Βούλγαροι και ξένοι συγγραφείς δέχονται, ότι το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επεδίωξε συστηματικά την εξελλήνιση των σε αύτο υπαχθέντων Σλάβων, ιδίως των Βουλγάρων.
Οι Βούλγαροι κατοικούν τις χώρες νοτιότερων των άλλων Σλάβων, επομένως πλησιέστερα προς τους Έλληνας και ήταν περισσότερο αναμεμιγμένοι με αυτούς.
Τα μέσα, τα όποια χρησιμοποιήθηκαν προς εξελληνισμό των Βουλγάρων ήσαν τα επόμενα.
Έλληνες επίσκοποι διορίζονται σε βουλγαρικές επαρχίας,
οι σπουδαιότερες θέσεις δίνονται σε Έλληνες ή εξελληνισμένους Βουλγάρους,
οι επισκοπικές έδρες γίνονται κέντρα διαδόσεως της ελληνικής γλώσσης και μορφώσεως,
ή ελληνική γίνεται γλώσσα της θείας λατρείας σε όλες τις μεγαλύτερες βουλγαρικές πόλεις, ιδρύονται ελληνικά σχολεία και ελληνικές βιβλιοθήκες,
τα βουλγαρικά σχολεία παραμελούνται και κλείνονται , καταστρέφονται τα συγγράμματα της σλαυϊκής φιλολογίας, χειρόγραφα, κώδικες, έντυπα, βιβλία, που βρίσκονται στις εκκλησίες και στα μοναστήρια.
Αποτέλεσμα της δράσεως ταύτης ήτο ότι οι
έξελληνίσθησαν.
Γλώσσα της συναναστροφής ήτο ή ελληνική και αυτή δε ή βουλγαρική γράφετε με ελληνικούς χαρακτήρες.
Μόνον οι χωρικοί έμειναν μακράν της ελληνικής επιδράσεως,
ό δε κατώτερος κλήρος των χωρίων χρησιμοποίει στις εκκλησίες την σλαβική
(C. Jirecek, Geschichte der Bulgaren, 1876, σελ. 507 και έξης. Ε. Reinhardt, Die Entstehung des bulgarischen Exarchats, 1912, σελ. 4 και εξ., 8 και εξ.).
Κατά την αντίληψη αυτή, το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μετεχειρίσθη τά είς τήν διάθεσιν αυτού ευρισκόμενα μέσα προς έξελλήνιση τών Βουλγάρων.
Την αντίληψη αυτή όμως δεν δέχονται πολλοί των Ελλήνων.
Ό Διονύσιος Θερειανος ψέγει τον κοσμοπολιτικόν μέχρι τών χρόνων αυτού χαρακτήρα του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, το όποιον από τής έκχριστιανίσεως των Βουλγάρων (θ' εκατονταετηρίδας) και έξης, όχι μόνον δεν φρόντισε περί τής έξελληνίσεως αυτών, αλλά, τουναντίον, δια του Κυρίλλου και Μεθοδίου, έθεσε τις βάσεις τής γλωσσικής, πνευματικής και εθνικής τών σλαυϊκών έν γένει φύλων αναπτύξεως (Βίος Αδαμαντίου Κοραή, τόμος Α, Τεργέστη, 1889, σελ. 31 -34).
Ό Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συμπληρώνει τους ψόγους τούτους.
Λέγει ότι δεν είχε να απάντησει κανένα δυσυπέρβλητον κώλυμα το πατριαρχείο στον διά τής εκκλησίας και τής εθνικής παιδεύσεως έξελληνισμον των βορειοτέρων εκείνων του οσμανικού κράτους επαρχιών.
"Το πράγμα ήτο ου μόνον απαραίτητο, αλλά και εύκολο, ή δε ευκολία αυτή διήρκεσε επί τετρακόσια περίπου έτη. Δεν λέγομεν, ότι τό πατριαρχειον ουδαμώς ένόησε τήν έντολήν αύτοΰ ταύτην, άλλά βεβαίως δεν έπέμεινεν άποχρώντως και έπιτηδείως είς τήν έκπλήρωσιν αυτής...
Τούτο είναι ό μέγιστος έλεγχος, το οποίο δικαιούμεθα να απευθύνουμε κατά του πατριαρχείου από της αλώσεως μέχρι των τελευταίων χρόνων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 5° Αθήναι, τετάρτη έκδοσις, 1903, σελ. 536).
Αλλά ο Παύλος Καρολίδης έχει άλλες ιδέες.
(Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων, τόμος Δ', Αθήναι 1925 σελ. 278 και εξ., 281 και έξ.).
Κατ αυτόν, οι κατηγορούντες το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, διότι εξελλήνισε τους Βουλγάρους, και οί κατηγορούντες αυτό, διότι δεν εξελλήνισε αυτούς, έχουν έξ ίσου άδικο.
Το πατριαρχείο δεν μπορούσε να εξελληνίσει τους Βουλγάρους.
Δεν είναι δυνατόν με σχολεία να αλλαγή ή εθνική συνείδησης λαού, πολύ δε ολιγότερων είναι δυνατόν να γίνει τούτο διά των ελληνικών σχολείων.
Διότι ή ελληνική παιδεία είναι εξόχως ανθρωπιστική,
μορφώνουσα δέ τον όλον άνθρωπον,
μορφώνει και αναπτύσσει
τήν έθνική συνείδηση εκάστου λαού.
Κατά τον Καρολίδην, τα πράγματα διεξήχθησαν ως εξής (σελ. 281 και 284).
Από των μέσων τής ιη' εκατονταετηρίδας μεταξύ των Ελλήνων ήκμασε ή ελληνική παιδεία και ίδρύθηκαν ανώτερες σχολές, των όποιων ιδρυτές δεν ήσαν οι επίσκοποι, αλλά οι ευπορούσες ελληνικές κοινότητες.
Έξ επιδράσεως τής εκπαιδευτικής αυτής κίνησης άρχισε και μεταξύ των Βουλγάρων περί τα τέλη τής ιη' εκατονταετηρίδας, έκ μέρους του κλήρου, άλλά και έκ μέρους τής ανεπτυγμένης τάξεως, όμοια ελληνική εκπαιδευτική κίνησης,
ή οποία όμως ταχέως μετετράπη εις εθνική βουλγαρική κίνηση.
Οι Έλληνες αρχιερείς κατά τό πλείστον δεν κινούντο από εθνικιστικά ελατήρια, άλλ' από την ειλικρινή επιθυμία να μεταδώσουν στους Βουλγάρους άνωτέρα μόρφωση, όπως, αφ ετέρου, ειλικρινής ήταν ή επιθυμία τών φιλομαθών Βουλγάρων να εγκολπωθούν απλά στην μόρφωση αυτήν.
Διά τής ελληνικής μορφώσεως των ανεπτυγμένων Βουλγάρων ενισχύθηκαν οι στενές σχέσεις γενικότερα του βουλγάρικου λαού μετά του ελληνικού.
Ό γνωστός Ρώσσος ιστορικός Golubinskij αναφέρει, ότι
«καθ όλη τήν έκταση τής βαλκανικής χερσονήσου ουδέ ένας Βούλγαρος υπήρχε, ο όποιος να ήθελε να ακούσει την θεία λατρεία στην βουλγαρική γλώσσα »
(Ιστορία τών ορθοδόξων εκκλησιών βουλγαρικής, σερβικής και ρουμανικής, Μόσχα, 1871, σελ. 176" Έμμ. Καρπάθιος έν τω περιοδικώ ((Θεολογία», τόμος 3, Αθήναι, 1925, σελ. 358). «καθ όλη τήν έκταση τής βαλκανικής χερσονήσου ουδέ ένας Βούλγαρος υπήρχε, ο όποιος να ήθελε να ακούσει την θεία λατρεία στην βουλγαρική γλώσσα »
Δεν δύναται κανείς να γνωρίζει, πόσον ή διαβεβαίωση αυτή είναι αληθής ή ακριβής, έν πάση όμως περιπτώσει, υπάρχει ή γνώμη, ότι ή έξελλήνιση των Βουλγάρων συνήθως παρίσταται κατά τρόπον υπερβολικό.
Πώς και πότε άρχισε ή εθνική αφύπνισης των Βουλγάρων (ή εκπαιδευτική κίνησης).
Διετυπώθη ή γνώμη, ότι ή εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων προήλθε από επίδραση των Ρώσων πανσλαβιστών, από του ρωσσοτουρκικοΰ πολέμου του 1828.
(V. Coloeotronis, La Macedoine et rHelletiisme, Παρίσιοι, 1919, σελ. 520 και έξ. Έμμ. Καρπάθιος έν τή Θεολογία, τόμος 3ος, σελ. 355).
Αλλά ό Ernst Reinhardt (Die Entstehung des bulgarischen Exarchars, σελ. 14 και έξ.)
φρονεί το αντίθετο, ότι,
δηλαδή, ή αφύπνιση των Σλάβων τής Τουρκίας γέννησε τον πανσλαβισμό τής Ρωσσίας, ύπό τό αυτό δε πνεύμα διαφωτίζει τό ζήτημα ό Π. Καρολίδης έν τω Πανελληνίω Λευκώματι (έτος Τ', Αθήναι 1922, σελ. 52).
Ποιοι ήταν οι πρώτοι Βούλγαροι εθναπόστολοι;
Τω 1758 στον Άθω, στη σερβική μονή του Χιλιανδαρίου, συναντήθηκαν ό Σέρβος ιστορικός Ιωάννης Ράϊτζ (Raic) και ό Βούλγαρος μοναχός τής μονής ταύτης Παισιος.
Ούτος, ακούοντας τον Ράϊτζ διηγούμενον λαμπρές σελίδας τής σερβικής ιστορίας, κατελήφθη ύπό σφοδρα επιθυμία να ασχοληθεί με τήν βουλγαρικήν ίστορίαν, προς τον σκοπό δέ τούτον μετέβη είς Βλαχίαν και Αύστρίαν.
Καρπός τής εργασίας ταύτης ήτο ή συγγραφή Ιστορίας τής Βουλγαρίας (1762), ή όποια κατ αρχάς κυκλοφόρησε χειρόγραφος, έπειτα δέ εξεδόθη διά του τύπου και τής οποίας υπάρχει νεωτάτη κριτική έκδοση ύπό του καθηγητού Ivanoff (Σόφια, 1914).
«Η ιστορική άξια του βιβλιαρίου τούτου, λέγει ό Reinhardt, είναι μικρά, άλλά ο σκοπός, διά τον όποιον ό Παίσιος έγραψεν αυτό, έξεπληρώθη».
Έσκόπει νά έξεγείρη τόν έθνικόν φανατισμόν τών Βουλγάρων.
Δεύτερος, ό ιερεύς Στόϊκο Βλαδισλάβωφ (γνωστός άπό του 1794 ως επίσκοπος Βράτζης Σωφρόνιος) εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και έγραψε υπομνήματα (1804), τών όποιων γαλλική μετάφρασις ευρίσκεται παρά L. Leger, La Bulgarie (Παρίσιοι, 1885, σελ. 81 -84).
Διά ζοφερών χρωμάτων περιέγραφε την κατάσταση των χρόνων εκείνων και μάλιστα των ομοεθνών αυτού, επιδιώκοντας να αφύπνιση την εθνική αυτών συνείδηση.
Ό Ε. Reinhardt δέχεται, ότι ό Παίσιος και ό Σωφρόνιος επέδρασαν επί των Βουλγάρων, ιδίως των έμπορων και μεταναστών, μεταξύ των όποιων τάσσει και τον Γεώργιο Βενελίνο.
Άλλά ό Βενελίνος δεν ήτο Βούλγαρος, ήτο Ρουθηνός από την Αυστριακής Γαλικία , σπούδασε στο πανεπιστήμιο τής Λεμβέργης, έν Κισνοβίω τής Ρωσσίας ήλθεν εις σχέσεις μετά Βουλγάρων, παρά τών οποίων έδιδάχθη τήν βουλγαρικήν γλώσσαν, έμελέτησε τήν βουλγαρικήν ίστορίαν και εξέδωσε σχετικόν έργον,
«Οί αρχαίοι και νέοι Βούλγαροι» (1829).
Ή Ρωσσική Ακαδημία έστειλε τόν Βενελίνο εις τήν Ρουμανία και την Βουλγαρία , για να συλλέξει ιστορικά και φιλολογικά μνημεία, προς σύνταξη βουλγαρικής γραμματικής και λεξικού.
Έφερε από κει μεγάλη συλλογή ιστορικών έγγραφων και δημοτικών βουλγαρικών ασμάτων.
Τα έργα του Βενελίνου συνετέλεσαν στην περαιτέρω διάδοση και ενίσχυση τής αφυπνιστικής κινήσεως των Βουλγάρων.
Κατά το πρώτον ήμισυ τής ιθ' εκατονταετηρίδας ή αφύπνισης των Βουλγάρων ήτο τόση, ώστε από τις θεωρίες προέβησαν στα έργα.
Από του 1835 μέχρι του 1845 είχαν εις διάφορα μέρη τής χώρας ιδρυθεί 53 βουλγαρικά σχολεία, στα όποια έδιδάσκετο ή βουλγαρική γλώσσα και έδίδετο στοιχειώδης δημοτική έκπαίδευσις.
'Έχουμε είδηση, ότι "Έλληνες αρχιερείς ηθικώς και ύλικώς βοήθησαν την ίδρυση και συντήρηση βουλγαρικών σχολείων.
Ή εκπαιδευτική κίνησης εξακολούθησε και μετά από αυτά. Ίδρύθηκαν βουλγαρικά τυπογραφεία, εφημερίδες και περιοδικά (Β. Reinhardt, αύτ., σελ. 10 και έξ. V. Coloco-tronis, αύτ., σελ. 521 και 541. Π. Καρολίδης, Σύγχρονος "Ιστορία τών Ελλήνων, τόμος Δ7, σελ. 262 κ. έξ. 264 κ. έξ. Έμμ. Καρπάθιος, έν «Θεολογία»,τόμος 3°^, σελ. 362 και 364* τόμος 4°^ σελ. 124).
H εκκλησιαστική κίνησης των Βουλγάρων.
Τέλη του έτους 1839 ό σουλτάνος Άβδούλ Μετζήτ εξέδωσε τό Χάττι Σερίφ του Γκιουλχανέ (2 Νοεμβρίου), διά του οποίου εξασφαλίζετε ή ζωή, ή τιμή και ή περιουσία όλων των υπηκόων, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας.
Εκ τούτου οι Βούλγαροι άντλησαν ενθάρρυνση και ενίσχυση στις αξιώσεις αυτών.
Ή εκπαιδευτική αυτών κίνησης είχε ήδη αρχίσει και προαχθεί, ήτο, επομένως, κατάλληλος περίστασης, να στραφούν προς νέα κατεύθυνση, την εκκλησιαστική.
Ζητούν θείαν λατρείαν είς τήν έθνικήν αυτών γλώσσαν.
Το πατριαρχείο επέτρεψε στις βουλγαρικές πόλεις, στις όποιες υπήρχε βουλγαρική πλειονότητα, να τελείται ή θεία λατρεία σλαυϊστί, στις δε που έχουν βουλγαρική μειονότητα να τελείται ελληνιστή και σλαυϊστί.
(Π. Καρολίδης, έν τω Πανελληνίω Λευκώματι, ΣΤ' τόμος^ Αθήναι 1922, σελ. 52).
Έτσι, ήδη από του 1840 είχε επιτρέψει στον ναό του Παζαρτζικίου, πλησίον τής Φιλιππουπόλεως, ό αριστερός χορός να ψάλλει στην σλαβική γλώσσα, μετά επταετίας δε επέτρεψε σε δύο ναούς τής Φιλιππουπόλεως να τελείται, έκτος τής ελληνικής, και σλαβική λατρεία.
Στο άγιοταφικό μετόχι τής Άδριανουπόλεως, κατά την έποχή αύτη, ό πατριάρχης Ιεροσολύμων έπέτρεψε επίσης μικτή θεία λατρεία.
Ή βουλγαρική κοινότητα τής Κωνσταντινουπόλεως πρωΐμως απέκτησε ιδιαίτερο ναό , στον οποίον ή θεία λατρεία γινόταν αποκλειστικώς σλαυϊστί (1848).
Ό "εξελληνισμένος" Βούλγαρος Στέφανος Βογορίδης δώρισε την όχι μακράν του πατριαρχείου κειμένη οικία του, για να χρησιμεύει ως βουλγαρικός ναός.
Το πατριαρχείο ενήργησε παρά τη τουρκική κυβέρνηση, για να επιτρέψει την ανοικοδόμηση νέου και καταλληλότερου βουλγάρικου ναού και φρόντισε περί συλλογής εράνων.
Ό πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως "Άνθιμος ό ΣΤ' μετά των άλλων τριών πατριαρχών και τής ιεράς συνόδου κατέθεσε πανηγυρικώς τον θεμέλιο λίθο του ναού τούτου .
(Ε. Reinhardt, αύτ., σελ. 15 -18. Έμμ. Καρπάθιος, έν τή "Θεολογία", τό¬μος 4°S σελ. 42-59).
ΘΕΑΡΕΣΤΟΝ έργον ο Εξηλλινισμός των βαρβάρων(Βουλγάρων,τότε,Μαδαγασκαραίων σήμερα κλπ).Ο ίδιος ο Θεός είναι Έλλην!!!Πως θα καταλάβαινε τι του λέγανε οι Βούλγαροι στα Βουλγαρικά;Πως θα καταλάβει τώρα τη γλώσσα των μαύρων της Μαδαγασκάρης; Έτσι μάθαμε στους μάυρους να ψέλνουν"Νίκας τοις Βασιλεύση κλπ...." και "Χριστός Ανέστη εκ Νεκρών ..." στα Ελληνικά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Εξ άλλου σε όλες τις εικόνες απεικονίζεται Λευκός Γέρων Θεός!!!!!Θαντάζεσθε Νέγρο Θεό και να μιλά και Αφρικανικά; Εντροπή λίγη ΔΕΝ υπάρχει σαυτόν τον κόσμο;
ΑπάντησηΔιαγραφή