Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Μακεδονικές ελληνικές επαναστάσεις πριν την βουλγαρική εξέγερση του Ίλιντεν.

Το επαναστατικό λάβαρο της
 Δυτικής Μακεδονίας το 1878.
Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος
ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
(1830-1912)

Τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας στα 1878.

Α. Η επανάσταση του Ολύμπου

1 . Έτσι λοιπόν υπολείπονταν να πραγματοποιηθούν μόνο τα επαναστατικά κινήματα του υπόδουλου ελληνισμού, τα οποία επρόκειτο να δικαιώσουν μερικά τις προσδοκίες του κατά το συνέδριο του Βερολίνου.

 Στη Μακεδονία οι επαναστατικές ενέργειες εντείνονταν με πυρετώδη ρυθμό με τη συνεργασία μητροπολιτών και Ελλήνων προξένων, οι οποίοι προετοιμάζονταν ήδη από το 1876 για τη συλλογή χρημάτων και την προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων με τη συμπαράσταση της Μακεδονικής Επιτροπής .
 Η έντονη αυτή κινητοποίηση προκάλεσε τις υπόνοιες των τουρκικών αρχών της Μακεδονίας για επικείμενη ελληνική εξέγερση και συνέβαλε στην άφιξη τουρκικών ενισχύσεων από τη Θεσσαλία .


Αξιοσημείωτο ακόμη είναι το γεγονός ότι από την αρχή κιόλας η Μακεδονική Επιτροπή απέκλεισε οποιαδήποτε ανάληψη πολεμικής πρωτοβουλίας στη Μακεδονία εκ μέρους του Λ. Βούλγαρη, γιατί διατηρούσε στενούς δεσμούς με τους Σλάβους.
Ο Βούλγαρης, έχοντας υπόψη τη διστακτικότητα της επίσημης ελληνικής πολιτικής για την ανάληψη στρατιωτικής πρωτοβουλίας κατά της Τουρκίας, επιβιβάστηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1877/7 Ιανουαρίου 1878 στο πλοίο μαζί με 150 άντρες με προορισμό την παραλία Ολύμπου Κατερίνης. Κύριος στόχος του ήταν να ενωθεί με τους ντόπιους Μακεδόνες οπλαρχηγούς και να ξεσηκώσει τους κατοίκους, αλλά οι καιρικές συνθήκες εμπόδισαν τελικά την απόβασή του .

Με τη θερμή υποστήριξη της επίσημης ελληνικής πολιτικής εκδηλώηκε στα μέσα Φεβρουάριου του 1878 επαναστατικό κίνημα στη Μακεδονία μετά την άφιξη των ατμοπλοίων «Ύδρα» και «Βυζάντιο» στη θέση « καλα» της παραλίας του Λιτοχώρου,
την απόβαση ισχυρού σώματος 500 άντρων με αρχηγό τον Κοσμά Δουμπιώτη και την κατάληψη του Λιτόχωρου .

Η παρουσία του ελληνικού σώματος προκάλεσε σύγχρονα τη γενική κινητοποίηση των κατοίκων του Ολύμπου και της Πιερίας, οι οποίοι συμπαραστάθηκαν με κάθε τρόπο στους επαναστάτες.

Στις 20 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου καταλήφθηκε το κάστρο του Πλαταμώνα από τους Μιγ. Τζημα και Μιλτ. Αποστολίδη με τη συνδρομή των κατοίκων της Λεπτοκαρυας, της Σκοτίνας και του Παντελεήμονα.
Έλληνες επαναστάτες της Μακεδονίας το 1878,
 μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος,
 ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης
 Ε. Κοροβάγγος,
 ο Κ. Φαρμάκης,
 ο Ν. Αξελός
και ο Χαραλ. Λελούδας.
  
Μια μέρα αργότερα, 
όταν υπογραφόταν η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου 
οι αντιπρόσωποι των διαφόρων χωρίων εξελεξαν προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο 
τον Ευάγγελο Κοροβάγκο 
η οποία έστειλε την παρακάτω προκήρυξη στους Ευρωπαίους προξένους :     

«Προς τις Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Τα πολυχρόνια δεινά, ων γνώσιν έλαβον κατά καιρούς διά των αντιπρόσωπων αυτών αι σεβασταί Κυβερνήσεις και τα οποία επετάθησαν επ’ εσχάτων, ηνάγκασαν τους κατοίκους της Μακεδονίας να δράξωνται των οπλών, οπως προστατεύσωσι την ζωήν, την τιμήν και την ιδιοκτησίαν εαυτών.

Συνελθόντες σήμερον οι αντιπρόσωποι των διαφόρων κοινοτήτων της

Μακεδονίας, 
κατέλυσαν την τυραννικήν εξουσίαν του Σουλτάνου,

ανεκήρυξαν την ένωσιν της Μακεδονίας μετά της μητρός Ελλάδος και εξελέξαντο ημάς, όπως σχηματίσωμεν την προσωρινήν Κυβέρνησιν της επαναστάσεως


 με την υποχρέωσιν ν’ αποταθώμεν προς τας Χριστιανικός Δυνάμεις και να ζητήσωμεν την ισχυράν αυτών προστασίαν υπέρ τον δικαίου του αγώνος μας και το έλεος αυτών υπέρ των κινδυνευόντων εκ της Τουρκικής θηριωδίας γυναικοπαιδών ημών.

Πεποίθαμεν, ότι η περί τον μέλλοντος της Ανατολής μέριμνα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων θέλει επεκταθή και εφ’ ολοκλήρου της Μακεδονίας, η οποία είναι ετοίμη υπέρ της ελευθερίας της και υπέρ της μετά της μητρός Ελλάδος, ενώσεώς της, να παραδοθή εις το πυρ και τον όλεθρον, εάν είναι ανάγκη, ή να εξακολουθή δουλεύουσα εις την επονείδιστον εξουσίαν, ης τα όργανα, οι Κιρκάσιοι, οι Γκέκαι, οι Ζεϊμπέκαι και οι Βασιβουζούκοι ηρήμωσαν την πατρίδαν ημών και εβεβήλωσαν την τιμήν και την ιερότητα της οικογενειακής ημών εστίας.

Πάσαι αι υποσχέσεις και νποχρεώσεις, ας ανέλαβεν η εξουσία αντη απέναντι των υπηκόων της και απέναντι των Μεγάλων Δυνάμεων, απεδείχθησαν μέχρι τούδε εσκεμμένως δόλιαι και απατηλαί.

 Η τουρκική Κυβέρνησις πολλάκις παρεχώρησε δικαιώματα, αλλ’ η τνραννία ουδέ προς στιγμήν εχαλαρώθη• απ’ εναντίας τα δεινά ημών παρίστανται ατελεύτητα και φοβερώτερα, καθόσον η κυβέρνησις αύτη χαλαρούται και εκμηδενίζεται. 

Δια τούτο ηναγκάσθημεν να καταφύγωμεν εις τα όπλα, ίνα αποθάνωμεν τουλάχιστον ως άνθρωποι και Έλληνες, εάν δεν μας επιτραπή να ζήσωμεν ως άνθρωποι λογικοί και ελεύθεροι.

Εν Λητοχωρίω Ολύμπου τη 19 Φεβρουάριου 1878 
Η προσωρινή Κυβέρνησις της Μακεδονίας 
Ευάγγελος Κοροβάγκος, πρόεδρος, 
Α. Αστεριού,
 Γ.Β. Ζαχαριάδης,
 Νικηφόρος, ιερομόναχος,
 Ιωάννης Γ. Βεργίδης, 
Αθαν. Γεωργίου, ιερεύς, 
Ιωάννης Νικολάου».

Κοσμάς Δουμπιώτης
(1826-1922)

 Κατά τις μετέπειτα φάσεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων ο Κ. Δουμπιώτης, ο οποίος δεν διακρινόταν για τα ηγετικά προσόντα του , διέπραξε ουσιαστικά σφάλματα πολεμικής στρατηγικής.

Έτσι, αντί να σπεύσει αμέσως μετά την πτώση του Λιτοχώρου να καταλάβει την Κατερίνη, έχασε πολύτιμο καιρό διαπραγματευόμενος με τους αντιπροσώπους της χριστιανικής και της τουρκικής κοινότητας της πόλης Ν. Μπίτσο και Δερβίς πασά αντίστοιχα, οι οποίοι επιδίωκαν να τον καθυστερήσουν μέχρι την άφιξη τουρκικών ενισχύσεων , γεγονός, που συνέβαλε άμεσα στην ενίσχυση των τουρκικών δυνάμεων στην Κατερίνη, από όπου εξορμοΰσαν, για να στραφούν ανενόχλητες κατά των επαναστατών του Ολύμπου και της Πιερίας.

 Ο προδοτικός ρολος του Ν. Μπίτσου και του αδελφού του Ιωάννη, διερμηνεα του αγγλικού προξενείου της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι ξεγέλασαν το Δουμπίωτη προσφέροντάς του δήθεν την υποταγή της Κατερίνης με τον όρο να μη εισβάλουν σ’ αυτήν οι επαναστάτες, προκύπτει σήμερα καθαρά απο πολλές ιστορικές πηγές αλλά και από όσα εξιστορεί λεπτομερειακά σ’ εκθεση του ο Ελληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτης στις 26 Φεβρουάριου 1878.

Ενα δεύτερο σφάλμα τακτικής ήταν ότι ο Δουμπιώτης διεσπασε τον κύριο ογκο του σώματός του στέλνοντας τον Γ. Ζαγείλα στη Ραψανη και μειώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αριθμητική ισχύ της αρχικής δύναμης του  .
 Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπιζε  ήταν η μεγάλη έλλειψη τροφών και πολεμοφοδίων παρά τις σκληρές προσπάθειες που κατέβαλε η Μακεδονική Επιτροπή, για να μειώσει όσο ηταν δυνατό τις δυσχερειες αυτές.

Πραγματικά, το Μάρτιο του 1878 έστειλε νεο εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό το Μάρκο Καραγεώργο, αλλά η απόβαση του στο Λιτόχωρό απέτυχε και τα πολεμοφόδια κυριεύθηκαν απο τους Τουρκους.
Την ίδια επίσης εποχή συνέστησε ειδική επιτροπή στη Σκιάθο με επικεφαλής τους. N. X. Σταγειρίτη και Ιω. Γεωργιάδη, η οποία ειχε σα σκοπο την αποστολή οπλισμού στη Μακεδονία .

Στις 24 φεβρουαρίου/8 Μαρτίου 1878 ο Κ. Δουμπιώτης, αφού μοίρασε όπλα στους άντρες των γύρω χωριών, ξεκίνησε με 400 εθελοντές και 65 κατοίκους από το αφρούρητο πια Λιτόχωρο, για να εμφυσήσει θάρρος στους πληθυσμους που είχαν επαναστατήσει, και να εκστρατεύσει κατά της Ισχοβας, η οποία υπήρξε αποικία των Κιρκασιών.

 Κύριος στόχος του ήταν να ενθαρρύνει τους αγροτικούς πληθυσμούς, που καταδυναστεύονταν από τους Κιρκασίους και επιζητούσαν την απαλλαγή τους από τα δεινά. Μολαταύτα η προσέλευση των κατοίκων των γύρω χωριών στις τάξεις των επαναστατών δεν υπήρξε αθρόα.

 Ύστερα από εξαντλητική πορεία τεσσάρων ημερών μέσα από τα χωριά Βροντού, Ζιάζιακο (Λόφος), Ρητίνη και Δράνιστα (Μοσχοπόταμο), έφτασαν στη Ράντανη (Ρυάκια) κοντά στην Τόχοβα, ενισχυμένοι από τους οπλαρχηγούς Π. Καλόγηρο και Γ. Νταβέλη.

Το βράδυ της 28ης Φεβρουάριου ήλθε εκεί με 70 άντρες και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, ο οποίος είχε υψώσει λίγες μέρες πριν (22 Φεβρουάριου /6 Μαρτίου) την επαναστατική σημαία στον Κολινδρό με τη συμπαράσταση των Β. Χοστέβα και Π. Καλογήρου .

Το γεγονός αυτό συμπίπτει σχεδόν χρονικά (23 Φεβρουάριου) με τη μεγάλη νίκη που εξασφάλισαν οι συγκεντρωμένοι στον Κάτω Όλυμπο οπλαρχηγοί, Γ. Ζαχείλας και Μιλτ. Αποστολίδης, οι οποίοι, ύστερα από τριήμερη μάχη, πρόσβαλαν ισχυρό σώμα Γκέγκηδων και ντόπιων Τούρκων κοντά στο χωριό Δερελή (Γόννος) .

2.    Σύγχρονα με την αρχική άφιξη των επαναστατών στο Λιτόχωρο και τη μετέπειτα κατάληψή του, παρατηρήθηκε γενική εξέγερση σχεδόν όλων των χωριών της περιοχής Κολινδρού.

Η σημασία της απελευθέρωσης του Κολινδρού υπήρξε πολύ μεγάλη.

Κωνσταντίνος Βατικιώτης
 Ακόμη και ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτης συνέχιζε να ενθαρρύνει τους ελευθερωτές του και να τους συστήνει να οχυρωθούν και να περιμένουν ενισχύσεις.
Οι επαναστάτες όμως ήταν αποφασισμένοι να μη παραδώσουν τα όπλα. 
Έστειλαν τις οικογένειές τους στις οχυρές θέσεις Φυλακτό και Γαλακτό και οι ίδιοι, περίπου 700, οχυρώθηκαν μέσα στον Κολινδρό, για να αποκρούσουν την επίθεση του Ασάφ πασά και των τεσσάρων τουρκικών ταγμάτων, που τους περιέσφιγγαν .
Αντιμετωπίζοντας όμως σοβαρότατα προβλήματα ανεφοδιασμού και αδυνατώντας ν’ αντιπαρατεθούν με τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, εγκατέλειψαν στις 26 Φεβρουαρίου/10 Μαρτίου μαζί με τους ντόπιους την κωμόπολη, αφού πρώτα πυρπόλησαν το μητροπολιτικό μέγαρο έπειτα από απόφαση του μητροπολίτη Κίτρους .

Οι επαναστάτες στράφηκαν στη συνέχεια στην κατάληψη επικαίρων θέσεων κοντά στην Παλατίτσα και στη Ράντανη.
Τριακόσιοι περίπου Τούρκοι και Κιρκάσιοι κυρίευσαν τελικά τον Κολινδρό και λεηλάτησαν την κωμόπολη .
Μια θλιβερή πτυχή των δραματικών γεγονότων που ξετυλίχθηκαν στον Κολινδρό την εποχή εκείνη, αποκαλύπτει την άρνηση ενός μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού να εγκαταλείπει την κωμόπολη μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους.
Ενώ από την αρχή είχε συμφωνηθεί η μαζική αποχώρηση όλων των κατοίκων, αργότερα ορισμένοι πρόκριτοι του Κολινδρού, τη στάση των οποίων καυτηριάζει με πικρά λόγια ο μητροπολίτης, μετέβαλαν τη γνώμη τους και έμειναν συμπαρασύροντας μ’ αυτόν τον τρόπο σημαντικό μέρος του ντόπιου πληθυσμού.

 Μάλιστα στις 27 Φεβρουάριου, αφού είχαν ήδη αποφασίσει να προσκυνήσουν, έστειλαν αντιπροσωπεία στο χωριό Λιμπάνοβο στα βόρεια του Κολινδρού «προσκαλούντες τους Τούρκους και λεγοντες ότι παρεπείσθηοαν και εβιάσθησαν υπό του αρχιερέως αυτών και των κλεπτών» .
Στο μεταξύ οι δυνάμεις των επαναστατών του Κ. Δουμπιώτη, που είχαν συγκεντρωθεί στη Ράντανη και σκόπευαν να επιτεθούν κατά των Κιρκασιών, κρίθηκαν ανεπαρκείς για την κατάληψη της Τόχοβας .
Κύριος σκοπός τους υπήρξε τώρα η κατάληψη της μονής Πέτρας και η ενίσχυση της επανάστασης των χωριών της επισκοπής Κίτρους.

Στη Ράντανη, όπου είχαν συναντηθεί ο Δουμπιώτης μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους και άλλους οπλαρχηγούς, αποφασίστηκε να διαιρεθούν οι ελληνικές δυνάμεις.
Έτσι ο επίσκοπος Νικόλαος (μαζί με 80 εθελοντές και τον ανθυπολοχαγό Μ. Τζήμα) πέρασε στις αρχές Μαρτίου από τη μονή των Αγ. Πάντων και έφτασε στην Παλατίτσα, όπου ενώθηκε με άλλες επαναστατικές δυνάμεις, που είχαν επικεφαλής τους Β. Χοστέβα, το Θεσσαλό Αθαν. Κοκοράβα, το ντόπιο οπλαρχηγό Κωνστ. Κυρκόπουλο, το γιατρό Δημοσθ. Καλοστύπη και άλλους. Μετέπειτα πληροφορίες του Κ. Βατικιώτη μνημονεύουν ότι 600 επαναστάτες του Κολινδρού, ενισχυμένοι και από τους άντρες του Μ. Τζήμα, αφού είχαν εξασφαλίσει τις οικογένειες τους στην οχυρή θέση Άγ. Πάντες επάνω από το χωριό Παλατίτσα, κατέλαβαν τη δεξιά όχθη του Αλιάκμονα και απέκρουαν τις τουρκικές επιθέσεις σκοπεύοντας ν’ αντεπιτεθούν κατά του Κολινδρού.

Οι επαναστάτες συνέχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους με επιτυχία αξιόλογη υπήρξε η νίκη που σημείωσαν κατά των Τουρκαλβανών Γκέγκηδων στο χωριό Πρόδρομος, αλλά στις 15/27 Μαρτίου πληροφορήθηκαν από τον Παύλο Πατραλέξη ότι 800 περίπου Τούρκοι απειλούσαν να καταλάβουν τη μονή των Αγ. Πάντων, όπου ήταν συγκεντρωμένα τα γυναικόπαιδα.

Πραγματικά την επομένη έσπευσαν στους Άγ. Πάντες και, ύστερα από πολύωρη και σκληρή μάχη, κατόρθωσαν να σώσουν 300 περίπου οικογένειες αμάχων.

Κατά την υποχώρησή τους διέσχισαν τη Σπουρλίτα, το Βελβενδό, τα χιονισμένα Πιέρια και έπειτα από τιτάνιες προσπάθειες, έφτασαν στα Σέρβια με την ακαταπόνητη συμπαράσταση του μητροπολίτη Κίτρους, ο οποίος συνέχιζε να δίνει κουράγιο σ’ ολόκληρη την πορεία στους ντόπιους κατοίκους . 

Ανάλογη αγωνιστικότητα και αυτοθυσία έδειξε και ο Θεσσαλός σωματάρχης Αθ. Κοκοράβας, ο οποίος περιγράφει με ανάγλυφο τρόπο τις περιπέτειες των Ελλήνων μαχητών :

«Η πορεία ημών διά της νψηλοτέρας κορυφής των Πιερίων πλησίον Καταφυγίου είνε αξιομνημόνευτος• απλώς μόνον σας αναφέρομεν ότι οι πλείστοι των στρατιωτών έπαθον από ρευματισμούς, βουβώνας και ανάλογα τούτοις. 
Η πορεία της 21 Μαρτίου 1878 δι’ ημάς είνε πρωτοφανήςδιότι διήλθομεν όρη κεκαλυμμένα υπό χιόνος αδιαβάτον υπό ζώων, πεδιάδα και διά μέσου εχθρών κατεχόντων οχυράς θέσεις, η πορεία δε ημών ή το 24 ολοκλήρων ωρών.

Μετά τούτο ωδοιπορούμεν ησύχως προς ανακούφισιν των κεκοπιακότων στρατιωτών, οίτινες ουδόλως εγόγγυσαν διά την μακράν και σύντονον εκείνην πορείαν της 21 Μαρτίου. 
Και τούτο εγένετο κατ’ απαίτησιν του ακαμάτου και φλογερού ιατρού του σώματος Δημοσθένους Καλοστύπη, αδελφού τον εν Σέρραις γυμνασιάρχου Ι.Ν. Καλοστύπη
Εντεύθεν ο αρχηγός απέχει 6 ώρας, ώστε αύριον κατά πάσαν πιθανότητα θα συναντήσωμεν τον αρχηγόν.

Το επιτελείαΐ' τον σώματος ημών συγκειμένου (sic) εκ τον Αγ. Κίτρους Νικολάον, Βαγγέλη Χοστέβα, εμού, τον Κ. Κιρκοπούλον και τον ιατρού τον σώματος Ν.Δ. Καλοστύπη, έχομεν αποφασίσει ίνα μετά την προμήθειαν ικανών πολεμοφοδίων και όπλων επανακάμψωμεν εις Μακεδονίαν διότι νυν η Μακεδονία είπερ ποτέ εγκαταλιμπάνεται έξω πάσης βελτιώσεως της τύχης της. Εκεί! Εν Μακεδονία εννοώ θα χύσω το αίμα μον αν και κατάγομαι εκ Θεσσαλίας.
Οι στρατιώται άπαντες ήσαν γυμνοί και ανυπόδητοι και τούτο διότι καθ’ εκάστην διηρχόμεθα λόφους, όρη και δάση, άτινα φιλούσιν ίνα τους εκείθεν διαβαίνοντας καθιστώσιν ανυποδήτους και γυμνητεύόντας».

Η ανασύνταξη των τουρκικών δυνάμεων αμέσως μετά την έκρηξη του επαναστατικού κινήματος και η άφιξη τουρκικού στρατού από το Κοσσυφοπέδιο με επικεφαλής τον Ασάφ πασά για την καταστολή της εξέγερσης, στόχευαν ουσιαστικά στην κατάληψη του ανυπεράσπιστου Λιτοχώρου .

Πραγματικά η κατάληψη και η πυρπόλησή του στις 3/15 με 4/16 Μαρτίου του 1878 έδωσε τη χαριστική βολή στην πορεία των επιχειρήσεων των επαναστατών και συνέβαλε σημαντικά στην αποθάρρυνσή τους, όπως και των κατοίκων των γύρω περιοχών.

Δημιούργησε ακόμη σοβαρότατα προβλήματα ανεφοδιασμού, γιατί επέτρεψε στους Τούρκους την κατάληψη των παραλίων από τις εκβολές του Αλιάκμονα ως τις εκβολές του Πηνειού .

Η καταστροφή του Λιτοχώρου προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους προξένους, οι οποίοι τηλεγράφησαν στις πρεσβείες τους στην Κωνσταντινούπολη, για να ανακοινώσουν τα τραγικά γεγονότα και σύγχρονα επισκέφτηκαν το βαλή της Θεσσαλονίκης και τον παρακάλεσαν να διατάξει τον Ασάφ πασά να διακόψει τη λεηλασία του Λιτοχώρου και των γΰρω χωριών. 

Ο Τούρκος πασάς έσπευσε ν’ απαντήσει ότι 15 μόνο σπίτια είχαν καεί από το βομβαρδισμό και 5 κατά την υποχώρηση των επαναστατών και ότι ο ίδιος δεν είχε την πρόθεση να βλάψει τα γυναικόπαιδα .

 Στην πραγματικότητα όμως κάηκαν 300 σπίτια, 9 εκκλησίες και έμειναν άστεγοι 600 κάτοικοι, πολλοί από τους οποίους βιάστηκαν και ληστεΰθηκαν . 

Τα γυναικόπαιδα του Λιτοχώρου, όσα είχαν καταφύγει στη μονή Διονυσίου, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην καταστραμμένη πόλη, γιατί ο Ασάφ πασάς απείλησε ότι θα στρεφόταν εναντίον τους. Αργότερα, οι περισσότερες από τις οικογένειες αυτές εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη σε χάνια και αλευρόμυλους έξω από την πύλη Βαρδαρίου.
Με πρωτοβουλία του Κ. Βατικιώτη και του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης καταρτίστηκαν επιτροπές για την οικονομική ενίσχυση των Λιτοχωριτών προσφύγων .

Μετά την καταστροφή του Λιτοχώρου και της Ραψάνης  ο Κ. Δουμπιώτης κατευθύνθηκε από τον Κοκκινοπλό στη Σκαμνιά και έπειτα νοτιοδυτικά στην Πολυάνα, όπου συγκρούστηκε με τουρκικό στρατό, αλλά η έλλειψη πολεμοφοδίων τον υποχρέωσε να κινηθεί προς τα Χάσια, για να ενωθεί με τις ενισχύσεις, που επρόκειτο να σταλούν από τη Μακεδονική Επιτροπή .

 Στα μέσα Μαρτίου του 1878 η Μακεδονική Επιτροπή είχε καταρτίσει νέα αποστολή 300 άντρων με επικεφαλής τον Μακεδόνα οπλαρχηγό Γιαννάκη Ολύμπιο, το Γούλα Νέλα και τον Επαμεινώνδα Ζιάκα, εγγονό του Γιαννούλη Ζιάκα. Η λήψη σύντονων μέτρων εκ μέρους των τουρκικών αρχών ματαίωσε τελικά την απόβαση των επαναστατών στα παράλια του Ολυμπου.

Τότε στρατολογήθηκαν τρία νέα σώματα με αρχηγούς τους Γιαννακό Ολύμπιο, Κ. Κριεμάδη και Χρ. Γεωργιάδη, τα οποία απέτυχαν όμως να προωθηθούν στη Μακεδονία λόγω των μεγάλων αναγκών που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες επαναστάτες στη Θεσσαλία .

Στα τέλη Μαρτίου του 1878 πραγματοποιήθηκε στο χωριό Κοντσικό των Χασίων η συνάντηση του σώματος του Κ. Δουμπιώτη με τον επίσκοπο Κίτρους και τους άλλους οπλαρχηγούς. Στις αρχές Απριλίου το σώμα του Δουμπιώτη, ενισχυμένο από ένα μεγάλο τμήμα των επαναστατικών δυνάμεων, βρισκόταν στη Δεσκάτη της επαρχίας Γρεβενών περιμένοντας ενισχύσεις και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο χωριό Πόρτες των Αγράφων .
Από εκεί ο Δουμπιώτης έστειλε τον Ε. Κοροβάγκο και τον Λ. Πασχάλη, για να συναντήσουν τον αρχηγό της θεσσαλικής επανάστασης Iσχόμαχο και να ζητήσουν ενισχύσεις .

3.    Το δεύτερο δεκαήμερο του Απριλίου (1878) έληξαν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στα τουρκικά στρατεύματα και στα ελληνικά ανταρτικά σώματα, με τη μεσολάβηση των  Άγγλων προξένων της Αθήνας Merlin και της Θεσσαλονίκης Blunt, με την υπογραφή ανακωχής στις 16 Απριλίου (Τετάρτη της Διακαινησίμου) και με την αποχώρηση των επαναστατών στο ελληνικό βασίλειο.
Οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιήθηκαν στο Σμόκοβο της Καρδίτσας με την παρουσία και του Μακεδόνα λοχαγού Ισχόμαχου .

Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Αγ. Στεφάνου η Αγγλία, η οποία αντέδρασε ζωηρά στους όρους της συνθήκης ειρήνης, πήρε την πρωτοβουλία, με την έγκριση της ελληνικής κυβέρνησης, να επαναφέρει την ηρεμία στις υπόδουλες ελληνικές επαρχίες.

 Έτσι επέστρεψαν στο ελληνικό βασίλειο ο Κ. Δουμπιώτης με τα υπολείμματα του σώματός του, ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, ο πρόεδρος της «Προσωρινής Κυβερνήσεως της Μακεδονίας» Ε. Κοροβάγκος και 400 Μακεδόνες πρόσφυγες.
 Ρακένδυτοι και καταπονημένοι από τις κακουχίες, οι άντρες του Δουμπιώτη και του μητροπολίτη Κίτρους, έφτασαν στη Χαλκίδα, όπου αποβιβάστηκαν και εγκαταλείφθηκαν κυριολεκτικά στην τύχη τους.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα δημοσιεύονται στις 4 Μαΐου 1878 στην εφημερίδα «Εύβοια» σχετικά με τη στάση της επίσημης ελληνικής πολιτικής απέναντι στα επαναστατικά κινήματα των υποδούλων:
«Ιδού η υποδοχή, ην η κυβέρνησις ητοίμασε διά τονς μάρτυρας της ελευθερίας! 
Ιδού η προς τους εθελοντάς αμοιβή!
Ιδού η περιποίησις προς τους γενναίους πολεμήσαντας μετά του νέου Γερμανού Μακεδόνας εξ Ολύμπου, ερχομένους δ’ εν τω μέσω παντοίων στερήσεων και κινδύνων, όπως αναπαυθώσιν εις τους κόλπους της φιλοστόργου μητρός των» .

Στις περιοχές Ολύμπου και Πιερίων συνέχισαν να δρουν και μετά το τέλος του επαναστατικού κινήματος του 1878 αρκετά ληστανταρτικά σώματα , όπως εκείνα των Χοστέβα, Καλόγηρου, Τρουμπούκη, Λιάκου, Ζαρκάδα, Γκατζάρα και άλλα, τα οποία όμως προέβαιναν και σε βιαιοπραγίες σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών .
Οι άντρες των σωμάτων αυτών συχνά παραπονούνταν στις ελληνικές προξενικές αρχές για την έλλειψη ηθικής και υλικής συμπαράστασης εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης.
 Γι’ αυτό το λόγο τα σώματα των Ε. Χοστέβα και Π. Καλόγηρου σχέδιαζαν το Νοέμβριο του 1878 να επιστρέψουν στη Θεσσαλία και είχαν ζητήσει τη σχετική άδεια του Κ. Βατικιώτη.

Επιθυμούσαν λοιπόν να πληροφορηθοΰν, εάν ήταν σκόπιμο να παραμείνουν στο μακεδονικό χώρο εφόσον υπήρχε η πιθανότητα να εκραγεί νέο επαναστατικό κίνημα .

Ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης, εκτιμώντας τη μακροχρόνια ευεργετική παρουσία τους στη Μακεδονία και την άψογη συμπεριφορά τους απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς, αλλά σταθμίζοντας ακόμη και την απαραίτητη συνέχιση της παρουσίας των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στο μακεδονικό χώρο έπειτα από τη νέα πολιτική κατάσταση, που διαμορφώνεται μετά το συνέδριο του Βερολίνου , ζήτησε, όπως προκύπτει από σχετική επιστολή του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Θεόδ. Δηλιγιάννη, την παράταση της παραμονής τους.
Η έλλειψη όμως των πολεμοφοδίων και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες υποχρέωσαν τελικά τους δύο οπλαρχηγούς να επιστρέψουν στη Θεσσαλία.
Σε σχετική επιστολή του προς τον Κ. Βατικιώτη ο Θ. Δηλιγιάννης τόνιζε στις 21 Αυγούστου 1878 τα εξής χαρακτηριστικά, από τα οποία διαφαίνεται ανάγλυφα η στάση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα:

 «Εν όσω υπάρχει εκκρεμές μεταξύ ημών και της Πύλης το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων των ορίων, συμφέρον έχομεν να όιατηρήται παν ό,τι δύναται να παράσχη περισπασμούς εις την Πύλην, καθόσον δεν δυνάμεθα από τούδε να προείδωμεν οποίαν τροπήν δύναται να λάβη το ειρημένον ζήτημα. 
Αλλ’ ουδέν ήττον δεν εννοούμεν ουδέ να φανώμεν υποθάλπτοντες ταραχάς εις πληθυσμούς εν τη Τουρκία ουδέ να ωθήσωμεν αν εξακολουθούντες τον αγώνα απειλούνται υπό παρομοίου κινδύνου. Επομένως απόκειται εις υμετέραν δεξιότητα όπως εμφορούμενος υπό των ιδεών τούτων αφ’ ενός μεν προσπαθήτε όπως όιατηρήται όσον ένεστι ο πυρήν της Επαναστάσεως, χορηγήτε δ’ αφ’ ετέρου δι’ ων οίδατε μέσων την ημετέραν αντίληψιν εις τους αντάρτας οίτινες ήθελον έχει ανάγκη αυτών, αλλ’ ενεργήτε ταύτα πάντα μετά τοσαύτης προσοχής και δεξιότητος, ώστε ου μόνον να μη δώσητε αφορμάς ίνα εννοήσωσι την πολιτείαν ημών ταύτην, αλλ’ ουδέ να εννοήσωσι υμάς το παράπανω εξ εναντίας επιθυμητόν είναι να πείθωνται ότι υμείς συντελείτε εις την αποκατάστασιν της τάξεως εν τη χώρα».

Στις βασικότερες αιτίες για την αποτυχία της επανάστασης του Ολυμπου, αν εξαιρέσει κανείς τα σφάλματα της πολεμικής στρατηγικής του Κ. Δουμπιώτη και την έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων των επαναστατών, όπως ήδη αναπτύχθηκε κατά την εξιστόρηση των γεγονότων, θα πρέπει ν’ αναξητηθούν γενικότερα
 η χαλαρή ή και αρνητική ακόμη στάση της επίσημης ελληνικής πολιτικής
 απέναντι στο επαναστατικό κίνημα της Μακεδονίας
 και ειδικότερα η αδυναμία αποστολής όπλων και πολεμοφοδίων 
για τον εξοπλισμό των ντόπιων κατοίκων 
σύγχρονα με την άφιξη του σώματος του Κ. Δουμπιώτη στη Μακεδονία, η έλλειψη συγχρονισμού κατά την εξέγερση της Χαλκιδικής με δυσάρεστες συνέπειες στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων του Ολύμπου παρά τη στρατολόγηση ισχυρού εκστρατευτικού σώματος εκ μέρους της Μακεδονικής Επιτροπής, και τέλος, η απουσία ενός μικρού αριθμού εθελοντών, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να συντονίσουν τις ενέργειες των Δυτικομακεδόνων επαναστατών.
Οι τελευταίοι είχαν συγκεντρωθεί, όπως θα φανεί παρακάτω, στο όρος Βούρινο, και είχαν τη δυνατότητα να καταλάβουν τις κυριότερες διαβάσεις από το Μοναστήρι μέχρι τα Σέρβια και μ’ αυτόν τον τρόπο ν’ αποκλείσουν την κάθοδο τουρκικού στρατού από τη Βόρεια Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο.
 Από την άποψη αυτή υπήρξε καταστρεπτική όχι μόνο για την επανάσταση του Ολύμπου αλλά ακόμη και για τη θεσσαλική εξέγερση, η εγκατάλειψη των Δυτικομακεδόνων και γενικότερα η απουσία ενός συντονισμένου και ολοκληρωμένου κινήματος στο δυτικομακεδονικό χώρο .

Β. Το επαναστατικό κίνημα στη Δυτική Μακεδονία

1.    Οι επαναστατικές ενέργειες του ελληνισμού της Κεντρικής Μακεδονίας δεν περιορίστηκαν μόνο στο γεωγραφικό αυτό χώρο, αλλά επεκτάθηκαν και στο βιλαέτι Μοναστηριού, στη Βορειοδυτική Μακεδονία, ανάμεσα σε συμπαγείς ελληνικούς σλαβόφωνους, βλαχόφωνους και αλβανόφωνους πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν αναπτύξει έντονη εθνική δραστηριότητα.

Σε κάθε χωριό και κωμόπολη Έλληνες δάσκαλοι, πρόκριτοι, ιερείς και ντόπιοι κάτοικοι εργάζονταν σκληρά, με την πρωτοβουλία των Ελλήνων προξένων του Μοναστηριού Νικολάου Σκωτίδη και Πέτρου Λογοθέτη, για τη βελτίωση της θέσης του ελληνικού στοιχείου και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. 

Στο Μοναστήρι, 
στο Μεγάροβο, 
στο Τίρνοβο, 
στη Νιζόπολη, 
στο Κρούσοβο, 
στο Μπούκοβο, 
στο Μπούφι, 
στο Γκόπεσι, 
στη Μηλόβιστα, 
στην Κοριτσά, 
στη Ρέσνα, 
στην Αχρίδα, 
στο Γιαγκοβέτσι, 
στην Άνω και Κάτω Μπεάλα, 
στη Φλώρινα, 
στην Καστοριά, 
στη Βλάστη, 
στην Κλεισούρα και σε 

πολλά άλλα μικρά χωριά και κωμοπόλεις,
είχαν δημιουργηθεί ελληνικοί αντιστασιακοί πυρήνες για την πραγμάτωση του αγώνα.

 Πολλοί Έλληνες των περιοχών αυτών με τη συμπαράσταση των Ελλήνων διπλωματικών εκπροσώπων του Μοναστηριού είχαν δραστηριοποιηθεί και ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν στο πλευρό των ανταρτικών σωμάτων της Δυτικής Μακεδονίας.

Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αναστάσιος Πηχιών
από την Αχρίδα
(1836-1913)

 Στο δυτικομακεδονικό χώρο αξιομνημόνευτη υπήρξε η δράση πολλών Ελλήνων κατοίκων, όπως των Ιωάν. Σιώμου,
 Θεοδ. Σκούταρη, 
Παύλου Φίτσου και πολλών άλλων στην Καστοριά
στη Βλάστη και στη Σιάτιστα,
των Ιωάν. Τσιμηνάκη, 
Αναστασίου Πηχεών και
 Ιωάν. Γκοβεδάρου 
στην Κοζάνη, 
του δασκάλου Κων. Γκιόρσα και των γιατρών Δημ. Βαφειάδη, Γεωργ. Αποστολίδη και Επαμ. Δημητριάδη στο Μοναστήρι, 

του δασκάλου Γεωργ. Δήμιτσα στη Μηλόβιστα,
 του εκπαιδευτικού Ν. Ντούρτα στη Νιζόπολη
του ιερέα Κωνσταντίνου και του Έλληνα προκρίτου Νικολάου Κριάστα στο Κρούσοβο
του Γεωργίου Μπέλτσου στη Ρέσνα,
 του γιατρού Μιχ. Τούρτουλη και των προκρίτων Πέτρου Μήλη και Παντελή Σαμόλη στην Κοριτσά  
και των προκρίτων Δημ. Μπέλλιου, Λαζάρου Γεωργίου, Αλεξίου Δημητρίου και Νικολ. Αθανασίου στο Τίρνοβο .

Κατά την έναρξη και στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου ο ελληνισμός της Δυτ. Μακεδονίας προετοιμάζεται και συντονίζει τις ενέργειές του.

Το Φεβρουάριο μάλιστα του 1878 οι Έλληνες του γεωγραφικού αυτού χώρου ζητούσαν επίμονα από το ελληνικό βασίλειο όπλα, πολεμοφόδια και ένα μικρό σώμα εθελοντών, για να προετοιμάσουν τους κατοίκους στη διεξαγωγή του αγώνα. 

Μνημείο που αναγράφει τον Ιωσήφ Λιάτη
μαζί με τους υπόλοιπους συναγωνιστές
της Μακεδονικής επανάστασης του 1878
Ο αρχηγός των επαναστατών Ιωσήφ Λιάτης σε συνεργασία με τον πρόξενο της Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτη, είχε αναλάβει αξιόλογη δράση για την προετοιμασία της εξέγερσης και τη
συμμετοχή των κατοίκων.
Χωρίς τον απαραίτητο οπλισμό και τα αναγκαία πολεμοφόδια περιφερόταν στα χωριά, ξεσήκωνε τους κατοίκους και τόνωνε την εθνική συνείδησή τους.

 Είχε μαζί του τον Κ. Δημητριάδη, απόστρατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού από τη Σιάτιστα, και ορισμένους γυμνασμένους άντρες.
 Στις 16 Φεβρουάριου ο μετέπειτα πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της επαρχίας Ελιμείας (σημερινοί νομοί Κοζάνης και Καστοριάς) Ιωάννης Γκοβεδάρος και ο Αναστάσιος Πηχεών είχαν πετύχει να στρατολογήσουν 500 άντρες, οι οποίοι ήταν οπλισμένοι με τσακμακόπετρες, παλιά όπλα, ενώ ορισμένοι απ’ αυτούς υπήρξαν και άοπλοι.
Διαβεβαίωναν όμως τον Ιωσήφ Λιάτη ότι μετά την εξέγερση ο αριθμός τους θα πενταπλασιαζόταν .

Στις 18 Φεβρουάριου σχηματίστηκε στο όρος Βούρινο της Κοζάνης η
«Προσωρινή Κυβέρνησις εν τη Μακεδονία Επαρχίας Ελιμείας» 
με πρόεδρο τον I. Γκοβεδάρο,
γραμματέα τον I. Πηχεών,
μέλη τους Ζήση Εμμανουηλίδη, 
παπα Χριστόδουλο, 
παπα Ιωάννη, 
Αθανάσιο Γρηγορίου 
και τον αρχηγό των επαναστατών I. Λιάτη. 

Τα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης έστειλαν την ίδια μέρα επαναστατική προκήρυξη προς την ελληνική κυβέρνηση , στην οποία διατράνωναν την πίστη τους ν’ αγωνιστούν για την απελευθέρωσή τους με τη συμπαράσταση του ελληνικού κράτους:

Μέγας Αλέξανδρος
του Φώτη Κόντογλου
«Η ημετέρα επαρχία, μη δνναμένη πλέον να υποφέρη τον ακατονόμαστον δούλειον τονρκικόν ζυγόν, τας ανηκούστους βιαιοπραγίας 
των καταδυναστευόντων 
την πατρίδα τον Μεγάλου Αλεξάνδρου 
τυράννων, 
τας απείρους κακώσεις και τας φοβεράς καταπιέσεις,
 εις ας ον μόνον η περιουσία ημών είναι εκτεθειμένη,
 αλλά και η ζωή αυτή και η τιμή, και βλέπουσα ότι την μεν ησυχίαν των υποδούλων Ελληνικών επαρχιών ον μόνον παρεγνώρισεν η άσπλαγχνος διπλωματία, αλλά και παρεξήγησεν, 
η δε Υψ. Πύλη, υπογράψασα τους προκαταρκτικούς όρονς της ειρήνης μετά της Ρωσσίας, απεμπολεί το πλείστον της Μακεδονίας εις τον Πανσλαβισμόν, ήρατο ως εις άνθρωπος τα όπλα, ίνα κηρύξη ενώπιον Θεού και ανθρώπων την ελευθερίαν από του δουλείου ζυγού και την μετά της Μητρός Ελλάδος ένωσιν αντής υπό το σκήπτρον τον θεοστέπτου και σννταγματικωτάτου Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου τον Α΄. 

Οι υποφαινόμενοι, διορισθέντες μέλη της προσωρινής κυβερνήσεως, της επαρχίας Ελιμείας και πληρεξουσιοδοτηθέντες υπό τε των εκλεξάντων ημάς εκλογέων και πάντων των συνεπαρχιωτών, προστρέχομεν εξ ονόματος αυτών προς την προσφιλεοτάτην ημών Μητέρα και επικαλούμεθα πάσαν την δννατήν συνδρομήν αυτής, όπως επιτύχωμεν την πραγματοποίησιν των αιωνίων και διαπύρων ευχών του Ελληνισμού. 
Αλλά και των απανταχού γης Ελλήνων και Φιλελλήνων επικαλούμεθα την ηθικήν και υλικήν αρωγήν προς επίτευξιν των πόθων ημών.
 Βεβαιούμεν δε και τούτους και την Μητέρα ημών, ότι, εάν εγκαταλειφθώμεν εις μόνας τας υλικάς δυνάμεις ημών, ενδέχεται οι αιμοβόροι και αιμοχαρείς ημών τύραννοι να καταστήσωσιν την ωραίαν ταύτην της Μακεδονίας επαρχίαν κοιλάδα κ,λαυθμώνος, επαναλαμβάνοντες και εν αυτή τας εν Βατάκ και εν Βιζύη διαπραχθείσας τραγικωτάτας σκηνάς και να εξαφανίσωσιν αυτήν ολοσχερώς.

Πεποιθότες ότι η ημετέρα φωνή θέλει ηχήσει ου μόνον εις τα ώτα αλλά και εις τας καρδίας πάντων των Ελλήνων και Φιλελλήνων από τον ισχυροτάτου μέχρι του ασθενεστάτου, έχομεν την τιμήν να υποσημειωθώμεν».

2.    Οι Έλληνες επαναστάτες παρέμειναν συνολικά 12 μέρες στο βουνό και έπειτα υποχρεώθηκαν ν’ αναστείλουν τις επαναστατικές ενέργειές τους, γιατί ήδη είχε αποτύχει το κίνημα του Ολυμπου.

Ο I. Λιάτης παράγγειλε στους συμπολεμιστές του να επαγρυπνούν για ενδεχόμενη σύμπραξη με τους επαναστάτες του Ολύμπου.
Σύντομα όμως απατήθηκε στις προσδοκίες του, γιατί πολυάριθμος τουρκικός στρατός συγκεντρώθηκε στην Κοζάνη και στα Σέρβια και απειλούσε την εξόντωση των επαναστατών , ενώ παράλληλα είχε διαταχθεί η γενική κινητοποίηση των τουρκικών αρχών του βιλαετιού Μοναστηριού.

Την εποχή αυτή πραγματοποιούνται αλλεπάλληλες συλλήψεις Ελλήνων πατριωτών σε διάφορες περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας με το αιτιολογικό ότι είχαν συνεργαστεί με τους επαναστάτες .

Οι σπουδαιότεροι αρχηγοί των Δυτικομακεδόνων επαναστατών
Βασίλειος Ζούρκας,
 Νικόλαος Νταλίπης και
 Νικόλαος Κορδίστας, 
είχαν συγκεντρωθεί το Μάιο του 1878 με 300 άντρες στα Κορέστια και επιχειρούσαν αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά των τουρκικών σωμάτων.

Οι κάτοικοι των Κορεστίων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν στο πλευρό τους, επιδίωκαν την προστασία των Ελλήνων οπλαρχηγών από τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών . Αξιομνημόνευτη υπήρξε η σφοδρή σύγκρουση που σημειώθηκε στα τέλη Ιουνίου ανάμεσα στο Μπούφι και το Πισοδέρι, κατά την οποία τα ελληνικά ανταρτικά σώματα καταδίωξαν τις τουρκικές δυνάμεις και προκάλεσαν σ’ αυτές σοβαρές απώλειες .

Στις αρχές Ιουλίου του 1878 οι Β. Ζούρκας και Ν. Κορδίστας περιφέρονταν με 200 άντρες στα χωριά της Πρέσπας, από όπου επιχειρούσαν με επιδρομές προς το όρος Πέτρινο να αποκόψουν την επικοινωνία ανάμεσα στην Αχρίδα και το Μοναστήρι.
Η παρουσία τους είχε προκαλέσει σε τόσο μεγάλο βαθμό τον πανικό στις ντόπιες τουρκικές αρχές και στους μουσουλμάνους κατοίκους ώστε η διοίκηση του βιλαετιού Μοναστηριού είχε ζητήσει εσπευσμένα ενισχύσεις από τη Θεσσαλία και αργότερα από την Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση των επαναστατών.
Η ενίσχυση των τουρκικών σωμάτων, σύμφωνα με όσα αναφέρει σε σχετική επιστολή του της 9ης Ιουλίου ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού, δεν επρόκειτο παρολαυτά να κάμψει την ελληνική αντίσταση, γιατί «πλείστα χωρία προπάντων ορεινά είναι έτοιμα να κοινωνήσονν της τύχης των επαναστατών διότι έφθασαν ήδη εις απόγνωσιν οι κάτοικοι αυτών, ουδαμόθεν προσδοκονντες ανακονφιοιν των αδιακόπων παθημάτων αντών».

Στα μέσα Ιουλίου σημειώθηκαν νέες νικηφόρες συγκρούσεις για τους Ελληνες επαναστάτες κοντά στα χωριά Πισοδέρι, Αρμένσκο (Αλωνας) και Τύρσια (Τρίβουνο). Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες σε έμψυχο υλικό και οι επαναστάτες είχαν κυριεύσει μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων. 

Από ανάλογη επιτυχία στέφθηκε και η επιχείρηση του Β. Ζούρκα για την καταδίωξη του Οθωμανού Αμπεντίν και του σώματός του. Ο ακάματος αυτός Έλληνας οπλαρχηγός αντιμετώπισε στα τέλη Ιουλίου με αποφασιστικότητα τον περιβόητο Ισμαήλ αγά, ο οποίος λυμαινόταν κυριολεκτικά τις περιουσίες των Ελλήνων κατοίκων της περιφέρειας Καστοριάς .

Τον Αύγουστο του 1878 οι τουρκικές αρχές είχαν συγκεντρώσει στην Κοζάνη 15 τάγματα πεζικού κάι σχέδιαζαν να διαλύσουν τις επαναστατικές δυνάμεις, που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού σε πολεμικό υλικό.
 Παρά τα ανυπέρβλητα όμως προβλήματα που συναντούσαν, ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν και να δώσουν σκληρές μάχες , όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σ’ επιστολή του της 19ης Ιουλίου 1878 ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Π. Λογοθέτης:

«Οι μαχόμενοι άνδρες είναι ιθαγενείς ως και οι οπλαρχηγοί• τυγχάνουσι μεστοί αδαμάστον τόλμης και ρίπτονται μετ’ ακαθέκτον ορμής εις τας συμπλοκάς καθ’ ας πάντοτε σχεδόν μέχρι τούδε ηυδοκίμησαν». 

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι σημαντικότεροι από τους Έλληνες επαναστάτες είχαν έλθει σ’ επαφή με τον Έλληνα διπλωματικό εκπρόσωπο στο Μοναστήρι και ζητούσαν τη συνεργασία του .

Η διοίκηση Μοναστηριού επιστράτευσε στα μέσα Αυγούστου τους σκληροτράχηλους Τουρκαλβανούς Αλιόμπεη και Τζαφέρ αγά και έδωσε ακόμη την εντολή να στρατολογηθούν 2.000 περίπου άτακτοι Τουρκαλβανοί, οι οποίοι επρόκειτο να εισβάλουν στην περιοχή Πρεσπών.

Τις πυρετώδεις προετοιμασίες της τουρκικής διοίκησης φαίνεται όμως ότι αψηφούσαν οι οπλαρχηγοί Ζούρκας, 
Κορδίστας, 
Μανθόπουλος και 
Καραγεώργης,
οι οποίοι τόλμησαν στα τέλη του δεύτερου δεκαήμερου του Αυγούστου να προελάσουν μέχρι τη Νιζόπουλη, για να συγκρουστούν με τις τουρκικές δυνάμεις.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά όσα σχετικά αναφέρει ο Π. Λογοθέτης σ’ έκθεσή του στις 20 Αυγούστου 1878:
«Εντεύθεν υπολαμβάνεται αναμφισβήτητον, ότι η τόλμη των ανθρώπων τούτων εκτρέπεται μέχρι παραφροσύνης» .

Οι επαναστατικές δυνάμεις ενισχύονταν με την πάροδο του χρόνου περισσότερο από νέους μαχητές, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Δυτικής και Βορειοδυτικής Μακεδονίας .

Την ίδια εποχή ο Β. Ζούρκας πέτυχε ύστερα από φονικότατη σύγκρουση να αιχμαλωτίσει τον περιβόητο Αλιόμπεη, αλλά αργότερα τον άφησε ελεύθερο με τον όρο ότι δεν θα επιχειρούσε στο εξής να στραφεί κατά των Ελλήνων επαναστατών, γιατί παλαιότερα ο Αλβανός μπέης είχε προστατεύσει την οικογένειά του.
Πολυάριθμοι όμως Αλβανοί, εκδικούμενοι τις μεγάλες απώλειές τους σε έμψυχο υλικό μετά τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις τους με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, έκαψαν τα χωριά Λιμπόνια και Βρατοτζίνα της περιφέρειας Πρεσπών και λαφυραγώγησαν τα σπίτια των κατοίκων τους .

Τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση, πρόβαιναν σε αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Οι κάτοικοι αυτοί υφίστανται παράλληλα και τις ληστρικές επιδρομές πολλών ελληνικών σωμάτων στο Γκόπεσι, 
στη Μηλόβιστα, 
στη Ρέσνα, 
στο Πισοδέρι, 
στο Λέχοβο και 
στην Κλεισούρα, 
όπου είχαν εισβάλει στις αρχές Σεπτεμβρίου λαφυραγωγώντας σπίτια και καταστήματα και αιχμαλωτίζοντας πλουσίους νέους της κωμόπολης με αντάλλαγμα την πληρωμή λύτρων .

Οι συγκρούσεις ανάμεσα στα ελληνικά ανταρτικά σώματα και τον τουρκικό στρατό συνεχίστηκαν αμείωτες κατά τους μήνες Οκτώβριο Νοέμβριο 1878 σε διαφορετικές περιοχές του δυτικομακεδονικού χώρου παρά τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες.

 Η στυγνή καταπίεση που εφάρμοζαν ολοένα και συχνότερα οι τουρκικές αρχές του βιλαετιού Μοναστηριού σε βάρος του ελληνισμού της Μακεδονίας, οι επιδρομές των τουρκαλβανικών σωμάτων και οι συνεχείς συλλήψεις και φυλακίσεις αθώων χωρικών με την κατηγορία ότι συνεργάζονταν με τα ανταρτικά σώματα, αλλά και οι δολοφονίες Ελλήνων προκρίτων της Δυτ. Μακεδονίας, είχαν δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση στον ντόπιο πληθυσμό .

Οι τραγικότερες σκηνές ξετυλίχθηκαν στην περιοχή Μοριχόβου, στα μέσα Νοεμβρίου, με τη σύλληψη 100 σλαβοφώνων Ελλήνων με την πρόφαση ότι συνεργάζονταν με τα ελληνικά σώματα.
Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι στον Περλεπέ και ρίχθηκαν στις φυλακές χωρίς να υποβληθούν σε ανάκριση .

Η καταπίεση του ελληνισμού της Βορειοδυτικής Μακεδονίας και γενικότερα του χριστιανικού πληθυσμού είχε πάρει την εποχή εκείνη τόσο μεγάλες διαστάσεις ώστε ο Έλληνας εκπαιδευτικός και μόνιμος συνεργάτης του ελληνικού προξενείου Μοναστηριού Αν. Πηχεών σημείωνε σ’ επιστολή του σταλμένη από τη Χρούπιστα στις 2 Νοεμβρίου 1878 προς τον Κ. Βατικιώτη τα εξής:

«Οι Χριστιανοί κάτοικοι των μερών τούτων εις τοιαντην περιήλθον κατάστασιν, ώστε ου μόνον ρωσσοβουλγαρικάς συμμορίας, αλλά και ινδοσινικάς συμμορίας με ανοικτάς αγκάλας θέλουσι δεχθή, εάν αύται προκηρύξουσι την από του υπάρχοντος ζυγού απελευθέρωσιν. 
Πάντες είχαν εστραμμένα τα βλέμματά τους προς την ελευθέραν Ελλάδα ως προς πολικόν αστέρα και από αυτής προσεδόκουν το παν, αλλ’ ήδη απωλέσαντες τας περιουσίας, προσβαλλόμενοι καθ’ εκάστην την οικογενειακήν τιμήν και βλέποντες τας εαυτών γυναίκας και θυγατέρας ατιμαζομένας υπό των ατάκτων στιφών, κινδυνεύοντες δε ανά πάσαν στιγμήν και αυτήν την ζωήν, στρέφουσι απανταχόσι τα βλέμματα, όπως ίδωσι που σωτήρα».

Το επαναστατικό κίνημα της Δυτικής Μακεδονίας 
δεν είχε αρχή ούτε τέλος, 
αφενός, γιατί η παρουσία των ελληνικών σωμάτων υπήρξε δεδομένη
 και πριν ακόμη από το 1878 και αφετέρου,
 επειδή ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των Ελλήνων 
και έσπειρε 
«ικανά σπέρματα επαναστατικού και αρματολικού βίου,
 εντός της δυτικής και πολλαχού της βορειοδυτικής Μακεδονίας» .

 Πραγματικά, η άφθαστη πολεμική τακτική των ντόπιων Ελληνομακεδόνων αγωνιστών,
 η μαχητικότητα και ο συντονισμός των ανταρτικών σωμάτων,
 που είχαν προκαλέσει σύγχυση στις τουρκικές δυνάμεις,
 όχι μόνο δεν διακόπηκαν μετά το 1878 
αλλά συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση και στις επόμενες δεκαετίες,
 όπως αποδεικνύεται καθαρά 
από τα επαναστατικά κινήματα 
του 1886 και του 1896, 
για να κορυφωθούν κατά το μακεδονικό αγώνα .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου