Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Μακεδονία: Η εκπαίδευση στον καζά Δράμας την περίοδο της Τουρκοκρατίας.


Εκπαιδευτήρια Δράμας.
Ευάγγελος Γ. Καρσανίδης. 


Σύγκριση ελληνικών και 
βουλγαρικών σχολείων
 στον καζά Δράμας (1840-1899)




Μια κοινή επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων για τα σχολεία (ελληνικά και βουλγαρικά) στην
περιοχή μας, αλλά και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, είναι δύσκολη, γιατί τα στοιχεία, κατά την επίμαχη περίοδο μετά το σχίσμα της βουλγαρικής εξαρχίας (1870) διαφέρουν πολύ μεταξύ τους και
δεν  μπορούν να θεωρηθούν απολύτως ακριβή, επειδή πολλές φορές εξυπηρετούσαν τις διάφορες εθνικές προπαγάνδες των κρατών που ενδιαφέρονταν για τη Μακεδονία.

Οι αριθμοί που παρουσίαζαν π.χ. οι ετήσιες εκθέσεις των βουλγαρικών αρχών για τα σχολεία και πληθυσμό σε κάθε περιοχή (πόλη ή χωριό) ήταν ανακριβείς, όπως γράφει στη μελέτη του ο Κλ. Νικολαΐδης. Μετά από έναν έλεγχο, για την ορθότητα των στοιχείων των προξενείων Αγγλίας και Γαλλίας, διαπιστωνόταν ότι οι βουλγαρικές αρχές δεν παρουσίαζαν αντικειμενικά την κατάσταση των σχολείων τους.

Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη σχετική μελέτη του Κλ. Νικολαΐδη, που
τυπώθηκε στο Βερολίνο και θεωρείται από τις καλύτερες και πιο αξιόπιστες για το θέμα μας.( Cl. Nikolaides, Macedonien. Die griechische Entwicklung der macedonischen Frage im A Iter turn, im Mittelalterin derneuen Zeit, Neue Aufgabe, Βερολίνο 1903, σ. 135 κ.ε..)

 Από τη μελέτη αυτή προκύπτει ότι ο βουλγαρικός πληθυσμός και ο αριθμός των βουλγαρικών σχολείων, τόσο στον καζά Δράμας όσο και στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, δεν ανταποκρινόταν σε ακριβή στοιχεία.

Εξακριβώθηκε δηλαδή ότι ενώ σε μερικά χωριά ή κωμοπόλεις λειτουργούσαν βουλγαρικά σχολεία με 6-8 μαθητές, οι βουλγαρικές αρχές παρουσίαζαν αριθμό μαθητών στα σχολεία τους 40-50.
Ακόμη, οι εκκλησιαστικές αρχές των Βουλγάρων, όσες υπήρχαν στην περιοχή αυτή, άρχισαν να
διαλύονται, ενώ τα σχολεία τους έμεναν πολλές φορές χωρίς μαθητές.

 Αυτό το διαπιστώνουμε από μια μαρτυρία του “Επιθεωρητή” των βουλγαρικών σχολείων στη Μακεδονία, Κίντσεφ,
 ο οποίος σε μια συνεδρίαση της “Μακεδονικής Εταιρείας” στη Σόφια, στις 26 Φεβρουάριου 1899, μεταξύ άλλων, είπε τα εξής:

“Στη Μακεδονία έχουμε να παλέψουμε όχι τόσο κατά του Μωαμεθανισμού, όσο κατά του Ελληνισμού.
Ο πρώτος ψυχορραγεί, αλλά ο Ελληνισμός αναπτύσσεται ακατάσχετα, σε όλες δε τις κοινότητες του επικρατεί  σφύζουσα και ακμαία ζωή.

 Εμπόριο και βιομηχανία, σχολεία και εκκλησία προπάντων όμως φλογερός πατριωτισμός, ενίσχυσαν τόσο πολύ, κατά τα τελευταία έτη τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, ώστε να βαρύνει σήμερα ως σπουδαίος παράγων στην πλάστιγγα.
Τη θέση αυτή κατέχει ο Ελληνισμός, κυρίως όμως στο νότιο ήμισυ της Μακεδονίας, ιδιαίτερα όμως στους νομούς Δράμας, Σερρών, Θεσσαλονίκης, Βοδενών (Έδεσσα),
Βιτωλίων (Μοναστήρι), Καστοριάς.

 Ιδιαίτερα παρατηρείται αυτό, στο Μοναστήρι, όπου τα ελληνικά σχολεία βρίσκονται σε μεγάλη άνθηση.
 Εκτός τούτου και η ισχυρότερη και ευπορότερη μερίδα των Κουτσοβλάχων τάσσεται αποκλειστικά υπέρ των Ελλήνων, οι περισσότεροι των οποίων διακρίνονται ως φανατικοί Έλληνες.
Υπολογίζω ότι 150.000 ψυχές ακόμη ανήκουν στο Πατριαρχείο”.


Βέβαια ο πληθυσμός των πιστών που ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν κατά πολύ μεγαλύτερος.
Λίγο αργότερα, στις 20 Απριλίου 1899, ο άλλοτε εμπορικός πράκτορας της Βουλγαρίας στα Σκόπια Ριζώφ απηύθυνε ανοικτή επιστολή προς τον ηγεμόνα Φερδινάνδο, στην οποία ομολογούσε ότι,
παρ όλη την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών στη Μακεδονία, οι Βούλγαροι τίποτε δεν κατόρθωσαν και επομένως είναι μεγάλη ανάγκη να χρησιμοποιήσουν άλλα μέσα (οργάνωση συμμορία φόνων, χρήση δυναμίτιδας και καταστροφές οικιών κ.ά.),
 όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ Νικολαΐδης στη μελέτη του.

 Ο Ριζώφ έγραφε επί λέξει: -“Αποτελεί τύφλωσιν ολεθρίαν δια τον βουλγαρισμόν, το να νομίζη το Υπουργείο Γραικώφ ότι δύναται να βελτιώση την θέσιν του βουλγαρισμού εν Μακεδονία διά της εφαρμογής εκκλησιαστικών και σχολικών συστημάτων.
Η δια των μέσων τούτων δράσις της Βουλγαρίας εν Μακεδονία εξηντλήθη και πλειότερα δεν δυνάμεθα να επιτύχωμεν διά του σχολείου και της εκκλησίας”.

Τα παραπάνω λόγια του βούλγαρου πράκτορα στα Σκόπια αποκαλύπτουν τις προθέσεις του ότι το τεχνητό οικοδόμημα, το οποίο δημιουργήθηκε στη Μακεδονία με τη βουλγαρική σχολική προπαγάνδα κινδύνευε να καταρρεύσει “ως ανεγερθέν” επάνω σε ένα ψέμα, δηλαδή επάνω στην ανύπαρκτη βουλγαρική εθνικότητα της Μακεδονίας.

Απέναντι στις παραπάνω δηλώσεις του εμπορικού πράκτορος των Σκοπίων, αρκούμεθα να αναφέρουμε την, κατά το έτος 1895, στατιστική των ελληνικών σχολείων της Μακεδονίας και να αντιπαραβάλουμε προς αυτήν τη στατιστική των βουλγαρικών σχολείων, και το ίδιο σχολικό έτος.

Αν και το έτος 1895 αποτελούσε για τους Βουλγάρους την ακμή της σχολικής τους δράσης, εντούτοις ο αριθμός των ελληνικών σχολείων υπερτερούσε σημαντικά, ακόμη και σε χωριά του ευρύτερου βόρειου τμήματος του καζά και σαντζακιού Δράμας, όπου τα βουλγαρικά σχολεία αλλού καταργούνταν ή περιορίζονταν σημαντικά.


Έτσι, κατά το έτος 1895 υπολόγιζε η βουλγαρική εξαρχία στους “επίσημους” δικούς της
 σχολικούς πίνακες για τη Μακεδονία
 συνολικά 429 βουλγαρικά σχολεία 
με 644 δασκάλους 
και 20.092 μαθητές και μαθήτριες. 

Η στατιστική των ελληνικών σχολείων έδινε στο
 σύνολό της 907 ελληνικά σχολεία 
με 1.245 δασκάλους 
και 53.633 μαθητές και μαθήτριες. 

Ειδικότερα, στους καζάδες Δράμας και Καβάλας λειτουργούσαν συνολικά 25 ελληνικά σχολεία (δημοτικά ή αστικές σχολές) με 43 δασκάλους και 1940 μαθητές.

 Λειτουργούσαν ακόμη 6 γραμματοδιδασκαλεία με 6 δασκάλους και 91 μαθητές και 1 παρθεναγωγεία και νηπιαγωγεία μαζί με 16 δασκάλες και 670 μαθήτριες - νήπια.

Η ετήσια δαπάνη για τη συντήρηση των παραπάνω συνολικά41 σχολείων, 65 δασκάλων και διδασκαλισσών και 2.681 μαθητών -μαθητριών ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των 44.820 γαλλικών φράγκων.


Αν λάβουμε υπόψη μας και το στατιστικό εκπαιδευτικό πίνακα του Γερμανού Richard ν. Mach, θα διαπιστώσουμε ότι οι στατιστικοί πίνακες των ελληνικών αρχών, ήτοι του υποπροξενείου Καβάλας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είναι οι ακριβέστεροι από τους άλλους,
γιατί “πάσα εκ προθέσεως υπερβολή ή πλαστογράφησις θα κατηγγέλλετο πάραυτα διά τυρρηνικής σάλπιγγος υπό των αντίθετων  και των ευνοϊκώς τούτοις διακειμένων ξένων ή εγχωρίων αρχών”.

Σύμφωνα λοιπόν με τους στατιστικούς πίνακες του παραπάνω Γερμανού βαλκανιολόγου,
στους καζάδες Δράμας και Καβάλας κατά το έτος που μνημονεύσαμε,
λειτουργούσαν
πέντε (5) βουλγαρικά σχολεία
 στο Γιουρετζίκ (Γρανίτης),
 στην Κουμπάλιστα (Κοκκινόγεια),
 στο Βόλακον (Βώλακας),
 Πλεύνα (Πετρούσα) 
και Προσοτσάνη με 140 μαθητές, 

έναντι 49 ελληνικών σχολείων με 2.222 μαθητές.
.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου