Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Βυζαντινή παρακαταθήκη:Η Ιερά γυναικεία Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας Παγγαίου

Σχετικές Αναρτήσεις στο Yauna:


του Κωνσταντίνου Ι. Κοντού.
Γενικά

Στο δρόμο Σερρών - Καβάλας, αμέσως μετά την Κοινότητα Κορμίστας, στα όρια των νομών Σερρών - Καβάλας, στη βόρεια πλευρά του κατάφυτου όρους Παγγαίου, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, σε υψόμετρο 753 μ., βρίσκεται η ιερά μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας.

Είναι ένας από τους δύο ιερούς χώρους της Ανατολικής Μακεδονίας, που συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πόλο έλξης πλήθους πιστών, που έρχονται να προσκυνήσουν την "αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου" και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της.

Είναι κτισμένη σε μια απόκρημνη χαράδρα του Παγγαίου όρους, περιτριγυρισμένη από πυκνά και παρθένα δάση.

Δεν ανήκει σε έδαφος της Αλιστράτης, πλην όμως, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Αλιστράτης, τους κατοίκους της και το θρησκευτικό συναίσθημά τους, ιδιαίτερα τους παλαιότερους χρόνους.
Αριθμεί ιστορική αξία πολλών αιώνων και τιμάται στο όνομα της Θεοτόκου, της οποίας σώζεται εκεί αχειροποίητος εικόνα, προ αμνημονεύτων ετών και που προσελκύει τους χριστιανούς όλης της Μακεδονίας, αλλά και της Ελλάδος.

Σε μικρή απόσταση, βόρεια της μονής, σώζονται ερείπια μακρού τείχους, όπου κατά την παράδοση ήταν βυζαντινό φρούριο.

 Κατά μία εκδοχή, στη θέση αυτή των ερειπίων υπήρχε κατά τους αρχαίους χρόνους ειδωλολατρικός ναός, τον οποίο αργότερα, όπως λέγεται, ο μητροπολίτης Σώζων των Φιλίππων μετέτρεψε σε χριστιανικό. 

Τέλος, όπως αναφέρουν άλλοι ερευνητές, στη θέση εκείνη ίσως να βρισκόταν το μαντείο του Διονύσου, θεού των Σατρών.

Το μοναστήρι της Παναγίας Εικοσιφοίνισσας, δεν είναι απλώς ένα εκκλησιαστικό μνημείο με σημαντική καλλιτεχνική αξία, αλλά και χώρος ο οποίος συγκεντρώνει κάθε χρόνο περί τους 500.000 προσκυνητές.

Η μονή (κατά το παρελθόν ανδρική), κυρίως στην περίοδο της τουρκοκρατίας, προσέφερε πολλά για τη διατήρηση της ορθοδοξίας και του ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.
 Αντιμετώπισε επανειλημμένα καταστροφές και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων.
Σήμερα στο μοναστήρι λειτουργούν γυναίκες μοναχές.

Ετυμολογία του ονόματος

Για την προέλευση του ονόματος της μονής, η οποία αναφέρεται και ως Κοσιφοίνιτσα, Κοσσυφινίτσα, Κοσφίνισσα, Κοσίνισσα, Κοσίνιτζα και Κόσνιτζα, υπάρχουν τρεις κυρίως ερμηνείες.

Η πρώτη, συνδέεται με την εμφάνιση ενός αγγέλου στον Άγιο Γερμανό, ιδρυτή της μονής. Όταν, λοιπόν, ο Γερμανός, έλαβε από τον άγγελο το πρώτο πρόσταγμα της Θεοτόκου, βρισκόταν σε μια όαση είκοσι φοινίκων.
Καθοδηγούμενος από τη Θεοτόκο, έφθασε στο Παγγαίο μετά από επτά χρόνια και, όπως αναφέρει η παράδοση, ονόμασε τη μονή που έκτισε Εικοσιφοίνισσα, σε ανάμνηση της τοποθεσίας στην όαση των φοινίκων.

Την προφορική αυτή παράδοση για την ονομασία της Εικοσιφοίνισσας, διηγόταν ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κατσιβάκης, που ήταν μέχρι το 1956 ηγούμενος της μονής.

Μία άλλη εξήγηση, συνδέει την ονομασία με την ανεύρεση του αγιάσματος της μονής. Όταν ο Άγιος Γερμανός ήρθε στον τόπο αυτό για να κτίσει το μοναστήρι, λυπόταν από την έλλειψη νερού και παραπονιόταν στη Θεοτόκο.
Τότε εμφανίζεται ένα κοτσίφι (κόσσυφος), το οποίο ακολούθησε ο Άγιος και το είδε να κρύβεται σε ένα σημείο που καλυπτόταν από πυκνά βάτα.
 Εκεί βρήκε δροσερή πηγή.
Πρόκειται για το σημείο όπου και σήμερα αναβλύζει νερό, κάτω από το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Την εξήγηση αυτή αναφέρει ο γνωστός στιχουργός του 18ου αι. Καισάριος Δαπόντες σε ποίημά του, με τίτλο "Απαρίθμησις των ονομαστών ναών και μονών της Παναγίας", το οποίο έγραψε το 1768.
Η τελευταία εξήγηση συνδέεται με το θαύμα της αχειροποιήτου εικόνας της Παναγίας.

Συγκεκριμένα, πιστεύεται ότι η ονομασία της μονής προήλθε από το χρώμα της εικόνας.
 Λέγεται ότι εκείνοι που αντίκρισαν για πρώτη φορά την εικόνα, την είδαν να αστράφτει και να σκορπά κοκκινωπό φως.
 Από το "φοινικούν" φως, δηλαδή το κόκκινο, όπως η πορφύρα των Φοινίκων, προέρχεται η ονομασία:

 Εικών φοινίσσουσα - Εικών φοίνισσα> Εικοσιφοίνισσα. Την εξήγηση αυτή αναφέρει ο ηγούμενος της Εικοσιφοίνισσας Χρύσανθος (1782) και ο Σιναΐτης μοναχός Ιλαρίων ο Κρης (1819) που εξέδωσε τα συγγράμματα του Χρύσανθου.

Η ίδρυση της Μονής

Κατά την παράδοση, η μονή ιδρύθηκε το έτος 450 μ.Χ. με τη συνδρομή και τη βοήθεια του μητροπολίτη Φιλίππων Σώζοντος. 

Ως κύριος, όμως, κτήτωρ αναφέρεται ο όσιος Γερμανός το έτος 518 μ.Χ., ο οποίος από πολύ μικρή ηλικία ασκήτευσε στους Αγίους Τόπους, στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.
 Σε ηλικία τριάντα ετών, άγγελος του μετέφερε πρόσταγμα της Θεοτόκου να μεταβεί στη Μακεδονία και πάνω σε κάποιο όρος να κτίσει ναό στο όνομά της.
Ο άγιος δίστασε και η εντολή επαναλήφθηκε. Αναχώρησε, λοιπόν, για μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι.

Πέρασε από την Καβάλα, τη Δράμα, όπου βόρεια της πόλης έκτισε ένα ναό, όταν παρουσιάστηκε ξανά άγγελος και του έδωσε νέες οδηγίες.

Έτσι, βρέθηκε στο Παγγαίο όρος, κοντά στα ερείπια της Βίγλας. Σκάβοντας για τη θεμελίωση του ναού, βρήκε δύο σταυρούς, που πιθανολογείται ότι προέρχονταν από τον αρχαίο ναό, τον οποίο έκτισε ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων.

Τα θαύματα που γίνονταν με τη δύναμη των σταυρών, προκάλεσαν τη συγκίνηση των κατοίκων των γύρω χωριών, οι οποίοι πρόσφεραν χρήματα για το έργο.

Η μνήμη του αγίου Γερμανού γιορτάζεται στις 22 Νοεμβρίου, ενώ ο βίος του σώζεται στο χειρόγραφο κώδικα 19 του ερμαρίου 59 της Λαυρεντιανής βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας.

 Στο χωριό Άγιος Γερμανός των Πρεσπών, υπάρχει τάφος και βυζαντινός ναός με το όνομά του.

Δεύτερος κτήτωρ της αρχαιοτάτης αυτής μονής θεωρείται ο Διονύσιος, ο οποίος χρημάτισε οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1472-1478).
 Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στη μονή, όπου και πέθανε.
Από την Εκκλησία μας ανακηρύχθηκε άγιος και τα λείψανά του φυλάσσονται μέχρι σήμερα στη μονή.

Περιγραφή της Μονής

Η μονή βρίσκεται σε μια θαυμάσια τοποθεσία, μέσα στα δάση του Παγγαίου, σε υψόμετρο 753 μέτρων και αποτελεί επιβλητικό οικοδομικό συγκρότημα, το οποίο διαιρείται σε δύο μέρη:

Στην κυρίως μονή και στο χώρο που προορίζεται για τους προσκυνητές.
Ο δεύτερος αυτός χώρος περιλαμβάνει ξενώνα τριών κτιρίων, με 200 συνολικά κρεβάτια, διαμέρισμα για το λειτουργό ιερέα, τραπεζαρία για αυτοεξυπηρέτηση των προσκυνητών, παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής και ανθόκηπο με παλιό σιντριβάνι.
Η κυρίως μονή έχει στο κέντρο τον επιβλητικό ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου και περιλαμβάνει το Ηγουμενείο, τα κελιά των μοναχών, το αρχονταρίκι, το παρεκκλήσι της αγίας Βαρβάρας με το αγίασμα, το μουσείο, την τράπεζα, τα εργαστήρια και συναφείς εγκαταστάσεις, ενώ όλο το συγκρότημα περιβάλλει, κατά τη συνήθεια των παλιών μοναστηριών, υψηλό τείχος.

 Μπροστά από τη μονή υπάρχει πλατεία με αιωνόβια πλατάνια.

 Κοντά σε αυτή βρίσκεται το μνημείο των 172 μοναχών της Εικοσιφοίνισσας που σφαγιάστηκαν το 1507 από τους Τούρκους. 

Τα νέα κτίρια κτίστηκαν το 1972. Στον εξωτερικό τοίχο της μονής, υπάρχει μαρμάρινο προσκυνητάρι, όπου κατά τις πανηγύρεις τοποθετείται η αχειροποίητη εικόνα της Θεοτόκου, ενώ μπροστά της τελείται αγιασμός και αγιάζονται τα πλήθη των πιστών που συρρέουν στην πλατεία της μονής.

Ιστορική αναδρομή

Η μονή πριν από το 1474 ήταν πλουσιότατη σε κτήματα και μετόχια, όπως ανέφερε το σιγίλιο του πατριάρχη Συμεών.

Η περιουσία της εκτεινόταν από το Σουφλί μέχρι τη Χαλκιδική. 

Στη μονή λειτουργούσε μέχρι το 1843 "Σχολή των κοινών γραμμάτων" όπως λεγόταν.

Οπότε, κατά το έτος αυτό, ο πατριάρχης Γερμανός ο Δ' με γράμμα του, διέταξε τους μοναχούς της μονής, να στείλουν τους δοκίμους στην Αλιστράτη, για καλύτερη εκπαίδευση στη φημισμένη τότε Αστική Σχολή της Αλιστράτης.

 Έκτοτε ο μητροπολίτης Δράμας Αθανάσιος υποχρέωσε τη μονή να πληρώνει ετήσια επιχορήγηση στη Σχολή.
Το 1844 όμως, οι μοναχοί ίδρυσαν Ελληνική Σχολή για τους δοκίμους στη μονή. Παρόλα αυτά και μετά την ίδρυση της Σχολής η Εικοσιφοίνισσα ενίσχυε οικονομικά τη Σχολή μέχρι τα χρόνια της παρακμής της.
Επίσης η μονή διατηρούσε στην Αλιστράτη μετόχια "μεθ' υπερτετρακοσίων αγρών και τινών αμπελώνων".

Η αρχαιότητα της μονής, αποδεικνύεται από ένα γράμμα του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντωνίου του 1395 προς τον καθηγούμενο της μονής. 

Ένα άλλο έγγραφο, επίσης, της μονής Χιλανδαρίου του 1320, βεβαιώνει την ύπαρξη αυτής κατά τον ΙΔ' αι. Το 1474 ο πατριάρχης Συμεών А' ο Τραπεζούντιος, κύρωσε τα παλιά δικαιώματα της μονής και αναγνώρισε ότι ανήκει σε αυτή το πατριαρχικό σταυροπηγιακό μονύδριο του Αγίου Γεωργίου Διασωρίτου.

Το 1507, η μονή καταστράφηκε ολοσχερώς.
Από το έτος αυτό μέχρι το 1770, ο βίος της μονής παραμένει άγνωστος.
Το 1655 οι μοναχοί προσβλήθηκαν από πανώλη και μέσα σε μία εβδομάδα πέθαναν 20 από αυτούς.

Από το 1805 και μετά, οι ηγούμενοι Χρύσανθος (1805), Νεκτάριος Κωνσταντινούπολης (1806-1818), Χατζηανανίας (1818), Κύριλλος (1821-1822) και Βενιαμίν (1833-1834) αποτέλεσαν τον κορμό της εθνικής αντίστασης.

Στη μονή όρκισε τους άνδρες του ο ήρωας Εμμανουήλ Παπάς. 

Επίσης, ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους, ήρθε στη μονή ως εξόριστος, μετά την πρώτη του πατριαρχία το 1803, όπου παρέμεινε επί εννέα μήνες.

Τέλος, στις 28 Φεβρουάριου του 1854, επί ηγουμενίας Παγκρατίου, πυρκαγιά αποτέφρωσε ολόκληρη σχεδόν τη δυτική πλευρά της μονής και μέρος της βόρειας.

Η δράση της μονής από το 1866 και μετά είναι εθνικοθρησκευτική.

Το ενδιαφέρον των μητροπολιτών της Δράμας, όπου υπάγεται, στρέφεται προς αυτή και με την καλλιέργεια των γραμμάτων, κατόρθωσε να διασώσει τον ελληνισμό και το χριστιανισμό στα δύσκολα μετεπαναστατικά χρόνια στη Μακεδονία.

Σημαντικό εκκλησιαστικό και εκπολιτιστικό κέντρο υπήρξε η μονή και κατά την περίοδο από το 1770 μέχρι τις παραμονές της Επανάστασης και κατά τη διάρκειά της.

Ήταν το μοναδικό εθνικό κέντρο του ελληνισμού κατά την περίοδο αυτή, στην περιοχή της Δράμας.

Οι μοναχοί της μονής από το 1805, προβαίνουν στη συστηματικότερη οργάνωσή τους βάσει των οδηγιών, που πήραν από τη Δράμα.
Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου κατά την περίοδο αυτή ήταν ο Χρύσανθος (1800-1819), ενώ η έδρα της Μητρόπολης μεταφερόταν εκ περιτροπής μεταξύ της Δράμας και της κωμόπολης Αλιστράτης, από το 1721, όπως ανωτέρω δέχεται ο Γ. Χατζηκυριακού.

Κατά τη διάρκεια, όμως, της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αι. η κακή διαχείριση ("φαύλη και ιδιοτελής"), οδήγησε τη μονή σε υλική και ηθική κατάπτωση.

Κύριοι υπεύθυνοι θεωρήθηκαν δύο "τρόφιμοι" της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, στους οποίους η αδελφότητα εμπιστεύτηκε την οικονομική διαχείρισή της και οι οποίοι καταχρέωσαν τελικά την Εικοσιφοίνισσα, αφού το χρέος έφτασε στις 3000 περίπου λίρες. 

Μετά από αυτό η αδελφότητα αναγκάστηκε να διαγράψει τους ανωτέρω "διαχειριστές" από το μοναχολόγιο, ενώ το Πατριαρχείο επενέβη και διόρισε το Φεβρουάριο του 1899 "εξ οφικίων" ηγουμενοσυμβούλιο, με ηγούμενο το Γερμανό.

 Λόγω της κακής πίστεως, που κληροδότησε η προηγούμενη διαχείριση, "μόνον ο εν Βελιγραδίω της Σερβίας διαμένουν ομογενής Βαγγέλης Θωμάς εξ Αλιστράτης έλκων το γένος, συνήνεσε να παράσχη ημίν δάνειον εκ χιλίων λιρών επί τόκω 6% τοις εκατόν και υποθήκη του μετοχιού Κρομμίστης" .

Όπως δε αναφέρει για το θέμα αυτό και ο αείμνηστος μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος Κυράτσος , για την οικονομική ανόρθωση της μονής, "παρατηρήσεις και σκέψεις" είχε υποβάλει (τον Απρίλιο του 1900) στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο καταγόμενος από την Αλιστράτη και εγκατεστημένος στη Σερβία Ευάγγελος Θωμάς.

Είχε μάλιστα προθυμοποιηθεί να συντελέσει στην απαλλαγή της μονής από τα χρέη της "δια δανείου επί ελαχίστω τόκω". Το δάνειο θα ήταν χίλιες οθωμανικές λίρες και τριακόσια εικοσάφραγκα, το επιτόκιο 6% και οι τόκοι θα διετίθεντο υπέρ των Σχολών της κωμοπόλεως Αλιστράτης.

Το Πατριαρχείο αποδέχθηκε την πρόταση αυτή.
Να τι γράφει η "ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ"  Κωνσταντινουπόλεως στις 28 Ιουλίου 1900:

Μετά την ορκωμοσία των ανδρών του Εμμ. Παπά σε αυτή και την αναχώρησή τους, η μονή παρέμεινε καθόλη την διάρκεια της επανάστασης το μοναδικό κατάλυμα των κυνηγημένων Ελλήνων και το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο σε όλη την περιοχή.

Δεν παρατηρήθηκε, βέβαια, συστηματική και ογκώδης αντίσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων στα χρόνια της Επανάστασης, διότι η περιοχή αυτή κατακλύσθηκε από μεγάλες δυνάμεις του τουρκικού στρατού, υπήρχαν πολλά έμπεδα στρατωνισμού ατάκτων Τούρκων από άλλα μέρη, τα οποία ήλεγχαν κάθε στενωπό και χώρο, ώστε ήταν εντελώς αδύνατον να σταθεροποιηθεί και να ευδοκιμήσει οποια- δήποτε γενική αντίδραση.

Υπήρχαν μόνο μεμονωμένες εστίες αντίστασης μικρής σημασίας στα ορεινά σημεία της περιοχής, ενώ στα πεδινά κυριαρχούσαν οι Τούρκοι.

Το 1917, όμως, η μονή είχε υποστεί φοβερή καταστροφή και απογυμνώθηκε κυριολεκτικά από τους Βουλγάρους "κομιτατζήδες", οι οποίοι αφήρεσαν όλα τα σιγίλια, χειρόγραφα, κειμήλια, άγια λείψανα και εικόνες.

Έτσι γράφτηκε ο δραματικός επίλογος του προπυργίου αυτού της χριστιανοσυνης.

Σήμερα, η γυναικεία πλέον μονή, αριθμεί αρκετές μοναχές και καταβάλλονται προσπάθειες να επανεύρει την παλιά της αίγλη.
Για το έργο και την ιστορία της μονής, έχουν δημοσιευθεί αξιόλογες μελέτες. 

Κατωτέρω παρατίθεται η από 20 Δεκεμβρίου 1899 επιστολή του ηγουμενοσυμβουλίου της μονής προς το Γεν. Πρόξενο Θεσ/νίκης:



Δεν υπάρχουν σχόλια: