Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Η οικονομική άνοδος του ελληνισμού της Μακεδονίας και οι αποδημίες του. Tα μακεδονικά αστικά κέντρα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα

Του Κ. Βακαλόπουλου.

1. Μετά το  1600 μεγαλώνει το ρεύμα των μεταναστών της Μακεδονίας προς την Σερβία, τη Ρουμανία, την Αυστρία και την Ουγγαρία.
Από τη Δυτική Μακεδονία ξεκινούσαν πολλά καραβάνια, τα οποία περνούσαν από το Βελιγράδι και το Ζέμουν και έφταναν στο αυστριακό έδαφος.
Από τη Θεσσαλονίκη ξεκινούσαν τρεις δρόμοι, μέσω της Βοσνίας, μέσω των Σερρών, του Μελένικου, της Σόφιας, του Βιδινίου προς την Αυστρία και τη Βιέννη και μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς τη Νίσσα και Βελιγράδι.

 Τα καραβάνια σε ολόκληρη τη Βαλκανική ήταν στα χέρια των Ελλήνων, ιδίως των Μετσοβιτών και των Ζαγοριτών της Ηπείρου, καθώς και των Κοζανιτών και Σιατιστινών της Μακεδονίας.

 Πολλοί από τους Μακεδόνες αποδήμους ήταν βλαχόφωνοι (Κουτσόβλαχοι) και ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο. Αρκετοί απ ’ αυτούς ήταν ονομαστοί κτίστες και έφταναν στην Σερβία, στο Σρέμ, στην Σλοβενία και ως αυτήν την Αυστρία.

Μετά το 1760 διογκώθηκε εντυπωσιακά το ρεύμα των Ελλήνων αποδήμων της Μακεδονίας προς τις γιουγκοσλαβικές χώρες.

 Οι απόδημοι αυτοί γίνονται φορείς του ελληνικού πολιτισμού και του ελληνικού τρόπου ζωής.


Η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε ευρύτατα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Σερβίας. Ανάμεσα στους Έλληνες Μακεδόνες που διακρίθηκαν για την πολιτιστική τους δραστηριότητα, ήταν και ο Δημήτριος Δημητρίου, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην πνευματική και λογοτεχνική κίνηση της κροατικής νεολαίας στο Zagreb και στο Gratz και συνδέθηκε στενά με τον πρωτεργάτη της ιλλυριστικής κίνησης Λουδοβίκο Γκάι.

Σημαντική υπήρξε η παρουσία των Ελλήνων μοναχών του Αγ. Όρους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, οι οποίοι ίδρυσαν εκεί μονές και συνέβαλαν στην ενίσχυση της ελληνικής παιδείας. Μακεδόνες απόδημοι μνημονεύονται στην Τρανσυλβανία κατά τα μέσα του 16ου αιώνα.

Ο ελληνισμός του Sibiu οργανώνεται σε κομπανίες (συντεχνίες). Συγκροτημένες ελληνικές κοινότητες δημιουργούνται και στην Ουγγαρία με πολυάριθμα ελληνικά σχολεία.

 Οι Έλληνες της Πέστης ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο των τροφίμων και των βιοτεχνικών προϊόντων.
Η παρουσία του ελληνισμού της Βούδας και της Πέστης υπήρξε ιδιαίτερα έντονη. Αρκετοί Έλληνες σπούδασαν στα ανώτερα ή κατώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ουγγαρίας, όπως ο Δημ. Καρακάσης από τη Σιάτιστα, ο Καστοριανός παιδαγωγός Ιωάννης Εμμανουήλ, ο Καστοριανός ποιητής Αθαν. Χριστόπουλος, ο Σιατιστινός έμπορος και λόγιος Γεώργ. Ζαβίρας και ο Κλεισουριώτης Δημ. Δάρβαρης.
Στο πανεπιστημιακό τυπογραφείο της Βούδας τυπώθηκαν πολλά ελληνικά βιβλία, που συνέβαλαν στην αφύπνιση και στον διαφωτισμό των Ελλήνων.

Μετά το 1718, την συνθήκη του Πασσάροβιτς, συρρέουν πολλοί Έλληνες Μακεδόνες στην Αυστρία και στη Βιέννη.

 Η οικονομική ακμή των Μακεδόνων εμπόρων συμπίπτει με τις αρχές του 19ου αιώνα.

Στη Βιέννη διδάσκουν επιφανείς δάσκαλοι του Γένους, όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Άνθιμος Γαζής, ο Κωνστ. Κούμας, ο Κωνστ. Βαρδαλάχος, ο Βασ. Παπαευθύμιος και ο Νεόφυτος Δούκας.

Η Βιέννη αποτελεί την εποχή αυτή το μεγαλύτερο πολιτικό και πνευματικό κέντρο της Κεντρικής Ευρώπης. Στη Βιέννη εκδίδονται πολλά βιβλία και περιοδικά Μακεδόνων δασκάλων και η «Εφημερίς» των Σιατιστινών Μαρκιδών Πούλιου (1792-1797).

Ακόμη την ίδια εποχή οι γερμανικές πανεπιστημιουπόλεις γίνονται κέντρα σπουδών των Ελλήνων μεταναστατών.

2. Η οικονομική και πνευματική πρόοδος των Ελλήνων αποδήμων της Δυτικής κυρίως Μακεδονίας στον βαλκανικό και στον ευρωπαϊκό χώρο είχε σημαντικές οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές επιδράσεις στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.

 Στον γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας ξεχωρίζουν
 δύο σημαντικά επίκαιρα αστικά κέντρα,
οι Σέρρρες και το Μελένικο.

Οι Σέρρες είχαν αναπτύξει αξιόλογη εμπορική κίνηση στα τέλη του 18ου αιώνα με τον ευρωπαϊκό χώρο. Ανάλογη ήταν και η εκπαιδευτική δραστηριότητα του ντόπιου ελληνισμού ήδη από
roc μέσα του 18ου αιώνα με την πρωτοβουλία του μητροπολίτη Γαβριήλ (1735-1745).

 Στις αρχές του επόμενου αιώνα Σερραίοι έμποροι της Βιέννης και του Brasov κάμουν σημαντικές δωρεές για την ίδρυση ελληνικών σχολείων.

 Στα 1815-1819 δίδαξε στις Σέρρες ο Μηνάς Μηνωίδης, άριστος ελληνιστής και παλαιογράφος. Στο Μελένικο οι κάτοικοι είχαν επιδοθεί κυρίως στην επεξεργασία του μεταξιού και στην κατεργασία δερμάτων και διατηρούσαν πυκνές εμπορικές επαφές με την Αυστρία και την Γαλλία. Σπουδαία πνευματική φυσιογνωμία του Μελένικου υπήρξε ο Δημήτριος Καλαμπακίδης, διευθυντής του «Ελληνικού σχολείου», με αξιόλογο συγγραφικό έργο.

Το σωζόμενο γραπτό καταστατικό της ελληνικής κοινότητας Μελενίκου μας διαφωτίζει αρκετά γύρω από την κοινοτική διοίκηση της κωμόπολης και την λειτουργία των πολυάριθμων συντεχνιών της.
Στη Δυτική Μακεδονία είχε αναπτυχθεί πολύ μεγάλη εμπορική κίνηση σε διάφορα μικρότερα και μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Οι κάτοικοι της Σιάτιστας μετέφεραν στην Αυστροουγγαρία και στη Γερμανία δέρματα και γουναρικά και διατηρούσαν πολυάριθμους εμπορικούς οίκους, όπως ο Ιωάννης και Αθανάσιος Μανούσης, ο Δημήτριος και Νικόλαος Χατζημιχαήλ, ο Ιωσήφ Νάκου και άλλοι. Πολλοί μετανάστευαν στην Ευρώπη, για να γλιτώσουν από τα δεινά της κυριαρχίας του Αλή πασά.

Στη Σιάτιστα δίδαξε στα 1720-1722 ο Μεθόδιος Ανθρακίτης στο εκεί ελληνικό σχολείο, ενώ άλλοι 'Ελληνες λόγιοι από τη Σιάτιστα, όπως ο Δημ. Καρακάσης, ο Γεωργ. Ρούσης και ο Γεώργ. Ζαβίρας, διακρίθηκαν στο εξωτερικό.

Εξαιρετικά σημαντική ήταν η συμβολή των Κοζανιτών αποδήμων στην εκπαιδευτική ανάπτυξη της Κοζάνης. Πολλοί απόδημοι Κοζανίτες έμποροι και λόγιοι, όπως ο Δημ. Σακελλάριος, ο Γεώργ. Καραγιάννης, ο Γ εώργ. Λασσάνης, ο Γ εώργ. Σακελλάριος, ο Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, συντέλεσαν στην οικονομική και πνευματική άνοδο της πατρίδας τους. Στην Κοζάνη δίδαξε στα 1746-1752 ο Ευγένιος Βούλγαρις. Ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Σέλιτσας, του Βογατσικού και της Βλάστης αποδημούσε επίσης στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη.

Αξιοσημείωτη είναι κατά το δεύτερο μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα η εμπορική και η εκπαιδευτική κίνηση της Καστοριάς. Ήδη στα 1715 λειτουργούσαν στην πόλη αυτή τρία ελληνικά σχολεία. Στην Καστοριά δίδαξαν επιφανείς λόγιοι, όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Αναστάσιος Βασιλόπουλος, ο Ιωάν. Εμμανουήλ, ο Κωνστ. Μιχαήλ και άλλοι. Στον εμπορευματικό τομέα τα γουναρικά αποτελούσαν τη σημαντικότερη απασχόληση των κατοίκων της, που διατηρούσαν εμπορικά κα¬ταστήματα όχι μόνο στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, αλλά και στη Βιέννη, στη Λειψία, στη Δρέσδη και στη Μόσχα. 'Εντονη υπήρξε την εποχή εκείνη επίσης η οικονομική δραστηριότητα του ελληνικού πληθυσμού της Κλεισούρας.

Παρά την ένταση της ληστρικής δραστηριότητας, που σημειώνεται στον βόρειο και βορειοδυτικό γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα επί Αλή πασά λόγω των αλλεπάλληλων επιθέσεων των πολυάριθμων Αλβανών και Τούρκων μπέηδων, αλλά και εξαιτίας της αναταραχής που επικρατεί στις παραμονές του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου 1787-1792, ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η παρουσία του μακεδονικού ελληνισμού στην βορειότερη ζώνη.

 Στο Μοναστήρι συρρέουν πολλοί βλαχόφωνοι Έλληνες από διάφορες περιοχές της Μακεδονίας και σύντομα η πόλη αυτή εξελίσσεται σε επίκαιρο σημείο της Άνω Μακεδονίας.
Γύρω από το Μοναστήρι είχαν σχηματιστεί πολυάριθμες ελληνοβλαχικές κοινότητες όπως το Μεγάροβο, το Τίρνοβο, η Νιζόπολη, το Γκόπεσι, η Μηλόβιστα, το Κρούσοβο, η Άνω και Κάτω Μπεάλα, ο Περλεπές, η Αχρίδα και αρκετά βορειότερα τα Βελεσά και τα Σκόπια.

 Στο Κρούσοβο είχαν συνοικιστεί ελληνικοί πληθυσμοί από τη Νότια Μακεδονία, την Ήπειρο και την Αλβανία. Οι Έλληνες του Κρουσόβου ξενιτεύονταν στα ευρωπαϊκά και στα βαλκανικά κράτη και είχαν αναπτύξει αξιόλογη εμπορική δράση.

3. Στην Κεντρική Μακεδονία, όπου επεκτεινόταν η κυριαρχία του Αλή πασά, η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε.
 Πολλά χωριά από ελεύθερα γίνονταν τσιφλίκια του Αλή πασά, του οποίου η ανάμειξη στην εσωτερική διοίκηση των περιοχών είχε σαν συνέπεια την αναζωπύρωση διενέξεων και αντιζηλιών.

 Στα 1798 ο Αλή πασάς κυριεύει την Έδεσσα, που αριθμούσε την εποχή αυτή 500 ελληνικά σπίτια και 1500 τουρκικά.

 Έπειτα, έχοντας ως ορμητήριο την Έδεσσα, κατέλαβε και την Βέροια. Τοποθέτησε εκεί φουρά και υποχρέωσε τους κατοίκους να του πληρώνουν φόρο.

Η Βέροια είχε 18.000-20.000 κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους. Ο Αλή πασάς, μετά την επιβολή της εξουσίας του στην Έδεσσα και στη Βέροια, επιχείρησε με δόλια μέσα να προσαρτήσει και την ανθηρή οικονομικά Νάουσα με 3.000-4.000 κατοίκους.

Η Νάουσα φημιζόταν για το κρασί της. Αυτοδιοικούνταν από 8-10 κοινοτικούς άρχοντες. Η παρουσία δύο ισχυρών κομμάτων στην ελληνική κοινότητα της Νάουσας, του συντηρητικού Μάμαντη (Δραγατά) και του φιλελεύθερου Ζαφειράκη από τους αρματολούς, δημιούργησε σφοδρή σύγκρουση αν άμεσά τους και έδωσε την δυνατότητα στον Αλή πασά να επιτεθεί στην κωμόπολη, αλλά απέτυχε (1795-1798).

Αργότερα οι Έλληνες κάτοικοι της Νάουσας παραδόθηκαν από μόνοι τους στον Αλή πασά, ο οποίος συμφώνησε μαζί τους ως προς τον τρόπο της διοίκησης της πόλης και όρισε ως άρχοντά της τον Ζαφειράκη.
Ωστόσο οι Ναουσαίοι δεν απέφυγαν τις αλβανικές επιδρομές και την διαρπαγή των πλουσιότερων σπιτιών, των καταστημάτων και των εκκλησιών τους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η κυριαρχία του Αλή πασά άρχιζε από την περιοχή της Αχρίδας και Καστοριάς, προχωρούσε προς Ν. και ΝΑ. ως το χωριό Πύργος των Γιαννιτσών και ως τους πρόποδες του Ολύμπου, περιλάμβανε την Κατερίνη και έφτανε ως το Ελευθεροχώρι. Η εγκατάσταση αλβανικών φρουρών στις κατακτημένες περιοχές υποχρέωνε τους χριστιανικούς πληθυσμούς να μετακινούνται προς τα ασφαλέστερα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου εκτεινόταν η στρατιωτική διοίκηση του Ισμαήλ μπέη των Σερρών.

Οι Σέρρες κατοικούνταν στις αρχές του 19ου αιώνα από 25.000-30.000 κατοίκους και υπήρξε κόμβος πολλών δρόμων προς την Κατερίνη και την Ανατολική Μακεδονία.
Η πόλη αποτελούσε σημαντικό εμπορευματικό κέντρο και οι εξαγωγές του ακατέργαστου βαμβακιού σημείωναν συνεχή άνοδο. Στην περιοχή της δικαιοδοσίας του Ισμαήλ μπέη των Σερρών υπαγόταν επίσης ο Σωχός και η Νιγρίτα.

 Αξιόλογο εμπορικό κέντρο αποτελούσε ακόμη η Καβάλα με 3.000 κατοίκους.

Η Θεσσαλονίκη εξακολουθούσε να παραμένει το κύριο λιμάνι της Μακεδονίας και σημαντικό εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου. Πριν από τους ναπολεόντειους πολέμους μνημονεύονται στη Θεσσαλονίκη 18 εμπορικοί οίκοι (11 γαλλικοί, 2 αγγλικοί, 1 βενετικός, 1 αυστριακός, 3 λιβουρνέζικοι-εβραϊκοί, οι 2 υπό την προστασία της Γερμανίας και 1 της Γαλλίας). Πάντως η εμπορική κίνηση της Θεσσαλονίκης παρουσιάζει συνεχή κάμψη ύστερα από την έναρξη των ναπολεόντειων πολέμων (1792).

Στη Θεσσαλονίκη κατοικούσαν 30.000 Τούρκοι, 16.000 Έλληνες, 12.000 Εβραίοι, 2.000 Ευρωπαίοι και 500 περίπου οικογένειες Ντονμέδων.
 Επικεφαλής του ελληνικού κλήρου ήταν ο μητροπολίτης, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν οι επισκοπές της Γαλάτιστας, του Καψοχωρίου, του Κίτρους, της Ρεντίνας και του Πλαταμώνα.

Οι Έλληνες, οι Εβραίοι και οι Ντονμέδες ασχολούνταν αποκλειστικά σχεδόν με την βιοτεχνία και το εμπόριο. Κύριοι φορείς της βιομηχανικής και εμπορικής κίνησης της Θεσσαλονίκης εξακολουθούσαν να είναι οι Εβραίοι. Η πόλη αυτή ήταν η κυριότερη έδρα του γερμανικού εμπορίου. Οι Γερμανοί αγόραζαν απ' αυτήν σημαντικές ποσότητες βαμβακιού και τις μετέφεραν στη Βιέννη, στην Γερμανία και στην Ελβετία. Ιδιαίτερη ανάπτυξη παρουσίαζε και η αυστριακή εμπορική δραστηριότητα.
 Αντίθετα κάθετη πτώση σημείωνε το γαλλικό εμπόριο.
Στη Χαλκιδική δέσποζαν την εποχή αυτή τα Μαντεμοχώρια, που εκμεταλλεύονταν τα αργυρωρυχεία, με κύριο τόπο εξαγωγής του αργύρου το χωριό Σιδερόκαψα.

 Οι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων ήταν οργανωμένοι σε συνεταιρισμό για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των υποχρεώσεών τους. Έτσι δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη ομοσπονδία χωριών από μεταλλωρύχους και άλλους εργάτες, στην οποία περιλαμβάνονταν 12 μεγάλα χωριά και 360 μικρότερα.

Οι Μαντεμοχωρίτες υπάγονταν υποχρεωτικά στον διευθυντή των μεταλλείων (madem emin), του συγκέντρωνε στα χέρια του την πολιτική και αστυνομική εξουσία, χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει στην εσωτερική διοίκηση της κοινοπραξίας.
Ο madem emin έγινε ουσιαστικά ανεξάρτητος διοικητής.
 Οι 12 κωμοπόλεις που αποτελούσαν τα Μαντεμοχώρια,
ήταν η Γαλάτιστα, η Βάβδος, τα Ραβνά, ο Στανός, η Βαρβάρα, η Λιαρίγκοβη (η σημερινή Αρναία που είχε 400 περίπου σπίτια), το Νοβοσέλο, ο Μαχαλάς, το Ίσβορο, η Χωρούδα, τα Ρεβενίκια και η Ιερισσός.

 Η επανάσταση του 1821 αναστάτωσε την οργάνωση των χωριών της ομοσπονδίας. Άλλη μια ομάδα ελεύθερων χωριών της Χαλκιδικής ήταν τα Χασικοχώρια (Χάσια).

Τα 15 αυτά ελευθεροχώρια βρίσκονταν ΝΔ της περιοχής των Μαντεμοχωρίων. Μικρή ομοσπονδία χωριών αποτελούσαν και τα 12 χωριά της Κασσάνδρας με κέντρο την Βάλτα, όπου έδρευε Τούρκος βοεβόδας.
Η Κασσάνδρα απολάμβανε πολιτικά, θρησκευτικά και κοινοτικά προνόμια. Στην πρωτεύουσα του Αγ. Όρους, στις Καρυές, συνέρρεαν την εποχή αυτή εργάτες, βιοτέχνες, έμποροι και νέοι μαθητές, οι οποίοι έδιναν μια ζωντανή εικόνα στη γνωστή μέχρι τότε μοναστική ηρεμία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου