλιππούπολη,
στις 20 Ιουλίου στον Πύργο, 
στις 23 Ιουλίου στη Στενήμαχο, 
στις 29 Ιουλίου στη Μεσημβρία! 

Πυρπολήθηκε στις 30 Ιουλίου η Αγχίαλος. 

Γυμνοί, περίτρομοι, πρόσφυγες έφευγαν οι 'Ελληνες προς κάθε κατεύθυνση. 

Στην Ελλάδα ήρθαν τότε κάπου 20.000. 

Η «περίφημη» Ευρώπη έμεινε αδιάφορη και ασυγκίνητη.

 Και όμως είχε ύποσχεθή πανηγυρικά με την Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 την προστασία του ελληνικού πληθυσμού, όταν δημιουργούσε την αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία, και έπειτα άφηνε την Βουλγαρία να την προσάρτηση. 

Ο τύπος, οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι, οι διανοούμενοι αναστατώθηκαν και κινητοποιήθηκαν το φθινόπωρο του 1902, όταν ο Τσόντσεφ «έρριξε τον κύβο» και περίπου 6.000 χωρικοί, που είχαν συνεργαστή τέλος πάντων με τους κομιτατζήδες, ζήτησαν καταφύγιο στη Βουλγαρία.


 'Εδειξαν όμως ευαισθησία βουβάλου και ιπποπόταμου τώρα που μυριάδες φιλήσυχοι και φιλοπρόοδοι 'Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας απογυμνώνονταν, καίγονταν, εκριζώνονταν, χωρίς τίποτε να έχουν κάμει, χωρίς σε τίποτε απολύτως να έχουν φταίξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου