Σάββατο 31 Μαΐου 2014

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία: Η εξέλιξη του Μακεδονικού Ζητήματος από την ίδρυση της Εξαρχίας ως το τέλος της Ανατολικής Κρίσης (1870—1878).

Το βόρειο τμήμα της Ελλάδος.
Lisle, Guillaume de, 1675-1726, 1708 
 Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
Η Μακεδονία  στα πλαίσια της Βαλκανικής Πολιτικής 
(1830-1986)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Στα 1870 η ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας έδωσε και τυπικά το σύνθημα για την έναρξη της σκληρής εθνικής διαπάλης στο μακεδονικό χώρο. 

Το σουλτανικό φιρμάνι
της Εξαρχίας.
Το δέκατο άρθρο του φιρμανιού της Εξαρχίας, το οποίο πρόβλεπε την επέκταση της δικαιοδοσίας του Βουλγάρου Εξάρχου σε περιοχές της οθωμανικής επικράτειας,
όπου τα 2/3 του πληθυσμού θεωρούνταν Βούλγαροι, 
υπήρξε η πιο επίμαχη διάταξη, επειδή διακανόνιζε το εκκλησιαστικό ζήτημα δημιουργώντας και υποδαυλίζοντας την ένταση των εθνικών ανταγωνισμών.

Στο άρθρο αυτό θα στηριχθούν στο εξής τα επιχειρήματα του βουλγαρικού στοιχείου της Μακεδονίας, ιδιαίτερα μετά το 1878, το οποίο θα διεκδικήσει επίμονα με αλλεπάλληλα υπομνήματα και επικαλούμενο την πληθυσμιακή υπεροχή του,
το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων 
στη Στρώμνιτσα, 
στα Βελεσά, 
στο Νευροκόπι, 
στο Ιστίπ, 
στην Κότσανη και 
στο Κράτοβο.

Η τεράστια αίσθηση που προκάλεσε τόσο στον ελληνισμό του βασιλείου όσο και στους υπόδουλους της Μακεδονίας και της Θράκης η έκδοση του φιρμανιού της Εξαρχίας και ιδιαίτερα η παρουσία του δέκατου άρθρου καθώς και η κατοπινή ρήξη πατριαρχείου — Εξαρχίας, η οποία κατέληξε στο σχίσμα (1872), επέδρασαν σημαντικά στο πολιτικό καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού του μακεδονικού χώρου.

 Έτσι μετά το 1870 εντάθηκαν οι βουλγαρικές ενέργειες για την προσέλκυση των χριστιανικών πληθυσμών στις περιοχές 
Σκοπίων, 
Αχρίδας, 
Νευροκοπίου, 
Μελενίκου, 
Στρώμνιτσας, 
Μοναστηριού, 
Βοδενών και 
Σερρών. 

Οι κάτοικοι των γεωγραφικών αυτών περιφερειών πιέζονταν αφόρητα να υπογράψουν αναφορές και να ζητήσουν την υπαγωγή τους στην Εξαρχία εφόσον συγκέντρωναν την πληθυσμιακή υπεροχή στις περιοχές τους, τη δημιουργία αναγνωρισμένων βουλγαρικών κοινοτήτων και το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων.

Στις περιοχές Βελεσών, Σκοπίων και Αχρίδας, όπου οι χριστιανικοί πληθυσμοί είχαν στην συντριπτική πλειοψηφία τους βουλγαρική εθνική συνείδηση, διορίστηκαν στα 1873—1874 Βούλγαροι εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι. 
Σγραγίδες βουλγαρικών εκκλησιαστικών εκπροσώπων.
Στην επαρχία Πρεσπών και Αχριδών η εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης έγινε ιδιαίτερα αισθητή μετά το 1872.

Σε ολόκληρη τη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας η βουλγαρική διείσδυση αντιμετώπιζε τις έντονες αντιδράσεις των συμπαγών ελληνικών, ελληνόφωνων ή ξενόφωνων, πληθυσμών.

Στις αρχές της Ανατολικής κρίσης (1875—1878) η Μακεδονία με την ευρεία της γεωγραφική έννοια, που περικλείεται σήμερα από’ ελληνικά, σέρβικά και βουλγαρικά εδάφη, αποτελούσε μια μεγάλη γεωγραφική περιφέρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Τα βιλαέτια Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσόβου

Η πιο αποδεκτή για την εποχή εκείνη οροθεσία της μείζονος Μακεδονίας προσδιόριζε ως

ανατολικό σύνορό της τις δυτικές κλιτύς της Ροδόπης και τον ρου του Νέστου.

Στο νότο η οροθετική γραμμή κατευθυνόμενη από ανατολικά προς τα δυτικά ακολουθούσε το Αιγαίο, τον Όλυμπο, τα Καμβούνια και τα Χάσια ως την οροσειρά της Πίνδου περιλαμβάνοντας τις πόλεις και κωμοπόλεις Κατερίνη, Λιτόχωρο, Σέρβια, Σιάτιστα και Γρεβενά.

Στα δυτικά η ευθεία κατευθυνόταν από την Πίνδο και το Γράμμο προς τις λίμνες των Πρεσπών, την Αχρίδα και τα όρη Γιαμπλάνιτσα και Κόραμπ.

 Στο βορρά η ίδια ευθεία ακολουθούσε την οροσειρά του Σαρ (Σκόρδου), την ορεινή χώρα στα βόρεια και ανατολικά των Σκοπίων καθώς και το όρος Ρίλα.

Τα βορειότερα όρια του ελληνισμού τοποθετούνταν στα νότια της νοητής ευθείας, η οποία άρχιζε από το Νευροκόπι, διέσχιζε το Μελένικο και κατέληγε στην Αχρίδα. 

Τα επίκαιρα αστικά κέντρα, τα οποία αποτελούσαν τα φυσικά όρια των ελληνικών εδαφικών αξιώσεων στη Μακεδονία, θεωρούνταν 
η Καβάλα, 
η Δράμα, 
οι Σέρρες, 
το Μελένικο, 
το Νευροκόπι, 
η Βροντού, 
το Πετρίτσι, 
το Δεμίρ Χισάρ, 
η Στρώμνιτσα, 
το Μορίχοβο, 
το Μοναστήρι, 
η Ρέσνα, 
το Κρούσοβο, 
η Αχρίδα, 
η Κοριτσά, 
η Κολωνία, 
τα Γρεβενά και 
οι δυτικές περιφέρειες του καζά Ελασσόνας.

 Έξω από το γεωγραφικό χώρο των ελληνικών βλέψεων στη Μακεδονία διαβιούσαν οι αξιόλογες ελληνικές κοινότητες των Βελεσών, των Σκοπίων, της Πρισρένης, του Κουμανόβου και του Ελβασάν.

Κανένα διεθνές πολιτικό γεγονός δεν προκάλεσε ωστόσο την εποχή αυτή τόσο μεγάλη αίσθηση και δεν είχε τόσο σημαντική απήχηση στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, όσο η διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1876.

Η διάσκεψη αυτή, η οποία ασχολήθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα ζητήματα και με τη μελλοντική τύχη της Μακεδονίας, — ήταν η πρώτη φορά που η διεθνής διπλωματία εξέταζε και καθόριζε το πολιτικό καθεστώς της μείζονος Μακεδονίας — απογοήτευσε κυρίως τους ελληνικούς (ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους και αλβανόφωνους) πληθυσμούς της Μακεδονίας και προκάλεσε την έντονη αγανάκτησή τους.
Ο Νικολάι Πάβλοβιτς Ιγνάτιεφ

Αρχιτέκτονας του τελικού σχεδίου που υιοθετήθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις, αν και απορρίφθηκε στη συνέχεια από την τουρκική πλευρά, η οποία δεν δέχθηκε σχετική πρόταση για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων,
 υπήρξε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ.
Ο εθνολογικός χάρτης του Kiepert

Ο Ιγνάτιεφ κατέχοντας άριστα τα εθνολογικά ζητήματα της βαλκανικής χερσονήσου και βασιζόμενος ουσιαστικά στα σπουδαιότερα πορίσματα του εθνολογικού χάρτη, που είχε συνταχθεί την εποχή εκείνη από τον εξέχοντα Αυστριακό γεωγράφο Heinrich Kiepert, ο οποίος εμφάνιζε εντυπωσιακή τη βουλγαρική παρουσία σχεδόν ως τα παράλια του Αιγαίου, εκμεταλλεύθηκε απόλυτα τη διεθνή συγκυρία, αλλά και τη χαλαρή στάση της Αγγλίας, για να επιβάλει τις απόψεις του.

Οι τελικές θέσεις της διάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως δικαίωσαν τις διεκδικήσεις των Βουλγάρων που πρόβαλαν ιδιαίτερες αξιώσεις στο μακεδονικό και στο θρακικό χώρο με το αιτιολογικό ότι κατείχαν την πληθυσμιακή υπεροχή στις περιοχές εκείνες.

Αντίθετα αγνόησαν την παρουσία των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών των γεωγραφικών αυτών περιφερειών, αλλά και τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς, η οποία θεωρούσε ότι το βουλγαρικό κράτος θα έπρεπε να επεκταθεί στη γεωγραφική ζώνη, που περικλειόταν ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και του Δούναβη.

Έτσι τελικά, η Βουλγαρία διαιρέθηκε κάθετα σε δύο βιλαέτια (γεωγραφικά τμήματα):
 στην Ανατολική Βουλγαρία με πρωτεύουσα το Τίρνοβο και στη Δυτική με πρωτεύουσα τη Σόφια.

 Το δυτικό βιλαέτι θα περιλάμβανε τα σαντζάκια Σόφιας, Βιδινίου, Νις, Σκοπίων, Μοναστηριού (εκτός από τους καζάδες της Κοζάνης και των Σερβίων),
τους τρεις βόρειους καζάδες του σαντζακιού Σερρών (Μελενίκου, Νευροκοπίου, Δεμίρ Χισάρ) και τους βόρειούς καζάδες του σαντζακιού Θεσσαλονίκης
(Στρώμνιτσας, Τίκφες και Βελεσών).

Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως δεν είχαν καμία ουσιαστική συνέπεια γιατί στα τέλη Δεκεμβρίου του 1876 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Μιντάτ πασάς, ο οποίος θέσπισε Σύνταγμα, γεγονός το οποίο χρησιμοποίησε η Πύλη ως πρόσχημα, για να απορρίψει τις προτάσεις των μεγάλων δυνάμεων.

 Η ρωσική διπλωματία προσαρμοσμένη οριστικά πια στην ιδέα ενός επικείμενου ρωσοτουρκικού πολέμου, προσπάθησε ν’ απαλύνει τον δυσμενή αντίκτυπο της συνδιάσκεψης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική πλευρά με την επίσκεψη του Ιγνάτιεφ στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1877, αλλά η προσπάθειά του αυτή δεν καρποφόρησε.
Τα γεγονότα επρόκειτο να εξελιχθούν ραγδαία.

Η νικηφόρα έκβαση του ρωσοτουρκικού πολέμου για την Ρωσία, οδήγησε στην υπογραφή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου. 

Πραγματικά, την ίδια μέρα που ξεσηκωνόταν ο ελληνισμός της Μακεδονίας και συγκροτούνταν η προσωρινή κυβέρνηση των επαναστατών του Ολύμπου, δηλαδή στις 21 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878, υπογράφτηκαν οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης του Αγ. Στεφάνου ανάμεσα στη ρωσική και στην τουρκική πλευρά.

Το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου σκόρπισε μεγάλη απογοήτευση στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, οι οποίοι δεν σταμάτησαν ποτέ να ελπίζουν σε μια ενεργότερη παρέμβαση του ελληνικού κράτους στο μακεδονικό ζήτημα και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους στην παρουσία του ελληνικού στρατού στις υπόδουλες επαρχίες και στην αξιοποίηση της διεθνούς συγκυρίας από την ρωσοτουρκική διένεξη. 

Ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη μέσα τους η πεποίθηση ότι τα ελληνικά στρατεύματα θα αναλάμβαναν ένοπλη δράση (με τη συμπαράσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας) ώστε δεν διανοούνταν με κανένα τρόπο να πιστέψουν ότι είχε ήδη υπογράφει η ρωσοτουρκική ανακωχή.

Παρά το γεγονός ότι η Μακεδονία δεν είχε καταληφθεί κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από το ρωσικό στρατό, ο Ιγνάτιεφ, βασιζόμενος στα όσα είχαν συμφωνηθεί από τις μεγάλες δυνάμεις κατά τη διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, ζητούσε ν’ αποδοθεί στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο τμήμα της Θράκης και της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης.

Χάρτης  Συνθήκης Αγίου Στεφάνου
Τελικά κατά την χάραξη των ορίων της σχεδιαζόμενης βουλγαρικής ηγεμονίας, το βουλγαρικό κράτος περιλάμβανε πολλές ελληνικές πόλεις, όπως το Μοναστήρι, την Καστοριά, την Έδεσσα στη Δυτική Μακεδονία, την Καβάλα στην Ανατολική Μακεδονία, αλλά και άλλα παράλια ελληνικά κέντρα στον Εύξεινο Πόντο.

Μόνο η περιοχή της Θράκης στα νότια της Ροδόπης και ανατολικά του Πόρτο Λάγο, η Χαλκιδική, η πόλη της Θεσσαλονίκης και οι περιοχές στα νότια της Βέροιας — Καστοριάς παρέμειναν οθωμανικές.

Έτσι λοιπόν οι προκαταρκτικοί όροι της ειρήνης του Αγ. Στεφάνου, σύμφωνα με την άποψη του F. Adanir, «αποτέλεσαν την ανταμοιβή των εξαρχικών πληθυσμών της Μακεδονίας για τις μακροχρόνιες προσπάθειές τους για εκκλησιαστική και εθνική ανεξαρτησία».

Στην πραγματικότητα όμως παράβλεψαν την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνισμού της Μακεδονίας είτε αυτός ήταν ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, βλαχόφωνος, παραγνώρισαν τα νόμιμα δικαιώματά του και συντέλεσαν στην ουσιαστική συρρίκνωσή του.

Μάλιστα ο Ιγνάτιεφ, για να προλάβει ενδεχόμενες βίαιες ελληνικές αντιδράσεις, σκόπευε το συντομότερο να εγκαταστήσει τις ρωσικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές στα διαφιλονικούμενα μέρη.
Γι αυτό το σκοπό διόρισε το Ρώσο πρόξενο Χίτροβο ως πολιτικό επίτροπο της Μακεδονίας στο Μοναστήρι.

Ως ελάχιστη παραχώρηση προς τις εθνικές μειονότητες του νέου βουλγαρικού κράτους η συνθήκη πρόβλεπε ότι κατά την οργάνωση της βουλγαρικής ηγεμονίας θα λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη τα συμφέροντα των εθνοτήτων αυτών σε περιοχές μεικτής πληθυσμιακής σύνθεσης.

Ολόκληρος ο ελληνισμός συγκλονίστηκε από τους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου.

Οι ελληνικοί σύλλογοι της Κωνσταντινουπόλεως, όπως και κατά τη διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, ανέλαβαν και πάλι την πρωτοβουλία για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Συντονιστική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Θρακιώτες Α. Τυχάρη και Β. Σαρακιότη, και τους Μακεδόνες Μ. Παπαδόπουλο και Κ. Κρικότσο δραστηριοποιήθηκε ενεργά με τη συνεργασία και άλλων φιλολογικών συλλόγων της Κωνσταντινουπόλεως για την υποστήριξη των ελληνικών δικαίων με τη δημοσίευση στατιστικών και εθνολογικών χαρτών και την πραγματοποίηση πολυάριθμων εγγράφων διαμαρτυριών εκ μέρους των ελληνικών πληθυσμών των υπόδουλων επαρχιών.

Βασικός στόχος των ελληνικών προσπαθειών υπήρξε η ενημέρωση των διπλωματικών εκπροσώπων των μεγάλων δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη καθώς και των Ευρωπαίων δημοσιογράφων.

Γι αυτό το σκοπό ακόμη είχε ανατεθεί σε εξέχοντες Έλληνες από τη Μακεδονία και τη Θράκη η περιοδεία των ευρωπαϊκών πρωτευουσών και η επιτόπια επαφή με σημαντικούς κυβερνητικούς παράγοντες για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων.

Ωστόσο η σφοδρή αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων στους προκαταρκτικούς όρους της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου ματαίωσε τα προβλεπόμενα κατά τη ρωσοτουρκική συμφωνία.
Τα όρια των Βαλκανικών χωρών
σύμφωνα με την Συνθήκη Βερολίνου (1878)

 Η τελική ρύθμιση του εδαφικού καθεστώτος της Μακεδονίας καθορίστηκε οριστικά κατά το συνέδριο του Βερολίνου (1878).

Το κείμενο της συνθήκης του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878) προσκαλούσε την Πύλη να συμφωνήσει με την Ελλάδα ως προς τη συνοριακή διαρρύθμιση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, θέσπιζε την ίδρυση βουλγαρικής ηγεμονίας και πρόβλεπε ουσιαστικές μεταβολές στο πολιτικό καθεστώς της Ανατολικής Ρουμελίας.

Για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλεγόταν και η Μακεδονία, προβλέφτηκε από το άρθρο 23 η επιβολή διοικητικών μεταρρυθμίσεων σύμφωνα με τον οργανικό Νόμο της Κρήτης (1868), που θα εισηγούνταν στο σουλτάνο μεικτές επιτροπές σε κάθε διοικητική περιφέρεια με τη συμμετοχή του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου.

Έτσι κατά τη διετία 1879 —1880 συστάθηκαν τοπικές επιτροπές στις πρωτεύουσες των βιλαετίων Θεσσαλονίκης, Αδριανουπόλεως, Μοναστηριού και Ιωαννίνων, για να μελετήσουν και να στείλουν στην Κωνσταντινούπολη σχέδια διοικητικών μεταρρυθμίσεων, που έδιναν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους το δικαίωμα να συμμετέχουν στην τοπική διοίκηση.
Αποφασιστική σημασία για το πολιτικό μέλλον της Μακεδονίας είχε ακόμη η παραχώρηση της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης στην Αυστρία — στα 1878 ορίζεται η προσωρινή κατοχή των δύο επαρχιών από την Αυστρία και στα 1881 μετατρέπεται σε οριστική προσάρτηση — γεγονός, το οποίο αποστέρησε τη Σερβία από οποια'δήποτε διέξοδο προς τα δυτικά και αναγκαστικά έστρεψε την προσοχή της προς το μακεδονικό χώρο, όπου επρόκειτο να συγκρουστούν οι εθνικές βλέψεις της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας.

Η εκκρεμότητα που άφηνε το συνέδριο του Βερολίνου τόσο ως προς την τελική ρύθμιση του συνοριακού ζητήματος της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όσο και ως προ τη διευθέτηση των υπόλοιπων θεμάτων των υπόδουλων επαρχιών υποχρέωσε την επίσημη ελληνική πολιτική να μεταβάλει την «άψογη» στάση της, για να εκβιάσει την Τουρκία και τις μεγάλες δυνάμεις.

Η συνεχιζόμενη επανάσταση της Δυτικής Μακεδονίας έδινε το απαραίτητο έρεισμα για τη διαιώνιση της αναταραχής στο μακεδονικό χώρο με τη συγκατάβαση και την υποκίνηση της ελληνικής κυβέρνησης.

Αλλά και τα άλλα βαλκανικά κράτη, όπως η Βουλγαρία, η Σερβία, η Ρουμανία και η αλβανική εθνότητα, δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα από την τελική ρύθμιση των εδαφικών ορίων τους και στο εξής θα επικεντρώσουν την προσοχή τους στην προσπάθεια να συμπεριλάβουν στην επικράτειά τους τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, που ζούσαν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία.

 Έτσι ο σκληρός ανταγωνισμός των βαλκανικών κρατών, που σημειώνεται ειδικότερα μετά το 1878 στο χώρο της Μακεδονίας, δικαιολογείται απόλυτα από την εθνολογική σύσταση της γεωγραφικής αυτής περιοχής.
Η ερμηνεία και η ανάλυση του πολύπλοκου αυτού θέματος εμπίπτει θεματικά σε μια άλλη ενότητα της πορείας του μακεδονικού ζητήματος, η οποία αρχίζει μετά το συνέδριο του Βερολίνου και καλύπτει χρονικά την περίοδο 1878—1908.

Ενδεικτικό γεγονός για την αναταραχή, 
η οποία επικρατεί στη Μακεδονία ανάμεσα στους χριστιανικούς πληθυσμούς της, 
μετά το 1878, 
αποτελεί η βουλγαρική εξέγερση, 
που σημειώθηκε το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου
 στις περιοχές της Βορειοανατολικής Μακεδονίας Μάλες — Κρέσνας.

Στην εξέγερση αυτή συμμετείχαν και αρκετοί Έλληνες, Θεσσαλοί και Μακεδονίας, που προσδοκούσαν στην οριστική κατάργηση της τουρκικής εξουσίας και πρότασσαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τις οποιεσδήποτε εθνικές διαφορές των χριστιανών.

Κατά τη χρονική περίοδο, που προηγήθηκε του συνεδρίου του Βερολίνου, οι σερβικές ενέργειες δεν είχαν πάρει ακόμη σημαντικές διαστάσεις στο μακεδονικό χώρο.

Η «Επιτροπή για τα σχολεία και τους εκπαιδευτικούς της Παλαιάς Σερβίας», η οποία επιχορηγούνταν από το σέρβικά υπουργείο Εξωτερικών, είχε αναλάβεί τη μόρφωση Μακεδόνων μαθητών στη Σερβία και την κυκλοφορία σερβικών σχολικών εγχειριδίων σε διάφορα σχολεία της Μακεδονίας.

 Ο σερβοτουρκικός πόλεμος του 1876 διέκοψε όμως προσωρινά το έργο των Σέρβων στο μακεδονικό χώρο, στον οποίο θα επαναδραστηριοποιηθούν πιο συστηματικά οι σερβικές ενέργειες στα τέλη της δεκαετίας του 1880—1890.

Την περίοδο του συνεδρίου του Βερολίνου έχουμε τα πρώτα σημάδια της εθνικής αφύπνισης των Αλβανών, οι οποίοι ανησυχούσαν σοβαρά για μια ενδεχόμενη επέκταση του Μαυροβουνίου και για τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Ήπειρο, τμήμα της οποίας, το σαντζάκι της Κοριτσάς, περιλαμβανόταν στα όρια του βιλαετιού Μοναστηριού.

Η ίδρυση του Αλβανικού Συνδέσμου της Πρισρένης, τον Ιούνιο του 1878, απέβλεψε στην αποτροπή της προσάρτησης εκείνων των εδαφών, που θεωρούνταν αλβανικά και στη δημιουργία αυτόνομου καθεστώτος μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Στα πλαίσια των αλβανικών προσπαθειών για την ενημέρωση των μεγάλων δυνάμεων που συνεδρίαζαν στο Βερολίνο, εντάσσεται και η αποστολή αλλεπάλληλων αιτήσεων και υπομνημάτων στους εκπροσώπους, που ζητούσαν την ίδρυση αυτόνομου αλβανικού κράτους.

Παρά την αντίθεση των Αλβανών, η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη δημιουργία ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους σύμφωνα με το πρότυπο της Αυστροουγγαρίας.

Γεγονός όμως είναι ότι τουλάχιστο ως το τέλος του 1878, αλλά και αργότερα ακόμη, η αλβανική κίνηση δε στάθηκε δυνατό να διεισδύσει σημαντικά στο μακεδονικό χώρο, γιατί προσέκρουε στη μόνιμη αναρχία που επικρατούσε στις περιοχές εκείνες, όπου διαβιούσαν συμπαγείς αλβανικοί πληθυσμοί, στις έντονες πολιτιστικές και θρησκευτικές αντιθέσεις του αλβανικού λαού, στα αντικρουόμενα πολιτικά συμφέροντα της Ιταλίας και της Αυστρίας και στην αντίδραση της Πύλης για τη δημιουργία αλβανικού κράτους.

Αλλά και η Ρουμανία μολονότι δεν διατηρούσε καμία ελπίδα να επεκταθεί εδαφικά στο μακεδονικό χώρο, έντεινε ιδιαίτερα τις , προσπάθειές της μετά το συνέδριο του Βερολίνου αποβλέποντας στον προσηλυτισμό των βλαχόφωνων πληθυσμών και επιδιώκοντας να δημιουργήσει κάποιο μελλοντικό ενέχυρο για μια ευνοϊκότερη ρύθμιση των συνοριακών διαφορών της με τη Βουλγαρία ως προς την Δοβρουτσά.

Δυσαρεστημένη ακόμη από την προσάρτηση της Βεσσαραβίας στη Ρωσία μετά το 1878, αλλά και από την παρουσία 6.000.000 περίπου Ρουμάνων στις αυστροουγγρικές επαρχίες της Τρανσυλβανίας, του Βανάτου και της Βουκοβίνας, η ρουμανική πολιτική σε ένδειξη «παροξυσμού εθνικής φιλοτιμίας», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ν. Βλάχος, έστρεψε την προσοχή της άμεσα στη Μακεδονία.

Μεγάλη ένταση σημείωσαν οι ρουμανικές ενέργειες στα βιλαέτια Ιωαννίνων και Μοναστηριού ύστερα από το συνέδριο του Βερολίνου και ουσιαστικά μετά την ίδρυση του Μακεδονορουμανικού συλλόγου στο Βουκουρέστι (1879) και την ίδρυση ρουμανικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Ασθενέστερη παρουσιάζεται ωστόσο η ρουμανική δραστηριότητα στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης.

Η ρουμανική κίνηση, η οποία δραστηροποιήθηκε μετά το 1860 στον μακεδονικό χώρο και απέβλεψε στην προσέλκυση των ελληνοβλαχικών πληθυσμών έχοντας επικεφαλής τον Απόστολο Μαργαρίτη, διείσδυσε αρχικά ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς του Βερμίου με πρωτεργάτες τον ιερέα Αβέρκιο.

 Ο Αβέρκιος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για τον προσηλυτισμό βλαχόφωνων νέων της ανατολικής Πίνδου στη ρουμανική κίνηση εκπαιδεύοντας ορισμένους απ' αυτούς στο Βουκουρέστι.

Μολαταύτα οι σύντονες ενέργειες των ρουμανιζόντων, όπως προκύπτει και από την άντληση των αρχειακών μαρτυριών, δεν στάθηκε δυνατό να καρποφορήσουν.
Τα ρουμανικά σχολεία που άρχισαν να ιδρύονται μετά το 1859, όπως στο Μεγάροβο, στο Τύρνοβο, στο Γκόπεσι και σε διάφορες άλλες κωμοπόλεις της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας, λειτούργησαν με καθαρά υποτυπώδη μορφή και συγκέντρωσαν μόνο ελάχιστους μαθητές.

Γενικότερα όμως η ανάπτυξη της ρουμανικής κίνησης παρά τις σοβαρές ενέργειες και την επίσημη ηθική και υλική συμπαράσταση του ρουμανικού κράτους, της αυστριακής πολιτικής, αλλά και την ευνοϊκή στάση του καθολικού δόγματος και των Γάλλων προξένων της Μακεδονίας, δεν στάθηκε δυνατό ακόμη και μετά το 1878, ν’ αποκτήσει έστω και φαινομενικά υποτυπώδη λαϊκά ερείσματα.

Οι εθνικές διεκδικήσεις των βλαχόφωνων πληθυσμών του μακεδονικού χώρου, όπως μαρτυρούν οι ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές, ήταν απόλυτα ταυτισμένες μ’ εκείνες των υπόλοιπων Ελλήνων, που ζούσαν κάτω από τον τουρκικό ζυγό.

Οι Ελληνόβλαχοι της Μακεδονίας, που αποτελούσαν το οικονομικά ισχυρότερο και πληθυσμιακό συμπαγέστερο στοιχείο της βορειοδυτικής κυρίως ζώνης της, συντηρούσαν από μόνοι τους πολυάριθμα ελληνικά σχολεία και πρόσφεραν τεράστια για την εποχή εκείνη ποσά για την εύρυθμη λειτουργία τους.

Στις παραμονές του Κριμαϊκού πολέμου σημαντικές διαστάσεις άρχισε να παίρνει στο μακεδονικό χώρο η διάδοση του καθολικισμού και ο προσηλυτισμός των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών στην Ουνία, οι οποίοι έβλεπαν την προσχώρησή τους στο καθολικό δόγμα ως μέσο σωτηρίας από τον σκληρό τουρκικό ζυγό.

 Η δράση του καθολικισμού στις ελληνικές χώρες κατά την τουρκοκρατία, κυρίως μέσω των ιεραποστολών των Ιησουιτών και των Λαζαριστών, είχε αποκτήσει ήδη από πολύ παλαιότερα σημαντικά ερείσματα στα νησιά του Αιγαίου, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στη Θεσσαλονίκη.

Γύρω στα μέσα του Ι9ου αιώνα περίπου χρονολογείται η παρουσία οργανωμένων καθολικών ιεραποστολών των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη και στο Μοναστήρι.

 Ως εκείνη την εποχή το τάγμα των Ιησουιτών διεύθυνε την ενορία της Θεσσαλονίκης (μέχρι το 1773) και από τα τέλη του 18ου αιώνα (1783) αντικαταστάθηκαν οι Ιησουίτες από τους μισιονάριους του τάγματος του Αγ. Βικεντίου του Παύλου, δηλαδή τους Λαζαριστές.

Η καθολική ιεραποστολή των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη υπήρξε γαλλική. Κατεύθυνε τις προσπάθειές της κυρίως στην ίδρυση καθολικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και στην προσέλκυση του ντόπιου χριστιανικού στοιχείου στον καθολικισμό.

Με την έκρηξη του Κριμαϊκού πολέμου δημιουργήθηκαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την επέκταση των ενεργειών της και προς την πρωτεύουσα του πασαλικιού Μοναστηριού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου