Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης: Ο Ελληνικός Τύπος της Θεσσαλονίκης. Αρχές και Εξέλιξη.



 του ΧΡΗΣΤΟΥ Ε. ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980

 Ο  Τύπος της Θεσσαλονίκης και γενικότερα ο τύπος της Μακεδονίας ανάγεται ως προς την καταγωγή του στο εξωτερικό, όπως συμβαίνει άλλωστε και με ολόκληρο τον ελληνικό τύπο.

 Ή Βιέννη υπήρξε o γενέθλιος τόπος του ελληνικοί τύπου, πού άρχισε την ύπαρξή του στην εξορία.

Και ή ειμαρμένη το θέλησε ή δεύτερη κατά χρονολογική σειρά ελληνική εφημερίδα στον κόσμο να έχει εκδότες Μακεδόνες.

Πρόκειται για την «Εφημερίδα», πού ή πρώτη της έκδοση κυκλοφόρησε στις 31 Δεκεμβρίου τού 1790 στην απειλούμενη τότε από το Ναπολέοντα καχύποπτη πρωτεύουσα των Αψβούργων.

Εκδότες ιδιοκτήτες ήταν δυο αδελφοί από τη Σιάτιστα, 
ό Πούμπλιος και ό Γεώργιος Μαρκίδες Πούλιου. 

Αργότερα κυκλοφόρησαν και άλλες ελληνικές εφημερίδες στη Βιέννη και έτσι ή αυστριακή πρωτεύουσα θεωρείται από τούς ελάχιστους ιστορικούς τού ελληνικού τύπου το λίκνο της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Από την πρώτη ελληνική εφημερίδα δε γνωρίζουμε παρά ελάχιστα και αυτά από σκόρπια στοιχεία σε έργα και σε κείμενα άσχετα με το θέμα.
Ό τίτλος της είναι άγνωστος, όπως άγνωστη είναι και ή ημέρα της πρώτης της έκδοσης. Γνωστός είναι μόνον ό εκδότης της.
 Ήταν ό Γεώργιος Βεντότης, τυπογράφος, όπως τυπογράφοι ήταν οι εκδότες όλων των εφημερίδων στην παλιά εποχή, γιατί ήταν αδύνατο τα έντυπα πρωτόλεια πού χαρακτηρίζονταν σαν εφημερίδες να προσφέρουν στον εκδότη τους κάποια, έστω και στοιχειώδη, οικονομική άνεση, δίχως την παράπλευρη εργασία τού καλλιτεχνικού, όπως λεγόταν, τυπογραφείου.

'Όσο και αν ήταν έντυπα πρωτόλεια οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, όμως διέπονταν από μοναδικών εθνικό παλμό και ή προσδοκία για την απελευθέρωση της υπόδουλης Ελλάδας μεταβαλλόταν στις σελίδες τους σε πυρετό όλο ενθουσιασμό και φλόγα, παρ’ όλες τις προσπάθειες να αποκοιμίσουν την αυστριακή λογοκρισία και την οθωμανική καχυποψία.

Ή «Έφημερίς», πού όπως είπαμε την εξέδιδαν οι δύο αδελφοί από τη Σιάτιστα — πού θα ’πρεπε να είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους από τις δημοσιογραφικές οργανώσεις της χώρας μας μνημείο— αφιέρωνε την πρώτη της σελίδα μόνο για τον τίτλο πού έγραφε:

«Έφημερίς  Τουτέστι ακριβής ιστορία των κατά τον παρόντα χρόνον αξιολογότερων και ακριβέστερων συμβεβηκότων». 

Δειγματοληπτικά μπορεί να παρατεθεί ένα ρεπορτάζ της «Έφημερίδος» για το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1790 και για τον αναβρασμό πού είχαν προκαλέσει οι καταδρομές του Λάμπρου Κατσώνη:
Περιλαμβάνονται περιγραφές για την κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη και για τούς φόβους της Τουρκίας για τον αναβρασμό πού παρατηρούνταν μεταξύ των Ελλήνων

«διότι υπήρχε φόβος μην ήθελε καταπλακωθεί ή Πόλις από τούς Γιαούρηδες. όπου, ενωμένοι με τούς Ρώσσους, τούς είναι πολλά εύκολον να καύσουν τα καράβια εις τούς λιμένας και τα σπίτια εις την Κωνσταντινούπολή, όντας όλα από ξύλα και δεν ήμποροΰν καμίαν άντίστασιν να κάμουν.
 Οι Τούρκοι, οπού έχουν πλούτη και ευρίσκουν καράβια θέλουν φύγει προτήτερα από τού καιρού εις την Άσίαν και ούτω κατατροπώνεται ή Κωνσταντινούπολή . . .».

Είναι εύκολο για τον Έλληνα αναγνώστη να καταλάβει την κατάσταση και να ενθαρρυνθεί έστω και με τον τρόπο πού δημοσιεύονται οι ειδήσεις της «Έφημερίδος», για να περάσουν από την αυστριακή λογοκρισία και από την τουρκική αντίδραση.
Πίσω από την φαινομενική καταφρόνια για τούς «γκιαούρηδες» κρύβεται το διάγραμμα για μια εξέλιξη πού μπορεί να αποβεί θαυμάσια για τούς "Έλληνες και να τούς εμπνεύσει ενθουσιασμό και αισιοδοξία. Σ’ αυτό το πρότυπο είναι γραμμένες όλες οι ειδήσεις της «Έφημερίδος».

Ή ζωή τού μοναδικού αυτού για την ιστορία της ελληνικής δημοσιογραφίας εντύπου συνδέεται με τα μεγαλύτερα γεγονότα της εποχής του, τα όποια πάντα είχε ως σκοπό να τα παρουσιάζει με τρόπο πού να φουντώνει τον πόθο των Ελλήνων, τόσο των υποδούλων όσο και της διασποράς, για την Ελευθερία και να εμπνέει σ’ αυτούς αγωνιστικό πνεύμα.

Γι’ αυτό, ενώ στα πρώτα χρόνια της έκδοσής του διέπεται από πνεύμα εχθρικό προς τη Γαλλική Επανάσταση, μετά το 1796, όταν έφτασε στη Βιέννη ό Ρήγας, άλλαξε τακτική φτάνοντας μάλιστα στο σημείο όχι μόνο να δημοσιεύει ειδήσεις και σχόλια ευνοϊκά για την επανάσταση των Γάλλων, πού έφερε το μήνυμα της ελευθερίας στην Ευρώπη της εποχής εκείνης, αλλά και παρέθετε στις εκδόσεις της ποιήματα επαναστατικού περιεχομένου. 

Ακόμη διαφήμιζε και πουλούσε έργα τού Ρήγα, πού δεν αποκλείεται να έγραψε και μερικά από τα άρθρα της.
Εξάλλου ένας από τούς δύο αδελφούς, ό Γεώργιος, ύστερα από τις επίσημες διαμαρτυρίες των τουρκικών αρχών προς την αυστριακή κυβέρνηση, πού συνετέλεσαν στην παύση της «Έφημερίδος» το Μάιο του 1798 και στο κλείσιμο του τυπογραφείου, έπεσε θύμα διωγμών των αυστριακών αρχών πού τον έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις μήνες.

 Μετά την απόλυσή του κατέφυγε στη Γερμανία. Ό αδελφός του Πούμπλιος εξορίστηκε από τις αυστριακές αρχές από το 1796, όταν βρισκόταν στις παρίστριες ηγεμονίες, και δεν επέτρεψαν την επιστροφή του στη Βιέννη με την κατηγορία ότι πουλούσε βιβλία ((ύποπτου περιεχομένου».

Χαρακτηρίζοντας την κατάσταση της εποχής εκείνης ένας "Άγγλος συγγραφέας, ό James Delway, στο βιβλίο του ((Constantinople Ancient and Modern», πού εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1797, γράφει στη σελίδα 105:

 «"Αν και όλοι ασήμαντοι οι σημερινοί 'Έλληνες στην πολιτική πλάστιγγα της Ευρώπης, δεν υπάρχει άλλο έθνος πού να ενδιαφέρεται και να παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις περισσότερο από αυτό. Πολύ εύπιστοι και με την τάση να πλάθουν με τη φαντασία τους ειδήσεις, έχουν την πολιτικολογία για βασικό αντικείμενο των συνομιλιών τους. 
Ή ελληνική εφημερίδα, πού εκδίδεται στη Βιέννη και διαβάζεται με απληστία, είναι το μαντείο τους και αποτελεί τη βάση των συζητήσεών τους».

'Όσο και αν ή παράγραφος αυτή έχει αρκετή κακότητα για τούς Έλληνες, ίσως επειδή υποστήριζαν το Βοναπάρτη, αποτελεί μαρτυρία όχι μόνο για την ευρύτητα της κυκλοφορίας της «Έφημερίδος», αλλά και για τη στάση των Ελλήνων κατά την εποχή εκείνη.

Κυκλοφορούσε άραγε ή «Έφημερίς» στη Θεσσαλονίκη κατά την εποχή εκείνη;
Δυστυχώς δεν μπορεί να δοθεί απάντηση καταφατική και κατά άμεσο τρόπο.
'Όμως το γεγονός ότι έχουν διασωθεί πολλά αντίτυπα της στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης και στη Βιβλιοθήκη της Μονής Μεγίστης Λαύρας τού 'Αγίου Όρους, επιπρόσθετα δε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και άλλες βιβλιοθήκες σ’ άλλα μέρη της Ελλάδος και τού Εξωτερικού, δεν αποκλείει καθόλου να κυκλοφόρησε ή «Έφημερίς» και στη δεύτερη πόλη της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας (στο ευρωπαϊκό τμήμα της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας) κατά την εποχή εκείνη.

'Όμως δε θα ήταν δυνατό να διασωθεί κανένα αντίτυπο της ύστερα από τις καταστροφές και τις θεομηνίες (πυρκαϊές κλπ.) πού έπληξαν την πόλη από το τέλος τού 18ου αιώνα μέχρι σήμερα. Εξάλλου είναι βεβαιωμένο ότι κυκλοφορούσαν αντίτυπα εφημερίδων πού εκδίδονταν στη Βιέννη, στο Παρίσι και σ’ άλλες πόλεις της Ευρώπης πριν από την Ελληνική Επανάσταση τού 1821.

Το πνεύμα της «Έφημερίδος» και των άλλων εφημερίδων πού άκολούθησαν το παράδειγμά της στη διασπορά, το ακλούθησαν και οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε πολύ δε λιγότερη ένταση οι εφημερίδες πού εκδόθηκαν στην ’Αθήνα κατόπιν και σ’ άλλες ελληνικές πόλεις μετά την Επανάσταση, όταν δημιουργήθηκε ό πρώτος μικρός πυρήνας του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους.

 Μέσα στα πλαίσια αυτά κινήθηκαν οι ελληνικές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, πού δεν απέβλεπαν τόσο στην κατεύθυνση της οικονομικής ωφελιμότητας, όσο στο να μεταδώσουν στο αναγνωστικό τους κοινό τον πόθο για την ελευθερία και το αγωνιστικό πνεύμα για την επιτυχία τού μεγάλου σκοπού μετά το 1821, πού ήταν ή απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών.

Ή πνευματική αυτή τάση γίνεται ακόμη περισσότερο ευεξήγητη, όταν σκεφτεί κανείς ότι οι αδελφοί Μαρκίδες-Πούλιου δεν είναι οι μόνοι Μακεδόνες πού ασχολήθηκαν με τη μαχόμενη δημοσιογραφία της προεπαναστατικής ή της επαναστατικής εποχής και δημιούργησαν ιστορία και παράδοση.

Ό ’Αθανάσιος Σταγειρίτης πού εξέδωσε στη Βιέννη την τελευταία ελληνική εφημερίδα πριν από το μεγάλο ξεσηκωμό, καταγόταν, όπως φαίνεται και από το όνομα του, από τη Μακεδονία και ήταν περήφανος για την καταγωγή του, όπως αναφέρει στα βιβλία και τις πραγματείες πού έγραψε σαν καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην Καισαροβασιλική Ακαδημία των ’Ανατολικών Γλωσσών στη Βιέννη.
Μια έκκληση για βοήθεια προς τούς επαναστατημένους Έλληνες στο Παρίσι, πού δημοσιεύτηκε το 1826, υπογράφεται από το «Μηνά Μινωίδη έκ Μακεδονίας», πού, όπως φαίνεται από άλλες ιστορικές μαρτυρίες, ήταν συντάκτης της εφημερίδας «Ελληνικός Καθρέπτης», πού εκδιδόταν στην Ύδρα κατά την πρώτη περίοδο της Ελληνικής Επαναστάσεως.

’Αλλά και τα «Ελληνικά Χρονικά», ή πιο ένδοξη εφημερίδα της εποχής εκείνης, πού εκδιδόταν στο πολιορκημένο Μεσολόγγι από τον ’Ελβετό γιατρό και θερμότατο φιλέλληνα ’Ιωάννη ’Ιάκωβο Μάγιερ, είχε για συντάκτη της το Δημήτριο Παυλίδη, δάσκαλο από τη Σιάτιστα.

 ’Από τη δημοσιογραφία της εποχής του και μάλιστα την πιο μαχητική και αδιάλλακτη στην υπεράσπιση των αρχών της δικαιοσύνης και της ελευθερίας πέρασε και ένας μεγάλος Μακεδόνας, ό ’Αναστάσιος Πολυζωίδης, μοναδικός νομομαθής, δικαστής και πολιτικός, πού με τη βραχύβια εφημερίδα του «’Απόλλων», θα μείνει στην ιστορία τού ελληνικού τύπου σαν φωτεινό παράδειγμα μαχητή της δικαιοσύνης και της ελευθεροτυπίας.

 Είναι γνωστή ή θαρραλέα στάση του στη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα σαν δικαστή, καθώς και ή αδιάλλακτη μαχητικότητά του σαν δημοσιογράφου με την εφημερίδα του κατά τού Καποδίστρια.
Δυστυχώς ή ιστορική έρευνα στον τομέα τού τύπου δεν έχει προχωρήσει σε μεγάλη έκταση και τα όσα αναφέρονται σαν παράδειγμα κληρονομιάς πού άφησαν οι πρώτοι Μακεδόνες δημοσιογράφοι για τη μετέπειτα δημοσιογραφία της Θεσσαλονίκης, πού είναι και βασικά αντιπροσωπευτική για την ιστορία της δημοσιογραφίας της Μακεδονίας, δεν είναι, παρά τις προσπάθειες πού έχουν καταβληθεί, αντιπροσωπευτικά.

 Ή ιστορία τού τύπου της Θεσσαλονίκης χάνεται μέσα στις περιπέτειες και τις διακυμάνσεις της ζωής και της ιστορίας κατά τον περασμένο αιώνα.

 Ένα είναι όμως βέβαιο:
οι περισσότεροι από τούς δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης κατά τον περασμένο αιώνα και μέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ήταν διαποτισμένοι με τα ιδανικά πού έχουν εμπνεύσει τούς Μαρκίδες-Πούλιου, τον ’Αθανάσιο Σταγειρίτη, το Μηνά Μινωίδη, το Δημήτριο Παυλίδη, τον ’Αναστάσιο Πολυζωίδη και όλους τούς προδρόμους. 

Ήταν πραγματικοί εθναπόστολοι.
’Αγωνίστηκαν, όταν ή Μακεδονία ήταν ακόμη υπόδουλη, να τονώσουν το φρόνημα τού λαού, να πολεμήσουν τούς εχθρούς τού Γένους και, ίσως το σπουδαιότερο, να εξουδετερώσουν τις προσπάθειες των ξένων προπαγανδιστών.
Πολλοί από αυτούς τούς μαχητές της πέννας φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, καταδιώχτηκαν. 

’Αλλά ποτέ δεν πέταξαν το όπλο τους και δεν συμβιβάστηκαν. 
Δεν άκουσαν ποτέ τούς δήθεν «συνετούς)). Ήταν ή πρωτοπορία των αδιάλλακτων, των μαχητών εκείνων πού πολεμούσαν με κάθε μέσο για να κρατήσουν ψηλά το φρόνημα τού λαού και τα ιδανικά του πάντα φωτεινούς οδηγούς στην επίπονη και επικίνδυνη πορεία της ζωής, όχι μονάχα στην περίοδο πού ακολουθεί μετά την απελευθέρωση τού μικρού ελληνικού κρατιδίου, αλλά και στη σκοτεινή περίοδο της δουλείας.

Ή Θεσσαλονίκη δεν έχει να επιδείξει μεγάλη δημοσιογραφική δραστηριότητα κατά το 19ο αιώνα. 

’Αλλά και τα ελληνικά τυπογραφεία, πού είναι πάντοτε συνάρτηση της ελληνικής εφημερίδας στον υπόδουλο ελληνισμό και προηγούνται, φάνηκαν στη Θεσσαλονίκη μόλις στα μέσα τού περασμένου αιώνα.
Ή εφημερίδα είναι συνυφασμένη με το ελεύθερο κλίμα πού δεν υπήρχε στην πόλη.

 Συνεπώς, λόγοι άσχετοι προς τη θέληση τού ελληνικού στοιχείου της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας γενικότερα, πού οι έθνικοί του αγώνες ήταν αξιοθαύμαστοι και οι θυσίες του ανυπέρβλητες, δεν επέτρεψαν την ίδρυση και την κυκλοφορία των εφημερίδων. Ένας από τούς βασικούς λόγους είναι ότι οι οθωμανικές αρχές έτρεφαν μεγάλη καχυποψία προς τούς κατοίκους της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας και θεωρούσαν ολόκληρη την περιοχή σαν κέντρο όχι μονάχα μιας ενδεχόμενης εθνικής επαναστάσεως — και ή ιστορία αναφέρει αρκετές, εκτεταμένες και μη, επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μακεδονία μετά από εκείνη τού 1821 — αλλά και εξυφάνσεως συνωμοσιών κατά τού καθεστώτος τού σουλτάνου.

Γι’ αυτό σε πόλεις, πού θεωρούνταν σχετικά ακίνδυνες από την άποψη αυτή και πού οι οθωμανικές αρχές πίστευαν ότι ασκούσαν απόλυτο έλεγχο, ιδρύθηκαν και κυκλοφόρησαν εφημερίδες πού θεωρούνται σημαντικές για την ανάπτυξη της ελληνικής δημοσιογραφίας, όπως στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη.

Το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε γύρω στο 1850 από το Μιλτιάδη Γκαρμπολά. 

Ή επιχείρηση αυτή άνθησε και ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να εμφανίζονται και άλλα τυπογραφεία, παρά τα εμπόδια των τουρκικών αρχών πού δε δίσταζαν να επέμβουν πολλές φορές με την πρόθεση να διαλύσουν την επιχείρηση τού Μιλτιάδη Γκαρμπολά πού τη συνέχισαν τα παιδιά του και διατήρησαν την ελληνική τους υπηκοότητα.

 Ό κ. Χαράλαμπος Παπαστάθης, στην εργασία του για «τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία», πού δημοσιεύεται στον 8ο τόμο τού περιοδικού «Μακεδονικά» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, γράφει ότι

«ό Μιλτιάδης Γκαρμπολας και τα παιδιά του . . . δεν περιορίστηκαν μόνο στην έκδοση και το εμπόριο βιβλίων, αλλά αργότερα, το 1875, εξέδωσαν την πρώτη ελληνική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, 'Φάρος της Θεσσαλονίκης’,
 πού με τούς διαδοχικούς τίτλους 'Φάρος της Μακεδονίας’ και
' 'Ερμής’ προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στον Μακεδονικό ελληνισμό και στους εθνικούς αγώνες . . .».

Ή πληροφορία αυτή διασαφηνίζεται περισσότερο από άλλες εργασίες, χωρίς όμως να υπάρχει αμφισβήτηση για το ότι ό Μιλτιάδης Γκαρμπολας και τα παιδιά του είναι οι πατέρες της ελληνικής δημοσιογραφίας στη Θεσσαλονίκη.

 Ό Βασίλης Άϊδαλής αναφέρει σε ένα σύντομο και πληροφοριακό πόνημά του ότι ή πρώτη εφημερίδα στην πόλη ήταν «ό Ερμής» τού Σοφοκλέους Γκαρμπολά, ίσως γιού τού Μιλτιάδη, πού κυκλοφόρησε την Τρίτη 13 Μαΐου τού 1785, «με δίστηλες σελίδες και σχήμα σημερινού περιοδικού.

 Έβγαινε κάθε Τρίτη και Παρασκευή και κόστιζε ένα ασημένιο γρόσι. . .».
Δεν αναφέρει όμως για ποιούς λόγους ή ίδια εφημερίδα έγινε το 1881 τρισεβδομαδιαία και αργότερα ημερήσια με το όνομα «Φάρος» σε μεγάλο σχήμα.

 Έτσι ή εφημερίδα αυτή συνέχισε την έκδοσή της μέχρι τον έλληνο-τουρκικό πόλεμο τού 1897, οπότε οι Γκαρμπολάδες, πού ήταν Έλληνες υπήκοοι, αναγκάστηκαν εξαιτίας τού ελληνοτουρκικού πολέμου να καταφύγουν στην ’Αθήνα.

 «Ό Φάρος» κυκλοφόρησε και πάλι το 1901 με εκδότες τούς γιούς τού Σοφοκλή Γκαρμπολά, Νικόλαο και ’Αλέξανδρο, χωρίς την αρχική του επιτυχία.

'Ένα χαρακτηριστικό συμπέρασμα για το στοιχειώδη τότε ελληνικό τύπο της Θεσσαλονίκης περιλαμβάνεται στο «Μικρασιατικό Ημερολόγιο» τού 1910.

Ή γνωστή για τη θερμουργό εθνική της πνοή, ιδρύτρια και διευθύντρια τού Ημερολογίου αυτού, 'Ελένη Σβορώνου, γράφει με επιγραμματικότητα και με αδρές πινελιές για τον ελληνικό τύπο της Θεσσαλονίκης.

 Αναφέρεται πρώτα στους αγώνες τού ελληνισμού στη Μακεδονία και όταν φθάνει στις σχετικές αντιδράσεις τού ελληνικού τύπου, γράφει:

«Ό τύπος της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης σφαδάζων υπό την απηνή Ψαλλίδα της λογοκρισίας έσίγα νεκρικήν σιγήν.
 Εν Θεσσαλονίκη ύπήρχεν από τριακονταετίας σχεδόν εκδιδομένη ή ελληνική έφημερίς 'Φάρος της Θεσσαλονίκης’.
 Οι ίδρυταί του υπήκοοι "Έλληνες όντες, είχον καταστραφεί κατά τον έλληνοτουρκικόν πόλεμον του 1897 και μετά πολλής δυσκολίας κατώρθουν να συγκρατήσωσι το εργον των εχοντες να παλαίσωσι κατά μυρίων δυσχερείων.
 Οι κ.κ. Γκαρμπολά, επωφελούμενοι της υπό των μεταρρυθμίσεων άφεθείσης σχετικής ελευθεροτυπίας διεξήγον άπελπι αγώνα υπέρ των πατρίων. 
’Αλ’ ή φωνή της έφημερίδος των, περιωρισμένης εις μικρόν κύκλον, δεν έπήρκει να έξυπηρετήση τελείως τα απειλούμενα εθνικά συμφέροντα. 
Και το σκότος επί των Μακεδονικών πραγμάτων έπυκνοΰτο όλο νέν και κατεκάλυπτεν υπό τάς παχείας πτυχάς του πάσαν εκφρασιν έθνικήν και κοινωνικήν τού έν Μακεδονία έλληνισμού».

Ή αλλαγή της καταστάσεως μετά τη σχετική ελευθεροτυπία, πού ήταν μια απλή και πολύ μικρή χαλάρωση των αποπνικτικών για κάθε τύπο απαγορεύσεων, φαίνεται από το γεγονός ότι το 1895 κυκλοφορούσαν στη Θεσσαλονίκη μια καθημερινή ελληνική
«Ό Φάρος» και μία εβδομαδιαία τουρκική εφημερίδα, ή «Σελανίκ». 


Το 1900 λέγεται ότι κυκλοφορούσαν
 τρεις γαλλόφωνες, 
πέντε ίσπανοεβραϊκές και 
τέσσερις ελληνικές, 
καθώς και τέσσερις τουρκικές εφημερίδες.

 Όσο ανεξακρίβωτη και αν είναι ή πληροφορία αυτή, αφήνει να νοηθεί ένα είδος δημοσιογραφικού οργασμού πού κατέλαβε την πόλη μόλις χαλάρωσε κάπως ή φίμωση τού τύπου.

 ’Έτσι κατά το τέλος τού 19ου και τις αρχές τού 20ού αιώνα διευρύνθηκε ό μικρός κύκλος πού ακουγόταν ή φωνή τού «Φάρου» της Θεσσαλονίκης, ό όποιος άλλαζε κάθε τόσο τίτλο πιθανόν για να μπορεί να συνεχίζει την έκδοσή του ύστερα από κάθε παύση πού τού επέβαλλαν οι οθωμανικές αρχές.

Στον «Έρμή», το «Φάρο» και τις μετέπειτα, υπό άλλους τίτλους εκδόσεις τους αντικατοπτρίζονται ή ζωή της Θεσσαλονίκης, οι αγώνες των Μακεδόνων, αλλά και ό παλμός της πόλης όπως εκφράζεται από την ηχώ της καθημερινότητας με τις μικρές και ασήμαντες ειδήσεις και άλλα δημοσιεύματα. Παραθέτουμε μερικά τέτοια δείγματα:

«Χθές έώρτασε την ήμέραν των γενεθλίων ό έράσμιος Κλέων ΧατζηΛαζάρου προσενεγκών γεύμα ποικίλον και όρεκτικόν τοΐς μικροίς του φίλοις, οιτινες έγκαρδίως έπεδαψίλευσαν αύτώ τάς ειλικρινείς και άφελεΐς αύτών περί τού μέλλοντος εύχάς και συγχαρητήρια . . .».

Και δύο ειδήσεις για θανάτους:
«Άπεβίωσεν ή Άθηνά Ίατρίδου, άκμαία την ήλικίαν και ράπτρια το έπάγγελμα . . .»,
και
«Μακροχρόνιος και καρδιοβόρος νόσος εταμε το νήμα τού βίου της τρυφερας και μεθ’ ολοκλήρου κόσμου κεκοσμημένης ’Αριάδνης Σαμαριναίου, ιατρού . . .».
 Άλλη κοινωνική είδηση:
«Ό εύπατρίδης ’Ιωάννης Καραμπέτσης έμνηστεύσατο την Εύθυμίαν Κιμπάρη».

Και μια ανακοίνωση σαν διαφήμιση:

«’Εν τω βιβλιοπωλείο) του N Βικοπούλου ευρίσκεται το μυθιστόρημα 'Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα’ ούτινος και μόνη ή άνάγνωσις σώζει τον άναγνώστην από παντός άμαρτή ματος έστω και μή θανασίμου . . .».

Αλλά στην ίδια εφημερίδα παρουσιαζόταν και ή επίσημη κίνηση της Θεσσαλονίκης, ιδιαίτερα του ελληνισμού της, δηλώσεις σημαινόντων ατόμων, περιγραφές κοινωνικών και άλλων εκδηλώσεων και μερικές διαφημίσεις ελληνικών και άλλων καταστημάτων.

Σιγά σιγά προστέθηκαν και μελέτες συνεργατών της εφημερίδας για ποικίλα θέματα, καθώς επίσης ανταποκρίσεις τόσο από το εσωτερικό όσο και από το μικρό ελεύθερο ελληνικό κράτος για πλήθος θεμάτων.

«Ό Ερμής» και ή συνέχειά του υπό τον τίτλο «Φάρος» δημοσίευσαν για πρώτη φορά στην ιστορία του τύπου της Θεσσαλονίκης μυθιστορήματα σε συνέχειες πού τα ονόμαζαν «έπιφυλλίδες».

 Ή ιδιαίτερη άξια στην πρώτη αυτή εφημερίδα της πόλης βρίσκεται στο γεγονός ότι όχι μόνο με την παρουσία της και την κυκλοφορία της σαν εφημερίδα ελληνική πού κυκλοφορούσε στην νευραλγικότερη περιοχή της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και με τα δημοσιεύματά της, προσέφερε πολλά στον αγώνα του ελληνισμού και της ελληνικής εκκλησίας στα δύσκολα εκείνα χρόνια της τρομοκρατίας, των διωγμών, της ξένης προπαγάνδας και της αναρχίας.

Από τότε άρχισαν να εμφανίζονται συνεργάτες και συντάκτες πού εξελίχθησαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και δικαιολόγησαν απόλυτα το χαρακτηρισμό ότι ήταν αντάξιοι των δημοσιογράφων των Αθηνών, των όποιων οι εφημερίδες κυκλοφορώντας σε κλίμα απόλυτης ελευθεροτυπίας είχαν ήδη προσλάβει τα στοιχεία του κομματικού φανατισμού και της μεροληπτικής μαχητικότητας πού προάγουν βέβαια την Ελευθερία του τύπου, αλλά δεν εκφράζουν και με τόσην αντικειμενικότητα και πάθος το πνεύμα των εθνικών αγώνων, πράγμα πού παρά τη λογοκρισία και τις πιέσεις των τουρκικών αρχών μπορεί κανείς να διακρίνει «ανάμεσα στις γραμμές» των πρώτων εφημερίδων της Θεσσαλονίκης μέχρι την απελευθέρωση της πόλης κατά το 1912.

Ή ιστορική αυτή ημέρα ανατέλλει στη Θεσσαλονίκη με τρεις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες,

τη «Νέα Αλήθεια» του Ιωάννη Κούσκουρα,

τη «Μακεδονία» του Κώστα Βελλίδη και 

το «Εμπρός» του Άντώνη Οίκονομίδη. 

Και οι τρεις κυκλοφορούν στις 28 ’Οκτωβρίου του 1912 «με μεγάλο πανηγυρικότατο σημαιοστολισμό».

 Πρόκειται για τρεις εκδόσεις ιστορικές για την ιστορία του τύπου της Θεσσαλονίκης.

'Ολοσέλιδη ή ελληνική σημαία στολίζει την πρώτη σελίδα και των τριών,
 ενώ «Ζήτω ό ελευθερωτής Στρατός» είναι σαν από ένστικτο νοερής συνεννοήσεως ό κοινός τους τίτλος.

Πληροφορίες για ό,τι σχετικό με την απελευθέρωση της πόλης δημοσιεύουν και οι τρεις.
 Σκοπός τους είναι να αναπτερώσουν το φρόνημα ενός κοινού τρομοκρατημένου από τη μουγκαμάρα πού είχε επιβάλει ό δυνάστης με την απαγόρευση της κυκλοφορίας των εφημερίδων μόλις άρχισε ό πόλεμος και με άλλα μέσα όσο συνεχιζόταν ή προέλαση τού ελληνικοί στρατού.

Και ή έκδοση των ελεύθερων πια ελληνικών εφημερίδων ξεσπά σ’ έναν ανείπωτο θρίαμβο πού έδωσε και τον τόνο στη μεγάλη, τη μοναδική γιορτή, καθώς οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης ξεχύθηκαν στους δρόμους σαν τρελοί και έσχιζαν τα φέσια τους ενώ έτρεχαν να προσφέρουν στους κατάκοπους από την προέλαση στρατιώτες  ό,τι καλύτερο μπορούσαν να βρουν σε φαγητά, ποτά και γλυκά.

Αμάξια κατάφορτα με τις προσφορές αυτές και με όλο ενθουσιασμό και χαρά Θεσσαλονικείς πήγαιναν προς τις δυτικές παρυφές της πόλης όπου είχαν καταυλισθεί τα ελληνικά συντάγματα για να εκφράσουν όπως μπορούσαν την ευγνωμοσύνη και τον ενθουσιασμό τους.

 Τις εικόνες αυτές αποδίδουν τα κιτρινισμένα από το χρόνο αντίτυπα των εκδόσεων των τριών εφημερίδων πού στοργικά, σαν εθνικό κειμήλιο, φύλαξαν μερικοί Θεσσαλονικείς.

Ή ημέρα αυτή, μοναδικός σταθμός στην ιστορία της πόλης, ήταν και σταθμός ορόσημο στην ιστορία τού τύπου της. 

"Όμως, για την αλλαγή πού επερχόταν με την απόλυτη ελευθεροτυπία και με τη διεύρυνση και επέκταση των στόχων, όπως π.χ. ή ανάγκη της αντικειμενικότητας για εσωτερικά προβλήματα, ή δημοσιογραφία της Θεσσαλονίκης είχε βρεθεί εξοπλισμένη με έμψυχο υλικό και με τυπογραφεία πού δεν υστερούσαν καθόλου σε σύγκριση με τον τύπο των ’Αθηνών της εποχής εκείνης.

Χάρη στην αγωνιστικότητα και την ενόραση μερικών ανθρώπων, πού δεν είχαν ίσως πείρα δημοσιογραφίας, γιατί επιδόθηκαν σ’ αυτήν φτασμένοι άντρες από άλλα επαγγέλματα, κυρίως το τού δασκάλου, είχε σημειωθεί κατά την πρώτη δεκαετία τού 20ού αιώνα οφθαλμοφανής πρόοδος στο θεσσαλονικιώτικο τύπο.

’Αλλά ή πρόοδος αυτή οφειλόταν και σ’ άλλους λόγους.

 Ήταν συνέπεια της προόδου τού ελληνικού στοιχείου πού ή υπεροχή του φάνηκε αναμφισβήτητη σε σύγκριση με τα δύο άλλα στοιχεία πού αποτελούσαν τις συνιστώσες τού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, τού τουρκικού και τού εβραϊκού.

Ήταν ανέκαθεν έκδηλη.

 ’Αλλά με τον αντίκτυπο πού είχε στην ’Ανατολή ή εκβιομηχάνιση στην Ευρώπη, ή σαν φυσικό επακόλουθο πλουραλιστική διαμόρφωση ενός αστικού πληθυσμού με τα στοιχεία της ολοένα πιο εμφανούς τεχνολογίας της εποχής, ήταν πολύ πιο ταχύτερη ή πρόοδος αυτή στον ελληνικό πληθυσμό, ό όποιος είχε έξαλλου προηγηθεί σημαντικά όλων των άλλων τόσο στη Θεσσαλονίκη, όσο και σε άλλες πόλεις της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Είχε στο μεταξύ αφομοιώσει και προάγει σε σημαντικό βαθμό τούς καρπούς τού διαφωτισμού πού τούς είχαν καταστήσει ώριμους θαυμάσιοι ταγοί, εφάμιλλοι των ταγών κάθε προηγμένης ευρωπαϊκής χώρας της εποχής.
Ή κατάσταση αυτή ευνόησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη και τη διαμόρφωση τού τύπου της Θεσσαλονίκης.

 Γιατί όταν ή Μακεδονία είχε ανά δείξει ένα
 Μαργαρίτη Δήμιτσα, 

έναν Πέτρο Παπαγεωργίου
Πέτρος Παπαγεωργίου
 και πολλούς άλλους πού διακρίνονταν για την επίδοση τους στα γράμματα και τις τέχνες, δεν μπορούσε παρά να παρουσιάσει και έναν τύπο αντάξιο γι’ αυτούς και για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση πού δημιούργησαν και πού, δυστυχώς, δεν έχει μελετηθεί ακόμη στις πλήρεις διαστάσεις της.

 Εξάλλου ή κατάσταση αυτή γινόταν ακόμη πιο έντονη με τις προοπτικές και τούς ορίζοντες πού ανοίγονταν χάρη στην έναρξη της πραγματοποίησης της Μεγάλης ’Ιδέας.

Ποτέ στο παρελθόν το Γένος δεν προκάλεσε και δεν ένιωσε να ανοίγουν τόσο διάπλατα «τα φτερά τα πρωτινά του τα μεγάλα» και ποτέ δεν είχε συγκινηθεί τόσο πολύ από το δράμα της συνέχειας της βυζαντινής δόξας.

 Ό τύπος της Θεσσαλονίκης υπό το σκήπτρο τού σουλτάνου και την ολοκληρωτική δουλεία της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν πρωτοπόρος σε σκέψη και δημιουργική παρότρυνση για την υλοποίηση τού οράματος αυτού και είχε χρησιμοποιήσει τούς καλύτερους πνευματικούς ηγέτες σ’ αυτήν την προσπάθεια. 

Γεώργιος Χατζηκυριακού
Γι’ αυτό και βλέπουμε να αρθρογραφούν συστηματικά και να δίνουν το παράδειγμα της προσφοράς και να εμψυχώνουν πνευματικοί άνδρες όπως ό Δήμιτσας, ό Χατζηκυριάκου, ό Πέτρος Παπαγεωργίου και άλλοι και να δημιουργούν παράδοση, μια παράδοση πού την έσβησαν οι φλόγες τού διχασμού αργότερα.

 Οι θλιβερές αυτές εξελίξεις ευθύνονται όχι λίγο για τα φαινόμενα τού εκτραχηλισμού τού τύπου, πού τόσο τον απομάκρυναν από την παράδοση, αλλά και τον έφεραν πλησιέστερα στο κοινό αίσθημα και στη μεροληπτούσα και φατριασμένη «κοινή περί δικαίου αντίληψη».


Θα μπορούσε, όμως, να λεχθεί ότι ό τύπος της Θεσσαλονίκης δεν έπαψε ποτέ να διακρίνεται, συγκριτικά βέβαια, για τη δημιουργική του πνοή, ακόμη και στις σκοτεινότερες μέρες τού διχασμού και των δυσμενών εθνικών περιπετειών.

Ή αφετηρία της δημιουργικής αυτής πνοής βρίσκεται χρονικά πριν από την απελευθέρωση τού 1912.

Ήταν ή έκδοση της «’Αλήθειας». Το πρώτο της φύλλο κυκλοφόρησε στις 12 ’Ιουνίου τού 1903.

Στην αρχή τρισεβδομαδιαία, κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο.
Ή εποχή ήταν όλο αναβρασμό.

 Ό Μακεδονικός ’Αγώνας εισερχόταν στην πιο μαχητική και έντονη φάση του, ενώ ύπόφωσκε το κίνημα των Νεοτούρκων, το όποιο σε πέντε χρόνια θα άλλαζε την όψη μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας πού επί αιώνες κυριαρχούσε στα Βαλκάνια.

 Ό τίτλος της «’Αλήθειας», ξένη ιδιοκτησία τότε, κινδύνευε να περιέλθει στους Βουλγάρους ή τούς Ρουμάνους πού με την προπαγάνδα τους, σε συνδυασμό με τα ένοπλα σώματα, απειλούσαν τη Μακεδονία.

 ’Έτσι βρέθηκε ό ’Ιωάννης Κούσκουρας, δάσκαλος από το Βογατσικό, πού αντικατέστησε την τάξη τού σχολείου με την κοφτερή σκέψη και τον κονδυλοφόρο τού μαχητή.

Είχε μαζί τον επίσης δάσκαλο Γιάννη Μπήτο και ρίχτηκαν στον αγώνα.
Το θαυμάσιο για την εποχή τους έντυπο, «Ημερολόγιο τού Αιγαίου», στην έκδοσή του, το 1906, επισημαίνει τη συμβολή της «’Αλήθειας» στον «αγώνα τον καλό».

Αναφέρεται στις επιβουλές και όλο κακουργίες και εγκλήματα επιθέσεις των ξένων στοιχείων κατά των μακεδονικών πληθυσμών, σε συνδυασμό με τη θέση της νέας εφημερίδας και γράφει:

«όταν αι δολοφονίαι και οι εμπρησμοί και αι ανασκολοπίσεις και αι τερατώδεις εν γένει πράξεις αυτού (του σλαβικού στοιχείου) έξηγγέλλοντο ανά τον εύρωπαϊκόν τύπον υπό την επήρειαν του χρυσού ως ηρωισμοί εμπνεόμενοι δήθεν εκ ζήλου προς έθνικήν άποκατάστασιν της Μακεδονίας, 
ειλικρινής και απερίφραστος και βροντώδης άνυψώθη ή φωνή της 'Άληθείας

 δι’ άρθρων συνεχών και περιγραφών και λεπτομερειών μεταδιδούσης πιστήν των γεγονότων άφήγησιν. 

Εκεί ένθα κακόβουλοι και υπερφίαλοι αξιώσεις διακηρύττον ανεξελέγκτως την τε άριθμητικήν ύπεροχήν των και την πληθώραν άνυπάρκτων σχολών και μαθητών, φαεινή ως ό ήλιος διέλαμψεν ή αλήθεια δι’ επισήμων στατιστικών πινάκων της εκπαιδευτικής κινήσεως και του πληθυσμού μιας εκάστης των φυλών των κατοικουσών την Μακεδονίαν, 
εκ των όποιων πολυαριθμοτέρα μετά την τουρκικήν, άπεδείχθη ή ήμετέρα. 

Διά των περιγραφών άφ’ ετέρου και των συνεχών άνταποκρίσεων γενικεύονται βαθμηδόν αί περί της χώρας γνώσεις και άποσοβεΐται ό κίνδυνος ό δημιουργούμενος διά τού ψεύδους και της άπάτης. 

Τα πλήρη σθένους και δυνάμεως άρθρα της 'Άληθείας έμπνεόμενα από άγνόν πατριωτισμόν και από βαθεΐαν συναίσθησιν τού προορισμού, όν ή έφημερίς αύτη έκλήθη να εκπλήρωση έξήγειραν το ύπνώττον φρόνημα των ομογενών και μετέδωκαν αύτοις την ιδέαν της άμύνης κατά των ένεργειών των δίκην μυκήτων πρό τινων έτών άναφυέντων διά τού χρυσού εις έδάφη άλλότρια παρεισάκτων άργομίσθων . . .».


Ή περιγραφή αυτή ή όλο ένάργεια και παλμό είναι άρκετή για να έξηγήσει, γιατί οι τουρκικές αρχές διέταξαν το κλείσιμο της «Άληθείας». 

Επίσημο αιτιολογικό για την άπόφαση ήταν ότι
 «έπολιτεύετο άντιθέτως και έπιζημίως προς τα συμφέροντα τού ’Οθωμανικού κράτους και ύπεδαύλιζε το φυλετικόν μίσος μεταξύ των διαφόρων φυλών και θρησκεύματος υπηκόων της αυτοκρατορίας . . .». 

"Οταν άργότερα εγινε κάποια έπέμβαση στον με απεριόριστες δικαιοδοσίες γενικό διοικητή της Μακεδονίας Χουσεΐν Χιλμη πασά να άρει την άπαγόρευση και να έπιτρέψει την έπανέκδοση της έφημερίδας, ό πανίσχυρος διοικητής, κατά τη ρήση πολλών παλιών Θεσσαλο νικιών της εποχής, άπάντησε:

«Περιττό.
 Ή ' Αλήθεια’ έπετέλεσε τον προορισμό της. 
’Ήθελε να έπαναστατήση τον Ελληνισμό της Μακεδονίας και το πέτυχε. 
Δεν χρειάζεται πιά να εκδίδεται ούτε γι’ αύτόν . . .». 

Αλλά ό πιο εύστοχος χαρακτηρισμός για την παύση αυτή δόθηκε από τις άθηναϊκές εφημερίδες πού όταν την ανακοίνωσαν στην είδησεογραφία τους έγραψαν:

 «Είναι τόσον τιμητικοί οι λόγοι της παύσεως, ώστε δεν ήξεύρομεν έάν πρέπει να συλλυπηθώμεν ή να συγχαρώμεν την συνάδελφον . . .».

 Ή «Αλήθεια» δεν κυκλοφόρησε με τον ίδιο τίτλο. 

Απαλλαγμένη από τον ιδρυτή της και κάτοχο τού τίτλου Σ. Μουρατόρη, κυκλοφορεί πλέον ως «Νέα Άλήθεια» με ίδιοκτήτη-διευθυντή τον ’Ιωάννη Κούσκουρα και αρχισυντάκτη τον ’Ιωάννη Μπήτο, πού τη διακόνησε έπι μια ολόκληρη εικοσιπενταετία μέχρι το θάνατό του.

Πολιτικός άρθρογράφος της ήταν ό Θεόδωρος Ράμμος και περιοδεύων αντιπρόσωπος ό Κώστας Βελλίδης, πού σε λίγο θα άνα δεικνυόταν και αύτός ένας από τούς περιφανέστερους ίδρυτές πατέρες τού τύπου της Θεσσαλονίκης με την ίδρυση της «Μακεδονίας» το 1911.

Στο μεταξύ κυκλοφόρησε και μια άλλη εφημερίδα, το 1908, «Το Σύνταγμα». 

Τον τίτλο αυτόν τον διάλεξε σαν ένδειξη συμπάθειας προς το Σύνταγμα των Νεοτούρκων, πού δήθεν έδωσε Ελευθερία και ίσοπολιτεία σ’ όλους τούς ύπηκόους της ’Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όσο άποτέλεσε σταθμό για την ιστορία τού τύπου ή έκδοση της «Αλήθειας», πού συνεχίστηκε ως «Νέα Αλήθεια», τόσο ύπήρξε άπαρχή για ένατένιση σε εύρύτερους δημοσιογραφικούς ορίζοντες και για μεγάλους έθνικούς αγώνες
ή έκδοση της «Μακεδονίας». 

Το πρώτο της φύλλο κυκλοφόρησε στις 10 ’Ιουλίου τού 1911. 

Διευθυντής ήταν ό Κώστας Βελλίδης και υπεύθυνος ό Γρηγόριος Ωρολογάς. '

Όποιος άναδιφήσει τα φύλλα τού πρώτου έτους της «Μακεδονίας» έντυπωσιάζεται από την έξαιρετική της ενημερότητα, πού έγινε άδιάσπαστη παράδοσή της μέχρι σήμερα.

 Στην πρώτη σελίδα περιείχε άρθρα, χρονογραφήματα, μελέτες και άνταποκρίσεις από την Ελλάδα και το έξωτερικό.

Στη δεύτερη και την τρίτη σελίδα έσωτερικές ειδήσεις και τηλεγραφήματα από το έξωτερικό και στην τέταρτη σελίδα μόνο διαφημίσεις.

Μεταξύ των πρώτων συνεργατών της ήταν και ό Βασίλης Μεσολογγίτης, πού διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στην έξέλιξη τού τύπου της Θεσσαλονίκης.

 ’Έγραφε άρθρα και χρονογραφήματα.
 Στη «Μακεδονία» τού 1911 ύπάρχουν χρονογραφήματα με την ύπογραφή τού μετέπειτα πολιτευτή, πολιτικού και ύ πουργού, νέστορα της πολιτικής της Μακεδονίας και έπι τριετία ύπουργού Βορείου Ελλάδος Αύγουστου Θεολογίτη.

Τα γραφεία της «Μακεδονίας», όπως και της «Νέας Αλήθειας», βρίσκονταν τότε στο «Φραγκομαχαλά», στην ένορία τού Αγίου Μηνά, έκεΐ πού είναι σήμερα περίπου ή ομώνυμη οδός και ή οδός Φράγκων.
 Στην πρώτη σελίδα άναφερόταν ως διεύθυνση των γραφείων και των τυπογραφείων της ή οδός Τόπ Χανέ (παραπλεύρως των γραφείων της Ρεζή).

Το κύριο άρθρο τού πρώτου φύλλου της «Μακεδονίας» είχε τίτλο «Ή έπέτειος». 

Άπηύθυνε χαιρετισμό για τη συμπλήρωση τριών χρόνων από την καθιέρωση τού τουρκικού συντάγματος και έξέφραζε την έλπίδα ότι θα γινόταν περισσότερο φιλελεύθερη ή κατάσταση στην ’Οθωμανική αύτοκρατορία για να ώφεληθούν τόσο οι μουσουλμάνοι όσο και οι άλλες έθνότητες.

Σε άλλο άρθρο πού άρχιζε με τη φράση

 «Άρχόμενοι σήμερον της έκδόσεως της 'Μακεδονίας’. . .» 
έξηγούσε τούς σκοπούς της έκδόσεως.

Ήταν το κλασικό «Διατί έκδιδόμεθα», πού άναφερόταν στα πρώτα φύλλα σχεδόν όλων των ελληνικών εφημερίδων.
Τίτλος τού άρθρου αύτού ήταν «Δυο λέξεις» και ανάμεσα στα άλλα εξηγούσε και τη σημασία τού τύπου για την άνθρωπότητα.

Ή «Μακεδονία» δε δίσταζε να έλέγχει τις τουρκικές αρχές για υπερβασίες και παραλείψεις.

Αλλά ενθουσίασε τούς άναγνώστες της και το πανελλήνιο με την έθνική της πολιτική και με τη στάση της κατά της δράσεως των κομιτατζήδων και κατά κάθε απειλής κατά της Μακεδονίας. 

Γι’ αυτό ή αντίδραση των τουρκικών αρχών ήταν έντονη και μέχρι το 1912 ό Κώστας Βελλίδης διαβιούσε μεταξύ της κατοικίας του και των τουρκικών φυλακών, χωρίς όμως να χαλαρώσει ούτε μια στιγμή το μαχητικό του πνεύμα και να καμφθεί ή στέρεη έθνική του κατεύθυνση.

 Γι’ αυτό και ή «Μακεδονία» παύθηκε από τούς Τούρκους την 5η Αύγούστου τού 1912, δύο μήνες πριν από την έναρξη τού πρώτου βαλκανικού πολέμου.

 Ακατάβλητος ό Κώστας Βελλίδης εξέδωσε άμέσως άλλη πρωινή καθημερινή εφημερίδα, την «Παμμακεδονική» με υπεύθυνο τον Αθανάσιο Βασιλείου.

 Ή «Παμμακεδονική» κυκλοφόρησε από τις 19 Αύγούστου μέχρι τις 4 ’Οκτωβρίου τού 1912, μόλις άρχισε ό πόλεμος.

Τότε οι τουρκικές αρχές άπαγόρευσαν την κυκλοφορία και των δύο άλλων εφημερίδων της Θεσσαλονίκης, τού «’Εμπρός» και της «Νέας Αλήθειας».

Ή παύση αυτή ήταν ένα είδος διαλείμματος, προθέρμανσης, για μια μεγάλη έξόρμηση τού ελληνικού τύπου της Θεσσαλονίκης.

Οι προφυλακές τού Ελληνικού Στρατού εισέρχονταν στη Θεσσαλονίκη το βράδυ της 26ης ’Οκτωβρίου τού 1912.

Στις 27 ’Οκτωβρίου κυκλοφορούσαν ή «Νέα Αλήθεια» και το «’Εμπρός».

 Καταγάλανες στο χρώμα, καθώς και ή «Μακεδονία», πού έξαιτίας της διακοπής της και της φυλάκισης τού έν θουσιώδους και άκάματου έκδοτη της Κώστα Βελλίδη, κυκλοφόρησε στις 28 ’Οκτωβρίου.

«Ζήτω ή ’Ελευθερία» έγραψε ή «Μακεδονία» την ημέρα έκείνη  ήταν Κυριακή  σε οκτάστηλο τίτλο πάνω από την εικόνα μιας έλ ληνικής σημαίας πού έκάλυπτε δλη την πρώτη σελίδα.

Και οι τρεις εφημερίδες έγραψαν με ολοσέλιδους τίτλους
 «Ζήτω ό Ελληνικός Στρατός», 
έκφράζοντας ετσι όλη τη φρενήτιδα ένθουσιασμού πού είχε καταλάβει τούς Θεσσαλονικιούς τη μεγάλη εκείνη ημέρα.

 Ή «Μακεδονία» σημειώνοντας την έναρξη μιας νέας εποχής έγραφε:

«Το τρόπαιον το όποιον έστησεν ό Ελληνικός Στρατός διά της καταλήψεως της Θεσσαλονίκης, ή άπελευθέρωσις της Μακεδονίας, μάς έπιτρέπει να έπαναρχίσωμεν έκδίδοντες την 'Μακεδονίαν’, έλευθέραν πλέον και αυτήν. Ή έφημερίς αύτη ή οποία έξέπληξε τούς πάντας διά την άπίστευτόν της παρρησίαν μετά της όποίας λάβρως έπετίθετο κατά της τουρκικής κτηνωδίας, ύπήρξεν ό στόχος της κτηνωδίας ταύτης.
»Κατά τούς τελευταίους μήνας δίς κατεδιώχθη υπό των τουρκικών αρχών και δίς έπαύθη. Το πρώτον όταν διεκήρυττεν από των στηλών της ότι ή έλληνικωτάτη "Ηπειρος ουδέποτε θα γίνει άλβανική, παρ’ δλην την λυσσώδη αγριότητα μεθ’ ής οι ’Αλβανοί, μεθυσθέντες έκ της εύκολου έπιτυχίας ήν εσχον κατά την τελευταίαν των έπανάστασιν κατά της τουρκικής σαπίλας, έπεδίωκον διά πυρός και σιδήρου την άλβανοποίησιν της χώρας μας εκείνης. Το δεύτερον όταν, μόλις προ ολίγων ήμερών, ύψωνε την διάτορον φωνήν της διά τον τυφεκισμόν, την δολοφονίαν δηλαδή, τεσσάρων 16ετών Ελλήνων εν Αικατερίνη υπό του τουρκικοΰ στρατοϋ.

»Και τώρα με χαράν, την όποίαν δικαιολογεί το συναίθημα της εύορκου έκπληρώσεως της άποστολής της υπό την Τουρκοκρατίαν, ή 'Μακεδονία’ άρχίζει την νέαν της περίοδον έχουσα την πεποίθησιν ότι όπως τότε ουτω και τώρα θα καταστή το εύαγγέλιον παντός Έλληνος».


Με αυτά τα αγνά αισθήματα άρχισε ό Ελληνικός τύπος της Θεσσαλονίκης τη νέα του έξόρμηση. Τις αρχές αυτές τις τήρησαν τόσο ή «Μακεδονία» και ή «Νέα ’Αλήθεια», όσο και το «’Εμπρός».

Το τελευταίο, πού είχε έκδοθει λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση από τον ’Αν. Οίκονομίδη και επιχορηγούνταν από το «Ελληνικό Κομιτάτο», διέκοψε την κυκλοφορία του κατά τα μέσα τού 1913, επειδή άντιμετώπισε άνυπέρβλητες οικονομικές δυσχέρειες.

Ή είδησεογραφική πληρότητα της «Μακεδονίας» φαίνεται από τότε:

την έκδοσή της της 6ης Μαρτίου 1913 από το ρεπορτάζ πού δημοσιεύει για τη δολοφονία τού βασιλέως Γεωργίου τού Α' πού είχε συμβεί την προτεραία, καθώς και στην έκδοση της 18ης ’Ιουνίου τού 1913 για τις έκκαθαριστικές έπιχειρήσεις πού έγιναν από τον Ελληνικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη με την έναρξη τού β' βαλκανικού πολέμου στις 17 ’Ιουνίου τού 1913.

’Από τότε ό τύπος της Θεσσαλονίκης μετέχει στην ελληνική ζωή.

 Δεν έχει πιά το ρόλο τού υπόδουλου πού μόνο την παρακολουθεί, αλλά ποθεί και έπιδιώκει, πέρα από το άμεσο άγχος της επιβίωσης, την άπελευθέρωσή του.

Οι εφημερίδες γίνονται ό καθρέφτης τού λαού, όπως είναι και ζει τις μεγάλες στιγμές της δόξας μετά τούς βαλκανικούς πολέμους, τις άμφιταλαντεύσεις, με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το δράμα τού διχασμού, αλλά και τον έν θουσιασμό της έπιτυχίας πού προκάλεσε ή επανάσταση τού Βενιζέλου και ή άνάταση τού Γένους με τα εύτυχισμένα χρόνια μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή.

(Yauna: συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου