Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Εκκλησία και Μακεδονικός Αγώνας. Το Μακεδονικό πριν από τον Μακεδονικό Αγώνα

Παύλος Μελάς,
έργο Θεοφίλου.
Ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών (Χριστοδούλου)
εις Ημερίδα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
 με την ευκαιρία των 100 χρόνων
από τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά
18/10/2004
Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
(17.1.1939-28.1.2008)

Εύλογα η Εκκλησία της Ελλάδος συμμετέχει ενεργότατα στις ενδεδειγμένες εκδηλώσεις μνήμης, τιμής και ευγνωμοσύνης προς τους Μακεδονομάχους όλων των περιόδων.

 Ομολογουμένως η διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα δεν εξαντλείται στην τετραετία 1904 – 1908. Η εκκίνηση του ταυτίζεται με τις αρχές του Ανατολικού Ζητήματος.

 Η δε Ορθοδοξία τον είχε τέλεια συλλάβει σε χρόνους σκοτεινούς.

Η δε Ορθοδοξία τον είχε τέλεια συλλάβει σε χρόνους σκοτεινούς.
 Συγκεκριμένα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς ο Α΄ διακήρυσσε στεντόρεια στους υποδούλους ομογενείς του:
Μέγας Αλέξανδρος.

«Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των ρωμαίων, το οποίον εκυρίευσεν όλην την οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. 
 Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους,
 από τους Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, 
οι οποίοι ήσαν Έλληνες, 
το γνήσιον γένος σας. 
Από εκείνους δε εις τους Ρωμαίους, από τους οποίους εσείς και κρατάτε και λέγεσθε.
 Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την ορθοδοξίαν της Χριστού πίστεως.
 Τα λείψανα είσθε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της ορθοδοξίας».


Προφητικά προϊδεάζει πράγματι τους πιστούς ο επιφανής Μελέτιος Πηγάς για την Ορθοδοξία και την Ελληνικότητα της Μακεδονίας, την οποία επί αιώνες καταπατούσαν αλλογενείς και αλλόθρησκοι, συνάμα δε αδιάλειπτα εποφθαλμιούσαν τσάροι και αυτοκράτορες, Μεγάλες λεγόμενες Δυνάμεις, καθώς και νεοφανείς διεκδικητές, Ρουμάνοι και Βούλγαροι. Το δε περιεργότερο είναι ότι αξιώσεις προβάλλουν και στερούμενοι εθνικής συνειδήσεως και στοιχειώδους κρατικής υποστάσεως, όπως «οι αυστροκίνητοι και ιταλοκίνητοι πλεονάζοντες εκ των Αλβανών μουσουλμάνοι, ως και οι μειοψηφούντες περί την Σκόδραν Αλβανοί Χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας».

Στο τελευταίο η διεύρυνση συμπεριλαμβάνει και τους Βλαχοφώνους, αν και αισθητότατα διακρίνονται για την ελληνική συνείδηση, το υψηλότερο επίπεδο ζωής, τις εκπληκτικές επιδόσεις στο εμπόριο, στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες και θεωρούνται ως οι πρώτοι χριστιανοί της Ευρώπης, της Μακεδονίας, από τους χρόνους του Αποστόλου Παύλου, όπως Γάλλος πανεπιστημιακός καθηγητής, μάλιστα καθολικός, διατείνεται.

Εν τούτοις το τάγμα των Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη, αν και θρησκευτική γαλλική αποστολή, πάντοτε αναφανδόν στην υπηρεσία της πολιτικής της Γαλλίας στο Μοναστήρι επί ηγουμενίας του αββά Faverial αναπτύσσει διαδοχικά διασυνδέσεις με τους εκπροσώπους της παντοδύναμης Αυστροουγγαρίας και όργανα της κρατικά αρτιπαγούς Ρουμανίας, η οποία εξελίχθηκε επικινδυνωδέστερη για τον Ελληνισμό, μολονότι του οφείλει την εθνωνυμία και τη γλώσσα.

Έχοντας αδιανόητη δυνατότητα διαθέσεως δελεασττικών κονδυλίων για φιλοδωρήματα και χρησιμοποιώντας αδίστακτα πληρωμένα όργανα, η Ρουμανία ενωρίτατα επέτυχε να

 «διαφθείρη εις άκρον τον αρχιερέα Γεννάδιον [μητροπολίτην Γρεβενων], δι’αμοιβής 5000 φλωρίων και ούτω απέστειλεν αυτόν εις περιοδείαν κατά την επαρχίαν του προς υποστήριξιν του Ρουμανισμού, όπερ και εγένετο. Κατόπιν πάλιν εις αμοιβήν των κόπων του αρχιερέως και των υπηρεσιών προς τον Ρουμανισμόν, τω απεστάλη και αδαμαντοκόλλητος ταμβακοθήκη, ήν κατέσχε το Πατριαρχείον, ως και την αλληλογραφίαν του.

Είτα δε μεγάλης αξίας Σταυρόν του στήθους, τον οποίον ο Αρχιερεύς εκείνος μεγαλαυχών δια τας εθνικάς προδοσίας του εφόρει καθ’άπασας τας επισήμους εορτάς, και τον οποίον μετά τον θάνατον του απέστειλον εις τα Πατριαρχεία.

 Συνεννοηθείς μετά του ρηθέντος Αρχιερέως κατά το αυτό έτος 1870 ο Απ. Μαργαρίτης [το παμμέγιστο και πανούργο όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας], ίνα εισαγάγη και εις τα εν Γρεβενοίς ελληνικά σχολεία ως υποχρεωτικήν την Ρουμανικήν γλώσσαν, συνεφωνήθη ως διδάσκαλος της Γαλλικής, Ελληνικής και Ρουμανικής, καθήμενος και τρεφόμενος εν τη Μητροπόλει, τον οποίον οι τότε διδάσκαλοι δεν παρεδέχθησαν και απέβαλον της σχολής,…». 

Την πληροφορία ανευρίσκει στα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ελευθερία Ι. Νικολαίδου και την καταχωρίζει στον Α΄τόμο της σχετικά πρόσφατης συγγραφής της, την οποία επιγράφει Η ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου ( μέσα 19ου αι. – 1900 ).

Άλλος μητροπολίτης, ο από Δεβρών και Βελισσού Άνθιμος «αποσκίρτησε φανερά από τον ελληνισμό και την ορθοδοξία και έγινε τυφλό όργανο της Ρουμανικής ανθελληνικής προπαγάνδας.

Έγινε αρχιερέας των Ρουμάνων και ανέλαβε τη Ρουμανική Εξαρχία στην Κωνσταντινούπολη με μισθό 40 χρυσά εικοσόφραγκα το μήνα.

Οι Ρουμάνοι του πρόσφεραν όλες τις ανέσεις (του παραχώρησαν ακόμα και πολυτελέστατη οικία), αλλά γνωρίζοντας τον άστατο χαρακτήρα του, έβαλαν φρουρούς να τον παρακολουθούν μη τυχον ξαναρχίσει συνεννοήσεις και επαφές με το Ελληνορθόδοξο στοιχείο.

 Για να δικαιολογήσουν την παρουσία των φρουρών προφασίστηκαν ότι το κάνουν για την ασφάλεια του.
Η παρακολούθηση όμως ήταν τόσο οφθαλμοφανής και προκλητική, ώστε έκανε τον Άνθιμο να αγανακτήσει και να καταληφθεί από τύψεις και από αισθήματα ενοχής και μεταμέλειας.

Πικρά μετανοιωμένος πήγε στο Πατριαρχείο και ζήτησε γονατιστός συγχώρηση από τον Πατριάρχη.

Ο Πατριάρχης του έδωσε άφεση αμαρτιών και του πρόσφερε αρκετή οικονομική ενίσχυση για να μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Οι τύψεις όμως τον κατέτρωγαν και το Σεπτέμβριο του 1904 πέθανε περιφρονημένος από κάθε πλευρά».

Κατά την καθηγήτρια Νικολαίδου, «Υποψήφιος έξαρχος των Κουτσοβλάχων ήταν κι ο μητροπολίτης Δυρραχίου Βησσαρίων (1867 – 1899 ), με πολύ ισχυρότερη επιρροή στους κύκλους των Πατριαρχείων και την τουρκική κυβέρνηση, απ’ότι ο Άνθιμος..».

 Σε προγενέστερο σύγγραμά της, επιγραφόμενο «Ξένες προπαγάνδες και εθνική αλβανική κίνηση στις μητοπολιτικές επαρχίες Δυρραχίου και Βελεγράδων κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα» καταχωρίζει και μαρτυρίες:

 « Ο Πρόξενος Μοναστηρίου, από την πολύωρη συνομιλία που είχε με το Βησσαρίωνα κατά τη μετάβαση του τελευταίου στο Μοναστήρι το 1896, είχε πειστή απόλυτα ότι αφεύκτως προσεφέρθη να υπηρετήση την Ρουμανικήν προπαγάνδαν και ότι κακά βούλευεται ευμενώς διακείμενος προς τους Ρουμάνους αναμενόταν η επίσημη προσχώρηση του Βησσαρίωνα στη Ρουμανική προπαγάνδα και η ανακήρυξή του με τη συνδρομή των Τούρκων σε έξαρχο των ανά την Μακεδονίαν Ήπειρον και την Αλβανίαν ρουμουνιζόντων, με πρόθεση να διορίσει παντού επιτρόπους..».

Αν και ο Δυρραχίου διέψευδε και δήθεν αγανακτούσε για όσα διέπραξε ο Άνθιμος, η φιλορουμανίζουσα στάση του και οι συνεννοήσεις του με τη ρουμανική προπαγάνδα διαπιστώθηκαν και από τους μητροπολίτες Μοναστηρίου, Καστοριάς και Κορυτσάς, ώστε να μετριάζονται οι επιφυλάξεις για υπερβάλλοντα ζήλο των διπλωματών, των προξένων, κατά των οποίων άλλως τε αντίστοιχες αποκαλύψεις, συνήθως για χρηματισμό ή παράβλεψη γενικά των εθνικών δικαίων, υποτονθορύζονταν επίσης.

Ως προς τον χώρο της Β Α Βαλκανικής η επιστημονική συγκομιδή των ημερών μας διαθέτει ήδη αδιάσειστες αποδείξεις διαρκούς και δυναμικής παρουσίας Ελλήνων.

 Πόσοι δε και ποίοι ήσαν αρχικά οι Βούλγαροι, αποκαλύπτει από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών ενώπιον του πρέσβεως της Βουλγαρίας στην ελληνική πρωτεύουσα N. Todorov ο ακαδημαικός Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, αναπτύσσοντας το θέμα
 « Οι Βούλγαροι από του εξελληνισμού εις τον εκσλαβισμόν».
 Κυρίως τονίζει:

« Η θεωρία, η δεχομένη ότι οι Βούλγαροι ήσαν γηγενείς και κατώκουν από αιώνων εις την χερσόνησον του Αίμου, στερείται επιστημονικής βάσεως
 Ο έπηλυς Βουλγαρικός λαός έφερεν εις την πενιχράν αποσκευήν του περιωρισμένον αριθμόν Πρωτοβουλγαρικών λέξεων Τουρκικής προελεύσεως…, 
τας οποίας εχάραξε δια γραμμάτων του Ελληνικού αλφαβήτου. 
Επί διακόσια και πεντήκοντα έτη το Βουλγαρικό κράτος εχρησιμοποίει την Ελληνικήν
εφθέγγετο ελληνιστί. 
Εφθέγγετο ελληνιστί και όταν ήθελε να πολεμήσει τους Έλληνας. 
Ότε δε βραδύτερον ενεκολπώθη μίαν άλλην γλώσσαν, αυτή η γλώσα δεν ήτο η ιδική του…
Εκτός ευαρίθμων επιγραφών, αι οποίαι εγράφησαν βουλγαριστί δι’Ελληνικών γραμμάτων, τα λοιπά ευρήματα έχουν γραφή εις δημώδη Ελληνικήν γλώσσαν…».

 Αυτά πολύ ενωρίτερα, το 1966, κατά το πρώτο διεθνές συνέδριο σπουδών Ν Α Ευρώπης, είχε ανακοινώσει στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας ενώπιον ειδικών επιστημόνων πολλών χωρών.

Αναφερόμενος ο Ζακυνθηνός στις πρωτοβουλγαρικές επιγραφές και σε σπάνια επιγραφικά κείμενα, γραμμένα στην πρωτοβουλγαρική γλώσσα με γραφή ελληνική, διακήρυξε:

 «έχουν γραφή από Έλληνες, Έλληνες αυτόχθονες, πρόσφυγες ή αιχμαλώτους, Έλληνες εντοπίους…»

Όμως η Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου 1878, δημιούργημα των εργαστηρίων της τσαρικής επεκτατικής πολιτικής, επιλέχθηκε για την ανατροπή της έως τότε εθνολογικής και δημογραφικής καταστάσεως της περιοχής, σαφέστερα δε για την παραλλαγή προγενεστέρων και ιδίως πολιτισμικά ανωτέρων πληθυσμών.

Σε μία ημέρα αναδύθηκε ως χώρα, 
της οποίας οι κάτοικοι αριθμούσαν 4.500.000, 
ενώ Βούλγαροι ήσαν μόλις 600.000.
Χάρτης Συνθήκης Αγ. Στεφάνου.

 Οι υπόλοιποι, πολυαριθμότεροι, αποτελούσαν κράμα εξισλαμισμένων, ΄΄Τούρκων΄΄, Ελλήνων κ.α. 

Σχετικά με τους ΄΄Τούρκους΄΄, ο Ελβετός ανθρωπολόγος και εθνολόγος Eugene Pittard διευκρινίζει ότι, υπ’αυτήν τη λέξη, βρίσκονται εντόπιοι βαλκανικοί πληθισμοί εξισλαμισμένοι από ποικίλα αίτια.

Τα ίδια σχεδόν υποστηρίζουν και οι σύγχρονοί μας τουρκολόγοι B. J. Slot και N. Beldiceanu.

Για την επίτευξη του εκβουλγαρισμού καταρτίζονται ποικίλα, καατά περιπτώσεις, και πολλαπλά προγράμματα ΄΄διαφωτίσεως΄΄. Μάλιστα επιστρατεύονται – με το αζημίωτο – και ξένοι ειδικοί, όπως ο G. Weigand, ο οποίος και στην ώριμη ηλικία, όταν πλέον και ο ίδιος δεν δεχόταν τη γλώσσα ως μοναδικό κριτήριο εθνότητας, συνέχιζε την άσκηση προπαγάνδας. 
 
Το ειδικό δημοσίευμά του, κατά τον ακαδημαικό και καθηγητή της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκι, «είναι προπαγανδιστικόν και παντάπασιν ανάξιον πίστεως»,
ο δε συγγραφέας του «κατάλληλον όργανον της Βουλγαρικής προπαγάνδας», ενώ ο Νοτάρης τον χαρακτηρίζει σκληρότερα: «τυφλό όργανο του Βουλγαρικού σωβινισμού».

Εξ ίσου ΄΄επιστημονικές΄΄ υπηρεσίες παράλληλα προσφέρει ο Weigand και στη Ρουμανία, όπου οι χρηματοδοτήσεις του από ρουμανικές κυβερνήσεις καταντούν κοινό μυστικό, αφού δημοσιεύονται και στις ρουμανικές εγκυκλοπαίδειες.

 Δεν παραμελεί και τις επικοινωνίες του με τους Λαζαριστές.

 Μικρή περικοπή από σύγγραμμά του πείθει αρκετά:

«Συζητώντας με τον ηλικιωμένο ιερέα [τον αββά Faverial], που μένει εδώ και πολλά χρόνια στο Μοναστήρι και που νοιάζεται πάρα πολύ για την υποστήριξη του ρουμανικού σχολείου, πέρασε πολύ γρήγορα ο χρόνος. 
Με ιδιαίτερη εμπάθεια μιλούσε για τους ΄΄mauditsGrecs΄΄ (καταραμένους Έλληνες), που οι Λαζαριστές είναι οι αδιόρθωτοι αντίπαλοί τους, όσο και να ξετρελλαίνεται ο γαλλικός λαός για την Ελλάδα».

 Πάντως καθιστά ολοφάνερο τον αχαλίνωτο θρησκευτικό φανατισμό του καθολικού κληρικού, Γάλλου, αντιπαραβάλλοντάς τον με τον έντονο φιλελληνισμό του γαλλικού λαού.

Οι Λαζαριστές δεν είχαν μείνει αδρανείς και στην απόπειρα επεκτάσεως της Ουνίας  στη Θεσσαλονίκη. 

Έσπευσαν στη Δύση για τη διενέργεια εράνων, που θα εκάλυπταν τα έξοδα ανεγέρσεως ουνιτικού ναού, του οποίου η άδεια οικοδομής εκδόθηκε με τη μεγαλύτερη δυνατή σπουδή.

Αλλά η διαδικασία ολοκληρώσεως σταμάτησε.
Διότι είχε προσκρούσει στην απουσία του αναγκαίου αριθμού νεοφωτίστων, οι οποίοι έπρεπε να ανέρχονται τουλάχιστον στους είκοσι πέντε.
Η αποτυχία οπωσδήποτε υποδηλώνει και την αξιοθαύμαστη διαίσθηση του ορθοδόξου πληρώματος της Μακεδονίας στα τεκταινόμενα, ώστε να μη επηρεάζεται αποθαρρυντικά και από καταπτώσεις ιεραρχών, οι οποίες μόνον ως αξιολύπητες εξαιρέσεις σημειώνονται.

 Ασφαλώς υπερτερούν όσοι ίστανται στο ύψος της ιερωσύνης.

Αυτοί συνέβαλαν αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της ενώσεώς της με τη Μητέρα Ελλάδα του Δομοκού, παρά τις παντοίες δολοπλοκίες της προπαγάνδας.

 Η φωτισμένη παρουσία του Δωροθέου Σχολαρίου υπήρξε σωστική.
Μετά μια πολύχρονη και επώδυνη εμπειρία από τους αγώνες του στη βόρεια Θράκη,

 «αναδείχθηκε ένας από τους κυριότερους εμψυχωτές της εκπαιδευτικής κίνησης στη Θεσσαλία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, προσφέροντας μάλιστα σχεδόν όλη την περιουσία του για την ανέγερση σχολείων. 
Με την πεποίθηση ότι μόνον η μόρφωση κάνει τον άνθρωπο αντάξιο του υψηλού προορισμού, όπου τον έχει τάξει ο Θεός, επεξέτεινε την ανάγκη της εκπαίδευσης και στα κορίτσια και ιδιαίτερα στον κλήρο... 
Μεγάλη επίσης σημασία έδινε στην εκπαίδευση των βλαχόφωνων Ελλήνων, για τους οποίους φρόντισε να ιδρυθούν σχολεία σε χωριά του Ασπροποτάμου και ιδίως στα Τρίκαλα, όπου ασκούνταν έντονη ρουμανική προπαγάνδα στους πολυάριθμους Βλάχους που παραχείμαζαν εκεί».

Το 1898 ένας άσημος και ταπεινότατος ιερέας ενός άγνωστου έως τότε χωριού σε πατριωτική συνεργασία με τους τοπικούς άρχοντες και το σύνολο των ενοριτών αναπτερώνει το φρόνημα των απανταχού Ελλήνων, καταπτοημένων εξ αιτίας του Ατυχούς Πολέμου του 1897,
 και καταυγάζει την Οικουμένη με το Ολοκαύτωμα της Κουτσούφλιανης, παραμεθόριας Θεσσαλίας-Μακεδονίας.

 Ενωμένοι και αποφασισμένοι απορρίπτουν δελεαστικές προτάσεις γι’ αποδοχή επανεντάξεώς της στην τουρκική επικράτεια, αποκρούουν νικηφόρα τις εναντίον τους επιδρομές του τακτικού τουρκικού στρατού, τελικά δε δεν απομένει παρά να παραδώσουν στους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων αποκαΐδια και στάχτες του χωριού τους.

Ο ακαδημαϊκός Ζαχαρίας Παπαντωνίου εντυπωσιασμένος βαθύτατα αναφωνεί σε δημοσίευμά του, επιγραφόμενο Κάτι Μεγάλο,:

 «... και αν ήμην ο απαισιοδοξότερος των απαισιοδόξων 
δια τον δυστυχή αυτόν τόπον, 
μετά τας φλόγας της Κουτσούφλιανης
 θα εγινόμην ο αισιοδοξότερος». 

Θαυμάζει αυτόν τον πατριωτισμό, που εκδηλώνεται

 «εν μέσω Ελλήνων [του Εθνικού Κέντρου], 
εκ των οποίων πολλοί έκρυβον τα υπάρχοντά των εις τον πόλεμον [του 1897], 
δια να μη τους πάρη τίποτε ο νόμος της εισφοράς, 
Ελλήνων εκατομμυριούχων,
 οι οποίοι έσφιγγον 
σαν τον Ιουδαίον του Σαίξπηρ την σακκούλαν των
δια να μη αγοράσουν κανένα φυσέκι
 και καμμίαν γαλέτταν
 δια τους μαχομένους στρατιώτας, 
Ελλήνων, 
οι οποίοι αντί του όπλου εκράτησαν
 το καλαμάκι της γρανίτας
 και εβάρυναν τα τραπέζια των ζαχαροπλαστείων,
 όταν η άλλη νεότης 
εφόρει μαρτυρικούς στεφάνους εις το στρατόπεδον...».

Επειδή καταγγέλλονται ως αδιάφοροι οι Αθηναίοι του ελληνικού βασιλείου του Δομοκού, επιβάλλεται κάποια ερμηνεία.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής,
Κατά τον ακαδημαϊκό Αντ. Δ. Κεραμόπουλο, «το ψήφισμα του 1844, όπερ έβλεπεν Ελλάδα μέχρι της Όθρυος μόνον, ει και απεδοκιμάσθη υπό των εκλεκτών της πατρίδος, ήπλωσεν όμως τας ρίζας του βαθείας και ενάρκωσε δια των δηλητηρίων του την προσοχήν του έθνους έπειτα».

Το 1895 ο από Θεσσαλονίκης Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ ο Μεγαλοπρεπής, καταγόμενος από τη Μακεδονία,

 ...κατηγορούσε τις ελληνικές κυβερνήσεις 
ότι δεν κατενόησαν ότι 
η πολιτική του σουλτάνου 
τείνει στην αφομοίωση πάντων των Χριστιανών της αυτοκρατορίας του, ....,
ότι το δράμα για την Ελλάδα 
είναι ότι
 οι Έλληνες πολιτικοί δεν τολμούν
να έχουν...γνώμη σαφή φοβούμενοι τους ανεύθυνους λογιωτάτους και την απώλειαν της δημοτικότητας αυτών...

 και ακόμη ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εσκέφθησαν ποτέ για το Μακεδονικό,

 «δεν εχάραξαν μιαν πολιτικήν
δεν συνέστησαν μιαν υπηρεσίαν για να το παρακολουθεί και 
δεν συνεννοήθηκαν με το Πατριαρχείο 
«όπως ίδωμεν τι αιτούμεν, πού βαδίζομεν και πώς δρώμεν, ούτε εν τη διεθνεί πολιτική της Ευρώπης έχομεν τινά επιστάμενον τι αιτούμενον και υποσχόμενον ημίν βοήθειαν εις τούτο»,

 σύμφωνα με όσα ερανίσθηκε προ δεκαετίας ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αθανάσιος Ε. Καραθανάσης.


Ο Μακεδονομάχος
Καπετάν Ακρίτας
Μαζαράκης Αινιάν.
Περίπου επίκαιρη και προσεκτική παρουσίαση των συνεπειών της ελληνικής ασυνεννοησίας και συνακόλουθης απροετοιμασίας έχει συντάξει ο ενεργός Μακεδονομάχος Almaz [Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν], του οποίου υπενθυμίζουμε καίρια περικοπή:

 «Δυστυχώς...
 δεν υπήρξε και απέναντι του νέου τούτου εχθρού
 [της ρουμανικής προπαγάνδας, όπως και της βουλγαρικής] προσήκουσα πάντοτε η πολιτεία των ιθυνόντων το έθνος
 και την εκκλησίαν
 και των εν Μακεδονία αντιπροσώπων αυτών. 
Δεν ειργάσθησαν 
κυρίως όπως διαφωτίσωσιν 
επαρκώς τους ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς...».

Εν τούτοις ο πολύς λαός κατά κανόνα στάθηκε εκπληκτικά και αξιέπαινα ακλόνητος, αψηφώντας κάθε είδους δοκιμασίες και την επί γης ταλαίπωρη ζωή του, έως ότου κρίθηκε από τους ιθύνοντες την Εκκλησία και το Έθνος επιτακτική η ενδεδειγμένη αντίδραση:

«Περί το 1900 σημειώθηκε στροφή του Πατριαρχείου ως προς την αντιμετώπιση της εκτεταμένης βουλγαρικής διείσδυσης. 
Η αμυντική τακτική μεταβλήθηκε σε ανακτητική.
 Κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης πατριαρχείας του Ιωακείμ Γ΄
γνώστη της βουλγαρικής πολιτικής ήδη από την εποχή που ήταν μητροπολίτης στη Βάρνα και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη. 

Από το 1900 άρχισαν να μετατίθενται διάφοροι αρχιερείς από τις μακεδονικές μητροπόλεις
«δια την κατά καιρόν της Εκκλησίας χρείαν». 

Τους διαδέχθηκαν προικισμένοι και νέοι κατά κανόνα στην ηλικία ιεράρχες. Κατά την ένοπλη αποκορύφωση του Μακεδονικού Αγώνα εθναρχούσαν 

Άγιος Χρυσόστομος Δράμας
Μητροπολίτης Καστοριάς
Καραβαγγέλης
ο Αλέξανδρος Ρηγόπουλος στη Θεσσαλονίκη, 
ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, 
ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, 
ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (ο εθνομάρτυς Σμύρνης) στη Δράμα, 
ο Φώτιος Καλπίδης (επίσης εθνομάρτυς) στην Κορυτσά, 
ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης (επίσης εθνομάρτυς) στην επισκοπή Πέτρας, 
ο Ειρηναίος στη Χαλκιδική, 
ο Θεοδώρητος στο Νευροκόπι, 
ο Κωνσταντίνος στις Σέρρες, 
ο Στέφανος Δανιηλίδης στην Έδεσσα, 
ο Γρηγόριος (εθνομάρτυς Κυδωνιών) στη Στρώμνιτσα,
ο Ειρηναίος στο Μελένικο, 
ο Παρθένιος στη Δοϊράνη». 


Χάρις στην εθνική και ποιμαντική δραστηριότητα των νέων αυτών Ιεραρχών, ο λαός συγκρατήθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας, αισθάνθηκε ασφάλεια στην επιδίωξή των στόχων του, ενώ παράλληλα οργανώθηκαν και λειτούργησαν ελληνικά σχολεία που με τους εμπνευσμένους εκπαιδευτικούς καλλιέργησαν στις ψυχές των παιδιών τα ιδανικά της Πίστεως και της Πατρίδος και τέλος οργανώθηκαν αντάρτικα ένοπλα τμήματα ώστε όταν με τον θάνατο του Παύλου Μελά κυρίως εδόθη το σύνθημα του Αγώνα, το έθνος βρέθηκε έτοιμο για να τον διεξαγάγει με επιτυχία.

Τιμή και δόξα αρμόζει σε όλους, 
αρχιερείς,
 ιερείς και πιστούς, 
μικρούς και μεγάλους,
 πού αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. 

Ωστόσο χρειάζεται επαγρύπνηση κατά των προπαγανδών, που συνεχίζουν να παραπληροφορούν απλούς ανθρώπους και ηγέτες χωρών.
Καιρός για πραγμάτωση της προτάσεως του Ιωακείμ Γ΄, για να έχωμεν και στη διεθνή πολιτική της Ευρώπης «τινά επιστάμενον».
Διότι εκεί και τό Μακεδονικό προβάλλεται ακόμη παραπλανητικά.

Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ το λόγο μου, 
με τις ευχαριστίες τις δικές μου και της Εκκλησίας της Ελλάδος, 
για να ακούσω και τον ενδιαφέροντα λόγο των εισηγητών μας. 

Θα ήθελα όμως, με την ευκαιρία αυτή και συμπληρωματικά προς τις εισηγήσεις, να αναφέρω τέσσερις μόνο σκέψεις μου.

Πρώτον,

ότι η αντικειμενική διαπίστωση όλων είναι πως ο αγώνας για τη Μακεδονία γινόταν μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων, στη σκιά των τούρκων κατακτητών, που συνήθως έπαιρναν το μέρος των Βουλγάρων και ποτέ των Ελλήνων εναντίον οποιουδήποτε άλλου.

 Όπως ποτέ δεν είχε αναφερθεί στις στατιστικές έρευνες των τουρκικών, των γαλλικών ή των αγγλικών άλλη εθνότητα, όπως λ.χ. «Σλαβομακεδονική», πλην των γνωστών.
 
Πολλοί Έλληνες της Μακεδονίας κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα
ήσαν αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι,
 αλλά διακρίνονταν από τους βουλγάρους, τους σέρβους ή τους τούρκους συντοπίτες τους.

Η Εκκλησία και η Παιδεία βοήθησαν στην έκφραση της εθνικής και θρησκευτικής τους ταυτότητας, αλλά και αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει, αν δεν είχαν συνείδηση του ποιών απόγονοι είναι και ποιο είναι το Έθνος τους.
 Θα μου επιτρέψετε να σας πω από μια σχετική αληθινή ιστορία ένα διάλογο, όπως τον κατέγραψε η αξιόλογη συγγραφέας Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη στο εξαιρετικό βιβλίο της «Καπετάν Κώττας».

Μάλωναν μιαν ημέρα ένας Βούλγαρος κι ένας Έλληνας, υπηρέτες και οι δυο ενός πασά. 
Άκουσε ο πασάς τις φωνές στην αυλή και τους κάλεσε. 
«Τι πάθατε από το πρωί και τρωγόσαστε;» τους ρώτησε. 
«Να, αφέντη», έπιασε να εξηγεί ο Βούλγαρος, «έχουμε ένα νόμισμα με το κεφάλι ενού βασιλιά απάνω.
 «Δικός μου είναι βασιλιάς, ο Μεγαλέξαντρος», λέει ο Γραικός, «δικιά μου και η χώρα του». 
«Δικός μου ο βασιλιάς, δικιά μου η χώρα του», λέω ελόγου μου. 
Και γίνηκε ο σαματάς που άκουσες». «Να δω κι εγώ», λέει ο πασάς και κοιτάζει καλά την κεφαλή και τα γραφούμενα. 
«Τι γλώσσα είναι τούτα δω τα γράμματα;» ρωτάει. «Ελληνικά!» του λέει ο Έλληνας. Γελάει ο πασάς. 
Γυρνάει στο Βούλγαρο: «Δικός του ο βασιλιάς, δικιά του η χώρα!» λέει. 
«Γιατί έχεις δει μωρέ ποτέ τούρκο σουλτάνο να γράφει στις λίρες του απάνω φράγκικα;»…

Δεν υπήρξαν ποτέ «Μακεδόνες» ως εθνότης. 

Είναι το μεγάλο ψέμα του τιτοϊκού καθεστώτος, που η προπαγάνδα και ο προκληθείς αλυτρωτισμός του ακόμη ταλαιπωρεί τους γείτονες κι εμάς, όλους τους Έλληνες, αλλά, θα έλεγα, ακόμη και τον διεθνή παράγοντα, αφού το όνομα της γειτονικής χώρας στους Διεθνείς Οργανισμούς παραμένει, δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά τη δημιουργία της, μετέωρο και ως «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Υπάρχει η Μακεδονία ως περιοχή, στην οποία έζησαν κατά καιρούς Έλληνες και διάφορες άλλες εθνότητες και σήμερα στο ελληνικό μέρος της ζουν μόνον Έλληνες.

Το δεύτερο 

που θα ήθελα να πω στην αγάπη σας είναι ότι στη Μακεδονία δεν έχουμε μία μονόπλευρη προσφορά.
Δηλαδή, δεν εργάσθηκαν και δεν βοήθησαν μόνο στην Ελευθερία και στην Ανάπτυξή της οι Έλληνες από όλες της γωνιές της Οικουμένης. Υπήρξε, και κυρίως σήμερα υπάρχει, και το ανταποδοτικό.

Ήσαν και είναι και οι Μακεδόνες, που βοήθησαν και βοηθούν όλοι την Ελλάδα.
Ίων Δραγούμης

 Έτσι επαληθεύονται οι λόγοι του Ίωνα Δραγούμη προς τους Έλληνες, τους οποίους, με το βιβλίο του «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», καλούσε στις αρχές του 20ου αιώνα να τρέξουν για να σώσουν τη Μακεδονία:

«Να ξέρετε», τους έλεγε και μας λέγει, «πως, αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει.
 Θα μας σώσει από τη βρώμα, όπου κυλιόμαστε, 
θα μας σώσει από τη μετριότητα και από την ψοφιοσύνη, 
θα μας λυτρώσει από τον αισχρό τον ύπνο, 
θα μας ελευθερώσει. 
Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε!» 

Πόσο επίκαιροι παραμένουν οι λόγοι του και σήμερα, κυρίως όσον αφορά στη μετριότητα και την ψοφιοσύνη…

Το τρίτο 

που θα ήθελα να σημειώσω είναι πως η Μακεδονία μας, μετά την 24ετή παρουσία μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχει εξελιχθεί σε χώρο και κέντρο συνεννόησης και συνεργασίας των χωρών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης και είναι η πνευματική, πολιτισμική, κοινωνική, εμπορική και οικονομική πύλη προς την ενδοχώρα της Ευρώπης.

 Η Μακεδονία κατοικείται σήμερα από Έλληνες της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της πρώην ΕΣΣΔ, αλλά και της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Ηπείρου και της Θράκης.

Όλοι μαζί συγκροτούν ένα εξαιρετικό δυναμικό, που συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας και στην αξιόλογη παρουσία της στο μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης.

Και το τέταρτο και τελευταίο που θα ήθελα να σας αναφέρω είναι πως και με τον Μακεδονικό Αγώνα, όπως και το 1821, όπως και το 1940, όπως με την Κρήτη και την Κύπρο, οι Έλληνες, όταν πιστεύουμε κάτι βαθιά, το επιτυγχάνουμε μόνοι μας και χωρίς τη βοήθεια οποιουδήποτε εξωτερικού παράγοντα, έστω κι όταν ο αντίπαλος είναι ισχυρότερος και έχει και την υποστήριξη ή την ανοχή των δυνατών του κόσμου τούτου.

Όχι ότι δεν παίζει και ο διεθνής παράγων σπουδαίο ρόλο και πολλές φορές καθοριστικό στις εξελίξεις.

Αλλά, αν δεν πήγαιναν στη Μακεδονία ο Μελάς και οι άλλοι Έλληνες αξιωματικοί να θυσιαστούν, αν δεν υπήρχαν οι Κρήτες και οι Μανιάτες εθελοντές να πολεμήσουν, αν δεν εργάζονταν υπεράνθρωπα ο Ίων Δραγούμης και οι άλλοι φωτισμένοι διπλωμάτες κι αν δεν ξεσήκωναν τον κόσμο οι δημοσιογράφοι, όπως ο Καλαποθάκης του «Εμπρός», οι διανοούμενοι και οι ποιητές, όπως ο Παλαμάς, και οι ευπατρίδες με τους Συλλόγους τους, όπως ο Νεοκλής Καζάζης,
δεν θα είχε ελευθερωθεί η Μακεδονία. 

Ήταν η μικρά ζύμη, η οποία όμως επέτυχε το αγαθό αποτέλεσμα.

Και σήμερα λίγοι σχετικά είμαστε όλοι οι Έλληνες, όσοι θέλουμε μια λαμπρή και ένδοξη Ελλάδα, πρωτοπόρα στην πορεία της Ενωμένης Ευρώπης προς τα πεπρωμένα της, λίγοι είμαστε όλοι όσοι πιστεύουμε στην Κληρονομιά μας ως πηγή ζωής και δημιουργίας, λίγοι φαινόμαστε ότι διατηρούμε την Πίστη και την Παράδοση που παραλάβαμε από τους προγόνους μας και θέλουμε αλώβητες να παραδώσουμε τις Αξίες τους στους επόμενους από εμάς.

Αλλά, αν έχουμε την Πίστη και τον ένθεο και πατριωτικό ζήλο του Παύλου Μελά και των άλλων ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα, είμαι βέβαιος ότι θα αποδειχθούμε "πολλώ κάρρονες" των προηγούμενων Ελλήνων και θα θέσουμε τις βάσεις για ακόμη λαμπρότερη πορεία του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας κατά τον 21ο αιώνα.

 Διότι το αληθές είναι ότι η 4.000ετής μας Παράδοση μάς έχει διδάξει να αγαπάμε μέχρι αυτοθυσίας την Πατρίδα και τη Θρησκεία μας, αλλά ταυτόχρονα να αγαπάμε και τον οποιονδήποτε πλησίον μας, ανεξάρτητα από φυλή η θρησκεία...

 Γι' αυτό, κι επειδή είμαστε Έλληνες και Ορθόδοξοι, είμαστε και άνθρωποι της Ευρώπης και της Οικουμένης.

Μέχρι τώρα η Ελλάδα έπρεπε να ξεπεράσει τα τραύματα της 400χρονης σκλαβιάς σε αλλογενή, αλλόθρησκο και άλλου πολιτισμού κατακτητή, να μαζέψει τα καταπιεσμένα και διωκόμενα παιδιά της, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να δείξει ότι δεν είναι πλέον η Ελλάδα της "Μελούνας" και η "Ψωροκώσταινα".

Τώρα, και κυρίως μετά την επιτυχή και άψογη από κάθε πλευρά και με την συμμετοχή όλου του Ελληνικού Λαού, θα έλεγα, διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, αποδείξαμε ότι είμαστε μια Ελλάδα της Παράδοσης αλλά και της Εξέλιξης, του Πνεύματος αλλά και της Τεχνολογίας, της Πίστης αλλά και της Τάξης.

Δείξαμε ότι είμαστε σε πολλά σημεία ―κοινωνικά, ηθικά, πολιτισμικά, πνευματικά, αλλά και οικονομικά και επιχειρηματικά― μπροστά από πολλές χώρες της Ευρώπης.

Τώρα λοιπόν είναι η ευκαιρία να προχωρήσουμε χωρίς συμπλέγματα στο μέλλον.

 Και το λέγω αυτό, επειδή ορισμένοι θεωρούν ότι είμαστε πίσω από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επειδή δεν έχουμε την τόσο προηγμένη τεχνολογία τους, ή την πρέπουσα εξυπηρέτηση ως πολίτες από το Κράτος, ή επειδή το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εισόδημά μας δεν είναι στο ύψος εκείνων.

Για μάς αυτά τα στοιχεία δεν σημαίνουν ότι ως λαός είμαστε χειρότεροί τους, γιατί για μας δεν είναι τόσο ουσιώδη. Τι να κάνουμε τα χρήματα, την τεχνολογία, την κοινωνική πειθαρχία για την κρατική εξυπηρέτηση, όταν η κοινωνία, για να φτάσει εκεί, κατήντησε απάνθρωπη, ατομιστική, αδιάφορη; Εμείς οφείλουμε να διδάξουμε ότι «και ταύτα δει ποιείν και κείνα μη αφιέναι».

 Η ισόρροπη ανάπτυξη του πνευματικού και του τεχνολογικού πολιτισμού πρέπει να είναι ο σκοπός μας και όχι η αλλοίωση των συνειδήσεων και των ψυχών μας εν ονόματι της οικονομικής μας ανάπτυξης.

Σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου