Μελένικο, αρχές του 20ου αιώνα. |
ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΠΑΝΔΩΝΙΔΟΥ
Μηνιαία Επιθεώρηση ΗΩΣ
1960
Το ελληνικώτατο
βυζαντινό Μελένικο, που βρισκόταν καμμιά 30 χιλμ. βόρεια απ' τα σύνορα της Κούλας, σήμερα πιά είναι για τον
Ελληνισμό μόνο κάποιος θρύλος κι η ανάμνησή του ένας ζωντανός καϋμός για τους
στρατιώτες μας, που το γνώρισαν το 1913 κι ένα κάρβουνο αναμμένο στις καρδιές των
λίγων σκόρπιων παιδιών του.
Την ύπαρξή του έσβυσε η συνθήκη του Βουκουρεστίου,
που το παραχώρησε το 1913 στη Βουλγαρία, από δε τα ανθρώπινα απομεινάρια του, που είχαν
καταφύγει στο Ντεμίρχισσαρ, λίγοι μόνο επέζησαν στην ξένη κυριαρχία του
1916-18.
Κι όμως, απομονωμένο εκεί πάνω στις δυτικές ριζοβουνιές του Όρβήλου, αποκομμένο
απ' όλους τους δικούς του και ζωσμένο από
άλλόφυλους, είχε κατορθώσει—σκυθρωπό και
πεισματάρικο, γαντζωμένο στις πλαγιές του φαραγγιού του-να κρατήσει επί εκατοντάδες χρόνια αμάλαγη τη
φυλετική του οντότητα, τον ελληνικό πολιτισμό του.
Άλλά ας προβούμε
λοιπόν στη σκιαγράφηση της ανήσυχης ύπαρξης, της σκοτεινής μοίρας του μικρού
βυζαντινού Άκρίτη, με λίγα λόγια παρμένα κυρίως από τη μονογραφία του Μελενικιώτη Π. Σπ.
Σπανδωνίδη («Μελένικος» Θεσσαλ. 1930), άλλα κι από στοματικές οικογενειακές παραδόσεις.
Η ύπαρξη του
Μελένικου, καθ' όσα μπορούμε να ξέρουμε,
αρχίζει γύρω στο 800-810.
Όχυρώνοντας τότε τα βόρεια σύνορά τους, οι Βυζαντινοί
έκτισαν, φαίνεται, και στη φυσικά οχυρώτατη θέση του Μελενίκου, ένα φρούριο,
κοντά του δε ιδρύθηκε και μια αποικία, που δε μπόρεσε όμως να κρατηθεί.
Από το 904-1014 (ως φρούριο δίχως αποικία)
βρίσκεται στα χέρια των Βουλγάρων.
Το 1014, κατά
μίαν εκστρατεία του εναντίον των Βουλγάρων,
ο Βουλγαροκτόνος καταλαβαίνει το
φρούριο του Μελενίκου και εγκαθιστα εκεί Βυζαντινή φρουρά.
Κατά τα τέλη του
12ου αιώνα αποικείται το Μελένικο από Έλληνες της Φιλιππούπολης, στους οποίους
προσθέτονται — άγνωστο πότε — Κρήτες από των Σφακιών κυρίως τα μέρη.