Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

BMOPO-VMORO: ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (1893-1912).

Τα ιδρυτικά στελέχη της BMOPO-EMEAO
ΒΜΟΡΟ  (Вътрешната македоно-одринска революционна организация)
Εσωτερική Επαναστατική Οργάνωση Μακεδονίας Ανδριανούπολης
.
Πλουμίδης Σπυρίδων
Βιβλιοθήκη 
Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Η Μακεδονία της ύστερης οθωμανικής περιόδου αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ του ελληνικού, βουλγαρικού, σερβικού, ρουμανικού, τουρκικού και αλβανικού εθνικισμού.

Η ιστοριογραφική παραγωγή του 19ου και του α' μισού του 20ού αιώνα αποσκοπούσε στο να τεκμηριώσει προκατασκευασμένα σχήματα που καταδείκνυαν την ελληνικότητα, βουλγαρικότητα, σερβικότητα κ.λπ. ολόκληρης ή μέρους τουλάχιστον της περιοχής.

Σύμβολο της ΒΜΡΟ (1919)
Τα πολιτικά συμφέροντα περιόριζαν το επιστημονικό πεδίο καθιστώντας την ιστορία «θεραπαινίδα» της πολιτικής και ανήγαγαν το ζήτημα των ταυτοτήτων σε θέμα «ταμπού».

Πρόσφατα μόνο είδαν το φως της δημοσιότητας μελέτες οι οποίες αμφισβητούν τα καθιερωμένα και προσπαθούν να εξετάσουν την πολυπλοκότητα και την αλληλοδιαπλοκή των εθνικών ταυτοτήτων .

Ένα από τα πλέον διφορούμενα σημεία του ζητήματος αυτού αποτελεί η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (στο εξής: ΕΜΕΟ),
διεθνώς γνωστή ως

VMRO (Vutreshna Makedonska Revoljutsionna Organizatsija) ή  
ΙMRO (Internal Macedonian Revolutionary Organization), 


η οποία από το 1893 δρούσε στον χώρο της οθωμανικής Μακεδονίας.

 Όπως δηλώνει με ειλικρίνεια Σλαβομακεδόνας ιστορικός, 
η δυσκολία προσέγγισης της ιστορικής πραγματικότητας της ΕΜΕΟ έγκειται στο γεγονός ότι 
πολλά από τα μέλη της άλλαζαν στρατόπεδο,
 μερικά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ταυτόχρονα σε δύο και τρεις εθνικές παρατάξεις
 και οι μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί είναι ανεπαρκείς .

Η συγκεκριμένη Οργάνωση έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της Βαλκανικής,
ιδίως της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας,
 μέχρι τη βίαιη διάλυσή της το 1934 με διαταγή του τσάρου Βορίς Β ' της Βουλγαρίας και είναι το κλειδί για την κατανόηση του σλαβικού αλυτρωτισμού στη Μακεδονία.

Η ΕΜΕΟ διεκδικείται μεταπολεμικά τόσο από τη βουλγαρική όσο και από τη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία ως βουλγαρικός και εθνικός «μακεδονικός» αντίστοιχα πολιτικός σχηματισμός.

Βεβαίως, η ΕΜΕΟ δεν είναι το μόνο διαφιλονικούμενο σημείο
ανάμεσα στη βουλγαρική και τη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία
και μπορούν να αναφερθούν πλείστα ανάλογα παραδείγματα,
όπως οι ιστορικές προσωπικότητες
των  Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου,  
του τσάρου Σαμουήλ,
του χαϊντούκου Κάρπος, 
των αδελφών Μιλαδίνωφ κ.ά.

 Η διαμάχη όμως γύρω από τον εθνικό χαρακτήρα της ΕΜΕΟ είναι από τα πλέον επίμαχα σημεία στην ιστοριογραφική διαμάχη, καθώς τα εκατέρωθεν ιστορικά επιχειρήματα εξυπηρετούν σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η ιστορία της ΕΜΕΟ έχει μετατραπεί σε μύθο. 

Ως γνωστόν, οι ιστορικοί μύθοι αντιπροσωπεύουν μισές αλήθειες και επομένως διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν διαστρεβλώσεις «απαραίτητες» για τη θεμελίωση, τη νομιμοποίηση της διεθνούς ύπαρξης και την ιδεολογική αναπαραγωγή μίας «φαντασιακής κοινότητας» που ονομάζεται έθνος .

Η ΕΜΕΟ για τους Βουλγάρους τεκμηριώνει τις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας (και Θράκης), οι οποίες τους είχαν επιδικασθεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (20 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878), αλλά τους αφαιρέθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1/13 Ιουλίου 1878).

Αντίθετα, για το σλαβομακεδονικό εθνικισμό η Οργάνωση αυτή είναι κεντρικό σημείο του «θεμελιωτή μύθου» και ιδεατά αντιπροσωπεύει τη μαχητικότερη εθνικοαπελευθερωτική κίνηση στη νεώτερη ιστορία του επιλεγόμενου «μακεδονικού» έθνους.

Και οι δύο επίσημες ιστοριογραφίες διατυπώνουν απόλυτες θέσεις, δίνουν έμφαση σε διαφορετικά σημεία, ενώ γενικεύουν και υπεραπλουστεύουν άλλα σημεία και χρησιμοποιούν επιλεκτικά τις ιστορικές πηγές, στην προσπάθειά τους να τεκμηριώσουν προκατασκευασμένα σχήματα.

Η παρούσα συνοπτική μελέτη δεν αποσκοπεί να παρουσιάσει αναλυτικά την εξέλιξη της βουλγαρικής, σλαβομακεδονικής και γιουγκοσλαβικής βιβλιογραφίας και να καταδείξει λεπτομερώς τις πολιτικές και ιδεολογικές της προεκτάσεις, πράγμα το οποίο έχουν καλύψει οι συγγραφές των Stephen Palmer και Robert King (1971 ) , του Ευάγγελου Κωφού (1974, 1987, 1997)  και του Stefan Troebst (1983, 1999) .

Θα επισημανθούν συγκεφαλαιωτικά μόνο ορισμένα βασικά σημεία που διαφωτίζουν τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο εμπλεκόμενων πλευρών και στη συνέχεια θα εξεταστούν οι απόψεις της ελληνικής και δυτικής ιστοριογραφίας.
Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα της βουλγαρικής και σλαβομακεδονικής ιστορικής συγγραφής επιλέχθηκαν οι πλέον «επίσημες» και ακαδημαϊκές συγγραφές: από βουλγαρικής πλευράς επιλέχθηκε η Istorija na Bulgarija, έκδοση της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών (Σόφια 1981-1991) και από σλαβομακεδονικής η Istorija na Makedonskiot narod, η οποία δημοσιεύθηκε το 1969 στα Σκόπια υπό την επιμέλεια του Mihailo Apostolski.
Επίσης εξετάστηκαν επιμέρους δείγματα από τη λαϊκή ιστοριογραφία, η οποία κατά κανόνα υιοθετεί πιο ακραίες θέσεις.

Έκπληξη προκαλεί στον απροϊδέαστο αναγνώστη που φυλλομετρεί τις σελίδες των δύο επίσημων εθνικών ιστοριών η διαπίστωση ότι τα ίδια πρόσωπα-ηγέτες της Οργάνωσης, όπως

Gorche Petrov (1864-1921)
του Damjan (ή Dame σε σλαβομακεδονική έκδοση), Gruev (1871-1906), 
του Gotse Delchev (1872-1903), 
του Gorche Petrov (1864-1921) και 
του Jane Sandanski (1872-1915), 

διεκδικούνται ως εθνικοί ήρωες και από τις δύο πλευρές και φωτογραφίες τους διανθίζουν τις σελίδες και των δύο ιστοριών . 

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε σχετικά ότι μία πόλη στα νοτιοδυτικά της Βουλγαρίας φέρει από το 1949 το όνομα του Sandanski (πρώην Sveti Vrach) , το Νευροκόπι μετονομάστηκε το 1950 σε Go tse Delchev , ενώ οι Σλαβομακεδόνες από την πλευρά τους φυλάσσουν το ακέφαλο σώμα του τελευταίου στην εκκλησία του Σωτήρος (Sveti Spas) στα Σκόπια, το οποίο τους παραδόθηκε επίσημα από την κυβέρνηση Δημητρώφ τον Οκτώβριο του 1946, όταν οι σχέσεις των δύο κρατών (Βουλγαρίας-Γιουγκοσλαβίας) βρίσκονταν ακόμη σε αγαστό επίπεδο .

Προχωρώντας στην ανάγνωση του κειμένου της επίσημης Ιστορίας της Βουλγαρίας (Istorija na Bulgarija) διαβάζουμε ότι η ΕΜΕΟ συνέχιζε σε νέες βάσεις τον αγώνα των Βουλγάρων εθνικών επαναστατών της προ τον 1878 εποχής και ότι οι ιδρυτές και η μετέπειτα ηγεσία της Οργάνωσης ήταν εκπρόσωποι της Βουλγαρικής διανόησης, η οποία προήλθε από εκπροσώπους τΐ}ς αγροτικής τάξης καθώς και της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης, οι οποίοι αισθάνονταν βαθύτερα την πολιτική και οικονομική καταπίεση του οθωμανικού ζυγού και θεωρούσαν ως κύριο αντίπαλό τους τη σέρβική προπαγάνδα .

Η έντονη αντίθεση προς τη σέρβική προπαγάνδα μπορεί να εξηγηθεί από την υπόθεση ότι την εποχή της ίδρυσης της ΕΜΕΟ (1893) υπήρχε ακόμη η εντύπωση στους ιθύνοντες της Οργάνωσης ότι η ελληνική εθνική προσπάθεια δεν είχε πολλές πιθανότητες να επηρεάσει τις συνειδήσεις των σλαβοφώνων της Μακεδονίας.

Αναφορικά με τους οπαδούς της Οργάνωσης, η βουλγαρική ιστοριογραφία ισχυρίζεται ότι ήταν Βούλγαροι, με το αξιωματικό επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των κατοίκων της Μακεδονίας ήταν Βούλγαροι .

 Το τελευταίο επιχείρημα συνεχίζει να είναι πάγια τοποθέτηση της βουλγαρικής ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας, η οποία δεν έχει αναθεωρήσει ακόμη ορισμένες αντιλήψεις του βουλγαρικού εθνικισμού και δεν έχει ακόμη επίσημα παραδεχθεί ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι παρά δημιούργημα της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Το καταστατικό του
Βουλγαρικού ΜακεδονοΑδριανουπολίτικου
Κομιτάτου
 Български Македоно-одрински
революционни комитети (БМОРК)

Η θέση του Jovan Cvijic το 1906 ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας δεν έχουν παγιωμένη σέρβική ή βουλγαρική εθνική συνείδηση  παραμένει ακόμη θέμα «ταμπού» στη Βουλγαρία.

Άλλα επιχειρήματα που επιστρατεύουν οι Βούλγαροι ιστορικοί προκειμένου να αποδείξουν τον βουλγαρικό εθνικό χαρακτήρα της Οργάνωσης είναι ότι η Κεντρική της Επιτροπή (Κ.Ε.) είχε την προσωνυμία «βουλγαρική» (Bulgarsko Makedono-Odrinski Revoljutsionncn Komitet) και το γεγονός ότι το Ιο άρθρο του καταστατικού της προέβλεπε ότι μέλος της Οργάνωσης μπορούσε να γίνει κάθε Βούλγαρος που θα αγωνιζόταν για την ελευθερία των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τη Θράκη .

Hristo Tatarchev (1869-1952)
Επίσης, επικαλούνται τα απομνημονεύματα του πρώτου προέδρου της Οργάνωσης Hristo Tatarchev (1869-1952), όπου ανοικτά διατυπώνεται ότι το καταστατικό σύνθημα περί αυτονόμησης της Μακεδονίας δεν ήταν παρά ο συμβιβασμός και το πρώτο βήμα προς την τελική προσάρτηση της οθωμανικής αυτής επαρχίας στη Βουλγαρική Ηγεμονία, κατά το παράδειγμα της αυτόνομης Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885) . 

Το ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για το Μακεδονικό και την ΕΜΕΟ είχε περιοριστεί στο ελάχιστο από το κομμουνιστικό καθεστώς ως εθνικιστική ρητορεία και εντοπιζόταν κυρίως στις βουλγαρο- μακεδονικές οργανώσεις της διασποράς , αλλά αναζωπυρώθηκε μετά τη μεταπολίτευση (Δεκέμβριος 1989).
Το 1990 επανασυστήθηκε το Μακεδονικό Ινστιτούτο της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών, το οποίο είχε καταργηθεί από την κυβέρνηση του Πατριωτικού Μετώπου το 1947 , και το 1994 οργανώθηκε στη Σόφια συνέδριο για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΜΕΟ .

Η επίσημη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία (Istorija na Makedonskiot narod) από την πλευρά της είναι λιγότερο απόλυτη από τη βουλγαρική στους ισχυρισμούς της και θέση της είναι ότι η Οργάνωση ανήκε στο μακεδονικό λαό (narod) ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνικότητα, δηλαδή ακολουθούσε διεθνιστικά πρότυπα .

Στο συγκεκριμένο χωρίο ο όρος «μακεδονικός λαός» έχει σαφώς γεωγραφική παρά εθνική σημασία.

 Ωστόσο, οι περισσότεροι Σλαβομα κεδόνες ιστορικοί συγγραφείς αποδίδουν σαφώς στενότερο εθνικό περιεχόμενο στον όρο narod χαι ισχυρίζονται με απόλυτο τρόπο
ότι η ΕΜΕΟ ήταν το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του «μακεδονικού λαού» , όπου η μαρξιστική έννοια «λαός» (narod) ταυτίζεται με την αστική έννοια «έθνος» (natsija). 

Συνακόλουθα, η ΕΜΕΟ τοποθετείται στο πάνθεο των εθνικών ηρώων και θεωρείται προκάτοχος του «Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας» (ASNOM), το οποίο ιδρύθηκε από το ΚΚΓ του Τίτο στην κα τεχόμενη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία στις 2 Αυγούστου 1944 .
Επιστρέφοντας στην Istorija na Makedonskiot narod, παρατηρούμε ότι οι συγγραφείς της αναγνωρίζουν ως γνήσια τα όσα γράφει ο Hristo Tatarchev στα απομνημονεύματά του,
αλλά αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι στους κόλπους της Οργάνωσης υπήρχε και μία δεύτερη τάση,
η οποία υποστήριζε την ανεξαρτησία της ΕΜΈΟ και αντιτασσόταν σε κάθε ιδέα συνεργασίας με τις κυβερνήσεις των γειτονικών χριστιανικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης και της Βουλγαρίας.

Το βασικό αντεπιχείρημα των Σλαβομακεδόνων ιστορικών στην προσπάθεια ανασκευής των βουλγαρικών ισχυρισμών είναι ότι η τάση αυτή, η οποία αντιπροσωπευόταν από τον Ivan H. Nikolov, ήταν η επικρατέστερη μεταξύ των μελών και κατά συνέπεια προσέδιδε τον κυρίαρχο εθνικό χαρακτήρα στην Οργάνωση.

Οι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί παραδέχονται παρομοίως ότι το πρώτο καταστατικό της ΕΜΕΟ είχε βασισθεί σε εκείνο της Βουλγαρικής Επαναστατικής Επιτροπής του 1874 και ο όρος «βουλγαρικός» χαρακτήριζε την επωνυμία της Κ.Ε. της Οργάνωσης, αλλά τονίζουν ότι αυτό ουδόλως έχει σχέση με τους πραγματικούς της σκοπούς και ότι η ιδέα της προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία ήταν ξένη επιρροή των βουλγαρικών αστικών σοβινιστικών κύκλων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τις προσπάθειες του μακεδονικού λαού για ελευθερία11.
Κατ’ ακολουθία, η Σλαβομακεδονική ιστοριογραφία καταλήγει
ότι μέλη της Οργάνωσης ήταν
τόσο Βούλγαροι όσο
και «Μακεδόνες»

με την εθνική σημασία του όρου, υπονοώντας ότι οι τελευταίοι ήταν η πλειοψηφία στους κόλπους της .


Ως πλέον αντιπροσωπευτικές της ιδεολογίας της ΕΜΕΟ θεωρούνται οι πρόνοιες του καταστατικού που συντάχθηκε από το Β' Συνέδριο της επαναστατικής επιτροπής Θεσσαλονίκης το 1905, 
όπου απουσιάζει ο εθνικός όρος «Βούλγαρος» 
και στο 5ο άρθρο ορίζεται εναλλακτικά ότι μέλος της Οργάνωσης 
μπορεί να γίνει κάθε κάτοικος της Ευρωπαϊκής Τουρκίας 
χωρίς διάκριση φύλου, εθνικότητας, θρησκεύματος και πολιτικών πεποιθήσεων14. 

Η επίσημη Γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία απηχούσε, ασφαλώς, τη σλαβομακεδονική άποψη, θεωρούσε την ΕΜΕΟ ως το μακεδονικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και απέδιδε αφοριστικά όποιες φιλοβουλγαρικές τάσεις στους κόλπους της στον πολιτικό οπορτουνισμό των μελών της παρά στις πραγματικές τους πεποιθήσεις .

Αντίθετα, οι Σέρβοι (π.χ. Djoko Slijepcevic) και οι Κροάτες (π.χ. Ivo Banac) της διασποράς υποστήριζαν τη βουλγαρική εκδοχή, δηλαδή ότι το αυτονομιστικό κίνημα στη Μακεδονία ήταν βουλγαρικής έμπνευσης και έφθαναν μέχρι και του σημείου να αρνούνται ακόμη και την ύπαρξη «μακεδονικού» έθνους .

 Η μετακομμουνιστική σλαβομακεδονική ιστοριογραφία απορρίπτει τη μετριοπαθή μαρξιστική διεθνιστική εκδοχή της Istorija na Makedonskiot narod και απηχεί ριζοσπαστικές απόψεις, οι οποίες έχουν σκοπό να τονίσουν περισσότερο τον εθνικό «μακεδονικό» χαρακτήρα της Οργάνωσης.

Προς τούτο π.χ. χρησιμοποιεί τον απλουστευτικό όρο «Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Makedonska Revolutsionerna Organizatsija) παραλείποντας τον όρο «Εσωτερική»,
υπογραμμίζει τον αντιβουλγαρικό της προσανατολισμό,
δεν αναφέρε ται καθόλου στα απομνημονεύματα του Τατάρτσεφ και αρνείται την ύπαρξη του προσδιορισμού «βουλγαρική» στην επωνυμία της .

Ιδιαίτερη σημασία δίδεται εξίσου και από τις δύο εθνικές ιστοριογραφίες (σλαβομακεδονική και βουλγαρική) στην πραγμάτευση της λεγόμενης «εξέγερσης του Ήλιντεν και της Μεταμόρφωσης» (20 Ιουλίου/2 Αυγούστου 1903).

Και οι δύο εθνικές ιστοριογραφίες αφιερώνουν μεγάλη έκταση στην εξιστόρη ση των γεγονότων, στην ανάλυση της εθνικής της σημασίας και της απήχησής της σε διεθνές επίπεδο .

Η επίσημη Ιστορία της Βουλγαρίας υποστηρίζει ότι όσον αφορά τις στοχεύσεις και τη φύση της η εξέγερση του Ήλιντεν αποτελεί τη μεγάλη εποποιία του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης ... (και) κατέχει επιφανή θέση στην ιστορία του βουλγαρικού λαού, είναι ο θεμέλιος λίθος του απελευθερωτικού αγώνα του βουλγαρικού λαού στις ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας .

Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1951 ένα μικρό χωριό (πρώην Belitsa) στην περιφέρεια του Μπλαγκόεβγκραντ μετονομάστηκε σε Ilidentsi σε ανάμνηση της εξέγερσης . Ωστόσο, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το Ήλιντεν δεν είναι για τους Βούλγαρους η κεντρική εθνική επανάσταση —τέτοιος ρόλος έχει αποδοθεί στην Απριλιανή Εξέγερση του 1876—, αλλά χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση της αλυτρωτικής της πολιτικής που άσκησε (μέχρι το 1944) η Βουλγαρία στον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
Η εξέγερση του Ηλιντεν-Ιλιντεν σε βουλγαρικό
Κάρτ Ποστάλ με τον
Βουλγαρομακεδόνα συνταγματάρχη του Βουλγαρικού στρατού
Αναστάς Γιάνκοφ-Анастас Янков 

Κατά πολύ σημαντικότερος είναι ο ρόλος που διαδραματίζει
 η εξέγερση του Ήλιντεν στην εθνική μυθολογία των Σλαβομακεδόνων. 

Το Ήλιντεν αποτελεί τη μόνη άξια λόγου επαναστατική ενέργεια με απελευθερωτικό χαρακτήρα, η οποία μπορεί να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις του «μακεδονικού έθνους» για μία θέση ανάμεσα στα έθνη του κόσμου που αγωνίστηκαν για την πολιτική τους χειραφέτηση .

Οι Σλαβομακεδόνες ιστορικοί εκθειάζουν την Εξέγερση ως την πλέον σημαντική εκδήλωση της θέλησης του υπόδουλου μακεδονικού λαού για αγώνα και ελευθερία και ως την κορύφωση του («μακεδονικού») εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος .

Η εφήμερη κατάληψη του Κρουσόβου από τους αντάρτες της ΕΜΕΟ και η διακήρυξη μιας υποτυπώδους σοσιαλιστικής δημοκρατίας εκεί προβάλλεται από τους Σλαβομακε δόνες ως απόδειξη της επιθυμίας των Μακεδόνων για δημιουργία εθνικού κράτους , δηλαδή ως ένα πρώτο, εμβρυώδες αυτόνομο «Μακεδονικό» εθνικό κράτοςπροκάτοχο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που ιδρύθηκε το 1944 .

Προκειμένου να διαφοροποιηθούν τυπικά από τους Βουλγάρους, 
οι Σλαβομακεδόνες επέλεξαν (το 1944) ως ημέρα ανακήρυξης της εθνικής ανεξαρτησίας και μνήμης τη 2α Αυγούστου, δηλαδή σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο,
 ενώ οι Βούλγαροι συνεχίζουν να εορτάζουν το Ήλιντεν σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο (την 20η Ιουλίου) .

Η ελληνική ιστοριογραφία από την πλευρά της προκρίνει τη βουλγαρική υπόθεση, θεωρεί την ΕΜΕΟ ως βουλγαρική οργάνωση και υποστηρίζει ότι το αυτονομιστικό της σύνθημα η Μακεδονία στους Μακεδόνες δεν ήταν παρά «εντελώς συμβολικό» τέχνασμα της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία στόχευε μακροπρόθεσμα στην προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος .

 Σε μία μόνο περίπτωση υποστηρίζεται η σλαβομακεδονική άποψη ότι η ΕΜΕΟ προπαγάνδιζε μία νέα εθνική ταυτότητα, εκείνη του «Μακεδόνα», και προωθούσε ένα πρόγραμμα εθνικής απελευθέρωσης31.

Η πλέον ψύχραιμη προσέγγιση του ζητήματος εκφράζεται από τον Μαζαράκη Αινιάν, ο οποίος προσδιορίζει την ΕΜΕΟ ως μία εθνικιστική οργάνωση ξεχωριστή από την Εξαρχία, με τη συμμετοχή πολλών δασκάλων, που έτεινε να πάρει στα χέρια της τη σλαβική κίνηση στη Μακεδονία, η οποία στόχευε κατά κύριο λόγο στην απελευθέρωση από τους Τούρκους και δύσκολα δεχόταν διαταγές από τους Βερχοβιστές (Ανώτατη Επιτροπή) της Σόφιας .

 Η ίδια εφεκτική στάση ως προς την εθνική ταυτότητα των δύο Οργανώσεων (ΕΜΕΟ και Ανώτατης Επιτροπής) τηρείται και από την Καρακασίδου, η οποία τις περιγράφει αόριστα ως τα φιλοσλαβικά πολιτικά κινήματα στη Μακεδονία .

 Παράλληλα, η Καρακασίδου ορθώς παρατηρεί ότι η ελληνική ιστοριογραφία έχει μειώσει την ιστορική σημασία της εξέγερσης του Ήλιντεν, υποβαθμίζοντάς την στο επίπεδο μίας τοπικής αναταραχής .

Πράγματι, οι Έλληνες ιστορικοί συγγραφείς περιγράφουν το Ήλιντεν ως το περιορισμένης εκτάσεως και δράσεως κίνημα των Βουλγάρων, οι οποίοι με μακεδονικά συνθήματα επιδίωκαν τη βουλγαρική κατάκτηση.

 Ορισμένες φορές διατυπώνεται και η ακραία άποψη ότι το Ήλιντεν ήταν μία ατυχούσα ψευδεπανάστασις, διότι ήτο τεχνητόν δημιούργημα χωρίς λαϊκά ερείσματα και είχε επιβληθεί με τη βία στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.

 Παρά το ότι η ελληνική βιβλιογραφία, όπως αποδεικνύεται παρακάτω, βρίσκεται πλησιέστερα στην ιστορική πραγματικότητα από τη δυτική, είναι εμφανές ότι και σε αυτήν η προσέγγιση του ζητήματος παρουσιάζει ορισμένες αδυναμίες.
Οι απόλυτοι ισχυρισμοί περί βουλγαρικού εθνικού χαρακτήρα της ΕΜΕΟ και του Ήλιντεν, χωρίς να εξετάζονται οι επιμέρους τάσεις που υπήρχαν στους κόλπους της, δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχει η επιδίωξη να αποδομηθεί ο εθνικός μύθος των Σλαβομα κεδόνων, με το σκεπτικό ότι είναι ευκολότερο για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει έναν αντί δυο αντίπαλους εθνικισμούς.

Στην περίπτωση του Μακεδονικού Ζητήματος οι Έλληνες λόγιοι φαίνεται να προτιμούν να αντιμετωπίσουν τον παλαιότερο κατεστημένο εθνικισμό, δηλαδή τον βουλγαρικό .
Ο κομιτατζής της ΒΜΡΟ-ΕΜΕΟ
Pancho Mihaylov-Панчо Михайлов
και "Βουλγαρικά Δημοτικά Τραγούδια
της Μακεδονίας" του.

Πολύ περισσότερες αδυναμίες και αντιφάσεις παρουσιάζει η προσέγγιση του θέματος από τη δυτική ιστοριογραφία.
 Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου οι περισσότερες δημοσιεύσεις που κυκλοφορούσαν στη Δύση ήταν Βαλκάνιων συγγραφέων, κυρίως Βουλγάρων και Σέρβων, όπως του Georgevitch (1918)  και του Christ Anastasoff (1938) , οι οποίοι απηχούσαν απόψεις ευνοϊκές προς τη σημερινή βουλγαρική εκδοχή των πραγμάτων  —ο Anastasoff είχε διατελέσει άλλωστε γραμματέας της μεσοπολεμικής ΕΜΕΟ και δεξί χέρι του Ivan Mihailov (Ivancho) .

Περισσότερο προβληματισμένη αλλά και με αντιφάσεις είναι η παρουσίαση της υπόθεσης από τον Georgevitch.
Ο Σέρβος συγγραφέας παραδέχεται ότι η ΕΜΕΟ ιδρύθηκε από Βούλγαρους, αλλά επισημαίνει ότι η Οργάνωση περιελάμβανε και πολλούς «Μακεδόνες», οι οποίοι είχαν εξαγοραστεί από το βουλγαρικό χρήμα .

Στο κείμενο του Georgevitch ο όρος «Μακεδόνες» ακολουθεί την εκδοχή του Cvijic και περιγράφει τους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας χωρίς ξεκάθαρη εθνική συνείδηση. 

Αντίθετα, στο έργο του Anastasoff ο όρος «Μακεδόνες» έχει αποκλειστικά γεωγραφική σημασία και ταυτίζεται εννοιολογικά με τον βουλγαρικό πληθυσμό της Μακεδονίας .
Παρ’ ότι αναγνωρίζει ότι η ιδέα της προσάρτησης της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, είχε περιορισμένη απήχηση σε ορισμένα άτομα από την ηγετική της ομάδα της Οργάνωσης, ο συγγραφέας καταλήγει ότι η ΕΜΕΟ αποτελούνταν από μαχητικούς, άγρυπνους και άφοβους Βουλγαρομακεδό νες .

Οι μόνοι αξιόλογοι Δυτικοί μελετητές του Μακεδονικού στον Μεσοπόλεμο είναι οι Reiss (1924) και Swire (1939).

Στο κείμενο του Reiss ο όρος «Μακεδόνες» έχει γεωγραφική σημασία, αλλά ο συγγραφέας δεν υιοθετεί άκριτα τη βουλγαρική θέση περί της εθνικής ταυτότητας των σλαβοφώνων της Μακεδονίας και παρατηρεί ότι ακόμη και οι Μακεδόνες μετανάστες στη Βουλγαρία ποτέ δεν αφομοιώθηκαν πλήρως από την κυρίαρχη εθνότητα της χώρας . 

Πάντως, ο Reiss περιγράφει την κομιτατζίδικη δράση αδιακρίτως ως βουλγαρική  και αναφορικά με την ΕΜΕΟ σημειώνει ότι επιδίωκε ορισμένης μορφής αυτονομία για τη Μακεδονία στα πλαίσια μίας ομοσπονδίας με τη Βουλγαρία . 

Παρόμοιες απόψεις με τον Reiss διατυπώνουν την ίδια χρονιά (1930) ο Jacques Ancel στη φυσική και ανθρωπολογική γεωγραφία της Μακεδονίας και ο Henry Day στα απομνημονεύματά του: ο πρώτος προσδίδει στον όρο «Μακεδόνες» γεωγραφική σημασία και συνδέει την ΕΜΕΟ με τη βουλγαρική πολιτική , ενώ ο δεύτερος κάνει λόγο μόνο για Βούλγαρους και Σέρβους (όχι «Μακεδόνες») κομιτατζήδες . 

Ο Swire είναι ο πρώτος Δυτικός ιστοριογράφος ο οποίος διατυπώνει ανοικτά τη θέση ότι η ΕΜΕΟ ήταν μακεδονική εθνική οργάνωση και επιδίωκε να δημιουργήσει μία μακεδονική εθνική παιδεία και ένα μακεδονικό εθνικό αίσθημα , δηλαδή ότι αντιπροσώπευε έναν αυτοτελή «μακεδονικό» εθνικισμό.

 Ο όρος «Μακεδόνες» έχει στο κείμενο του Swire κατά κανόνα στενότερη σημασία απ’ ότι στου Reiss και προσδιορίζει τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας , αν και σε ένα χωρίο είναι καθαρά γεωγραφικός και αναφέρεται σε όλους τους κατοίκους της περιοχής ανεξάρτητα από γλώσσα (nonSlav Macedonians) .

Γενικότερα όμως, ο Swire δεν έχει απολύτως αποκρυσταλλωμένη εικόνα για την εθνική φυσιογνωμία της ΕΜΕΟ και υποπίπτει σε αντιφάσεις, π.χ. υποστηρίζει αφενός ότι η Εσωτερική Οργάνωση δεν εξυπηρετούσε βουλγαρικά συμφέροντα και είχε αντιταχθεί σθεναρά στην αφομοιωτική πολιτική της Βουλγαρίας , αλλά αφετέρου χαρακτηρίζει τις ένοπλες διαμάχες της με την Ανώτατη Επιτροπή ως αδελφοκτόνο ανταρτοπόλεμο .

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο πολλοί περισσότεροι Δυτικοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με το αντικείμενο και —παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα υιοθέτησαν κατά κανόνα τη σλαβομακεδονική εκδοχή των πραγμάτων.

Γενικώς όμως τα συμπεράσματά τους είναι υπεραπλουστευτικά, καθώς δεν βασίζονται σε εκτενή ανάγνωση των πηγών και παρατηρείται αδυναμία στην προσέγγιση του πολύπλοκου χαρακτήρα της βαλκανικής πραγματικότητας.
Η αβασάνιστη υιοθέτηση της σλαβομακεδονικής εκδοχής μπορεί κάλλι στα να αποδοθεί σε πολιτικούς υπολογισμούς και συγκεκριμένα στην επιδίωξη των Δυτικών να κολακεύσουν τον Τίτο.

Ως πρώτο τυπικό παράδειγμα αναφέρουμε τον Hugh SetonWatson (1945),
ο οποίος κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στους «Βούλγαρους εθνικιστές» και τους «Μακεδόνες αυτονομιστές» και υποστηρίζει ότι η ΕΜΕΟ διακήρυττε πως οι Σλάβομακεδόνες δεν είναι ούτε Βούλγαροι, ούτε Σλάβοι αλλά ένας ξεχωριστός κλάδος της Σλαβικής φυλής.
Βούλγαροι κομιτατζήδες

Η βαθιά γνώστης των Βαλκανίων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου Elisabeth Barker (1950) χαρακτηρίζει την ΕΜΕΟ ως έναν αυθεντικότερο (από την Ανώτατη Επιτροπή) μακεδονικό σχηματισμό και τους Gruev και Delchev ως «Μακεδόνες» με την εθνική σημασία του όρου .

Ο Wilkinson (1951), παρ’ ότι παραπέμπει σε βουλγαρική βιβλιογραφία (Mihailoff , AnastasolT ) και πιθανολογεί ότι η Βουλγαρία υποκινούσε το «μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα», διατυπώνει την άποψη ότι η ΕΜΕΟ δεν ήταν «αμιγώς βουλγαρική» οργάνωση .

Ακόμη και ο ελληνιστής Douglas Dakin, ενώ στην παρουσίαση των βρετανικών διπλωματικών πηγών (1961) κάνει λόγο μόνο για Βούλγαρους επαναστάτες , στην ιστορία του ελληνικού Μακεδονικού Αγώνα (1966) δεν υιοθετεί την ελληνική επιχειρηματολογία και διατυπώνει τη θέση ότι το σύνθημα η Μακεδονία στους Μακεδόνες δήλωνε πως οι «Μακεδόνες» ήταν ξεχωριστή εθνότητα  και χαρακτηρίζει κατά πρωτότυπο τρόπο την ΕΜΕΟ ως μεικτό «βουλγαρικόμακεδονικό κίνημα», με την εθνική σημασία των όρων .

Το ίδιο υποστηρίζουν οι Stephen Palmer και Robert King (1971), ότι δηλαδή η αρχική ΕΜΕΟ περιελάμβανε Βουλγάρους και «Μακεδόνες» (: Palmer  King, ό.π., σ. 7). Ο πλέον γνωστός Δυτικός ιστορικός των επαναστατικών κινημάτων στη Μακεδονία των αρχών του 20ού αιώνα Duncan Perry (1988) χρησιμοποιεί άφθονο βουλγαρικό αρχειακό υλικό (από τη Σόφια, το Μπλαγκόεβ γκραντ και το αρχείο της εξαρχικής μητρόπολης της Δίβρης, που φυλάσσεται στα Σκόπια), αλλά το ερμηνεύει κατά βούληση, π.χ. αντικαθιστά αστήρικτα τους όρους «Βούλγαροι», «βουλγαρικός λαός» και «βουλγαρικός πληθυσμός» που συναντώνται κατά τεκμήριο στο αυθεντικό κείμενο του καταστατικού της ΕΜΕΟ με τον όρο «Σλαβομακεδόνες» (SlavMacedonians) , προφανώς με το άδηλο σκεπτικό ότι ο αληθινός χαρακτήρας της Οργάνωσης ήταν διαφορετικός από αυτόν που δήλωναν οι πηγές και ακολούθως σε ένα χωρίο παρακάτω προσδίδεται στη φράση «Μακεδόνες επαναστάτες» εθνική σημασία .

Μάλιστα, ο Perry διατυπώνει την ακραία θέση ότι η ΕΜΕΟ «έφραζε» την επεκτατική πολιτική του Ηγεμόνα Φερδινάνδου της Βουλγαρίας στα εδάφη της Μακεδονίας , δηλαδή ότι είχε τρόπον τινά αντιβουλγαρικό προσανατολισμό.

Ωστόσο, σχετικά ικανοποιητική είναι η καταληκτήρια παρατήρησή του ότι η ΕΜΕΟ αποτελεί ένα πρωτότυπο απελευθερωτικότρομοκρατικό κίνημα που απαντάται σε αγροτικές προβιομηχανικές κοινωνίες, όπου μία μικρή ομάδα μορφωμένων ανθρώπων απαιτούν μεταρρυθμίσεις με σκοπό ένα ισχυρότερο και δυναμικότερο κράτος13.

Ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση υπέρ των Σλαβομακεδόνων υιοθετούν στο εν λόγω ζήτημα οι περισσότεροι Δυτικοί πολιτικοί συγγραφείς της δεκαετίας του 1990, οπότε το Μακεδονικό σημείωσε νέα έξαρση, όπως π.χ. ο Loring M. Danforth (1995), ο John Shea (1997) και ο James Petti fer (1999).

Συγκεκριμένα, ο Danforth ισχυρίζεται ότι η ίδρυση της ΕΜΕΟ από μία μικρή ομάδα «Μακεδόνων» πατριωτών ήταν ισχυρή επιβεβαίωση της «μακεδονικής» ταυτότητας και της επιθυμίας του «μακεδονικού» λαού να αποκτήσει εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση, αλλά υποπίπτει λίγο παρακάτω στην αντίφαση να αποδεχθεί ότι η ΕΜΕΟ ποτέ δεν αμφισβήτησε τον κατεξοχήν βουλγαρικό χαρακτήρα του πληθυσμού της Μακεδονίας.

Ο Shea, παρ’ ότι αναγνωρίζει ότι υπήρχαν δύο τάσεις στους κόλπους της ΕΜΕΟ, υπέρ της ένωσης με τη Βουλγαρία και υπέρ της αυτονόμησης , προσδιορίζει αφοριστικά την Οργάνωση ως την ακραιφνέστερη ένδειξη διακριτής μακεδονικής ταυτότητας.

Ο συγκεκριμένος συγγραφέας φθάνει, μάλιστα, στο ακραίο σημείο να παραχαράξει τις πηγές και να διαστρεβλώσει πολύ γνωστά γεγονότα,
π.χ. σημειώνει ότι ο Tatarchev στα απομνημονεύματά του ετίθετο κατά της ενσωμάτωσης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και παρουσιάζει τον Ivan Μίhailov ως «Μακεδόνα» εμιγκρέ στη Σόφια .

Τέλος, ο Pettifer παρέρχεται ως δεδομένο ότι η ΕΜΕΟ του 19ου αιώνα οραματιζόταν μία «Μεγάλη Μακεδονία» και αποτελεί τον προκάτοχο του σύγχρονου κόμματος VMRO-DPMNE (ιδρ. Ιούνιος 1990) του Ljupco Georgijevski στη FYROM . Συμβιβαστική, αντίθετα, είναι η άποψη που εκφράζει η Alice Ackermann (2000) ότι τα μέλη της ΕΜΕΟ ήταν διχασμένα ανάμεσα στην επιλογή ενός ανεξάρτητου «μακεδονικού» κράτους και της Μεγάλης Βουλγαρίας .

Ασφαλώς, υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα, όπως η Mercia Mac Dermott (1978, 1988) και η Laura Beth Sherman (1980), οι οποίες είχαν παραμείνει για μακρύ χρονικό διάστημα στη Βουλγαρία και απηχούν τις βουλγαρικές εθνικές απόψεις,
π.χ. ότι οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία τον πληθυσμού της Μακεδονίας,
 οι Gotse Delchev και Jane Sandanski ανήκουν στο εθνικό μαρτυρολογίο των Βουλγάρων, 
η ΕΜΕΟ είναι η συνέχεια του 500 ετών αγώνα των Βουλγάρων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και βασικός σκοπός των ιδρυτών της ήταν η επιθυμία να διατηρηθεί ο εθνισμός του βουλγαρικού πληθυσμού της Μακεδονίας .

Τη βουλγαρική οπτική υιοθετούν επίσης οι Sugar και Ledorer (1969)  και ο Τ. J. Winnifrith (1995), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η ΕΜΕΟ ήταν κατεξοχήν βουλγαρική οργάνωση, ενώ εκείνοι που τάσσονταν υπέρ μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας δεν ήταν παρά μία ισχνή μειοψηφία .

Ο διακεκριμένος βουλγαρολόγος R. J. Crampton (1983, 1987) διατυπώνει την ενδιάμεση θέση ότι
 η ΕΜΕΟ (τον 19ου αιώνα) αναγνώριζε τη στενή πολιτισμική συγγένεια μεταξύ των Βουλγάρων και των Σλαβομακεδόνων και σε καμία περίπτωση δεν αποστασιοποιούνταν από τη βουλγαρική κουλτούρα 
αλλά απέρριπτε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος . 

Ο Hugh Poulton (1991-1995) εκφράζει την άποψη ότι η Οργάνωση
ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σε αυτούς που τάσσονταν υπέρ της εν σωμάτωσης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία και
 σε εκείνους που προέκριναν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου «μακεδονικού» κράτους ,
αλλά τονίζει ότι η πλειοψηφία των οπαδών της ήταν Βούλγαροι και οι εξεγερμένοι του Ήλιντεν έφεραν βουλγαρικές σημαίες . 

Οι συγγραφείς γενικών ιστοριών των Βαλκανίων είναι διαιρεμένοι ανάμεσα 
σε όσους υποστηρίζουν ότι η ΕΜΕΟ είχε βουλγαρικό χαρακτήρα (Ristelhueber και Jelavich)  και
σε όσους —με βάση το σκεπτικό ότι το κύριο σύνθημά της ήταν «η Μακεδονία στους Μακεδόνες»— την  θεωρούν ως εθνική «μακεδονική» απελευθερωτική οργάνωση, 
η οποία αντιτασσόταν στον βουλγαρικό επεκτατισμό (Stavrianos, Djordjevic και FischerGalati, Hösch) .

Η μόνη ολοκληρωμένη μονογραφία που βασίστηκε σε σφαιρική εξέταση της βαλκανικής βιβλιογραφίας και σε εκτενή μελέτη δυτικών διπλωματικών πηγών —γαλλικών και αυστριακών— είναι το έργο της Nadine Lange-Akhund (1998), δημοσιευμένο σε μετάφραση στη σειρά των East European Mono graphs .

Η συγγραφέας επικέντρωσε το ενδιαφέρον της στη δράση της ΕΜΕΟ μέχρι την κήρυξη της επανάστασης των Νεότουρκων (1908) σε σχέση με την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και το σχέδιο μεταρρυθμίσεων του Μύρτστεγκ (Οκτώβριος 1903).

Ήδη από τον πρόλογο η Lange-Akhund διατυπώνει τη βασική θέση της ότι η ιστορία του μακεδονικού (με την εθνική σημασία του όρου)  κινήματος έχει λανθασμένα αφομοιωθεί ή συγχυσθεί με το βουλγαρικό κίνημα εξαιτίας των δεσμών που υπήρχαν μεταξύ των ηγετών των δύο κινημάτων και δηλώνει ότι επιδίωξή της είναι να τονίσει τις βασικές διαφορές της ΕΜΕΟ από την Ανώτατη Επιτροπή αναφορικά με την ιδεολογία, τους σκοπούς και τις μεθόδους .

Αν και η συγγραφέας παραδέχεται ότι το ιστορικό πρόβλημα της εθνικής ταυτότητας της ΕΜΕΟ είναι δύσκολο να επιλυθεί (this historical problem...is difficult to solve) και μάλιστα αναγνωρίζει ότι με βάσει τις ξένες διπλωματικές πηγές τα πορίσματα των Βουλγάρων ιστορικών (Pandev) φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη πιστότητα από εκείνα των Σλαβομακεδόνων (Katardziev) ,

ωστόσο ισχυρίζεται ότι η ΕΜΕΟ ήταν «μακεδονική οργάνωση», καθώς οι δύο επιφανέστεροι ηγέτες της, D. Gruev και G. Delchev, τάσσονταν υπέρ της απελευθέρωσης της περιοχής χωρίς ξένη ανάμειξη .
Βουλγαρική Τσέτα της ΒΜΡΟ
στην διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Επικεφαλής ο Todor Alexandrov
ТОДОР АЛЕКСАНДРОВ,
ηγέτης της ΒΜΡΟ από το 1911 έως 1924


Επίσης, η συγγραφέας αποδίδει κατά πρωθύστερο τρόπο στους όρους «μακεδονικός», «Μακεδόνες» (Macedonians) και «Σλαβομακεδόνες» (MacedoSlavs) εθνική σημασία , παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι στα λίγα παρατιθέμενα από την ίδια χωρία από (γαλλικά και αυστριακά) διπλωματικά έγγραφα απαντάται αποκλειστικά ο όρος «Βούλγαροι» , ότι η φιλοεξαρχική δράση της ΕΜΕΟ χαρακτηρίζεται από Αυστριακό πολιτικό ως εκδήλωση αποκλειστικά βουλγαρικού εθνικισμού  και σε μία παρατιθέμενη διακήρυξη της ΕΜΕΟ, εκδεδομένη κατά την εξέγερση του Ήλιντεν (1903), οι Βούλγαροι απο καλούνται «όμαιμοι αδελφοί» («blood brothers») . Επιπλέον, το συμπέρασμα της συγγραφέως ότι η ΕΜΕΟ επιχείρησε να δημιουργήσει την έννοια μιας Μακεδονικής εθνότητας έρχεται σε μερική αντίφαση με την εκτίμησή της, που διατυπώνει σε επόμενο χωρίο,

ότι στους κόλπους της ΕΜΕΟ εκτός από την αριστερίζουσα ομάδα,
η οποία τασσόταν υπέρ της διεθνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των εθνικών ομάδων που κατοικούσαν στην περιοχή,
υπήρχε και μία συντηρητική τάση, η οποία έστεργε την ένωση της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία
.


Είναι εμφανές ότι το πόνημα της Lange-Akhund χαρακτηρίζεται από πολλές ατέλειες και αντιφάσεις και τελικώς δεν μπορεί να δώσει πειστική ερμηνεία του προβλήματος.

Κατά τη γνώμη του γράφοντος, το ζήτημα της ΕΜΕΟ το προσεγγίζει με τον πλέον υπεύθυνο και τεκμηριωμένο τρόπο ο Fikret Adanir στη μελέτη του για το Μακεδονικό Ζήτημα (1979) .

Ο συγγραφέας συνδέει το ζήτημα της ΕΜΕΟ με αυτό της ταυτότητας των Σλαβομακεδόνων, εάν δηλαδή ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι ή διαφορετικός λαός με ιδιαίτερη εθνική συνείδηση .

Αναγνωρίζει ότι η εθνική ταυτότητα της ΕΜΕΟ είναι πολύπλοκο ζήτημα και δεν είναι δυνατό να διαλευκανθεί πλήρως, αλλά σημειώνει ότι με βάση τις αυστρο ουγγρικές πηγές η Οργάνωση είχε μέχρι το 1902 την ονομασία «Βουλγαρική ΜακεδονοΑδριανουπολίτικη Επαναστατική Επιτροπή», στοιχείο το οποίο δικαιώνει τους Βουλγάρους ιστορικούς (Κ. Pandev) .

Επίσης, οι ίδιες πηγές και ο ευρωπαϊκός Τύπος τεκμηριώνουν κατά τον συγγραφέα ότι η εξέγερση του Ήλιντεν ήταν «βουλγαρική εθνική πράξη», καθώς οι επαναστάτες έψαλλαν βουλγαρικά εθνικιστικά τραγούδια και έφεραν βουλγαρικές σημαίες .

Γενικώς, η μετριοπαθής προσέγγιση και ορθολογική χρήση των πηγών προσδίδουν αυξημένη πιστότητα στους ισχυρισμούς του συγγραφέα.

Προκειμένου να σχηματίσει ο σύγχρονος μελετητής προσωπική και απροκατάληπτη εικόνα σχετικά με την προπολεμική ΕΜΕΟ (1893-1912), θα πρέπει ασφαλώς να ανατρέξει στις πρωτογενείς πηγές της εποχής, στα καταστατικά της Οργάνωσης, στα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών, στα προξενικά έγγραφα και στα περιηγητικά κείμενα της σχετικής περιόδου.

Πρέπει να τονιστεί ότι μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το πολιτικό καθεστώς της Μακεδονίας άλλαξε ριζικά και μαζί της η φυσιογνωμία της ΕΜΕΟ.

Συγκεκριμένα ο Ivo Banac θέτει το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918) ως το σημείοκαμπή στην αποστασιοποίηση των Σλαβομακεδόνων από τον βουλγαρικό εθνικισμό .

Βεβαίως, όπως διευκρινίστηκε στην εισαγωγή, η παρούσα συγγραφή δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να εξαντλήσει το θέμα ούτε να φθάσει σε μια «αντικειμενική αλήθεια» του προβλήματος. Αλλωστε και μόνο η περιορισμένη έκταση ενός άρθρου δεν επιτρέπει κάτι ανάλογο. Ωστόσο, θα διατυπωθούν κάποιες σκέψεις, οι οποίες μπορούν να συμβάλουν έστω και κατ’ ελάχιστο στην καλύτερη κατανόηση της ιστορικής πραγματικότητας.

Ως πηγές χρησιμοποιήθηκαν τα προαναφερθέντα απομνημονεύματα του πρώτου προέδρου της ΕΜΕΟ Hristo Tatarchev, οι αναμνήσεις ενός Αμερικανού περιηγητή (Arthur D. Howden Smith), ο οποίος συμβίωσε με τους αντάρτες της ΕΜΕΟ , δημοσιευμένα έγγραφα και απομνημονεύματα ΑυστροΟύγγρων διπλωματών και μία ενδεικτική εξέταση των βρετανικών προξενικών εκθέσεων που εναπόκεινται στο Public Record Office (PRO) .

Κατ’ αρχήν οφείλει κανείς να επισημάνει ότι τουλάχιστον μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912/13) και τη συνακόλουθη συμπερίληψη των εδαφών της Μακεδονίας και της Θράκης εντός των συνόρων των γειτονικών εθνικών κρατών, οι εθνικές ταυτότητες δεν είχαν παγιωθεί και υπήρχε μεγάλη ρευστότητα στις συνειδήσεις των κατοίκων του αγροτικού χώρου της περιοχής.

Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί του Tatarchev περί πυκνών βουλγαρικών πληθυσμών της Μακεδονίας  δεν είναι παρά η φαντασιακή πρόσληψη ενός εθνικιστή διανοούμενου.

Από την άλλη, ο προαναφερθείς ισχυρισμός του Cvijic (1906) ότι οι Σλαβόφωνοι της Μακεδονίας στις αρχές του 20ού αιώνα δεν ήταν διόλου φορείς εθνικών ιδεών στο σύνολό τους φαίνεται εξίσου αναληθής.
Η διανόηση των αστικών κέντρων είχε εμπνευσθεί σε μεγάλο βαθμό από τις διάφορες ιδέες δυτικού τύπου και αγωνιζόταν να τις διαδώσει στην ύπαιθρο.

Η ΕΜΕΟ ήταν καθαρά εθνικιστική οργάνωση και οι εμπνευστές της ασφαλώς εμπνέονταν από εθνική ιδεολογία.

Η σημείωση του πρώτου προέδρου της Κεντρικής της Επιτροπής (Tatarchev) ότι οι ιδρυτές της Οργάνωσης εμπνέονταν από το πανβουλγαρικό ιδεώδες και ότι μέλη της μπορούσαν να γίνουν μόνο Βούλγαροι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη στην εκτίμηση της εθνικής φυσιογνωμίας της ΕΜΕΟ .

Στα απομνημονεύματα του Tatarchev ο όρος «makedonski narod» έχει καθαρά γεωγραφική σημασία και περιγράφει καθένα που είχε γεννηθεί στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας ανεξάρτητα από θρησκεία, εκκλησιαστική υπαγωγή ή γλώσσα .

Είναι σαφές ότι για τον Tatarchev δεν ετίθετο ζήτημα «μακεδονικής εθνότητας» παρά μόνο αλύτρωτων Βουλγάρων. Μάλιστα, μετά την απελευθέρωσή του από τις τουρκικές και εν συνεχεία τις ελληνικές φυλακές (Οκτώβριος 1902) περιόδευσε στη Βουλγαρία, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και αγόρευσε σε ανοικτές συγκεντρώσεις για τα δεινά των Βουλγάρων της Μακεδονίας

Η ανθρωπολόγος Mary Edith Durham περιηγήθηκε στη Μακεδονία αμέσως μετά την εξέγερση του Ήλιντεν το 1903 και σημειώνει (1920) χαρακτηριστικά ότι η μακεδονική εξέγερση του 1903 ήταν ένα καθαρά βουλγαρικό κίνημα το οποίο είχε ως σκοπό τη δημιουργία της «Μεγάλης Βουλγαρίας» .

Ο επίσης ανθρωπολόγοςπεριηγητής Henry Noel Brailsford (1906) σημειώνει την ίδια περίπου περίοδο ότι
η ΕΜΕΟ ιδρύθηκε από Βουλγαρομακεδόνες (Macedonian Bulgarians) και ταυτίζει τον όρο «μακεδονικό κίνημα» με το βουλγαρικό εθνικό κίνημα .

Όπως και στα απομνημονεύματα του Τατάρτσεφ, ο όρος «Μακεδόνες» αναφέρεται στον σλαβικό πληθυσμό της Μακεδονίας, ο οποίος για τον Brailsford ήταν βουλγαρικής καταγωγής .

Την ίδια θέση διατυπώνει και ο Howden Smith στα απομνημονεύματά του (1908), δηλαδή
ότι δεν υπάρχει ξεχωριστή μακεδονική φυλήκαι ότι
ο Βούλγαρος της Μακεδονίας δεν διαφέρει από τον Βούλγαρο της καθαυτό Βουλγαρίας .


Μπορεί κάποιος βάσιμα να αντιπροτείνει ότι τα στοιχεία αυτά είναι υποκειμενικά, με το κύριο επιχείρημα ότι ο Αμερικανός περιηγητής είχε επηρεαστεί από τη βουλγαρική αλυτρωτική προπαγάνδα κατά την παραμονή του στη Σόφια. Είναι, όμως, δύσκολο να αμφισβητηθούν οι απόψεις του για την ΕΜΕΟ, καθώς προέρχονται από άμεση προσωπική εμπειρία και συναναστροφή με τους ενόπλους της Οργάνωσης στη Μακεδονία.


Gotse Delchev
Jane Sandanski
Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ευθέως την Οργάνωση καθώς και την επανάσταση του Ήλιντεν «βουλγαρική»  και κατατάσσει τους
Damjan Gruev,
Gotse Delchev,
Jane Sandanski και
Boris Sarafov στο πάνθεον των Βουλγάρων εθνικών ηρώων
.


Εκτός από τα απομνημονεύματα των κάθε λογής περιηγητών, μία άλλη σημαντική δημοσιευμένη πηγή για το Μακεδονικό είναι η συλλογή από αυ στροουγγρικά διπλωματικά έγγραφα που έχει εκδοθεί από τον F. R. Bridge σε
Boris Sarafov
Damjan Gruev
συνεργασία με το ΙΜΧΑ .
Στις εκθέσεις των προξένων της Δυαδικής Μοναρχίας ο όρος «μακεδονικός» (mazedonische Bewegung, mazedonische Komitet, mazedonischen Angelegenheiten) έχει πραγματολογική σημασία και χρησιμοποιείται σε πλείστες περιπτώσεις για να περιγράψει την ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό , ενώ ο όρος «Μακεδόνας» γεωγραφική, π.χ. ο «Μακεδόνας» ληστής καπετάνιος Jo van Radnaly ανέλαβε να οργανώσει ελληνικό ένοπλο σώμα .

Επιπλέον, γίνεται λόγος μόνο για ελληνικά, σέρβικά και βουλγαρικά ένοπλα σώματα και οι Gotse Delchev και Damjan Gruev αναφέρονται ως «Βούλγαροι επαναστάτες ηγέτες» (bulgarische Insurgenten fiihrer) .
Γι’ αυτό και ο συγγραφέας παραθέτει στο ευρετήριο μόνο το λήμμα «Bulgarian movement» και όχι «Macedonian», για να περιγράψει τη δράση της ΕΜΕΟ .


Στενότερη, όμως, έννοια στον όρο «Μακεδόνες» προσδίδει ο πρώην Αυστριακός πρόξενος στα Σκόπια (1904-1909) Alfred Rappoport στα απομνημονεύματά του, δημοσιευμένα το 1927 .

Συγκεκριμένα, ο όρος αυτός περιγράφει τους σλαβόφωνους της περιοχής, ενώ οι όροι «Organisation macedonienne», «cause macedonienne» και «comitadjis Macedoniens» αναφέρονται στους σκοπούς και τους ενόπλους της ΕΜΕΟ αντίστοιχα .

Ο Αυστριακός διπλωμάτης διατυπώνει διαφορετική από τους συναδέλφους του θέση για τις πολιτικές στοχεύσεις της ΕΜΕΟ και παρόμοια με εκείνη του Swire μία δεκαετία αργότερα (1939), ότι η Οργάνωση προωθούσε την ιδέα της «μακεδονοβουλγαρικής αυτονομίας» (autonomisme macedobulgare) .

Αμέσως παρακάτω ο συγγραφέας εξηγεί ότι η Οργάνωση επιδίωκε να δημιουργήσει «Μακεδονικό Κράτος», η ίδια λειτουργώντας ως η σκιώδης κυβέρνησή του και τονίζει ότι οι σχέσεις της με την κυβέρνηση της Σόφιας ήταν σχέσεις συμμαχίας και ποτέ υποταγής .

Παρ’ όλα αυτά ο Αυστριακός διπλωμάτης δεν φθάνει στο σημείο να μιλήσει για «μακεδονική εθνότητα», όπως ο Swire.

Αντιθέτως, ο Rappoport κάνει λόγο στην ίδια σελίδα περί «εθνικής αλληλεγγύης» μεταξύ «Μακεδόνων» και Βουλγάρων,
αναγνωρίζει μόνο τρεις εθνότητες στη Μακεδονία
(την ελληνική, τη σέρβική και τη βουλγαρική),

χαρακτηρίζει τα ένοπλα σώματα της ΕΜΕΟ ως «βουλγαρομακεδονικά» (bandes bulgaromacedonien nes), υποστηρίζει
ότι οι επαναστάτες (της ΕΜΕΟ) ήταν ιδεαλιστές και στην πλειοψηφία τους Βούλγαροι και επίσης ότι οι Βούλγαροι ήταν η πλειοψηφία στη Μακεδονία.
Συμπερασματικά, ο Rappoport δεν διαφοροποιείται σημαντικά από τους υπολοίπους συναδέλφους του διπλωμάτες και δεν είχε αντίληψη ενός «μακεδονικού» εθνικισμού.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές στο εν λόγω ζήτημα είναι οι βρετανικές διπλωματικές πηγές.
Συγκεκριμένα, εξετάστηκε δειγματοληπτικά ο φάκελος FO 195/2157, ο οποίος καλύπτει το έτος 1903, την περίοδο δηλαδή κορύφωσης της επαναστατικής δράσης της ΕΜΕΟ.
Μέσα από τη μελέτη των αρχειακών αυτών πηγών της εποχής διαπιστώνουμε ότι οι Βρετανοί πρόξενοι Θεσσαλονίκης (Alfred Biliottis, R. W. Graves), Μοναστηριού (James McGregor) και Σκοπιών (B. Fontana) στις εκθέσεις τους προς τον πρέσβη Κωνσταντινουπόλεως (Nicholas R. Graves)
κάνουν λόγο αποκλειστικά για
«βουλγαρικά ένοπλα σώματα» (Bulgarian bands) και
«Βουλγάρους επαναστάτες» (Bulgarian insurgents)
και τονίζουν τη στενή σχέση του (Εσωτερικού) Κομιτάτου με την Εξαρχία .
Mitre Vlaha
Митре Панджаров Влаха

Οι περιώνυμοι οπλαρχηγοί της ΕΜΕΟ Τσακαλάρωφ και Μήτρο Βλάχο αναφέρονται απερίφραστα ως «Βούλγαροι» .

Επίσης, η εξέγερση του Ήλιντεν αποδίδεται στους «Βουλγάρους Μακεδόνες» (Bulgarian Macedonians) και η διεξαγωγή της συνδέεται με τα βουλγαρικά χωριά και τους «Βουλγάρους επαναστάτες» .

Η εγκυρότητα της εικόνας των ΑυστροΟύγγρων και Βρετανών διπλωματικών πρακτόρων για την εθνική ταυτότητα της ΕΜΕΟ θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, με το σκεπτικό ότι προέρχεται από τρίτους, οι οποίοι δεν ήταν μέλη της Οργάνωσης.
Ωστόσο, άμεση και έγκυρη εικόνα για την κυρίαρχη ιδεολογία της Οργάνωσης μας δίδουν τρία αυθεντικά φυλλάδιά της (στα βουλγαρικά της εποχής), τα οποία είναι συνημμένα σε διπλωματική έκθεση του Βρετανού προξένου Θεσσαλονίκης προς την πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως συντεταγμένη τον Ιούλιο του 1903 .

Το πρώτο φυλλάδιο είναι πολυγραφημένη πολιτική προκήρυξη για τις εθνικοϊδεολογικές θέσεις της Οργάνωσης, έχει χρονολογία «Μάρτιος 1903» και τιτλοφορείται:
Ποιος θέλει μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία και ποιος εμποδίζει αυτές τις μεταρρυθμίσεις; .

Ο συντάκτης της προκήρυξης εμπνέεται καθαρά από τον βουλγαρικό εθνικισμό και τις πανσλαβιστικές ιδέες, αντιλαμβάνεται τη Βουλγαρία ως την εθνική του εστία και έχει ανθελληνικό και αντισερβικό προσανατολισμό.

Το κείμενο της προκήρυξης στα βασικά του σημεία έχει ως εξής:

Ο Μακεδόνας Βούλγαρος, αιώνιο και αληθινό τέκνο αυτής της ιστορικής ματωμένης γης, έφθασε σε πλήρη συνείδηση και εδώ και μερικά χρόνια έχει αναλάβει μόνος του σοβαρά να κατακτήσει ανθρώπινα δικαιώματα και πραγματική ζωή.

Αυτός πραγματικά θέλει τις μεταρρυθμίσεις.
Κύριος αντίπαλος [είναι] οι Μακεδόνες Έλληνες, τυχαία τέκνα αυτής της άτυχης γης, στάθηκαν αιτία για την υποδούλωση από τους Αγαρηνούς...

Με ίντριγκες κατόρθωσαν να κάψουν τα βουλγαρικά βιβλία και να κλείσουν τα βουλγαρικά σχολεία και τις εκκλησίες.
Γι ’ αυτό προ ουδενός δε σταμάτησαν, όταν οι Βούλγαροι αναγεννήθηκαν καί εκδηλώθηκαν σημεία των Νεοβουλγάρων.
Ο συντάκτης κατατάσσει τους Κουτσόβλαχους στο αντιβουλγαρικό στρατόπεδο, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν Σέρβοι στη Μακεδονία και συνεχίζει:

Η Βουλγαρία όσο και να μην εκπληρώνει το χρέος της προς τους ομοφύλους της στη Μακεδονία, με σκοπό να επιτευχθεί αυτονομία, τηρεί [τουλάχιστον] απέναντι μας αξιοπρεπή συμπεριφορά. Επίσης κατηγορεί τη Ρωσία ότι συμμάχησε (το 1887, Dreikaiserbund) ανίερα με την Αυστρία, τη «μεγαλύτερη εχθρό των Σλάβων».

Το δεύτερο φυλλάδιο είναι έντυπο καταστατικό της Οργάνωσης, με την επωνυμία στη συγκεκριμένη περίπτωση:
Μυστική ΜακεδονοΑδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση (Tajina MakedonoOdrinska Revoljutsionna Organizatsija), αποτελούμενο από τέσσερα κεφάλαια και δεκαοκτώ άρθρα , ενώ το τρίτο φυλλάδιο αφορά έντυπο κανονισμό των ενόπλων σωμάτων (τσετών) της Οργάνωσης, αποτελούμενο από 47 άρθρα , με συνημμένες χειρόγραφες και έντυπες πρακτικές οδηγίες για πραγματοποίηση δολιοφθορών .

Στο πρώτο άρθρο του καταστατικού διαβάζουμε:

Αυτονομία σε Μακεδονία και Αδριανούπολη.
Η Μυστική ΜακεδονοΑδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση έχει ως στόχο να συνενώσει σε ένα σκοπό όλα τα δυσαρεστημένα στοιχεία στη Μακεδονία και τη Θράκη (Odrinsko), χωρίς διάκριση εθνικότητας για την επίτευξη μέσω επανάστασης πλήρους πολιτικής αυτονομίας για τις δύο αυτές περιοχές.
Ακολούθως, το 4ο άρθρο προβλέπει ότι μέλος της Οργάνωσης μπορεί να γίνει κάθε Μακεδόνας ή Θράκας (Odrinets) ο οποίος δεν συμβιβάζεται με τίποτε άδικο και αχαρακτήριστο στην κοινωνία και ο οποίος υπόσχεται και δεσμεύεται να φανεί χρήσιμος στην επαναστατική απελευθερωτική υπόθεση.

Στα δύο αυτά άρθρα του καταστατικού παρατηρούμε κατ’ αρχήν ότι οι όροι «Μακεδόνας» και «Θράκας» δεν έχουν εθνική σημασία, αλλά δηλώνουν την αντίστοιχη γεωγραφική καταγωγή.

Επίσης, επισημαίνουμε την αρχή της πολυσυλλεκτικότητας που αφορούσε την εγγραφή νέων μελών και την παντελή απουσία του όρου «Βούλγαρος» από το κείμενο του καταστατικού, δύο στοιχεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εναλλακτικά από τους Σλαβομακεδόνες ιστορικούς, για να αποδείξουν ότι η Οργάνωση δεν ήταν βουλγαρική.
Ωστόσο, ύστερα από επισταμένη έρευνα του γράφοντος στην περίπτωση της Φιλιππούπολης (Ρlον div), διαπιστώνεται ότι η αρχή αυτή της πολυσυλλεκτικότητας «ανεξάρτητα από εθνικότητα» διείπε τα καταστατικά των πάσης μορφής (φιλολογικών, φιλανθρωπικών, μουσικών, θεατρικών, γυμναστικών κ.λπ.) βουλγαρικών συλλόγων εκείνης της περιόδου (τέλη 19ουαρχές 20ού αιώνα).

Ως σχετικό παράδειγμα μπορεί κάλλιστα να αναφερθεί το καταστατικό των εθνικιστικών γυμναστικών σκοπευτικών εταιρειών (κομιτάτων) της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885), οι οποίες οργάνωσαν τον τοπικό εξαρχικό πληθυσμό σε παραστρατιωτικά σώματα και προετοίμασαν την πραξικοπηματική προσάρτηση της αυτόνομης επαρχίας στη Βουλγαρική Ηγεμονία τον Σεπτέμβριο του 1885.

Συγκεκριμένα, στο 2ο άρθρο της Γυμναστικής Εταιρείας Φιλιππουπόλεως (ιδρ. 1880) καλούνταν όλοι οι άνδρες που ανήκουν στον χριστιανικό πληθυσμό ηλικίας 1845 ετών να εγγράφουν στο ιππικό ή πεζικό της σώμα, χωρίς να τίθεται θέμα εθνικότητας .

Επίσης, στο καταστατικό (άρθρο 3) της πρώτης (βουλγαρικής) «Μακεδονικής Εταιρείας» της πόλης (ίδρ. 1880) τίθεντο αποκλειστικά και μόνο οικονομικοί —και όχι εθνικοί, πολιτικοί ή άλλοι— όροι για την εγγραφή κάποιου ως μέλους της και συγκεκριμένα η καταβολή τουλάχιστον 2 τουρκικών λιρών στο ταμείο της Εταιρείας .

Ένα άλλο τυπικό παράδειγμα είναι ο σύλλογος Κυριών «Maichina Grizha» (= Μητρική Φροντίδα, ιδρ. 1870), ο οποίος ήταν ο πλέον δραστήριος βουλγαρικός φιλανθρωπικός σύλλογος της Φιλιππούπολης, με πλούσια πατριωτική δράση.

Σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 7 του καταστατικού της «Maichina Grizha» μέλος της μπορούσε να γίνει κάθε Κυρία χωρίς διάκριση θρησκεύματος ή εθνικότητας, φθάνει να συνεισέφερε κάτι σε αυτόν είτε χρηματικά είτε με οποιοδή ποτε άλλο τρόπο .

Τη ρήτρα εγγραφής μελών «ανεξάρτητα από θρήσκευμα ή εθνικότητα» (bez razlika na vera i narodnost) τη συναντούμε επίσης στα καταστατικά δύο άλλων βουλγαρικών συλλόγων της Φιλιππούπολης:
του φιλεκπαιδευτικού «Pomosht» (= Βοήθεια, ιδρ. 18 93)  και της «Ωδικής Εταιρείας» («Pevchensko Druzestvo», ιδρ. 1896) .
Αυτή η ρήτρα αποδοχής ατόμων κάθε εθνικότητας στους βουλγαρικούς συλλόγους της Φιλιππούπολης απέβλεπε, ασφαλώς, στην ένταξη και στη συνέχεια αφομοίωση στοιχείων του ετερογενούς σύνοικου πληθυσμού στη βουλγαρική εθνική κουλτούρα και ιδεολογία.

Συνεπώς, η ανάλογη πρόνοια στο καταστατικό της ΕΜΕΟ δεν συνηγορεί υπέρ του πολυεθνικού της χαρακτήρα, αλλά αντιθέτως υπέκρυπτε τις αφομοιωτικές στοχεύσεις του βουλγαρικού αλυτρωτισμού στη Μακεδονία.

Είναι, λοιπόν, εμφανές από τα όσα νέα στοιχεία εξετέθησαν παραπάνω
ότι η προπολεμική ΕΜΕΟ (1893-1912)
δεν διακήρυσσε έναν νέο, «μακεδονικό» εθνικισμό,
αλλά ήταν μία βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση ή
τουλάχιστον είχε φιλοβουλγαρικό πολιτικό προσανατολισμό.


Ασφαλώς, όπως σημειώνει ο Βλάσης Βλασίδης, η ιδέα της δημιουργίας ενός πολυεθνικού «μακεδονικού» κράτους δεν είναι νέα .

Η αυτονόμηση της οθωμανικής Μακεδονίας υποστηριζόταν ειλικρινά (όχι ως ελιγμός τακτικής) από την αριστερή πτέρυγα της ΕΜΕΟ, τους λεγάμενους (από το 1908) «Φεντεραλιστές»,
χωρίς όμως να συνδέεται με την ιδέα ύπαρξης μίας «μακεδονικής» εθνότητας, διακριτής από τη βουλγαρική.

Οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη δύο βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στη σταδιακή αποστασιοποίηση των Εξαρχικών της Μακεδονίας από τη βουλγαρική εθνική ιδέα:
αφενός το γεγονός ότι δε συμπεριελήφθησαν ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα στο βουλγαρικό εθνικό κράτος και επομένως η εθνική βουλγαρική τους παιδεία ήταν ελλιπής και αφετέρου τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή μετά το Β' Βαλκανικό Πόλεμο.

Ο Howden Smith παρατηρεί κριτικά το 1908 ότι οι Μακεδόνες Βούλγαροι έχουν λιγότερη παιδεία και εκπαίδευση απ’ ότι οι βόρειοι αδελφοί τους , πράγμα που δηλώνει ότι οι εξαρχικοί σλαβόφωνοι της Μακεδονίας είχαν ακόμη στις αρχές του 20ού αιώνα ελλιπή εθνική συνείδηση.
Επίσης, ο Brails Ford σημειώνει χαρακτηριστικά το 1906 ότι οι Σλαβομακεδόνες θέλγονταν από τη στρατιωτική επιτυχία της Βουλγαρίας στο Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο του 1885/86 .

Το καταστατικό της
ΒΜΡΟ-ΕΜΕΟ Ενωμένης
ВМРО(обединета)

Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν άρδην μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες της Βουλγαρίας στον Β' Βαλκανικό και ακολούθως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όπως παραδέχονται και οι Βούλγαροι ιστορικοί, την ιδέα περί ύπαρξης «μακεδονικής» εθνότητας θεμελίωσε και διέδωσε η αριστερή ΕΜΕΟ (Ενωμένη) [«VMRO (obedinena)»],

η οποία προέκυψε από τη διάσπαση της ενιαίας ΕΜΕΟ,

ιδρύθηκε στη Βιέννη τον Οκτώβριο του 1925 και συνεργαζόταν στενά με το Κ.Κ. Βουλγαρίας και την Κομιντέρν .

Τα αντισερβικά και τα ανθελληνικά αισθήματα που είχαν διαδώσει προπολεμικά η Εξαρχία και οι επίτροποι της ΕΜΕΟ στους σλαβόφωνους χριστιανούς της Μακεδονίας, η απογοήτευση των εξαρχικών σλαβόφωνων από τις πολεμικές αποτυχίες της Βουλγαρίας στις αρχές του 20ού αιώνα, τα μεσοπολεμικά επαναστατικά συνθήματα της Κομιντέρν προς τον «μακεδονικό λαό» (1934) σε συνδυασμό με την αρνητική εμπειρία από τη βουλγαρική κατοχή στα εδάφη της Μακεδονίας (1941-44) αποτέλεσαν το πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια μεταπολεμικά σε ευρεία κλίμακα του «μακεδονικού» εθνικισμού από το τιτοϊκό καθεστώς και τελικά τη σύμπηξη των σλαβόφωνων χριστιανών κατοίκων της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε «μακεδονικό» έθνος υπό ιδία κρατική στέγη (Ομόσπονδη Λαϊκή Δημοκρατία) .

Επομένως, αν υποτεθεί ότι οι Σλάβομακεδόνες μπορούν να διεκδικήσουν ιστορικά κάποια επαναστατική οργάνωση της Μακεδονίας ως εθνική «μακεδονική», 
αυτή δεν μπορεί ασφαλώς να είναι η προπολεμική (1893-1912) ΕΜΕΟ
αλλά η ΕΜΕΟ (Ενωμένη) του Μεσοπολέμου.

Η ΕΜΕΟ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιάζουσας περίπτωσης, όπου δύο εθνικισμοί θεμελιώνονται πάνω στα ίδια πολιτισμικά και ιστορικά στοιχεία.

Ωστόσο, η περίπτωση των Βουλγάρων και των Σλάβομακεδόνων δεν είναι η μόνη όπου υπάρχει αυτός ο δυϊσμός.
 Μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε παραλληλισμό με την περίπτωση των Ρουμάνων και των Μολδαβών, οι οποίοι παρ’ όλο που τους συνδέει η γλώσσα, η θρησκεία και ακόμη και η σημαία, πρακτικά σήμερα αποτελούν δύο ξεχωριστά έθνη και δύο ξεχωριστά κράτη (μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Μολδαβίας στις 27 Αυγού στου 1991) .

Τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία με τους Ρουμάνους δεν εμπόδισαν πρακτικά τους Μολδαβούς να διαμορφώσουν την επίσημη ιστορία τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να νομιμοποιείται η ανεξάρτητη πολιτική τους πορεία. Παρομοίως στην περίπτωση των Σλαβομακεδόνων, παρά τα όποια ιστορικά επιχειρήματα, ο ιστορικός μύθος της ΕΜΕΟ είναι δύσκολο να αποδομηθεί επισήμως, διότι θεμελιώνει πολιτικά το σκληρό πυρήνα της εθνικής «μακεδονικής» ταυτότητας.

Εν τέλει, η ιστορική επιστήμη οφείλει στο σημείο αυτό να παραχωρήσει τη θέση της στην ανθρωπολογία προκειμένου να μελετηθεί η χρήση του μύθου αυτού στη σύγχρονη πολιτική ζωή της Βουλγαρίας και της FYROM, ιδιαίτερα στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών, στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής απέναντι στα υπόλοιπα βαλκανικά κράτη αλλά και στη μεταχείριση των μουσουλμανικών τους μειονοτήτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου