Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Μακεδονικός Αγώνας: Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έναντι των εμπεριστάτων επαρχιών του κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.



Αγγελοπούλου Αθανασίου
Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής
Ο Μακεδόνας Ιεράρχης
εκ
Κρουσόβου Πελαγονίας
 (1834 - 1912)

καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Τδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου
.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)


Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξεν η ανωτάτη αρχή, η οποία ήτο υπεύθυνος απέναντι της Όθωμανικής Αυτοκρατορίας διά την κοινοτικήν, την σχολικήν, την θρησκευτικήν και την εν γένει πνευματικήν ζωήν των ορθοδόξων κοινοτήτων εις την επικράτειαν, ασχέτως φυλής και γλώσσης.

Αλλά τα εθνικιστικά κινήματα της Ευρώπης και ειδικώτερον της Χερσονήσου του Αίμου, υπό  τον πνέοντα άνεμον του πανσλαβισμού αφ’ ενός και του πολίτικου και ιδεολογικού παρεμβατισμού των Μεγάλων Δυνάμεων εις την φθίνουσαν τότε Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν  αφ’ ετέρου, διετάραξαν και την κανονικήν και την εθναρχικήν τάξιν των υπό  το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον ορθοδόξων λαών του ευρωπαικού  τμήματος της αυτοκρατορίας, όπου τεχνηέντως και μεθοδικώς εισέδυσαν νέα εθνικά, πολιτικά, εκκλησιαστικά και ομολογιακά ρεύματα.
 
Τα ξένα ταύτα ρεύματα ηυνόησαν και υπέθαλψαν το μικρόβιον των ξένων προπαγανδών, αι οποίαι συνηντήθησαν εις εν κοινόν χαρακτηριστικόν: ήσαν κατ’ ουσίαν ανθελληνικαί  και αντιπατριαρχικαί, όπως άλλωστε και μέχρι σήμερον συμβαίνει με τας παντός είδους εις βάρος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας προπαγάνδας.

Αύται, λοιπόν, έπληξαν κυρίως τας ευρωπαικάς επαρχίας του θρόνου, ήτοι 
την Θράκην, 
την Μακεδονίαν και 
την Ήπειρον.
 

Αι επαρχίαι αύται μαζί με τας νήσους του Αρχιπελάγους, ενσωματωθείσαι μετά τους βαλκανικούς πολέμους εις την Ελλάδα, αποτελούν σήμερον τας περιλαλήτους μητροπόλεις των Νέων Χωρών.


Αι θυσίαι και αι αγωνίαι της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας προς διαφύλαξιν της εκκλησιαστικής ευταξίας και της εθνικής άκεραιότητος του ποιμνίου ιών μητροπόλεων των σημερινών Νέων Χωρών, 
κατά την κρισιμωτέραν περίοδον διεισδύσεως των ξένων προπαγανδών, δηλαδή του Μακεδονικού Άγώνος, 
αποτελούν μίαν λαμπράν, εν πολλοίς δε και ανεξερεύνητον, σελίδα της ιστορίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η συμβολή του Εκκλησιαστικού Κέντρου της Ορθοδοξίας προς προστασίαν των εμπεριστάτων τούτων επαρχιών υπήρξεν, ως θα ίδωμεν, μοναδική, αποτελεσματική, και υψίστης εθνικής και εκκλησιαστικής σημασίας, εάν ληφθή υπ’ όψιν το γεγονός, 
ότι αι Νέαι Χώραι 
της Θράκης,
της Μακεδονίας
της Ηπείρου 
και των νήσων του Αιγαίου 
υπήρξαν ανέκαθεν και είναι το προπύργιον του Ελληνισμού 
κατά πάσης ιδεολογικής η βιαίας εισβολής, 
η δε Θεσσαλονίκη 
το Φανάρι της ορθοδόξου πατερικής κληρονομιάς, 
υπό την στοργικήν πάντοτε σκέπην του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Νέας Ρώμης.

Καίτοι είναι αδύνατον εις μίαν πρώτην έρευναν να απαριθμηθούν, να αναλυθούν και να αξιολογηθούν αι μέθοδοι ενεργείας και δράσεως του Θρόνου, θα προσπαθήσω όμως, επί τη βάσει αποκλειστικώς και μόνον των όσων έχω υπ’ όψιν μου πηγών, να διαγράψω εν γενικαίς συνοπτικαίς γραμμαίς την πολιτικήν του Πατριαρχείου προς ανακούφισιν και υποστήριξιν των χειμαζομένων τούτων επαρχιών.


'Όταν ο ερευνητής του θέματος τούτου μελετήση την ανταλλαγείσαν ανέκδοτον είσέτι αλληλογραφίαν μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, κατά την υπ’ όψιν περίοδον, και η οποία σώζεται κυρίως εις το 'Ιστορικόν Αρχείον της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, αλλά και την περιπτωσιακώς εκδοθείσαν πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα διίδη την πολιτικήν, την οποίαν εχάραξεν ο Θρόνος εξωτερικώς έναντι της Υψηλής Πύλης, των διπλωματικών εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων και των ενδιαφερομένων χωρών και εσωτερικώς έναντι των αναφυομένων αδυναμιών και προβλημάτων, τα όποια έχρηζον αμέσου αντιμετωπίσεως προς εσωτερικήν ανασύνταξιν και ανασυγκρότησιν των περιφερειακών δυνάμεων του Θρόνου.

Η εξωτερική πολιτική του Οίκ. Πατριαρχείου συνίστατο πρώτον εις τας διπλωματικάς παρεμβάσεις και παραστάσεις προς την Υψηλήν Πύλην, δεύτερον εις τας συλλογικάς διαμαρτυρίας κατ’ εντολήν του Πατριαρχείου προς τας Μ. Δυνάμεις απ’ ευθείας η διά του Πατριαρχείου, τρίτον εις την συνεργασίαν του Θρόνου μετά των διπλωματικών εκπροσώπων των χωρών εκείνων, αι οποίαι ενδιεφέροντο διά την τύχην των ομοεθνών των, η των προστατευομένων πολιτικών υπηκόων του Σουλτάνου και πνευματικών υπηκόων του Πατριαρχείου των Ρωμαίων και τέταρτον εις την επίσημον ενημέρωσιν της διεθνούς κοινής γνώμης.

Η εσωτερική πολιτική του Θρόνου συνίστατο πρώτον εις τον συντονισμόν της εκκλησιαστικής διοικήσεως εις τας εμπεριστάτους επαρχίας του Θρόνου, ιδία εν Μακεδονία και Θράκη, δεύτερον εις την πάση θυσία διασφάλισιν της ομαλής λειτουργίας των εκκλησιαστικών και σχολικών ιδρυμάτων μετά των περιουσιών των εις τας ορθοδόξους κοινότητας, τρίτον εις την συναντίληψιν και περίθαλψιν των δεινοπαθούντων τέκνων του εις τας ειρημένας επαρχίας και τέταρτον εις την εκχώρησιν διοικητικών πρωτοβουλιών είδικώς εις την μητρόπολιν της Θεσσαλονίκης προς άμεσον αντιμετώπισιν της καταστάσεως.

Θα αναλύσω τα εκτεθέντα βασικά μέτρα, εν προς εν, επιμένων κυρίως εις την εσωτερικήν πολιτικήν του Πατριαρχείου.

Πρώτον γενικόν μέτρον υπήρξεν ο συντονισμός της εκκλησιαστικής διοικήσεως εις τας εμπεριστάτους επαρχίας. 
Σώζονται πάμπολλαι πατριαρχικαί  εγκύκλιοι, αι οποίαι καθορίζουν επακριβώς την ακολουθητέαν πολιτικήν των μητροπόλεων και επισκοπών, διά της οποίας το Πατριαρχείον θα αντέτασσε μίαν ενιαίαν και αυστηράν διοικητικήν οντότητα και ετοιμότητα προς εξουδετέρωσιν των εχθρικών σχεδίων δι’ αποδιοργάνωσιν και διάλυσιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη διοικήσει. Η αποσύνθεσις αύτη, εάν επετύγχανε, θα επέφερεν αποκοπήν της εκκλησιαστικής περιφερείας από το κέντρον, απειθαρχίαν της πρώτης προς το δεύτερον και τέλος την απώλειαν των επαρχιών τούτων διά το Πατριαρχείον.
Ο Θρόνος, εις γνώσιν του οποίου περιήρχοντο πληροφορίαι περί διοικητικής αδρανείας η αρρυθμίας εις τινας επαρχίας του, ηξίου την εφαρμογήν σειράς μέτρων προς διασφάλισιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη διοικήσει, τα όποια καθίστα γνωστά δι’ έγκυκλίων, εμπιστευτικών εκθέσεων, ειδικών αποστολών και άλλων εκπροσώπων, φίλων και συνεργατών του.

Πρώτον, συνίστα και απήτει εγρήγορσιν των ιεροτάτων μητροπολιτών, επισκόπων, ιερέων και λοιπών εκκλησιαστικών παραγόντων κατά την ενάσκησιν της διοικήσεως και προσφυγήν εν ανάγκη εις το κύρος και την συνδρομήν της Εκκλησίας. 

Ούτω π.χ. εις ςγκύκλιον προς τους Αρχιερείς των εν Μακεδονία Έπαρχιών, κατά Σεπτέμβριον του 1901, το Πατριαρχείον συνίστα τα εξής: 

«Φρονουμεν ότι η παρά των εν Χριστώ αδελφών αγίων αρχιερέων πνευματική επισκόπησις και λοιπή διοίκησις αυτών ειπερ ποτέ και άλλοτε δέον ίνα περιβληθή ανάλογον τύπον και χαρακτήρα, ήτοι μάλλον σύντονον και συνετόν και συμφωνότερον προς την σοβαρότητα των καιρών και περιστάσεων...
 αξιούμεν και παρά της αυτής Ίερότητος όπως διατελή άγρυπνος του ποιμνίου αυτής και των δικαίων και συμφερόντων τούτου φρουρός και εν πάση ανάγκη πολιτεύηται κατά τας ιδιαιτέρας της Εκκλησίας οδηγίας, χρήσιν ποιουμένη μέτρων και τρόπων όλως ηπίων και μη διδόντων αφορμήν εις μεμψιμοιρίας και εχθρικάς λογομαχίας, εν απορία δε προσφεύγω εις το κύρος και την συνδρομήν της Εκκλησίας...» .

Αλλά, έκτος της διοικητικής εγρηγόρσεως, το Πατριαρχείον δι' άλλων εγκυκλίων συνίστα και ηξίου διπλωματικήν συμπεριφοράν και ικανότητα των ιεροτάτων μητροπολιτών έναντι των επιτοπίων αρχών, εκ της στάσεως των οποίων πολλάκις εξηρτάτο ο σεβασμός της εκκλησιαστικής διοικήσεως και η άπομόνωσις των αρνητικών εκείνων στοιχείων, τα όποια ημφεσβήτουν το κύρος ταύτης και επιθύμουν την αποσύνθεσίν της προς ίδιον όφελος.

Ούτω, εις μίαν άλλην εγκύκλιον προς τους μητροπολίτας των επαρχιών του Θρόνου εν Μακεδονία, κατά Ιανουάριον του 1902, το Πατριαρχείον δίδει τας εξής επιγραμματικάς οδηγίας και εντολάς: 

«...εν τούτοις ου πάντη περιττόν έκρίναμεν, ορμηθέντες εκ λόγων ενδελέχους και συντόνου εκκλησιαστικής μερίμνης, ίνα επαναλάβωμεν όσα και προλαβόντως υπετυπώσαμεν περί της τηρητέας στάσεως εν ταίς ειπερ ποτέ και άλλοτε κρισίμοις νυν περιστάσεσιν, ας διέρχεται αυτόθι η καθ’ ημάς Εκκλησία.
 Και  δη, συνιστώντες και αύθις εκκλησιαστικώς φυλακήν μεν άγρυπνον των ποικιλοτρόπως επιβουλευομένων θρησκευτικών ημών δικαίων, σύνεσιν δ’ όμως και μετριοπάθειαν εν τω διεξαγομένω καθ’ ημών φανερώς τε και αφανώς αγώνι, ιδίαν ποιούμεθα υπόμνησιν των προς τας επιτοπίους άρχάς σχέσεων, ας οφείλει περί πλείστου ποιείσθαι και η αυτής 'Ιερότης, θεραπεύουσα ταύτας εν δικαίω και πρέποντι μέτρω και έχουσα ευμενώς διατεθειμένους τους πολιτικώς προισταμένους εν ταις εκάστοτε αναφυομέναις εκκλησιαστικαίς υποθέσεσι και ανάγκαις...
 μη αγνοούσα ότι η προς τας επιτοπίους αρχάς συμπεριφορά, γεννώσα πολλάκις παρερμηνείας και προσωπικά κατά αρχιερέων ζητήματα, συντείνει εις παραγνώρισιν και ουσιωδών της Εκκλησίας δικαίων παρ’ εκείνων, ων την δυσμενή διάθεσιν οιδασιν ίνα στρέφωσιν υπέρ εαυτών οι των ημετέρων άδικοι εχθροί και πολέμιοι» .


Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης.
Τρίτον σημείον, εις το όποιον απέδιδεν ιδιάζουσαν σημασίαν το Εκκλησιαστικόν Κέντρον προς περιφρούρησιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη διοικήσει, ήτο η πάση θυσία μέριμνα των κατά τόπους εκκλησιαστικών ηγετών προς καλλιέργειαν του πνεύματος της ομοφωνίας μεταξύ εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών και σωματείων της έδρας της Επαρχίας και των άλλων επαρχιακών τμημάτων.

Πολλάκις εις τον κατά των ξένων εισβολέων αγώνα παρετηρήθη το φαινόμενον της διχονοίας μεταξύ εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχόντων με δυσμενείς συνεπείας, ως εικός, διά τα εκκλησιαστικά και εθνικά συμφέροντα. Έκτος τούτων, το κύρος της εκκλησιαστικής διοικήσεως επλήττετο θανασίμως ένεκα των επεμβάσεων των αλλόπιστων και αλλοεθνών τοπικών αρχών, εξ αφορμής των ερίδων τούτων. 

Τοιαύται έριδες επεσυνέβησαν, κατά την υπ’ όψιν χρονικήν περίοδον, εις 
την Θεσσαλονίκην, 
την Έδεσσαν, 
την Βέροιαν, 
την Στρώμνιτσαν, 
την Γευγελή, 
την Δοιράνην, 
τα Βελεσσά και 
αλλαχού των εμπεριστάτων επαρχιών .

 'Ένεκα τούτων, και προς πρόληψιν παρεμφερών κρουσμάτων, το Έκκλησιαστικόν Κέντρον, εις σχετικήν εγκύκλιον από του Δεκεμβρίου του 1902, συνίστα 

«την μεταξύ ποιμένων και ποιμνίου τελείαν αρμονίαν και σύμπνοιαν και την εν ομοφωνία σύμπραξιν της ιεράς μητροπόλεως μετά των νομίμων κοινοτήτων σωματείων των εν τη έδρα και τοις επαρχιακοίς τμήμασιν» .

Ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (Καλαφάτης).
Τέταρτον σημείον διοικητικής ενότητος, εις το όποιον, ωσαύτως, απέδιδεν ιδιάζουσαν σημασίαν ο Θρόνος ήτο η έφαρμογή της αυτής τακτικής, 
όσον αφόρα εις τον τρόπον της αποδοχής των Ετεροδόξων και των 
εκ του βουλγαρικού Σχίσματος 
εις τους κόλπους της Όρθοδόξου Εκκλησίας 
επανερχομένων χωρίων μετά των ιερέων αυτών, 
των οποίων τινές εχειροτονήθησαν υπό σχισματικών αρχιερέων.

 Επειδή το ζήτημα τούτο δεν ήτο τόσον απλούν, μετά μάλιστα την Σύνοδον του 1872, καθ' ην εκηρύχθησαν Σχισματικοί οι οπαδοί της βουλγαρικής Εξαρχίας , και μέχρις οριστικής λύσεως του ζητήματος, το Πατριαρχείον εν τη μεγαθυμία του συνέστησεν ανοχήν και επιείκειαν.
Θεωρώ πολύ σημαντικήν την σχετικήν περικοπήν αντιγράφου επιστολής της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενδεικτικήν της αμέτρου αγάπης, συνέσεως και της οικουμενικής εν τη Ορθοδοξία αποστολής του Οικουμενικού Θρόνου, διό και την επαναλαμβάνω αυτολεξεί:

«Η Ιερά Σύνοδος εξ αφορμής της επιστολής της Υμετέρας Πανιερότητος και άλλων του αυτού περιεχομένου επιστολών ενέκρινεν ίνα διά την σπουδαιότητα του ζητήματος
 ληφθώσι πρότερον υπ’ όψιν πάσαι αι υπάρχουσαι σχετικαί  εκθέσεις 
επί του προκειμένου προηγουμένων ετών
 και είτα γένηται η προσήκουσα περί τούτου σκέψις και άπόφασις λαμβάνουσα όμως υπ’ όψιν ότι έπείγει η παροχή πληροφοριών, 
ανεθέτο μοι όπως συστήσω τη Ύμετέρα Πανιερότητι, 
τούτο μεν ίνα προσωρινώς, μέχρι οριστικής επιλύσεως του ζητήματος, 
ανεχθή την ένεκα απολύτου ανάγκης και της εκ των περιστάσεων πιέσεως δημιουργηθεισαν κατάστασιν και προσέλευσιν των σχισματικών χωρίων
και δηλώση προφορικώς τοις υπό  σχισματικών χειροτονηθεισιν ιερεύσιν 
 ότι δύνανται ιερουργείν μέχρι λήψεως οδηγιών από μέρους των Πατριαρχείων, 
τούτο δε ίνα μη δεικνύη πολλήν αύστηρότητα όσον άφορα την μεταλλαγήν των εκκλησιαστικών βιβλίων των προσερχομένων, των ιερών εικόνων και των τοιούτων, καθότι η τοιαύτη αυστηρότης, ου μόνον δεν συνάδει προς το πνεύμα της ημετέρας Εκκλησίας, αλλά και δύναται να παράσχη άφορμάς παραπόνων.

Ταύτα κατ’ εντολήν. 24 Μαίου 1903» .

 Το τελευταίον μέτρον, το όποιον ελάμβανε το Πατριαρχειον, προς διάσωσιν της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη διοικήσει ήτο η άμεσος αποδοχή παραιτήσεως η μεταθέσεως και ανακλήσεως των μη συμμορφουμένων αρχιερέων η αστόχως ανταποκρινομένων προς τας απαιτήσεις των χαλεπών εκείνων καιρών, και η τοποθέτησις άλλων δραστήριων.
Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας Ιωακείμ Φορόπουλος.

Τοιαύται διαδοχαί και μεταθέσεις εις τους θρόνους των εμπεριστάτων επαρχιών εγένοντο ικαναί, όπως π.χ. εις τους θρόνους Καστορίας, Γρεβενών, Βοδενών, Πολυανής, Κίτρους, Πρεσπών, Στρωμνίτσης, Βελεσσών, Δράμας, Μελενίκου και αλλαχού κατά την υπ’ όψιν περίοδον και απεδείχθησαν λίαν ευεργετικαί  τότε, αλλά και ανέκαθεν αι διαδοχικαί  αλλαγαί και μεταθέσεις, όταν ταράσσεται η ενότης εν τη εκκλησιαστική διοικήσει, αποδεικνύονται αναγκαίαι και επωφελείς, προβλεπόμεναι άλλωστε υπό  των ιερών κανόνων.

Δεύτερον γενικόν μέτρον εσωτερικής πολιτικής του Πατριαρχείου κατά πασών των προπαγανδών των ετεροδόξων ήτο η πάση θυσία διασφάλισις της ομαλής λειτουργίας των εκκλησιαστικών και σχολικών ιδρυμάτων μετά των σχετικών περιουσιακών στοιχείων.

Αι προπαγάνδαι των ετεροδόξων, 
είτε αύται είχον εθνικιστικόν χαρακτήρα, 
όπως 
η βουλγαροεξαρχική, 
η Σέρβική και 
η Ρουμανική, 

είτε ομολογιακόν και θρησκευτικόν, 
όπως 
οι προτεστάνται Εύαγγελικοί, 
οι Παπικοί και 
οι Ουνίται, 

έπληττον, πλην της εκκλησιαστικής ενότητος εν τη διοικήσει, και την εκκλησιαστικήν ενότητα εν τη λατρεία και τη παιδεία. Εχρησιμοποίουν το χρήμα, την εξωτερικήν φιλανθρωπίαν και εξεμαίευον την υπέρ αυτών ευμένειαν των τοπικών αρχών διά να επιτύχουν εκ των ένδον παντός είδους αναταραχάς εις την λατρευτικήν, την πνευματικήν και την σχολικήν ζωήν των ορθοδόξων κοινοτήτων προς ίδιον όφελος.

Το πλέον σύνηθες φαινόμενον κατά και μετά τας ταραχάς ήτο να κλείουν κατόπιν εντολής του Κράτους τα εκκλησιαστικά και πνευματικά ιδρύματα, να αμφισβητήται η περιουσιακή κυριότης αυτών και να διεξάγεται ένας μακροχρόνιος και πολύπλοκος δικαστικός αγών, μετά τον όποιον τα ιδρύματα ταύτα περιήρχοντο είτε εις χείρας των Ετεροδόξων είτε των Όρθοδόξων 
με την παράλληλον όμως υποχρέωσιν ειδικώτερον 
ως προς τους λατρευτικούς χώρους 
της «εναλλάξ» χρήσεως τούτων, 
πράγμα το οποίον απέρριπτον οι Ορθόδοξοι, 
η επί χρόνια πολλά έμενον τα ιδρύματα ταύτα άχρηστα .

Τα επί μέρους μόνιμα μέτρα του Οικουμενικοί; Πατριαρχείου προς διασφάλισιν της λατρείας, της πνευματικής καλλιεργείας και της παιδείας, είναι τα εξής:


Πρώτον:

 Ουδείς επετρέπετο συμβιβασμός Ορθοδόξων μετά οιασδήποτε αποχρώσεως Ετεροδόξων, ιδία εις το ζήτημα της εναλλάξ χρήσεως των λατρευτικών χώρων. 

Τούτο εδημιούργει θρησκευτικόν φανατισμόν, λίαν αναγκαίον εις τους δυσκόλους εκείνους καιρούς. Οι οπαδοί του Πατριαρχείου επροτίμων να λατρεύουν τον θεόν των πατέρων των εις την ύπαιθρον, ασχέτως καιρικών συνθηκών, η εις τα σχολεία και τας οικίας τ(ον, παρά να δεχθούν την εναλλάξ χρήσιν των ιερών των .
Το μέτρον τούτο είχε ψυχολογικόν και θεολογικόν συγχρόνως χαρακτήρα, διότι αφ’ ενός μεν εκρατείτο η κοινότης ηνωμένη εν τοις δεινοπαθήμασιν, αφ’ ετέρου δε διά της απορρίψεως οιασδήποτε έννοιας συμπροσευχής έστω και διά της συστεγάσεως διεστέλλοντο αι έννοιαι του ορθοδόξου και του αιρετικού• ούτω δε εκαλούντο τότε όλων των αποχρώσεων οι ετερόδοξοι. Αι έννοιαι δε αύται είναι βαθέως ριζωμέναι εις την συνείδησιν του θρησκευομένου λαού.

 
Δεύτερον: 

Το Πατριαρχείον εις οιανδήποτε περίπτωσιν ανωμαλίας περί την λατρείαν, την παιδείαν και την εν γένει πνευματικήν προκοπήν και της μικροτάτης κοινότητος της πνευματικής του επικράτειας διέτασσε πλήρη έρευναν από μέρους των αρχιερέων, των ιερέων, των κοινοτικών αρχών και των εγκρίτων πολιτών.

 Όταν δε συνεκέντρωνεν ολο το σχετικόν υλικόν, και ήτο πάντοτε ακριβώς ενημερωμένον έναντι της  Υψηλής Πύλης πολύ περισσότερον από ο,τι αι τοπικαί της αρχαί, ενήργει ταχέως προς διοικητικήν η δικαστικήν έκκαθάρισιν του θέματος. Εις πολλάς περιπτώσεις εδικαιώνετο, εις άλλας δε όχι.

Τρίτον: 

Εις περιπτώσεις, καθ’ ας αι ενέργειαι του Πατριαρχείου απετύγχανον η εβράδυνον να τελεσφορήσουν, τότε επεστράτευε τούτο τας εσωτερικάς δυνάμεις του. 

Δι’ οικονομικής συμπαραστάσεως του ίδιου, των επιτοπίων κοινοτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, ως και των ομόρων προς αυτούς δυνάμεων, επανέφερε την τάξιν. Τοιουτοτρόπως ιδρύθησαν νέοι ναοί, σχολεία, η ενοικιάσθησαν άλλα οικήματα, διωρίσθησαν διδάσκαλοι η ετοποθετήθησαν ιερείς, ηγοράσθησαν βιβλία, ωργανώθησαν σύλλογοι και σωματεία προς εξυπηρέτησιν των σκοπών της λατρευτικής και πνευματικής ζωής των χειμαζόμενων επαρχιών και κοινοτήτων.

Τέταρτον: 

Προς μόνιμον αντιμετώπισιν του λατρευτικού και εκπαιδευτικού ζητήματος, διότι εν τω μεταξύ ενετάθησαν αι ξέναι προπαγάνδαι κατά την πρώτην δεκαετίαν του αίώνος μας, απεφασίσθη υπό  του Πατριαρχείου, κατ’ Ιούνιον του 1911, η σύστασις τριών επιτροπών εν Θεσσαλονίκη, Μοναστηρίω και Αδριανουπόλει προς είσπραξιν εράνων διά την ανοικοδόμησιν νέων ναών και σχολείων εις τας κοινότητας εκείνας, αι οποίαι εστερήθησαν τούτων .


Πέμπτον: 

Ενισχύθη ο θεσμός των αρχιερατικών επιτρόπων εις τα επαρχιακά κέντρα, των περιοδευόντων ιερέων, διδασκάλων και άλλων πιστών τέκνων της Εκκλησίας προς πνευματικήν και υλικήν ενίσχυσιν των μικροτέρων κοινοτήτων, ασχέτως φυλής και γλώσσης, αρκεί να ήσαν υπό  την δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου. 

Ούτω, π.χ., πολλαί σερβικαί  κοινότητες της βορείου Μακεδονίας, υπό  την πνευματικήν δικαιοδοσίαν του Πατριαρχείου τελούσαι, ενισχύθησαν μεγάλως υπό  του Εκκλησιαστικού Κέντρου και των οικείων εκκλησιαστικών αρχών προς πνευματικήν και σχολικήν προκοπήν των εις την ιδίαν αυτών γλώσσαν, 
παρά τας λυσσαλέας αντιδράσεις των Εξαρχικών βουλγάρων .

Τρίτον γενικόν μέτρον εσωτερικής πολιτικής του Πατριαρχείου ήτο η ρητή εντολή, κατά κόρον επαναληφθείσα προς τα εξηρτημένα αυτού όργανα, συμπαραστάσεως προς τους οιουσδήποτε δεινοπαθούντας εκ των ξένων προπαγανδών, εν περιπτώσει δε αδυναμίας να ζητήται η άμεσος συνδρομή του Εκκλησιαστικού Κέντρου .
Τέταρτον γενικόν μέτρον εσωτερικής πολιτικής του Πατριαρχείου, λίαν συνετόν και σκόπιμον, υπήρξεν η εκχώρησις διοικητικών πρωτοβουλιών είδικώς εις την μητρόπολιν της Θεσσαλονίκης προς άμεσον αντιμετώπισιν της καταστάσεως.
Η μητρόπολις Θεσσαλονίκης, με την περί τον Παναγιώτατον μητροπολίτην Θεσσαλονίκης «Αγίαν και Ιεράν Επαρχιακήν Σύνοδον» όπως καλείται αύτη εις τα έγγραφα, εν ισχύει μέχρι του 1924, είχεν, εξ απόψεως διοικητικής αποκεντρώσεως του Θρόνου, πατριαρχικήν δομήν, ήτο εν τοις πράγμασιν η άλλη πλευρά του Πατριαρχείου, αυτό τούτο το Πατριαρχείον εν Θεσσαλονίκη. Αυτήν την εντύπωσιν αποκομίζει ο μελετητής των πηγών.

Το Πατριαρχείον είχε πάντοτε υπ’ όψιν το επίκαιρον και την σπουδαιότητα της μητροπόλεως ταύτης ως κέντρου μεγάλην επιρροήν έξασκούντος επί τας λοιπάς επαρχίας της Μακεδονίας


Διά της Γενικής Διοικήσεως Θεσσαλονίκης, η οποία είχεν ευρείας και ειδικάς δικαιοδοσίας από την Υψηλήν Πύλην διά τα ευρωπαικά βιλαέτια Αδριανουπόλεως, Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού,
η μητρόπολις Θεσσαλονίκης με το ηυξημένον συνοδικόν κύρος της εξεπροσώπει πλήρως και απολύτως το Πατριαρχείον εις την αντιμετώπισιν των εκ των ξένων προπαγανδών προβλημάτων των επαρχιών του θρόνου εις τα τρία αυτά βιλαέτια.


Αυτά ήσαν εν γενικαίς γραμμαις τα κυριώτερα μέτρα εσωτερικής ανασυγκροτήσεως του Πατριαρχείου προς αντιμετώπισιν των προπαγανδών των ετεροδόξων εις τας εμπεριστάτους επαρχίας του Θρόνου.

Και  τώρα ερχόμεθα εις τα μέτρα εξωτερικής πολιτικής του Πατριαρχείου. 

Εκ των υπ’ όψιν ημών πηγών διαφαίνεται ότι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής ήσαν: η Υψηλή Πύλη, ως αλλόθρησκος Κυβέρνησις, οι διπλωματικοί εκπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων και των ομόρων προς τας εμπεριστάτους επαρχίας βαλκανικών κρατών, και η διεθνής κοινή γνώμη.

Αι παρεμβάσεις και παραστάσεις του Πατριαρχείου προς την Υψηλήν Πύλην εγένοντο συνήθως δι’ ύπομνημάτων, τακριρίων, εκκλήσεων, αναφορών και διαμαρτυριών , εις κρίσιμους δε περιστάσεις δι’ επισκέψεων του Πατριάρχου προς τον 'Υπουργόν Δικαιοσύνης και Θρησκευμάτων η κατ’ ευθείαν προς τον Μέγαν Βεζύρην και ακόμη εις τον Σουλτάνον.

Σκοπός των παρεμβάσεων τούτων ήτο 
η ακριβής ενημέρωσις της Υψηλής Πύλης περί των δεινών,
 τα οποία υφίσταντο οι υπήκοοι του Πατριαρχείου εκ των ετεροδόξων προπαγανδών, περί των υποκινητών και υπαιτίων αύτών, επί τη βάσει ηλεγμένων στοιχείων, μη επιδεχομένων αμφισβήτησιν, και τέλος περί των ληπτέων μέτρων προς προστασίαν των υπηκόων του, που ήσαν και υπήκοοι του Σουλτάνου.

Η Υψηλή Πύλη εις τας περισσοτέρας περιπτώσεις επείθετο, ήρχετο εις συμβιβασμόν και απεφάσιζε την λήψιν συγκεκριμένων δραστικών μέτρων, πλην όμως τα περιφερειακά όργανά της απεδεικνύοντο ανίκανα να εφαρμόσουν τας αποφάσεις, διά ποικίλους λόγους. Η διοικητική περιφερειακή οργάνωσις του Πατριαρχείου εις το σημείον τούτο ήτο πολλάκις ανωτέρα εις αποτελεσματικότητα και ευκινησίαν από ο,τι η της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Δεύτερος στόχος διπλωματικής δραστηριότητος του Πατριαρχείου ήτο η ενημέρωσις των εκπροσώπων των Μεγάλων Δυνάμεων διά συλλογικών διαμαρτυριών και υπομνημάτων περί του αυτού αντικειμένου των προπαγανδών . Σκοπός των ενεργειών τούτων ήτο κυρίως η ανασκευή των εις βάρος του Πατριαρχείου και των υπηκόων του κατηγοριών των οργάνων των ξένων προπαγανδών.

Τρίτος τομεύς διπλωματικής δράστηριότητος του Θρόνου ήτο η συνεργασία μετά των διπλωματικών εκπροσώπων της Ελλάδος, της Σερβίας και της Βουλγαρίας, χωρών των οποίων ομοεθνείς κατώκουν τας εμπεριστάτους επαρχίας.

Ιδιαιτέρας σημασίας είναι η συνεργασία μετά των διπλωματικών εκπροσώπων της Ελλάδος, διότι αι προπαγάνδαι των ετεροδόξων είχον κυρίως ανθελληνικόν χαρακτήρα, και τούτο πολύ φυσικόν, διότι εις τας εμπεριστάτους επαρχίας ο ελληνισμός ήτο ανθηρότατος, κύριον εμπόδιον των εισβολέων.

 Αλλά η συνεργασία αύτη δεν εσήμαινε πάντοτε και ομοφωνίαν. 

Εις κολλάς περιπτώσεις
 η πολιτική του Πατριαρχείου
 ήρχετο εις αντίθεσιν 
προς την πολιτικήν της Ελλάδος, 
όταν προεβάλλετο ακαίρως 
το φαινόμενον του φυλετισμού και του στενοελλαδισμού .

Ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική ήτο, ωσαύτως, η συνεργασία του Πατριαρχείου 
μετά των εκπροσώπων της Σερβικής Ηγεμονίας και Εκκλησίας .

Αλλά προβληματική ήτο πάντοτε η συνεργασία του Πατριαρχείου μετά των διπλωματικών εκπροσώπων της Ρωσίας και της Βουλγαρίας, διότι τα γεγονότα απεδείκνυον ότι ούτοι ειργάζοντο και επεθύμουν την μείωσιν του κύρους του Πατριαρχείου, εισηγούμενοι εις την Υψηλήν Πύλην, αναλόγως των περιπτώσεων, την αφαίρεσιν των προνομίων του Οικουμενικού Θρόνου, διά να δυνηθούν ευκολώτερον να επεκτείνουν τα προπαγανδιστικά δίκτυά των εις βάρος των άλλων εθνικών ομάδων, υπηκόων του πνευματικού κράτους του Πατριαρχείου. 

Εις τας περιπτώσεις ταύτας οι Πατριάρχαι εις ένδειξιν διαμαρτυρίας υπέβαλλον τας παραιτήσεις των και 
εκήρυττον
το Πατριαρχείον καθ’ άπασαν την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν  εν διωγμώ.

Τέλος, το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον επεδίδετο εις αγώνα διαφωτίσεως της διεθνούς κοινής γνώμης επί των πραγματικών συνθηκών εις τας εμπεριστάτους επαρχίας του. 

Τούτο έπραττεν, αφ’ ενός μεν διά να εξουδετερώση την συκοφαντικήν και όλως άδικον εις βάρος του εκστρατείαν των εχθρών του εις τας πρωτευούσας κυρίως των Μεγάλων Δυνάμεων και των βαλκανικών κρατών, αφ’ ετέρου δε διά να παράσχη την πραγματικήν εικόνα της καταστάσεως προς εξασφάλισιν υποστηρίξεως και δημιουργίας ευνοϊκού υπέρ Αυτού κλίματος, όσον ηδύνατο, με το ηθικόν, πνευματικόν και κανονικόν κύρος, το όποιον διέθετε διεθνώς .

Προς την κατεύθυνσιν ταύτην, έκτος των επισήμων πατριαρχικών συνεντεύξεων, διακηρύξεων, αποστολών, μεγάλην επιρροήν εξήσκει η έκδοσις ειδικών Βίβλων, εις τας οποίας κατεχωρούντο επίσημα έγγραφα και εδίδοντο λεπτομερείς κατάλογοι και στατιστικοί πίνακες. Μία τοιαύτη αντιπροσωπευτική βίβλος είναι η κατά το 1906 εκδοθείσα υπό  του πατριαρχικού τυπογραφείου εν Κωνσταντινουπόλει υπό  τον τίτλον «Επίσημα Έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως».

Η Βίβλος αύτη διαιρείται εις τρία μέρη. Εις το πρώτον (σελ. 3-92) δημοσιεύονται έγγραφα περί του βουλγαρικού ζητήματος εις Μακεδονίαν, πατριαρχικά τακρίρια προς την Α.Υ. τον Μ. Βεζύρην και το Αύτοκρατορικόν Ύπουργειον της Δικαιοσύνης και των Θρησκευμάτίον, Υπομνήματα των Μητροπολιτών προς το Αύτοκρατορικόν Ύπουργειον Δικαιοσύνης και των Θρησκευμάτων, τους εν Κωνσταντινουπόλει Πρεσβευτάς των Μεγάλων Δυνάμεων, τον Γενικόν Επόπτην των Ευρωπαικών Νομών, τους Παρέδρους Αύστρίας και Ρωσίας και προς τους Νομάρχας των νομών Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Αδριανουπόλεως, Αναφοράς προς την A.A.Μ. τον Σουλτάνον, Αντίγραφα Εγκυκλίων προς τους αρχιερείς των έμπεριστάτων επαρχιών και τέλος Εκθέσεις Μητροπολιτών περί της οδύνηρας καταστάσεως εις Μακεδονίαν.

Εις το δεύτερον μέρος της εν λόγω Βίβλου δημοσιεύονται (σελ. 95-118) επίσημα έγγραφα περί του βλαχικού ζητήματος εν Μακεδονία και Ήπείρω. 

Μετά την «Προκήρυξιν του Βλαχικού Κομιτάτου κατά το έτος 1862 προς τους Ρουμάνους της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Αλβανίας, καταχωρούνται 'Υπουργικός Τεσκερές, Πατριαρχικόν Τακρίριον,
 «Υπόμνημα διαβιβασθέν τοις πρεσβευταίς Αύστρίας, Ρωσσίας, Αγγλίας, Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας περί των εν Μακεδονία αξιώσεων της Ρουμανικής Κυβερνήσεως», Αναφοραί «Βλαχοφώνων διαμαρτυρομένων κατά των ενεργειών της Ρουμουνικής προπαγάνδας και διά την βία απογραφήν αυτών ως Βλάχων», σχετικά τηλεγραφήματα και Εκθέσεις Μητροπολιτών, διαφωτιστικαί  της οδυνηράς καταστάσεως των ποιμνίων των ένεκα της ρουμανικής προπαγάνδας.


Το τρίτον μέρος της αξιολόγου ταύτης Βίβλου (α'-μγ') άποτελει 
«Κατάλογον των υπό του Βουλγαρικού Κομιτάτου δολοφονηθέντων εν Μακεδονία Ορθοδόξων» 
και δη εις τας επαρχίας, 
Πελαγονείας, 
Καστορίας, 
Πρεσπών, 
Μογλενών, 
Κορυτσας, 
Θεσσαλονίκης, 
Σερρών, 
Δράμας, 
Μελενίκου, 
Στρωμνίτσης, 
Νευροκοπίου, 
Βοδενών, 
Άδριανουπόλεως, 
Αιτίτσης, 
Βιζύης και 
Σωζουαγαθουπόλεως. 

Δίδονται συγκεκριμένα στοιχεία των δολοφονηθέντων,
 ήτοι 
ονοματεπώνυμον, 
πατρίς η 
διαμονή, 
επάγγελμα η 
κοινωνική τάξις, 
τόπος φόνου, 
μην, 
έτος, 
είδος φόνου η 
όνομα ληστανταρτικής συμμορίας.

Τέλος, την ολην Βίβλον κατακλείει «Στατιστική ελληνοβλάχων, ρουμανιζόντων ελληνοβλάχων, των σχολών των τελευταίων τούτων, των διδασκάλων και των εν ταις σχολαίς ταύταις φοιτώντων μαθητών και μαθητριών» (κδ'-μθ') 

και δη εις τας επαρχίας 
Πελαγονείας, 
Καστορίας, 
Πρεσπών και Αχριδών, 
Μογλενών, 
Γρεβενών, 
Θεσσαλονίκης, 
Κίτρους, 
Μελενίκου, 
Βέροιας, 
Νευροκοπίου, 
Ίωαννίνων, 
Μετσόβου, 
Βελεγράδων, 
Δυρραχίου, 
Βελλας και Κονίτσης, 
Σερρών, 
Έλασσώνος και 
Κορυτσάς.

Το περιεχόμενον της ανωτέρω Βίβλου, μεταξύ των άλλων,
 έσχε μοναδικήν επίδρασιν εις την διαμόρφωσιν της διεθνούς κοινής γνώμης 
επί των πραγματικών εξελίξεων εις τον Μακεδονικόν Αγώνα
 κατά την περίοδον της οξυτέρας αυτού φάσεως, 
ολίγα μόνον έτη προ της απελευθερώσεως της Μακεδονίας εκ του Όθωμανικού ζυγού και της ενσωματώσεώς της εις τον ελληνικόν κορμόν.

Κατακλείων την συνοπτικήν ερευνάν ταύτην, θα προσπαθήσω να εξαγάγω τα σχετικά συμπεράσματα.

1.       Η εντιμετώπισις των προπαγανδών των Ετεροδόξων υπό  του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά τα τέλη του 19ου και αρχάς του 20ού αιώνος, ως είδομεν, δεν εγένετο παθητικώς η έστω πλημμελώς. 
Το Πατριαρχείον εκήρυξε συναγερμόν όλων των δυνάμεών του, νομοκανονικών, διοικητικών, οικονομικών και πνευματικών, προς αντιμετώπισιν της καταστάσεως.

2.       Τα κριτήρια αντιμετωπίσεως της καταστάσεως ήσαν πρώτον κανονικά, δηλαδή η πρόταξις εις τους οίουσδήποτε εισβολείς, η άδικους φίλους η συμβαλλομένους μετ’ Αυτού ουχί κοσμικής εξουσίας άλλα του αιωνίου κύρους και της ισχύος των ιερών κανόνων, τους όποιους δεν ηδύναντο να αρνηθούν οι υπήκοοί του και οι υποστηρικταί των εις τα άλλα ορθόδοξα και χριστιανικά κράτη, και δεύτερον διοικητικά και ποιμαντικά-πνευματικά, δηλαδή η στοργή, η αγάπη και η πνευματική υκκλησιαστική διακονία, υμπράκτως υκδηλουμένη προς άπαντας τους υπηκόους του πνευματικού του κράτους, ασχέτως φυλής και γλώσσης. 
Με τα κριτήρια ταύτα αντιμετώπισεν αποφασιστικώς τους ετεροδόξους εισβολείς και υπέφερε τας παρεμβάσεις των Ισχυρών της εποχής εκείνης.

Εις τα ανωτέρω, δέον όπως προστεθή η ιδιάζουσα πατριαρχική διπλωματία και ικανότης πειστικής διαφωτίσεως, άνευ των οποίων θα ήτο ίσως αδύνατος η αξιοθαύμαστος αντιμετώπισις της οδύνηρας καταστάσεως εις τας εμπεριστάτους επαρχίας του θρόνου κατά την υπ’ όψιν χρονικήν περίοδον διά των δύο προαναφερθέντων μέσων, τα όποια συνιστούν ανέκαθεν και μέχρι σήμερον τας βάσεις της πνευματικής ανά την υφήλιον αυτοκρατορίας του.

3.       Αι περί του αντιθέτου απόψεις, ότι δηλαδή το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον ηκολούθει ουχί ιδίαν πολιτικήν πνευματικής και εκκλησιαστικής ισορροπίας αλλά πολιτικήν των διακρίσεων, δεν ευσταθούν.
 Η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία και η αλβανική εθνότης ήσαν, περισσότερον η πρώτη και ευκαιριακώς αι άλλαι, σύμφωνοι εις την αντίληψιν ότι το Οικουμενικόν  Πατριαρχείον ειργάζετο διά την εξυπηρέτησιν της ελληνικής εθνικής ιδέας εις τας ευρωπαικάς επαρχίας του θρόνου,
 άλλα και αι ελληνικαί  κυβερνήσεις παρεπονούντο διά το αντίθετον, 
διότι η αρχή του Πατριαρχείου ήτο ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να φυλετίζη αλλά να παρέχη εύκολίας εις τους αλλοφύλους ορθοδόξους ισοτίμως, όπερ και έπραττε, ποτέ όμως εις βάρος άλλης εθνικής ομάδος. 

Πλέον συγκεκριμένως, αι αντιθέσεις μεταξύ του Οικουμενικού θρόνου 
και της Ελληνικής Κυβερνήσεως 
και της Εκκλησίας της Ελλάδος 
υπήρξαν
 εις θεμελιώδη ζητήματα, νομοκανονικής ιδίως υφής,
 οξύτατοι.

 Ο απόλυτος σεβασμός και η πιστή εφαρμογή των συμπεφωνημένων επί νομοκανονικών θεμάτων και παναρχαίων πατριαρχικών θεσμών αποτελούν ανυποχώρητον πατριαρχικήν πολιτικήν αρχών, τας οποίας απολύτως απεδέχθη προσφάτους η Ελληνική Πολιτεία και η Εκκλησία της Ελλάδος διά της συνταγματικής κατοχυρώσεως το πρώτον των εις αυτάς αναφερομένων Συνοδικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, μετά από μίαν οξείαν κρίσιν σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος επί αρχιεπισκοπείας 'Ιερωνύμου (1967-1973).

 Ως εκ τούτου, η Μ. Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως προσεπάθει, κατά την υπ’ όψιν περίοδον αλλά και πάντοτε προσπαθεί να εφαρμόζη ιδίαν πολιτικήν, η οποία συνεπώς αποβλέπει εις την απαρέγκλητον έξυπηρέτησιν της οικουμενικής εν τη Ορθοδοξία αποστολής Της εν συνδυασμώ προς τα ιδιαίτερα πνευματικά και εθνικά συμφέροντα των πνευματικών υπηκόων Της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου