Ο Μακεδόνας Βασιλεύς Σέλευκος Α' Νικάτωρ |
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
του Ιωάννη Ξυδόπουλου.
Στο πρόσφατο βιβλίο των S. Sherwin-White και A. Kuhrt επιχειρείται μια νέα προσέγγιση του τρόπου διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, προσέγγιση η οποία απετέλεσε και την αφορμή για την παρούσα εργασία.
Πρόκειται για την αναθεώρηση της μέχρι προ τίνος κρατούσας αντίληψης, σύμφωνα με την οποία τη ζωτική δύναμη του κράτους αποτελούσαν οι έλληνες έποικοι.
Οι δύο συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το γηγενές εθνικό στοιχείο διαδραμάτισε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην εξελικτική διαδρομή της αυτοκρατορίας .
To πιο χαρακτηριστικό, ίσως, εδάφιο είναι εκείνο από τον Εύμένη του Πλουτάρχου, όπου περιγράφεται η στήριξη του ομώνυμου σατράπη στον ντόπιο πληθυσμό της Βαβυλώνας, με αντικειμενικό σκοπό την εδραίωση της σατραπείας του.
Πρβ. σχετ. Εύμ. 4. 3:
αυτός δε (sc. ό Ευμενής) τήν φάλαγγαν των Μακεδόνων έπηρμένην και θρασεΐαν εύρών, ώσπερ άντίταγμα κατεσκεύαζεν αύτή δύναμιν ιππικήν, των μέν εγχωρίων τοΐς ίππεύειν δυναμένοις άνεισφορίας διδούς καί άτελείας, των δε περί αυτόν οίς μάλιστ’ έπίστευεν ώνητοΰς διανέμων Ιππους, φιλοτιμίας τε και δωρεαΐς τα φρονήματα παροξύνων, καί τα σώματα κινήσεσι καί μελέταις διαπονών, ώστε τους μέν έκπλαγήναι, τους δε θαρρήσαι των Μακεδόνων, όρώντας όλίγω χρόνω περί αυτόν ήθροισμένους ιππείς ούκ έλάττους έξακισχιλίων καί τριακοσίων.
Αντιστοιχίες υπάρχουν και στη συμπεριφορά και άλλων μακεδόνων σατραπών, όπως για παράδειγμα του Αλκέτα στην Πισιδία (Διόδ. Σικ. 18. 46-47) και του Ασάνδρου στην Καρία, ο οποίος παραχώρησε στον Ιρανό Βαγαδάτη και τον γιο του πολιτεία και φορολογική ατέλεια, δείγμα της ευρύτατης ανάληψης αξιωμάτων από τους ντόπιους (βλ. L. Robert, Fouilles d’Amyzon en Carie, II, Paris 1983, σ. 321. Βλ. και S. Sherwin-White και A. Kuhrt, ό.π., σ. 122). Τόσο o C. Habicht, «Die herrschende Gesellschaft in den hellenistischen Monarchien», Vierteljahrschrift fur Soziologie und Wirtschaftsgeschichte 45 (1958) 1-16, όσο και ο F. W. Walbank, ό.π., θεωρουν ότι οι Διάδοχοι αγνόησαν την πολιτική που εφάρμοσε ο Αλέξανδρος (ιδιαίτερα προς τους Ιρανους) και προωθούσαν σε υψηλές διοικητικές θέσεις μόνον Μακεδόνες και άλλους Έλληνες.
Οι S. Sherwin-White και A. Kuhrt, ό.π., σ. 121, σημειώνουν εύστοχα ότι, μολονότι ο Habicht βασίστηκε σε ένα σύνολο 250 ονομάτων από την περιοχή, δεν έλαβε υπόψη του τη μεγάλη χρονική διασπορά των τριών αιώνων καθώς και τα προβλήματα που ενέχονται στην ονοματοδοσία.
Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται αντιπροσωπευτικές επιγραφικές μαρτυρίες κυρίως από την περιοχή της Μικράς Ασίας, οι οποίες αφορούν Μακεδόνες για τους οποίους δηλώνεται και το εθνικό τους.
Αντικειμενικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι η κατά το δυνατόν εφικτή σύνδεση του εθνικού επιθέτου Μακεδών με την εθνική συνείδηση των φορέων του, είτε πρόκειται για αξιωματούχους (πολιτικούς ή στρατιωτικούς) είτε για μη επώνυμα δημόσια πρόσωπα, μέσα από το πρίσμα προσέγγισης των Sherwin-White και Kuhrt, στο οποίο ήδη υπαινικτικά αναφερθήκαμε.
Το κράτος των Σελευκιδών περιλάμβανε ένα μωσαϊκό λαών, οι οποίοι αρχικά επέδειξαν μία φαινομενική, κατά την άποψή μας, αδράνεια στις δυναστικές έριδες, όπως επιτρέπουν να διαφανεί οι προσανατολισμένες στις συγκρούσεις γραμματειακές μαρτυρίες.
Η επισήμανση ότι η σχετική ηρεμία είναι πλασματική απηχεί ασφαλώς τον μακεδονοκεντρικό χαρακτήρα των πηγών, ενώ δεν θα ήταν δυνατόν να παραβλεφθεί και το ισχυρό εθνικό αυτοσυναίσθημα των εγχωρίων.
Αναμφισβήτητα, η άρρηκτη κρατική ενότητα κατέστη δυνατή χάρη στην παράλληλη υποστήριξη της διοίκησης από τα δύο στοιχεία που αποτέλεσαν και εθνικά ερείσματά της, το ελληνομακεδονικό και το αυτόχθονο.
Η διατήρηση του πρώτου βοηθήθηκε από την αποικιστική πολιτική του Σελεύκου και του διαδόχου του, Αντιόχου Α'.
Η μεγάλη εξάπλωση συνοδεύτηκε από ένα αποικιστικό πρόγραμμα, μεγαλύτερο σε κλίμακα από το αντίστοιχο του Αλεξάνδρου και διαφορετικό ως προς τον χαρακτήρα και τη λειτουργία του.
Σύμφωνα με την αναφορά στον Αππιανό (Συρ. 57. 295-298),
ο Σέλευκος ίδρυσε 34 συνολικά οικισμούς των οποίων η ονοματοδοσία προερχόταν από τη δυναστεία του:
16 Αντιόχειες,
9 Σελεύκειες,
5 Λαοδίκειες,
3 Απάμειες και
1 Στρατονίκεια.
Είναι γνωστό ότι πολλές από αυτές τις πόλεις ιδρύθηκαν αργότερα.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί (S. Sherwin-White και A. Kuhrt, ό.π., 20), πρόκειται για μία υπερβολική εκτίμηση του Αππιανού, ο οποίος παρασύρθηκε από το πλήθος των αποικιών που ίδρυσαν οι Σελευκίδες.
Ειδικά στην περιοχή της Μ. Ασίας, η παρουσία και ο έλεγχος των Σελευκιδών παγιώθηκαν με ένα δίκτυο νεοϊδρυμένων πόλεων και συμβολίστηκαν με τη μετονομασία των παλαιότερων.
Ο κυριότερος τόπος οικισμού (κατοιχίαι) ήταν σε πρώτη φάση στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πολλές από τις οποίες αργότερα μετασχηματίστηκαν σε πόλεις.
Αποτέλεσμα της πολιτικής που προαναφέραμε ήταν η παράλληλη παρουσία στις νέες εγκαταστάσεις Ελλήνων και ιθαγενών (οι οποίοι, άλλωστε, υπερτερούσαν αριθμητικά), την οποία επιβεβαιώνουν και τα ανασκαφικά δεδομένα.
Παρά το επισφαλές της ονοματοθεσίας των οικισμών, που, όπως προαναφέρθηκε, καθοριζόταν από τους βασιλείς, οδηγούμαστε, ωστόσο, αβίαστα στην υπόθεση ότι πολλοί από τους έλληνες εποίκους τους θα πρέπει να ήταν Μακεδόνες, κατά κύριο λόγο στις περιοχές της Μεσοποταμίας και Συρίας, αν και ο ακριβής αριθμητικός υπολογισμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολος.
Η περιοχή της Μ. Ασίας που συμπεριλάμβανε τις περισσότερες (δεκατρείς συνολικά) μακεδονικές στρατιωτικές αποικίες ήταν η Λυδία, με παλαιότερη την εγκατάσταση των Θυατείρων.
Φιλαδέλφεια Μ.Ασίας |
Αλλες σημαντικές στρατιωτικές αποικίες στη Λυδία, στις οπαίες συναντούμε Μακεδόνες στα μέσα περίπου του 2 ου αι. π.Χ,.
ήταν η Λοιδύη,
τα Δέσπουρα, αποικία στην περιοχή της Απολλωνίδος, ανατολικά των Θυατείρων,
τα Δέχθειρα,
τα Νάκρασα ,
ο Ακρασος.
η Κοβηδύλη, καθώς και
η Φιλαδέλφεια.
Ωστόσο, η πιο σημαντική αποικία της Λυδίας ήταν των Μακεδόνων Υρκανών.
Σέλευκος Β΄ |
Στις τελευταίες ανήκουν και δύο παραδείγματα, το πρώτο με προέλευση από την περιοχή της Άμφισσας και το δεύτερο από την Υρκανίδα.
Παρά τον σχετικά μεγάλο αριθμό αποικιών στην περιοχή, οι διασωθείσες επιγραφές στις οποίες αναγράφονται Μακεδόνες, είτε με το εθνικό τους είτε με το τοπικό εθνικό τους, δηλ. το τοπωνύμιο της πόλης τους, είναι ολιγάριθμες, φαινόμενο που θα πρέπει να αποδοθεί σε συμπτωματικούς παράγοντες.
Την υπόθεσή μας αυτή ενισχύουν τα τιμητικά ψηφίσματα της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου για μακεδονικής καταγωγής προσωπικότητες οι οποίες έδρασαν στις στρατιωτικές τάξεις των διαφόρων βασιλέων ή ηγεμονίσκων της περιοχής.
Έχουν διασωθεί επιγραφές κυρίως από την Έφεσο, την επί Μαιάνδρω Μαγνησία και την Ιασό. Στην πλειοψηφία τους αφορούν αξιωματούχους των ανταπαιτητών του θρόνου του Αλεξάνδρου,
όπως τον σατράπη της Καρίας και σύμμαχο του Περδίκα Νεοπτόλεμο,
τον Αλκέτα, αδελφό του Περδίκκα,
τον γνωστό ναύαρχο Κλείτο,
καθώς και τον Ευπόλεμο, γιο του Πωτάλου και δυνάστη της Καρίας.
Σε αρκετές περιπτώσεις, ωστόσο, αναφέρονται για πρώτη φορά Μακεδόνες, ενδεχομένως στρατιωτικοί αξιωματούχοι, όπως σε επιγραφή του 3ου αι. π.Χ. από τις Τράλλεις.
Πρόκειται για κατάλογο μισθοφόρων στρατιωτών στην υπηρεσία κάποιου Σελευκίδη ή ενός ηγεμόνα της Περγάμου, και στον οποίο αναγράφονται τρεις βέβαια Μακεδόνες και πιθανολογείται η παρουσία και ενός τετάρτου.
Σώζεται μόνον το όνομα ενός εξ αυτών, του Φιλώτα, γιου του Ηρακλείτου.
Επίσης, επιτύμβια στήλη του 3ου αι. π.Χ., από το Δορύλαιο της Φρυγίας, κάποιου Μακεδόνα Φιλίππου, φέρει το εθνικό καθώς και το τοπικό εθνικό του νεκρού, προφανώς στρατιώτη, διατυπωμένο με τη γνωστή φόρμουλα «έκ πόλεως δε».
Η αριθμητική μείωση των προερχόμενων από τη Μακεδονία αποίκων από τα μέσα του 3ου αι. κ.ε.31, αντανακλάται στην αντίστοιχη απουσία πηγών.
Παρατηρείται, ωστόσο, η μνεία του εθνικού Μακεδών, είτε για αξιωματούχους, όπως στην τιμητική επιγραφή για τον Κόρραγο, γιο του Αριστομάχου και στρατηγό του Ελλησπόντου, είτε για απλούς Μακεδόνες.
Όπως προαναφέρθηκε, ως στόχος αυτού του άρθρου είναι ο συσχετισμός του εθνικού Μακεδών με την εθνική συνείδηση των φορέων του.
Πρέπει να επισημανθεί η χρονολογική ένταξη του συνόλου σχεδόν των μαρτυριών στο διάστημα από τον 4ο ως τα μέσα του 3ου π.Χ. αι.
Αναμφίβολα, από τις μαρτυρίες αυτές προκύπτει η εγκατάσταση Μακεδόνων στις κατοικίες.
Συνεπώς, με δεδομένο και το γεγονός ότι για την πλειοψηφία των εγκατεστημένων στις κατοικίες στρατιωτών μνημονεύεται και το εθνικό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι μακεδονικής καταγωγής στρατιώτες των κατοικιών υπερτερούσαν αριθμητικά.
Αν λάβει κανείς υπόψη του την πληθυσμιακή αναλογία Ελλήνων και αυτοχθόνων, η οποία ήταν υπέρ των τελευταίων, κατανοεί απρόσκοπτα την με κάθε τρόπο αναγκαία μνεία, είτε γενικού είτε τοπικού, εθνικού.
Επρόκειτο, άλλωστε, για μία πρακτική ευρύτατα διαδεδομένη, την οποία εφάρμοζαν πιστά και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα προβολής
της μακεδονικής καταγωγής
καθώς και της υπερηφάνειας
που ένιωθε γι΄ αυτήν αποτελεί
ο Μακεδόνας Λυσίας, γιος του Φιλομήλου
και γνωστός δυνάστης της Μ. Ασίας,
ο οποίος τιμάται σε δελφική επιγραφή του 256/5 π.Χ.
ως πρόξενος και ευεργέτης της πόλεως των Δελφών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου