Ανάτυπον εκ του Περιοδικού
"Ελληνικός Αστήρ"
Το ΔΗΜΟΤΙΚΟ τραγούδι χρειάζεται, όπως ξέρουμε, ορισμένες συνθήκες υπό τις οποίες και μόνο μπορεί να γονιμοποιηθει στη μήτρα της καθολικής συνειδήσεως του λαου και να αναπτυχθεί.
Και τέτοιες συνθήκες ήταν, ασφαλώς, εκείνες του έν αιχμαλωσία Γένους, της τουρκοκρατίας ή πιο παλαιά στα χρόνια του μεσαιωνικού μας βασιλείου, του βυζαντίου, των ’Ακριτών και του Διγενή.
Ειδικότερα τό κλέφτικο τραγούδι, στό οποιο έμεις, δικαίως πιστεύουμε, έντάσσουμε τα δημοτικά τραγούδια του Μακεδονικού Αγώνα, με τον ήρωίκο και «άρχαίκό»του χαρακτήρα χρειάζεται, επίσης, τις ίδιες ακριβώς συνθήκες των άλλων δημοτικών τραγουδιών, για να ευδοκιμήσει και να αποδώσει τό μικρό η τό μεγάλο αισθητικό αποτέλεσμα, άπαρατητο πάντοτε για την σωστή του λειτουργία ώς έργου τέχνης τής δημοτικής ποιητικής μας παραδόσεως.
Γιατί και «τά ήρωίκά τραγούδια δεν γίνονται σέ όλες τις έποχές, άλλά μόνο σ' εκείνες πού τις διαπνέει ήρωϊκό πνεύμα, (πού χαρακτηρίζονται άπό μεγάλα γεγονότα, τα όποία βαραίνουν πολύ στήν πλάστιγγα πού καθορίζει την μοίρα των ανθρώπων και των εθνών...».
Και τέτοια έποχή ήταν, ασφαλώς, έκείνη του έν αιχμαλωσία Γένους.
ΣΤΗΝ ΚΛΕΦΤΙΚΗ ποίηση δεν άπεικονίζονται μόνο η ανεπιτήδευτη ζωή των κλεφτών, οι «ιδέες και τα αισθήματα» τους, άλλά, προπαντός, βλέπουμε σ’ αυτά
’«ποιά σημασία παίρνει η ιστορία μέσα στήν αισθητική περιοχή».
Ό Διονύσιος Σολωμός, σέ επιστολή του ιπρός τόν Γεώργιο Τεριτσέτη, προσδιορίζει τα κλέφτικα τραγούδια ώς έξης:
«...καλό είναι βέβαια να θεμελιώνεται κανείς σ’ αυτά τα τραγούδια [τά κλέφτικα], άλλά δεν είναι καλό να σταματα έκιεί.
Πρέπει να υψώνεται κατακόρυφα...».
Μεγαλοφυής όντως διατύπωση, άξια ενός Σολωμού .
Ό Σολωμός ομιλεί , ασφαλώς, για τα κλέφτικα τραγούδια και όχι γενικώς για τα δημοτικά τραγούδια.
Κι αυτό, νομίζω, δεν είναι τυχαίο.
Διότι τό δημοτικό τραγούδι δεν είναι μόνο τό πουλάκι με την άνθρώπινη λαλίτσα. Είναι, προπαντός, το άθάνατο πουλί, πού συνεχίζει τό κελάδημά του στον αιώνα.
Και τούτο τό δημοτικό τραγούδι δεν μπορώ να πώ με βεβαιότητα, ότι η λογιοσύνη κατόρθωσε να τό ξεπεράσει, ότι κατόρθωσε να υψωθεί κατακόρυφα.
Γιατί αύτό τό δημοτικό τραγούδι έχει μέσα του την άρχέγονη, την ακατάλυτη δύναμη και ομορφιά τών προγόνων, την προπτωτική δρμή και άθωότητα.
Τό δημοτικό τραγούδι είναι η πνευματική άντίσταση του λαού κατά τής φθοράς, είτε αύτή παρουσιάζεται υπό την μορφήν ποικίλων καρκινωμάτων, πού τόν εύτελίζουν προοδευτικώς με σκοπό να άλλοιώσουν την φυλετική του φυσιογνωμία και να τον αλλοτριώσουν καθιστώντας τον άποκρουστικώς ομοιόμορφον, έπιπεδικόν, ειτε υπό την μορφήν βίας, πού είναι πάλι τό ίδιο.
Ή προέλευση του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού είναι άποκλειστικώς άσκητική.
Ύδωρ έκ πέτρας και λουλούδι τής ερήμου είναι τό δημοτικό τραγούδι.
Μ΄ αύτό συνεχίζουν να τραγουδούν οί νεκροί ολων τών αιώνων, οί προ αιώνων ζωντανοί και όχι οί πρό αιώνων νεκροί.
’Άθληση και αύθυπέρβαση από τα εδώ στά έπέκεινα, έξέγερση τής καθολικής συνειδήσεως του λαού για την διατήρηση τής αρχέτυπης εικόνας της και τέλος τό «πατροπαράδοτον σέβας» του νεοελληνικού πολιτισμού, είναι τό δημοτικό τραγούδι.
Σέ τέτοια υψη άνεβαίνει ο λαός, σέ τέτοια κλίμακα τελειώσεως, όταν δεν εύτελίζεται στά λαϊκίστικα ντέρτια τών καταγωγίων, όπου συστηματικώς και σατανικώς εκπορνεύουν τό σώμα του και την ψυχή του.
Σέ υψη νήψεως και καθαρμού από τούς ρύπους τών προαγωγών του άνεβαίνει ο λαός με τα τραγούδια του.
Γι αύτό και έξαγνίζει τα έθνη τα κριματισμένα, όταν άντλούν άπό τό ταμείο τής παραδόσεως, γιατί είναι ενα κομμάτι άπό τόν ούρανό, άπό τό Θεό. και τα τραγούδια αύτά, τα τραγούδια του λαού , τα δημοτικά, είναι και τραγούδια του θεού.
Ολα είναι τραγούδια του θεού .
Και τραγούδια πού να μήν είναι του Θεού , έγώ δεν ξέρω. Μέ τα τραγούδια του ο λαός λειτουργεί.
Συνεχίζει, οπως στά παλιά χρόνια, την Θεία Λειτουργία, μετά τό «δι' ευχών», στήν πλατεία τής Εκκλησίας, στο πανηγύρι, πού τώρα εγινε φεστιβάλ, δηλαδή, πνευματικός καρνάβαλος, πνευματικός έκφυλισμός του λαού .
Ο ΣΟΛΩΜΟΣ μας μίλησε, φυσικά, για τα παλαιά κλέφτικα τραγούδια, κι’ ούτε ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά.
Γιατί μετά άπό την ίδρυση του Έλλαδικού κράτους, τό δημοτικό τραγούδι τό σκότωσε η Ελευθερία.
Εκείνη, δηλαδή, την οποία υπηρέτησε και την έβγαλε άπό τα κόκκαλα τών Ελλήνων τα ιερά.
Παράλογο φαίνεται. 'Όμως έτσι είναι. η Ελευθερία επέφερε όντως τόν θάνατό του.
Γιατί οί προϋποθέσεις για την συνέχισή του είχαν εκλείψει. με εκείνο τό κρατίδιο πολλοί και πολλά βολεύτηκαν.
Γι αύτό η Ελευθερία είναι μιά πολύ, πάρα πολύ μεγάλη υπόθεση.
Γιατί μόλις έρχεται αποδυναμώνει αμέσως τις άντιστάσεις.
Γιατί με την έλευση τής Ελευθερίας χρειάζονται καινούργιες αντιστάσεις, διαφορετικές άπό εκείνες τής σκλαβιάς.
Гι αύτό όταν δεν υπάρχουν αύτές οί αντιστάσεις, η Ελευθερία μπορει να μεταβληθεί σέ μιάν άλλη μορφή τυραννίας.
Οπως εγινε συχνά και στη χώρα μας.
Ηρωικά, φίλοι μου, είναι και τα χρόνια του Μακεδονικού ’Αγώνα.
Γι αύτό και «έβγαλαν» κλέφτικο τραγούδι.
Kι όσο κι αν τό κλέφτικο τούτο τραγούδι δεν είναι παρά ένας άπόηχος έκείνου του παλαιού, πού πάει να σβήσει, και άποτελει τό τελευταίο κεφάλαιο της μακραίωνης ιστορίας του, η οποία άρχιζει να γράφεται στα τέλη του 15ου αιώνα,
το νέο του το κλέφτικο τραγούδι ύμνησε άξια με το σουραύλι του τα κλέη των Μακεδονομάχων και εδειξε την καθολική συμμετοχή των Μακεδόνων στον ίερόν έκείνον άγώνα.
Γιατί, χωρίς την συμμετοχή αύυή, πολύ αμφιβάλω αν θα κερδίζαμε την μάχη.
«Τήν τύχη του βορείου ελληνικού πληθυσμού...», πριν την κρίνουν οί βαλκανικοί πόλεμοι, την έκρινε προηγουμένως Ο Μακεδονικός ’Αγώνας, ο οποίος δεν άπο τελεί μόνο άμεση συνέχεια και δεν εχει λειτουργική σχέση με το ’21, άλλα είναι και εικόνα του, το αρχέτυπον κάλλος.
«Από τής εποχής τής έπαναστάσεως του 1821 —γράφει ο αείμνηστος Γεώργιος Μόδης— πολλοί οπλαρχηγοί έκράτησαν στα βουνά της [στα βουνά τής Μακεδονίας], υψηλά την σημαίαν τής άντιστάσεως και τής ελευθερίας» .
Πράγματι νέες επαναστάσεις εχουμε στήν Μακεδονία, μία το 1854 και άλλη το 1878.
Η λαϊκή μούσα τραγουδάει τον Θεόδωρο Ζιάκα, απόγονο τής μεγάλης οικογένειας των Ζιαικαίων, από την περιοχή των Γρεβενών, πού πήρε μέρος στήν επανάσταση του 1854 και βρήκε ήρωϊκό θάνατο όταν περικυικλώθηκε μετά από προδοσία.
Στήν Μακεδονία, μαζί με την σκλαβιά, συνεχίστηκε και το πνεύμα του κλεφταρματολισμού .
Πολύ περισσότερο μάλιστα,όταν στήν Μακεδονία παρουσιάστηκαν νέοι, πιο επίβουλοι εχθροί, από τον Τούρκο, οί Βούλγαροι, πού διά του πανσλαβισμού, με την πάροδο του χρόνου, δημιουργούν, έκ του μηδενός, τα πολύ γνωστά μας προβλήματα, πού κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν επαψαν ποτέ να υπάρχουν.
Από τον Ολυμπο οί Θεοί συνεχίζουν να είναι εκθρονισμένοι, όπως και πριν, κατά την επανάσταση του 21, και τις θέσεις τους κατέχουν πάντοτε οί κλέφτες, «αθάνατοι» και αυτοί, όπως και έκείνοι, οί Μακεδονομάχοι.
Μακεδονομάχους λένε τούς κλέφτες μετά το ’21.
Και στά IIιέρια οί Μούσες παίζουν με τα σουραύλια τους τ άθάνατα κλέφτικα τραγούδια.
Οι ιερές σκιές του Μεϊντάνη, με προγονικές καταβολές από το Πισοδέρι, ο γερο Ζιάκας, ο γενάρχης των Ζιακαίων, ο γερο Ζήδρος, οί Λαζαίοι, ο Νικοτσάρας, παρακολουθούν τον ρυθμό τους και παρά τα χρόνια τους, κόβουν και καμμιά γυροβολιά.
«...Έδώ δεν είναι Βουλγαριά, δεν είν’ άρκουδιαραίοι
εδώ είν ελληνόπουλα, παιδιά του Νικοτσάρα...».
Στη μέση έχει το σπαθί, στά χείλη το τραγούδι.
Σπαθί, όπλο είναι και τούτο. Συχνά μάλιστα πιό κοφτερό.
Το τραγούδι —λόγιο η του λαού — συνήθως προηγείται,όταν δεν ηγείται των όπλων.
Όταν, δηλαδή, δεν γίνεται παιάνας στήν Σαλαμίνα και δοξαστικό στήν Υπέρμαχο Στρατηγό για τα νικητήρια κατά βαρβάρων στις επάλξεις τής Βασιλεύουσας, γίνεται θούριο του Ρήγα, μοιρολόι και ύμνος για τα κλέη και τα πάθη των κλεφταρματολών στούς χρόνους του εν αιχμαλωσία Γένους.
ΠΟΛΛΑ είναι τα δημοτικά τραγούδια πού εχουμε για τον Μακεδονικδν Άγώνα, γεγονός πού άποδεικνύει πόσο έπηρέασε, πόσο συγκλόνισε τό λαό, όλο το λαό, όλο τό έθνος και πρώτα πρώτα τούς Μακεδόνες.
Έζήσαμε, φίλοι μου, τραγουδώντας.
Τραγουδώντας και μοιρολογώντας.
Αύτή είναι η Ελλάδα.
Ένα σουραύλι, πού πότε κλαίει και πότε τραγουδάει.
Ό καθηγητής Δημήτρης Πετρόπουλος, πού πρώτος τα μελέτησε, αναφέρει 56.
Πρέπει να είναι περισσότερα, όχι όμως όλα αξιόλογα. Γιατί, είναι αλήθεια, ό;τι δεν έχουμε τό αισθητικό άποτέλεσμα τών παλαιών κλέφτικων τραγουδιών.
Τουλάχιστο δέν τό εχουμε τόσο πολύ και τόσο συχνά όσο θα τό επιθυμούσαμε.
’Αλλα αύτό δεν είναι ανεξήγητο.
Γιατί «ο λαϊκός τραγουδιστής πού θέλει να ύμνήση τούς ήρωες του Μακεδονικού ’Αγώνα, δέν ζη στήν εποχή του καθολικού ξεσηκωμού του υπόδουλου έλληνισμού, όπως ζούσε ό πρίν άπό τό 1821 πρόγονός του, ουτε έχει την αύθορμησία εκείνου στήν κίνηση και στη δράση...».
Ομως, παρόλες τις αδυναμίες του, πού προέκυψαν άπό την επανάσταση του 1821 και τις άναπόφευκτες έπιδράσεις —κάποτε μέχρις αντιγραφής, άλλάζοντας μόνο τα ονόμαιτα— άπό τό παλαιό κλέφτικο τραγούδι, έδωσε και ο λαϊκός τραγουδιστής του Μακεδονικού ’Αγώνα άξιολογότατα δείγματα τής τέχνης του, και κάποτε υψώθηκε κατακόρυφα.
«Δε λαλείς γλυκό μου αηδόνι / το πρωί με τή δροσιά / λαλ' αηδόνι μου, γλυκά. / Νa ξυπνήσεις τον υγιό μου / πού ναι στα ψηλά βουνά / λαλ΄ αηδόνι μου γλυκά. /Να του ειπεϊς, γλυκό μου αηδόνι / να θυμάται την ευχή / τήν ευχή τής μάνας του. /Αν δε διώξει τους Βουλγάρους/ απ΄ την άγια γή/ τη Μακεδονία μας/ παιδί μου δεν το έχω πια/ μάνα το δεν είμαι πια"
Έδώ έχει τή θέση του, νομίζω, τό δίστιχο από μανιάτικο μοιρολόι:
"Πές του νά κάθετ΄ έκειδά
και νά φυλάει τό σύνορο».
(Δικ. Βαγιακάχου, «Ή συμβολή τής Μάνης εις τον Μιακεδονικόν ’Αγώνα 1904 —1908» (1986). ’Αλλά που νά γνωρίζει ή άθώα και ανύποπτη Μανιάτισσα, ότι τό σύνορο εφτασε στά Έξάρχεια, στό Σύνταγμα, και τήν Όμόνοια, μέσα στά σχολεία και τά Πανεπιστήμια, μέσα στα σπίτια μας.
Ενα άλλο ωραίο τραγούδι είναι έμπνευισμένο άπό τήν άπαγωγή του Καϊμακάμη τής Φλώρινας.
Τό επεισόδιο θυμίζει ανάλογο μέ ήρωα τόν πρωτοκλέφτη Χρίστο Μιλιόνη, πού μπήκε στήν Άρτα κιαί άπήγαγε τόν κατή.
Μάς τό ζωντάνεψε ο Παπιαδιαμάντης στό ομώνυμο ιστοιρικό του διήγημα.
Νά τώρα τό τραγούδι τής Φλώρινας άπό τήν «καλύτερη παραλλαγή» πού έδημοσίευσε ο άείμνηστος Γεώργιος Μόδης:
«Ναούμης πάει στη Φλώρινα / μπρέ Φλώρινα / άιντε μ΄ έξήντα παλληκάρια / γειά σου Ναούμη καπετάνιε.
/ Ήταν ημέρα Κυριακή / μωρέ Κυριακή / άιντε ημέρα ραμαζάνι / γεια σου, Ναούμη καπετάνιε. / Ναούμης πάει στη Φλώρινα / μωρέ Φλώρινα / πιάνει τόν καϊμακάμη / γεια σου, Ναούμη καπετάνιε/».
Ό Παύλος Μελάς, κεντρική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, είναι φυσικό νά γίνει ή κύρια πηγή έμπνεύσεως του λαϊκού τραγούδιστή.
Οπως σ’ όλους τούς άγώνες του έθνους, έτσι και στον Μακεδονικόν Αγώνα μετέχουν όλες οί τάξεις του λαού.
Καί όπως τό άρχοντόπουλο, ο Παύλος Μελάς, ετσι κι άλλα παλικάρια άφήνουν σαλόνια, πλούτη, καλοπέραση, οίκογένεια, παιδιά, καί έρχονται 'στήν Μακειδονία για νά την σώζουν από την βουλγαρική θηριωδία.
Ό θάνατος του Μελά έξεγείρει όλόκληρο τό έθνος.
Ό λαός θρηνεί τον θάνατο του παλικαριού.
Κανεναν άλλο δεν έκλαψε ή λαϊκή μούσα, όσο τον 35χρόνο Παύλο.
Τής ενέπνευσε τα περισσότερα τραγούδια «καί μερικά ποιητικώς αρτιότερα», όπως παρατηρεί μελετητής.
Ό αείμνηστος Πετρόπουλος γράφει, ότι, μετά τα τραγούδια για τόν Μελά, άκολουθούν «σέ ποιητική αξία τα τραγούδια του Μπρούφα, του Γαρέφη, του Τέλλου Αγρα καί άλλων...».
Ενα από τα τραγούδια για τόν Παύλο Μελα είναι τό γνωστό:
«— Κορίτσια από την Καστοριά κι απ΄ τη Βλαχοκλεισούρα / κάτι νά σάς ρωτήσουμε, κάτι νά σάς είπούμε. / — Ποιός είσαι συ που μάς ρωτάς καί θέλεις νά σου είπούμε; / — Εγώ ΄μαι ό Παύλος οΜελάς, της Καστοριάς καμάρι...».
Ή Ειρήνη Σίπανδωνίδη, πού δημοσιεύει την παραλλαγή αυτή —««αρτιότερη ποιητικά»— γράφει ότι εχει πρότυπο τό κλέφτικο:
«Κορίτσια μαυρομάτικα, για ελάτε παρακάτω...».
Όπως στά παλαιά δημοτικά τραγούδια, έτσι καί στο πένθος του έλληνισμού για τόν χαμό του Παύλου μετέχει όλη ή φύση:
«Σκοτειδιάσανε τά βουνά, συννεφιάσαν κι οί κάμποι / βγήκαν δυο αστέρια λαμπερά και τρία θαμπωμένα...».
Ένα άλλο τραγούδι «πού 'θυμίζει παλιά κλέφτικα», παρουσιάζει τόν Παύλο νά μή σκοτώνεται στο σπίτι τής Στάτιστας, αλλά στο βουνό.
Στή μάχη, κατά το τραγούδι:
«...Κανένας δεν σκοτώθηκε, κανένας δεν λαβώθη / μόν΄ ενα λεβεντόπαιδο του πήραν τό καμάρι. / Μελά σε κλαίει η ’Ήπειρος και η Μακεδονία...».
Ό λαός γνωρίζει, φυσικά, πολύ καλά τόν τόπο καί τις συνθήκες του θανάτου του, αλλά στήνει τή μάχη εξω, στα ταμπούρια, στά βουνά, έκει πού ταιριάζει στή λεβεντιά του.
Κι ενα άλλο ακόμα τραγούδι θέλει τον Μελα νά πεθαίνει στο βουνό:
« Σαν τέτοια ωρα στό βουνό ό Παύλος πληγωμένος...».
Συχνά ο λαός δανείζεται ολόκληρους στίχους από τό παλαιό κλέφτικο τραγούδι καί απλώς αλλάζει ονόματα.
Ό στίχος, λοιπόν, του τραγουδιού του Μήτρου Μποταίνη:
«...νά πάει νά είπη της Μήτραινας της μικροπαντρεμένης»,
γίνεται:
«...νά πάει νά είπη τής Παύλαινας τής μικροπαντρεμένης».
Από τόν Πετρόπουλο διαβάζουμε στίχους άπό δύο δημοτικά τραγούδια, πού άναφέρονται στό θάνατο του Παύλου Μελά.
Νομίζω, ότι είναι από τά καλύτερα που εχουμε.
Τό πρώτο λέει:
«Πικρά μαντάτα μου ’ρθανε άπ τη Μακεδονία, / τον Πανλο τον βαρέσανε στης Καστοριάς τα μέρη. / Δεν τον βαρέοαν με αντρεία, δεν τον βαρέσαν φόρα / μόν' τον βαρέσαν μ' άπιστιά, νύχτα με τό φεγγάρι. / Κι άφησε διάτα στά παιδιά, διάτα στά παλληκάρια. / Παιδιά, να μη σκορπίσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε, / τους Τούρκους, τα παλιόσκυλα, να τους εκδικηθήτε».
Στό άλλο, ένα πουλάκι με νύχια βαμμένα κόκκινα μεταφέρει την είδηση «του σκοτωμού του Παύλου, όπως γίνεται και στα παλαιά δημοτικά τραγούδια σέ ανάλογες περιπτώσεις.
Λέει τό τραγούδι:
«'Ένα πουλάκι ξέβγαινε άπ΄ τη Μακεδονία / είχε τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα. / Χωριάτες τό ρωτήσανε, με πόθο τό ρωτάνε: / — Πές μας, πουλί μ' τι εγινε μέσ' τη Μακεδονία; / — Τον Παύλο τον σκοτώσανε...... ».
Καπετάν Βάρδας |
Φίλος του Παύλου Μελά, πήρε μέρος και στήν Κρητική Επανάσταση και στον αγώνα της αυτονομίας της αλύτρωτης Βορείου Ηπείρου και ήταν εκεί αρχηγός του τομέα Κορυτσάς.
Στόν παράδεισο τής Ρωμιοσύνης, όπου ευρίσκεται τό τρομερό τούτο παλικάρι, δέν ακούει πιά τούς στεναγμούς τών Μαρτύρων άδελφών μας τής Βορείου Ηπείρου.
Ουτε τούς χλευασμούς τής δικής μας Αδιαφορίας, πού χάριν τής πολιτικής διαστροφής και τής έθνικής απоχαυνώσεως, παραδώσαμε βορά στό θηρίο τής κομμουνιστικής αλβανικής ολιγαρχίας 400.000 'Έλληνες επί διεθνώς νομικώς αναγνωρισμένου πατρογονικού, έθνικού έδάφους.
Και πρέπει έδώ να πού με, ότι πολλοί Μακεδονομάχοι δρασκέλισαν τά βουνά και συνέχισαν τόν άγώνα στην Βόρειο Ηπειρο.
Και ο καπετάν Βάρδας στα χείλη του λαου:
«Λεβεντιά καμαρωτή — μέσα σε βουνά και δάση. / Με ντουφέκι με σπαθί — την πατρίδα να δοξάση. / Φεύγουν οι εχθροί μας παν — φεύγουν, φεύγουν δε βαστάν...».
Καπετάν Γαρέφης |
ΕΝΑ ΑΠΟ τα πιο αγνά παλικάρια του Μακεδονικού Αγώνα, είναι ο Κώστας Γαρέφης, άπό τις Μηλιές Πηλίου, πού σκότωσε —τό 'χε τάμα— τούς Βουλγάρους ληστοσυμμορίες κομιτατζήδες, Λούκα και Καρατάσο.
«Γιά τον Γαρέφη έγίναν τραγούδια σέ ύφος τών κλέφτικων».
Υπάρχουν παραλλαγές.
Σας διαβάζω στίχους άπό την «αρτιότερη»:
«Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ου ήλιος σκοτεινιάζει / τό δόλιο τό Μορίχοβο και πάλιν άνταριάζει. / Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια άνάρια / Κώστας Γαρέφης πουλεμάει μ΄ εξήντα παλληκάρια...».
Καπετάν Κώττας |
Ό καπετάν Κώττας αγχόνη έτελειώθη στο άξέχαστο, στο ελληνικότατο Μοναστήρι, 1905, Σεπτεμβρίου 27, μόλις 42 ετών.
Ήταν από τήν Ρούλια, την άνω κοιλάδα του ’Αλιάκμονα.
Τό τραγούδι, άπό τό οποίο θά σας διαβάσω λίγους στίχους, τό πήρα άπό τό βιβλίο τής Γαλάτειας Σουρέλη Γρηγοριάδη, «Καπετάν Κώττας»,
μικράνηψιας του ομηρικού ετούτου ήρωος.
Να οί στίχοι:
« Τι σου χρειάζονταν Κασίμ, ώρέ Κασίμ / στη Φλώρινα να πας τσιφλίκι ν΄ αγοράσεις / για τους δικούς σου γιους / για τους δικούς σου εγγονούς... / Στο Πισοδέρι σταμάτησες καφέ για να πιής / καφε σεκερλίτικο / κι ο Καπετάν Κώττας μετερίζι σούπιασε / τή μεγάλη πέτρα κάτω άπ' τό Πισοδέρι... / Ό Κασιμ μπέης σκοτώθηκε / ό στρατός ξεχύθηκε / τόν Κώττα... για να πιάσουν. / Ό Κώττας ομως βγήκε / επάνω στά βουνά... / και τόν στρατό τόν βλέπει... / και στά παλληκάρια του λέγει / καθήστε λίγο κοιμηθήτε / κι εγώ θά σάς φυλάγω. / Κι ο Κώττας γελάει / κι όλα τα Κορέστια / ...τραγουδούν / μικροί και μεγάλοι / κι όλοι... φωνάζουν / ...ό καπετάν Κώττας να μάς ζήση/».
ΟΠΩΣ τα παλιά κλέφτικα τραγούδια ισοδυναμούν με «ιερώνυμους υμνους άριετής» , είναι, δηλαδή, τό «καθένα τους άφιιερωμένο σέ ξεχωριστό καπετάνιο», έτσι κι εδώ «οι λαϊκοί ποιητές έχουν... αξιολογήσει -τήν προσφορά κάθε αγωνιστή και έχουν συνθέσει για τόν καθένα καλύτερα η χειρότερα τραγούδια».
Και στήν πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση όμως εκείνο πού βαραίνει περισσότερο ανάμεσα σ’ όλες τις άξίες τής άνθρώπινης ζωής είναι η Ελευθερία.
Ό προαιώνιος καημός του κλεφταρματολού και του Μακεδονομάχου.
Η λαχτάρα και ο καημός τής ιστορικής, τής ενιαίας Μακεδονίας μας.
Πολύ μικρός άκουγα τον πατέρα μου να λέει ένα τραγούδι για τον Παύλο Μελά, αλλά θυμάμαι μόνο λίγες λεξεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή"Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τ' αδέρφια του θα ζήσουν...". Δεν γνωρίζω τίποτε άλλο γ' αυτο το τραγούδι....