Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Εθνότητες της Μακεδονίας: Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

Το Βιλαέτι της Βουλγαρίας.
 René Ristelhueber
 A History of the Balkan Peoples
Ιστορία των Βαλκανικών Λαών.
Μετ. Αναστασία Μεθενίτη-Δ. Στεφανής.

 (οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)




Ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι στους άλλους βαλκανικούς λαούς, 

μια μα­κρόχρονη τουρκική κυριαρχία είχε καταφέρει 

να ναρκώσει την εθνική συ­νείδηση των Βουλγάρων. 

Οι λόγοι γι’ αυτό έχουν ήδη εκτεθεί. Περιοριζόμα­στε να υπενθυμίσουμε ότι η γειτνίαση της Κωνσταντινούπολης έκανε να βα­ραίνει πάνω τους ο οθωμανικός ζυγός πιο άμεσα απ’ ό,τι αλλού και πως αυ­τός χειροτέρευε από έναν έλεγχο της πνευματικής ζωής από τον ελληνικό κλήρο.
Κατάργηση του Πατριάρχη του Τιρνόβου
καθώς και της βουλγαρι­κής λειτουργίας
καταστροφή χειρογράφων τα οποία ρίχτηκαν στις φλόγες, 
ήταν μεταξύ άλλων τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν 
στην προσπάθεια εξελληνισμού της χώρας.

Η μοίρα της μάζας των χωρικών, παρόλο που αυτοί υπέφεραν αναπόφευ­κτα από το γεγονός μιας ξένης διοίκησης, δεν φαίνεται, τουλάχιστον στις αρ­χές, ότι ήταν αισθητά πιο δυσάρεστη από πριν. 

Καθώς οι ευγενείς Βούλγα­ροι τους συμπεριφέρονταν με σκληρότητα, η κατάστασή τους παρέμενε λίγο πολύ η ίδια. 
Φυσικά τα πράγματα ήταν διαφορετικά για την αριστοκρατία, η οποία, στερημένη των προνομίων της κι αποκομμένη από κάθε επιρροή, φά­νηκε να εξαλείφεται σε σημείο που να εξαφανιστεί τελείως. Πάντως οι από­πειρες εξέγερσης ήταν αρκετά σπάνιες. 

Το πολύ πολύ σημειώνονται ορισμέ­νες προς τα τέλη του 17ου και του 18ου αιώνα.

Ο Βούλγαρος Χαϊντούκος
Ίλιο Βοεβόδας
Ильо войвода
Μάλιστα στις αρχές του 19ου αιώνα, η επανάσταση των Σέρβων, όπως και των Ελλήνων, οι ταραχές ση Μολδοβλαχία, προκαλούν μόνο αρκετά αδύναμες αντιδράσεις:

Χαϊντούτοι που επιχειρούν να ενωθούν με τα επανα­στατικά κινήματα,
προσφορές συνεργασίας που παραμένουν χωρίς συνέ­χεια,
αποστολές μερικών εκατοντάδων εθελοντών που συνενώνονται με τα ρωσικά στρατεύματα,
αλλά κανένα ευρύ κίνημα μεταξύ του λαού.

Αδιαφο­ρία, παραίτηση ή αδυναμία δράσης;

Όπως κι αν ήταν, οι Βούλγαροι παρα­μένουν στο περιθώριο του τεράστιου κινήματος που αναταράσσει τότε τη Χερσόνησο, σε σημείο που ακόμη και το όνομά τους συνεχίζει να είναι σχε­δόν άγνωστο.

Αν για τα περισσότερα κράτη η ύπαρξή τους περνούσε ακόμη απαρατή­ρητη, δεν συνεβαινε το ίδιο για τη Ρωσία.



Οι συχνές εκστρατείες των τσάρων στις μολδοβλαχικές επαρχίες τούς είχαν δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουν καλύτερα την παρουσία στην αντίπερα όχθη του Δούναβη ενός λαού που μι­λούσε ένα ιδίωμα που προσέγγιζε την παλιά σλαβονική, είχε την ορθόδοξη θρησκεία και διακήρυττε τους δεσμούς του με τη μεγάλη σλαβική κοινότητα.


 Μετά την προσάρτηση από τη Ρωσία της Βεσαραβίας και ενός τμήματος των εκβολών του Δούναβη το 1812, ο αριθμός των βουλγάρων προσφύγων που έφθανε αναζητώντας καταφύγιο σ’ αυτές τις περιοχές αυξήθηκε σημαντικά.

Στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828 ορισμένοι απ’ αυτούς στρατολογήθηκαν στις τάξεις του αυτοκρατορικού στρατού για να πολεμή­σουν τον κοινό εχθρό, τους Μουσουλμάνους.

Εντούτοις, στο σύνολό του, ο βουλγαρικός λαός απείχε ακόμη πολύ από το να στραφεί προς τον τσάρο ως προστάτη, όπως έκαναν οι Μαυροβούνιοι ή οι Σέρβοι.
Η αφύπνιση του εθνικού αισθήματος έχει την αρχή της σε μια πνευματική αναγέννηση που εστία της υπήρξαν τα μοναστήρια, 
τόσο εκείνο, μακρινό, 
του Αγίου Όρους του Άθω, 

όσο κι αυτό της Ρίλας, 
σκαρφαλωμένο στις από­κρημνες πλαγιές της Ροδόπης και κρυμμένο μέσα σ’ ένα βαθύ δάσος. 

Εδώ συνεχίζονταν μελέτες που ανασταίνοντας το παρελθόν του έθνους υπενθύμι­ζαν στο λαό το αρχαίο μεγαλείο του και αναζωογονούσαν μέσα του το πα­τριωτικό πνεύμα που ήταν ναρκωμένο εδώ και πολλούς αιώνες.

Αναγέννηση τόσο αξιόλογη που ο υψηλόβαθμος φαναριώτικος κλήρος δεν οπισθοχώρη­σε σε τίποτε προκειμένου να την καταπνίξει.
Παίσιος Χιλανδαρινός,Паисий Хилендарски (1722–1773)
Στην κατεύθυνση αυτή πρόδρομος αναδείχθηκε ένας μοναχός του Αγίου Όρους, ο Παΐσιος.

Το 1762 έγραψε σε βουλγαρική γλώσσα μια "Ιστορία του λαού, των τσάρων και των αγίων της Βουλγαρίας".

 «Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας κατηγορούν συχνά», 
έγραφε στην απλοϊκή του εισαγωγή, 
«επειδή δεν διαθέτουμε ιστορία. 
Να γιατί ανέλαβα να συγκεντρώσω αυτό το υλικό».

Το έργο του αποτελεί εκδήλωση πατριωτικής πίστης.
Απευθύνει μια συ­γκινητική έκκληση προς το βουλγαρικό λαό προτρέποντάς τον να επιστρέψει στις παραδόσεις ενός αρκετά λησμονημένου παρελθόντος και να σπάσει τα δεσμά που τον έδεναν με έναν πολιτισμό ξένο προς την εθνική του υπόστα­ση.

Το όνομά του περιβλήθηκε έτσι από απεριόριστο σεβασμό ως του εμψυχωτή της εθνικής ανάστασης.

Εγκαταλείποντας στα γραπτά του τη χρήση της ελληνικής, απαραίτητης τότε,
τόλμησε πρώτος να δώσει το παράδειγμα μιας επιθυμίας απελευθέρωσης
από την ελληνική κουλτούρα.


 Όπως έγραψε ο
Louis Léger, κάθε μορφωμένος Βούλγαρος θεωρούνταν Έλληνας,
 το ίδιο όπως άλλοτε ένας Τσέχος της υψηλής κοινωνίας σκεφτόταν γερμανικά.


Η βουλγαρική γλώσσα, θεωρούμενη ως τότε διάλεκτος χωρικών, εμφανίστηκε ξαφνικά χάρη σ’ αυτόν να προάγεται στην τάξη μιας γλώσσας πολιτισμού άξιας να παρουσιάζεται σε λογοτεχνικά έργα, και το βιβλίο του υπήρξε μια αποκάλυψη.

Η χειραφέτηση αυτή, από τη στιγμή που άρχισε, αναπτύχθηκε με κάποια βραδύτητα αλλά οπωσδήποτε με συνέχεια.
Καθώς είχε δοθεί η ώθηση, το παράδειγμα του Παϊσίου, του πρώτου απ’ τους διανοούμενους πατριώτες, ενέπνευσε ζηλωτές.

 Ο πιο γνωστός, ο επίσκοπος Σωφρόνιος απ’ τη Βράντζα, διέπρεψε τα τελευταία χρόνια του 18ου και στις αρχές του επόμενου αιώνα, κηρύσσοντας το ευαγγέλιο στη βουλγαρική και γράφοντας στη γλώσσα αυτή τα απομνημονεύματά του, όπου, περισσότερο από τη λαμπρότητα του παρελ­θόντος, αναφερόταν στη δυστυχία του παρόντος.

Το βιβλίο του δημοσιεύθηκε στο Βουκουρέστι το 1806 και ήταν το πρώτο που τυπώθηκε στη βουλγαρι­κή γλώσσα.
Όλες αυτές οι προσπάθειες διάδοσης και ανάδειξης της εθνικής γλώσ­σας και κουλτούρας συνέβαλαν στη σταδιακή αφύπνιση του αισθήματος της κοινής γενιάς του λαού εμπνέοντάς τον περηφάνια για την καταγωγή του.
Δεν είχε το ιδίωμά του τα ίδια δικαιώματα στο λογοτεχνικό τομέα με την ελ­ληνική της οποίας το γόητρο είχαν τόσο επιδέξια εκμεταλλευθεί;

Η απόδει­ξη ερχόταν από τα έργα των λογίων του.
Στο εξωτερικό, Βούλγαροι, συνήθως έμποροι που είχαν εγκατασταθεί στη Ρουμανία ή στη Ρωσία -υπολογίζονταν περίπου 40.000 στη Βεσαραβία ενθάρρυναν αυτή την κίνηση.

Η επαφή τους με ήδη εξελιγμένα έθνη είχε αφυπνήσει το πνεύμα τους γρηγορότερα απ’ ό,τι αν είχαν μείνει στη χώρα τους πνιγμένοι απ’ τον τουρκικό ζυγό.

Επίσης, η περιουσιακή τους κατάστα­ση, γενικά πολύ ανώτερη από εκείνη των συμπατριωτών τους, τους επέτρεπε να στηρίξουν οικονομικά την εθνική υπόθεση.

Φαινόμενο ανάλογο μ’ εκείνο που είχε ωθήσει τους Φαναριώτες και τους Έλληνες της Ρουμανίας να δια­δραματίσουν σημαντικό ρόλο στους πρώτους αγώνες για την ελληνική ανε­ξαρτησία.
Στο Βουκουρέστι βρισκόταν μια βουλγαρική αποικία σχετικά πολυάριθ­μη που διέθετε και προσόδους· το ίδιο στην Οδησσό.

Και οι δυο ονειρεύο­νταν ήδη πολιτική χειραφέτηση. 


Αυτοί οι εξόριστοι πατριώτες βρήκαν μια στήριξη πλήρη ζήλου 

από την πλευρά ενός Ρουθηνοΰ

 γνωστού με το όνομα Βενελίνος 

που ενθουσιάστηκε με την υπόθεσή τους. 


Έχοντας την υλική βοή­θεια των Ρώσων, ανέλαβε να κάνει γνωστούς στην Ευρώπη
ους αρχαίους και νέους Βουλγάρους", τίτλος ενός από τα βιβλία του ( 1829) και να μελετή­σει τη γλώσσα τους.
Πέθανε νεότατος ακόμη, στην Οδησσό, με την ικανοποί­ηση πως είχε «υπενθυμίσει στον κόσμο ένα λησμονημένο έθνος».


Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν για να αποκαθαρίσουν τη γλώσσα και να της αποδώσουν τα πρωτότυπα χαρακτηριστικά της, κι η προπαγάνδα που έγινε με σκοπό τη διάδοσή της έδωσαν γρήγορα στη βουλγαρική τη θέση μιας λογοτεχνικής γλώσσας.

Γύρω στο 1825 άρχισαν να διαδίδονται γραπτά έργα στη σύγχρονη βουλγαρική.
Άλλωστε η βοήθεια του σχολείου εμφανιζό­ταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της ανάπτυξής της. Σύντομα έγινε πραγ­ματικότητα.


Βασίλ Απρίλοφ,
Васил Априлов
(1789-1847)
Το 1835 -θεμελιώδης χρονολογία στην ιστορία της χώρας- μέσω βοηθη­μάτων που στάλθηκαν από την Οδησσό, 
ένας μαθητής του Βενελίνου, 
ο Απρίλοφ, άνοιγε με 120 μαθητές στο Γκάμπροβο, 
τοποθεσία ελάχιστα απο­μακρυσμένη από τη Σόφια, 
το πρώτο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που παρείχε διδασκαλία στην εθνική γλώσσα. 

Το παράδειγμα ακολουθήθηκε τόσο γρήγορα που σε δέκα χρόνια μόνο, με την εκτύπωση ήδη σχολικών βιβλίων, άνοιξαν γύρω στα πενήντα ανάλογα ιδρύματα σε όλες τις περιοχές.

Το ίδιο με την τυπογραφία.
Το 1839 μόνο ιδρύθηκε το πρώτο τυπογρα­φείο που χρησιμοποιούσε βουλγαρικούς χαρακτήρες.

Λειτουργούσε ακόμη στη Θεσσαλονίκη.
Ακολούθησε ένα δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγο μετά, ριψοκινδύνευσαν στο εθνικό έδαφος όπου σύντομα υπολογίζονταν πέ­ντε.

Το 1844 εμφανιζόταν η πρώτη βουλγαρική εφημερίδα.


Διαπίστωση λίγο πολύ απρόσμενη, αυτός ο λαός πεισματάρηδων χωρι­κών, ανθεκτικών στη δουλειά, οικονόμων, αλλά προφανώς με μικρή έλξη απ’ τις πνευματικές δραστηριότητες, αποκαλύφθηκε περίεργος για γνώση, άπληστος για μάθηση και πάρα πολύ προικισμένος.

Η αφοσίωση που έδει­χνε στην καλλιέργεια της γης τον έκανε επίσης ικανό για εκπαίδευση και αφομοίωση των υπαρχουσών γνώσεων με αξιοσημείωτη ικανότητα και ταχύ­τητα.
Γκεόργκι Ρακόφσκι,
Георги Раковски 
Πάντως γύρω στο 1850 βρισκόταν πάντα σε καθυστέρηση ως προς τους άλλους λαούς της Χερσονήσου, ήδη όλους στο δρόμο της ανεξαρτησίας.

Πο­λύ λιγότερο ευνοημένοι οι Βούλγαροι θα κατορθώσουν εντούτοις, χάρη στον επίμονο μόχθο τους, να ξεπεράσουν τους σταθμούς και να φθάσουν να ευθυγραμμισθούν λίγο πολύ με τους γείτονες τους γύρω σε πενήντα χρόνια.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναδύονται κάποια ονόματα, κυρίως εκείνο του Ρακόφσκι (1818-1868), συγχρόνως ποιητή, ιστορικού, δημοσιογράφου και πολιτικού ταραχοποιού.

Αφού συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνστα­ντινούπολη, το Παρίσι και τη Μόσχα, εξακολούθησε την περιπλανώμενη ζωή του στις γειτονικές με την πατρίδα του χώρες για να αφιερωθεί στην αφύπνιση του εθνικού αισθήματος.

Εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα της Σερ­βίας, ανέλαβε στο Γκάμπροβο την πρωτοβουλία μιας εξέγερσης που κατεστάλη παρά τις πρώτες επιτυχίες της.

Η αποτυχία αυτή ωστόσο δεν τον εμπό­δισε να γίνει αρχηγός μιας επαναστατικής επιτροπής που ιδρύθηκε στο Βου­κουρέστι.

Δίπλα του ο Καραβελόφ, ο ανεψιός του, και ο Τζάνκοφ διακρίνονταν επίσης ως επικεφαλής της διανοητικής κίνησης.
Ο Λιούμπεν Καραβε­λόφ σπούδασε κι αυτός στο εξωτερικό.
Μεγάλος ταραχοποιός μεταξύ των βουλγάρων προσφύγων είχε γράψει από τους πρώτους πρώτους στη μητρική του γλώσσα μυθιστορήματα που τον κάνουν πρόδρομο των ρομαντικών της χώρας του.

Μερικοί νέοι που ανήκαν στη μικρή μειοψηφία των πλούσιων οικογενει­ών άρχισαν να μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη, στο Robert’s College, το μεγάλο αμερικανικό ίδρυμα της Ανατολής από την εποχή εκείνη.

Επι­στρέφουν εφοδιασμένοι με σημαντικές σύγχρονες γνώσεις και συγχρόνως διαποτισμένοι με ιδέες ελευθερίας και ανεξαρτησίας.

Σιγά σιγά οι έννοιες αυτές διαδίδονται και ξεπερνούν τον κλειστό κύκλο της ελίτ για να φθάσουν όχι ακόμη στις μάζες, αλλά σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό χώρων.

Οι ηγέτες της κίνησης αντιλαμβάνονται ωστόσο ότι θα ήταν μάταιο να θελήσουν να αντιπαρέλθουν τους σταθμούς με τον ισχυρισμό ότι πλέον αποβλέ­πουν στην απελευθέρωση.

Τους χρειάζεται προς στιγμήν να επιτύχουν έναν πιο μέτριο στόχο.

Έτσι οι προσπάθειές τους περιορίζονται στην αφύπνιση της εθνικής συνείδησης,
τη σταδιακή απελευθέρωση από τα δεσμά του ενός λαού υποδουλωμένου εδώ και αιώνες σε μια διπλή ξένη επιρροή, πολιτική και πνευματική, και στην αναζωπύρωση μέσα του της φλόγας του πατριωτι­σμού.


Η Ρωσία παρατηρούσε με ενδιαφέρον μια εξέλιξη που έκανε να διαφαίνεται μπροστά της η προοπτική επέκτασης της επιρροής της σε ένα νέο λαό των Βαλκανίων του οποίου τονίζονταν οι σλαβικές συμπάθειες και φιλοδο­ξίες.


Ήδη το 1841 στη Νις και το 1851 στο Βιδίνιο, στη διάρκεια των αγροτι­κών ταραχών είχε ενθαρρύνει τους στασιαστές.

Από έλλειψη εφοδιασμού σε όπλα, οι κακόμοιροι εξεγερθέντες, αναγκασμένοι να αγωνιστούν με γρο­θιές, δρεπάνια και δικέλες, συντρίφθηκαν άγρια.
Φόνοι, βιασμοί και εμπρη­σμοί τους έκαναν να ξεπληρώσουν την απόπειρά τους.

 Όσο για την ελπίδα που τους έδωσε η προσέγγιση των ρωσικών στρατευμάτων στην αρχή του πολέμου της Κριμαίας, για μια ακόμη φορά προκάλεσε μόνο απογοήτευση.

Αυ­τή την εποχή περίπου η κατάσταση χειροτέρεψε κι άλλο ύστερα απ’ την προ­σέλευση στις περιοχές αυτές πληθυσμών κουρδικής ή τσερκέζικης καταγω­γής, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν να εγκατασταθούν εις βάρος των χωρικών, αλλά συμπεριφέρθηκαν σαν αληθινοί ληστές, λεηλατώντας και αρπάζοντας αλύπητα ανάμεσά τους.
Στη συνέχεια, η καλή διοίκηση ενός νέου τούρκου κυβερνήτη, του Μιντχάτ πασά, που ήθελε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμιστικές ιδέες που περιέχονται στο Τανζιμάτ, είχε πράγματι βελτιώσει κάπως τη μοίρα των πληθυ­σμών.
Η εποχή όμως των διοικητικών μεταρρυθμίσεων είχε περάσει- άρχιζε εκείνη των εθνικών διεκδικήσεων.
Κυρίως μετά την οπισθοχώρηση στην οποία εξαναγκάστηκε η Ρωσία ύστερα από τις αποτυχίες της στην Κριμαία, η τσαρική κυβέρνηση, από επι­θυμία εκδίκησης, ακολούθησε στα Βαλκάνια μια πολιτική ακόμη πιο δρα­στήρια απ’ ό,τι πριν δίνοντάς της ως βάση τον πανσλαβισμό.

Από το 1856 εί­χε συσταθεί στην Αγία Πετρούπολη μια επιτροπή βοήθειας προς τους Σλά­βους η οποία φρόντισε να μην παραμελήσει τη βουλγαρική αφύπνιση.

Χάρη σε πολλές επιχορηγήσεις και διανομές βιβλίων ασχολήθηκε με την ενθάρ­ρυνση της ανάπτυξης των σχολείων και των θρησκευτικών κέντρων ώστε να ισχυροποιήσει το εθνικό αίσθημα και συγχρόνως να το προσαρτήσει στο σλαβικό ιδανικό.


 Η βουλγαρική επιτροπή που συστάθηκε στην Οδησσό δε­χόταν δραστικές ενθαρρύνσεις, όπως και όλοι οι πράκτορες που βοηθούσαν στο έργο της προπαγάνδας.
Γνωρίζουμε ήδη ότι στις χώρες της Ανατολής η εθνική έννοια παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ιδέα.

 Σύμβολο μιας πίστης η Εκκλησία ήταν συγχρόνως κατά κάποιον τρόπο μια σημαία. 


Από δω προκύπτει η απόφαση των εμψυχωτών του βουλγαρικού κινήματος να στρέψουν πρώτα την προσπάθειά τους στη συγκρότηση μιας Εκκλησίας απαλλαγμένης από την ελληνική επιρροή.

Ο αγώνας ήταν μακροχρόνιος, αλλά οι Βούλγαροι έχουν υπομονή και επιμονή.

Οι αξιώσεις τους προσέκρουαν σε μια άγρια αντίσταση εκ μέρους του ελληνικού Πατριαρχείου που διέθετε μεγάλη ισχύ στην Κωνσταντινού­πολη και ήταν αποφασισμένο να διατηρήσει τη θρησκευτική εξουσία στην οποία ερχόταν να προστεθεί η πολιτική επιρροή.

Ύστερα από τον πόλεμο της Κριμαίας, οι υποσχέσεις που έδωσε η Τουρκία σχετικά με την προστα­σία της ελευθερίας της λατρείας των χριστιανών υπηκόων της ενθάρρυναν τους Βουλγάρους να επαυξήσουν την επιμονή τους για να πετύχουν το διορι­σμό εθνικών επισκόπων.

Οι Έλληνες βρήκαν και πάλι τον τρόπο να τους εμποδίσουν.
 Απογοητευμένοι, οργισμένοι αλλά αποφασισμένοι να απελευ­θερωθούν πάση θυσία από την επιρροή του Φαναριού,
 ορισμένοι πατριώτες έδειχναν να μην απέχουν πολύ απ’ το να στραφούν προς τη Ρώμη.

Αμέσως σήμανε συναγερμός στην ορθόδοξη αγία Ρωσία η οποία ενέτεινε τη δραστηριότητά της για την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχομένου.


 Ανησυχία επίσης στην Αγγλία όπου έβλεπαν ήδη την επιρροή της Γαλλίας να επεκτείνεται σε μεγάλο τμήμα των Βαλκανίων.

 Ενισχυμένος από τη ρωσική υποστήριξη ο βούλγαρος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως έφτασε στο σημείο να καταργή­σει το όνομα του έλληνα Πατριάρχη από τις δημόσιες δεήσεις. 


Επρόκειτο για άρνηση της εξουσίας του και εκδήλωση ανεξαρτησίας. Διαμαρτυρία απ’ τη μια, ισχυρογνωμοσύνη απ’ την άλλη, ρωσικές κινήσεις τέλος για να φτάσουν σε μια εξομάλυνση της σύγκρουσης, το ζήτημα παρατάθηκε ακόμη για κάποιο διάστημα μέσα σε βιαιότητες καθώς οι διωγμένοι Έλληνες επίσκο­ποι έπαιρναν εκδίκηση ρίχνοντας τους υποκινητές στη φυλακή.


Ο κόμης Ιγνάτιεφ,
Граф Николай Павлович Игнатиев
 
Το σουλτανινό Φιρμάνι
της Εξαρχίας
Τελικά, η οθωμανική κυβέρνηση, παρά την απέχθειά της να αναμιγνύε­ται σε θρησκευτικές διαφορές μεταξύ χριστιανών, δυσφορώντας από την πα­ράταση της διαμάχης και έχοντας το φόβο μήπως την δει να μεταβάλλεται σε πρόσχημα μιας νέας ταραχής έφτασε το Φεβρουάριο του 1870, υπό την επί­δραση του παντοδύναμου πρεσβευτή του τσάρου, Ιγνάτιεφ, να συγκατατεθεί με τον πιο επίσημο τρόπο, με αυτοκρατορικό φιρμάνι, στη δημιουργία μιας βουλγαρικής Εξαρχίας ξεχωριστής από την Εκκλησία του Φαναριού.

 Στην αρχή εγκαταστάθηκε κι αυτή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά σύντομα η έδρα της μεταφέρθηκε σε βουλγαρικό έδαφος.

Δεκαπέντε εκκλησιαστικές περι­φέρειες διαμοίρασαν μια τεράστια έκταση που συμπεριλαμβανόταν μεταξύ Νις στο βορρά, στα σύνορα με τη Σερβία, ως τη Βελεσά στο νότο, μέσα στην καρδιά της Μακεδονίας, διανομή που μπορούσε να ερμηνευθεί ως αναγνώ­ριση του βουλγαρικού χαρακτήρα όλης αυτής της περιοχής.

Για την υπόθεση των πατριωτών αυτή ήταν μια σημαντική επιτυχία.
Επι­τέλους οι Βούλγαροι αποκτούσαν εθνική Εκκλησία. 
Αδιαφορώντας για τον αφορισμό που απηύθυνε εναντίον τους το ελληνικό Πατριαρχείο ήταν γεμά­τοι από χαρά που συγκεντρώνονταν επιτέλους για πρώτη φορά γύρω από ένα θεσμικό όργανο που αντιπροσώπευε την ενότητά τους και που ήταν απο­κλειστικά δικό τους.

Μεταξύ άλλων προέκυψε μια αξιοσημείωτη ορμή στην ανάπτυξη των σχολείων.
Η θρησκευτική χειραφέτηση αντιπροσωπεύοντας μια σημαντική πρόοδο ενέπνεε ακόμη περισσότερο τον πόθο απόκτησης πο­λιτικής χειραφέτησης.

Από τότε η αναταραχή σ’ αυτό το λαό των χωρικών που κινητοποιούνταν δυσκολότερα απ’ ό,τι οι γείτονές τους πήρε μια μόνιμη μορφή με την υποκί­νηση των επιτροπών από μετανάστες.

Παρόλο που οι νέοι -φοιτητές και δη­μοσιογράφοι· ήταν περισσότερο ανυπόμονοι από τους γέρους -εμπόρους και ιδιοκτήτες- η ίδια πατριωτική σκέψη τους εμψύχωνε. Μετά το θάνατο του Ρακόφσκι βρέθηκαν διάδοχοί του, κυρίως στο πρόσωπο του ατρόμητου Λέφσκι, ιδιοσυγκρασία πραγματικού συνωμότη, ο οποίος αφού για πολλά χρόνια ξεγέλασε την τουρκική αστυνομία τελικά προδόθηκε και απαγχονίστηκε (1873).
Ένας άλλος ταραχοποιός που στη συνέχεια κλήθηκε για ένα σημαντικό ρόλο ήταν βέβαια ο Σταμπούλοφ, ελάχιστα μορφωμένος αλλά δραστήριος, με σπάνια ψυχραιμία, ελκυστική ευγλωττία, ο οποίος κατάφερε να συνεχίσει το έργο του γλυτώνοντας απ’ όλες τις έρευνες. Τα πνεύματα ήταν τόσο πολύ οξυμένα που ολόκληρη η βόρεια Χερσόνησος θα έμπαινε σε αναβρασμό.

Το 1875 η εξέγερση των Σλάβων της Βοσνίας κι έπειτα της Ερζεγοβίνης έδωσε την πρώτη ώθηση σε πολυάριθμα επαναστατικά κινήματα. 

Η Σερβία δεν άργησε να στηρίξει τις διεκδικήσεις των φυλετικών της αδελφών κηρύσ­σοντας τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Σχεδόν 2.000 βούλγαροι εθελοντές ενώθηκαν με τα σέρβικά στρατεύματα.

Την ερχόμενη άνοιξη η Βουλγαρία με τη σειρά της έπαιρνε μέρος στην εξέγερση που γενικευόταν. Επαναστά­σεις ξέσπασαν σε διάφορα χωριά τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια αλυσί­δα των Βαλκανίων:
στη Στάρα Ζαγκόρα έγινε μια εξέγερση χωρικών, κατευθυνόμενη από τον Σταμπούλοφ, ενώ στην περιοχή της Σρέδνα-Γκόρα μια απόπειρα γενικής επανάστασης.


Η τουρκική κυβέρνηση τις κατέστειλε με άκρα αυστηρότητα. 

Με τη βοή­θεια των τρομερών Βασιβουζούκων και των Πομάκων, τους οποίους ήρθαν να συνδράμουν οι Τσερκέζοι που εισήλθαν πρόσφατα στη χώρα για να την αποικίσουν, οι στρατιώτες αυτοί έπεσαν με σφοδρότητα πάνω στα εξεγερμένα χωριά πνίγοντας την επανάσταση στο αίμα.

Μέσα σε έναν ανυπεράσπι­στο πληθυσμό έγινε αληθινό μακελειό που δεν λυπήθηκε οΰτε γυναίκες οΰτε παιδιά.

Ο υπολογισμός του αριθμού των θυμάτων κυμαίνεται μεταξύ 10 και 15 χιλιάδες.

Αφανίστηκαν γύρω στις εξήντα τοποθεσίες, οι εκκλησίες λεηλα- τήθηκαν και πυρπολήθηκαν.

Στην Παναγκιουρίστα η αντίσταση μιας χιλιά­δας εξεγερθέντων καλά οχυρωμένων προκάλεσε παραφροσύνη στους μου­σουλμάνους οι οποίοι τους έσφαξαν όλους αδιάκριτα.

Στη μικρή πόλη Μπατάκ, στους πρόποδες της Ροδόπης, η αιμοχαρής παραφορά ξεπέρασε κάθε φαντασία.

Ολόκληρος ο πληθυσμός -περίπου 5.000 άτομα που αντιστάθηκαν ηρωικά για δύο μέρες- βρήκε το θάνατο χωρίς εξαίρεση.

Έτσι άρχιζε η δια­κυβέρνηση του Αβδούλ Χαμίτ, ο οποίος με την άνοδό του στο θρόνο θα μπο­ρούσε να διεκδικήσει τον τίτλο του "Κόκκινου Σουλτάνου" που του προσέδωσαν στη συνέχεια οι σφαγές της Αρμενίας.
Η είδηση αυτών των φρικαλεοτήτων, που τις ακολούθησαν πυρπολήσεις χωριών, μοναστηριών και αρπαγές κοπαδιών, προκάλεσε έντονη συγκίνηση στην Ευρώπη.

Ενώ παντού εκδηλώθηκε αίσθημα αγανάκτησης, στην Αγγλία εμφανίστηκε με τη μεγαλύτερη ένταση. Σε έναν περίφημο λίβελο, ο Γλάδστων στηλίτευε τις "βουλγαρικές θηριωδίες".

Εσπευσμένα έφτασε επί τόπου ένας βρετανός δημοσιογράφος, ο Μπουρσιέ. Περιέγραψε τις σκηνές ωμότη­τας που μόλις είχαν λάβει τέλος με ένα ρεαλισμό που ενίσχυσε κι άλλο τις συμπάθειες της Ευρώπης για τους Βουλγάρους, οι οποίοι της το αναγνωρί­ζουν πάντα.

Οι βιαιότητες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να παρακινήσουν όλους ανεξαίρετα τους Βουλγάρους στην απαίτηση του άμεσου τέλους του τουρκικού καθεστώτος που είχε παρουσιάσει πολλές αποδείξεις τόσο για την ανικανότητα, όσο και για τη σκληρότητά του.

Επίτροποι που εκπροσωπούσαν τις διάφορες δυνάμεις προχώρησαν σε έρευνες: το αποτέλεσμά τούς ήταν η επιβεβαίωση της θλιβερής πραγματικό­τητας.

 Ξαφνικά λοιπόν η τύχη των Βουλγάρων, που ήταν μέχρι τότε σχεδόν τελείως λησμονημένοι, πέρασε στο πρώτο επίπεδο του ευρωπαϊκού ενδιαφέ­ροντος.

 Το Δεκέμβριο του 1876 μια συνδιάσκεψη που συνήλθε στην Κων­σταντινούπολη συζήτησε την κατάσταση.
Μη θέλοντας να προξενήσει πλήγ­μα στη μεγάλη αρχή της ακεραιότητας της αυτοκρατορίας, εισηγήθηκε τη σύσταση δύο επαρχιών με επικεφαλής χριστιανούς κυβερνήτες και την πα­ροχή ορισμένων προνομίων.
Ο σουλτάνος, κωφεύοντας σε κάθε αίτηση πα­ραχώρησης, απάντησε με μια τακτική που είχε ήδη χρησιμοποιήσει: 

χορηγούσε περισσότερα απ’ ό,τι του είχαν ζητηθεί παραχωρώντας νέο Σύνταγμα (23 Νοεμβρίου 1876) που πρόσφερε σε όλους αδιάκριτα τους υπηκόους του ελευθερία και ισότητα.

Η Ρωσία δεν είχε διάθεση να αφήσει να την κοροϊδέψουν μ’ αυτό το τέ­χνασμα.

Η κυβέρνηση του τσάρου, που είχε αναλάβει πρόθυμα τη βουλγαρι­κή υπόθεση κι έδειχνε επιθυμία για αποκατάσταση του γοήτρου της που είχε κάπως κλονισθεί, έχασε την υπομονή της.

Τον Απρίλιο του 1877 κήρυσσε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.

Τρεις μήνες μετά, τα στρατεύματά της είχαν δια­σχίσει τη Ρουμανία κατόπιν μυστικής συμφωνίας με τον ηγεμόνα Κάρολο και διάβαιναν το Δούναβη για να εισέλθουν στο έδαφος που κατοικούσαν οι Βούλγαροι.

Συνάντησαν εκεί πιο πολύ θερμή υποδοχή παρά πραγματική βοήθεια.


Μια μεγάλη περίοδος δουλείας είχε σημαδέψει υπερβολικά το λαό για να είναι σε θέση να προσφέρει βοήθεια άλλη από την καλή του θέληση και τους τολμηρούς ελεύθερους σκοπευτές του.

Παρά τα τρομερά αντίποινα των οποίων υπήρξε θύμα, όλος ο πληθυσμός μηχανευόταν εντούτοις τρόπους για να ανεφοδιάζει τους ελευθερωτές στρατιώτες, να τους παρέχει οδηγούς, να τους προμηθεύει πληροφορίες.

Σχετικά λίγοι άνδρες ήταν σε θέση να εντα­χθούν στις γραμμές ενός κανονικού στρατού.

Δεν αποτελεί σε καμιά περί­πτωση υποτίμηση του ενθουσιασμού με τον οποίο χαιρετίσθηκε η άφιξη των ρωσικών στρατευμάτων ούτε υποβάθμιση της συμμετοχής που τους είχε προ- σφερθεί.

Αναμφίβολα, ανανεώνοντας τα κατορθώματα των αρχαίων Χαϊντούτων, πολυάριθμοι εθελοντές πολέμησαν στο πλευρό των στρατιωτών του τσάρου και εξακολούθησαν έναν αποτελεσματικό πόλεμο με άτακτους και ενέδρες.

Συχνά όμως είχαν έλλειψη πειθαρχίας και εκδήλωναν μια πολύ φυ­σιολογική τάση να εκδικηθούν τις ωμότητες που διέπραξαν οι Τούρκοι σφάζοντάς τους με τη σειρά τους χωρίς οίκτο όταν παρουσιαζόταν η ευκαιρία.

Πάντως η συνεργασία τους εκτιμήθηκε πραγματικά τότε που οι Ρώσοι είχαν να διαβούν τα στενά της Σίπκα.
Σε υψόμετρο δύο χιλιάδων μέτρων περίπου δεσπόζουν από την κορυφή της οροσειράς των Βαλκανίων στην περιοχή της απέραντης πεδιάδας που οδηγεί προς την Αδριανούπολη και το Βόσπορο.
Παρά την επιμονή που έδειξαν οι Τούρκοι για να υπερασπιστούν το πέρα­σμα, υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν τη θέση μπροστά στην ορμή των Ρώ­σων οδηγούμενων και βοηθούμενων από τους προστάτες τους.

Σήμερα, δί­πλα στο κοιμητήριο όπου σε μια τοποθεσία άγριας επιβλητικότητας αναπαύ­ονται τα θύματα των μαχών που δόθηκαν σ’ αυτά τα υψώματα, έχουν ανεγερθεί μια τεράστια εκκλησία και μια ιερατική σχολή, στη μνήμη της αδελ­φοσύνης των ρωσοβουλγαρικών σωμάτων στρατού. 

Οι νεοσύλλεκτοι αγωνίζονταν λοιπόν γενναία, αλλά τους έλειπε η στρα­τιωτική άσκηση και εμπειρία. Επίσης καθώς ένα τμήμα του ρωσικού στρα­τού βρέθηκε για τέσσερις μήνες ακινητοποιημένο βορειότερα στην Πλέβνα από την άγρια αντίσταση που πρόβαλε ο Οσμάν πασάς, κατάφερε τελικά χά­ρη στη συνδρομή πιο πολύ των ρουμανικών στρατευμάτων παρά των βουλ­γαρικών δυνάμεων να καταλάβει τη θέση ύστερα από μια αιματηρή κι επί­πονη πολιορκία (Δεκέμβριος 1877).

Οι αυτοκρατορικές δυνάμεις, απαλλαγ­μένες από τις ανησυχίες που είχε προκαλέσει η παρουσία στις οπισθοφυλα­κές τους μιας ισχυρής τουρκικής φρουράς διοικούμενης με ενεργητικότητα, προχώρησαν στο εξής με ταχύτητα απωθώντας έναν αποθαρρυμένο εχθρό.

Κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τον Ιανουάριο του 1878 ύστερα από μια σκληρή χειμερινή εκστρατεία τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, της ζηλευτής πόλης, άρχισαν να εμφανίζονται στα μάτια των έκπληκτων μοσκοβιτών στρατιωτών.

Η απόπειρα εφόδου κατά της πρωτεύουσας θα όρθωνε αμέσως ολόκληρη την Ευρώπη εναντίον των φιλοδοξιών του τσάρου.


Χάρτης Συνθήκης Αγίου Στεφάνου.
Ο Αλέξανδρος Β ' αρκέστηκε να επιβάλει στο σουλτάνο μια αυστηρή συνθήκη ειρήνης που υπογράφτηκε στον Άγιο Στέφανο,
ένα προάστιο της Κωνσταντινούπολης.



Με βάση απλώς αυτή τη συνθήκη

η Βουλγαρία, 

την προηγουμένη ακόμη σχεδόν άγνωστη,
 έβλεπε ξαφνικά σαν συνέπεια μιας αλλαγής διακόσμησης 
να ανέρχεται στην τάξη αυτόνομης ηγεμονίας 
εφοδιασμένης με σχετικά ση­μαντική εδαφική έκταση. 


Επρόκειτο για την απότομη ανάσταση της μεγάλης Βουλγαρίας του Συμεών και των Ασέν.

Υστερα από εξαφάνιση έξι αιώνων, ξαναγεννιόταν με σύνορα που εκτείνονταν από το Δούναβη στο βορρά μέχρι το Αιγαίο Πέλαγος στο νότο, κι απ’ τη Μαύρη Θάλασσα στην ανατολή μέχρι τις όχθες του Τίμοκ με την πόλη Νις στη δύση· ακόμη εισερχόταν αρκετά στη Μακεδονία συμπεριλαμβάνοντας το Ουσκούμπ, την Οχρίδα και την Πρέ-σπα, εκτεινόμενη κατά μήκος του Βαρδάρη και του Στρούμα, και καταλήγοντας στο Λουλέ Μπουργκάς και στη Μηδεία.

Με τη συνθήκη του Αγίου Στε­φάνου η Βουλγαρία ξεπρόβαλλε ολόκληρη σαν το πιο σημαντικό κράτος των Βαλκανίων.

Με τα 4,5 εκατομμύρια κατοίκους της, κατείχε σχεδόν τα τρία πέμπτα της Χερσονήσου.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που με τη νέα οροθεσία κόπηκε σε δυο τμήματα, δεν απέμενε πλέον στην Ευρώπη παρά μόνο η Κωνσταντινούπολη και η Αδριανούπολη στην ανατολή, η Θεσσαλονί­κη, ένα τμήμα της Μακεδονίας και η πολυτάραχη Αλβανία στη δύση.

Η Ρωσία, 

αποφασισμένη προς στιγμήν να παραιτηθεί από την κατάκτηση των Στενών, 

εξασφάλιζε μια αξιόλογη ανταμοιβή 
με τη δημιουργία στο κέ­ντρο των Βαλκανίων ενός μεγάλου Κράτους, 
το οποίο, 
οφείλοντας ολοκλη­ρωτικά την ύπαρξή του στην αποκλειστική παρέμβασή της, 
δεν μπορούσε, όπως πίστευε η ίδια, παρά να κλίνει υπάκουα προς την τροχιά της.

 Απότομα, η ρωσική επιρροή υπερπηδούσε τις όχθες του Δούναβη φθάνοντας μέχρι τα ζεστά νερά του Αιγαίου Πελάγους.
Αυτή η προοπτική προκάλεσε στην Ευρώπη τον ίδιο σχεδόν έντονο συνα­γερμό με εκείνον που σημειώθηκε με την απειλή κατά της Κωνσταντινούπο­λης.

Στις καγκελαρίες εκτιμούσαν ότι η δημιουργία μιοίς μεγάλης Βουλγα­ρίας με τα σύνορα που προσδιορίστηκαν στον Άγιο Στέφανο ήταν απαράδε­κτο σχέδιο και αντίθετο προς τις διατάξεις της συνθήκης του Παρισιού που αποτελούσαν εγγύηση για την ακεραιότητα της Τουρκίας.

 Έπρεπε πάση θυ­σία να αναθεωρηθεί η συνθήκη.

Περισσότερο από όλους ύψωνε τη φωνή της η Μεγάλη Βρετανία.
Είχε ήδη στείλει ορισμένα καράβια κοντά στα Πριγκιπονήσια απέναντι από την Κωνσταντινούπολη ενώ στη Μάλτα συγκεντρώνο­νταν στρατεύματα.

Η κυβέρνηση του τσάρου, μπροστά στις επίμονες διαμαρτυρίες της Με­γάλης Βρετανίας, την έκδηλη επιθυμία της να μην κάνει πίσω απέναντι σε μια σύγκρουση και την αντίθεση, λιγότερο σφοδρή αλλά ομόφωνη, των άλ­λων δυνάμεων, ύστερα από τρεις μήνες διστακτικότητας, συμφώνησε να τε­θεί το έργο της σε επανεξέταση. 


Αυτό υπήρξε αντικείμενο του Συνεδρίου του Βερολίνου.




Χάρτης Συνθήκης Βερολίνου.
Η "Μεγάλη Βουλγαρία" βγήκε
ακρωτηριασμένη, έχοντας διαιρεθεί σε τρία τμήματα. 

Στο βορρά, η έκταση που περιλαμβάνεται μεταξύ του Δούνα­βη και της οροσειράς των Βαλκανίων κηρύχθηκε αυτόνομη ηγεμονία με πρωτεύουσα τη Σόφια, παραμένοντας ωστόσο υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου.

Με την ονομασία Ανατολική Ρωμυλία, η περιοχή που εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς των Βαλκανίων και της Αδριανούπολης παρέμενε οθωμανική επαρχία,
 αλλά ένας χριστιανός κυβερνήτης που οριζόταν με κοι­νή συμφωνία μεταξύ της Πύλης και των δυνάμεων και κατοικούσε στη Φιλιππούπολη θα την διοικούσε για μια περίοδο πέντε ετών.



Όσο για τη Θράκη και τη Μακεδονία, αυτές αποτελούσαν αντικείμενο καθαρής κι απλής από­δοσης στην Τουρκία.
Αυτές οι διατάξεις, χωρίς να ικανοποιούν κανέναν, περιέκλειαν αιτίες σύγκρουσης.

 Έχοντας φθάσει για μια στιγμή στον κολοφώνα, οι Βούλγαροι έβλεπαν το όνειρό τους να διαλύεται για να δώσει τη θέση του σε μια πραγ­ματικότητα απεριόριστα πιο ταπεινή, μια μικρή ηγεμονία με λιγότερο από δύο εκατομμύρια κατοίκους, ενώ περίμεναν να έχουν περισσότερο από το διπλάσιο.

Ποτέ δεν θα εξαλειφθεί από τη μνήμη τους η απογοήτευση αυτή.

Στη διάρκεια των χρόνων που θα ακολουθήσουν, η Βουλγαρία δεν έπαψε να θεωρεί ότι είχε στερηθεί του δικαιώματος της.

Τα σύνορα της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου θα είναι εκείνα που θα διεκδικεί ως τα μόνα νόμιμα και όλη η πολιτική της θα αποβλέπει στην ανάκτηση των εδαφών που της είχε αρνηθεί το Συνέδριο του Βερολίνου.

Από την πλευρά τους οι κάτοικοι της Ανατολικής Ρωμυλίας (800.000 πε­ρίπου), βαθιά απογοητευμένοι που αποχωρίσθηκαν χωρίς λόγο τους αδελ­φούς τους της Βουλγαρίας δεν έκρυβαν την απόφασή τους να συνενωθούν μ’ αυτούς το γρηγορότερο.

 Εκείνοι τέλος της Μακεδονίας, που βρίσκονταν και πάλι κάτω από ένα ζυγό από τον οποίο είχαν πιστέψει ότι ξέφυγαν, θα εξα­κολουθούσαν σε εντονότερο ακόμη βαθμό τις ταραχές τους.

Ως επιστέγασμα όλων, αφαιρέθηκαν από τη νέα Βουλγαρία οι περιοχές της Νις και του Πίροτ που αποδόθηκαν στη Σερβία, παραχώρηση που θα γινόταν το μήλο της έριδας μεταξύ των δύο γειτόνων.

Ήταν σαν να φύτευαν το σπόρο νέων φιλο­νικιών σε ένα έδαφος όπου η εκκόλαψή τους ήταν πάρα πολύ εύκολη.
Περιμένοντας τον ορισμό ενός ηγεμόνα, η απελευθερωμένη, αλλά εξα­ντλημένη και λεηλατημένη Βουλγαρία, κυβερνήθηκε από μια ρωσοβουλγαρική επιτροπή με την αρκετά παθητική συνδρομή ενός αντιπροσώπου του σουλτάνου και των προξένων των δυνάμεων.

Η Ρωσία υποχρεωμένη να συ­γκατατεθεί στον ακρωτηριασμό του έργου της προσπάθησε τουλάχιστον να θέσει υπό την επιρροή της το νέο Κράτος.

Η σοβαρότητα των θυσιών στις οποίες είχε συναινέσει την έκανε να περιμένει πλήρη υποταγή εκ μέρους μιας Βουλγαρίας που της άφειλε την ελευθερία της.

Έτσι, έχοντας την υπο­στήριξη μιας ισχυρής ανάπτυξης στρατευμάτων, ο πρίγκιπας Ντοντούκοφ, με την ιδιότητα του Επιτρόπου, κυβέρνησε με απολυταρχικό τρόπο την πε­ριοχή σαν να επρόκειτο για αληθινή ρωσική επαρχία, μιας και όλες οι διοι­κητικές θέσεις καταλήφθηκαν από τους αξιωματικούς του βοηθούμενους από κάποιους Βουλγάρους που είχαν συμμετάσχει στην επαναστατική ταρα­χή.

Πρώτη του φροντίδα ήταν η οργάνωση του στρατού με σκοπό να είναι σε θέση να συνδράμει σε δεδομένη ευκαιρία τα ρωσικά στρατεύματα.
Επομένως αν η Βουλγαρία εκτιμούσε την αξία της υπηρεσίας που της πρόσφερε η Ρωσία, φύλαγε ωστόσο καλά την ανεξαρτησία της που χρόνια περίμενε, έχοντας την αποκτήσει με θυσίες και της οποίας τα δικαιώματα βιαζόταν να ασκήσει αμέσως.

Όσο άπειρη κι αν ήταν η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, βρίσκονταν ανάμεσά του κάποια νέα στοιχεία, πλήρη ζήλου και πατριωτισμού, ήδη μορφωμένα και τα οποία εμφανίζονταν ανυπόμονα να δείξουν ότι μπορούν να αναλάβουν τις τύχες της χώρας.

Η ρωσική κηδε­μονία, με το να γίνει αισθητή χωρίς καμιά προφύλαξη, προσέβαλε τον περή­φανο αυτό λαό, ξενόφοβο από φυσικού του και του οποίου η ιδιοσυγκρασία του χωρικού αποτελούσε τη βάση του φθόνου και της δυσπιστίας.

Οι Ρώσοι έχασαν τόσο γρήγορα τη δημοτικότητά τους, έτσι που ορισμένοι Βούλγαροι στράφηκαν προς την Αυστρία.


Αυτή, πολύ επιδέξια, έκανε να λάμψουν μπροστά τους τα εμπορικά πλεονεκτήματα που ενδιέφεραν ένα λαό, η ύπαρ­ξη του οποίου ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την πώληση των αγροτικών του προϊόντων.
Το πρώτο έργο συνίστατο στον εφοδιασμό της χώρας με σύνταγμα. Αυτό το ζήτημα αποτελούσε μια προοπτική την οποία η πλήρης έλλειψη πολιτικής εμπειρίας, η άγνοια του μηχανισμού του κοινοβουλευτικού συστήματος κι ακόμη η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού αναλφαβήτων καθιστούσαν εξαιρε­τικά παράτολμη.
Όπως έλεγε χαριτολογώντας ο Βίσμαρκ γι’ αυτή τη χώρα που πέρασε χωρίς μεταβατικά στάδια από την καταπίεση στην απόλυτη ελευθερία,

«η Βουλγαρία θα ανέβαινε στη σέλα προτού μάθει να ιππεύει».
Alexander Dondukow-Korsakow
Александър Дондуков­-Корсаков
(1820-1893)
Το Φεβρουάριο του 1879 στην παλιά πρωτεύουσα Τίρνοβο, πλούσια σε ένδοξα μνημεία, συγκλήθηκε υπό την προεδρία του πρίγκιπα Ντοντούκοφ μια Εθνοσυνέλευση με μεγάλη ποικιλία στην εκπροσώπηση, περιλαμβάνο­ντας 233 μέλη, εκκλησιαστικούς, δικηγόρους και κυρίως χωρικούς που φο­ρούσαν χοντρές μπότες, παντελόνια από κετσέ και στο κεφάλι καλπάκι από μαλλί προβάτου.

Αφού προσπάθησε μάταια να ανακινήσει το ζήτημα της Ανατολικής Ρωμυλίας, ύστερα από ένα μήνα συζητήσεων κατέληξε στην επεξεργασία ενός εξαιρετικά δημοκρατικού συντάγματος που προέβλεπε μία μοναδική Βουλή εκλεγόμενη με γενικές εκλογές. 


Έκαναν πολύ μεγάλη δουλειά σε λίγο καιρό. Άλλωστε περιέλαβαν ένα σοφό προληπτικό μέτρο: για να εκλεγεί κάποιος, έπρεπε να γνωρίζει ανάγνωση και γραφή.
Η ελευ­θερία του τύπου καθώς κι εκείνη των εκλογών εμφανίζονταν μεταξύ άλλων ανάμεσα στις συνταγματικές διατάξεις.

Απέμενε ο ορισμός ηγεμόνα. 
Αλέξανδρος φον Μπάτενβεργ,
Александър Йозеф Батенберг
Княз на България
26 Ιουν. 1879 - 7 Σεπτ. 1886

Λόγω της πλήρους έλλειψης αριστοκρατίας σ’ αυτή τη χώρα, τη στερημένη κάθε κοινωνικής ιεραρχίας, δεν μπορούσε παρά να είναι ένας ξένος.

Επιδέξια κατευθυνόμενη, η επιλογή της νέας Βου­λής (της Σοβράνιε) στράφηκε ομόφωνα στον πρίγκιπα Αλέξανδρο του Μπάτενμπεργκ, ανεψιό της τσαρίνας, που γνώριζαν ότι η υποψηφιότητά του ήταν περισσότερο αρεστή στη Ρωσία από εκείνη του πρίγκιπα Βάλντεμαρ της Δα­νίας.

Σε ηλικία 22 ετών, αυτός ήταν ένας τέλειος πρώσος αξιωματικός, χωρίς καμιά πολιτική διαμόρφωση, έχοντας ήδη λάβει μέρος στις ρωσικές γραμμές κατά τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας.

Χρειαζόταν επίσης πρωτεύουσα:
 αυτή ήταν η Σόφια η οποία,
 αν και ακόμη ένα φτωχό χωριό,
προτιμήθηκε από το Τίρνοβο επειδή πρόσφερε καλύτερες προοπτικές αύξησης καθώς επίσης ευκολότερη επικοινωνία με το δυτικό κόσμο.


Πολλά εμπόδια στάθηκαν μπροστά στη Βουλγαρία από τα πρώτα της βή­ματα στο δρόμο της ελευθερίας:

υπερβολικές ελπίδες στο νέο σύστημα,
ανταγωνισμοί μεταξύ υποψηφίων που κυνηγούσαν μια θέση,
πικρία απένα­ντι στις δυνάμεις,
ανυπομονησία τέλος για τη ρωσική κηδεμονία.


"Γλυτώσα­με από το τουρκικό κουρμπάτσι (μαστίγιο) για να υποκύψουμε στο κνούτο (ρωσικό μαστίγιο)", έλεγαν.

 Ο βουλγαρικός λαός, "υλικό συγχρόνως νωθρό και απειθάρχητο", είχε πάρει για την εκμάθηση της πολιτικής ζωής ως οδηγό έναν πολύ νέο άνθρωπο, το ίδιο αδαή μ’ αυτόν στην κυβερνητική πρακτική.

Από τη στιγμή της εκλογής του ο πρίγκιπας Αλέξανδρος έδωσε την εντύ­πωση ότι δέχεται τις οδηγίες του τσάρου.
Με την άφιξή του στη Σόφια, ο αυτοκρατορικός επίτροπος Ντοντούκοφ εγκατέλειπε τη χώρα, αφήνοντας όμως στις θέσεις τους πολυάριθμους ρώσους αξιωματικούς για να διοικούν το στρατό των 100.000 ανδρών που είχε φροντίσει να συγκροτήσει, ενώ ο ηγεμόνας συγκέντρωσε γύρω του μια ολόκληρη ομάδα ρώσων συμβούλων έτοιμων να θεωρήσουν τους φιλελεύθερους ως επικίνδυνους επαναστάτες.
Σε ένα λαό με τελείως δημοκρατικές τάσεις αυτό ήταν σοβαρό λάθος. Δεν άργησε να αλλάξει τη διάθεσή του απέναντι σ’ ένα νέο ηγεμόνα, η υπο­δοχή του οποίου υπήρξε συμπαθητική.

Ψηλός, κομψός μέσα στη στολή του, παίρνοντας στα σοβαρά το επάγγελμα του ηγεμόνα κι επιθυμώντας να απο­κτήσει την ευμένεια των υπηκόων του, έδειχνε μεγάλο ζήλο.
Δυστυχώς, γρή­γορα διασπάστηκε στον αγώνα μεταξύ συντηρητικών και φιλελευθέρων σχιματίζοντας, υπό τη ρωσική επίδραση, μια κυβέρνηση αποτελούμενη απο­κλειστικά από συντηρητικούς, ενώ η πλειοψηφία της Βουλής ήταν φιλευλεύθερη.

Απέναντι σε μια θυελλώδη αντιπολίτευση, η κυβέρνηση αυτή αναγκά­σθηκε να παραιτηθεί χωρίς δυνατότητα αντικατάστασης, γεγονός που προκάλεσε τη διάλυση της Βουλής.
Καθώς οι νέες εκλογές έδωσαν μια αξιόλογη πλειοψηφία στους φιλελεύθέρους, ήταν απαραίτητο να επιλέξουν μεταξύ τους τη νέα κυβέρνηση.

Επέδειξαν ωστόσο ανυπαρξία πολιτικής οξυδέρκειας, θέτοντας την ικανοποίη­ση των ευτελών τους εκδικήσεων πριν από την οργάνωση μιας χώρας όπου όλα έπρεπε να φτιαχτούν.
Οι συντηρητικοί βρέθηκαν σε ευνοϊκές συνθήκες για να δείξουν μεταμέλεια, αν και ο ηγεμόνας είχε αποφασίσει να προχωρή­σει σε πραξικόπημα.
Τον Απρίλιο του 1881, με την ενθάρρυνση του νέου τσάρου Αλεξάνδρου του Γ', περισσότερο σκληρού απ’ ό,τι ο προκάτοχός του, επικαλέσθηκε την κατάσταση αναρχίας της χώρας για να καταργήσει στην πράξη το Σύνταγμα και να εγκαταστήσει και πάλι ένα καθεστώς όπου κυριαρχούσαν οι Ρώσοι. 
Αυτοί "οργάνωσαν" τις εκλογές με τέτοιο τρόπο που μόνο τέσσερις φιλελεύ­θεροι βουλευτές εκλέχθηκαν. Επιπλέον αρνήθηκαν να αναλάβουν τις έδρες τους.
Άλλωστε η ίδια η Βουλή διαλύθηκε αμέσως ύστερα από την ανάγνωση ενός λόγου του ηγεμόνα που ανελάμβανε πλήρεις εξουσίες. Η δικτατορία αυτή δεν αποκατέστηκε με κανέναν τρόπο την ησυχία- το αντίθετο.

Για να συντρίψει κάθε αντίσταση, ο ηγεμόνας Αλέξανδρος προκάλεσε την αποστο­λή δύο ρώσων στρατηγών.
Ήταν επιφορτισμένοι να χρησιμοποιήσουν δυνα­μικές μεθόδους, αλλά η στάση τους δεν άργησε να τον κάνει να μετανιώσει που τους είχε καλέσει.
Από μια περίεργη παραδοξολογία αυτοί οι αξιωμα- τούχοι κολάκευσαν τους φιλελεύθερους παραμερίζοντας τους συντηρητι­κούς σε σημείο που ο ηγεμόνας έβλεπε πως γινόταν ύποπτος σε όλους, ακό­μη και στους Ρώσους.

Επιθυμώντας να απαλλαγεί από τους στρατηγούς του τσάρου, τους οποίους υποπτευόταν, ο Αλέξανδρος πείστηκε να αποκαταστήσει το Σύνταγμα (Σεπτέμβριος 1883).

Αμέσως ανακλήθηκαν οι περισσότεροι ρώσοι αξιωματικοί και λειτουργοί, και ο δύστυχος ηγεμόνας που είχε τεθεί υπό την προστασία του τσάρου περιέπεσε σε εχθρότητα που επρόκειτο να αυξηθεί μέχρι να αποβεί μοιραία.
Ενώ η ηγεμονία βασανιζόταν απ’ αυτές τις συμπλοκές, οι οποίες παρε­μπόδιζαν την ανάπτυξή της που μόλις άρχιζε, μια ταραχή άλλου είδους τα­λαιπωρούσε τους πληθυσμούς της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Βαθιά απογοητευ­μένοι που βρέθηκαν πάλι υπό την τουρκική κυριαρχία απαιτούσαν θυρυβωδώς την ένωσή τους με τη Βουλγαρία.


 Ένα αρκετά πολύπλοκο σύστημα τους εξασφάλιζε ορισμένα προνόμια, όπως η σύσταση μιας Βουλής και η παρου­σία ενός χριστιανού κυβερνήτη. 

Η Διοίκηση της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Στο κέντρο καθιστός ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Βογορίδης (Αλέκο πασάς)

Ο πρώτος, Αλέκο πασάς, έμπειρος διπλω­μάτης και με ελληνική κουλτούρα, επέδειξε μια ευρύτητα πνεύματος που πρόσφερε στη χώρα το κέρδος μιας διοίκησης πολύ ανώτερης από εκείνη της γειτονικής Βουλγαρίας.


Η επιτυχία όμως αυτή δεν ήταν αρκετή για να καταστείλει τις εθνικές διεκδικήσεις του πληθυσμού. Οι δυνάμεις όμως έδει­χναν να αδιαφορούν για την τύχη του.

Με μια παράξενη μεταστροφή, η Ρω­σία, η οποία μεταμορφωνόταν σε φύλακα της συνθήκης του Βερολίνου που είχε συναφθεί εις βάρος της, εμφανιζόταν εχθρική ως προς την "Ένωση" για να αποφευχθεί η αύξηση της Βουλγαρίας, η αχαριστία της οποίας την είχε έντονα πληγώσει.
Βοεβόδας Ταγματάρχης Κόστα Πανίτσα,
Костадин (Коста) Атанасов Паница
Μπροστά στην αναποτελεσματικότητα των προσπαθειών τους, οι Ρωμυλιώτες αποφάσισαν να προχωρήσουν στο αναπόφευκτο χτύπημα.

Ύστερα από μια μεθοδικά οργανωμένη ταραχή, μια συνομωσία με επικεφαλής τον ταγματάρχη Πάνιτσα έριχνε στη φυλακή τον κυβερνήτη, και μέσα στο θόρυ­βο επευφημιών και κωδωνοκρουσιών ανακήρυσσε την ένωση με τη Βουλγα­ρία (Σεπτέμβριος 1885).
Εδώ και καιρό, κανείς δεν αγνοούσε τις "ενωτικές" συμπάθειες του ηγε­μόνα Αλεξάνδρου.

Τις είχε αφήσει να διαφανούν σε υπερβολικό βαθμό με κίνδυνο να επισύρει τη μεγάλη ψυχρότητα της Ρωσίας. Δεν μπορούσε παρά να χαρεί βλέποντας να πραγματοποιείται μια εξέλιξη που επιθυμούσε, ωστόσο όμως ήταν πολύ αμήχανος και ανήσυχος για τις αντιδράσεις που θα επακολουθούσαν.

Ο σουλτάνος βεβαίως δεν θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα μια νέα απότμηση του εδάφους του. Ούτε υπήρχε πλέον καμιά αμφιβολία για σοβαρή αντίσταση από την πλευρά της Σερβίας, η οποία φθονούσε την επέ­κταση της γειτονικής της χώρας.

Ποια τέλος στάση θα υιοθετούσαν οι δυνά­μεις, και κυρίως η Ρωσία;

Για μια ακόμη φορά, αυτές αποφάσισαν να συγκαλέσουν μια συνδιάσκε­ψη στην Κωνσταντινούπολη για την εξέταση του ζητήματος. 


Ο Αλέξανδρος διαβλέποντας ένα δισταγμό ανάμεσά τους και συνειδητοποιώντας ότι μια υπεκφυγή θα του στοίχιζε το θρόνο του, επικύρωσε την Ένωση αναγορευό­μενος στο Τίρνοβο "Ηγεμόνας της βόρειας και νότιας Βουλγαρίας".

Όλος ο κόσμος, ακόμη και η Τουρκία, υποχώρησε μπροστά στο τετελεσμένο γεγο­νός, αλλά η Ρωσία έδειξε το μέγεθος της κακής της διάθεσης ανακαλώντας με τηλεγράφημα όλους τους αξιωματούχους της που εργάζονταν στη Βουλ­γαρία.

Η αναχώρησή τους δεν λύπησε κανέναν.

Οι σοβαρότερες δυσκολίες προήλθαν από τη Σερβία. Όπως ήταν αναμε­νόμενο, απαιτούσε με δριμύτητα μια αποζημίωση.

Η κατάσταση εκτραχύνθηκε ακόμη περισσότερο με αποτέλεσμα πολλές αμφισβητήσεις κατά μήκος ενός κακοχαραγμένου συνόρου να οξύνουν κι άλλο τις σχέσεις μεταξύ των δυο λαών.

Δεν ήταν, σκέφτονταν στο Βελιγράδι, ευκαιρία να διακόψουν με­μιάς την ανάπτυξη ενός νέου έθνους στην αρχή της συγκρότησής του;

 Τι αξία μπορούσε να έχει ένας στρατός λίγων μόνο χρόνων, στερημένος της ρωσικής του διοίκησης;

Και οι Σέρβοι ονειρεύονταν ήδη την επανασύσταση εις βά­ρος των γειτόνων τους της αυτοκρατορίας του μεγάλου Δουσάν, ένα όνειρο που ποτέ δεν είχε σταματήσει να βασανίζει το μυαλό τους.

Από την πλευρά της η Αυστρία παρακινούσε σε σύγκρουση για να μπει φραγμός στη ρωσική επιρροή.

Ο σέρβικός στρατός βέβαιος για ένα θρίαμβο, διάβαινε τα σύνορα την 1η Νοεμβρίου, πριν ακόμη από την κήρυξη του πολέμου.
Η πραγματικότητα του επιφύλαξε μια ιδιαίτερη απογοήτευση.

Ο βουλγα­ρικός στρατός, στην αρχή ξαφνιασμένος υποχώρησε μπροστά στην αριθμητι­κή υπεροχή μέχρι τη Σλίβνιτσα.
Η πρωτεύουσα βρέθηκε σε απειλή.

Σύντομα, χάρη στις ενισχύσεις που έφθασαν έκανε αντεπίθεση και ένας τολμηρός ελιγμός του στρατηγού Μπεντέρεφ, του ήρωα της ημέρας, του επέτρεψε να παραβιάσει ένα τμήμα του εχθρικού στρατοπέδου.

Οι Σέρβοι υπό την απει­λή της περικύκλωσης αποσύρθηκαν καταδιωκόμενοι στο δρόμο για τη Νις.

Ήταν μια αιματηρή ήττα. Μετά τη δραστήρια παρέμβαση της αυστριακής κυβέρνησης οι εχθροπραξίας σταμάτησαν απότομα.

Είχαν διαρκέσει δεκα­πέντε ημέρες, αλλά στοίχισαν 6.000 άνδρες σε κάθε πλευρά.

Η ειρήνη που επιβλήθηκε μέσα στον ενθουσιασμό της νίκης και υπογράφτηκε στο Βουκου­ρέστι (Φεβρουάριος 1886) ήταν μια λευκή ειρήνη: η ηττημένη Σερβία δεν παραχωρούσε ούτε κομματάκι από το έδαφος της και δεν κατέθετε καμιά αποζημίωση.

Η ένωση όμως των δύο τμημάτων της Βουλγαρίας ήταν τουλά­χιστον γεγονός και επικυρώθηκε με την αναγνώριση του ίδιου του σουλτά­νου.
Ο νέος ηγεμόνας επέστρεφε θριαμβευτής στην πρωτεύουσά του, εθνικός ήρωας του οποίου η ανδραγαθία υπήρξε λαμπρή.
 Η αυξανόμενη αυτή δημο­τικότητα ερέθισε τους Ρώσους που βάλθηκαν να ξεσηκώσουν ένα τμήμα της κοινής γνώμης κατά του Αλεξάνδρου.

 Επιπλέον, η Ευρώπη είχε συγκατατε­θεί μόνο σε μια
προσωπική ένωση μεταξύ Βουλγαρίας και Ρωμυλίας, ημίμε­τρο ανίκανο να σταθεί εμπόδιο στην πορεία των γεγονότων.

Ο ηγεμόνας δεν δίστασε να το υπερβεί συγκαλώντας μία μόνο Βουλή και επικυρώνοντας επί­σημα την Ένωση. Αυτή ωφέλησε τη Βουλγαρία όχι μόνο επεκτείνοντας το έδαφος της, αλλά και εισάγοντας στα διοικητικά της στελέχη, ακόμη αρκετά ολιγάριθμα, πλήθος Ρωμυλιωτών οι οποίοι γενικά ήταν πιο καλλιεργημένοι και λιγότερο βίαιοι από τους γείτονές τους του βορρά.
Εντούτοις ο τσάρος, διατηρώντας σταθερά μνησικακία απέναντι στον ηγεμόνα, συντελούσε στην εξάλειψη των στελεχών του στρατού του.

Η εχθρότητά του που τίποτα δεν την καταπράυνε ήταν ακόμη πιο επιζήμια ώστε ένα μέρος της κοινής γνώμης αντιλαμβανόταν τέλεια πόσο εξέθετε σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας.

Απ’ την άλλη πλευρά, κάποιες αδέξιες κινή­σεις του ηγεμόνα την έκαναν να χάσει πολυάριθμους αξιωματικούς.

Μια συ­νωμοσία που οργανώθηκε με προτροπή του Μπεντέρεφ προκάλεσε τη στάση ενός συντάγματος του στρατού το οποίο κινήθηκε κατά του παλατιού περικυκλώνοντάς το μέσα στη νύχτα. 


Υπό την απειλή των περιστρόφων ο Αλέξαν­δρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί εγκαταλείποντας το έδαφος της χώρας.

Οι αναταραχές ήταν αναπόφευκτες.

Οι Βούλγαροι παραμένοντας πιστοί στον ηγεμόνα τους αντέδρασαν με τόσο μεγάλη ταχύτητα, ούτως ώστε οι δια­βεβαιώσεις προσήλωσης στη Ρωσία που προσφέρθηκαν απ’ τους εξεγερθέντες να ανησυχήσουν την εθνική τους ευαισθησία.

Προκλήθηκε αντεπανά­σταση· ο Σταμπούλοφ είχε σημαντικό ρόλο σ’ αυτή και ο ηγεμόνας ανακλήθηκε.

Χωρίς μεγάλες αυταπάτες επέστρεφε στη Σόφια, χειροκροτούμενος φυσικά από το πλήθος που ήταν πρόθυμο πάντοτε να εκδηλώσει τον ενθου­σιασμό του απέναντι σ’ εκείνον που έβλεπε να περιβάλλεται από τα σύμβο­λα της εξουσίας.

Παρά την αποστολή στην Αγία Πετρούπολη ενός τηλεγρα­φήματος με υπερβολικά συγκαταβατική ταπεινοφροσύνη, ο Αλέξανδρος δεν κατάφερε να πετύχει την αλλαγή της στάσης του τσάρου που απάντησε στις πρωτοβουλίες του με έναν αρκετά ξεκάθαρο υπαινιγμό για παραίτηση.

Ο ηγεμόνας υποχρεώθηκε να υποχωρήσει οριστικά.
Σκληρή και ειρωνική τύχη ενός νέου άνδρα που είχε θυσιάσει μάταια επτά ολόκληρα χρόνια προσπαθώντας να επιστατήσει στη γέννηση ενός τα­ραγμένου κι ευαίσθητου έθνους.

Υπό την κηδεμονία της Ρωσίας, βρέθηκε ακατάπαυστα μοιρασμένος μεταξύ ενός προστάτη που του καταλόγιζε ως αχαριστία την πρόθεσή του για ανεξαρτησία και ενός λαού, σε πολιτική αβε­βαιότητα ακόμη και όμως διαιρεμένου απ’ τις διαμάχες των κομμάτων που τον κατηγορούσαν ότι εμφανιζόταν πολύ υπάκουος προς το εξωτερικό.

Τα πρώτα χρόνια ύπαρξης του βουλγαρικού έθνους δεν ήταν παρά μια σειρά πραξικοπημάτων που το μετέβαλαν σε τρομερό παιδί μιας Ευρώπης, την οποία έδειχνε πως αναζητούσε τρόπους για να περιφρονεί.
Ένα τμήμα εντούτοις των υπηκόων του ευγνωμονούσε τον Αλέξανδρο του Μπάτενμπεργκ επειδή είχε οργανώσει ένα στρατό που τους οδήγησε στη νίκη.

Γι’ αυτούς ήταν "ο ήρωας της Σλίβνιτσα", εκείνος που είχε " αγωνι­στεί σαν λιοντάρι ενάντια σε άρπαγες και επίβουλους γείτονες".

Όσο γι’ αυ­τόν, εγκατέλειπε απογοητευμένος τη χώρα, αηδιασμένος περισσότερο από τις απαιτήσεις του ρωσικού ιμπεριαλισμού παρά από τις ταραχές των υπηκό­ων του και έζησε ελάχιστα ύστερα από τη βουλγαρική περιπέτειά του.
Στέφαν Σταμπούλοφ
Стефан Стамболов
(1887–1894)
Εκ νέου ένα συμβούλιο αντιβασιλείας εξασφάλιζε την αναπλήρωση της κυβέρνησης στην οποία ο δραστήριος Σταμπούλοφ έγινε πρόσωπο πρώτης τάξεως.

Ταπεινής καταγωγής, γιος ενός πανδοχέα, κλήθηκε να γίνει επί μία δεκαετία ο δικτάτορας της Βουλγαρίας.

Μικρόσωμος με φαρδείς ώμους, με πρόσωπο μογγολικό που από μόνο του αποκάλυπτε τη βιαιότητα και την ισχυρογνωμοσύνη που κληρονόμησε από τη μακρινή ασιατική του καταγω­γή, κοσμημένο ήδη με το γόητρο που του είχε προσδώσει η δραστήρια συμ­μετοχή του στους αγώνες για την ανεξαρτησία, θα έδινε το μέτρο του αδιάλ­λακτου πατριωτισμού του, των αντιρωσικών αισθημάτων του καθώς και της φιλοδοξίας του.

Άσκησε την εξουσία με στρυφνότητα, για να μην πούμε με θηριωδία, πράγμα που συνετέλεσε στην πρόκληση πολλών διαμαρτυριών.

Παρά τη σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη παιδείας κι ακόμη περισσότερο μόρφωσης, δεν θα μπορούσαμε να του αρνηθούμε μια πραγματική πολιτική αίσθηση και αδιαμφισβήτητη επιτυχία στις επιδιώξεις του.

Ίσως για να κυ­βερνηθεί ένας λαός απείθαρχος και σεβόμενος μόνο τη βία, έπρεπε, κυρίως εκείνη την εποχή, να γίνει χρήση παρόμοιων μεθόδων.

Με το πρόσχημα της αποκατάστασης της τάξης ο Σταμπούλοφ κατεδίωξε με μανία τους αντιπάλους του.

Συγχρόνως έκανε γνωστή την επιθυμία του για ανεξαρτησία της χώρας του.

 Αξίωση ανυπόφορη στα μάτια του τσάρου που έστειλε στη Σόφια το στρατηγό Κάουλμπαρς με την ιδιότητα του διπλω­ματικού απεσταλμένου και στόχο την αποκατάσταση της επιρροής του.

Η αναπόφευκτη συγκρουση εκδηλώθηκε με ανταλλαγή διακοινώσεων διαμαρ­τυρίας.
 Επιτέλους η χώρα έπρεπε να αποφανθεί.
Οι εκλογές που προετοιμά­σθηκαν σύμφωνα με την προσφιλή στον Σταμπούλοφ μέθοδο έστειλαν στο Κοινοβούλιο μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία εθνικιστών βουλευτών, δηλαδή αντι-Ρώσων, λαϊκή επιδοκιμασία που ενθάρρυνε το δικτάτορα να αυξήσει την αυστηρότητα στο κυνήγι των υπόπτων.

Απογοητευμένοι, εξοργισμένοι, γεμάτοι πικρία για την αποτυχία τους, ο Κάουλμπαρς και οι αξιωματούχοι του παραχώρησαν τη θέση τους διακόπτοντας τις σχέσεις με τη χώρα που εγκατέλειπαν.
Έτσι η Βουλγαρία καταγγελόταν ως ενοχλητική από τη Ρωσία, η οποία αντιτάχθηκε στον ορισμό ως ηγεμόνα του πρίγκιπα Βάλντεμαρ της Δανίας προς τον οποίο στράφηκε η επιλογή της Βουλής.

Καθώς οι συνωμοσίες και οι ταραχές εξακολουθούσαν να συγκλονίζουν τη χώρα, ήταν επείγον να ορι­στεί ένας ηγεμόνας, ένας λόγος επιπλέον που η παγίωση της δικτατορίας του Σταμπούλοφ δεν ήταν επιθυμητή.
Πρίγκιπας Φερδινάνδοςο Α,
Фердинанд I,
Цар на българите
7 Ιουλίου 1887 - 3 Οκτ. 1918
Μια αντιπροσωπεία επιφορτισμένη να διατρέξει την Ευρώπη αναζητώ­ντας ηγεμόνα αντιλήφθηκε ότι ο θρόνος της Βουλγαρίας δεν προσήλκυε κανέναν υποψήφιο, ίσως λόγω του ρωσικού οστρακισμού της.

Τελικά, έχοντας βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις του πρίγκιπα Φερδινάνδου του Σαξ-Κοβούργου, αξιωματικού τότε στον αυστριακό στρατό, η Εθνοσυνέλευση τον καλούσε στο θρόνο κατά τη συνεδρίασή της της 7ης Ιουλίου 1887.
Με γερμανικό αίμα από τον πατέρα του και γαλλικό από τη μητέρα του, την πριγκίπισσα Κλημεντίνη, κόρη του Λουδοβίκου-Φιλίππου, ο νέος ηγεμό­νας σε ηλικία τότε 26 ετών άρχιζε σε δύσκολες περιστάσεις μια βασιλεία η οποία, αφού στοίχισε στη Βουλγαρία την οριστική της εισδοχή στον ευρω­παϊκό όμιλο, επρόκειτο να ολοκληρωθεί με θλιβερό τρόπο μέσα στην ήττα και την προδοσία. 

Από εμφάνιση, είχε όμορφο παρουσιαστικό, πλατύ μέτω­πο, μάτια ανοιχτά γαλανά, μύτη κάπως κυρτή.
Οι οικογενειακές του σχέσεις με πολυάριθμες αυλές της Ευρώπης είχαν συμβάλει στο να του προσδώσουν ασφάλεια και κύρος απ’ τα οποία επωφελήθηκε η Βουλγαρία.

Αρκετά καλ­λιεργημένος, ενδιαφερόταν όχι μόνο για την πολιτική και τη λογοτεχνία, αλ­λά και για τις φυσικές επιστήμες, ιδιαίτερα τη βοτανική.

Πολύ εργατικός, άρχισε αμέσως με επιτυχία να μαθαίνει τη βουλγαρική και αφιέρωσε στην οργάνωση της χώρας που επέλεξε ως πατρίδα τις υπηρεσίες ενός πνεύματος γόνιμου, ικανού και ευκίνητου. Με δυο λόγια, έκανε εξαιρετική εντύπωση στο ξεκίνημά του αποκαλύπτοντας τον αληθινό του χαρακτήρα μόνο στη συ­νέχεια.
 Του χρειαζόταν άλλωστε ιδιαίτερη αποφασιστικότητα για να αντιμε­τωπίσει την προοπτική της διακυβέρνησης ενός έθνους, οι δυσάρεστες δια­θέσεις του οποίου είχαν ήδη επιβεβαιωθεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς και εκείνη της έκθεσης στην οργή της ισχυρής Ρωσίας.

Πράγματι αυτή αρνήθηκε να αναγνωρίσει το νέο ηγεμόνα. 

Μπροστά στην τακτική της, οι δυνάμεις δίστασαν να υπερβούν αυτό το είδος αρνησι­κυρίας και η Βουλγαρία βρέθηκε για κάποιο διάστημα αποκηρυγμένη από την Ευριόπη.
Λίγο μετά, πηγαίνοντας στη Σόφια ο δούκας της Ομάλ να επισκεφθεί τον ανεψιό του, έκπληκτος που είδε αυτόν τον πρώην αυστριακό αξιωματικό να έχει μεταμορφωθεί σε βούλγαρο ηγεμόνα, του είπε: «Κι εγώ,
όπως κι η Ευρώπη, δεν σας αναγνωρίζω».
Ο Φερδινάνδος καθώς δεν είχε την επιλογή μιας πολιτικής και δεν μπο­ρούσε προς στιγμήν να ελπίζει σε καμιά εκτόνωση εκ μέρους της Ρωσίας, μέ­σα στην άγνοιά του για τις τοπικές υποθέσεις δεν μπορούσε παρά να αφεθεί στην εμπειρία του τρομερού Σταμπούλοφ.

Ήξερε όμως να δείχνει σύνεση, ενώ η παρουσία στο πλευρό του της μητέρας του, η εξαιρετική καλοσύνη της οποίας είχε αγγίσει την καρδιά των Βουλγάρων, συνέβαλε στο να τον κάνει δημοφιλή.

Ο Σταμπούλοφ ωστόσο δεν είχε αλλάξει τίποτε από τις αυθαίρετες και βίαιες μεθόδους του, με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση να συνεχίζει να τον πο­λεμά με συνωμοσίες που επέσυραν καταστολές οι οποίες εξήγειραν κι άλλο τα μίση.
Σύμφωνη να αγωνιστεί κατά του δικτάτορα, η αντιπολίτευση θρυμ­ματιζόταν σε πολλά τμήματα προσηλωμένα όχι σε μια θεωρία αλλά σε έναν αρχηγό κάτω απ’ το όνομα του οποίου συγκεντρώνονταν τα μέλη της.

Από τις συνωμοσίες αυτές οι σοβαρότερες οργανώθηκαν από ένα ρώσο αξιωμα­τικό, τον Ναμπόκοφ, που επιχείρησε μια απόβαση στο Μπουργκάς, και από τον ταγματάρχη Πάνιτσα, ο οποίος, το 1890, στρεφόμενος κατά του ηγεμόνα που τον είχε ευεργετήσει με τη φιλία του, προσπάθησε να παρασύρει τη φρουρά της πρωτεύουσας σε μια επαναστατική κίνηση.

Καταγγέλθηκε και εκτελέστηκε χωρίς λύπη.

Ο ίδιος ο Σταμπούλοφ μόλις που γλύτωσε από τις απόπειρες.

Αυτές οι πράξεις βίας, ξεπερνώντας το εθνικό έδαφος, διαπράττονταν μερικές φορές εκτός των συνόρων σαν εκείνη που στοίχισε τη ζωή του βούλγαρου αντιπροσώπου στην Κωνσταντινούπολη.

Η αλήθεια μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε πως κάτω από τη στιβαρή εξουσία του Σταμπούλοφ η κατάσταση μιας χώρας που για τόσο μεγάλο διά­στημα είχε παραμεληθεί από τους Τούρκους βελτιωνόταν αισθητά, κυρίως από την άποψη της οικονομικής της ανάπτυξης και την επικοινωνία της που δύσκολα εξασφαλίζονται σε μια ορεινή περιοχή.

Στο διεθνή τομέα επίσης, εκτός από τη ρωσική εχθρότητα —σημαντικότατου παράγοντα πράγματι— η Βουλγαρία αποκαθιστούσε κάπως τη θέση της ως νέου κράτους που του είχε επιβληθεί τιμωρία.

Μια προσέγγιση με τους Τούρκους, τολμηρή πρωτοβου­λία, είχε προκαλέσει αισθητή εκτόνωση στα Βαλκάνια.
Η οθωμανική κυβέρ­νηση για να δώσει με τη σειρά της εχέγγυα των καλών της διαθέσεων, επέ­τρεψε την εγκατάσταση των δύο Βουλγάρων επισκόπων στο Ουσκούμπ και στην Οχρίδα, στην καρδιά δηλαδή της Μακεδονίας, μια περιοχή που το Βε­λιγράδι θεωρούσε σέρβική.

Από την πλευρά του ο ηγεμόνας Φερδινάρδος εργαζόταν δραστήρια για να διαλύσει τις προκαταλήψεις και να καταργήσει την "υγειονομική ζώνη" που απομόνωνε τη χώρα του.

Ήδη με την υπογραφή εμπορικών συμφωνιών, πολλές κυβερνήσεις του πρόσφεραν μια εκ των πραγμάτων αναγνώριση και το ταξίδι που πραγματοποίησε ο ηγεμόνας σε ορισμένες πρωτεύουσες του επέτρεψε να διαπιστώσει έναν προσανατολισμό λιγότερο επιφυλακτικό απέναντι του.


Στο βαθμό που ο Φερδινάνδος εξοικειωνόταν με τις υποθέσεις, οι σχέ­σεις του με εκείνον που ονόμαζαν "Βίσμαρκ των Βαλκανίων" εντείνονταν σι­γά σιγά. 

Ανάμεσα στους δυο άνδρες, τόσο διαφορετικής καταγωγής και ιδιοσυγκρασίας, οι σχέσεις δεν μπορούσαν να είναι ούτε φιλίας ούτε εμπι­στοσύνης.
 Πολύ συχνά ο ηγεμόνας υπέφερε από την έλλειψη διακριτικότη­τας και την αδιαλλαξία του Σταμπούλοφ.
Επιπλέον, η παραμονή του δικτά­τορα στην εξουσία, θεωρούμενη ως πρόκληση από τους Ρώσους, αντιμετωπι­ζόταν αρνητικά από ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα της κοινής γνώμης.

Ύστερα από ένα ατύχημα ιδιωτικού χαρακτήρα, ο δικτάτορας απείλησε να παραιτηθεί, οργανώνοντας συγχρόνως εκδηλώσεις υπέρ της παραμονής του.
Το μέτρο όμως είχε ξεπεραστεί.
Ο Φερδινάνδος, αισθανόμενος κύριος της κατάστασης και θέλοντας να απομακρύνει κάθε εμπόδιο από την πορεία προσέγγισης με τη Ρωσία, αποφάσισε να αποχωριστεί το σύμβουλό του το Μάιο του 1894.
Λησμονώντας τις υπηρεσίες που προσφέρθηκαν από έναν πολιτικό, βίαιο και κτηνώδη βέβαια, του οποίου το πάθος όμως για το δημόσιο συμφέρον εί­χε συμβάλει στην επιτέλεση γρήγορων προόδων, ο βουλγαρικός λαός, στον οποίο τα πολιτικά πάθη φτάνουν πάντοτε σε σημείο παροξυσμού, του επέ- δειξε την πιο στυγνή αχαριστία.

 «Κάτω ο τύραννος», κραύγαζε το συγκε­ντρωμένο πλήθος μπροστά στο σπίτι του που έπρεπε να φυλάγεται.
Γεμάτος μνησικακία ο έκπτωτος δικτάτορας δημοσίευσε σε μια γερμανική εφημερίδα ένα άρθρο όπου έβριζε τον ηγεμόνα του, ο οποίος για να τον εκδικηθεί απά­ντησε με δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση.

Απογυμνωμένος από την περι­ουσία του, κυνηγημένος σαν βλαβερό ζώο, αυτός που είχε για τόσο μεγάλο διάστημα κρατήσει στα χέρια του τις τύχες του βουλγαρικού λαού τελείωσε τη ζωή του όπως έπρεπε να περιμένει κανείς σ’ αυτές τις χώρες δολοφονιών:
δέχθηκε άγρια επίθεση στο δρόμο και υπέκυψε στα φρικτά χτυπήματα.
 Το σκάνδαλο συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της ταραχώδους κηδείας του.

Όσο για τους δολοφόνους του, αυτοί παρέμειναν ασύλληπτοι.

Κατά παράξενο τρόπο, ο ηγεμόνας Φερδινάνδος, που διέθετε κοσμοπολίτικο πνεύμα και εκλεπτυσμένη διάθεση, έδειχνε ευχαριστημένος σ’ αυτή την τόσο ξεχωριστή ατμόσφαιρα συνωμοσιών και βιαιοτήτων.

Η περίεργη φύση του έβρισκε χαρά σ’ αυτή την αντίθεση.

Τη χρονιά πριν από την αποπομπή του Σταμπούλοφ, ο Φερδινάνδος είχε πάρει για σύζυγό του την πριγκίπισσα Μαρία-Λουίζα των Βουρβόνων-Πάρμας.

Παρά την υπόσχεσή του να αναθρέψει το παιδί με τη θρησκεία της μη­τέρας του, ο ηγεμόνας το ξαναβάπτισε σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό.

Κέρδιζε μ’ αυτόν τον τρόπο οριστικά την ευμένεια του λαού του και έδινε μια σοβαρή εγγύηση για την επιθυμία προσέγγισής του με τη Ρωσία, προσέγ­γιση που πραγματοποιήθηκε ευκολότερα μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου του Γ'.

Το ιδιαίτερο πάθος που έδειχνε ο τσάρος στις σχέσεις του με τη Βουλγαρία δεν είχε κανένα λόγο να γίνει αντικείμενο μίμησης από το διάδο­χό του, τον Νικόλαο Β'.

 Η γέννηση του πρίγκιπα διαδόχου Μπόρις που σύ­ντομα ακολουθήθηκε από εκείνη του αδελφού του Κυρίλλου, χαιρετίσθηκαν με χαρά από το λαό: το μέλλον της δυναστείας φαινόταν εξασφαλισμένο.

Στο εξής οι σχέσεις με τη Ρωσία βελτιώθηκαν γρήγορα. 

Τα εγκαίνια ενός αγάλματος του Αλεξάνδρου Β', "του ελευθερωτή τσάρου", στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας απέναντι από το Κοινοβούλιο, και στη συνέχεια του μνημείου για τη Σίπκα υπήρξαν τα υλικά σημάδια αυτής της συνδιαλλα­γής.

Ύστερα από μια ταραχή, βίαιη, αλλά εφήμερη, που προκλήθηκε λόγω των προβλημάτων μιας αναπτυξιακής κρίσης, ο βουλγαρικός λαός ξαναγυρνούσε στον παραδοσιακό δρόμο της ρωσικής φιλίας.
Η επανάκτηση της ευνοίας από την πλευρά της Ρωσίας, που επικυρώθηκε με την υποδοχή που επιφύλαξε ο ίδιος ο Νικόλαος В' (Ιούλιος 1895) σε μια βουλγαρική αντιπροσωπεία, μεταμόρφωσε αμέσως τη διεθνή θέση της χώ­ρας.
Καθώς διαλύθηκε κάθε επιφύλαξη απέναντι' της, η Βουλγαρία μπόρεσε να συνδεθεί με τις δυνάμεις με ομαλές σχέσεις και να καταλάβει μεταξύ τους μια πολύ τιμητική θέση. Από τότε χρονολογείται πραγματικά μια νέα εποχή.
Επίσης από εσωτερική άποψη, τοποθετούμενος, όπως είναι θεμιτό, για ένα ηγεμόνα, υπεράνω κομμάτων, ο Φερδινάνδος προήδρευε χωρίς αντι­δράσεις στο σχηματισμό των διαφόρων κυβερνήσεων που κατελάμβαναν η μία μετά την άλλη την εξουσία. Αυτή η περίοδος ηρεμίας που ακολούθησε τα ταραγμένα από θύελλες και μηχανορραφίες χρόνια επέτρεψε στη χώρα να εξασφαλίσει μια γρήγορη ανάπτυξη και συγχρόνως να παρακολουθήσει από κοντά τα γεγονότα της Μακεδονίας, που έγινε το επίκεντρο της πολιτικής της.
Η Βουλγαρία παρέμενε ωστόσο μια ηγεμονία υποτελής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 



Ο Τσάρος πλέον Φερδινάνδος
την ημέρα της Αναξερτησίας
5 Οκτ. 1908
Το Μανιφέστο Ανεξαρτησίας.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων, ακολουθούμενη από την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης εκ μέρους της Αυστρίας, προμήθευ- σαν την ευκαιρία στον Φερδινάνδο να κόψει αυτόν τον τελευταίο δεσμό.


Στις 6 Οκτωβρίου 1908 ανακήρυσσε την ανεξαρτησία του και αναγορευόταν στην παλιά πόλη Τίρνοβο τσάρος των Βουλγάρων ξαναπαίρνοντας τον τίτλο που είχε κοσμήσει τους μεγάλους ηγεμόνες της ηρωικής εποχής.

Τ
σάρος των Βουλγάρων και όχι της Βουλγαρίας, εννοώντας μ’ αυτό πως μια μέρα θα γι­νόταν ο κύριος των μελλοντικών υπηκόων που βρίσκονταν ακόμη διαμοιρα­σμένοι έξω από τα σύνορα της χώρας.

Ήδη συσσωρεύονταν τα σύννεφα που θα προκαλούσαν το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

 Αυτός θα αποκάλυπτε το υπολογιστικό πνεύ­μα και τη διπροσωπία του ηγεμόνα που έγινε άξιος του ονόματος "Φερδινάνδος ο δόλιος", μακιαβελικό πρόσωπο οτο ύφος των δεσποτών της Αναγέννη­σης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου