Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Γ.Ε.Σ: Το Βουλγάρικο Κομιτάτο ΕΜΕΟ-VMRO

ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ ΣΤΡΑΤΟΥ,  ΔΙΕΘΥΝΣΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΟΥ, Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ  ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΣ ΘΡΑΚΗΝ ΓΕΓΟΝΟΤΑ  


Τά Βουλγαρικά Μακεδονικά Κομιτάτα

 (Ίδρυσις—Συγκρότησις—Έπιδιωκόμενος Σκοπός)
Ιερείς της Ορθόδοξης Βουλγαρικής Εξαρχίας
 περιστοιχισμένοι από αντάρτες του ΒΜΡΟ
 


44. ’Από του 1870, όταν έδημιουργήθη ή Βουλγαρική Εξαρχία, ολόκληρος ή δραστηριότης τής Βουλγαρικής προπαγάνδας είς Μακεδονίαν διενεργείτο κυρίως είς τά όμιλούντα τό σλαυόφωνον ιδίωμα διαμερίσματα.


Είχεν ώς σκοπόν τήν άπόσχισιν τών διαμερισμάτων αύτών άπό τό Πατριαρχείον καί τήν ένίσχυσιν τής Εξαρχίας διά τής δημιουργίας νέων σχισματικών έξαρχικών μητροπόλεων.
Όλη ή προσπάθεια τών Βουλγάρων άπέβλεπεν είς τό πώς νά άποκτήσουν τά δύο τρίτα του πληθυσμού τών χωρίων, συμφώνως πρός τόν περί Εξαρχίας νόμον τής ’Οθωμανικής Αύτοκρατορίας, ώστε νά έπιτευχθή ή άπομάκρυνσίς των άπό τό Πατριαρχείον, ό διορισμός είς αύτά σχισματικών ιερέων καί διδασκάλων και ό δι’ αύτών έκβουλγαρισμός τών πληθυσμών.


Όποιος έδηλούτο ώς σχισματικός, εθεωρείτο καί Βούλγαρος.


Ή δέ βουλγαρική δραστηριότης, ή όποία είχεν άρχίσει ώς μία εκκλησιαστική κίνησις, μέ τήν πάροδον τού χρόνου άπέβη μέσον τής Βουλγαρικής πολιτικής, ή όποία άπέβλεπεν εις τήν προπαρασκευήν τών συνθηκών διά τήν δημιουργίαν ισχυρού Βουλγαρικού Κράτους, συμφώνως πρός τούς σκοπούς τού ρωσικού πανσλαυϊσμού, όπως δέ έν συνεχεία διεφάνη, θά έπεδιώκετο ή πραγματοποίησή τούτου διά τής Μεγάλης Βουλγαρίας τού ‘Αγίου Στεφάνου.


Αί έπιτυχίαι τής σχισματικής κινήσεως, μέχρι τού 1894, ύπήρξαν αξιόλογοι, όχι όμως και άποφασιστικαί.
Παρ’ όλα αύτά, όταν κατά τό έτος τούτο τήν κυβέρνησιν τού Σταμπούλωφ διεδέχθη ή κυβέρνησις Στωίλωφ, εγκαινίασε μίαν πολιτικήν άμέσου έπεμβάσεως είς τήν Μακεδονίαν, μή άρκουμένη πλέον, ώς ή προκάτοχός της, εις τήν πολιτικήν τής άπαιτήσεως άπό τήν Τουρκικήν Κυβέρνησιν εύνοϊκών «Βερατίων» διά την ’Εξαρχίαν.


 Τήν εφαρμογήν τής πολιτικής αύτής επέβαλλε κυρίως τό γεγονός, ότι τά άποτελέσματα τής έκκλησιαστικής κινήσεως, καίτοι σημαντικά, δέν παρουσιάζοντο έν τούτοις ταχέα ούτε καί ήλλοίωνον τήν Έλληνικήν όψιν τής Μακεδονίας είς τό σημείον πού έπεθύμουν οί Βούλγαροι.


 Παρ’ όλας τάς πιέσεις, τάς οίκονομικάς παροχάς καί τήν χρησιμοποίησιν μιας συγγενούς γλώσσης είς τάς εκκλησίας καί τά σχολεία οί σλαυόφωνοι χωρικοί τής Μακεδονίας δέν έδείκνυον μεγάλην προθυμίαν είς τό νά άπαρνηθούν τό Πατριαρχείον, διότι είχον βαθείαν έλληνικήν συνείδησιν οί περισσότεροι καί ό ‘Ελληνισμός έξηκολούθει νά διατηρή τήν αίγλην του επ’ αύτών.


 Είς ούδέν χωρίον τής σλαυοφώνου ζώνης είχεν επιτύχει νά επικράτηση τό σχίσμα έξ ολοκλήρου. 


Εις όσα δέ έξ αύτών είχον διορισθή σχισματικοί ιερείς καί διδάσκαλοι, έξηκολούθει νά ύφίσταται παραλλήλως καί ισχυρά μερίς πιστών χωρικών εις τό Πατριαρχείον, χαρακτηριζόμενοι ύπό τών Βουλγάρων ώς «γραικό μάνοι», ήτοι Έλληνομανείς, έπειδή έκράτουν έπακριβώς καί σταθερώς τάς έλληνικάς παραδόσεις.


Αλλον σοβαρόν παράγοντα διά τήν εφαρμογήν τής πολιτικής άμέσου έπεμβάσεως άπετέλουν οί έκατασταθέντες Μακεδόνες σχισματικοί είς Βουλγαρίαν. ’Από πολύ ενωρίς, ιδιαιτέρως όμως άπό τής ίδρύσεως τού Βουλγαρικού κράτους, σοβαρός αριθμός σλαυοφώνων σχισματικών έκ Μακεδονίας ήρχισε νά έγκαθίσταται είς τήν Βουλγαρίαν. 


Τήν μετανάστευσιν αύτήν ηύνόει ή Βουλγαρική Κυβέρνησις, χορηγούσα άθρόως ύποτροφίας είς τούς μαθητάς τών Βουλγαρικών σχολείων είς Μακεδονίαν καί διευκολύνουσα τάς οίκογενείας αύτών νά εγκατασταθούν είς Βουλγαρίαν.


Μέχρι τού 1900 οι έγκατασταθέντες σλαυόφωνοι Μακεδόνες είς Βουλγαρίαν ύπελογίζοντο είς 100.000 περίπου.
 Τό σπουδαιότερον όμως ήτο ότι  μέγας αριθμός έξ αύτών, μορφωμένων ώς έπί το πλείστον, κατείχον σημαντικάς θέσεις είς τήν διοίκησιν, τήν ’Εκκλησίαν καί τόν Στρατόν.
 Τό ένα τρίτον τών αξιωματικών τού Βουλγαρικού Στρατού, περί τούς 1.500 δημοσίους ύπαλλήλους (έπί συνόλου 38.000) καί 1262 ιερείς (έπί συνόλου 3.412), ήσαν όλοι των σχισματικοί έκ Μακεδονίας.
 Επίσης σοβαρός αριθμός διδασκάλων προήρχετο έκ Μακεδονίας, κάθε δέ έτος 300 περίπου σπουδασται έκ Μακεδονίας κατηυθύνοντο πρός την Βουλγαρίαν, κατόπιν ύποστηρίξεως πάντοτε τής Βουλγαρικής Κυβερνήσεως.
Ολοι αυτοί έπιμόνως έπίεζον διά μίαν άμεσωτέραν έπέμβασιν είς τήν Μακεδονίαν καί καθίσταντο, ώς συμβαίνει μέ τους νεοφώτιστους, φανατικότεροι τών Βουλγάρων έθνικιστών.


Μέ πυρήνας τούς φανατικούς αύτούς νεοφωτίστους Βουλγάρους έσχηματίσθησαν είς Βουλγαρίαν πλείσται ’Οργανώσεις.
 Άπό τού 1894 ήρχισαν δραστηρίως νά προβαίνουν εις τήν συγκρότησιν συλλαλητηρίων, τήν διενέργειαν εράνων, τήν αγοράν όπλων και τήν στρατιωτικήν έκπαίδευσιν συμμοριτών μέ τάς ίδρυθείσας είς εύρείαν κλίμακα Λέσχας Σκοποβολής.
Μέ τήν πάροδον τού χρόνου αί ’Οργανώσεις απέκτησαν μεγάλην δύναμιν καί κατέστησαν τό Μακεδονικόν Ζήτημα πρωτεύον θέμα τής Βουλγαρικής πολιτικής.
 Διά τών αντιπροσώπων των εις τό κοινοβούλιον, τάς εφημερίδας, τόν στρατόν καί τήν διοίκησιν έξειλίχθησαν είς κράτος έν κράτει. Ή Βουλγαρική Κυβέρνησις και ό πρίγκηψ Φερδινάνδος έπεδείκνυον μέγιστον ένδιαφέρον διά τήν προαγωγήν τής κινήσεως.


Τό έτος 1895 έλαβε χώραν Συνέδριον είς Σόφιαν, τό όποιον συνήνωσεν όλας τάς ’Οργανώσεις αύτάς είς μίαν καί μόνην ύπό τήν Άνωτάτην Μακεδονικήν Επιτροπήν, ώς συνήθως άπεκαλείτο.


Πρόεδρος τής Άνωτάτης Επιτροπής  ήτο ό καθηγητής Μιχαηλόφσκυ, κύριος όμως μοχλός τής όλης κινήσεως παρουσιάζετο ό στρατηγός Τσόντσεφ.


Δραστηριώτερον μέλος ήτο ό συνταγματάρχης Γιαγκώφ, ό όποιος κατήγετο άπό τήν Ζαγορίτσανην (Βασιλειάδα) τής Καστορίας.
 Ή Όργάνωσις είναι γνωστή καί ώς «Κομιτάτον τών Βαρχοβιστών» έκ του ονόματος τής Άνωτάτης ’Επιτροπής, ή όποία άπεκαλείτο τότε «Βαρχόβ Κομιτέτ».


Οί οπαδοί τής Όργανώσεως άπεκαλούντο «Βαρχοβισταί», 
εδρα δέ τής Όργανώσεως ήτο ή Σόφια.


Κύριος σκοπός τού κομιτάτου τών βαρχοβιστών, τό όποιον ένεφανίζετο άπροκαλύπτως ώς βουλγαρικόν, ήτο ό έκβουλγαρισμός του Μακεδονικού έλληνισμού καί ή άμεσος ένσωμάτωσις τής Μακεδονίας είς τήν Βουλγαρίαν, συμφώνως μέ τούς δρους τής συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.


 Τά μέσα μέ τά όποια προεβλέπετο νά έπιτευχθή ό σκοπός αυτός, έβασίζοντο είς τήν χρησιμοποίησιν του Βουλγαρικού Κρατικού Μηχανισμού καί τών Ιδρυμάτων του, ιδιαιτέρως δέ τής Βουλγαρικής ’Εξαρχίας.
 Ολα είχον καλώς προσχεδιασθή διά μίαν άποτελεσματικήν ένοπλον έπίθεσιν κατά τής Μακεδονίας.


Εκτός όμως τού κομιτάτου τών βαρχοβιστών, είχεν ίδρυθή, κατόπιν βουλγαρικής έμπνεύσεως άπό τού 1893, έντός τής τουρκοκρατουμένης Μακεδονίας καί μία άλλη Όργάνωσις, γνωστή ύπό τήν ονομασίαν «’Εσωτερική Μακεδονική ’Επαναστατική Όργάνωσις — ΕΜΕΟ».


 Ή ΕΜΕΟ διηυθύνετο ύπό Κεντρικής ’Επιτροπής, ή όποία διεμορφώθη τό ετος 1894.


Τήν επιτροπήν άπετέλουν μερικοί βουλγαροδιδάσκαλοι, μορφωμένοι σχισματικοί καί μερικοί πρόκριτοι, είχε δέ του τίτλον «Σεντράλ Κομιτέτ».


Έκ τού τίτλου τούτου οί οπαδοί τής ΕΜΕΟ άπεκαλούντο «Σαντραλισταί».


 Ή ΕΜΕΟ είναι γνωστή καί ώς «Κομιτατον τών Σαντραλιστών».


 Ή εδρα τής Όργανώσεως ήτο, 
ώς καί τών βαρχοβιστών, 
είς Σόφιαν.


Ή ΕΜΕΟ παρουσιάζετο ώς ανεξάρτητος τής κινήσεως τών βαρχοβιστών, μέ φαινομενικών σκοπόν τήν δι’ επαναστατικής δράσεως έξασφάλισιν πολιτικής αυτονομίας είς τήν Μακεδονίαν.
Απώτερος όμως καί τελικός σκοπός αυτής τής κινήσεως ήτο ή μετά τήν αύτονόμησιν προσάρτησίς της είς τήν Βουλγαρίαν, κατά τό προηγούμενον τής ’Ανατολικής Ρωμυλίας τό ετος 1885.


 Επομένως βαρχοβισταί καί σαντραλισταί, κατευθυνόμενοι έκ Σόφιας, άπέβλεπον είς τόν αυτόν σκοπόν, μέ διαφορετικάς μεθόδους.


45. Τό ίστορικόν τής ΕΜΕΟ ήρχισε τό έτος 1893, όταν κατόπιν οδηγιών έκ Σόφιας συνεκλήθη σύσκεψις είς Ρέσναν (έπί Γ/Β εδάφους), εις τήν όποίαν συμμετέσχον
οί Νταμε Γκρούεφ—διευθυντής βουλγαρικού σχολείου Θεσσαλονίκης,
 Χρήστος Τατάρτσιεφ—ιατρός,
Γκότσε Ντέλτσεφ—βουλγαροδιδάσκαλος,
Πέρε Τόσεφ,
Γεώργιος Πετρώφ—διευθυντής βουλγαρικού σχολείου Θεσσαλονίκης,
Πέτρος Ποπάρσωφ—έπιθεωρητής βουλγαρικών σχολείων εις Σκόπια,
 Ίβάν Χατζηνικολώφ,
Χρήστος Μπογιατζήεφ
 καί Άποστόλ Δημητρώφ.


Ολοι αυτοί ώς άντιπρόσωποι δήθεν τών σλαυοφώνων έκείνων Μακεδόνων, οί όποιοι είχον ένστερνισθή τό άπό μακρού χρόνου προπαγανδιζόμενον εις Βουλγαρίαν και είς Μακεδονίαν άπατηλόν σύνθημα «ή Μακεδονία διά τους Μακεδόνας» προέβησαν είς τήν συγκρότησιν τής ΕΜΕΟ καί καθώρισαν τούς σκοπούς καί τάς άρχάς της.


Κατά τόν έκλεγέντα ώς Πρόεδρον είς τήν σύσκεψιν Χρήστον Τατάρτσιεφ, σκοπός τής άνωτέρω όργανώσεως ήτο ή δημιουργία τών προύποθέσεων διά τήν αύτονόμησιν τής Μακεδονίας, μέ κυρίαρχου είς αύτήν τό Βουλγαρικόν στοιχείον.


 Ό ’ίδιος ό Τατάρτσιεφ κατά τήν σύσκεψιν είπε :
 «Δέν δυνάμεθα νά υίοθετήσωμεν τήν αποψιν περ'ι άμέσου προσαρτήσεως τής Μακεδονίας είς τήν Βουλγαρίαν, διότι διαπιστώνομεν τό γεγονός, ότι  ή προσάρτησίς αυτή θά συνάντηση μεγάλα εμπόδια, λόγω τής άντιδράσεως τών Μεγάλων Δυνάμεων και νών φιλοδοξιών τών μικρών κρατών έναντι τής Τουρκίας. 
Ούτε και μάς επερνούσεν ή ιδέα ότι  μία αυτόνομος Μακεδονία θά ήδύνατο εύκολώτερον νά ένωθή μετά τής Βουλγαρίας... .» ( ).


 Επομένως, επειδή ή άμεσος προσάρτησίς τής Μακεδονίας είς τήν Βουλγαρίαν έθεωρείτο κατά τήν έποχήν εκείνην ώς άνεδαφική, άπεφάσισεν ή επιτροπή νά προβάλλη ώς σκοπόν τού νεοδημιουργουμένου Εσωτερικού Κομιτάτου, τήν αύτονόμησιν τής Μακεδονίας καί τήν δημιουργίαν της δήθεν είς Κράτος.


Μέλη τού νεοσυσταθησομένου κράτους θά καθίσταντο όλοι οί Μακεδόνες ίσοτίμως καί άνευ διακρίσεως θρησκείας ή έθνικότητος. 


Διαπιστούται συνεπώς έξ αύτής τής ιδρυτικής συσκέψεως τής Εσωτερικής Όργανώσεως, ότι  ό περί αύτονομίας τής Μακεδονίας σκοπός της άπετέλει καθαρόν πολιτικόν έλιγμόν καί προπαγανδιστικού τέχυασμα.
Έπίστευον δηλαδή τά ιδρυτικά μέλη αύτής ότι  εύκολώτερου θά άνεπτύσσετο ή ΕΜΕΟ, έάν άπέκρυπτε τόν βουλγαρισμόυ της καί άπηυθύυετο πρός όλους τούς Μακεδόνας, είτε σχισματικοί ήσαν αύτοί είτε έμμένοντες είς του Ελληνισμού και τό Πατριαρχείου.


Μετά τήν συγκρότησιν τού πρώτου αυτού διοικητικού πυρήυος τής ΕΜΕΟ, κατέστη δυνατή ή ταχεία έπέκτασις τής όργανώσεως είς ολόκληρου τήν σλαυόφωνον ζώνη τής Μακεδονίας. Άρχικώς ή προσηλύτισις έστράφη κυρίως πρός τούς διανοουμέυους καί τούς κάπως ισχυρότερους οίκονομικώς σχισματικούς. Μετά παρέλευσιν έτους έπεξετάθη είς όλα σχεδόυ τά σλαυόφωνα διαμερίσματα, εις τά όποία υπηρχον σχισματικά βουλγαρικά σχολεία.


 Ή νέα σύσκεψις τής όργανώσεως ελαβε χώραν τό επόμενον ετος 1894. Κατ’ αυτήν άπεφασίσθη ή δημιουργία ενόπλου επαναστατικής όργανώσεως διά του δογματισμού τών χωρικών, τής έξευρέσεως-καί διανομής είς τούτους όπλων καί διά τής έκπαιδεύσεως τών κατοίκων τών χωρίων είς τήν ενοπλον δράσιν.


 Ό προπαγανδιζόμευος σκοπός τής ΕΜΕΟ ήτο ή άπελευθέρωσις τής Μακεδονίας άπό τόν Τουρκικόν ζυγόν καί ή έξασφάλισις αύτής διά τούς Μακεδόνας, οί οποίοι κατά τούς προπαγανδιστάς τής όργανώσεως άπετέλουν χωριστήν δήθεν εθνότητα.


Διά τού τρόπου τούτου, ό διατυπωθείς ύπό τού Τατάρτσιεφ κατά τήν σύσκεψιν τού 1893 άπώτερος καί τελικός σκοπός τής ΕΜΕΟ, περί προσαρτήσεως τής Μακεδουίας είς τήν Βουλγαρίαν, άπεκρύπτετο έπιμελώς.


Πολλοί όμως μορφωμένοι σλαυόφωνοι Μακεδόνες προσήρχοντο είς τήν όργάνωσιν πιστεύοντες, ότι  αύτή άπετέλει καθαρώς Μακεδονικήν ύπόθεσιν. Μεταξύ τούτων ύπήρχον καί οί έξτρεμισταί σοσιαλισταί Σαντάνσκυ καί Πανίτσα, ώς καί πολλοί άναρχικοί καί μηδενισταί.


 'Όλοι αύτοί, μορφωμέοι είς τό σύνολόν των καί δραστήριοι όργανωταί, έπέτυχον νά καταλάβουν ήγετικάς θέσεις είς τήν διοίκησιν τής ЕМЕΟ καί ταχέως τήν εφερον είς μερικήν άντίθεσιν μέ τήν Βουλγαρικήν έκκλησίαν καί τούς πλέου επεκτατικούς Βουλγαρικούς κύκλους.


Ή Βουλγαρική Κυβέρνησις, προ τής πειστικότητος μετά τής όποίας διεδίδοντο είς τούς σχισματικούς Μακεδόνας αί ίδέαι τής ΕΜΕΟ, κυρίως αί περί άμέσων επαναστατικών ενεργειών, ήρχισε νά άνησυχή, ότι αύταί θά άπέβαινον ενδεχομένως είς βάρος τών εθνικών Βουλγαρικών συμφερόντων.


 Έφοβείτο δηλαδή ή Βουλγαρική Κυβέρνησις, ότι μία πρόωρος επαναστατική κίνησις τής ΕΜΕΟ θά αφύπνιζε τούς Ελληνας καί τούς Σέρβους καί θά τούς έξηνάγκαζε νά άποστείλουν  δικούς των πράκτορας καί άνταρτικά σώματα είς Μακεδονίαν. Τούτο θά άπέβαινεν είς βάρος της, διότι δέν είχεν άκόμη προωθηθή έπαρκώς ή έξαρχική προπαγάνδα καί πολλά έκ τών χωρίων τής σλαυοφώνου ζώνης έπέμενον νά πιστεύουν είς τόν Ελληνισμού καί τό Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.


 Έπί πλέον μία έξέγερσις τών Βουλγάρων τής Μακεδονίας θά προεκάλει έπέμβασιν τών Μεγάλων Δυνάμεων, πριν ή έξασφαλισθή ή βουλγαρική θέσις είς αύτήν, όπότε τό Μακεδονικού Ζήτημα θά έπελύετο συμφώνως πρός ξένα συμφέροντα διά τήυ Βουλγαρίαν.
Ολοι οί φόβοι αύτοί άπετέλεσαν ενα νέου παράγοντα έφαρμογής τής πολιτικής τής άμέσου Βουλγαρικής έπεμβάσεως είς Μακεδονίαν, ώστε νά μή άπολεσθή τό μέχρι τότε κερδηθέν διά τής εκκλησιαστικής κινήσεως έδαφος ( ).


46. ’Ήδη άπό τού θέρους του 1895, βουλγαρικοί συμμορίαι συνολικής δυνσμεως 600 περίπου άνδρών, όργανωθείσαι καί έκπαίδευθείσαι ύπό του Βόριδος Σαράφωφ, άξιωματικού του Βουλγαρικού στρατού έκ Νευροκοπίου, ήρχισαν νά είσέρχωνται είς τήν Μακεδονίαν.
Ο Βερχοβιστής Σαράφωφ και
ο Σεντραλιστής Τσακαλάρωφ.


Αί συμμορίαι προωρίζοντο νά δράσουν είς τήν περιοχήν Στρωμνίτσης καί τήν όρεινήν περιοχήν του Όρβήλου (Πιρίν), άλλ’ ή παραμονή των είς τάς περιοχάς αύτάς ήτο βραχεία.
Τήν 12ην ’Ιουλίου 1895 ολόκληρος ή δύναμις τών συμμοριών, ύπό τάς διαταγάς τού Σαράφωφ, ένήργησεν αίφνιδιαστικήν έπίθεσιν κατά τής μικράς Τουρκικής φρουράς τού Μελενίκου, τήν όποίαν έξουδετέρωσε καί κατέλαβε τήν πόλιν.


 Εντός του Μελενίκου αί Βουλγαρικοί συμμορίαι παρέμεινον έπ’ όλίγας μόνον ώρας. Έν συνεχεία άπεχώρησαν, άφού έφόνευσαν επτά 'Έλληνας καί κατέκαυσαν τό διοικητηρίον, τό ταχυδρομείον, ώς καί μερικάς οικίας Τούρκων κατοίκων. Μετ’ όλίγας ήμέρας διέβησαν τά σύνορα καί έπανήλθον είς τήν Βουλγαρίαν ( ).


Ή Βουλγαρική Κυβέρνησις προσεπάθησε νά δώση είς τήν δρασιν τών συμμοριών αύτών έντυπωσιακόν χαρακτήρα.
Τήν κατάληψιν του Μελενίκου συνεδύασε μέ έντονον δημοσιογραφικόν θόρυβον, άποσκοπούσα νά πείση τήν Εύρωπαϊκήν διπλωματίαν ότι  είς τήν Μακεδονίαν έπεκράτει άνυπόφορος κατάστασις καί ότι  τό μεγαλύτερον μέρος του πληθυσμού της, μέ επικεφαλής τό βουλγαρικόν στοιχείον, ήτο έτοιμον πρός έξέγερσιν.
Παραλλήλως προέβη είς έντονον διπλωματικήν δραστηριότητα, ζητήσασα άπό τάς Μεγάλας Δυνάμεις τήν εφαρμογήν του άρθρου 23 τής Συνθήκης του Βερολίνου.


 Διά δέ τού Βουλγάρου Έξάρχου έζήτησεν άπό τήν Τουρκικήν Κυβέρνησιν τήν εκδοσιν «Βερατίων» διά τόν διορισμόν Βουλγάρων επισκόπων είς τάς επαρχίας Δίβρης, Κιλκίς, Στρωμνίτσης, Μελενίκου καί Μοναστηριού.


Τά αποτελέσματα τών Βουλγαρικών ενεργειών ύπήρξαν εύεργετικά διά τήν Βουλγαρικήν Κυβέρνησιν, διότι επέτυχε νά πείση τήν Εύρωπαϊκήν διπλωματίαν ότι  τό Μακεδονικόν Ζήτημα δέν θά ήτο δυνατόν νά έπιλυθη, χωρίς νά ληφθή ύπ’ όψιν ό βουλγαρικός παράγων.
 Έπί πλέον συνέβαλον αί ένέργειαι αύταί είς τήν άναγνώρισιν τού ήγεμόνος τής Βουλγαρίας Φερδινάνδου έκ μέρους της Ρωσίας.
 Όμως, παρά τάς έπιτυχίας της αύτάς, ή Βουλγαρική Κυβέρνησις δέν έπέτυχε νά διευθετήση άπολύτως καί τάς τυπικάς άντιθεσέις της μέ τήν ΕΜΕΟ.
Αί άντιθέσεις αύταί, άφορώσαι κυρίως είς θέματα τακτικής καί διευθύνσεως του άγώνος, είχον ώς βασικόν αίτιον τάς ύποκρυπτομένας μεταξύ τών ηγετικών στελεχών τών δύο ’Οργανώσεων, Εξωτερικής καί Εσωτερικής, προσωπικάς άντιζηλίας καί φιλοδοξίας ( ).


Ή ΕΜΕΟ ήρχισε νά άναπτύσσεται μέ κέντρον κυρίως τάς βορείους περιοχάς τής Δυτικής Μακεδονίας.


Κατά τήν θερινήν περίοδον του 1896 συνεκλήθη νέα διάσκεψις, είς τήν όποίαν καθωρίσθησαν αί βασικαί άρχαί διά τήν περαιτέρω άνάπτυξιν καί δρασιν τής όργανώσεως.
Ολόκληρος ή Μακεδονία διεχωρίσθη είς πέντε επαναστατικούς τομείς, ήτοι τής Θεσσαλονίκης, τού Μοναστηριού, τών Σκοπιών, τής Στρωμνίτσης, τών Σερρών καί τής Θράκης, μέ επίκεντρου έπί τής τελευταίας τήν περιοχήν τής Άδριανουπόλεως. Βραδύτερου κάθε τομεύς ύποδιηρέθη είς ύποτομείς καί όλοι των έλάμβανον οδηγίας καί κατευθύνσεις έκ τής εις Σόφιαν Κεντρικής Επιτροπής.


 Έν συνεχεία καθωρίσθησαν οί τρόποι έξευρέσεως χρημάτων καί προμήθειας όπλων διά τάς άνάγκας τής όργανώσεως. Τέλος διετυπώθησαν τά προπαγανδιστικά σχέδια διά τήν έξάπλωσιν τής όργανώσεως καί τήν μονοπώλησιν τού άπελευθερωτικού κατά τών Τούρκων άγώνος είς Μακεδονίαν.


Τό ζήτημα τής έξευρέσεως τών άναγκαίων χρημάτων καί του εξοπλισμού τής όργανώσεως έλύθη εύνοϊκώς δι’ αύτήν.
Διά τήν έξεύρεσιν τών χρημάτων έχρησιμοποιήθη κάθε θεμιτόν καί άθέμιτον μέσον.
Κατ’ άρχήν διενηργήθησαν προαιρετικοί έρανοι, άργότερον όμως καί ύποχρεωτικοί τοιούτοι διά τής διαθέσεως 'Ομολογιών .
 Οί έπιφορτισμένοι μέ τά οικονομικά τής ΕΜΕΟ δέν έδίστασαν νά προβούν καί είς έκτελέσεις άτόμων, τά όποία έδυστρόπουν είς τήν καταβολήν τών καθωρισθέντων είς αύτά χρηματικών ποσών.


Ως άλλο μέσον χρηματισμού έχρησιμοποιήθη ή απαγωγή άξιολόγων προσώπων καί ή άπελευθέρωσίς των, κατόπιν καταβολής ύπερόγκων λύτρων.


Χαρακτηριστική έπί τού προκειμένου είναι ή άπαγωγή της Άμερικανίδος ιεραποστόλου Μις Στόουν (Stone), τήν όποίαν άπήγαγε τήν 21ην Αύγούστου 1901 ή όμάς Σαντάνσκυ, Τσερνοπέεφ, Άσένωφ καί Πετρώφ έπί τής οδού Μπάνσκου—Τζουμαγιάς.


Τελικώς άπηλευθερώθη κατόπιν καταβολής 14.000 χρυσών τουρκικών λιρών.
’Αλλά καί άπό τήν Βουλγαρικήν Κυβέρνησιν έλάμβανεν ή ΕΜΕΟ οίκονομικήν ένίσχυσιν.
Πολλά έκ τών χρημάτων τής κυβερνήσεως, προοριζόμενα δήθεν διά τά Βουλγαρικά σχολεία είς Μακεδονίαν, έλάμβανον τήν άγουσαν πρός τά ταμεία τής ΕΜΕΟ.


Τόν έξοπλισμόν τής ΕΜΕΟ καί τήν όργάνωσίν τών ένόπλων ομάδων αύτής είχεν άναλάβει ό Γκότσε Ντέλτσεφ, ό όποιος κατ’ άρχάς ελαβεν έκ τής Βουλγαρικής Κυβερνήσεως 4.000 τυφέκια του Βουλγαρικού Στρατού.


Άργότερον όμως διεπίστωσεν εις Σόφιαν, άπό τάς σχετικάς συζητήσεις μέ τόν Βούλγαρον Υπουργόν τών Στρατιωτικών, ότι ή Βουλγαρική Κυβέρνησις θά ήλεγχε τήν χορήγησιν τών αντιστοίχων πυρομαχικών, ώστε δι’ αύτών νά ένασκή άπόλυτον ελεγχον έπί τής δράσεως τής ΕΜΕΟ.


'Ως έκ τούτου οί ήγέται τής ΕΜΕΟ, έπιθυμούντες νά διατηρούν κάποιαν άνεξαρτησίαν έναντι τής Βουλγαρικής Κυβερνήσεως καί τών βαρχοβιστών, άπεφάσισαν νά στραφούν καί πρός άλλας πηγάς προσπορισμού όπλων.


Κατά τό 1900 άπεστάλη ύπό τής όργανώσεως είς ’Αθήνας καί Λάρισαν διά τήν άγοράν όπλων ό βουλγαροδιδάσκαλος Μανώλ Ροζώφ, ό όποιος όμως μή γνωρίζων τήν Έλληνικήν ούδέν επέτυχε.


Μετ’ ολίγον έπεσκέφθη τήν Ελλάδα  διά τόν αυτόν σκοπόν ό Τσακαλάρωφ, ό όποιος παρουσιασθεις είς διαφόρους εμπόρους ώς ’Αλβανός έξ Ίωαννίνων, κατώρθωσε νά προμηθευθή όπλα άπό τήν Εταιρείαν Μαλτσινιώτη καί νά μεταφέρη αυτά είς τά Τρίκαλα.


 Έκ τής πόλεως αυτής μετέφερε τά όπλα είς τήν Κρυσταλλοπηγήν, τόν Φεβρουάριον του 1902.


 Διά τήν αυξησιν του άνεφοδιασμού είς όπλα άνετέθη είς τους ξυλοκόπους του Τριβούνου (Τύρσιας) Φλωρίνης, οί όποιοι έγνώριζον καλώς τάς όδούς πρός τήν Ελλάδα, νά διενεργούν λαθρεμπόριον όπλων, διά του οποίου, άφ’ ενός μέν έπωφελούντο οίκονομικώς οί ίδιοι, άφ' ετέρου δέ ηύξάνετο τό απόθεμα τής ΕΜΕΟ είς οπλισμόν.


 Ή έξ Ελλάδος όμως προμήθεια όπλων διεκόπη ταχέως, διότι ή μέν Ελληνική ’Αστυνομία ένέτεινε τήν έπαγρύπνησίν της, αί δέ Τουρκικαί Άρχαι τών συνόρων ήρχισαν νά προβαίνουν είς λεπτομερείς έρευνας τών διερχομένων τά σύνορα άγωγέων.


 Άλλη πηγή προσπορισμού όπλων ύπήρξε καί ή Αλβανία, είς τήν όποίαν τά διάφορα ληστρικά στοιχεία της εύχαρίστως έπώλουν όπλα είς τήν ΕΜΕΟ.
Παρ’ όλην όμως τήν άναπτυχθείσαν δραστηριότητα ύφίσταντο πάντοτε ελλείψεις όπλων είς τήν ΕΜΕΟ, διότι πολλά άπό τά προμηθεύομε να έχάνοντο κατά τήν μεταφοράν των ή άνευρίσκοντο κατά τάς διενεργουμένας έρεύνας είς τά διάφορα χωρία υπό τών Τουρκικών Αρχών.


 Σοβαρόν άτύχημα ύπέστη ή όργάνωσις έκ τών άποκαλύψεων είς τάς όποίας προέβη ό παραδοθείς είς τάς Τουρκικάς Άρχάς Ίβάντσε Μπουζώφ, έντεταλμένος τής ΕΜΕΟ μέ τήν προμήθειαν καί άπόκρυψιν όπλων.
Όνομασθείς Λοχίας τής Τουρκικής χωροφυλακής, περιήλθεν μετά είδικώς συγκροτηθέντος άποσπάσματος τήν ύπαιθρον, όπου κατόπιν ύποδείξεώς του άνευρέθησαν πλείσται άποθήκαι οπλισμού καί συνελήφθησαν πλέον τών 100 μελών έκ τής ΕΜΕΟ.


Πέραν τών εντόνων ενεργειών της διά τήν έξεύρεσιν χρημάτων καί είδών οπλισμού, ή ΕΜΕΟ έπέδειξε μεγίστην δραστηριότητα καί είς τόν τομέα τής προπαγάνδας.


 'Ως κυρίαν επιδίωξιν, μετά τήν διάσκεψιν τού έτους 1896, έθεσαν οί ήγέται τής όργανώσεως τήν κινητοποίησιν τού πληθυσμού τών χωρίων.


 Είς αύτήν ύπεβοηθήθησαν εύρέως άπό τούς διδασκάλους καί τούς καθηγητάς τών Βουλγαρικών σχολείων.


Ό βουλγαροδιδάσκαλος υπηρξεν ό κύριος προπαγανδιστής τής ΕΜΕΟ, ό πυρήν πέριξ τού όποιου συνεκροτείτο ή έπιτροπή έκάστου χωρίου καί ή ένοπλος αύτού όμάς.


 Μέ βάσιν τά Βουλγαρικά σχολεία ταχέως έπεξετάθη ή ΕΜΕΟ καί δέν περιωρίσθη μόνον είς τήν άπλήν συγκρότησιν τών έπαναστατικών της έπιτροπών καί τών ένοπλων ομάδων της.


Συγχρόνως έπεδίωξε νά είσέλθη καί είς τήν οίκονομικήν ζωήν τών χωρίων καί νά έκτελή καί άστυνομικά καθήκοντα. Είς έκείνα έκ τών χωρίων πού έπεκράτει ή ΕΜΕΟ, έπεδίωκε νά ρυθμίζη τάς οικονομικάς σχέσεις μεταξύ τσιφλικούχων καί κολλήγων, μεταξύ εργοδοτών καί εργαζομένων, νά όργανώνη δέ καί τήν είσπραξιν τού φόρου τής δεκάτης.


Προσεπάθει νά αντικαθιστά τήν Τουρκικήν δικαστικήν εξουσίαν καί εξωθεί τους χωρικούς νά μή μεταβαίνουν διά τάς διαφοράς των είς τά Τουρκικά δικαστήρια ή τους κατά τόττους εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, άλλά νά άπευθύνωνται είς τους κατά τόπους άντιπροσώπους της. Παραλλήλως ειχεν οργανώσει καί έκτελεστικήν άστυνομίαν, ή όποία ενήργει φοβεράν τρομοκρατίαν, έκτελούσα αμέσως κάθε ύποπτον είς τούς σκοπούς τής όργανώσεως ή κάθε άντιτιθέμενον είς τάς έντολάς τής ΕΜΕΟ.


47. Ή έπέκτασις τών οργανώσεων τής ΕΜΕΟ καί ή τάσις μερικής άνεξαρτητοποιήσεως αύτής άπό τήν άμεσον επιρροήν καί κατεύθυνσιν τής Βουλγαρικής Κυβερνήσεως, προεκάλει είς τήν τελευταίαν σχετικός άνησυχίας.
Αί άνησυχίαι αύταί ηύξήθησαν μετά τό 1898, όταν μερικαί άπό τάς είσελθούσας είς Μακεδονίαν βαρχοβιστικάς συμμορίας περιήλθον ύπό τήν επιρροήν φιλοδοξών μεμονωμένων περιφερειακών κύκλων τής ΕΜΕΟ, οί όποιοι έκ λόγων προσωπικής άντιζηλίας ήκολούθουν πολλάκις ιδίαν γραμμήν τακτικής.


 Τούτο συνέβη μέ τάς τσέτας τού Μιχαήλ Πόπετο, τού Χρήστου Τσερνοπέεφ, τού Γεωργίου Ίβάνωφ—τού γνωστού ώς Μάρκου Λερίνσκι, οί όποιοι ήσαν όλοι των ύπαξιωματικοί τού Βουλγαρικού στρατού.


 Τό ίδιον συνέβη καί μέ τόν Γιάννε Σαντάνσκυ, ό όποιος δύο φοράς είχεν είσέλθει είς Μακεδονίαν, ώς μέλος βαρχοβιστικής τσέτας.


Πηγήν άνησυχιών τής Βουλγαρικής Κυβερνήσεως άπετέλει επίσης καί τό γεγονός τής σταθερας διατηρήσεως τής θέσεως του Ελληνισμού είς ολόκληρον τήν σλαυόφωνον ζώνην τής Μακεδονίας.


Παρ  όλας τάς επαγγελίας τών έξαρχικών διακηρύξεων, οί σλαυόφωνοι Ελληνες τής Μακεδονίας έξηκολούθουν νά παραμένουν προσκεκολλημένοι είς τόν Ελληνισμόν καί τό Πατριαρχείον. 


Τήν εμμονήν των είς τόν Ελληνισμόν ούτε αί προπαγανδιστικοί διακηρύξεις τής ΕΜΕΟ κατώρθωσαν νά καταρρίψουν, διότι ό Μακεδών χωρικός έγνώριζεν έξ ενστίκτου ότι ή αύτονομιστική δήθεν κίνησις τής ΕΜΕΟ συνεταυτίζετο τελικώς μέ τήν έκκλησιαστικήν κίνησιν τής Βουλγαρικής Εξαρχίας.


 Έξαρχικοί βουλγαροδιδάσκαλοι ήσαν οί ήγέται καί οί προπαγανδισταί τής ΕΜΕΟ, οί όποίοι τόν προέτρεπον νά άπαρνηθή τό Πατριαρχείον καί νά προσχωρήση είς τό Σχίσμα.


Οσον καί άν έφαίνετο ότι διαφοροποιούντο είς τήν κορυφήν τά δύο βουλγαρικά κομιτάτα, δηλαδή ή Εξωτερική καί ή Εσωτερική Όργάνωσις, είς τήν βάσιν των παρουσιάζοντο μέ ποινήν γραμμήν δράσεως κατά τού ‘Ελληνισμού.


Οί ήγέται τής ΕΜΕΟ, παρ’ όλας τάς τυπικάς διαφοράς αί όποίαι τούς διεχώριζον άπό τήν Βουλγαρικήν ’Εξαρχίαν καί τό Βουλγαρικόν κράτος, τελικώς θά συνεταυτίζοντο πλήρως μετά τούτων καί μοιραίως τό Μακεδονικόν Ζήτημα θά κατέληγεν είς ΈλληνοΒουλγαρικόν άγώνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου