Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Μακεδονικός Αγώνας.Σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι: Ο Καπετάν ΤΣΟΤΣΟΣ ή ΤΣΩΤΣΟΣ (Βέσκος ή Μπαχοβίτης)

Οι Μακεδονομάχοι
 Χρήστος Καραπάνος
 και Χρήστος Τσώτσος (Τσότσος
)
 Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Αρχηγός του πατέρα του και των θείων του!

Ήταν δηλ. αρχηγός μικρού σώματος απ’ τον πατέρα του, τους θείους του και τ αδέλφια και εξαδέλφια του.
Ο πατέρας του Χρίστος Βέσκος είχε περάσει τα 70!
Δεν ήταν πολύ νεώτερος ο ένας τουλάχιστον θείος του. Είχε αναγκασθεί όλη η οικογένεια να πάρη τα βουνά εξ αιτίας των Τούρκων και των ανοησιών των.

Δεν εχρειάσθηκε βέβαια να πάη πολύ μακρυά.
Πάνω απ' το χωριό τους, το θρυλικό Μπάχοβο (τώρα ΙΙρομάχους), υψώνονται άγρια, δασωμένα άλπικα τα βουνά, που χωρίζουν την Καρατζόβα (Άλμωπίαν) απ' το Μορίχοβο και την Ελλάδα απ΄ την Γιουγκοσλαβία.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας εχώριζαν επίσης το βιλαέτι Θεσσαλονίκης απ’ το βιλαέτι Μοναστηριού. Εκεί επάνω έσπασε το βουλγαρογερμανικό μέτωπο τον Σεπτέμβριο του 1918 και έγινε η αρχή του τέλους του πρώτου ευρωπαικού πολέμου.

Οι κομιτατζήδες βρήκαν το μικρό οικογενειακό σώμα στα βουνά.

 Ο Τσότσος πήγε μαζί τους, αφού δεν μπορούσε να κάμη και αλλιώς.

Εμπρός γκρεμός, οι Τούρκοι, πίσω ρέμα, οι κομιτατζήδες.
Εφρόντισε μόνο να μείνη παράμερα, στη σκιά, απομονωμένος και λησμονημένος σύμφωνα με τη τακτική του «λάθε βιώσας».
Μία ήταν η προσπάθειά του' να μη πάθη τίποτε το χωριό, πράγμα που και επέτυχε.

Άλλα τον Αύγουστο του 1904 πάμπολλοι φουσάτοι και αγριεμένοι κομιτατζήδες με αρχηγούς τον Καρατάσο, τον Χατζή, τον Κιόρη εκύκλωσαν το Μπάχοβο και συγκέντρωσαν όλους τους χωρικούς στο σπίτι του εφημερίου Παπαδημήτρη Οικονόμου.

Πήραν τον λόγο οι τρεις βοιβοδάδες και επρόβαλαν όλοι μια και τελεσιγραφική απαίτησι  να πάψη το χωριό ν΄ αναγνωρίζη τον Ελληνα μητροπολίτη «Μογλενών και Φλωρίνης», που είχε την έδρα του στη μακρυνή Φλώρινα,
και να γίνη σχισματικό,
αφού οι Βούλγαροι αγωνίζονταν για την «λευτεριά» και είχε το χωριό μητρική του γλώσσα το τοπικό σλαβόφωνο ιδίωμα.

 Για να δώσουν, φαίνεται, να καταλάβουν καλύτερα οι χωρικοί τη βαρύτητα των λόγων τους, εκομμάτιασαν εκει μπροστά τους ένα φτωχό άνθρωπο, τον Μλαδένη Δημητρίου Μποζίνου από την Ίδα (Στράιστα), που βρέθηκε για την κακή του τύχη εκείνη την ημέρα στο Μπάχοβο και είχε κάμει το θανάσιμο έγκλημα, όπως τον κατηγόρησαν, να συνοδέψη τον μητροπολίτη στήν Αρδέα.

Ο Τσότσος με τους δικούς του εφρόντισε η έτυχε να είναι αυτή τη μέρα μακρυά απ’ το χωριό του.
Δεν έπαψε όμως κρυφά να το ενθαρρύνη.

Μαζώχθηκαν τότε οι πρόκριτοι του χωρίου και έστειλαν τον άλλο εφημέριό τους, τον Παπαδημήτρη Παπανικολάου, στη Θεσσαλονίκη να ειπή στους προξένους, μητροπολίτες και αρμοδίους ότι το κτένι έφθασε πια στον κόμπο και έπρεπε ν’ αντιμετωπισθή ο κίνδυνος δραστικώτερα.

Δεν πέρασε πραγματικά πολύς καιρός και επρόβαλε το πρώτο ελληνικό σώμα στο Μπάχοβο.

 Ο Τσότσος και η οικογένεια του αυτό ακριβώς περίμεναν.
Έστρεψαν ευθύς τα όπλα κατά των κομιτατζήδων.

 Και το Μπάχοβο έγινε ο ατράνταχτος εθνικός προμαχώνας στα βόρεια της Έδεσσας.

Απ’ τον Σεπτέμβριο ήδη του 1904 δύο νεαροί Μπαχοβίτες είχαν καταταχθή στο πρώτο μικρό ελληνικό σώμα, που είχε καταρτισθή στο γειτονικό Μορίχοβο απ΄ τον Αντώνιο Ζώη.
Οι Μακεδονομάχοι
Καπετάν Γαρέφης και
Καπετάν Ακρίτας.

’Έδρασαν πολλά σώματα, όταν ο αγώνας φούντωσε στην περιοχή εκείνη με κέντρο και βάσι πάντοτε τους Προμάχους, ο Ξενοφώντας,
Ο Μακεδονομάχος
Εμμανουήλ Κατσιγάρης.

 ο γερολύκος των βουνών Ζαρκάδας,
ο Κώστας Γαρέφης,
ο Μανώλης Κατσίγαρης,
ο Χρίστος Καραπάνος, υπαξιωματικός τότε, και άλλοι.
Οι βουλγαρομακεδόνες  κομιτατζήδες
Καρατάσο (Атанас Караташов)
και Τσότσεφ (
Григор Цоцев)

Ο παρθενικός και ηρωικός Γαρέφης εσκότωσε τον Αύγουστο του 1906 με το πιστόλι του σε μια σαρακατσάνικη καλύβα πάνω απ’ το Τσερνέσοβο τους δυο μεγάλους αρχικομιτατζήδες Λούκα και Καρατάσο.

Χωρίς να περιμένη τα παλληκάρια του ώρμησε μέσα στην καλύβα και έπιασε τον Καρατάσο απ’ τα γένεια.

Δέχθηκε και αυτός μια σφαίρα στην κοιλιά.
Πέθανε απ’ το τραύμά του στην Γραδέσνιτσα του 
Μοριχόβου, πριν τον προλάβη ζωντανό ο γιατρός, που ήλθε βιαστικά απ΄ το Μοναστήρι προς χάριν του.

Ο Βούλγαρος Κομιτατζής της ΕΜΕΟ
Λουκά Ινανώφ (
Лука Попиванов Иванов )
(από το Παναγιούρτσε Βουλγαρίας)
Αξιωματικός του Βουλγαρικού Στρατού
εκπαιδεύοντας τους κομιτατζήδες του.
Το Τσερνέσοβο πήρε από τότε τ΄ όνομά του.

Ήταν μια εξαιρετική μορφή, που εσυνδύαζε άφθαστη τόλμη και γενναιότητα, με σπάνια καλωσύνη και σεμνότητα.

Ο Λούκα είχε τον βαθμό του λοχαγού στον βουλγαρικό στρατό.

Όπως αναφέρει ο Παγιαρές, είχε πάει τον χειμώνα του 1905-6 στη Σόφια και, αφού γλεντοκόπησε αρκετά στα νυκτερινά κέντρα της Σόφιας, ξανάφυγε την άνοιξη εν πομπή και παρατάξει για την Μακεδονία, όπου επανήρχετο, καθώς το διαλαλούσε, δριμύτερος και σκληρότερος.

Όταν ο Παγιαρές ερώτησε τον διευθυντή του υπουργείου των εξωτερικών πως η βουλγαρική κυβέρνησις επέτρεπε και μάλιστα αναφανδόν την έξοδο αρχισυμμοριτών και συμμοριών, ο Βούλγαρος διπλωμάτης τον πήρε, για να του δείξη τον Λούκα σ’ ενα απ΄ τα νυκτερινά κέντρα.

Οι κομιτατζήδες του Λούκα Ιβανώφ
Αλλά, μολονότι τα γύρισαν όλα, ο μεγάλος βοεβόδας πουθενά δεν βρέθηκε.

Τραγικό θάνατο είχε και ο Μανώλης Κατσίγαρης, που έκαμε τον περισσότερο καιρό στην περιφέρεια εκείνη και ήταν ο μόνιμος σχεδόν αρχηγός της.

Ήταν ένας γενναίος επίσης, όσο και τραχύς και έμπειρος Κρητικός καπετάνιος.
Την άνοιξι του 1908 αναχωρούσε από το Μπάχοβο για τη Θεσσαλία και Αθήνα. Είχε πάρει μαζί του απ' το Μορίχοβο και τον λοχαγό Καλομενόπουλο, που τότε μόλις είχε δραπετεύσει απ΄ τις φυλακές Μοναστηριού.

Στον δρόμο κοντά στη Παλατίτσα και τη Βέργη της Βέροιας φώναξε στο Μπαρμπανικόλα, ένα παλιό αντάρτη και παλαιότερο ληστή, που πήγαινε καβάλλα σ’ ένα αγορασμένο άλογό του να παραχωρήση για λίγο διάστημα το ζώο του στον λοχαγό.

Ο Μπαρμπανικόλας δεν άκουσε η έκαμε πως δεν άκουσε.

Τρέχει τότε ο Κατσίγαρης θυμωμένος και τον κατεβάζει απ' το άλογο με το ζόρι και πολλά «διάλε τσ’ άπεθαμμένοι».
Ο γέρο κλέφτης δεν χάνει καιρό και τον σκοτώνει με μια τουφεκιά. Επιχείρησε να επέμβη ο Μανώλης Μυλωνάκης, που έτυχε εκεί κοντά.
Τον σκοτώνει και αυτόν και εξαφανίζεται στα χαμόκλαδα.

 Ξετυλίχτηκαν όλα τόσο γοργά και βιαστικά, ώστε οι άλλοι άνδρες, μονάχα όταν είδαν τους δυο νεκρούς και το άλογο του Μπαρμπανικόλα χωρίς τον νοικοκύρη του, κατάλαβαν τι είχε συμβή.

Ο Μυλωνάκης, ενα αγράμματο όλο κέφι και σπιρτάδα παλληκάρι απ΄ την Κρήτη, είχεν έλθει στο Μορίχοβο το φθινόπωρο του 1905 με το σώμα του Παναγιώτη Φιωτάκη.

Πληγώθηκε σε μια συμπλοκή με τον στρατό. 'Όταν ο Φιωτάκης έφυγε για την Αθήνα, έμεινε με τον Βολάνη. Ξαναπληγώθηκε. Όταν ο Βολάνης έφυγε έμεινε με τον Βρόντα (υπίλαρχο Παπά), αν και γκρίνιαζε πρωτύτερα περισσότερο από κάθε άλλον, για να φύγουν. Πληγώθηκε πάλι για τρίτη φορά.

Όταν και ο Βροντάς έφυγε, έμεινε πάλι με τον διάδοχό του, γκρινιάζοντας πάντοτε και νοσταλγώντας την Κρήτη.

Την άνοιξη τέλος του 1908 αναχώρησε με τον Κατσίναρη, για να βρη τον θάνατο από σφαίρα ελληνική και συναδελφική.

Το Μπάχοβο ήταν τώρα τ΄ ορμητήριο και καταφύγιο όλων των ελληνικών σωμάτων της περιοχής εκείνης και ο Τσότσος το κυριώτερο στήριγμά των.

Απ΄ εκεί περνούσαν και τα σώματα, που πήγαιναν η έρχονταν απ’ το Μορίχοβο.

 Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Κατσίγαρης και ο Τσότσος κτυπήθηκαν με κομιτατζήδες.

’Έπεσαν δύο παλληκάρια του, ο Καραγιαννάκης απ΄ την Κρήτη και ο Βασίλης Ζάνας απ΄ τον "Αγιο Δημήτριο της Κατερίνης. Έπληγώθηκαν τρεις άλλοι, οι Δημήτριος Σαμαράς και Κυριάκος 3Αποστόλου απ’ τη Νότιο Μακεδονία και ο Χρυσοχεράκης απ3 την Κρήτη.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1907 αναγκάσθηκαν από μια μεγάλη και αποφασιστική τουρκική καταδίωξι τα δύο σώματα του Μοριχόβου, Βολάνη και Βρόντα, να ζητήσουν καταφύγιο στην περιφέρεια του Μπαχόβου.

Είχαν την ελπίδα ότι εδώ, αφού ήταν άλλο «βιλαέτι», θα φυσούσε άλλος αέρας. Καί δεν διαψεύσθηκαν. 
Ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός
Αντώνιος Ζώης από το Μοναστήρι

Οι πασάδες του Μοναστηριού δεν καταδέχθηκαν να ζητήσουν την βοήθεια των συναδέλφων των της Θεσσαλονίκης. 

Δεν εφαντάζονταν ίσως ότι τα δυο σώματα, που είχαν περπατήσει πολλές ώρες επάνω στο παγωμένο ποτάμι της Γραδέσνιτσας, για να χαθούν τα ίχνη τους, θ’ άποτολμούσαν στην καρδιά του χειμώνα το πέρασμα του μεγάλου ορούς (Νιτς, συνέχεια του Καιμακτσαλάν), όπου αντιμετώπιζαν τον βέβαιο κίνδυνο να ταφούν στα χιόνια.

Ο Τσότσος με τον γέρο Ζαρκάδα, που δεν είχε κανένα ιδικό του οπαδό, τους υποδέχθηκαν. 

Οι ξένοι ξαφνιάστηκαν στην αρχή, όταν τους πρωτοείδαν. 
Αντίς για την καθιερωμένη στολή φορούσαν οι υψηλόσωμοι ανδρες του Τσότσου τα χωριάτικά τους, μεταποιημένα κάπως «επί το κομιτατζηδικώτερον». 
«Μη φοβάη τώρα εντώ, καλώς ήρτατε» τους είπαν και ετρεξαν με τσεκούρια να φιάσουν για τους εξαντλημένους «πρόσφυγες» καλύβες από πράσινα κλαδιά ελάτης.

Το λημέρι ήταν σε μια μικρή άλπική κοιλάδα, σκεπασμένη από πεύκα, οξυές και έλατα και στεφανωμένη ολόγυρα από γιγαντιαίους πολύμορφους βράχους, που έμοιαζαν με τιτανικό χορό.
 Έκεί κοντά είναι τα γιουγκοσλαβικά σήμερα σύνορα. 
Το χιόνι εφθανε και ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Είχε σχηματίσει και πάνω στο παρθενικό δάσος ένα αδιαπέραστο θόλο, που στολίζονταν και με πολλούς σταλακτιτες από πάγο. 

Όταν αραιά και που εβγαινε ο ήλιος πίσω απ3 τους ανθρωπόμορφους βράχους με μια ρόδινη άποθέωσι, η κοιλάδα έπαιρνε ξαφνικά φαντασμαγορική όψι. 
Τα πεύκα και έλατα εγίνονταν χριστουγεννιάτικα δένδρα, το στρωμένο κατά γης χιόνι βασιλικό χαλί της Ανατολής από διαμάντια και ζαφείρους και οι κρεμασμένοι απ’ τα κλαδιά και τους βράχους σταλακτιτες πολυέλαια από το εύγενέστερο κρύσταλλο της Βοημίας. 
Βαθειά γαλήνη και σιωπή βασίλευαν. Κάποτε ακούονταν από μακρυα τα γαυγίσματα των σκυλλών απ΄ τα μανδριά, που ήσαν κάτω πολύ χαμηλά. 
Οι βοσκοί αναγκάζονταν να γκρεμίζουν πελώριες οξυές, για να δώσουν τα μικροσκοπικα μάτια των τροφή στα πειναλέα γίδια.
 Μόλις νύχτωνε, αντηχούσε απ3 την καλύβα των η φωνη του γέρο Βάνου, θείου του Τσότσου, που εννοούσε να εξαντλή κάθε βράδυ το ρεπερτόριο των λυπητερών μονότονων τραγουδιών του.

 Ο Γεώργιος Κονδύλης, λοχίας τότε και διμοιρίτης του Βρόντα, αντιβασιλεύς αργότερα, ειχε πολλές φιλίες και κουβέντες με τους άνδρες του Τσότσου και δοσοληψίες με την καλύβα των.

 Ειχεν αρχίσει κιόλας να μιλάη το τοπικό βουλγαρόφωνο ιδίωμα. 
Με τον υποφαινόμενο μονάχα είχε ο Κονδύλης πολλούς καυγάδες για το άλυτο ζήτημα, αν περισσότερο αξιοθαύμαστος ήταν ο Ναπολέων της ιστορίας η ο Άρτανιάν των Τριών Σωματοφυλάκων του Αλ. Δουμά. 

Μια μέρα εκαμε και σωστό πραξικόπημα και προνουντσιαμέντο για την κατοχή ενός βιβλίου.
 'Ένας Κρητικός είχε στο σακκίδιό του τον Ερωτόκριτο. Δεν ήξερε γράμματα, ήξερε όμως απ΄ εξω όλο σχεδόν το εργο του Κορνάρου και τις περιπέτειες του Έρωτόκριτου και της Αρετούσας. 
Μου τον είχε δώσει να τον διαβάζω και να παρακολουθώ απ' το βιβλίο κοντά στη φωτιά την απαγγελία του, όταν είχε διάθεσι. 
O μακαρίτης ο Κονδύλης θέλησε να το αρπάξη.
 Ήταν το μόνο βιβλίο και έντυπο, που υπήρχε στα τρία σώματα. Το καλοκαίρι του 1907, όταν ξαναβρέθηκε στην ανάγκη το σώμα του Βρόντα να καταφυγή στην περιοχή του Μπαχόβου, χόρευε μια μέρα ο Κονδύλης με μια γκάιντα πάνω απ’ το χωριό.
Άλλα ξαφνική εμφάνισι τουρκικού άποσπάσματος διέλυσε γλέντι και χορό στην ακμή των.

Τα δυο σώματα του Μοριχόβου έμειναν τον χειμώνα στην πολική κοιλάδα 40 όλες μέρες. 

Πετάχθηκε στο μεταξύ ο Βολάνης στην Γραδέσνιτσα, για να τον ακολουθήση αργότερα και ο Βρόντας.
 Μα εύιθύς γύρισε τρεχάτος πίσω. Τα τάγματα των «κυνηγών» (άβτζήδων) δεν είχαν απομακρυνθή απ΄ το Μορίχοβο και την ημέρα,που έφθανε ο Βολάνης στη Γραδέσνιτσα, πλημμύρισαν ξαφνικά όλα τα χωριά.

Μια ήταν ηαπασχόλησι των ανδρών εκεί πάνω' να κόβουν ξύλα και να τα βάζουν στην άσβεστη φωτιά. Το ψωμί μας τόφερναν οι Μπαχοβίτες. 

Με πόση συγκίνησι βλέπαμε να καταφθάνη την αυγή στο λημέρι κάθε τρεις τέσσερες μέρες μία φάλαγγα από 8—10 χωρικούς, φορτωμένους χιόνια και σάκκους με ψωμιά! 

Ξεκινούσαν, από το βράδυ, περπατούσαν φορτωμένοι όλη τη νύχτα πάνω από χιόνια, πάγους και γκρεμνούς μέσα σ΄ άγρια και παρθένα δάση χωρίς να λογαριάζουν λύκους, Τούρκους και κομιτατζήδες. 

Μας έλεγαν το «καλημέρα», άφηναν τα σακκιά και έφευγαν, σαν να είχαν κάμει το απλούστερο και εύκολώτερο των πραγμάτων. 

Είχαμε συνειθίσει με την ήρωική αυτοθυσία και στωική εγκαρτέρησι των ξενοφώνων χωρικών του Μοριχόβου.

 Μ΄ αυτή η προσπάθεια των Μπαχοβιτών, που δέχονταν τόσο πρόθυμα να μετατραπούν σε υποζύγια —τα μουλάρια δεν μπορούσαν να προχωρήσουν στα βαθιά χιόνια— και να βαδίζουν νύκτες με τα βαριά σακκιά στον ώμο με τέτοιες συνθήκες και τόσους κινδύνους, ήταν αληθινός και άφθαστος άθλος. 

Καί το ψωμί των από πολύ καλαμπόκι και ελάχιστο σιτάρι, αληθινά αφράτο, μας φάνηκε το γλυκύτερο, που είχαμε έως τότε δοκιμάσει.

Στις 14 ’Ιουλίου του 1907, εκεί που γύριζε ο Τσότσος με τον Γεώργιο Στούπη και Γεώργιο Τανούρη απ΄ το χωριό, έπεσε σ΄  ενέδρα της καινούργιας συμμορίας του Μιλάνωφ, που περίμενε να πιάση χωρικούς. 

Στον κρότο των όπλων έτρεξαν οι άλλοι άνδρες του σώματος και ένοπλοι χωρικοί.

 Οι κομιτατζήδες, αν και πολλοί, αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια. 
Έπεσε ο Γεώργιος Στούπης η Μαλέτσκος. 
Έχασε όμως και ο Μιλάνωφ τρεις άνδρες και το πόδι του. 
Οταν στον Βαλκανικό πόλεμο του 1912 συνάντησε στα Σκόπια μερικούς Μπαχοβίτες, τους είπε 
«Πέστε χαιρετισμούς στον καπετάν Τσότσο». 
Καί αναστέναξε, κοιτάζοντας το σακατεμένο πόδι του.

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1907 ο Τσότσος κ’ ένα σώμα του Μοριχόβου είχαν άλλη συμπλοκή με κομιτατζήδες. 
Επεσαν δυο παιδιά απ΄ τα χωριά του Μοριχόβου, ο Στόικος Τόσιου και Στόικος Χρίστου.
  
Το φθινόπωρο εκείνου του έτους είχαν καταφύγει στο σώμα και δυο φυγόδικοι Τούρκοι απ΄ το Βορινό της Άλμωπίας. 
Είχαν υποσχεθή ότι θα ζουσαν και θ΄ άπέθνησκαν μαζί με τους καινούργιους συντρόφους των. 
Μια μέρα όμως ο εξάδελφος του Τσότσου τους ακουσε—σλαβόφωνοι ήσαν κι αυτοί—να κρυφοκουβεντιάζουν και ν’ αναφέρουν ύποπτα πράγματα. 
Τούς επιασαν τότε και τους εδεσαν.

Καί οι δυο Τούρκοι σύντροφοι ώμολόγησαν ότι τους είχε στείλει κάποιος μπέης συνεργάτης των Βουλγάρων, που τους υποσχέθηκε άνα 100 λίρες για το καθένα απ' τα κεφάλια του Τσότσου, του πατέρα του και του θείου του.

Το Βουλγαρικό κομιτάτο έκαμε προσπάθεια να ξεκάμη και τους δυο θείους του, που είχαν άπομείνει στο χωριό. 

ΙΙαρουσιάσθηκε μια μέρα στα σπίτια των ενας άγνωστος, απεσταλμένος δήθεν ενός φίλου των ζωεμπόρου απ’ την ’Έδεσσα, ν΄ άγοράση ζώα. 
Τον υπωπτεύθηκαν και τον παρέδωσαν δεμένον στην τουρκική αστυνομία, όπου αναγκάσθηκε επίσης να ομολογήση ότι τον είχε στείλει γνωστός Βούλγαρος πράκτορας με την επαγγελία,
 ότι θα του εδινε 50 λίρες για καθένα απ΄ τα κεφάλια των δύο οικείων του καπετάνιου.

Αι γυναίκες, μητέρες, αδελφές και θυγατέρες του Τσότσου και των άνδρών του κάτω στο χωριό όσες φορές είχαν ενοχλήσεις και πιέσεις απ’ την αστυνομία και τον στρατό παρουσίαζαν γράμματά των με κανονικά γραμματόσημα και ταχυδρομικές σφραγίδες, που ελεγαν ότι εφευγαν απ’ την Αθήνα για την Αμερική και αλλα απ’ την Αμερική, που εβεβαίωναν ότι είχαν φθάσει έκει και είχαν πιάσει κιόλας δουλειά. 

Έτσι τα μέλη του οικογενειακού σώματος βρίσκονταν σύμφωνα με τις σφραγίδες των ταχυδρομείων ταυτόχρονα στο βουνό και την Αμερική.


Ο Τσότσος με τον Καραπάνο και άλλους οπλαρχηγούς είχαν συγκεντρωθή μια μέρα τον χειμώνα του 1907—8 μέσα στη Νάουσα. 

Σε παρόμοιες περιπτώσεις είχαν καθιερώσει οι αδελφοί, εξάδελφοι, υιοί και ανεψιοί οπλίτες την τακτική να σκορπίζουν στα διάφορα καταλύματα, για να μη παν όλοι μαζί χαμένοι, αν τύχαινε να έχουν καμμια κακή ώρα και κακό συναπάντημα. 

Τα μεσάνυχτα ο γέρος θειος του Τσότσου, που αγρυπνούσε στο παραθύρι, είδε ύποπτες σκιές.
 Ήσαν Τούρκοι στρατιώτες, που τους κύκλωναν. Ειδοποίησε ευθύς τους συντρόφους του και τα γειτονικά καταλύματα και από σπίτι σε σπίτι και από αυλή σε αύλή ξέφυγαν, πριν ξημερώση.

Με τη νεοτουρκική μεταπολίτευσι του Ιουλίου του 1908 ο Τσότσος και οι άνδρες του αφήκαν, όπως και όλοι οι άλλοι, τα όπλα και ξαναγύρισαν στα χωράφια, στα πρόβατα και τα πιπέρια των.

Ξαναπήρε τα όπλα τον Σεπτέμβριο του 1912, παραμονή των Βαλκανικών πολέμων. 

Προτίμησε να φύγη στα γνώριμα βουνά του παρά να βρεθη στην τουρκική φυλακή, όπου εξεστράτευσαν οι ζαπτιέδες (χωροφυλακές) να τον οδηγήσουν. 

Γύρο του συγκεντρώθηκαν και όλοι οι στρατεύσιμοι του χωρίου, που προτίμησαν επίσης τα βουνά απ’ τα τουρκικά τάγματα, όπου τους καλούσαν να πολεμήσουν τους χριστιανούς συμμάχους. 

Με αυτούς και τον αρχιμανδρίτη Νίκανδρον, αρχιερατικό επίτροπο Καρατζόβας, που είχε ανασκουμπώσει τα ράσα του και μ΄ ένα όπλο στον ώμο και πολλά φυσέκια στο στήθος είχε πάρει τα βουνά, κατέλαβε «εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου» την πρωτεύουσα της  Αλμωπίας Άρδέαν (τότε Σούμποσκο) 
και έστησε την ελληνική σημαία χωρίς να ματώση μύτη και χωρίς τα σημειωθούν έκτροπα την 28ην Όκτωβρίου 1912.

 Και ήσαν τότε οι περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας και της πρωτεύουσας Τούρκοι η ακριβέστερα μουσουλμάνοι φανατικοί, όσο τουλάχιστον και οι γνήσιοι Τούρκοι.

Μόλις την 4ην Νοεμβρίου, ύστερα δηλ. από 8 μέρες, έφθασε εκεί ο ελληνικός στρατός.

Είχαν φροντίσει να διαδοθή ότι ήσαν πολλές εκατοντάδες με πολλούς Κρητικούς, αποφασισμένοι να κάψουν γραμμή τα τουρκοχώρια, εάν ήθελε ενοχληθή και ο τελευταίος χριστιανός.

Προς τιμήν του Τσότσου και των Μπαχοβιτών πρέπει να τονισθή ότι δεν έπροσβλήθηκαν απ’ την γενική τότε επιδημία των διαρπαγών και λεηλασιών. 

Καί αν κάτι επλιατσκολόγησαν, ήσαν τα όπλα, που είχαν οι Τούρκοι αγάδες και μπέηδες. 

Χωρίς να καταδεχθούν να τους ψάξουν πήραν μόνον τα όπλα, όπως και από μερικούς ξένους Τουρκαλβανούς, που εκυνήγησαν και εσκότωσαν. Άλλοι, που πέρασαν αργότερα, βρήκαν επάνω τους αρκετές λίρες.

Με τους Μπαχοβίτες βρήκαν πολλούς μπελάδες και βουλγαρικά τμήματα στρατού και κομιτατζήδες, που εφθασαν αργότερα στην Αρδέα για επισφράγισι της συμμαχικής αλληλεγγύης. 

Τούς έπαιρναν για Βουλγάρους και ξανοίγονταν.
Καί δέχονταν ξαφνικά κλωτσιές και κάποτε και πιστολιές.

Σεμνός, φρόνιμος, φιλόνομος ξαναγύρισε τελειωτικά πια ο Τσότσος στα πρόβατα, στα λίγα χωραφάκια και τα πιπέρια του. 

Μόνο καμμιά εμφάνισι κομιτατζήδων τον έκαμνε να θυμηθή τα παλιά του. Το 1923 εζήτησαν την συνδρομή του και οι Σέρβοι του μεθοριακού τομέως εναντίον ενός Τουρκαλβανού ληστή, του Κανιόση, που είχε ρημάξει τους Σαρακατσαναίους και άλλους κτηνοτρόφους του σέρβικου εδάφους.

Απέθανε το 1941 με την κατοχή, σαν είδε τους Γερμανούς να κυριαρχούν και τους Βουλγάρους ν΄ ασχημονούν. 

Ένας υιός του είχε πέσει στην Αλβανία. Τούς άλλους δυο ετουφέκισαν οι Γερμανοί.

Αλλά το Μπάχοβο, τώρα ΙΙρόμαχοι, εσυνέχισε και χωρίς τον καπετάνιο του την παλιά ηρωική του παράδοσι. 

Ξανάγινε ο αδάμαστος και πολύτιμος προμαχώνας. 

Με αρχηγό τον Γεώργιο Βέσκο, ανεψιό απ΄ αδελφό του Τσότσου, που (ονομάσθηκε επαξιώτατα έφεδρος ανθυπολοχαγός και έχασε από δολοφονική νάρκη το ενα του πόδι, διμοιρίτες τους
Δημήτριο Μητρέν, 
Ευστάθιο Βέσκο,
Άλέξ. Νέμτση,
Παναγ. Σιώρη και
Άριστ. Κουκούλη,
εμψυχωτή και πνευματικόν οδηγό τον παλαίμαχο δημοδιδάσκαλο Αθανάσιον Δημητρίου,

το γενναιότερο, αποφασιστικώτερο, καρτερικώτερο χωριό όλης ίσως της Ελλάδος. 

Αν και βρίσκεται πάνω στα γιουγκοσλαβικά σύνορα και κάτω από άγρια βουνά, άψήφησε ευθύς απ’ την αρχή τον συμμοριτισμό και τις επιθέσεις του και εστάθηκε ακούραστο, ακατάβλητο, αδάμαστο.

'Όλοι οι κάτοικοί του, 
ξενόφωνοι,
 άλλα ελληνόψυχοι ακρίτες, 
έγιναν, άνδρες και γυναίκες, 
λαμπροί στρατιώτες και
 σοφοί διδάσκαλοι της οχυρωματικής και 
έκαμαν τους Προμάχους απροσπέλαστο φρούριο και άφθαστο υπόδειγμα.

ΣΗΜ.— Ο αρχιμανδρίτης Νίκανδρος Παπαιωάννου διαφύλαξε τα ονόματα των περισσοτέρων απ’ τους άνδρες του σώματος Τσότσου, που είχαν την ανήκουστη τόλμη να καταλάβουν στις 28 Όκτωβριου 1912 την Άρδέα, πρωτεύουσα επαρχίας, και να στήσουν την ελληνική σημαία, μιάν εβδομάδα προτού προλάβχ) ο ελληνικός στρατός.

Άπό τους Προμάχους:

1) Τσότσος, αρχηγός,
2) Πέτρος Χρ. Βέσκος,
3) Χρίστος Δημητρίου,
4) Χρίστος Δημητρίου Ρεσίτσκας,
5) Γεώργιος Ευαγγέλου,
6) Δημ. Εύαγγέλου,
7) Τσιότης Αναστάσιος,
8) Κωνσταντίνος Ίβάνης,
9) Δέλιος Τραιανού,
10) Τράικος Πέτρου,
11) Νικόλαος Μπακάλης,
12) Χρίστος Στοίτσης,
13) Χρίστος Στόικου,
14) Άθαν. Δημητρίου.


Άπό το Γ α ρ έ φ η :

15) Πέτκας Κωνσταντίνου, υπαρχηγός,
16) Γεώργιος Κωνσταντίνου,
17) Μιλτιάδης Κωνσταντίνου,
18) Τραιανός Μήτσιου,
19) Αναστάσιος Πέγιος,
20) Κωνσταντίνος Μλαντένης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου