Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908). Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ



Ο Χάρτης των τριών Βιλαετίων του
15ου, 16ου, 17ου, 18ου και του 19ου αιώνα.
DOUGLAS DAKIN
 Ι.Μ.Χ.Α.

(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna)


   



Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
(1897-1913)

 Η Μακεδονία: η έκταση και η σημασία της

Στις αρχές του 20ού αιώνα με τον όρο «Μακεδονία»
 συνήθως εννοούσε κάνεις
 τα τρία τουρκικά βιλαέτια (διοικητικές περιφέρειες) 
της Θεσσαλονίκης, 
του Μοναστηριού και
 των Σκοπίων (Κοσσυφοπεδίου).

Με πιο αυστηρή έννοια σήμαινε το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης 
και τα τμήματα εκείνα των βιλαετιών Μοναστηριού και Σκοπίων όπου το 1902 η οθωμανική κυβέρνηση τοποθέτησε ένα Γενικό Επιθεωρητή για να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων . 
Άλλος γενικά αποδεκτός ορισμός της Μακεδονίας δεν υπήρχε. 

Στη νεότερη εποχή η Μακεδονία ουδέποτε αποτέλεσε μια φυλετική γλωσσική ή πολιτική ενότητα, ούτε καν διοικητική πριν από το 1902. 

Ούτε αποτελουσε, άλλωστε, η Μακεδονία συγκεκριμένο γεωγραφικό όρο.

 Παρ' ολο που για να περιγράφει κανείς χονδρικά την περιοχή που έτσι αναφέρεται συνήθως, μπορεί να τεθούν κάποια αυθαίρετα όρια —
οι λίμνες Αχρίδα και Πρεσπες στα δυτικά, 
οι οροσειρές του Σκάρδου και της Τσέρνα Γκόρα στα βόρεια, 
ο ποταμος Νέστος στα ανατολικά, 
το Αιγαίο Πέλαγος, ο Όλυμπος και η οροσειρά της Πίνδου στα νότια
 —


τα εδάφη που περικλείονται δεν συνιστουν «φυσικό χώρο» με τη γενικά παραδεκτή σημασία του όρου . 

Η εν λόγω περιοχή αποτελεί ένα μείγμα από οροσειρές, λίμνες και λεκάνες ποταμών. Αυτές οι τελευταίες παρέχουν διεξόδους που οδηγούν από την Κεντρική Ευρώπη προς το Αιγαίο, με πιο σημαντικές τις κοιλάδες του Αξιού και του Στρυμόνα. 

Τη Μακεδονία διασχίζουν επίσης οι περισσότερο δυσχερείς αρτηρίες από τα δυτικά προς τα ανατολικά, κυρίως η παλιά ρωμαϊκή Εγνατία Οδός που περνά από το Δυρράχιο, το Μοναστήρι, την Έδεσσα και τη Θεσσαλονίκη κι από εκεί καταλήγει στην Κωνσταντινούπολη. 
Αν, όμως, μπορούσε σχετικά εύκολα να διασχίσει κανείς τη Μακεδονία από βορρά προς νότο και από δυσμάς προς ανατολάς, ήταν δύσκολο να ταξιδέψει στο εσωτερικό της, όπου σχεδόν σε κάθε στροφή ο ταξιδιώτης ερχόταν αντιμέτωπος με ψηλές κορυφογραμμές, διάσελα απόκρημνα και βραχώδη, ορμητικούς χειμάρρους και ποτάμια, εκτεταμένες λίμνες και έλη.

Καθώς το έδαφος της Μακεδονίας διαπερνούσαν δρόμοι από την Κωνσταντινούπολη και το Αιγαίο προς την Αδριατική και την Κεντρική Ευρώπη, πολλοί λαοί —κατά καιρούς, Πέρσες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Βούλγαροι, Σέρβοι και Τούρκοι— επιχείρησαν διαδοχικά να επιβάλουν την κυριαρχία τους και, όταν, τελικά, φάνηκε να πλησιάζει το τέλος της οθωμανικής παρουσίας στην Ευρώπη, η Αυστρία, η Ρωσία, η Γερμανία, ακόμη και η Ιταλία, διαπίστωσαν την ύπαρξη ζωτικών, αν και κάπως ακαθόριστων, συμφερόντων στο χώρο αυτόν —ένα χώρο χρήσιμο όχι τόσο για κάποια έμφυτη οικονομική αξία αλλά κυρίως για τις διόδους που παρείχε, οι οποίες με την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων αποκτούσαν όλο και περισσότερο ζωτική σημασία . 

Ωστόσο, όσο κι αν μια μεγάλη δύναμη επιθυμούσε να ελέγξει τις χερσαίες αρτηρίες της Μακεδονίας, δεν ήταν σε θέση, εξαιτίας των διεθνών ανταγωνισμών και του κινδύνου ενός πανευρωπαϊκού πολέμου, απλώς να προβεί στην προσάρτηση της περιοχής.

 Όφειλε, λοιπόν, να διατηρεί, ενόσω διαρκούσε η οθωμανική κυριαρχία, την επιρροή της στην Κωνσταντινούπολη και να προετοιμάζεται να υποστηρίξει έναν ή περισσότερους από τους πιθανούς διεκδικητές της οθωμανικής κληρονομιάς στη Μακεδονία —τη Σερβία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία αλλά και μια ανεξάρτητη Αλβανία. Η Αλβανία, είναι αλήθεια, δεν είχε ιδρυθεί ακόμη, αλλά αλβανικό κίνημα υφίστατο, ενώ και το ενδεχόμενο μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας δεν είχε αποκλειστεί εντελώς.

Οι δύο πολιτικές, η άσκηση, δηλαδή, επιρροής στην Κωνσταντινούπολη —που προϋπέθετε τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η παροχή υποστήριξης προς μια ή περισσότερες βαλκανικές δυνάμεις, δεν ήταν ασυμβίβαστες στην πράξη, αρκεί να εφαρμόζονταν επιδέξια. 

Η Αυστρουγγαρία, η οποία κάποιες φορές επιδίωξε οικονομική διέξοδο στη Θεσσαλονίκη, όχι μόνο τήρησε για μακρό χρονικό διάστημα μια συμφωνία με τη Ρωσία για τη διατήρηση της οθωμανικής παρουσίας, αλλά και σύναψε σχέσεις με τους Σέρβους, τους Έλληνες, τους Αλβανούς και τελικά, όπως θα δούμε, με τους Βούλγαρους, οι οποίοι είχαν διατελέσει προστατευόμενοι των Ρώσων. 

Η Ρωσία, η οποία στη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν είχε καταλήξει αν θα έπρεπε να επεκταθεί σε βάρος της Τουρκίας ή να τη διατηρήσει σαν αδύναμο γείτονα, άρχισε κατά την έβδομη δεκαετία του αιώνα,-κάτω από την πίεση των Πανσλαβιστών, να επεκτείνει την' επιρροή της μέσω των Βουλγάρων, ενώ ταυτόχρονα επιχειρούσε να κρατήσει καλές σχέσεις με τους Σέρβους.

Απ' όλες τις μεγάλες δυνάμεις η Ρωσία και η Αυστρουγγαρία ήταν οι πιο άμεσα ενδιαφερόμενος στη Μακεδονία.
Οι ναυτικές δυνάμεις —Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ιταλία— ενδιαφέρθηκαν λιγότερο άμεσα αλλά, πάντως, σε ζωτικό βαθμό, για την τύχη της Μακεδονίας, κυρίως γιατί πίσω από το Μακεδονικό Ζήτημα υπόβοσκε το ευρύτερο Ανατολικό Ζήτημα και μαζί μ' αυτό ολόκληρο το πρόβλημα της ισορροπίας των δυνάμεων και των διεθνών συσχετισμών ανά την υφήλιο.

Από τη δεκαετία του 1890 η Γαλλία, εξαιτίας των δεσμών της με τη Ρωσία και του φόβου της προς τη Γερμανία, αναμείχτηκε ιδιαίτερα, αν και με έμμεσο τρόπο, στα προβλήματα της Εγγύς Ανατολής, παρ' όλο που τα πιο άμεσα συμφέροντά της συνδέονταν με τις επενδύσεις της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τα συμφέροντα αυτά δεν έμειναν αδιαφιλονίκητα, καθώς η Γερμανία, προωθώντας τα σχέδιά της για το σιδηρόδρομο της Βαγδάτης, κατάφερε να μειώσει τη γαλλική επιρροή στην Κωνσταντινούπολη.

Η Γερμανία είχε αναδυθεί ως ο κυριότερος στυλοβάτης της οθωμανικής ακεραιότητας και ήταν σε θέση, λόγω της αυστρογερμανικής συμμαχίας, να εναποθέσει τα βαλκανικά της συμφέροντα κάτω από την προστασία της Αυστρίας.

 Αναλαμβάνοντας το ρόλο αυτό η Γερμανία είχε, επίσης, μειώσει σημαντικά την επιρροή της Μεγάλης Βρετανίας, παρά το βρετανικό προβάδισμα στο οθωμανικό εμπόριο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η βρετανική πολιτική στην Εγγύς Ανατολή δεν είχε, κατά κάποιο τρόπο, σαφή προσανατολισμό και, στο βαθμό που κατά καιρούς γινόταν πιο αποφασιστική, τα κίνητρά της έμοιαζαν περισσότερο ανθρωπιστικά παρά οικονομικά.
Αυτή, σε συντομία, ήταν η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μακεδονία.
Σε αντίθεση, οι βαλκανικές δυνάμεις είχαν πιο άμεσα συμφέροντα στο χώρο αυτό.
Όλες ήταν σε θέση να προβάλουν διεκδικήσεις σε ιστορική, εθνοτική, κοινωνική, γλωσσική, πολιτισμική και θρησκευτική βάση, είτε στο σύνολο είτε σε μεγάλο κομμάτι της Μακεδονίας. Περισσή μελάνη χύθηκε για να διατυπωθούν οι διεκδικήσεις αυτές και πολλοί έπεσαν θύματα της γλωσσικής, εθνοτικής και κοινωνιολογικής, ιδίως, προπαγάνδας που κατέκλυσε την Ευρώπη.
Κάθε πλευρά ευθύνεται για υπερβολές, για την παραγωγή φανταστικών στατιστικών χωρίς σημασία, ή για την προβολή εξωφρενικών γλωσσικών και κοινωνιολογικών θεωριών.

Τα συμφέροντα, όμως, που διακυβεύονταν ήταν ύψιστα και, όπως είναι ευνόητο, η προπαγάνδα της μιας πλευράς προκαλούσε τη βίαιη αντίδραση των υπολοίπων.

          Η πρώιμη ιστορία της Μακεδονίας
Στο μέτρο που τα γεγονότα της κλασικής αρχαιότητας έχουν κάποια σχέση, 
τα ελληνικά επιχειρήματα ήταν τα ισχυρότερα. 

Παρά τους φανταστικούς ισχυρισμούς ορισμένων Βουλγάρων, 
ήταν γενικά παραδεκτό στην Ευρώπη 
ότι το βασίλειο του Φιλίππου της Μακεδονίας ήταν ελληνικό
 και ότι οι αρχαίοι Φίλιπποι και η Φιλιππούπολις 
υπήρξαν ελληνικές πόλεις .

 Γινόταν επίσης δεκτό ότι το βασίλειο αυτό εκτεινόταν στα ανατολικά και περιλάμβανε τη Θράκη, 
κι ότι οι αρχαίοι Θράκες, 
με εξαίρεση τους ορεσίβιους ομόφυλούς τους,
 είχαν εξελληνιστεί. 

Πέρα απ ' αυτό, ήταν γενικά παραδεκτό (με κύρια πηγή τον Στράβωνα) ότι ελληνικά φύλα βρίσκονταν στα βόρεια μέχρι τα Σκόπια και τα Βελεσά, και ότι υπήρχαν άφθονες οι ελληνικές εγκαταστάσεις πέρα από τον Αίμο και μέχρι το Δούναβη.

 Ούτε υπήρχαν σοβαρές αμφισβητήσεις για τον εκλατινισμό των Ελλήνων στα βόρεια του Αίμου κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ή ότι ακόμη και Μακεδόνες, Θράκες και Θεσσαλοί που κατοικούσαν νοτιότερα και υπηρετούσαν στις ρωμαϊκές λεγεώνες δέχτηκαν ισχυρή ρωμαϊκή επίδραση .

Πολύ περισσότερο επίμαχο ζήτημα αποτελεσαν οι επιπτώσεις των σλαβικών επιδρομών κατά τον 6ο, 7ο και 8ο αιώνα.

 Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα οι Σλάβοι, 
οι οποίοι ήταν κτηνοτρόφοι 
οργανωμένοι σε πατριαρχίες, 
προχώρησαν ως τη Ροδόπη. 

Γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα μικρές ομάδες από αυτούς κατήλθαν ως την Πελοπόννησο .
Δεν ήταν πολεμικός λαός και για το λόγο αυτό περιορίστηκαν στα ορεινά
αποφεύγοντας τις πόλεις, οι οποίες παρέμειναν ελληνικά κέντρα. 

Είναι γνωστό ότι πόλεις στα βόρεια, μέχρι τη Σαρδική, τους Στοβούς, τα Σκόπια και την Καστοριά διατήρησαν τον ελληνικό χαρακτήρα τους.
Την ίδια περίοδο οι Βούλγαροι, 
οι οποίοι είχαν
 όχι σλαβική 
αλλά τουρανική (μογγολική) καταγωγή,
 βρίσκονταν ακόμη εγκατεστημένοι βόρεια του Αίμου .

 Στις αρχές του 9ου αιώνα, με ηγεμόνα τον Κρούμο (803-814), πραγματοποίησαν επιδρομές στη Θράκη• αργότερα, υπό τον Συμεών (893-927), βουλγαρικές ορδές εισέβαλαν στη Μακεδονία, έφτασαν μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης στ ' ανατολικά κι ακόμη ως τις ακτές του Κορινθιακού στο νότο. 

Οι ορδές αυτές προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές
αλλά δεν μετέβαλαν τον εθνολογικό χαρακτήρα των περιοχών που λεηλάτησαν. 

Οι νίκες, εξάλλου, του Συμεών έμειναν χωρίς συνέχεια .

 Ένα, σχεδόν, αιώνα αργότερα ο Βούλγαρος ηγεμόνας Σαμουήλ (976-1014) επανίδρυσε το βουλγαρικό κράτος και προέλασε προς νότον μέχρι τη Λάρισα κυριεύοντας το κάστρο της. Μόλις, όμως, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ απαλλάχτηκε από την εμφύλια διαμάχη που μαινόταν στο Βυζάντιο, καθυπόταξε τους Βούλγαρους,
μεταβάλλοντας τη χώρα τους σε βυζαντινή επαρχία (1019),
Χάρτης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1045).

 κι επεκτείνοντας τα σύνορα της αυτοκρατορίας ως το Βελιγράδι και το Σίρμιον.
Μέχρι τότε οι Βούλγαροι είχαν αναμειχτεί με τα σλαβικά φύλα και το όνομα «Βούλγαρος» σήμαινε πια όλον τον σλαβόφωνο πληθυσμό, ενώ ο παλιός όρος «Σκλαβηνοί» είχε περιπέσει σε αχρησία . Ακόμη και ελληνόφωνοι από τις περιοχές στις οποίες είχαν εγκατασταθεί οι Σλάβοι αποκαλούνταν Βούλγαροι .

Η λέξη Βουλγαρία υποδήλωνε μια βυζαντινή επαρχία μέχρι το 1185. 

Στη διάρκεια αυτών των 166 ετών η επαρχία αυτή, χάρη στην παρουσία Ελλήνων στρατιωτών, εμπόρων, τεχνιτών και Βυζαντινών αξιωματούχων, εξελληνίστηκε

Οι Έλληνες 
όχι μόνο κυριαρχούσαν στις πόλεις
 αλλά και στην ύπαιθρο, 
καθώς οι Σλάβοι έποικοι
 δεν είχαν ποτέ εκτοπίσει εξ ολοκλήρου τους αρχικούς πληθυσμούς .
Το 1185 (το έτος της νορμανδικής επιδρομής κατά της Κωνσταντινούπολης) η Βουλγαρία επανεμφανίστηκε ως ανεξάρτητο βασίλειο με ηγεμόνα τον Ασέν και πρωτεύουσα το Τίρνοβο.

 Με το θάνατο του διαδόχου του, Καλογιάννη, το 1207, η βουλγαρική αυτοκρατορία διαιρέθηκε, καθώς ένα τμήμα της περιήλθε στους Λατίνους της Θεσσαλονίκης κι ένα άλλο στο ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου. 

Ο Κομνηνός, Δεσπότης της Ηπείρου, εξάπλωσε αργότερα την κυριαρχία του μέχρι την Αδριανούπολη, πριν ηττηθεί το 1230 από τον τσάρο των Βουλγάρων Ασέν Β', ο οποίος κατέλαβε στη συνέχεια τα Σκόπια, την Οχρίδα και το Δυρράχιο.

Το 1246 ο Έλληνας αυτοκράτορας της Νικαίας Ιωάννης Βατάτζης κατέκτησε τις μακεδονικές επαρχίες από την Αδριανούπολη ως τον Αξιό και το 1252 κατέλαβε τα εδάφη στα δυτικά του ποταμού που είχαν προηγουμένως περιέλθει στην κατοχή του Μιχαήλ Β', Δεσπότη της Ηπείρου. 

Μετά τις εξεγέρσεις των Βουλγάρων στα 1254-56, ο Έλληνας αυτοκράτορας παγίωσε τις κτήσεις του.
Από το 1256 και μετά η βουλγαρική δυναστεία έπαυσε να έχει οιονδήποτε δεσμό με τη Μακεδονία
όταν επιβλήθηκε και πάλι σλαβική επικυριαρχία στη Μακεδονία, οι νέοι δυνάστες ήταν Σέρβοι και όχι Βούλγαροι.
Στα τέλη του 12ου αιώνα οι δύο σερβικές ηγεμονίες της Ράσκα και της Ζέτα είχαν ενωθεί και, στις μέρες του Μιλούτιν (1282-1321), του Στέφανου Ντετσάνσκι (1321-31) και του τσάρου Δουσάν (1331-55),
 η εξουσία του σερβικού βασιλικού οίκου εκτεινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, περιλαμβάνοντας τις Σέρρες, τη Δράμα και το Άγιον Όρος αλλά όχι τη Θεσσαλονίκη .

Ο Δουσάν (του οποίου ο αυτοκρατορικός τίτλος αναγνωρίστηκε από το Βυζάντιο) αναγορεύτηκε «Βασιλεύς Ρωμαίων και Σέρβων» και ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Σερβίας αναγνωρίστηκε το 1346 ως Πατριάρχης «Ρωμαίων και Σέρβων» —
ακόμη κι από το Βούλγαρο Πατριάρχη του Τιρνόβου. 

Αργότερα στη διάρκεια του 14ου αιώνα η σέρβική αυτοκρατορία κατακερματίστηκε ανάμεσα σε ανεξάρτητους Σέρβους ηγεμόνες , τους οποίους θα διαδέχονταν οι Τούρκοι στην κυριαρχία της Μακεδονίας.
Το Σεπτέμβριο του 1371 οι χριστιανικές δυνάμεις ηττήθηκαν στον ποταμό Έβρο και το 1389 ό,τι απέμεινε από τις σερβικές στρατιές κατατροπώθηκε στην περίφημη μάχη του Κοσσυφοπεδίου .

 Για λίγα χρόνια ακόμη οι Τούρκοι ανέχτηκαν τους Σέρβους ηγεμόνες ως υποτελείς τους , με τελευταίο τον Μπογκντάν, του οποίου η βασιλεία έληξε το 1413 .
Η βουλγαρική κυριαρχία σε  
τμήματα της Μακεδονίας
 είχε διαρκέσει συνολικά 
126 περίπου χρόνια 
(861-969, 1202-4, 1230-46). 

Η σέρβική εξουσία 
υπήρξε κατά τι μακροβιότερη
 και συνεχής,
 διαρκώντας 131 χρόνια (1282-1413).
 Ο χαρακτήρας της, επίσης, υπήρξε διαφορετικός.

Ενώ η βουλγαρική κυριαρχία σήμαινε κυρίως στρατιωτική κατοχή εδαφών στα οποία κατοικούσαν Σλάβοι και Έλληνες, 
η σέρβική εξουσία ήταν λιγότερο αποξενωμένη από τους ιθαγενείς πληθυσμούς. 

Κανείς, πάντως, 
δεν είναι σε θέση να γνωρίζει
την ακριβή εθνολογική σύνθεση του μακεδονικού χώρου 
κατά την εποχή των οθωμανικών κατακτήσεων.

Ελληνόφωνοι και Σλαβόφωνοι βρίσκονταν αναμεμειγμένοι, με το ελληνικό στοιχείο να κυριαρχεί στις πόλεις και τα μεγάλα αστικά κέντρα.

 Στην ύπαιθρο οι Σλάβοι είχαν σε μεγάλο βαθμό αφομοιώσει το γηγενή πληθυσμό και είχε επικρατήσει η σλαβική γλώσσα .

Φυσικά η γλώσσα αυτή δεν ήταν ομοιόμορφη:
 τα σέρβικά που μιλιόνταν στις βορειοδυτικές περιοχές 
είχαν τεράστιες διαφορές 
με τα βουλγαρικά ιδιώματα των περιοχών γύρω από τη Ροδόπη.

Στις ενδιάμεσες περιοχές μιλιόταν ένα γλωσσικό κράμα, που αργότερα έγινε γνωστό ως «σλαβομακεδονικά»•
στη νεότερη εποχή, μάλιστα, δημιουργήθηκε ένα εξαιρετικά επίμαχο ζήτημα σχετικά με το βαθμό συγγένειας των διαλέκτων αυτών της Μακεδονίας είτε με τα σέρβικά είτε με τα βουλγαρικά.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι
όλες οι σλαβικές διάλεκτοι της εν λόγω περιοχής
περιείχαν μεγάλο αριθμό λέξεων με ελληνική προέλευση
λέξεις του καθημερινού λόγου που σχετίζονταν με τη γεωργία και τα οικοκυρικά,
λέξεις που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας πρώιμης διγλωσσίας
προτού η ελληνική Εκκλησία και η ελληνική εκπαίδευση επιβάλουν τη χρήση πρόσθετων ελληνικών λέξεων πάνω σ' αυτά τα σλαβικά ιδιώματα .
Ο χριστιανισμός είχε διαδοθεί στη Μακεδονία πολύ πριν την εμφάνιση των Βουλγάρων στο χώρο αυτό και ποτέ δεν υπήρξε κάτι το ιδιαίτερα «βουλγαρικό» σχετικά με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων. 

 Οι πρώτοι που κήρυξαν το χριστιανισμό στους Σλάβους ήταν οι αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι έζησαν στη Θεσσαλονίκη κατά τον 9ο αιώνα .

Οι Θεσσαλονικείς Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος.
Αφού επινόησαν ένα αλφάβητο, μετέγραψαν τις Γραφές σε παλαιοσλαβική και, παρ' όλο που η ελληνική λειτουργία διατηρήθηκε, η κατήχηση και το κήρυγμα διεξάγονταν στη σλαβική γλώσσα. 

Η Σερβία, η Βουλγαρία  και η Ρωσία —όλες τους δέχτηκαν το χριστιανισμό από τους Έλληνες.

Η εξάπλωση του ελληνικού χριστιανισμού μεταξύ των Σλάβων ενίσχυσε την ελληνορθόδοξη επιρροή•
 κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της Τουρκοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν εκείνη που διατήρησε την ταυτότητα των χριστιανικών πληθυσμών  —τουλάχιστον όσων δεν υπέκυψαν με τη βία ή για υλικά ανταλλάγματα στο Ισλάμ ή δεν κατέφυγαν σε άλλες περιοχές.

 Επιπλέον, κάτω από το οθωμανικό καθεστώς η Ορθόδοξη Εκκλησία απέκτησε περισσότερη ομοιογένεια, καθώς οι Τούρκοι κατέλυσαν τις «εθνικές» εκκλησίες που είχαν εμφανιστεί στους κόλπους της Ανατολικής Εκκλησίας κατά τη βυζαντινή εποχή.

Το Πατριαρχείο του Τιρνόβου καταργήθηκε με την υπαγωγή του κλήρου του στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. 

Το 1459 οι Τούρκοι κατέλυσαν και το σερβικό Πατριαρχείο του Ιπέκ και υπήγαγαν την περιφέρειά του στην Αρχιεπισκοπή της Αχρίδας , η οποία, αν και ελληνική, τηρούσε εχθρική στάση απέναντι στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. 

Η Αρχιεπισκοπή αυτή, με την υποκίνηση του Πατριαρχείου, καταργήθηκε το 1767.
Το 1557 αποκαταστάθηκε το σερβικό Πατριαρχείο στο Ιπέκ από τον βεζύρη Μεχμέτ Σοκόλοβιτς , η δικαιοδοσία του οποίου εκτεινόταν στις σερβικές περιοχές αλλά και σε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας .

Η Αχρίδα, το Μοναστήρι, η Δίβρη (Ντέμπαρ) κι ο Περλεπές παρέμειναν στη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας. 

Το 1766 οι Τούρκοι κατάργησαν και πάλι το σερβικό Πατριαρχείο. Έλληνες επίσκοποι αντικατέστησαν τους Σέρβους, η σλαβική κυριαρχία σχεδόν εξέλιπε, ενώ τα εκπαιδευτικά και εκκλησιαστικά ιδρύματα πέρασαν σε ελληνικά χέρια.

 Για τα επόμενα εκατό χρόνια η θέση της ελληνικής Εκκλησίας στη Μακεδονία ήταν κυρίαρχη.

 Όποια κι αν ήταν η κατάσταση του Ελληνισμού όταν άρχιζε εκείνη η περίοδος, στη διάρκειάτης η θέση του αναμφίβολα ενισχύθηκε, αν και ταυτόχρονα ο Ελληνισμός, όπως και το σλαβικό στοιχείο, είχαν να αντιμετωπίσουν την αλβανική διείσδυση από τα δυτικά.

Η διείσδυση αυτή, που γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση κατά την εποχή του Αλή πασά των Ιωαννίνων, είχε βαθιές επιπτώσεις σε ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας. Πόλεις και κεφαλοχώρια, που είχαν κάποτε γνωρίσει μεγάλη άνθιση (η βιοτεχνία και τα επαγγέλματα βρίσκονταν κυρίως στα χέρια Ελλήνων ή Βλάχων) ερήμωσαν.

Το εμπόριο και η βιοτεχνία συρρικνώθηκαν και οι ξεριζωμένοι κάτοικοι μετανάστευσαν σε μακρινούς τόπους  ή ίδρυσαν νέους οικισμούς σε πιο απρόσιτα μέρη, που είτε δεν κινούσαν το ενδιαφέρον των αλβανικών συμμοριών είτε προσφέρονταν για αποτελεσματική άμυνα .

Πολλές από τις παλιές αγροτικές κοινότητες, που είχαν απολαύσει κάποιο βαθμό αυτοδιοίκησης, μετατράπηκαν σε τσιφλίκια Αλβανών μπέηδων και οι αγροτικές μάζες περιήλθαν σε κατάσταση ημι-δουλείας, καθώς υποβάλλονταν σε βαριά φορολογία και καταναγκαστική εργασία κατά τρόπο ανάλογο με εκείνο των περιοχών της Ευρώπης του 18ου αιώνα, στις οποίες επιβίωνε ακόμη η φεουδαρχία.

       Ο βουλγαρικός εθνικισμός: η βουλγαρική Εξαρχία

Στις αρχές του 19ου αιώνα ένα τμήμα του σερβικού λαού, ύστερα από δύο εξεγέρσεις κατά των Τούρκων, πέτυχε την αυτονομία του μέσα στα όρια μιας ηγεμονίας με πρωτεύουσα το Βελιγράδι.

Λίγο αργότερα οι Έλληνες του νότου επαναστάτησαν και ίδρυσαν το Βασίλειο της Ελλάδας, τα βόρεια σύνορα του οποίου εκτείνονταν από τον Παγασητικό ως τον Αμβρακικό κόλπο.

Οι εξεγέρσεις αυτές δεν έμειναν χωρίς αντίκτυπο μεταξύ των Σλάβων και των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Γηγενείς Μακεδόνες προσήλθαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων και των Σέρβων .

Από την πλευρά των Βουλγάρων Σλάβων δεν είχε παρατηρηθεί καμιά εθνική κίνηση. 

Οι πιο εύποροι και μορφωμένοι «Βούλγαροι» θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες  και αισθάνονταν υπερηφάνεια για την ελληνικότητά τους
Μιλούσαν και έγραφαν ελληνικά. 

Δεν δέχονταν το βουλγαρικό όνομα —όρος που είχε καταντήσει ταυτόσημο του απαίδευτου χειρώνακτα ασχέτως καταγωγής. 

Οι μάζες αυτές δεν παρουσίαζαν στις αρχές του 19ου αιώνα καμιά ένδειξη εθνικής αφύπνισης. 

Η αφύπνιση αυτή, όταν τελικά επήλθε, αποτελούσε ουσιαστικά επίτευγμα Ρώσων σλαβόφιλων • 

και η αντιτουρκική εξέγερση που ακολούθησε τις επαναστάσεις στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη υποδαυλίστηκε και ενισχύθηκε από την ίδια τη Ρωσία.

Jurij Venelin (1802-1839)
Ю̀рий Ива̀нович Венѐлин
Ήδη από το 1830 η Ρωσική Ακαδημία είχε ζητήσει από τον Βενέλιν (1802-39), το Σλάβο μελετητή από τη Λεμβέργη , να πραγματοποιήσει έρευνες στη Βουλγαρία.

Αν και δεν συνάντησε θερμή υποδοχή, εν τούτοις κατόρθωσε να συλλέξει υλικό το οποίο εξωράϊσε κι επαύξησε με καθαρές επινοήσεις.

Το πόνημά του συνετέλεσε ώστε να καλλιεργηθεί μεταξύ των Βουλγάρων της Ρωσίας η βουλγαρική ιδέα.
Αρχισαν οι συνδρομές.

 Το 1835 άνοιξε ένα σχολείο στο Γκάμπροβατς, και ακολούθησε η ίδρυση περισσοτέρων μέσα στις επόμενες τέσσερις δεκαετίες .
Ο Βενέλιν είχε υποστηρίξει ότι υπήρχαν Βούλγαροι στη Ρωμυλία, τη Μακεδονία, την Αλβανία, τη Θεσσαλία και τη Μικρά Ασία ακόμη. 

 Σύμφωνα με τις θεωρίες του, οι Βούλγαροι είχαν διδάξει το αλφάβητο στους Ρώσους, στους οποίους μετέδωσαν και το χριστιανισμό.

Διαβεβαίωνε, επίσης, ότι η βουλγαρική υπήρξε η πρώτη λόγια σλαβική γλώσσα. 

Georgi Stojkow Rakowski
(1821-1867)
Георги Стойков Раковски
Ο μαθητής του Ρακόφσκι (1818-1868) υποστήριξε σε ένα έργο του (1859)
για την καταγωγή των Βουλγάρων ότι
ο Ολύμπιος Ζευς, 
ο Δημοσθένης, 
ο Μέγας Αλέξανδρος,
ο βασιλιάς των Φράγκων Κλόβις, ως και 
ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης, 
ήταν όλοι Βούλγαροι.

  Απέδιδε ακόμη στους Βούλγαρους τους Ορφικούς Ύμνους και ισχυρίστηκε ότι σ' αυτούς δίδαξε το χριστιανισμό ο Απόστολος Παύλος .

Οι μυθοπλασίες αυτές πολλαπλασιάστηκαν και διαδόθηκαν στη Μακεδονία.

Stefan Ilić Verković
(1821-1893)
Стефан Илич Веркович
 Ο Βέρκοβιτς (1827-93), δάσκαλος από τη Μακεδονία, ο οποίος συνέγραψε στα ρωσικά μια Εθνογραφία της Μακεδονίας κι εμφανίστηκε στη Ρωσία ως αυθεντία για τη Μακεδονία, «ανακάλυψε» μακεδονικές ωδές για τον Μέγα Αλέξανδρο καθώς και ύμνους στον Ορφέα. 

Ο Κρστόβιτς και άλλοι πρόσθεσαν τη δική τους συμβολή στη μυθολογία αυτή.
 Ο Αριστοτέλης, υποστήριξε ο Κρστόβιτς, μιλούσε βουλγαρικά αλλά έγραψε στα ελληνικά για χάρη των βαρβάρων του νότου.

 Ως Βούλγαρους εμφάνιζαν τον Μέγα Κωνσταντίνο (που είχε γεννηθεί στη Ναϊσσό), τους Κύριλλο και Μεθόδιο, τον Βέλικο και τον Καράίσκάκη και πλήθος άλλους εθνικούς ήρωες των Ελλήνων και των Σέρβων.

Όταν οι Ρώσοι άρχισαν περιηγήσεις στη Μακεδονία, συνάντησαν μόνο «Βούλγαρους», καθώς είχε πιάσει τόπο η ψευδοφιλολογία των Σλαβόφιλων.

Στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού της Σερβίας και της Μακεδονίας (τραγούδια, ήθη και ιστορικές παραδόσεις) συστηματικά παρερμηνεύτηκαν ως βουλγαρικά .
 
Όλες αυτές οι φαντασιώσεις
 βρήκαν απήχηση όχι μόνο στη Ρωσία 
αλλά και στη Δύση,
 ιδίως μετά την ίδρυση της βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870
 και της βουλγαρικής ηγεμονίας το 1878. 

Η ίδρυση της Εξαρχίας υπήρξε μακρόχρονη διαδικασία.
Ήδη από το 1840 οι Βούλγαροι είχαν ζητήσει από το Πατριαρχείο να επιτραπεί η χρήση της βουλγαρικής στους ναούς.

Οι Σλάβοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες αρχιερείς με έντονη εχθρότητα, καθόσον μάλιστα ο σλαβικός κλήρος, ακόμη κι όταν γνώριζε κάποια ελληνικά, 
σπάνια κατόρθωνε να ανέλθει πάνω από το βαθμό του ενοριακού ιερέα.

 Η αίτηση, ωστόσο, του 1840 απορρίφτηκε από το Πατριαρχείο.
Το 1853 Βούλγαροι προσέφυγαν στον Μένσικοφ, το Ρώσο Πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει την υπόθεσή τους.
Τρία χρόνια αργότερα, το Φεβρουάριο του 1856, ένα οθωμανικό διάταγμα υποσχέθηκε δικαιώματα στους χριστιανούς υπηκόους της Αυτοκρατορίας, οπότε οι Βούλγαροι, με ρωσική υποστήριξη, απαίτησαν το διορισμό Βουλγάρων επισκόπων και τη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στις εκκλησίες τους.
 Το αίτημα αυτό και πάλι δεν βρήκε ανταπόκριση, ενώ την ίδια τύχη είχε παρόμοια αίτηση προς τον Πατριάρχη το Δεκέμβριο του 1858.
Στο μεταξύ, μπροστά στην αποτυχία της προσπάθειας για εκκλησιαστική αυτονομία πολλές βουλγαρικές ενορίες είχαν προσχωρήσει στην Ουνία, με την ελπίδα'ότι θα προκαλούσαν έτσι παρέμβαση της Ρωσίας προς το Πατριαρχείο.

Αυτές οι βουλγαρικές συναθροίσεις, ενώ διατηρούσαν το ιδιαίτερο ανατολικό τυπικό τους, αναγνώριζαν το παπικό πρωτείο, καθώς η Ρώμη τους επέτρεπε να εκλέγουν τους επισκόπους τους, να κάνουν χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στις ακολουθίες, ενώ ενίσχυε την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων .

Εν όψει του κινδύνου που αντιπροσώπευε το κίνημα αυτό, ο Πατριάρχης πρόσφερε παραχωρήσεις, αλλά οι Βούλγαροι αξίωσαν πλήρη εκκλησιαστική αυτονομία. 

Κάτι τέτοιο ο Πατριάρχης ήταν διατεθειμένος να χορηγήσει σε σχέση με τις αμιγείς βουλγαρικές περιοχές από το Δούναβη ως την οροσειρά του Αίμου.

Οι Βούλγαροι, με ρωσική υποστήριξη, πρόβαλαν ευρύτερες εδαφικές αξιώσεις.

Τον Οκτώβριο του 1868 η Υψηλή Πύλη πρότεινε τελικά ένα σχέδιο το οποίο προέβλεπε την τοποθέτηση Βουλγάρων επισκόπων και ιερέων όπου υπήρχε βουλγαρική πλειοψηφία• ο προκαθήμενος της υπό ίδρυση βουλγαρικής Εκκλησίας θα είχε την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη και το έργο του θα συνεπικουρούσε ιδιαίτερη Ιερά Σύνοδος.
Προτού ο Πατριάρχης ολοκληρώσει τη μελέτη της πρότασης αυτής, οι Βούλγαροι ανακοίνωσαν την εφαρμογή της ως τετελεσμένο γεγονός.

Τότε ο Πατριάρχης συγκάλεσε όλες τις ορθόδοξες Εκκλησίες σε οικουμενική σύνοδο .

Η σύνοδος αυτή, όμως, δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, επειδή η Πύλη, υποκύπτοντας σε ρωσικές πιέσεις, προτίμησε να ρυθμίσει το ζήτημα μόνη της:
Το Φιρμάνι της Εξαρχίας της 12 Μαρτίου 1870.
στις 28 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1870,
εξέδωσε φιρμάνι με το οποίο συστάθηκε
ανεξάρτητη βουλγαρική Εκκλησία με Εξαρχία στην Κωνσταντινούπολη.

Ενεργώντας μ' αυτόν τον τρόπο η Πύλη, παρ' όλο που δεχόταν πιέσεις από τη Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία , εξυπηρετούσε ως ένα βαθμό το ιδιαίτερο πολιτικό της συμφέρον.

Επιθυμία της ήταν να προωθήσει τους Βούλγαρους, 
τους οποίους θεωρούσε πειθήνιο και νομιμόφρονα λαό, 
σε βάρος των Σέρβων και των Ελλήνων. 

Στους Σέρβους δεν ήταν δυνατό να παραχωρηθεί ποτέ ανεξάρτητη εκκλησία  επειδή θεωρούνταν εν δυνάμει επαναστάτες.

 Με το ίδιο πνεύμα αντιμετωπίζονταν και οι Έλληνες, όχι διότι ο Πατριάρχης και ο ελληνικός κλήρος ήταν ενεργά ανατρεπτικά στοιχεία,
 αλλά επειδή ο αλυτρωτισμός του εθνικού ελληνικού κράτους ήταν δυνατό να υποκινήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας σε εξέγερση. 

Το ελληνικό βασίλειο υπό τον Όθωνα είχε να επιδείξει ένα παρελθόν πλούσιο σε ανατρεπτικές κινήσεις σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α', ανέκυψε το ενδεχόμενο ελληνοσερβικής συνεργασίας με την υποστήριξη του Λουδοβίκου Ναπολέοντα και των Γαριβαλδινών, που θα μπορούσε να απειλήσει το status quo.
 
Στην Εξαρχία επιτράπηκε να επεκτείνει τη δραστηριότητά της και πέρα από τις περιοχές που το 1878 έμελλε να αποτελέσουν τη βουλγαρική «ηγεμονία» .

Οι Τούρκοι έτρεφαν την ελπίδα ότι οι Σλάβοι των περιοχών που διεκδικούσαν οι Σέρβοι θα στρέφονταν προς το νέο millet (ή «εθνότητα»)  και όχι προς το ταραχοποιό σερβικό κράτος .

Προσδοκούσαν, επίσης, ότι το νέο αυτό millet θα μείωνε την επιρροή του Ελληνισμού στη Μακεδονία, καθώς οι Τούρκοι γνώριζαν, ακόμη κι αν η Ευρώπη το αγνοούσε,
ότι ο Ελληνισμός αποτελούσε ισχυρότατη δύναμη στο χώρο αυτό.

Η οθωμανική πολιτική ακολουθούσε την αρχή «διαίρει και βασίλευε».


Παρ' όλο που οι Τούρκοι έτρεφαν αρκετές επιφυλάξεις απέναντι στους Βούλγαρους, εξαιτίας των δεσμών τους με τη Ρωσία, σε τελική ανάλυση η δημιουργία της Εξαρχίας φαινόταν τη στιγμή εκείνη να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας.

Γι αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη η συγκατάθεση της Πύλης το 1872 στη δημιουργία βουλγαρικών μητροπόλεων στην Αχρίδα και τα Σκόπια.

Βέβαια, οι μητροπόλεις αυτές δεν μακροημέρευσαν, καθώς οι Τούρκοι τις κατάργησαν μετά τη βουλγαρική εξέγερση που εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια του σερβοτουρκικού πολέμου του 1876.

Παρ' όλα αυτά, είχαν τεθεί τα θεμέλια για μια βουλγαρική εκκλησιαστική οργάνωση στις δύο αυτές περιοχές, η οποία επιβίωσε και αναπτύχθηκε και μετά την απομάκρυνση των δύο ιεραρχών της.

Πολλοί ιερείς και δάσκαλοι είχαν σταλεί στη Μακεδονία, όπου άνοιξαν σχολεία με πόρους που προέρχονταν κυρίως από τη Ρωσία .

Με τη σύσταση της βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1878 και την αποτυχία, εξαιτίας της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων, του σχεδίου για τη Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου ,

 η Εξαρχία, με τη συνδρομή του βουλγαρικού κράτους,

ενέτεινε τις προσπάθειές της για την εξάπλωση της βουλγαρικής Εκκλησίας στη Μακεδονία .

Χάρτης Συνθήκης Αγίου Στεφάνου.

Η προσπάθειά της βρήκε απήχηση ανάμεσα στο σλαβόφωνο στοιχείο που αισθανόταν εχθρικά απέναντι στους Έλληνες και διαπίστωνε ότι οι Σέρβοι είχαν ελάχιστα να προσφέρουν.

Ωστόσο, πολλοί Σλάβοι παρέμειναν στους κόλπους του Πατριαρχείου και πλήθος από κοινότητες ζήτησαν από το Συνέδριο του Βερολίνου να μη συμπεριληφθούν στη σχεδιαζόμενη Μεγάλη Βουλγαρία.
Οι Σέρβοι είχαν κιόλας αρχίσει να ανοίγουν νέα σχολεία και ανασύστησαν το σερβικό εκπαιδευτικό δίκτυο στη Μακεδονία, το οποίο είχε πληγεί λόγω του σερβοτουρκικού πολέμου του 1876.

Οι Έλληνες, οι οποίοι μέχρι τότε απολάμβαναν κυρίαρχη θέση στην εκπαίδευση, άρχισαν κι αυτοί, αν και όχι σε επαρκή βαθμό, να στρέφουν την προσοχή τους στα σχολεία .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου