Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ελληνική Μακεδονική Γη: Το Πολύχρονο Χαλκιδικής στους εθνικούς αγώνες.

Μνημείο του καπετάν Κάψα στο σημείο
της μάχης των Βασιλικών 13 Ιουνίου 1821

Αρτιστόδημος Χρ. Ζάγκας
(1932-2011, Πολύχρο)
ΠΟΛΥΧΡΟΝΟ
Ένα χωριό στη ροή της ιστορίας.
Κοινότητα Πολυχρόνου
1996
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)







Η Χαλκιδική στον αγώνα για την ελευθερία

Εμμανουήλ Παπάς,
ο Μακεδόνας πρωτεργάτης
της Εθνεγερσίας
Στα τέλη του Μάρτη του 1821 έφθασε στο Αγιο Όρος ο Σερραίος οραματιστής και αγωνιστής Εμμανουήλ Παπάς, με σκοπό να εξεγείρει τη Χαλκιδική κι ολόκληρη τη Μακεδονία σ' επανάσταση κατά των Τούρκων.

Στις 17 Μαΐου στον Πολύγυρο οι κάτοικοι σκότωσαν τον Τούρκο Διοικητή, καθώς και τους άνδρες της φρουράς.

Στην Κασσάνδρα οι πρόκριτοι έσπευσαν να δώσουν το παρόν.
Σ' επιστολή τους προς την Ιερά Επιτροπή των Αγιορειτών έγραφαν κοντά στα άλλα και τα εξής:

"Ήμεϊς οί έν χερσονήσω Κασσάνδροι έσηκώσαμεν τά άρματα κατά των τυράννων μας... 
Έτοιμασθήτε λοιπόν στρατιώται του επουρανίου Χριστού... 
Μην αμελήσετε, άγιοι Πατέρες, άλλ' όπλισθήτε καί σπεύσατε ταχύτατα πρός άφανισμόν του τυράννου μας δι' άγάπην του Γένους καί της πίστεως ημών... 
Ταχύνατε διά νά λάβωμεν καί παρά θεού καί παρά του Γένους τόν στέφανον".

Αυτήν την επιστολή  προκήρυξη υπογράφουν με ημερομηνία 29 Μαΐου (1821) ο Ιωάννης Χατζηχριστοδούλου, ο Αναγνώστης Γεωργίου, ο Δημήτριος Ιωάννου, ο καπετάν Μανόλης Ιωάννου, ο καπετάν Γεώργιος Καμπούρης και ο καπετάν Ιωάννης Γεωργίου.

Αυτοί αποτελούσαν την επιτροπή αγώνα της Κασσάνδρας και προέρχονταν αντιπροσωπευτικά από διάφορα χωριά, ο Δημήτριος Ιωάννου καταγόταν από το Πολύχρουν, πράγμα που δείχνει πως οι Πολυχρουνιώτες έδωσαν το παρόν και κατά το μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους μας.

Το σχέδιο των επαναστατών της Χαλκιδικής ήταν να ξεκινήσουν οι μεν από τα Μαδεμοχώρια υπό τον Εμμανουήλ Παπά, οι δε από την Κασσάνδρα υπό τον καπετάν Κάψα και να συναντηθούν όλοι στους



Ο καπετάν Κάψας και η μάχη των Βασιλικών

Ο Κάψας ή Χάψας καταγόταν από τα Παζαράκια, αλλ' έμενε στη Συκιά.
Ήταν γνωστός σ' ολόκληρη τη Χαλκιδική για τη γενναιότητα του.
Οι Κασσανδρινοί τον υπεραγαπούσαν και του είχαν φτιάξει και τραγούδια. Ένα απ' αυτά είναι και το παρακάτω:

Καπετάν Κάψας
Κάθισαν και τραγούδησαν του Κάψα το τραγούδι
άνδρες, γυναίκες και παιδιά μέσ' της Κασσάνδρας τα χωριά.

—    Καράβια, όταν πλέξετε και βάλτε τα πανιά σας
 και πλέξετε στις θάλασσες και σ' όλα τα λιμάνια,
 να πάτε χαιρετίσματα στο καπετάν τον Κάψα 
και να του πείτε γρήγορα τη λευτεριά να φέρει.
Ο Κάψας όταν τ' άκουσε βαριά τον κακοφάνητ' άρματα
 του άρπαξε και το σταυρό τον κάνει:
—    Θεέ μου, κάνε το στρατό φτερά, φτερά τον εαντό μου,
 για να προλάβω την Τουρκιά στον τόπο το δικό μου.
Ο Κάψας όταν έφθασε μέσα εις την Κασσάνδρα 
καμιά Τουρκιά δεν άφησε κι ας ήταν και αράδα. 
Κάθισε και έβαψε σεντόνια μέσ' το αίμα 
και πήγε και τα έστησε στα κάστρα τα βαμμένα...

Ο Κάψας λοιπόν με 200 περίπου αγωνιστές από την Κασσάνδρα και τη Σιθωνία, καταδιώκοντας τους αγάδες Αγκούς και Χασάν, έφθασε στις Σέδες έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Δυστυχώς όμως ήρθε να σταματήσει την προέλαση του ο Μπα'ι'ράν πασάς με 30 χιλιάδες πεζούς και 5 χιλιάδες ιππείς, αφού προηγουμένως πέρασε από την Ιερισσό και την Αρναία, ρημάζοντας στο διάβα του τα πάντα.

Η προπη σύγκρουση ΚάψαΜπαϊράν έγινε έξω από το χωριό Βασιλικά.

Οι Τούρκοι όμως είχαν την αριθμητική υπεροχή και οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν κοντά στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας.

Εκεί στις 13 Ιουνίου 1821 έγινε η τελική αναμέτρηση.

Δυστυχώς ο αγώνας ήταν άνισος. Πολεμούσαν 1 προς 170.
 Και έπεσαν ηρωικά 62 παλικάρια, μαζί και ο γενναίος αρχηγός τους Κάψας.
Από τους Οθωμανούς σκοτώθηκαν γύρω στους 500.
Ωστόσο επικράτησαν οι Τούρκοι, οι οποίοι, αφού έκαψαν το μοναστήρι, προχώρησαν στο εσωτερικό της Χαλκιδικής. Παντού πυρπολούσαν χωριά και εξανδραπόδιζαν γυναικόπαιδα, που τα έστελναν κατευθείαν στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης.

Η Κασσάνδρα εμπόδιο στην τουρκική προέλαση

Όσοι γλίτωσαν από την τουρκική θηριωδία κατέφυγαν στην Κασσάνδρα.
Εδώ είχαν έρθει και γυναικόπαιδα από διάφορα μέρη της Χαλκιδικής. Κι αυτό για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί πίστευαν οι αγωνιστές πως θα οχύρωναν τον ισθμό της Ποτίδαιας και θα εμπόδιζαν τους Οθωμανούς να εισέλθουν στη χερσόνησο. Και δεύτερον, γιατί θα μπορούσαν να μπουν σε πλοία και να φύγουν προς τα νησιά, αν οι Τούρκοι πατούσαν την Κασσάνδρα.

Όντως, δυο χιλιάδες περίπου άνδρες από όλη τη Χαλκιδική και κυρίως από τα χωριά της Κασσάνδρας έπιασαν τις Πόρτες. Σ' αυτούς προστέθηκαν και 400 που ήρθαν από τη Θεσσαλία με επικεφαλής το Μήτρο Λιάκο και 200 από τα Πιέρια με τον καπετάν Διαμαντή. Ακόμα στη διάθεση τους ήταν δυο ψαριανά πλοία, δυο λημνιώτικα κι ένα τοπικό που επιτηρούσαν τις ακτές.
Αρχηγός ήταν ο Εμμανουήλ Παπάς. Υπαρχηγός ο Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα. Κι οπλαρχηγοί πολλοί.
Από την πρώτη στιγμή άρχισαν την οχύρωση του ισθμού. Κατασκεύασαν οχυρώματα, κυρίως με κάρα και βοϊδάμαξες που μάζεψαν από τα γύρω χωριά, αλλά και με πέτρες που πήραν από τα ερείπια των αρχαίων πόλεων. Κι όλα αυτά τα τοποθέτησαν σε δυο σειρές και τα γέμισαν ή τα κάλυψαν με χώμα. Παράλληλα άνοιξαν τάφρο που ένωνε το Θερμαϊκό με τον Τορωναίο. Κι ακόμα τοποθέτησαν και τρία κανόνια, το ένα από τα οποία είχε παραχωρηθεί από την Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους.
Οι Τούρκοι, που είχαν πιστέψει πως οι Έλληνες δε θα τολμούσαν να εμποδίσουν την προέλαση τους, λύσσαξαν κυριολεκτικά.
 Ο χριστιανομάχος Γιουσούφ Μπέης της Θεσσαλονίκης ήρθε στις Πόρτες με 4,5 χιλιάδες άνδρες και 5 πυροβόλα. Εντούτοις επί εξάμηνο δεν μπόρεσε να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών του Ισθμού. Αντίθετα, υπέστη μεγάλες φθορές, ιδίως από τις ξαφνικές αντεπιθέσεις των αγωνιστών. Μια τέτοια ήταν στα πλατάνια του χωριού Μυριόφυτου, που έγινε από τα νώτα κρυφά κι αιφνιδιαστικά και σκοτώθηκαν 500 περίπου Τούρκοι.

 Οι Πόρτες στα χέρια των Τούρκων

Αλλά, ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ορίστηκε νέος Τούρκος αρχιστράτηγος, που ανέλαβε να παραβιάσει τις Πόρτες της Κασσάνδρας.

Ήταν ο Αβδούλ Αμπούδ πασάς, γνωστός ως Μπουλούτ πασάς, που προερχόταν από την τάξη των γενιτσάρων.
 Αυτός ήρθε εναντίον της Κασσάνδρας στα τέλη Οκτωβρίου με 14 χιλιάδες άνδρες, ιππικό και αρκετά πυροβόλα.
 Μαζί του συνέπρατταν και 500 Εβραίοι υπό την αρχηγία του Ιωσήφ Περέζ, που γνώριζε άριστα την ελληνική γλώσσα.

Ο Περέζ κατ' εντολή του Τούρκου στρατάρχη συνέταξε στις 7 Νοεμβρίου επιστολή προς τους "γενναίους πολεμιστάς" και την πήγε ο ίδιος ατο αρχηγείο του Εμμανουήλ Παπά, που ήταν στον πύργο του Αγίου ΠαύλουΝ. Φώκαιας.
Κατά την επίδοση παραβρίσκονταν και οι οπλαρχηγοί Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα, Αβραάμ από τη Βάβδο, Βασίλης Κατσάνης από την Αθυτο, Μαυρουδής Παπαγεωργάκης από τον Πολύγυρο και άλλοι.
Με την επιστολή αυτή καλούνταν οι Έλληνες να πετάξουν τα όπλα και να ξαναγυρίσουν στα χωριά τους.

"Γενναίοι πολεμισταί, έγραφε. 
Δεχθητε τήν παρεχομένην ύψηλήν συγγνώμην καί επιστρέψατε εις τά χωριά σας, όπως ζήσετε ευτυχείς, όπως καί προηγουμένως συνέβαινε. 
Ρίψατε τά όπλα καί προσέλθετε εις τό ύψηλόν μου στρατόπεδον, έχετε δέ τόν λόγον του στραταρχικοϋ μου αξιώματος ότι τίποτε δεν θά πάθετε, αλλά θά σας υποστηρίξω, διά νά άποκατασταθήτε εις τόν τόπον σας, άναδομούντες τά χωριά σας". 

Αλλ' η επιστολή απορρίφτηκε κι άρχισε η προετοιμασία για μια σύγκρουση μέχρις εσχάτων.
Στις 14 Νοεμβρίου 1821, ξημέρωμα προς τη Δευτέρα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση καθ' όλο το μήκος της διώρυγας.
Αλλ' οι Έλληνες, παρ' όλο που αντιστοιχούσαν 1 προς 10, απέκρουσαν τους επιτιθέμενους. Οι οθωμανοί δεν μπορούσαν να περάσουν την τάφρο.
 Τότε έστρεψαν το βάρος της επίθεσης στην ανατολική μεριά, πράγμα που έκανε τους πλειότερους υπερασπιστές να σπεύσουν στο μέρος εκείνο, αφήνοντας στα δυτικά το Γιαννιό Χατζηχριστοδούλου με 100 μόνο μαχητές.
Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι Τούρκοι, που ήξεραν μάλιστα πως στο σημείο εκείνο η τάφρος είχε βάθος μόνο ένα μέτρο. (Λένε  πως τους είχε πληροφορήσει σχετικά ο Παπαστρατής από τον Αγιο Μάμα). Κι αμέσως εξαπέλυσαν σ' εκείνο το μέρος χίλιους και πλέον πολεμιστές. Και, ενώ αυτοί καθήλωναν τους αμυνόμενους, άλλοι έσπευσαν να ρίξουν στην τάφρο κλαδιά, πέτρες, στρώματα, παπλιόματα κι ό,τι άλλο έβρισκαν. Κατ' αυτό τον τρόπο έφτιαξαν δίοδο και πέρασαν απέναντι. Στη συνέχεια, αφού εξουδετέρωσαν τους 100 μαχητές, προσέβαλαν από τα νώτα το κύριο σιομα των υπερασπιστών, που μάχονταν ηρωικά κατά μήκος της διώρυγας. Το μακελειό είναι απερίγραπτο. Περισσότεροι από χίλιοι Έλληνες πολεμιστές έπεσαν εκεί μαχόμενοι. Όσοι γλίτωσαν υποχώρησαν στα ενδότερα, ελπίζοντας ν' ανασυνταχθούν και να εμποδίσουν την προέλαση των Οθωμανών στο εσωτερικό της Κασσάνδρας..

Ο Μπουλούτ πασάς την ίδια μέρα, 14 Νοεμβρίου, ανάγγειλε τη νίκη του στο μουτεσερίφη — νομάρχη της Θεσσαλονίκης με πολλή χαρά.
 Έγραφε μεταξύ των άλλων:

"Σας αναγγέλλω ότι... την ευτυχισμένη ημέρα Δευτέρα, 17 του παρόντος μήνα Σαφέρ, κατά την πρώτη και ημίσεια πρωινή ώρα, τα στρατεύματα που βρίσκονται υπό τη διοίκηση εμού του ταπεινού δούλου, σύμφωνα με το ρητό του Κορανίου, "κατήγαγον νίκην υψηλήν" ...
 Περισσότεροι από χίλιοι διαπεράστηκαν με τα ξίφη των νικητών μουσουλμάνων και περίπου εξακόσιες γυναίκες και άνδρες, αφού αιχμαλωτίστηκαν, δέθηκαν με αλυσίδες...".

Ο χαλασμός της Κασσάνδρας

Οι Κασσανδρινοί, παρ' όλο τον πόνο τους. προσπάθησαν ν" ανασυνταχθούν και αποκρούσουν τους Τούρκους στις τοποθεσίες "Πίνακας".
"Απάνω Χώρα" και αλλού. Δυστυχώς ήταν αδύνατο ν' αναχαιτίσουν την ορμή των κατακτητών. Οι στρατιώτες του Μπουλούτ πασά παντού βίαζαν, σκότωναν κι έκαιγαν.
 Ανδρες, γυναίκες και παιδιά εγκατέλειπαν τα χωριά και το βιος τους κι έτρεχαν να γλιπόσουν άλλοι στα δάση κι άλλοι στη θέση "Σωλήνα" της παραλίας, από όπου θα έφευγαν με καΐκια προς το Αγιο Όρος ή προς τα νησιά.
Δεν υπήρχαν όμιος τόσα πλοία ώστε να χωρέσουν όλοι κι έτσι πολλοί λίγοι μπόρεσαν να σωθούν. Εξάλλου Τούρκοι ιππείς τους προλάβαιναν και τους  σκότωναν ή τους αιχμαλώτιζαν.
Δέκα χιλιάδες ντόπιοι και ξένοι σφάχτηκαν, τα χωριά λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Και πολλά δάση κάηκαν.

Και το Πολύχρουν είχε την ίδια τύχη. 

Όσοι από τους κατοίκους του δεν μπόρεσαν να φύγουν, ιδίως άρρωστοι, γέροι και μικρομάνες κατέφυγαν στο ναό του Αγίου Αθανασίου, πιστεύοντας ότι θα σέβονταν οι Οθωμανοί την εκκλησία. Όμως, όταν έφθασαν οι Τούρκοι, έβαλαν φωτιά να τους κάψουν ζωντανούς. Κι όσοι έβγαιναν έξω, για να γλιτώσουν, τους έπιαναν και τους έσφαζαν σαν τα αρνιά. Γι' αυτό σήμερα, όταν σκάβει κανένας στο προαύλιο του "Αγίου Αθανασίου", βρίσκει ανθρώπινα κόκαλα. Στη συνέχεια λεηλάτησαν τα σπίτια κι ύστερα τα έκαψαν όλα ένα προς ένα. Δεν παρέλειψαν να καταστρέψουν και τον ανεμόμυλο, που ήταν χτισμένος πάνω στον «Κουκορόζο», για τις ανάγκες του χωριού. Η μανία τους μάλιστα έφθασε κι ως το «Μετόχι Ξηροποτάμου», το οποίο χάλασαν.
Συνολικά στην Κασσάνδρα κατά το χαλασμό οι Τούρκοι έκαψαν 12 χωριά και 14 μετόχια.
Πολλοί, ιδίως γυναικόπαιδα από τα νοτιοανατολικά χωριά, είχαν καταφύγει στην παραλία της Χρούσου, για να μπουν σε πλοία και να μπαρκάρουν στα νησιά. Αλλά κι εδώ υπήρχαν μονάχα δύο καΐκια κι ήταν αδύνατο να τους πάρουν όλους. Έτσι, όταν έφθασαν οι Τούρκοι, πρώτα οι σπαχήδεςιππείς κι ύστερα οι πεζοί, έκαναν ό,τι και στη Σωλήνα: Σκότωσαν, εξανδραπόδισαν και βίασαν.
Από τους οπλαρχηγούς άλλοι έπεσαν μαχόμενοι κι άλλοι διέφυγαν εδώ κι εκεί. Ο Γιαννιός Χατζηχριστοδούλου πήγε στη Σωλήνα, μπήκε με άλλους σε κάποιο καΐκι κι έφυγε για τις Σποράδες. Ο αρχηγός του αγώνα Εμμανουήλ Παπάς, πικραμένος κι άρρωστος, επιβιβάστηκε σε πλοίο, αλλά πέθανε "έν πλςο" προς τα νησιά και η σορός του μεταφέρθηκε κι ενταφιάστηκε στην Ύδρα.

Δημοτικά τραγούδια για το χαλασμό

Υπάρχουν αρκετά δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται στην τραγωδία του χαλασμού της Κασσάνδρας. Παρακάτω καταχωρίζονται τρία απ' αυτά που δίνουν με τη χαρακτηριστική απλότητα τους όλο το μέγεθος της καταστροφής και του πόνου.

Ο χαλασμός της Κασσάνδρας

Πέντε πασιάδες πολεμούν την όμορφη Κασσάνδρα,
 πέντε πασιάδες πέσανε, δεν 'πόργι να την πατήσουν. 
Λονμπούτ πασιάς κατέβηκε με το ρεντίφ ασκέρι. 
Λουμπούτ πασιάς ανέλαβε αυτός να την πατήσει. 
Παπαστρατής επρόδωσε την όμορφη Κασσάνδρα.
 Παπαστρατής ο άθλιος από τον Άγιο Μάμα. 
Παπαστρατής οδήγησε 'πο πού να την πατήσουν. 
Λουμπούτ πασιάς ορκίστηκε σ' όλο το βιλαέτι, 
Λουμπούτ πασιάς ορκίστηκε: "Εγώ θα την πατήσω.
 Κεσσεντρινοί, Κβσσεντρινοί, ολούμ Κεσσεντρινοϊ!" 
Και κάνει φούρια το σκυλί με το ρεντίφ ασκέρι
 και πήρ' αράδα τα χωριά να σφάζει και να καίει. 
Βγαίνουνε γέροι, βγαίνουν γριές, βγαίνουν τον προσκυνούνε 
και τον καλωσορίζουνε: "Καλώς τον τόν Αφέντη". 
"Προσκύνημα δε δέχονμαι, όλους θα σας χαλάσω. 
Τον όρκον όπου έδονσα εγώ δεν τον πατάω. 
Διαταγή μου έδονσα εις το ρεντίφ ασκέρι 
ψυχή να μην αφήσουνε μέσα εις την Κασσάνδρα 
και κόκορας με τα φτερά κι αντός να μη λαλήσει". 
Πλήθος κόσμον μαζεύτηκε απ' όλη την Κασσάνδρα. 
Όλο το γυναικόπαιδο μαζεύτηκε στη Χρούσου
 ζητούσαν μικροκάικα στο Όρος για να πάνε, 
ζητούσαν μικροκάϊκα στη Σκόπελο να πάνε. 
Ήταν δύο πλοιάρια και ποιον να πρωτοπορούν. 
Σαν έφτασε Λονμπούτ πασιάς με το ρεντίφ ασκέρι, 
κακό μεγάλο έγινε στη Χρούσον της Παλλήνης, 
κακό μεγάλο έγινε, καταστροφή μεγάλη. 
Κλαίγαν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
 Έκλαιγε και η Ελλάδα μας για την ελευθέρια της.

Η αιχμαλωσία της Αναστασίας

Πέντε πασιάδες πολεμούν την έρημη Κασσάνδρα 
κανένας δεν την πάτησε, κανένας δεν την πήρε. 
Λονμποντ πασιάς την πάτησε, Αονμπούτ πασιάς την πήρε. 
Πήρανε άσπρα, πήραν φλουριά, πήρανε κάρα γρόσια
πήραν και την Αναστασία, το άνθος της Κασσάνδρας. 
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και τρεις την εξετάζουν.
—    Κόρη μ'. Τούρκα γίνεσαι. Τούρκο άνδρα να πάρεις;
—    Κάλλιο το 'χο) το αίμα μου τη γη να κοκκινίσει,
παρά να ιδώ τα μάτια μου Τούρκος να τα φιλήσει.

Μάνα Κασσανδρινή

—    Μωρή ψηλή Κασσανδρινή, τι είσαι λυπημένη; 
— Έχασα τον άνδρα μου και όλα τα παιδιά μου.
—    Για πες μας πού τα έχασες να πάμε να τα βρούμε;
—    Μεσ' της Κασσάνδρας τα χωριά, όπου τα σφάζει η Τουρκιά, 
μου 'πανε πως θα πήγαιναν στον Πίνακα, στη Χώρα. 
Παλιόκαστρο κι Ελληνικό,
για να πολεμήσουνε τα τούρκικα σκυλιά.
—    Κασσανδρινή μου υψηλή,
πήγαμε και είδαμε χωριά καταστραμμένα
 και είδαμε και πτώματα να είναι πεταμένα...

Ευαρέσκεια τον σουλτάνου στο μουτεσερίφη


Το τραγικό γεγονός της καταστροφής της Κασσάνδρας το έμαθε γρήγορα ο σουλτάνος Μαχμούτ Β'. Και, επειδή ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, με αυτοκρατορικό φιρμάνι της 7ης Φεβρουαρίου 1822 εξέφρασε την ευαρέσκεια του στο μουτεσερίφη νομάρχη της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ πασά και του έστειλε ως δώρο ένα γούνινο ένδυμα κι ένα ξίφος αδαμαντοκόλλητο.

Ιδού το σχετικό απόσπασμα:

 "Πληροφορήθηκα ότι συ. ο διακεκριμένος και περινούστατος Βεζίρης μου, που διορίστηκες... να εκπορθήσεις την Κασσάνδρα, η οποία επαναστάτησε...
, ενεργώντας με δεξιότητα, εμπειρία και δραστηριότητα...
 κρίθηκαν από μένα τον Εστεμμένο η πίστη και η τιμιότητα σου άξια επαίνου και επιδοκιμασίας... 
Ο μεγαλοδύναμος Θεός ας καθιστά πάντοτε τη σημαία σου νικηφόρο και τροπαιούχο. Συ είσαι ευπειθής, πρόθυμος, έμπειρος και δραστήριος μεταξύ των Βεζίρηδων και γι' αυτό είναι ολοφάνερη σε σένα η κοσμοκρατορική ευαρέσκεια μου... 
Με το σκοπό της αύξησης της επιβολής και της ανεξαρτησίας σου. σου χαρίστηκε τούτη τη φορά από την ένδοξη αυτοκρατορική Μεγαλειότητα μου ένα καλό ένδυμα, κεντημένο ολόκληρο, με γούνα σαμουρίου, προς εκδήλωση της αυτοκρατορικής χαράς και αγαλλιάσεως. καθώς κι ένα ξίφος αδαμαντοκόλλητο, για να θερίζεις τους εχθρούς...".

Καθολική εξέγερση ανά την Ελλάδα


Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην άμοιρη Κασσάνδρα, σ' ολόκληρη την Ελλάδα διαδραματίζονταν αξιοθαύμαστα γεγονότα.

Στη Λαμία, και συγκεκριμένα στη Γέφυρα της Αλαμάνας, τον Απρίλιο του 1821 ο Αθανάσιος Διάκος όρθωσε το ανάστημα του μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη και έγραψε σελίδες αφάνταστου ηρωισμού.

Στην Πελοπόννησο ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το Σεπτέμβριο κατατρόπωσε το Μουσταφά Μπέη και απελευθέρωσε την Τριπολιτσά. Επίσης ο Κολοκοτρώνης μαζί με το Δημήτριο Υψηλάντη, τον Παπαφλέσσα και το Νικηταρά στα Δερβενάκια τον Ιούλιο του 1822 προξένησαν στο Δράμαλη μεγάλη συμφορά.

Στη θάλασσα η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κων/νο Κανάρη έκαψαν με τα πυρπολικά τους τουρκικές ναυαρχίδες και δίκροτα και φρυγάδες και πάρωνες κι έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος των Οσμανιδών.

Το 1825 ο φλογερός ιερωμένος Παπαφλέσσας έπεσε ηρωικά στο Μανιάκι της Μεσσηνίας με τους 300 άνδρες του, αντιμετωπίζοντας  τον Ιμπραήμ που είχε πολύ περισσότερο στρατό.
Από τον Ιούλιο του 1825 μέχρι τον Απρίλιο του 1826 οι πασάδες Ρεσίτ και Ιμπραήμ πολιόρκησαν το Μεσολόγγι, το οποίο, παρά τις αρρώστιες και την πείνα, προτίμησε την έξοδο που οδηγούσε αναμφισβήτητα ή στη ελευθερία ή στο θάνατο.

Στην κεντρική και ανατολική Στερεά Ελλάδα ο γιος της καλόγριας, ο γενναίος Γεώργιος Καραϊσκάκης, έγραψε ανεπανάληπτες σελίδες ηρωισμού και δόξας.

Και, για να παραλείψουμε τόσα άλλα, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε πως όλοι οι Έλληνες βρίσκονταν στο πόδι. Και οι επιτυχίες τους υπήρξαν αξιοθαύμαστες. Αλλ' οι Τούρκοι έστρεψαν εναντίον τους όλο σχεδόν το στρατό και προς στιγμή φάνηκε πως επιβλήθηκαν. Προς στιγμή όμως...

Αμνηστία και επάνοδος των Κασσανδρέων

Όπως είναι ήδη γνωστό, όσοι επέζησαν κατά το χαλσμό της Κασσάνδρας κατέφυγαν στη Σιθωνία, στο Αγιο Όρος, στη Σκόπελο, στη Σκιάθο και σ' άλλα νησιά του Αιγαίου. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που έμεναν στην καταστραμμένη χερσόνησο και κυρίως Τούρκοι στρατιώτες.

Το 1822 ο Νάξιος Γρηγόριος Σάλας, πρώην αξιωματικός του ρωσικού στρατού και υπασπιστής του Υψηλάντη και τώρα αρχηγός των επαναστατών στον Όλυμπο και το Βέρμιο, προσπάθησε ν' απελευθερώσει την άτυχη Κασσάνδρα, αλλά δεν τα κατάφερε. Και οι Τούρκοι, για να μην μπορεί κανένας να κρυφτεί στα πυκνά δάση της, έβαλαν το καλοκαίρι φωτιές και μετέτρεψαν την καταπράσινη χερσόνησο σε θλιβερό καψαλότοπο. Έτσι συνέχισε καμένη κι ακατοίκητη για πολλά χρόνια.

Ωστόσο ορισμένοι ήρθαν κρυφά με μικροκάικα και προσπάθησαν να ιδιοποιηθούν ξένες περιουσίες. Αυτοί χαρακτηρίζονταν ως ληστές και καταδιώκονταν.
 Αλλά σιγά σιγά άρχισαν να επιστρέφουν οι Κασσανδρινοί, ιδίως όσοι είχαν καταφύγει σε μέρη κοντινά. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο καπετάν Αναστάσιος Χυμευτός, που είχε διακριθεί στις μάχες της Αγίας Αναστασίας και της Κασσάνδρας.
 Ο ίδιος είχε  ζητήσει από το μουτεσερίφη Θεσσαλονίκης να επιτρέψει να επανέλθουν στην Κασσάνδρα όλοι οι Κασσανδρινοί που είχαν φύγει κατά το μεγάλο χαλασμό και ήταν διασκορπισμένοι "τήδε κακεΐσε".
 Κι ο μουτεσερίφης, εκτιμώντας ότι δε συνέφερε οικονομικά στην τουρκική αυτοκρατορία να μένει ακατοίκητη κι ακαλλιέργητη η Κασσάνδρα, ανέφερε σχετικά στο σουλτάνο Μαχμούτ Β', ο οποίος στις 25 Ιουλίου 1827 εξέδωκε φιρμάνι, τοοποίο περιλάμβανε και τα εξής:

"Μόλις φθάσει το αυτοκρατορικό φιρμάνι, ας γίνει γνωστό ότι... ο καπετάν Αναστάσιος, κάτοικος κυρίως της χερσονήσου Κασσάνδρας, που στην αρχή της επανάστασης διέφυγε στα νησιά της άσπρης θάλασσας", θ' αμνηστευθεί "υπό τους όρους να αρθεί η προσωνυμία "καπετάν" και να του παραχωρηθεί ο τίτλος του "κοτσάμπαση" της χερσονήσου, να διορισθεί κατάλληλος μουσουλμάνος διοικητής στη χερσόνησο αυτή και να μετακληθούν κι εγκατασταθούν όσοι ραγιάδες έφυγαν από την αρχή της επανάστασης...".

Από τότε άρχισαν να επανέρχονται πολλοί, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Μανώλας κι ο καπετάν Κρήτος από τα Παζαράκια.
 Στο Πολύχρουν επέστρεψαν κυρίως γυναίκες με τα παιδιά τους, ανάμεσα στα οποία ήταν οι έφηβοι Γεώργιος του Διαμαντή, Χριστόδουλος του Μιχαλάκη, Τριαντάφυλλος του Γεωργίου, Δημήτριος του Αναστασίου και Αθανάσιος του Ιωάννου.

Όμως ο "κοτσάμπασης" Αναστάσιος Χυμευτός ένιωθε ταπεινωμένος που του αφαιρέθηκε ο τίτλος του "καπετάν".
Εξάλλου δε θεωρούσε σωστό να υπηρετεί τον κατακτητή. Γι' αυτό γρήγορα εγκατέλειψε την Κασσάνδρα και πήγε κι εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη της Βοιωτίας.
Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον Γιαννιό Χατζηχριστοδούλου από τη Βάλτα. Αυτός βέβαια δεν είχε επιστρέψει, αλλά προτίμησε να μείνει και να πεθάνει στη Σκιάθο, γιατί δεν ήθελε να βλέπει τους Τούρκους, ούτε εκείνους που του έλεγαν ότι ήταν ο αίτιος της καταστροφής της Κασσάνδρας.
Πάντως η ζωή στην αιματοβαμμένη και καψαλισμένη Κασσάνδρα ξανάρχισε. Τα σπίτια κτίστηκαν από την αρχή. Τα χωριά ανασυγκροτήθηκαν. Και οι κοινότητες πήραν πάλι στα χέρια τους την πρωτοβουλία της δημιουργίας.

Ελληνικό κράτος

Στα τέλη του Ιουνίου του 1827 οι τρεις μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία υπέγραψαν στο Λονδίνο συνθήκη που όριζε ότι "θέλει άπαιτηθή άμεση ανακωχή των όπλων μεταξύ των διαμαχομένων".
Αλλ' ο Αιγύπτιος πασάς Ιμπραήμ, που είχε γυρίσει από τη Στερεά Ελλάδα πίσω στην Πελοπόννησο, δεν ήθελε να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή των μεγάλων δυνάμεων και συνέχισε τις λεηλασίες και τις καταστροφές.
 Τότε οι ναύαρχοι της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας Κόδριγκτων, Δεριγνύ και Χέυδεν, που ναυλοχούσαν στη Μεσόγειο, κήρυξαν τον Ιμπραήμ "εκτός του νόμου των εθνών καί εκτός των υφισταμένων συνθηκών" κι έδωσαν εντολή στα τουρκικά και αιγυπτιακά πλοία που ήταν στην Πύλο της Μεσσηνίας να απέλθουν, αλλιώς θα υποχρεώνονταν κατά τρόπο δυναμικό. Όμως ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να κωφεύει.
Έτσι στις 8 Οκτωβρίου του 1827 οι τρεις προαναφερθέντες ναύαρχοι επιτέθηκαν κατά του τουρκοαιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο και μέσα σε τέσσερις ώρες καταβύθισαν σχεδόν όλα τα πλοία των Οθωμανών. Κατ' αυτό τον τρόπο ο Ιμπραήμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.

Επί πλέον, ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β' ηττήθηκε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 182829 και υποχρεώθηκε να υπογράψει τη συνθήκη της Ανδριανουπόλεως, με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου κράτους έγινε ο Ιωάννης Καποδίστριας.

 Στις 29 Μαΐου 1829 ρυθμίστηκαν και τα βόρεια σύνορα της ελληνικής επικράτειας.

 Αρχιζαν από τον Παγασητικό Κόλπο, ακολουθούσαν τη γραμμή Όθρυς — Αγραφα — Ασπροπόταμος — Μακρυνόρος και κατέληγαν στον Αμβρακικό Κόλπο. 

Έτσι πρόβαλε μέσα από τη στάχτη η νέα Ελλάδα, αφού, όπως υπογραμμίζει ο ιστορικός μας Κων/νος Παπαρρηγόπουλος, "εδέησε νά προηγηθώσιν αφοσιώσεις καί θυσίαι, τάς οποίας ή ιστορία θέλει άποθαυμάζει, εν όσιο εν τω κόσμω τούτω τιμώνται τά ίερά ονόματα της πατρίδος καί της ελευθερίας". Ωστόσο δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τα πιο πολλά από τα μισά ελληνικά εδάφη, μαζί και η Μακεδονία, εξακολουθούσαν να βρίσκονται κάτω από τον τουρκικό ζυγό.

Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Ανασύνταξη

Το φιρμάνι που όριζε την αμνηστία της Κασσάνδρας έθετε τους Κασσανδρινούς υπό την "προστασία" του σουλτάνου. "Στο εξής, έλεγε, εφόσον δε θα εκδηλωνόταν από τους ραγιάδες κάποια ενέργεια και κίνηση αντίθετη στους τύπους της υποταγής, αυτοί να είναι κάτω από τη σκιά και την προστασία της φιλόστοργης ασπίδας μου". Τούτη η διάταξη συνέτεινε όχι μονάχα στην επιστροφή, αλλά και στην ανασύνταξη των Κασσανδρινών.

Το Πολύχρουν ξαναχτίστηκε από την αρχή.

 Βέβαια τα σπίτια που έγιναν ήταν γύρω στα 15, γιατί κι αυτοί που επέστρεψαν δεν ήταν πολλοί. Έφτιαξαν κι ένα νέο ανεμόμυλο στο χώρο της αρχαίας Νεάπολης, κοντά στην παραλία, για ν' αλέθουν το σιτάρι. Ακόμα, φρόντισαν ν' αποκτήσουν ζώα, να ημερώσουν τα χωράφια που είχαν γεμίσει με χόρτα και θάμνους, να καθαρίσουν τ' αμπέλια, να κλαδέψουν τα λιόδεντρα, να μαζέψουν όσα μελίσσια επέζησαν σε τρύπες και κουφάλες δέντρων.

Η εκκλησία ήταν το πρώτο μέλημα τους.
Όμως δεν μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τον "Αγιο Αθανάσιο" που ήταν γκρεμισμένος, με όρθια μονάχα την αγιογραφημένη κόγχη του ιερού και με ένα αυλόγυρο διάσπαρτο από ανθρώπινα κόκαλα, πνιγμένα στα βάτα και στα χορτάρια. Ίσως φοβούνταν τους Οθωμανούς που απαγόρευαν στους χριστιανούς να φτιάχνουν μεγάλα κτίρια και μάλιστα ναούς. Γι' αυτό πήγαν πιο πάνω στο αντέρεισμα κι έχτισαν μια μικρή εκκλησία, που δε διέφερε και πολύ από τις συνηθισμένες καλύβες. Την αφιέρωσαν μάλιστα στον Αρχάγγελο Μιχαήλ και στις άλλες αγγελικές Δυνάμεις, για να τους προστατεύουν από κάθε κακό.

Χωρίς να το καταλαβαίνουν, τροποποιούσαν κάπως και το όνομα του χωριού. Αντί "Πολύχρουν" έλεγαν "Πολύχρουνου". Αυτό βέβαια γινόταν ασυνείδητα. Συμφωνούσε όμως με την ουσία. Γιατί το χωριό, παρ' όλες τις δοκιμασίες και τις καταστροφές, κατόρθωσε να επιζήσει και ν' αποδειχθεί όντως πολύχρονο.

Διανοούμενος στην υπόδουλη Κασσάνδρα

Το 1846 περιέπλευσε τα παράλια της Κασσάνδρας με το ελληνικό πολεμικό πλοίο "Λουδοβίκος" ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ. Φρεαρίτης. ο ποίος έγραψε τις εντυπώσεις του που είναι πολύ ενδιαφέρουσες.

"Ήγκυροβολήσαμεν, λέει, τήν 8ην Αυγούστου απέναντι άσημου τινός κώμης της Καψοχώρας.
 Έγώ δέ μετ' ολίγον έπιβάς της ακάτου μετέβην είς τήν πρωτεύουσαν της Κασσάνδρας Άθυτον. 

'Αλλά καί αυτή κατ' ουδέν διαφέρει της Καψοχώρας• παντού έρήμωσις καί δουλεία.
 Πλην καίτοι ή χερσόνησος της Κασσάνδρας, ώς έχει τήν σήμερον έρημος σχεδόν, ουδέν παρέχει άξιον λόγου εν γένει, δι' ημάς όμως είναι καί ούτος τόπος ιερός• 
καθ' ότι καί ενταύθα παταμηδόν έχύθη των μαρτύρων της ελευθερίας τό αίμα.
 "Η Κασσάνδρα έχει ήδη κεκτημένα δικαιώματα επί της ευγνωμοσύνης της πατρίδος, ύψώσασα τό 1821 τήν σημαίαν της ελευθερίας, ής τήν τιμήν γεναίως ήμύνατο μέχρι της τελευταίας ρανίόος τοΰ αίματος... 
Αί έπελθοΰσαι λεηλασίαι καί δηώσεις της χώρας καί ή κτηνώδης κατάθλιψις των έναπολειφθέντων ώς επί τό πλείστον γυναικών, γερόντων καί παιδιών, ήρήμωσαν τόν επίγειον τούτον παράδεισον, καταστάντα επί δύο ολόκληρα έτη ή φωλεό τών ληστών καί των πειρατών ή κατάδυσις. Βαθμηδόν δέ καί κατ' ολίγον της πατρίδος ή μαγνητική δύναμις έσυρεν αύθις είς τόν τόπον τά λείψανα τών χιλίων ονομάτων, ήτοι οικογενειών, αΐ (ακούν πρό της επαναστάσεως έν τή χερσονήσω, καί τριακόσιαι οϊκογένειαί είσι διεσπαρμένοι νυν έφ' άπασαν τήν Κασσάνδραν, είς ένδεκα μικρά συνςοκισμένα χωρία, οίον, Παλιούρι, Καψοχώραν, Άγίαν Παρασκευήν, Τσαπράνια. Πολύχρονον, Παζαράκια, Καλάτραν, Φούρκαν, Βάλτον, Άθυτον, Πόρταις...".

Ο Καθηγητής Κ. Φρεαρίτης παραλείπει τα χωριά Κασσανδρινό και Χανιώτη και γράφει λανθασμένα τα ονόματα των χωριών Βόλτας και Καλάνδρας. καθώς και ότι πρωτεύουσα ήταν η Αθυτος, ενώ ήταν η Βάλτα. Αλλ' αυτά δε μεκονουν την αξία του κειμένου που πραγματικά μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για την Κασσάνδρα του 1846.

Το κίνημα του Καρατάσιου

Ο Μακεδόνας Αρχιστράτηγος
Τσάμης Καρατάσος

Τριάντα χρόνια μετά το χαλασμό ή Κασσάνδρα κινδύνεψε να μπει σε νέα περιπέτεια.

Συγκεκριμένα, ο Δημήτριος Τσάμης Καρατάσιος, που βρισκόταν στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε να οργανώσει ένα νέο επαναστατικό κίνημα, το οποίο θα είχε για σκοπό την απελευθέρωση  της Μακεδονίας.

Έχοντας ως συμβούλους τους καπετανέους Αναστάσιο Χυμευτό και Αναστάσιο Πολυγυρινό, πήγε στις Σποράδες, συγκέντρωσε 200 περίπου πολεμιστές.και το Μάρτιο του 1854 αποβιβάστηκε σε παραλία της Κασσάνδρας, όπου κάλεσε τους πρόκριτους για να τους κάνει γνωστά τα σχέδια του.
Όμως οι Κασσανδρινοί, που συγκινήθηκαν γιατί έβλεπαν ύστερα από τόσα χρόνια το συμπατριώτη τους Χυμευτό, είπαν πως η Κασσάνδρα δεν προσφερόταν για ένα νέο ξεσηκωμό και υπέδειξαν ότι θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσει η επανάσταση αυτή από τη Σιθωνία, που διέθετε βουνά και δάση και ήταν πιο κοντά στο Αγιο Όρος, στο οποίο μπορούσαν οι επαναστάτες να καταφύγουν σε περίπτωση αποτυχίας.

Ο καπετάν Αναστάσιος Χυμευτός συμφώνησε σε τούτο και ο Τσάμης Καρατάσιος δέχτηκε να πάρει τους άνδρες του και να περάσει με καΐκια απέναντι στο Πόρτο Κωφό.

Όταν οι Τούρκοι έμαθαν για το κίνημα του Καρατάσιου, έσπευσαν να στείλουν στην Κασσάνδρα 2700 άτακτους στρατιώτες. Αλλ' οι ιερείς και οι πρόκριτοι τους έπεισαν πως ήταν εντελώς αμέτοχοι στην επανάσταση.
Ωστόσο στις 28 Απριλίου εισέβαλε στην Κασσάνδρα και τακτικός τουρκικός στρατός, ο οποίος, όπως συνήθως, επιδόθηκε σε αρπαγές και λεηλασίες.

Ο Καρατάσιος από το Πόρτο Κωφό ανέβηκε με τους άνδρες του στο χωριό Συκιά, προχώρησε βορειοδυτικά προς τα άλλα χωριά και, εξουδετερώνοντας τις τοπικές τουρκικές φρουρές, έφθασε στον Πολύγυρο, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό.
Όμως λίγο μετά ηττήθηκε από τους Τούρκους στη θέση "Καβρόλακκας" κι αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί στις Καρυές του Αγίου Όρους. Αλλά, επειδή οι Αγιορείτες φοβούνταν να συμπράξουν και στο μεταξύ οι Οθωμανοί πλημμύρισαν και πάλι τη Χαλκιδική, ο Δημήτριος Τσάμης Καρατάσιος υποχρεώθηκε με πόνο ψυχής να εγκαταλείψει τα όνειρα και τον αγώνα που έκανε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Τρία άλλα κινήματα

Δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 19 Απριλίου 1866, ο εγγονός του οπλαρχηγού Γιαννιού Χατζηχριστοδούλου Λεωνίδας Βούλγαρης αποβιβάστηκε με 32 αντάρτες στην Κασσάνδρα, για να ξεσηκώσει τους Κασσανδρινούς εναντίον των Τούρκων. 

Αλλά το εγχείρημα (/πέτυχε, διότι οι οθωμανοί αντέδρασαν αμέσως. Μάλιστα ο στρατιωτικός διοικητής της Κασσάνδρας Ριτζέπ Μπέης απέκλεισε με στρατό που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη όλα τα χωριά, πριν προλάβουν οι επαναστάτες ν' αναπτύξουν κάποια δράση.

Κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 187-778 η Ελληνική Κυβέρνηση θέλησε να επωφεληθεί και υποστηρίξει κρυφά τη δημιουργία επαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο.
Φυσικά η Κασσάνδρα, λόγω θέσεως και ιστορίας, δεν ήταν δυνατό να παραμείνει αμέτοχη.

Το 1878 σε κάθε χωριό δημιουργήθηκαν επιτροπές, που είχαν ως σκοπό την οργάνωση και συμπαράσταση ομάδων εξέγερσης ενάντια στον κατακτητή. 
Στο Πολύχρουν ή Πολύχρουνου ορίστηκαν ως μέλη οι Αθανάσιος Ιωάννου και Αναστάσιος Δημητρίου. Αλλ' οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν τα τεκταινόμενα και έσπευσαν στην Κασσάνδρα πριν εκδηλωθεί η εξέγερση.

Το 1885 αποβιβάστηκαν στην Κασσάνδρα εθελοντές Μωραΐτες, με πρόθεση να καταλάβουν τη Βάλτα και ύστερα να προχωρήσουν στ' άλλα χωριά.
 Όμως ο μουχτάρ ΓέροΡήγας, φοβούμενος ότι θα δημιουργούσαν πρόβλημα, τους παρακάλεσε κι έφυγαν.

Τα τρία αυτά κινήματα δείχνουν πως η Κασσάνδρα δεν μπορούσε να μείνει ήσυχη, γιατί δεν την άφηναν. 
Αλλωστε το αίμα που έχυσε κατά το παρελθόν ζητούσε εκδίκηση. Κι αυτό έγινε πόθος και όραμα.

Πολύχρουν και Κασσανδρινοί

Το 1870 η Κασσάνδρα είχε 12 χωριά με 450 περίπου οικογένειες. Πληροφορίες για όλα αυτά μας δίνει σε σχετική μελέτη του ο γραμματέας της Μητροπόλεως Κασανδρείας Χρυσανθίδης Βυζάντιος. Για το Πολύχρουν σημειώνει τα παρακάτω:

"ΠΟΛΥΧΡΟΥΝ. 
Τό χωρίον τούτο απέχει της θαλάσσης κατά τό 1/4 περίπου της ώρας• έπωνομάσθη δ' ούτως ώς εκ των εκεί πλείστων καί ποικιλοχρόων ανθέων σύγκειται εκ 18 οικιών έχει δέ καί 'Εκκλησίαν, ώς καί Δημοτικόν Σχολεΐον".

Το Πολύχρουν λοιπόν είχε εκκλησία και σχολείο.
Η εκκλησία δεν ήταν πια ο "Αρχάγγελος", που ήταν μικρή και τους έπεφτε μακριά, αλλ' ο "Χριστός" στο ανατολικό μέρος του χωριού, που την έχτισαν το 1863 και την αφιέρωσαν στη Γέννηση του Κυρίου, ο οποίος ήρθε στον κόσμο ως λυτρωτής και σωτήρας.

Ως σχολείο οι Πολυχρονιώτες χρησιμοποιούσαν τον επάνω όροφο διώροφης κατοικίας, που βρισκόταν στα νότια των ερειπίων του "Αγίου Αθανασίου".

Σχολεία είχαν και τα άλλα χωριά. Αυτό συνέβαινε γιατί, μετά το χαλασμό, από την πρώτη μέρα της επιστροφής ενδιαφέρθηκαν οι Κασσανδρινοί να μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα. Στις 25 Απριλίου 1866 έγινε στην Ιερά Μητρόπολη σύσκεψη προκρίτων υπό τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας Χρύσανθο κι αποφασίστηκε να λειτουργήσουν σχολεία σε όλα τα χωριά. Στη σύσκεψη αυτή από το Πολύχρουνου πήραν μέρος οι Διαμαντής Γεωργίου, Μιχαλάκης Χριστοδούλου, Γεωργάκης Τριαντάφυλλου και Χρήστος Γεωργίου.

Το 1870 λειτούργησαν στα περισσότερα χωριά της Κασσάνδρας "Κοινά Σχολεία" — μονοτάξια δημοτικά• στη Φούρκα, Καλάνδρα, Καψόχωρα και Αθυτο "Αληλοδιδακτικές Σχολές" — διτάξια σχολεία• και στη Βάλτα "Εληνοδιδακτική Σχολή" — τετρατάξιο σχολείο. Τα έξοδα των σχολείων αυτών τα αναλάμβαναν οι ίδιοι οι Κασσανδρινοί, που διακρίνονταν για τη φιλοτιμία και την εργατικότητα τους.

Ο Χρυσανθίδης Βυζάντιος, που αναφέραμε παραπάνω, γράφει για τους Κασσανδρινούς τα εξής κολακευτικά: "Ούτοι όντες τόν αριθμόν όλίγιστοι καί κατοικοΰντες τά δώδεκα μικρά χωρία, ως ανω εϊρηται, ζώσι διά της γεωργίας καί μελισσουργίας άόκνως εργαζόμενοι τήν γήν καί κοπιώντες άδιακόπως έν τή χερσονήσω Κασσάνδρα. Διό καί άδρώς απολαμβάνοντες των καρπών της εργασίας, άξιοι όντες επαίνων τυγχάνουσιν. Όσον άφορα τήν διανοητικήν καί ήθικήν άνάπτυξιν κατά μέγιστον μέρος ούτοι διαφέρουσι των άλλων επαρχιωτών, ώς έχοντες συγκοινωνίαν στενήν μετά τών νήσων τού Αιγαίου Πελάγους. Διό, εις τε τήν φιλοξενίαν καί ήμερότητα διακρινόμενοι τών λοιπών χωρίων της αυτής επαρχίας, δεικνύουσι καί κρείττονα τού πολιτισμού σημεία".

Να σημειωθεί ακόμα πως στις 25 Νοεμβρίου 1870, όταν Μητροπολίτης Κασσανδρείας ήταν ο Γρηγόριος (18671873), τα γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως μεταφέρθηκαν από τη Βάλτα στον Πολύγυρο, ο οποίος από τον προηγούμενο κιόλας χρόνο είχε γίνει έδρα του Διοικητηρίου της Χαλκιδικής.

Ελληνοτουρκικός πόλεμος

Το 1896 ξεσηκώθηκε η Κρήτη κατά των Τούρκων. Το επόμενο έτος ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο νησί. Αλλ' επενέβησαν οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία κλπ. κι εμπόδισαν την εξέλιξη. Το 1897 η Τουρκία, εξαιτίας του κρητικού προβλήματος, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και έστειλε στρατό στη Θεσσαλία.
Δυστυχώς οι Έλληνες δεν μπόρεσαν ν' ανακόψουν την τουρκική προέλαση και, το χειρότερο, νικήθηκαν στα Φάρσαλα και στο Δομοκό. Ευτυχώς έσωσε την κατάσταση η επέμβαση του Τσάρου της Ρωσίας, που απαίτησε να εγκαταλείψουν οι Τούρκοι τη Θεσσαλία. Όμως εξαναγκάστηκε ν' αποχωρήσει κι ο ελληνικός στρατός από την Κρήτη.

Πειρατές και ληστείες

Οι πειρατές, που τους προηγούμενους αιώνες κυριαρχούσαν στις θάλασσες, δεν είχαν εκλείψει εντελώς. Και μετά την επανάσταση του 1821 τα παράλια της Μακεδονίας δεν έπαυσαν να δοκιμάζονται από πειρατικές επιδρομές. Κι αυτές προέρχονταν ή από τούρκικα πλοία, που τα πληρώματα τους λυμαίνονταν τα παραθαλάσσια χωριά, ή από ομάδες αρματολών και κλεφτών που έρχονταν με μικροκάϊκα να παρενοχλήσουν τους αξιωματούχους Οθωμανούς ή τους νωθρούς Κοτσαμπάσηδες που αδιαφορούσαν για τ' απελευθερωτικά κινήματα. Όμως και στις δύο περιπτώσεις κατά κανόνα πλήρωνε ο κοσμάκης. Συνήθως ήταν οι απλοί ραγιάδες που πάσχιζαν να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί για να ζήσουν.
Μερικοί από τους αρματολούς και κλέφτες, καταδιωκόμενοι από τις τουρκικές αρχές, δεν έφευγαν από την Κασσάνδρα, αλλά παρέμεναν σ' αυτή και κρύβονταν ως επί το πλείστον στα δάση. Πολλές φορές έκαναν αιφνιδιαστικές επιθέσεις κι άρπαζαν από τους μωαμεθανούς ή κι από τους χριστιανούς ό,τι ήθελαν, κυρίως χρήματα. Πολλά από αυτά τα κρατούσαν για τον εαυτό τους, άλλα τα έδιναν σε φτωχούς ως ενίσχυση. Γι' αυτό, παρ' όλο που είχαν το χαρακτηρισμό του ληστή, μερικοί από αυτούς ήταν συμπαθείς.
Από τους ληστές της Κασσάνδρας οι πιο γνωστοί ήταν ο καπτάν Αντώνης από το Παλιούρι, που σκοτώθηκε από Υδραίους ναυτικούς όταν πήγε να τους ληστέψει, ένας Καλδής από τη Βάλτα και κάποιος Κολοβός από την Καλάνδρα, που το 1905 συμμετέσχαν με άλλους σε ληστεία στα μεταλλεία του Ίσβορου και πήραν από τους Οθωμανούς τρεις χιλιάδες λίρες. Αλλά περισσότερο γνωστός ήταν ο Καλαμπούκας από τη Βάλτα, ο οποίος σκότωσε στη Χανιώτη τον Τούρκο κατή

ειρηνοδίκη, ενώ στο Πολύχρουν και σ' άλλα μέρη συνεπλάκη επανειλημμένα με τους ζαπιέδεςχωροφύλακες τελικά στο μετόχι "Ρωσικό" του έρριξαν στο κρασί ναρκωτικό και τον πρόδωσαν στους Τούρκους, οι οποίοι τον καταδίωξαν και τον σκότωσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1906 στο ρέμα μεταξύ "Ρωσικού" και Βάλτας.

Ο Μακεδόνικος Αγώνας

Στις αρχές του 20ού αιώνα η τουρκική αυτοκρατορία βρισκόταν κυριολεκτικά σε παράλυση.

Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκαν πολλοί και μάλιστα οι Βούλγαροι που έσπευσαν να διεισδύσουν στη Μακεδονία.

 Ήταν οι λεγόμενοι κομιτατζήδες.

 Όμως η Ελληνική Κυβέρνηση από το 1904 είχε φροντίσει να στείλει κρυφά εθελοντές αξιωματικούς, οι οποίοι σε συνεννόηση με την Εκκλησία και τους πρόκριτους δημιούργησαν αντάρτικες ομάδες, που με μαχητικότητα, στερήσεις και θυσίες κατόρθωσαν να απομακρύνουν τους Βουλγάρους.
Παράδειγμα λαμπρού μακεδονομάχου ο Παύλος Μελάς, γνωστός και ως καπετάν Μίκης Ζέζας, που έπεσε μαχόμενος στις 13 Οκτωβρίου 1904 στη Στάτιστα της δυτικής Μακεδονίας.

Ψυχή του Μακεδόνικου Αγώνα ήταν ο Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρος Κορομηλάς, ενώ γενικός αρχηγός ο αξιωματικός του ελληνικού στρατού Δημήτριος Κάκκαβος, συμμαθητής του Παύλου Μελά.
Αυτός τοποθετήθηκε το 1904 στο ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης δήθεν ως αρχειοφύλακας, ενώ στην πραγματικότητα είχε αναλάβει την οργάνωση των ανταρτικών ομάδων με το ψευδώνυμο Δημήτριος Ζώης.

Στη Χαλκιδική αρχηγός του Μακεδόνικου Αγώνα στην αρχή ήταν ο καπετάν Κουρμπέτης, ανθυπολοχαγός από τα Μαγούλιανα της Γορτυνίας, και μετά ο αξιωματικός Αριστόβουλος Κώης, γνωστός ως καπετάν Βάλτσας.

Στην Κασσάνδρα υπήρχαν Βούλγαροι κατάσκοποι που έκαναν τους έμπορους ή εργάζονταν στα μετόχια ως εργάτες.
Γι' αυτό από το 1905 είχαν σταλεί κρυφά Έλληνες αντάρτες, με την εντολή να τους επισημάνουν και να τους εξοντώσουν.
 Ένας από αυτούς ήταν κι ο Καπετάν Ακρίτας ή Γρέγος.

Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος
 Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Μαζαράκης.

Την εποχή του Μακεδόνικου Αγώνα ήταν υπολοχαγός και αρχικά υπήρξε οργανωτήςανταρτικών σωμάτων και αρχηγός ανταρτικού σώματος στην περιφέρεια της Νάουσας.

Η δράση του όμως δεν περιορίστηκε μόνον εκεί. αλλ' επεκτάθηκε μέχρι τη Γευγελή, το Κιλκίς και τη Χαλκιδική, όπου πολέμησε άφοβα Τούρκους και Βουλγάρους, προξενώντας σ' αυτούς μεγάλες και σοβαρές καταστροφές.

Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος (1907-1945) ενδιαφέρθηκε πολύ για την απομάκρυνση των Βουλγάρων κι ανέλαβε ο ίδιος την οργάνωση των πραγμάτων.

Σε κάθε χωριό ορίστηκαν επιτροπές που είχαν κύριο έργο να συγκεντρώνουν χρήματα και είδη για τον αγώνα.

Γενικός εκπρόσωπος ολόκληρης της Κασσάνδρας ήταν ο Περικλής Μαντζάρης από τη Βάλτα, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του Βασίλη είχαν νοικιάσει τα μετόχια Παντοκράτορα και Σταυρονικήτα, όπου κρυβόταν η εληνική στρατιωτική ομάδα μ' επικεφαλής τον αξιωματικό Γ. Γαλανόπουλο.
 Η ομάδα αυτή τελικά παγίδευσε κι εξόντωσε τους Βουλγάρους.

Νεότουρκοι και Στρατιωτικός Σύνδεσμος


Το 1908 είχε εκραγεί η λεγόμενη νεοτουρκική επανάσταση, που άρχισε από τη Μακεδονία κι εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την Τουρκία.
 Οι Νεότουρκοι είχαν φιλελεύθερη πολιτική και στην αρχή επέδειξαν ανοχή έναντι των υπόδουλων λαών. Όμως ακολούθησαν συγκυρίες που μείωσαν πολύ την τουρκική αυτοκρατορία.

Η Βουλγαρία ανεξαρτοποιήθηκε, η Αυστροουγγαρία προσάρτησε τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ εκθρονίστηκε και η Κρήτη ανέκτησε την ελευθερία της.

Παράλληλα το 1909 έγινε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Γουδί επανάσταση Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι πήραν την προσωνυμία "Στρατιωτικός Σύνδεσμος" κι ανέθεσαν την αρχηγία στο συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά. Όταν σταθεροποιήθηκαν, αξίωσαν ν' απομακρυνθούν από τις στρατιωτικές διοικήσεις οι βασιλόπαιδες, να διορισθούν υπουργοί στρατού και ναυτικού και να ενισχυθεί το ταχύτερο η εθνική άμυνα.

 Η επανάσταση αυτή έκανε ν' αλλάξουν διαδοχικά τέσσερις κυβερνήσεις και να έρθει στα πράγματα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος προκήρυξε εκλογές και τις κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία. Αυτό του έδιοσε το δικαίωμα να κάνει αρκετές μεταρρυθμίσεις, από τις οποίες η πιο σπουδαία ήταν το Σύνταγμα του 1911.
Ακόμα, ενδιαφέρθηκε για τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνάμεων, διότι προέβλεπε πως αργά ή γρήγορα οι Έλληνες θα έρχονταν σε πόλεμο με τους Τούρκους για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών.

Η απελευθέρωση της Μακεδονίας

Το Μάιο του 1912 έγινε η ελληνοβουλγαρική συμμαχία. Το Σεπτέμβριο η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία και η Ελλάδα ζήτησαν από την Τουρκία μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανών που κατοικούσαν στις ευρωπαϊκές τουρκικές επαρχίες. Αλλ' οι Τούρκοι αντέδρασαν πεισματικά, αναλογιζόμενοι την αριθμητική υπεροχή τους. Διότι διέθεταν 350 χιλιάδες πεζούς, 6 χιλιάδες ιππείς και 1600 πυροβόλα. Όμως ο στρατός αυτός έπρεπε να διαιρεθεί στα τέσσερα, όσα δηλαδή ήταν και τα αντίπαλα βαλκανικά κράτη, που θα έπαιρναν μέρος στον πόλεμο. Ιδιαίτερα οι Έλληνες θ' αντιμετώπιζαν τους Τούρκους στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.

Στις 5 Οκτωβρίου του 1912 οι ελληνικές δυνάμεις με διοικητή το διάδοχο Κωνσταντίνο άρχισαν να προελαύνουν από τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία. Τις αμέσως επόμενες ημέρες κατέλαβαν την Ελασσόνα και τη Δεσκάτη. Κι εκεί κοντά, στα στενά του Σαρανταπόρου, συνάντησαν τον τουρκικό στρατό που ήθελε να εμποδίσει την παραπέρα προέλαση τους.

Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου άρχισε η μάχη.

Οι Έλληνες, παρά τα καταιγιστικά πυρά των Οθωμανών, έδειχναν ότι υπερτερούσαν. Τη νύχτα που ακολούθησε προώθησαν τις θέσεις τους κυκλωτικά, πράγμα που αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι και υποχώρησαν βορειότερα. Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ήταν κύριος της κατάστασης.

Τις επόμενες ημέρες οι Έλληνες κινήθηκαν προς τα Σέρβια, την Κοζάνη, τη Βέροια και την Κατερίνη, ενώ οι οθωμανοί υποχωρούσαν συνεχώς αποδεκατιζόμενοι.

 Τέλος, ο Τούρκος αρχιστράτηγος Χασάν Ταξίν πασάς έκρινε καλό να οχυρωθεί στα Γιαννιτσά. Εδώ επιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις στις 1920 Οκτωβρίου και έτρεψαν τον αντίπαλο σε φυγή. Ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ανοιχτός.

Πράγματι, αφού ο ελληνικός στρατός αναπαύθηκε επί τριήμερο, πέρασε τον ποταμό Αξιό και βάδισε για τη Νύμφη του Θερμαϊκού. Ο αρχιστράτηγος Ταξίν πασάς, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατο να σταματήσει την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων, αναγκάστηκε να παραδώσει στις 26 Οκτωβρίου 1912 την πόλη του Αγίου Δημητρίου στους Έλληνες.

 Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου απόσπασμα ευζώνων κατέλαβε το Διοικητήριο, ενώ οι ελληνικές μεραρχίες στρατοπέδευσαν έξω και γύρω από τα κάστρα.

Την 11η ώρα της 28ης Οκτωβρίου εισήλθε στη Θεσσαλονίκη κι ο διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του και πήγε κατευθείαν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, όπου τελέστηκε ευχαριστήρια στο Θεό δοξολογία για την απελευθέρωση της όμορφης Νύμφης του Θερμαϊκού κι ολόκληρης της Μακεδονίας.

 Ελεύθερη και η Κασσάνδρα

Η Χαλκιδική είχε απελευθερωθεί λίγο πρωτύτερα από τη Θεσσαλονίκη. 

Από τις αρχές Οκτωβρίου είχαν έρθει με πλοία στα χωριά της Κασσάνδρας Έλληνες αντάρτες για να διώξουν τους Τούρκους.
Τότε στη Βάλτα ήταν μια ομάδα από ζαπιέδες, μια άλλη από στρατιώτες οθιομανούς στην παραλία της Καλάνδρας και μια τρίτη ομάδα από Τούρκους στη Σωλήνα, για να προσέχουν μήπως κάνουν την εμφάνιση τους ελληνικά απελευθερωτικά τμήματα.

Όμως όλοι αυτοί, όταν πληροφορήθηκαν τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
 Μόνο ο Τούρκος διοικητής Ετέμ Εφέντης έμεινε στη Βάλτα, γιατί ήταν καλός άνθρωπος και τον αγαπούσαν οι Κασσανδρινοί.

Έτσι είχαν τα πράγματα, οπότε ο Έλληνας αξιωματικός Αντύπας αποβιβάστηκε με 30 οπλίτες στην Αθυτο, ενώθηκε εκεί με τους αντάρτες του Γαλανόπουλου και όλοι μαζί προχώρησαν και κατέλαβαν τη Βόλτα, χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση από κανέναν.

 Την ίδια μέρα ο μοναχός Ανθιμος από το μετόχι του Αγίου Παύλου, που είχε καταφθάσει έφιππος, κατέβασε την τουρκική σημαία από το κτίριο του τελωνείου κι αναπέτασε σ' αυτό την ελληνική, απόδειξη πως η πρωτεύουσα της Κασσάνδρας ήταν ελεύθερη.

Φυσικά ο διοικητής Ετέμ Εφέντης δεν αντέδρασε καθόλου. Αντίθετα, μοίρασε πρώτα τα σκεύη και τα έπιπλα του Διοικητηρίου στους Βαλτιώτες. ύστερα κατέβηκε στη Σίβηρη και με ελληνικό ιστιοφόρο έφυγε για τη Θεσσαλονίκη.

Στα τέλη Οκτωβρίου 1912 ήρθε στη Βάλτα και μια διμοιρία από 35 άνδρες του τακτικού ελληνικού στρατού υπό το λοχαγό Αλεξάνδρου.
 Η διμοιρία αυτή χωρίστηκε σε μικρές ομάδες που πέρασαν από όλα τα χωριά της Κασσάνδρας, για να επιβεβαιώσουν και επίσημα στους Κασσανδρινούς ότι ήταν πια ελεύθεροι.

Το Πολύχρονο ουσιαστικά ήταν ελεύθερο από τις 5 Οκτωβρίου του 1912.

 Όμως οι Πολυχρονιώτες δεν είχαν συνειδητοποιήσει αμέσως ότι τα βάσανα τους είχαν τελειώσει.

Μονάχα όταν έμαθαν πως ο ελληνικός στρατός εισήλθε τροπαιούχος στη Θεσσαλονίκη και κυρίως όταν επισκέφτηκε το Πολύχρονο η ομάδα του ελληνικού τακτικού στρατού, χαμογέλασαν με ανακούφιση, σα να ένιωσαν ότι έφυγε πια από πάνω τους το βάρος της τούρκικης σκλαβιάς, που τους πίεζε 482 ολόκληρα χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου