Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρουμελίας- Ρωμυλίας από την προ­σάρτηση μέχρι και τον ξεριζωμό (1885 -1914)

Θρακική τοιχογράφια του 4ου π.Χ αιώνα από την Τούμπα
του Καζανλάκ
Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
Ιστορία του Βόρειου ελληνισμού
ΘΡΑΚΗ
 (οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Τα μέτρα που πάρθηκαν μετά το 1885 από το βουλγαρικό κράτος, στοχέυσαν με μαθηματική ακρίβεια στην συστηματική φυλετική αφο­μοίωση και στον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου της Βόρειας Θρά­κης. 

Ο εκβουλγαρισμός του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης επιτεύχθη­κε με διάφορους τρόπους.

Καθοριστική σημασία είχε η δημοσίευση σχε­τικού διατάγματος, το οποίο αφορούσε την εφαρμογή του άρθρου 10 του νόμου «περί δημοσίας εκπαιδεύσεως» του έτους 1891.

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το οποίο μέχρι την εποχή εκείνη δεν είχε τεθεί σε ισχύ, 
όλοι οι Βούλγαροι υπήκοοι,
 ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους,
 ήταν υποχρε­ωμένοι
 να στέλνουν τα παιδιά τους από 6-12 ετών
στα βουλγαρικά δημοτικά σχολεία.

Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή του διατάγματος αυτού ήταν τραγικές.

Τα ελληνικά δημοτικά σχολεία έκλεισαν, ενώ τα κτίρια και οι πόροι των σχολείων περιήλθαν σε βουλγαρικά χέρια.


 Πα­ράλληλα λήφθηκαν περιοριστικά μέτρα για την μέση ελληνική εκπαί­δευση έτσι ώστε η φοίτηση να καθίσταται προβληματική.
Γενικά η εφαρμογή του νόμου του 1891 ήταν εντελώς αντίθετη προς τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου και προς τα σχετικά διατάγματα της νομο­θεσίας του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρουμελίας.

Ένα δεύτερο ουσιαστικό μέτρο για τον ακρωτηριασμό του βορειοθρακικού ελληνι­σμού ήταν η μη αναγνώριση των ελληνικών ορθοδόξων κοινοτήτων ως νομικών προσώπων, που είχε σαν βασικές συνέπειες την διαρπαγή της ακίνητης περιουσία τους και την απόρριψη των ελληνικών αγωγών από τα αρμόδια βουλγαρικά δικαστήρια.

 Έτσι π.χ. η ελληνική κοινότητα της Βάρνας συρόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στα δικαστήρια με το αιτιολογικό ότι κατείχε παράνομα την μεγάλη και πλούσια μονή του Αγ. Κωνσταντίνου. 

Η ελληνική κοινότητα της Βάρνας έχασε τελικά το μο­ναστήρι και καταδικάσθηκε στην πληρωμή των εξόδων της δίκης και των εσόδων από την δεκαετή επικαρπία του

Για να πληρώσει το ποσό αυτό, η ελληνική κοινότητα της Βάρνας πούλησε το πιο προσοδοφόρο κτήμα της, το Λουτρό (της Βάρνας), του οποίου τα έσοδα κάλυπταν το μεγαλύ­τερο τμήμα των δαπανών για την συντήρηση των ελληνικών εκπαιδευτι­κών ιδρυμάτων.

Οι βουλγαρικές κυβερνήσεις προχώρησαν μετά το 1885 στην αντι­κατάσταση όλων των Ελλήνων δημοσίων και δημοτικών υπαλλήλων, οι οποίοι υπήρξαν μετά την ίδρυση του βουλγαρικού κράτους οι κύριοι εκπρόσωποι της βουλγαρικής επιστήμης και της διοίκησης.

 Ακόμη επέ­βαλαν βαρείς φόρους στους Έλληνες της Βόρειας Θράκης με σκοπό την εξουθένωση της οικονομικής αντοχής τους, διευκόλυναν και ενθάρρυναν με κάθε τρόπο την μετανάστευση βουλγαρικών πληθυσμών στα παράλια ελληνικά αστικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου και εξαπέλυσαν οξύτατες επιθέσεις κατά των Ελλήνων δια μέσου του Τύπου.

Το μέτρο για τον εμπορικό αποκλεισμό του κυρίαρχου οικονομικά ελληνικού στοιχείου επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Βόρεια Θράκη και έπληξε ζωτικά ελληνικά συμφέροντα. 

Το 1889 η δημαρχία του Στενήμαχου έγινε βουλγαρική και οι Έλληνες εκλογείς αποκλείσθηκαν από τις δημοτικές εκλογές.

 Το 1890 καταλήφθηκαν οι εκκλησίες Δερμέν-Δερέ (Φερδινάνδοβο), Χάσκιοϊ, Αρ­βανιτοχωριού και τα ελληνικά σχολεία του Χάσκιοϊ. 

Σχολείο στο Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας. Έτος 1900

Το 1891 ψηφίσθηκε από την βουλγαρική Βουλή 
η κατάργηση
της ελληνικής γλώσσας από τα ελληνικά σχολεία
αλλά αυτό αποφεύχθηκε προσωρινά μέχρι το 1906.

Από το 1891-1903 έγιναν καταλήψεις και συλήσεις ναών και μοναστηριών στον Στενήμαχο, στην Φιλιππούπολη, στο Καβακλή, στην Κούκλενα και στα Βοδενά.

Το φημισμένο γεωργιανό μοναστήρι του 11ου αιώνα της Παναγίας Πετριτζονίτισσας (Μπατσκόβου) —από τις αρχές του 11ου αιώνα ελληνικό και σταυροπηγιακό— καταλήφθηκε το 1894.

Το μονα­στήρι της Παναγίας Πετριτζονίτισσας απείχε 12 χιλιόμετρα από τον Στε­νήμαχο και έπεσε σε βουλγαρικά χέρια από σφαλερούς χειρισμούς του πατριαρχείου και του τελευταίου ηγουμένου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά το 1870
είχαν παραχωρηθεί στους Βουλγάρους
 17 μητροπόλεις με 142 μοναστήρια
 και στους Έλληνες 
5 μητροπόλεις (Φιλιππουπόλεως, Αγχιάλου Πύργου, Σωζοπόλεως, Μεσημβρίας και Βάρνας) με 11 μονα­στήρια. 

Τα μοναστήρια αυτά ήταν 
4 στην Ροδόπη (της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Πετριτζονίτισσας ή του Μπατσκόβου, του Αγ. Κηρύκου ή Αγ. Παρασκευής (κοντά στα Βοδενά), των Αγ. Αναργύρων (κοντά στην Κούκλενα) και του Αγ. Γεωργίου (κοντά στην Μπελάστιτσα της Φιλιππουπόλεως), 
4 στην Μαύρη Θάλασσα (του Αγ. Κωνσταντίνου και του Αγ. Δημητρίου κοντά στην Βάρνα, της Αγ. Αναστασίας κοντά στον Πύργο και του Αγ. Γεωργίου κοντά στην Αγχίαλο), 
το μοναστήρι της Ροζινού (κοντά στο Μελένικο),
 της Λάμπουσας κοντά στο Μουσταφά Πασά (Σβίλενγκραντ) και
 της Ζωοδόχου Πηγής στην περιοχή Νευροκοπίου. 

Πά­ντως, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να περισώσει ορισμένα πολύτιμα κειμήλια από την βουλγαρική διαρπαγή και επιχείρησε να πραγματοποιή­σει την εικονική πώληση ελληνικών κοινοτικών και μοναστηριακών κτημάτων σε πλούσιες ομογενείς της Κωνσταντινουπόλεως και της Φιλιππουπόλεως χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.

Το μέτρο που απέβλεπε στην εθνολογική αλλοίωση του ελληνικού στοιχείου των επίκαιρων αστικών κέντρων της Ανατολικής Ρουμελίας και του Εύξεινου Πόντου με την διαρκή συσσώρευση βουλγαρικών πλη­θυσμών σ’ αυτά, άρχισε να εφαρμόζεται ήδη από το 1878 και ν’ αποδίδει θετικά αποτελέσματα για την βουλγαρική πλευρά. 

Είναι ενδεικτικό το γεγονός, σύμφωνα με τα πεπραγμένα του βουλγαρικού γυμνασίου Φιλιππουπόλεως του σχολικού έτους 1881 -1882, ότι από τους 715 μαθητές του μόνο οι 112 ήταν Φιλιππουπολίτες, ενώ στο αντίστοιχο ελληνικό εκπαι­δευτικό ίδρυμα από τους 145 συνολικά μαθητές περισσότεροι από 120 ήταν ντόπιοι.

Πολύ πιο διευρυμένη υπήρξε η αναλογία στο εξατάξιο βουλγαρικό παρθεναγωγείο και στο αντίστοιχο ελληνικό της Φιλιππουπόλεως, αν λάβει κανείς υπόψη και το δεδομένο ότι το ελληνικό στοιχείο της πόλης γνώριζε διαρκή αριθμητική συρρίκνωση ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

 Ορισμένοι επιμέρους παράγοντες όπως η μεταναστευτική κίνηση των αρρένων κατοίκων (για εμπορικούς κυρίως λόγους), η ελάτ­τωση των συνοικεσίων στους κόλπους της ελληνικής κοινότητας σε αντίθεση με τις συχνές επιγαμίες των ελληνικών και των βουλγαρικών οικογενειών, καθώς και η κατάληψη διοικητικών θέσεων από Έλληνες που επέφερε αμέσως τον εκβουλγαρισμό τους (εφόσον μόνον Βούλγαροι μπορούσαν να διορισθούν σ’ αυτές), συνέβαλαν βαθμιαία στην αφομοίω­ση του ελληνικού στοιχείου της Φιλιππουπόλεως.

Σύμφωνα με στατιστι­κές πληροφορίες της μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως το 1906 υπήρχαν στην Φιλιππούπολη 1014 ελληνικές οικογένειες.
Στις 11 Μαΐου του 1910 είχαν απομείνει (μετά τον εκπατρισμό τους) μόνο 354.

Μέχρι το 1906 αναφέρεται σε υπόμνημα του πατριαρχείου προς την Πύλη (από 13/26 Ιουλίου 1906) 
ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Βουλγα­ρίας και της Ανατολικής Ρουμελίας έφτανε τις 100.000 ψυχές.

 Ο ελληνι­σμός στις περιοχές εκείνες είχε 
117 εκκλησίες και 
8 μοναστήρια, 
66 σχολεία αρρένων και θηλέων (χωρίς τα νηπιαγωγεία) με 
186 άτομα διδα­κτικό προσωπικό και 
7.749 μαθητές. 

Το σκηνικό της ιστορικής πορείας του βορειοθρακικού ελληνισμού μέχρι τους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906 περιγράφει ο Κ. Μυρτίλος Αποστολίδης στο συνθετικό έργο του για την Φιλιππούπολη με τα εξής:

«Ούτω οι Έλληνες Βούλγαροι πολίται, καίπερ νομοταγείς και φιλήσυχοι και ουδαμώς αναμειγνυόμενοι εις τας κομματικάς διαπάλας, δεν ήσαν ισότιμοι τοις Βονλγάροις απέναντι των νόμων, εφορολογονντο δοσαναλόγως,
απεκλείοντο των δημοτικών και κυβερνητικών θέσε­ων,
ουδαμώς εβοηθούντο εις την συντήρησιν των σχολείων αυτών, ει και σχολικόν φόρον ετησίως κατέβαλλαν, εμειονέκτουν εν τψ στρατω θητεύοντες.

Εφ ’ όσον δε ήττον αι τε επίσημοι και ιδωτικαίενέργειαι εν τη νοτία Θράκη και τη Μακεδονία προς επέκτασιν του Βουλγαρισμού και των κατακτητικών διαθέ­σεων αυτού ευωδούντο ένεκα της κατά φυσικόν δίκαιον αμύνης υπέρ βωμών και εστιών των Μακεδόνων και Θρακών Ελλήνων και του πατριαρχείου, επί τοσούτον μάλλον οι εν Βουλγαρία Έλληνες υφίσταντο τα αντίποινα των βουλγαρικών αποτυχιών.

Από του βήματος της Βουλής και των δικαστηρίων,
 εν συλλαλητηρίοις και εθνικαίς εορταίς, 
εν τω σχολείω και
 τω τύπω 
υβρίζετο το Ελληνικόν έθνος, 
η θρησκεία του, 
η γλώσσα του, 
ο πολιτισμός του, 
διότι πάντα ταύτα συνετέλεσαν 
εις την καταστροφήν (!) του Βουλγαρικού έθνους
 και είναι κώλυμα εις την πρόοδον και το μεγαλείον του Βουλγαρισμού. 

Και ιστορικαί δε αλήθειαι και γεγονότα παρεποιούντο, 
όπως εμφυσηθή εις την νεολαίαν και τον λαόν 
πνεύμα μισελληνισμού. 

Τότε υπό τα όμματα αυτά των αρχών Ελληνικοί ναοί και μοναί κατελαμβάνοντο υπό του μαινομένου όχλου χωρίς να επιστραφώσιν υπό των ανευθύνων κυβερνήσεων εις τους νομίμους απ ’ αιώνων δικαιού­χους αυτών, Έλληνες. Βούλγαροι, πολίται προεπηλακίζοντο και εξυλοκοπούντο χωρίς να τυγχάνουν της προστασίας των διοικητικών αρχών, Ελληνικά καταστήματα ελεηλατούντο της αστυνομίας, θεωμένης απαθώς τα συμβαίνοντα, σχολεία κατελαμβάνοντο και κοινότητες διελύοντο και δημοτικά συμβού­λια εκ Βουλγάρων συγκροτούμενα επεβάλλοντο διά της βίας εις αμειγή Ελλη­νικά κέντρα επικυρουσών των εκάστοτε κυβερνήσεων τας εκνόμους και ανελευθέρους ταύτας πράξεις μεθ ’ όλας τας διαμαρτυρίας των Ελλήνων μητροπο­λιτών και των κοινοτικών αρχών».
Macedonia-Thracia-Illyria-Moesia-Dacia 1849.
Alexander G. Findlay

2.    Από το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 το πολιτικό καθεστώς των Ελλήνων Βορειοθρακών παρουσίαζε διαρκή επιδείνωση λόγω της στυγνής βουλγαρικής καταπίεσης τόσο στο εκκλησιαστικό και στο εκπαιδευτικό πεδίο όσο και στους διοικητικούς μηχανισμούς του βουλγαρικού κράτους.

Στο εθνικό κάλεσμα του 1897 έσπευσαν ν’ ανταποκριθούν 1.200 Ανατολικορουμελιώτες από 
τα Βοδενά, 
τον Στενήμαχο, 
την Κούκλενα, 
το Καβακλή, 
την Φιλιππούπολη και άλλες πόλεις, 
οι οποίοι σχημάτισαν εθελοντικό σώμα με επικεφαλής τον Στενημαχίτη Μιχ. Γκάνογλου, έφεδρο λοχαγό του ελληνικού στρατού, και ήλθαν στην Ελλάδα με πλοία από τον Πύργο. 

Στις αρχές του εικοστού αιώνα το μακεδονικό ζήτημα άρχισε να σκιάζει επικίνδυνα τις σχέσεις των βαλκα­νικών κρατών, ιδιαίτερα τις ελληνοβουλγαρικές και τις ελληνοτουρκι­κές.

Οι ελληνικές επιτυχίες που σημειώθηκαν στην Μακεδονία στα 1904-1905,
 στην Όστιμα (Τρίγωνο), τον Αύγουστο του 1904, 
στο Ζέλενιτς (Σκλήθρο), τον Νοέμβριο του 1904, και 
στο Ζέλοβο (Αντάρτικό) τον ίδιο μήνα, η έναρξη της ελληνικής κινητοποίησης στον Βάλτο των Γιαννι­τσών, στο Βέρμιο και στο Μορίχοβο στα 1905 
και ιδιαίτερα ο αντίκτυπος από την τρομακτική επιχείρηση της Ζαγορίτσανης (Βασιλειάδα), 
τον Μάρτιο του 1905, 
είχαν σοβαρότατες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίω­σης του ελληνισμού της Ανατολικής Ρουμελίας. 

Τα γεγονότα της Ζαγο­ρίτσανης συγκλόνισαν την βουλγαρική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και προδιάθεσαν με δυσμένεια την Πύλη απέναντι σε ολόκληρο τον υπό­δουλο ελληνισμό. 

Παρολαυτά, ακόμη και μετά τα τραγικά αυτά συμβά­ντα, η επίσημη βουλγαρική πολιτική συνέχιζε να δείχνει διαλλακτική στάση απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα προσπαθώντας να καθησυχάσει τα οξυμμένα βουλγαρικά πνεύματα και αποτρέποντας τα αντίποινα στον βορειοθρακικό ελληνισμό.

Ήταν αδύνατο ωστόσο να κοπάσει ο ερεθι­σμός των βουλγαρικών πληθυσμών.

Το καλοκαίρι του 1906 ξέσπασαν οι ανθελληνικοί διωγμοί στην Ανατολική Ρουμελία και στα κυριότερα επί­καιρα ελληνικά αστικά κέντρα της Φιλιππουπόλεως, του Στενήμαχου, του Πύργου, της Βάρνας, που κορυφώθηκαν με την καταστροφή της Αγχιάλου. 

Οι ελληνικές επιτυχίες στην Μακεδονία αντισταθμίσθηκαν με την εκτόνωση του βουλγαρικού πληθυσμού, την καταστροφή των ελλη­νικών περιουσιών, την καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου με κάθε μέσο και την μαζική μετανάστευσή του.

Προοίμιο των τραγικών συμβάντων του καλοκαιριού του 1906 αποτέλεσαν τα γεγονότα της Βάρνας τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου.

 Τον συντο­νισμό των βουλγαρικών ενεργειών στην Ανατολική Ρουμελία είχαν επωμισθεί από το 1902 ο βουλγαρικός «Πατριωτικός Σύνδεσμος» της Φιλιππουπόλεως και ο σύλλογος «Βούλγαρος ο Φιλογενής»,
ο οποίος είχε ιδρυθεί από τον Δραγούλεφ και στόχευε στην εξόντωση του ελληνικού στοιχείου. 

Ο σύλλογος αυτός είχε οργανώσει επανειλημμένα ανθελληνι­κά συλλαλητήρια στην Βάρνα, στην Σόφια, στην Φιλιππούπολη, στον Στενήμαχο, στον Πύργο και αλλού, τα οποία δεν περιορίζονταν μόνο σε απλές διαμαρτυρίες και ψηφίσματα, αλλά εκτρέπονταν σε αρπαγές και καταστροφές των ελληνικών περιουσιών και σε κακοποιήσεις των Ελλήνω κατοίκων με την εποπτεία και την ανοχή των βουλγαρικών αρχών.

Στα τέλη Απριλίου του 1906, όταν έγιναν τα εγκαίνια του λιμανιού της Βάρ­νας, Βούλγαροι μαθητές προκάλεσαν καταστροφές στις ελληνικές συνοι­κίες της πόλης και ανάλογο φαινόμενο παρατηρήθηκε κατά την γιορτή των Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου.

Στις αρχές Ιουνίου του 1906 ο βουλγα­ρικός πληθυσμός της Βάρνας απαγόρευσε την άφιξη του νέου Έλληνα μητροπολίτη Νεόφυτου και με προσβλητικές εκφράσεις σε βάρος του δημιούργησε ταραχές στην πόλη.

Από τότε γενικεύθηκε η ένταση με την προκλητική παρουσία των κομιτατζήδων και την κατάληψη και την λεηλάτηση των ελληνικών ναών του Αγ. Νικολάου, του Αγ. Γεωργίου, της Αγ. Παρασκευής καθώς και του ελληνικού νοσοκομείου του Παρασκευά Νικολάου.

 Σύγχρονα διαδραματίζονταν ανθελληνικές σκηνές στο Ρουχτσούκ, στην Σούμλα, στο Παζαρτζίκ, στο Μπαλτζίκ, στην Καβάρνα και σε άλλα μέρη.

Χάρη στην παρέμβαση των Ευρωπαίων προξένων και τις αλλεπάλληλες πιέσεις των Ελλήνων κατοίκων της Βάρνας ματαιώθηκε με την μεσολάβηση του νομάρχη η λεηλάτηση των ελληνικών καταστημά­των και οι κομιτατζήδες υποχρεώθηκαν να στραφούν προς τον Πύργο, όπου κατέλαβαν την ελληνική εκκλησία και το ελληνικό σχολείο της πόλης, και από εκεί κατευθύνθηκαν προς την Αγχίαλο, την οποία πυρπό­λησαν.

Η κρίσιμη μέρα για τον ελληνισμό της Φιλιππουπόλεως υπήρξε η 16η Ιουλίου 1906, η παραμονή της τοπικής εκκλησιαστικής γιορτής της μεγαλομάρτυρος Αγ. Μαρίνας. 

Την μέρα εκείνη διαδίδονταν ότι επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην πόλη βουλγαρικό συλλαλητήριο υπέρ της Μακεδονίας με άγνωστα επακόλουθα, γεγονός, το οποίο υποχρέωσε τον αρχιμανδρίτη Φώτιο Μανιάτη, εκπρόσωπο του μητροπολίτη Φωτίου, και τον γιατρό Σωτ. Αντωνιάδη να ενημερώσουν σχετικά τον Βούλγαρο νο­μάρχη που έσπευσε να εγκαταλείψει την πόλη.

Ήδη, από την παραμονή του βουλγαρικού συλλαλητηρίου παρατηρήθηκε γενικό προσκλητήριο των Βουλγάρων, ενώ έφταναν ενισχύσεις από την Σόφια με την παρό­τρυνση του Βουλγαρομακεδόνα υπουργού των Εσωτερικών Νικ. Γεννάδιεφ και αντικαταστάτη του πρωθυπουργού Πετκώφ.

Την Κυριακή κατα­λήφθηκε από τους Βουλγάρους η εκκλησία του Αγ. Χαραλάμπους στο προάστειο Μαρασίου, ενέργεια, η οποία φόβισε το ελληνικό στοιχείο και το ανάγκασε ν΄ αναστείλει την λειτουργία των ελληνικών ναών.

Την ίδια μέρα γενικεύθηκε η αναταραχή. Βούλγαροι κατάστρεψαν το ελληνικό καφενείο του Καραμάνου και προχωρώντας με ιαχές δια μέσου της κε­ντρικής οδού «Ηγεμόνος Αλεξάνδρου», που οδηγούσε προς την ελληνική μητρόπολη, λεηλάτησαν το κέντρο των Ελλήνων υπηκόων «Ομόνοια».

Αμέσως μετά εισέβαλαν στην μητρόπολη της Αγ. Μαρίνας και κατάστρεψαν τα πάντα.

 Ο αρχιμανδρίτης Φώτιος σώθηκε από θαύμα, αφού τραυματίσθηκε σοβαρά.

Μεγάλες καταστροφές υπέστησαν τα γραφεία των συλλόγων «Αναγέννησις» και «Ισχύς», οι εκκλησίες του Αγ. Δημητρίου και του Αγ. Κωνσταντίνου, το νηπιαγωγείο του συλλόγου
 «Ευρυδί­κη», το ελληνικό παρθεναγωγείο και τα Ζαρίφεια διδασκαλεία, στον λό­φο των Σχοινοβατών, το κτίριο του συλλόγου «Ορφεύς» στην συνοικία της Αγ. Παρασκευής και η ομώνυμη σταυροπηγιακή εκκλησία, καθώς και το μέγαρο της σχολής Μαρασλή.

Ορφέας ο Θράξ.

Με το σύνθημα «dolu Ghürtsite» (κάτω οι Έλληνες) άρχισε στην συνέχεια η λεηλάτηση της ελληνικής αγοράς της Φιλιππουπόλεως και των καταστημάτων της.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο ελληνικού υπομνήματος που υποβλήθη­κε στα 1927 στην υποεπιτροπή ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως στην Σόφια, το ανθελληνικό κίνημα του 1906 στην Φιλιππούπολη είχε σαν αποτέλεσμα 
να διαρπαγούν από τους Βουλγάρους 
5 ελληνικές εκ­κλησίες (Αγ. Μαρίνας [η μητρόπολη], Αγ. Παρασκευής, Μ. Κωνσταντί­νου και Ελένης, Αγ. Δημητρίου και Αγ. Χαραλάμπους), 
8 σχολεία (Μαράσλειος σχολή, γυμνάσιο θηλέων, η άλλοτε ελληνική Κεντρική Σχολή, Ζαρίφειο οικοτροφείο θηλέων, δημοτικό σχολείο Αγ. Παρασκευής, νη­πιαγωγεία Νικοδήμου, Αγ. Κωνσταντίνου και Αγ. Μαρίνας) και 
πολλά ελληνικά εργαστήρια, 
μαγαζιά,
σπίτια και 
κτήματα. 

Ήδη, το καλοκαίρι του 1906 είχαν πέσει στην βουλγαρική κατοχή τα μοναστήρια των Αγ. Αναργύρων της Κούκλενας, του Αγ. Κηρύκου Άνω Βοδενών και του Αγ. Γεωργίου Μπελάστιτσας, τα οποία υπάγονταν στην ελληνική μητρόπολη Φιλιππουπόλεως και διέθεταν μεγάλη ακίνητη περιουσία.

Το ζήτημα του διακανονισμού της αποζημίωσης για την κτηματική περιουσία των κυριότερων ελληνικών θρησκευτικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας 
λύθηκε τε­λικά στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης 
έπειτα από επίπονες διαπραγμα­τεύσεις, 
αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις και 
οξύτατες αντιπαραθέσεις 
γύρω από το καίριο πρόβλημα 
αν οι ελληνικές κοινότητες στην Βουλγαρία, 
αποτελούσαν νομικά πρόσωπα ή όχι.


Στο Πύργο οργανώθηκε σύγχρονα με την Φιλιππούπολη βουλγαρικό ανθελληνικό συλλαλητήριο (στις 16 Ιουλίου του 1906). 

Στην συγκέντρω­ση εκείνη επρόκειτο να εκφωνηθούν λόγοι
 σχετικά με την δυσμενή
 για τα βουλγαρικά συμφέροντα 
εξέλιξη των πραγμάτων στην Μακεδονία

Πα­ντού είχαν αναρτηθεί πινακίδες για να ειδοποιηθεί το βουλγαρικό πλήθος και να προσέλθει στην βουλγαρική εκκλησία.
Μόλις έφτασαν τα νέα από την Φιλιππούπολη, οι Βούλγαροι φανατίσθηκαν περισσότερο και άρχι­σαν να κτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών του Πύργου.

Από τότε, το μεσημέρι της Κυριακής, δόθηκε το έναυσμα για την λεηλασία των ελλη­νικών περιουσιών, εκκλησιών και σχολείων χωρίς βέβαια να υπάρξουν θύματα.

Σύγχρονα αναφέρονταν λεηλασίες στο Ρουχτσούκ, όπου κατα­στρέφονταν οι εμπορικές αποθήκες των πλουσίων Ελλήνων Μπέμπη, Παπαμανώλη και πολλών άλλων.

 Στις 23 Ιουλίου Βούλγαροι κατέλαβαν την ελληνική εκκλησία και το σχολείο του Ευσταθοχωρίου, βορειοδυτι­κά του Πύργου, όπου ζούσαν 140 ελληνικές οικογένειες, προκαλώντας τον τρόμο σ’ αυτές.
Αγχίαλος. Ο Ιερὸς Ναὸς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Οι χειρότερες καταστροφές των Βουλγάρων προκλήθηκαν στην Αγχίαλο, όπου οι ελληνοβουλγαρικές διαμάχες είχαν επικεντρωθεί ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα γύρω από την κατοχή του μοναστηριού του Αγ. Γεωργίου.
Το μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου στη Αγχίαλο.

Η βαθμιαία διείσδυση βουλγαρικού πληθυσμού 
στην περιοχή Αγχιάλου
 είχε μεταβάλει την εθνολογική σύνθεσή της 
αλλά μέσα στην πόλη ζούσαν 
5.000 Έλληνες και 500 Βούλγαροι.

Η διεκδίκηση του μο­ναστηριού του Αγ. Γεωργίου είχε προσλάβει επίσημη μορφή εκ μέρους της βουλγαρικής πλευράς και εκεί είχε σταλεί στρατός με πρόσχημα την τήρηση της τάξης έπειτα από τα γεγονότα του Πύργου.
Αγχίαλος αρχές του 20ου αιώνα.

Μόλις ο βουλγα­ρικός στρατός εγκατέλειψε την μονή στις 28 Ιουλίου του 1906,
άρχισε το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου, 
που εκδηλώθηκε με αλλεπάλληλες επιθέσεις ατάκτων Βουλγάρων κατά των εξοπλισμένων Ελλήνων Αγχιαλιτών, 
οι οποίοι υπεράσπιζαν με πείσμα και αποφασιστικότητα την μονή του Αγ. Γεωργίου.

Το τέλος της ελληνικής αντίστασης υπήρξε οικτρό. 

Ανώτατα βουλγαρικά στελέχη της κυβερνήσεως, οι Πετκώφ και Τσάνωφ, κατεύθυναν τις επιχειρήσεις για την καταστροφή της Αγχιάλου και την πυρπό­λησή της.

 Όσοι Έλληνες γλίτωσαν από την τρομερή πυρκαγιά που κατέκαυσε την πόλη, κατέφυγαν στην περιοχή των αλυκών και από εκεί με βάρκες διασώθηκαν στο τουρκικό έδαφος, στην Σμύρνη, στην Κων­σταντινούπολη και στην Αίγυπτο, ενώ άλλοι κατευθύνθηκαν στον Πύρ­γο, στην Μεσημβρία και στην Σωζόπολη, από όπου αναχώρησαν με ατμό­πλοια για την Ελλάδα.

Συνολικά καταστράφηκαν 
707 ελληνικά σπίτια, 
2 ελληνικές εκκλησίες 
και έχασαν την ζωή τους αρκετοί Έλληνες. 

Οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν τα 50.000.000 φράγκα.
 Την ίδια μέρα που πυρπολήθηκε η Αγχίαλος, καταστράφηκαν ελληνικές περιουσίες
 στο Καρναμπάτ (ο ατμόμυλος του Σαρρόπουλου), 
στον Αετό, 
στην Ιάμπολη,
 στην Σήλυμνο, 
στο Κερμενλή και σε άλλα χωριά.

Από θαύμα γλίτωσε ο Στενήμαχος την καταστροφή.

Λίγες μέρες μετά τα γεγονότα της Φιλιππουπόλεως άρχισε η δράση των κομιτατζήδων
στoν Στενήμαχο, αλλά το ελληνικό στοιχείο είχε εξοπλισθεί και είχε οχυρωθεί στα σπίτια του.

 Οι Έλληνες κάτοικοι ειδοποίησαν την βουλ­γαρική κυβέρνηση για το ενδεχόμενο ταραχών και εκείνη κατέστησε υπεύθυνο τον νομάρχη Φιλιππουπόλεως Μανώλωφ, αλλά με απόρρητο τηλεγράφημα ενθάρρυνε την αποκατάσταση του βουλγαρικού γοήτρου στον Στενήμαχο αποβλέποντας, όπως και σε άλλες πόλεις, σε τετελεσμέ­να γεγονότα.

Για καλή τύχη των Στενημαχιτών απούσιαζε ο νομάρχης και ο αντικαταστάτης του, ο πρώτος γραμματέας της νομαρχίας, ο Έλ­ληνας Απ. Τσούντας, έκρυψε το απόρρητο τηλεγράφημα με αποτέλεσμα να σταλεί εκεί στρατός και χωροφυλακή για την προστασία του ελληνι­κού πληθυσμού.
Αγχίαλος

Το ολοκαύτωμα της Αγχιάλου ενέπνευσε πολλούς ποιη­τές, καλλιτέχνες και διανοούμενους και είχε σοβαρότατο αντίκτυπο στο ελληνικό κράτος.

 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα δραματικά γεγονότα του 1906 που συνέβησαν στην Ανατολική Ρουμελία και αποτέλεσαν την αφορμή του ξεριζωμού του βορειοθρακικού ελληνισμού από τις προαιώ­νιες πατρίδες του, είχαν οργανωθεί και σχεδιασθεί με την συμμετοχή επίσημων βουλγαρικών κύκλων, όπως επισημαίνεται σε σχετικό απόσπασμα του αντιπολιτευόμενου βουλγαρικού Τύπου:

«Με ελαφριά την συ­νείδηση η κυβέρνηση επέτρεψε την ολοσχερή καταστροφή βουλγαρικής πόλης (εννοείται της Αγχιάλου). Τα γεγονότα αυτά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες κι αν διαδραματίσθηκαν οπωσδήποτε θα μολύνουν την ιστορία και το βουλγα­ρικό σχίσμα. 
Η παρούσα κυβέρνηση είναι η μόνη υπεύθυνη για την θλιβερή τύχη της Αγχιάλου...» και «...η συμμετοχή των αρχών στους ανθελληνικούς διωγμούς δεν διαψεύσθηκε μέχρι στιγμής και φαίνεται ότι ούτε και στο μέλλον δεν θα μπορέσει να την διαψεύσει η (βουλγαρική) κυβέρνηση».



Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης τον Οκτώβριο του 1922

3.     Στα δύο μεγαλύτερα κέντρα του ελληνισμού, στην Κωνσταντινού­πολη και στην Αθήνα, ο αντίκτυπος των συμβάντων υπήρξε τεράστιος. 

Μάλιστα στην Κωνσταντινούπολη ο Τύπος απαίτησε, 
εκτός από την επιβολή αντιποίνων στο βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδονίας
και την δια­κοπή των ελληνοβουλγαρικών διπλωματικών σχέσεων. 

Στις 2/15 Αυγούστου του 1906 οργανώθηκε στην Αθήνα συλλαλητήριο, ενώ το πατριαρ­χείο και η ελληνική κυβέρνηση διαμαρτύρονταν με υπομνήματα προς τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών κρατών και στην βουλγαρική ηγεμονία.

Στο υπόμνημα του οικουμενικού πατριαρχείου προς τις ευρωπαϊκές κυ­βερνήσεις επιρρίπτονταν οι ευθύνες των γεγονότων στην βουλγαρική κυβέρνηση.
Ανάμεσα σ’ άλλα η ελληνική κυβέρνηση απαίτησε από την βουλγαρική την επανόρθωση των ζημιών.

Οι σφοδρότατες ελληνικές διαμαρτυρίες της επίσημης πολιτικής και του πατριαρχείου καθώς και οι πιέσεις των μεγάλων δυνάμεων από την γενική κατακραυγή υποχρέωσαν την βουλγαρική κυβέρνηση σε προσωρινή αδράνεια και έμμεσα συνέβα­λαν να ματαιωθούν νέες ανθελληνικές ενέργειες κατά το βουλγαρικό συλλαλητήριο της 6/19 Αυγούστου 1906.

Στην ουσία όμως η κατάσταση χειροτέρευε. 

Η βουλγαρική κυβέρνηση πήρε νέα μέτρα για την οριστική απαγόρευση της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων και την πρόσληψη Ελλήνων υπαλλήλων στις κρατικές υπηρεσίες, αξίωσε την ανάκληση ορισμένων Ελλήνων προξενικών υπαλλήλων,

 ζήτησε να μεταβληθεί η στάση του πατριαρχείου ως προς το βουλγαρικό στοιχείο
 της Μακεδο­νίας και της Θράκης

 και υποδαύλισε τις συνεχιζόμενες καταπιέσεις των Ελλήνων κατοίκων, οι οποίοι εκβιάζονταν με την απειλή της καταστρο­φής των περιουσιών τους, για να παραχωρούν με την θέλησή τους τις ελληνικές εκκλησίες και τα πολυάριθμα ελληνικά φιλανθρωπικά και εκ­παιδευτικά ιδρύματα. 

Πολλοί, διακινδυνεύοντας την σωματική ακεραιό­τητά τους, έσπευδαν να καταφύγουν σε ελληνικά εδάφη.
Η επίσημη ελ­ληνική πολιτική, αντιμετωπίζοντας τις αφόρητες πιέσεις της Πύλης και των μεγάλων δυνάμεων για την αναστολή της ανταρτικής δράσης στην Μακεδονία, διαισθανόταν την στάση ουδετερότητας των ευρωπαϊκών κρατών ως προς την άσκηση πίεσης προς την βουλγαρική πλευρά για την απόδοση των δεσμευμένων ελληνικών περιουσιών της Ανατολικής Ρουμελίας και τελικά υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση.

Έτσι δέχθηκε τον Φε­βρουάριο του 1907 τον διορισμό ελληνοβουλγαρικής επιτροπής για να ελεγχθούν οι τίτλοι ιδιοκτησίας των εκκλησιαστικών και των σχολικών ιδρυμάτων των ελληνικών κοινοτήτων της Βουλγαρίας.

Όταν η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε τον Οκτώβριο του 1908 ανεξάρτη­το βασίλειο και η Ανατολική Ρουμελία προσαρτήθηκε και τυπικά σ’ αυτό, το ελληνικό στοιχείο άρχισε να φθίνει ραγδαία παρά το γεγονός ότι διατηρούνταν ακόμη ακμαίες ελληνικές κοινότητες στα παράλια αστικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου, αλλά και στο νότιο τμήμα της σημερινής Βουλγαρίας. 

Κάποιες αμυδρές ελπίδες για την τύχη του βορειοθρακικού ελληνισμού διαφάνηκαν κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο με την σύνα­ψη της ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας, όταν η βουλγαρική κυβέρνηση επέτρεψε την εκλογή εφόρων για τα ελληνικά σχολεία.

Αλλά η διάλυση της συμμαχίας διέψευσε τα πάντα.

Από τις αρχές του 1914 άρχισαν και πάλι οι ανθελληνικοί διωγμοί. 

Τότε καταλήφθηκαν οι ελληνικές εκκλη­σίες και τα ελληνικά σχολεία, όσα είχαν μείνει ακόμη ανέπαφα.

Έτσι π.χ. στην Βάρνα κυριεύθηκαν οι εκκλησίες του Αγ. Αθανασίου (η μητρό­πολη), της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της Αγ. Παρασκευής και του Αγ. Γεωργίου.

 Ακόμη καταλύθηκαν τα ακίνητα της ελληνικής κοινότητας και έκλεισαν τα ιδιωτικά ελληνικά σχολεία των Γεωργίου Ζαφειροπούλου και Νικ. Παρουσιάδου.

Στην Σωζόπολη εγκαταστάθηκαν στα 1913 Βούλγαροι πρόσφυγες, διωγμένοι από τους Τούρκους από την γεωγραφι­κή περιφέρεια Αδριανουπόλεως. 

Ορισμένοι φανατισμένοι απ’ αυτούς κα­τέλαβαν στις 29 Μαΐου 1914 με τη βία και την βοήθεια της αστυνομίας την μητρόπολη του Αγ. Γεωργίου, τις δύο βυζαντινές εκκλησίες της Κοι­μήσεως της Θεοτόκου και του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου, τον ναό του Αγ. Ζωσίμου και όλα τα εκκλησάκια της πόλης.

Μετά από μερικούς μήνες εξόρισαν και τους Έλληνες ιερείς στην Ελλάδα.

 Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου μετονομάσθηκε σε Άγιο Κλήμεντα.

 Οι Σωζοπολίτες αρνήθηκαν αρχικά να εκκλησιάζονται και να παντρεύονται εκεί, αλλά στην συνέ­χεια η ανάγκη τους το επέβαλε.
Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο στρατολογήθηκαν στο βουλγαρικό στράτευμα, αλλά πολλοί απ’ αυτούς λιπο­τάκτη σαν και έφυγαν στην Ελλάδα.

Στην Ανατολική Ρουμελία καταλύθηκε και τυπικά τον Ιούνιο του 1914 η ελληνική εκκλησία έπειτα από την σύλληψη και την απέλαση του πατριαρχικού εκπροσώπου Φωτίου και την απομάκρυνση όλων των Ελλή­νων κληρικών, οι οποίοι είχαν απομείνει μετά την καταστροφή του 1906. 

Μετά τον Ιούνιο του 1916, η Ελλάδα, τασσόμενη επίσημα στο πλευρό της Entente, βρέθηκε αντιμέτωπη με την Βουλγαρία, γεγονός, που χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο το πολιτικό καθεστώς των εναπομεινάντων Ελλήνων.
 Η ήττα της Βουλγαρίας και η ευνοϊκή για τα ελληνικά συμφέ­ροντα έκβαση του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αναζωπύρωσαν πρόσκαι­ρα τις χιμαιρικές ελπίδες του ελληνισμού της Ανατολικής Ρουμελίας.

Η συνθήκη του Νεϊγύ (1919) έκλεισε για πάντα το κεφάλαιο της ιστορικής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου της Βόρειας Θράκης στην σημερινή Βουλγαρία.

Η σύμβαση εκούσιας ελληνοβουλγαρικής μεταναστεύσεως και ανταλλαγής περιουσιών πραγματοποιήθηκε από το 1922-1932.

Πολ­λοί ήλθαν στην Ελλάδα και αρκετοί παρέμειναν στην Βουλγαρία εκφρά­ζοντας κρυφά την ελληνική συνείδησή τους.

Μετά την καταστροφή της Αγχιάλου (1906) οι πρόσφυγες Αγχιαλίτες ήλθαν στην Ελλάδα (στον Πειραιά και στην Αθήνα) και ένα χρόνο περίπου αργότερα άρχισαν να εγκαθίστανται στην σημερινή Νέα Αγχίαλο του Βόλου. 

Ειδική επιτροπή ήλθε σ’ επαφή με τον πλούσιο ομογενή της Ρουμανίας Παναγιώτη Τοπάλη, ο οποίος παραχώρησε στους Αγχιαλίτες δωρεάν μεγάλη έκταση, η οποία περιλάμβανε τα χωριά Δημητριάδα, Άκιτζι και Καραμπάσι.

Το δεύτερο ρεύμα των Αγχιαλιτών προσφύ­γων ήλθε στην Ελλάδα μετά την ελληνοβουλγαρική σύμβαση για την ανταλλαγή των πληθυσμών (Νεϊγύ, 1919) και εγκαταστάθηκε στην Μακε­δονία κοντά στην Θεσσαλονίκη, όπου σχημάτισε τον νέο συνοικισμό «Νέα Αγχίαλος».

 Στην Αγχίαλο της Βουλγαρίας παρέμειναν μετά το 1919 364 ελληνικές οικογένειες.

 Οι Έλληνες του Πύργου ήλθαν στην Ελλάδα μετά το 1906 και κατά την χρονική περίοδο 1923-1925 και εγκαταστάθη­καν στην Αλεξανδρούπολη, στο Κιλκίς, στην Αγχίαλο της Μακεδονίας, στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στον Βόλο, στον Πειραιά και σ’ άλλες περιοχές. 

Από την Βάρνα η ροή των προσφύγων προς την Ελλάδα υλοποιήθηκε σε τρία διαδοχικά ρεύματα. 

Λιγοστοί Βαρναίοι ήλθαν μετά το 1906 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Ευξεινούπολη της Θεσσα­λίας και σε άλλες ελληνικές πόλεις ή στο εξωτερικό.

Το δεύτερο ρεύμα, σαφώς ογκωδέστερο από το πρώτο, παρατηρήθηκε μετά την έκρηξη του δεύτερου βαλκανικού πολέμου (1913) και κατευθύνθηκε κυρίως προς την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη. Το τρίτο ρεύμα ήλθε στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της σύμβασης του Νεϊγύ (1919) και εγκαταστάθηκε στον Πει­ραιά και στην Θεσσαλονίκη, όπου δημιουργήθηκε ο συνοικισμός «Νέα Βάρνα».

Το 1906 ζούσαν στην Μεσημβρία 
1.000 ελληνικές οικογένειες, 
11 βουλγαρικές και 
7 τουρκικές. 

Πολλοί Μεσημβριανοί, τρομοκρατημένοι από τα γεγονότα της Αγχιάλου, ήλθαν στην Ελλάδα και έζησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Ευξεινουπόλεως.

Το κύριο ρεύμα των Μεσημβριανών ήλθε στην Ελλάδα το 1925 και διασκορπίσθηκε σε διάφορα αστικά κέντρα του βορειοελλαδικού χώρου (Μακεδονία και Θράκη), ενώ 92 οικογένειες παρέμειναν στην Μεσημβρία.
Πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία/
Στρατόπεδο προσφύγων στην Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1914 – 1918

Μετά το 1906 πολλοί κάτοι­κοι της Σωζοπόλεως ήλθαν στην Ελλάδα και μαζί με άλλους συμπατριώ­τες τους από τον Πύργο, την Βάρνα, την Καβάρνα, το Μπαλτζίκ, την Μεσημβρία και άλλα μέρη συνοικίσθηκαν στην Ευξεινούπολη κοντά στον Αλμυρό του Βόλου.

Οι δυσχερέστατες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, ανάγκασαν ορισμένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και άλ­λους τους έφεραν στην Αγχίαλο της Μακεδονίας.

Ο κύριος όγκος των Σωζοπολιτών ήλθε στην Ελλάδα στα 1925 και εγκαταστάθηκε στο χωριό Τοψίν (Γέφυρα) της Θεσσαλονίκης και στην Σωζόπολη των Μουδανιών.

 Αρκετοί Σωζοπολίτες, μεταξύ των οποίων και πολλοί Έλληνες υπήκοοι, οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα μεταναστεύσεως, παρέμειναν στην Σωζό­πολη της Βουλγαρίας και διατήρησαν την ελληνικότητά τους. 

Οι μεγαλύ­τερες ομάδες των Ελλήνων προσφύγων του Στενήμαχου εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Βέροιας (Χωροπάνι και Βαρβάρες), της Δράμας (Νέα Στενήμαχος), στο Σέδες, στο Κιλκίς και στην Νέα Αγχίαλο.

 Μετά την κατάληψη του ελληνικού σχολείου και της ελληνικής εκκλησίας των Άνω Βοδενών, 
100 περίπου ελληνικές οικογένειες από τις 400 συνολικά ήλθαν τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1906 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλία κοντά στην Λάρισα και τα Τρίκαλα. 

Οι υπόλοιπες 300 οικογένειες αναχώρησαν για την Ελλάδα μεταξύ 1924-1925, όπου έμειναν στην Ξάνθη, στην Δράμα, στην Προσωτσάνη, στο Σέδες, στην Αγία Βαρ­βάρα και στην Γουμένισσα.

Πριν από το 1906 ζούσαν στην Κούκλενα
 —η παλιά Κούκλενα ήταν το Δερμέν-Δερέ (Φερδινάνδοβο)—
 450 ελληνικές οικογένειες, 
350 τουρ­κικές και 
15-20 βουλγαρικές οικογένειες. 


Ως το 1906 δήμαρχος της Κούκλενας ήταν Έλληνας. 

Το πρώτο βουλγαρικό σχολείο ιδρύθηκε μόλις το 1893.

 Το 1906 οι Βούλγαροι κάτοικοι των γειτονικών χωριών κατέλαβαν τις ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά σχολεία και οι Έλληνες ιερείς εξορίσθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, στην Ξάνθη, στην Δράμα και αλλού.

Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο οι Κουκλενιώτες Έλληνες επιστρατεύθηκαν από τους Βουλγάρους. 

Μεταξύ 1906-1925 μετανάστευσαν όλοι στην Ελλάδα και έζησαν στα περίχωρα της Ξάνθης, των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας, όπου σχημάτι­σαν την «Νέα Κούκλενα».

Το Καβακλί 1904.
Μετά το 1885 και την κατάληψη του ελληνικού Καβακλή, 
του οποίου ο ελληνικός πληθυσμός κυμαινόταν 
σε 5.000 οικο­γένειες
 μαζί με τα περίχωρα 
(Καρυές, Δογάνογλου, Βογιαλίκ, Σιναπλή, Ακμπουνάρ, Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι, Τσεκούρκι), 
ο δήμαρχος και τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου παρέμειναν Έλληνας. 

Έπειτα από τους ανθελληνικούς διωγμούς του 1906 περίπου 200 Καβακλιώτικες οικο­γένειες καθώς και άλλες από τις Καρυές και τα γειτονικά χωριά κατέφυ­γαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλία.

Όσοι έμεναν, υπέφεραν τα πάνδεινα από τους Βουλγάρους, ιδιαίτερα μετά το 1914, όταν έχασαν τα σχολεία και τις εκκλησίες τους.

Έτσι το 1924-1925 μετανα­στέυσαν στην Ελλάδα και διασκορπίσθηκαν σε διαφόρους συνοικισμούς της Μακεδονίας, στο Νέο Καβακλή (Κίρ-Τσιφλίκ) Κομοτηνής, στα Κουφάλια των Γιαννιτσών, στο Λιμπάνοβο (Αιγίνιο), στο Κίτρος Πιερίας, στην Αλεξανδρούπολη, στην Κομοτηνή και στην Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου