Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Μακεδονικό Ζήτημα: Η ιστοριογραφία και η χαρτογραφία του Μακεδονικού ζητήματος.


Από τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878. 
του Βασίλη Κ. Γούναρη
 
Καθηγητή του ΑΠΘ στον Τομέα Νεότερης και
 Σύγχρονης Ιστορίας, 
Λαογραφίας
 και Kοινωνικής Ανθρωπολογίας

Αναδημοσίευση απότο http://www.imma.edu.gr
(Οι υπογραμίσσεις και οι Φωτογραφίες επιλογή Yauna)



1. Η διεκδίκηση της οθωμανικής κληρονομιάς στην Ευρώπη
Από την στιγμή που η λέξη «Ελλάς» κρίθηκε ως η καταλληλότερη ονομασία για το σύγχρονο κράτος των Ρωμιών, το ζήτημα της Μακεδονίας -στη θεωρία τουλάχιστον- είχε κριθεί. 
Η ιστορική γεωγραφία -κατά το γνωστό απόσπασμα του Στράβωνος- έθετε τη γη του Αλεξάνδρου εντός της Ελλάδος αλλά στην πράξη βέβαια το ζήτημα δεν απασχολούσε άμεσα τους Έλληνες.
 Οι εδαφικές φιλοδοξίες τους δύσκολα ξεπερνούσαν τον Όλυμπο. Εξάλλου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων, ελλείψει ανταπαιτητών του χώρου, ήταν άκαιρος· η ιστορική γνώση για την πορεία τους κατά τους Μέσους Χρόνους ήταν νεφελώδης· η αλλοφωνία δεν ξάφνιαζε κανέναν και η ομοδοξία ήταν μεν αναγκαία αλλά πάντως απολύτως επαρκής συνθήκη για να ενταχθεί κανείς στο ελληνικό έθνος.

Αν υπήρχε προβληματισμός για την Μακεδονία και τους κατοίκους της, αυτός εντοπιζόταν σαφώς στον σλαβικό χώρο και μάλιστα στο πλαίσιο της βουλγαρικής εθνικής αναγεννήσεως και των σχέσεών της με τη Ρωσία αφενός και την Σερβία αφετέρου.
Πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1822, ο Βουκ Κάραζιτς, ο εξέχων Σέρβος φιλόλογος και εθνογράφος, συμπεριέλαβε σε έκδοσή του, ως βουλγαρικά, σλαβικά δημοτικά τραγούδια από το Ράζλογκ. 
Το 1829, ο Ουκρανός Γιούρι Βενέλιν στη μελέτη του Οι αρχαίοι και νεότεροι Βούλγαροι και οι πολιτικές, εθνογραφικές, ιστορικές και θρησκευτικές τους σχέσεις με τη Ρωσία ταξινόμησε κι αυτός ως Βουλγάρους τους κατοίκους της Μακεδονίας. 
Το 1842 ο Τσέχος γεωγράφος Π.Σαφάρικ, που έζησε στο Νόβι Σαντ αλλά δεν ταξίδεψε ποτέ στα Νότια Βαλκάνια, παρουσίασε τον εθνογραφικό του χάρτη, προϊόν εργασίας είκοσι ετών, όπου οι Βούλγαροι κατελάμβαναν τεράστια περιοχή από την Δοβρουτσά μέχρι την Αχρίδα και την Θεσσαλονίκη. 
Λίγο αργότερα (1844-45), βρέθηκε στη Βόρεια Μακεδονία ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καζάν Βίκτορ Γριγόροβιτς, πολύ πριν φθάσει στα μέρη αυτά η Μεγάλη Ιδέα που γεννιόταν μόλις την ίδια εποχή στο ελληνικό κοινοβούλιο. 
Η επαφή του με τον Δήμηταρ Μιλαντίνωφ στην Αχρίδα ήταν καθοριστική για την στροφή του τελευταίου καθώς και του αδελφού του Konstanin, στη συλλογή σλαβικών δημοτικών τραγουδιών. Εκδόθηκαν το 1861 ως Βουλγαρικά δημοτικά τραγούδια με την επιχορήγηση του διακεκριμένου υποστηρικτού της Νοτιοσλαβικής Ιδέας, Καθολικού Επισκόπου Strossmayer, σε μία εποχή που η ιδέα αυτή δεν απέκλειε τους Βουλγάρους.
Εξάλλου, έναν μόλις χρόνο νωρίτερα (1860), είχε εκδοθεί στο Βελιγράδι το παρεμφερές έργο του Στέφαν Βέρκοβιτς, απεσταλμένου του σερβικού κράτους στις Σέρρες, Δημοτικά τραγούδια των Μακεδονο-Βουλγάρων της Μακεδονίας
Ακολούθησε το 1867 η υποβολή από τον ίδιο στην εθνογραφική έκθεση της Μόσχας του διαβοήτου «Άσματος του Ορφέως», το 1868 η μελέτη του Περιγραφή της ζωής των Μακεδονο-Βουλγάρων και το 1874 η έκδοση στα γαλλικά της Veda Slave, του γνωστού πλαστού πομακικού έπους των 250.000 στίχων. 
Η άνοδος του ρωσικού πανσλαβισμού, στα τέλη της δεκαετίας του 1860,κατέστησε προφανές ότι η φιλοβουλγαρική εργασία του Βέρκοβιτς ελάχιστα εξυπηρετούσε το Βελιγράδι, το οποίο ανέπτυξε νέο κύκλο ερευνών και θεωριών με πρωταγωνιστή τον σλαβολόγο Καθηγητή Μίλος Μιλόγεβιτς. 
Στον δρόμο που είχε ανοίξει ο Βέρκοβιτς για την κατάκτηση της αρχαίας Θράκης, ο Μιλόγεβιτς προσπάθησε να αποσυνδέσει τους Μακεδόνες από τους Βουλγάρους και να τους συνδέσει με την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο, το ισχυρότερο επιζόν σύμβολο της αρχαιότητος. 
Ειδικά μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, η αποσύνδεση αυτή ήταν επιτακτική ανάγκη. 
Πάντως, από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν εμφανές ότι οι προσπάθειες καταγραφής της μακεδονικής ιστορίας και της σλαβομακεδονικής γλώσσης καθώς και της εντάξεώς τους στο αδιαμόρφωτο πλαίσιο είτε της σερβικής είτε της βουλγαρικής φιλολογίας δημιουργούσαν προστριβές και προβληματισμούς τοπικιστικού χαρακτήρος.
Ο προβληματισμός δεν ήταν μόνον σλαβικό προνόμιο. 
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, εξίσου προβληματισμένη ήταν και η Δύση για το μέλλον της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του μεγάλου ασθενούς, μέγα μέρος της οποίας ήταν η Μακεδονία.

Ήταν μία περιοχή πλούσια σε πρώτες ύλες, σιτηρά και βαμβάκι, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για τις δυτικές αγορές στις περιόδους των πολεμικών κρίσεων (1853-56, 1861-65 και 1877-78).
Ενδεικτική ήταν η διερευνητική αποστολή του Γάλλου εξερευνητή Guillaum Lejean, εντεταλμένου της κυβερνήσεώς του, που οδήγησε στην έκδοση εθνογραφικού χάρτου της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, το 1861.
Η Μακεδονία λοιπόν ανακαλύφθηκε ξανά μέσα από τα κείμενα των περιηγητών μίας νέα γενεάς, που περιελάμβανε την Mary Walkerκαι τον αυστριακό διπλωμάτη και εθνογράφο Georg von Hahn, την Georgina Mackenzie και την Adelina Irby, τη Lady Blunt, τη σύζυγο του διπλωμάτη Sir John Blunt, τον αρχαιολόγο Leon Heuzey, μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών, τον αντισυνταγματάρχη James Baker που διέσχισε την Μακεδονία το 1874, τον Valentine Chirol, ανταποκριτή της εφημερίδος Levant Herald το 1880 αλλά και τον πολυγραφότατο Leon Hugonnet, που το 1886 δημοσίευσε το βιβλίο του για την «άγνωστη Τουρκία», στην οποία συμπεριελάμβανε και την Μακεδονία. 

Τα κείμενα αυτά απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν επιστημονικές πραγματείες ή έστω αμερόληπτες παρατηρήσεις.
Είναι γνωστό π.χ. ότι οι κυρίες Mackenzie και Irby επηρεάσθηκαν σφοδρά από τον επαναστάτη Γκιόργκι Ρακόφσκι και έτσι βρήκαν στη Μακεδονία μία τεράστια Βουλγαρία, που περιελάμβανε όχι μόνον ολόκληρο τον σλαβόφωνο πληθυσμό της αλλά και αυτή την Θεσσαλονίκη. 
Σε γενικές πάντως γραμμές, η ανάδειξη του σλαβικού χαρακτήρος της Μακεδονίας, με τεκμήριο την ομιλία, ήταν μία χρήσιμη υποθήκη για τα βουλγαρικά δίκαια, λόγω της εξαιρετικής δημοτικότητος που θα αποκτούσε σύντομα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η βουλγαρική υπόθεση. Ήταν επίσης η βάση, πάνω στην οποία κτίσθηκε σημαντικό μέρος της κατοπινής χαρτογραφικής παραγωγής.
Στην Ελλάδα, η έρευνα και το ενδιαφέρον για την Μακεδονία στην αρχή ήταν σχεδόν προσωπική υπόθεση του Μαργαρίτη Δήμιτσα, βλαχόφωνου από την Αχρίδα που διετέλεσε σχολάρχης στο Μοναστήρι, την Θεσσαλονίκη και τέλος στην Αθήνα.
 Αφού ξεπέρασε τις πρώιμες απόψεις του περι «ελληνομακεδονισμού», τις φιλοδοξίες του να γράψει την ιστορία του «μακεδονικού έθνους» και απέτυχε στη γλωσσική κάθαρση της Μακεδονίας, αφιερώθηκε τελικά με περισσότερη επιτυχία στην κάθαρση του ελληνικού παρελθόντος από τους Σλάβους.
Αρχικά δεν είχε, όμως, και πολλούς συμπαραστάτες. 
Στους ελαχίστους Έλληνες που ασχολήθηκαν σοβαρά με την Μακεδονία μέχρι την Ανατολική Κρίση και την αναμόρφωση των συνόρων του 1878, συγκαταλέγονται καταρχήν ο Παπαρρηγόπουλος, που το 1865 είχε τελειώσει πλέον τον δεύτερο τόμο της μεγάλης ιστορίας του, όπου και τα κεφάλαια της Αρχαίας Μακεδονίας και ο Ιωάννης Γ. Βασματζίδης, συγγραφέας της εθνογραφικής διατριβής Η Μακεδονία και οι Μακεδόνες προ της των Δωριέων καθόδου, Μόναχο 1867. 

Όλοι τους αρχαιολογούσαν αθεράπευτα.
Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) και την απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1872), το εκδοτικό ενδιαφέρον εντάθηκε

Graecia cum insulis
 et oris maris Aegaei,
 Henrico Kiepert.
Οι αθηναϊκές εφημερίδες (όπως και οι ελληνικές της Κωνσταντινουπόλεως) πλημμύρισαν από επιστολές αγωνίας τόσο από την Ανατολική Ρωμυλία όσο και από την Μακεδονία, όπου η Εξαρχία είχε αρχίσει να διεισδύει.
 Όμως, παρά τον θόρυβο, ήταν αργά για να καλυφθεί το επιστημονικό κενό για την εθνογραφική σύνθεση της νεώτερης Μακεδονίας.
Στη Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1876, με πρόταση του Κόμη Ιγκνάτιεφ χρησιμοποιήθηκε ο νεόκοπος (1876) εθνογραφικός χάρτης του Γερμανού Heinrich Kiepert πιθανότατα σε συνδυασμό με στοιχεία του Βέρκοβιτς.

 Όπως φάνηκε, τα ελληνικά επιχειρήματα για την αρχαιότητα δεν ήταν επαρκή, γι' αυτό η Αθήνα επιδόθηκε σε συστηματικές κινήσεις, που είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή τριών φιλελληνικών χαρτών, του Edward Stanford, του A. Synvet και του F. Bianconi. 
Ethnological map of Balkans in 1877.Edward Stanford, 

Ο πρώτος, είχε βασισθεί σε στοιχεία που προώθησε στον Άγγλο γεωγράφο ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» μέσω του Ιωάννη Γενναδίου, του Έλληνα επιτετραμμένου στο Λονδίνο. 
Τα ίδια στοιχεία έθεσε υπόψη του Kiepert ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος, ζητώντας και πετυχαίνοντας να αναθεωρήσει μερικώς την έκδοση του 1876. 
Ο δεύτερος χάρτης εκπονήθηκε από τον Α. Synvet, καθηγητή της Γεωγραφίας στο Οθωμανικό Λύκειο της Κωνσταντινουπόλεως, με στοιχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 
O Bianconi, Γάλλος μηχανικός των οθωμανικών σιδηροδρόμων, βάσισε τον δικό του χάρτη στα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα. 
Bianconi Macedoine

Η συχνή αναφορά των μη Μουσουλμάνων ως Ρωμιών και η ταύτιση των απανταχού Ρωμιών με τους Έλληνες ευνοούσε αφάνταστα την Αθήνα. Ουσιαστικά και στους τρεις χάρτες Πατριαρχικοί Σλαβόφωνοι και Βλαχόφωνοι ταξινομούνταν ως Έλληνες. 
Γι' αυτό και προσκομίσθηκαν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878). 


Ethnologische Karte der Europaischen Turkei
Carl Sax
Μαζί προσκομίσθηκε και ο χάρτης του Karl Sax, παλαιού προξένου της Αυστρίας στην Αδριανούπολη.

 Ο Sax, με βάση τις διπλωματικές πηγές που είχε στη διάθεσή του, περιόρισε την βουλγαρική υπεροχή στη Μακεδονία, 
διακρίνοντάς τους 
σε Σερβο-βούλγαρους (στα βόρεια της Νίς) 
καθώς και σε Εξαρχικούς, 
Πατριαρχικούς, 
Ουνίτες και 
Μουσουλμάνους Βούλγαρους (Πομάκους).
Στο πλαίσιο της ανακινήσεως των μακεδονικών ενδιαφερόντων των Αθηνών, που ακολούθησε την ίδρυση των Ηγεμονιών της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας, δύο από τους πιο ικανούς «εφημεριδογράφους» της εποχής εξέθεσαν τις σκέψεις τους εκτενέστερα:
 ο τότε βουλευτής Αθανάσιος Παπαλουκάς Ευταξίας, συγγραφέας της μελέτης Το έργον του ελληνισμού εν Μακεδονία (1880) 
και ο εκδότης της εφημερίδος Σφαίρα Ιωάννης Καλοστύπης, που δημοσίευσε το πόνημα Μακεδονία, ήτοι μελέτη οικονομολογική, γεωγραφική, ιστορική και εθνολογική (1886)

Αμφότεροι είχαν ζήσει και υπηρετήσει στη Μακεδονία κατά την δεκαετία του 1870 και προσέβλεπαν στην ένωση αυτή ως τη λύτρωση της Ελλάδος από την εδαφική, την οικονομική αλλά και την ιδεολογική της ασφυξία. 
Αμφότεροι όριζαν γεωγραφικά την Μακεδονία με τον ευρύτερο δυνατό τρόπο και αυτό ήταν ευεξήγητο. 
Η μελέτη του Καλοστύπη, που την είχε αφιερώσει στο έφηβο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν ουσιαστικά η απάντηση στην έκδοση του Ατανάς Σόπωφ, γραμματέως της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, που με το ψευδώνυμο Οφέικωφ επανέφερε το ζήτημα των ορίων της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου.

 Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας είχε επαληθεύσει τις ανησυχίες όλων με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.

 Ο Νικόλαος Σχινάς, αξιωματικός και μηχανικός με γαλλική παιδεία, ανέλαβε να κάνει μία επιτόπια κατόπτευση και παρήγε την εντυπωσιακή σε λεπτομέρεια τρίτομη έκδοση Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Αθήνα 1887.

 Οι πληροφορίες του θα ήταν εξαιρετικής σημασίας δέκα χρόνια πριν. Όμως τέτοιου είδους μελέτες δεν ήταν πλέον οι κατάλληλες για να εξουδετερώσουν όσα έγραφαν «δημοσιολόγοι, πινακογράφοι και δημοσιογράφοι», τους οποίους ο Καλοστύπης έψεγε -δικαιολογημένα- ότι αντλούσαν πληροφορίες από ύποπτες πηγές.
Πραγματικά, μετά την αυτονομία, το βουλγαρικό επιστημολογικό ενδιαφέρον για την Μακεδονία κινήθηκε σε δύο επίπεδα. 

Εντός της ηγεμονίας το ισχυρό μακεδονικό λόμπυ, οργανωμένο σε συλλόγους, ανέπτυξε ποικίλα έντυπα που εξέθεταν το αίτημά του για αποφασιστικές κινήσεις στη Μακεδονία.
 Το 1880 η εφημερίδα Μακεδόνετς,, με εκδότη τον Ν.Ζίφκωφ από το Ρούσε, πρότεινε ανοιχτά την αποστολή όπλων.
Στην ίδια πόλη κυκλοφόρησε το 1888 η εφημερίδα 
Μακεντόνια του Κόστα Σάχωφ, του οποίου οι ιδέες θεωρούνται ως οι ιδεολογικές καταβολές της ΕΜΕΟ.
Την εφημερίδα 
Λόζα κυκλοφόρησε στη Σόφια το 1891 μία ομάδα νέων που επιθυμούσαν την αναζωογόνηση της σλαβομακεδονικής διαλέκτου και την «αφύπνιση» των Μακεδόνων.
Ακολούθησε το 1893 η
Γιουγκοζάπαντνα Μπαλγκάρια [Νοτιοδυτική Βουλγαρία] και την ίδια χρονιά ο Σάχωφ κυκλοφόρησε, στη θέση της απαγορευμένης λόγω οθωμανικών διαμαρτυριών Μακεντόνια, την «Μακεδονική Φωνή» (Μακεντόνσκι Γκλας), που ζητούσε την ίδρυση μιας οργανώσεως για να αναλάβει την υπόθεση της Μακεδονίας. Ήταν λίγες μόνον ημέρες πριν από την ίδρυση της ΕΜΕΟ στη Θεσσαλονίκη. Αλλά και η Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν έμενε αργή.
Την εποχή αυτή ανατέθηκε από το Υπουργείο Στρατιωτικών στον Γιόρτσε Πετρώφ, μελλοντικό ηγετικό στέλεχος της ΕΜΕΟ, να συγκεντρώσει υλικό για την Μακεδονία, το οποίο εκδόθηκε το 1896, ενώ ο Πετρώφ ανταμείφθηκε με μία κρατική υποτροφία για να σπουδάσει -τί άλλο;- χαρτογραφία στην Ευρώπη.
Το δεύτερο επίπεδο του βουλγαρικού ενδιαφέροντος, ήταν η Ευρώπη

Αμέσως μετά την αυτονομία, ο αγγλοσπουδαγμένος οικονομολόγος και μετέπειτα πολιτικός Ιβάν Γκέσωφ, ήδη τακτικός ανταποκριτής των Timesκαι της Daily News, είχε περιοδεύσει και ολοκληρώσει επιτυχώς την προπαγανδιστική εκστρατεία σε Γαλλία και Βρετανία.
 Για τις επόμενες δεκαετίες, ο ευρωπαϊκός τύπος ήταν τόσο φιλοβουλγαρικός, ώστε να προκαλεί σταθερά την έκπληξη και την οργή των Ελλήνων. Δεν ήταν όμως μόνον θέμα προπαγάνδας.
Οι Βούλγαροι καταρχήν και οι Σέρβοι ακολούθως φρόντισαν εγκαίρως να τυπώσουν σε δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες τις απόψεις τους.
 Εάν τις απόψεις αυτές εξέφραζαν για λογαριασμό τους Ευρωπαίοι επιστήμονες, τόσο το καλύτερο για τη Σόφια.
Στην προσπάθειά της αυτή είχε περιστασιακό σύμμαχο και το ενδιαφέρον της Καθολικής Εκκλησίας για τα Βαλκάνια.
Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν ήταν πλέον οι μόνοι σοβαροί διεκδικητές της Μακεδονίας.
Η εμφάνιση του βιβλίου και του χάρτου του Γκόπτσεβιτς (1889), διπλωμάτη καριέρας αλλά και εγνωσμένου επιστήμονος, επανέφερε στο προσκήνιο τις ακραίες απόψεις του Μιλόγιεβιτς, ότι δηλαδή πλήθος Σέρβων κατοικούσε στη Μακεδονία νοτιότερα της οροσειράς του Σαρ.

Κατά τον Γκόπτσεβιτς, ήταν πληθυσμοί που μόνον εξαιτίας της πλημμελούς γνώσεως των σλαβικών γλωσσών και του φολκλόρ είχαν θεωρηθεί ως Βούλγαροι. 

Δεν ήταν όμως, βέβαια, σύμπτωση ότι τα εθνογραφικά αυτά κριτήρια, όπως φάνηκε και από άλλους χάρτες στα επόμενα χρόνια, ταυτίζονταν με τα όρια του μεσαιωνικού σερβικού κράτους· ούτε αποτελεί έκπληξη ότι ήδη η βουλγαροσερβική διαμάχη για την ταυτότητα των Μακεδόνων Σλάβων απέβαινε προς όφελος της επιστημολογικής διακρίσεώς τους και από τους μεν και από τους δε.
Αναμφίβολα το γλωσσικό επιχείρημα, το οποίο προέβαλαν οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, γινόταν ευκολώτερα κατανοητό και αποδεκτό παντού.

 Η ελληνική πλευρά, μετά την Ανατολική Κρίση, βλέποντας την σαφή υστέρηση στο γλωσσικό επίπεδο, προσπάθησε να συνδυάσει την άρνηση της Εξαρχίας και την μερική χρήση της ελληνικής, ως ένδειξη μιας «ελληνίζουσας» τοποθετήσεως διαφόρων πληθυσμών. 

Το επιχείρημα αυτό επέτρεπε την διατήρηση των ελληνικών βλέψεων βορειότερα της ελληνόφωνης ζώνης, στη σχεδόν συμπαγή κατά την δεκαετία του 1870 βουλγαρόφωνη μέση ζώνη αλλά η τεκμηρίωση του επιχειρήματος δεν ήταν απλή υπόθεση και η διεθνής προβολή του ακόμη δυσκολώτερη. 

Πιο εύκολη για την ελληνική πλευρά ήταν η παρουσίαση της σφαίρας της εκπαιδευτικής της επιρροής στον χώρο της Μακεδονίας, την οποία επιχείρησε καταρχήν ο παλαίμαχος διδάσκαλος των ομογενών Γεώργιος Χασιώτης, γραμματέας επί σειρά ετών του «Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως», στη μελέτη του L' instruction publique chez les Grecs, Παρίσι 1881, που συνοδευόταν από σχετικό χάρτη. 
Τον ακολούθησε με ανάλογα επιχειρήματα ο Κλεάνθης Νικολαΐδης, δημοσιογράφος εγκατεστημένος στο Βερολίνο, εκδότης του περιοδικού Orientalische Korrespondenz
Ο χάρτης του δικού του βιβλίου La Macedoine: La Question Macedonienne dans l' Antiquate, au Moyen-Age et dans la politique actuelle, Βερολίνο 1899, δημοσιευμένου επίσης και στα γερμανικά, απεικόνιζε την έκταση της χρήσεως των διαφόρων γλωσσών ως μέσου συναλλαγής. 
Φυσικά, η ελληνική κυριαρχούσε.
 Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι ο Νικολαΐδης, ενώ δεν δέχθηκε την άποψη του Γκόπτσεβιτς για γεωγραφική έκταση της παλαιάς Σερβίας νοτίως της οροσειράς του Σαρ, ωστόσο χάραξε την βόρεια γραμμή της γλωσσικής επιρροής των Σέρβων στο ύψος του Κρουσόβου. 
Την υπεροχή της ελληνικής εκπαιδεύσεως, επίσης, κατεδείκνυαν και οι σύγχρονοι (1899) χάρτες του Richard von Μach, συγγραφέως της μελέτης Die Makedonische Frage, Βιέννη 1895.
Ήταν η σειρά των Βουλγάρων να απαντήσουν και το έργο ανατέθηκε στον Βασίλ Κάντσεφ, επιθεωρητή των βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας. 

Το 1900 δημοσίευσε στη Σόφια το έργο του Μακεντόνια: Ετνογκράφια ι Στατίστικα [Μακεδονία: Εθνογραφία και Στατιστική], με αναλυτικούς πίνακες δημογραφικών στοιχείων για κάθε χωριό καθώς και εθνογραφικό χάρτη.
Σχεδόν ταυτόχρονα (1901) εκδόθηκε από το Ινστιτούτο Χαρτογραφίας της Σόφιας ο χάρτης της Βουλγαρικής Εξαρχίας με παρεμφερή ευρήματα.

 Και οι δύο γνώρισαν διάφορες επανεκδόσεις τα επόμενα χρόνια αλλά το κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν η εμμονή στη γεωγραφική έννοια της Μακεδονίας, για την οποία η Βουλγαρία ενδιαφερόταν στο σύνολό της, σε αντίθεση με τους ελληνικούς και σερβικούς χάρτες που προσπαθούσαν να αποτυπώσουν τις σφαίρες επιρροής τους.

 Το ίδιο ενδιαφέρον για την Μακεδονία στο γεωγραφικό της σύνολο επεδείκνυαν βεβαίως και οι οργανωμένοι πλέον Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές. Εξάλλου, 
το 1903 ο Κρούστε Μισίρκωφ, 
διδάσκαλος σπουδαγμένος στη Σερβία, 
εξέδωσε στη Σόφια το έργο του
 Ζα μακεντόνσκιτε ράμποτι [Μακεδονικές Υποθέσεις].
Ήταν ειρωνεία ότι, ενώ το βιβλίο αυτό εξελίχθηκε στη Βίβλο του μακεδονικού σεπαρατισμού και απαγορεύθηκε στη Βουλγαρία,
 ο ίδιος ο Μισίρκωφ 15 χρόνια 
αργότερα εργάσθηκε στο Εθνογραφικό Μουσείο της Σόφιας 
και τάχθηκε υπέρ μίας μεγάλης Βουλγαρίας.
Όμως, η περίοδος του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία βρισκόταν στη λήξη της. 

Η δραστηριοποίηση των Βουλγαρικών Κομιτάτων (1895-96),
 ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος και η συναφής ανταρτική δράση (1896-7),
 η απαγωγή της Ellen Stone, 
η θερινή Εξέγερση του Ίλιντεν και, βέβαια, 
η έναρξη των βιαιοπραγιών του Μακεδονικού Αγώνος 
άνοιξαν νέο κύκλο στη διεθνή βιβλιογραφία. 

Το βασικό χαρακτηριστικό του κύκλου αυτού ήταν το έντονο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, η πρόχειρη ανάλυση και η συστηματική προσπάθεια της Αθήνας και της Σόφιας να τον εκμεταλλευθούν η κάθε μία προς όφελός της. 

Το 1897 ο Victor Berard, ελληνιστής και αρχαιολόγος, δημοσίευσε την μελέτη του La Macedoine σε μία προσπάθεια να εξερευνήσει τα όρια του Ελληνισμού, χωρίς αναγκαστικά να υποστηρίζει τις ελληνικές βλέψεις.

 Ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε
 ότι η ελληνική ταυτότητα στη Μακεδονία 
ήταν θέμα ελεύθερης επιλογής
 και όχι κριτηρίων. 

Την επόμενη χρονιά ο Alber G. Hulme-Beaman, πρώην ανταποκριτής της Standard, στο δικό του βιβλίο Twenty Years in the Near East απεφάνθη υπέρ της βουλγαρικότητος των Σλάβων της Μακεδονίας, αν και δεν ήταν τόσο «γνήσιοι», έγραψε, όσο αυτοί της Βουλγαρίας και της Ρωμυλίας

Ο Frederick Moore, ο Αμερικανός ανταποκριτής της Daily Express, παρατήρησε το 1903 το περίεργο φαινόμενο τα τρία παιδιά της ιδίας οικογενείας να επιλέγουν διαφορετικό εθνικό κόμμα.
 Ο Σκοτσέζος John Foster Frazer, ειδικός ανταποκριτής σε πολλά εξωτικά μέρη, έθετε και απαντούσε το ρητορικό ερώτημα:
«But who are the Macedonians? You will find Bulgarians and Turks who call themselves Macedonian, you find Greek Macedonians, there are Servian Macedonians, and it is possible to find Roumanian Macedonians. You will not however find a single Christian Macedonian who is not a Servian, a Bulgarian, a Greek or a Roumanian».
Όμως, ο περίφημος Βρετανός διπλωμάτης Sir Charles Eliot είχε διαφορετική άποψη, μολονότι γνώριζε ότι οι όροι που χρησιμοποιούσε ήταν μάλλον αδόκιμοι:
«Though Bulgarians have become completely Slavised and can difficulty be distinguished as body from the Servians yet the faces of the Macedonian peasantry have a look which is not European, and recalls the Finns of the Volga and the hordes of the Steppes».
Ο Allen Upward, από την άλλη, γνωστός για τη συμπάθειά του προς τους Έλληνες, συμπέρανε πως ο σλαβόφωνος οικοδεσπότης του ήταν Έλληνας, κρίνοντας μόνον από τη θερμή φιλοξενία του.
Ο συνοδός του Upward στη Μακεδονία είχε ορισθεί από το Ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών και το ίδιο συνέβη με την επίσκεψη του Michel Paillares στο σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, ενώ ο William Le Quex, που το 1905 εντάχθηκε σε μία βουλγαρική τσέτα, κατέλεξε φυσικά σε αντίθετα συμπεράσματα και με τους δύο.
Ο περιπετειώδης Αμερικανός δημοσιογράφος Albert Sonneschen έζησε κι αυτός με τους κομιτατζήδες και δόξασε τον αγώνα τους στην Κεντρική Μακεδονία αλλά ο Βρετανός Martin Wills, υπάλληλος του οθωμανικού μονοπωλίου καπνού, τον οποίο οι κομιτατζήδες απήγαγαν και μάλιστα του έκοψαν το αυτί, δεν ανέπτυξε τον ίδιο ενθουσιασμό για τον σκοπό τους.
Παρομοίως αντιφατικές ήταν οι απόψεις που εξέφρασαν ο Abbott, ο Booth, o Knight, o Wyon, o Lynch, η Durham, ο Kanh, ο Berard ή ο Amfiteatrov ανάλογα με τους πληροφοριοδότες ή τους χρηματοδότες τους.
Ο τελευταίος, για παράδειγμα, φιλελεύθερος Ρώσος δημοσιογράφος, ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων της πατρίδος του, τάχθηκε υπέρ της διακρίσεως των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους.
Οι πολιτικές αναλύσεις που εμφανίσθηκαν ως άρθρα σε διεθνή περιοδικά ή ως μονογραφίες, επίσης κατατρύχονταν από μεροληψία αλλά γενικά ορισμένες τάσεις ήταν διακριτές.

Ειδικά μετά το Ίλιντεν, οι Ευρωπαίοι δε δίσταζαν να επικρίνουν την τουρκική πολιτική για να δικαιολογήσουν την δική τους διπλωματική παρέμβαση αλλά και την ελληνική ένοπλη ανάμιξη για να δικαιολογήσουν την διαφαινόμενη αποτυχία της παρεμβάσεώς τους.

Η περίπτωση της Μακεδονίας έμοιαζε καταφανώς με αυτή της Βουλγαρίας του 1876 και ήταν επόμενο να αναμένεται η ίδια κατάληξη, η αυτονομία των Βουλγάρων της Μακεδονίας, χωρίς όμως να προηγηθεί αναγκαστικά μία πολεμική κρίση ανάλογη με αυτήν του 1876-8.Λόγω των συμμαχιών και των εξοπλισμών, κάτι τέτοιο θα ήταν μοιραίο για τη διεθνή ειρήνη.

Προς αυτήν την κατεύθυνση, την αυτονομία, ωθούσε συστηματικά τις αποφάσεις τους και η Σόφια, μεταφέροντας την επιθυμία της με την ευκαιρία κάθε επαφής με ανταποκριτές ή πολιτικούς.

 Για την αυτονομία έγραφαν και πίεζαν επίσης οι Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές της ΕΜΕΟ, καθιστώντας έτσι το αίτημα γενικό και την διαφοροποίησή τους με την Βουλγαρική Κυβέρνηση ασαφή.

Ήδη το 1900, ο A. Brutus, δηλαδή ο Anton Drandar από τα Βελεσά, είχε δημοσιεύσει στις Βρυξέλλες το βιβλίο του A propos d' un mouvement en Macedoine.
Η ιδέα αυτή αντηχούσε όλο και συχνότερα στην Ευρώπη, ειδικά μετά το Ίλιντεν, χάρη σε διάφορες εφημερίδες όπως η ελβετική L'Effort και η γαλλική Le movement macedonienne, όπου επιφανείς Βούλγαροι δημοσιογράφοι, όπως ο μετέπειτα διπλωμάτης Συμεών Ράντεφ, έγραφαν άρθρα χρηματοδοτούμενοι από τη Σόφια.

 Την ίδια περίοδο ο Μπόρις Σαράφωφ, πρώην αξιωματικός του βουλγαρικού στρατού και ο Μπόζινταρ Τατάρτσεφ, πρόκριτος της Ρέσνας και οι Καθηγητές Λιουμπομίρ Μίλετιτς και Ιβάν Γκεόργκωφ μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών χωρών επισκέφθηκαν και τη Βρετανία και έδωσαν διαλέξεις, τις οποίες οργάνωσε το Βαλκανικό Κομιτάτο των αδελφών Buxton.

 «The Bulgarians are more English in their manners than the Greeks and to this fact I attribute part of their popularity in England» έγραψε ο Upward. 

Το Βαλκανικό Κομιτάτο επίσης συνετέλεσε στη δημιουργία μιας όχι αμελητέας φιλοβουλγαρικής βιβλιογραφίας, της οποίας τα καλύτερα παραδείγματα ήταν τα γραπτά των φιλελευθέρων αδελφών Noel και Charles Buxton, του Henry Νoel Brailsford, ανταποκριτού της Manchester Guardian και προέδρου της βρετανικής επιτροπής για τα θύματα του Ίλιντεν καθώς και του βουλευτού David Marshall Mason, μέλους της «Εθνικής Φιλελεύθερης Ομοσπονδίας» (National Liberal Federation).

 Μέρος της παραγωγής αυτής ήταν και φωτογραφίες εγκλημάτων σε βάρος Βουλγάρων. Στην ίδια βουλγαρική διαφωτιστική εκστρατεία εντάσσονται τα βιβλία του Σαράφωφ, του Ατανάς Σόπωφ, που κόστισε στην Βουλγαρική Κυβέρνηση 4.000 φράγκα, του Ντ. Μίσεφ, Γενικού Γραμματέος της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που εξέδωσε στατιστικές και χάρτη με το ψευδώνυμο Μπρανκώφ, του Πέταρ Ντανίλοβιτς Ντραγκάνωφ, Ρώσου σλαβολόγου βουλγαρικής καταγωγής, πρώην διδασκάλου στο βουλγαρικό σχολείο της Θεσσαλονίκης και του I. Βοίνωφ. 

Ακόμη και το 1912, μία επιτροπή Βουλγάρων προσφύγων από την Μακεδονία περιερχόταν την Ευρώπη, υπό την προεδρία του Καθηγητού Λιούμπομιρ Μίλετιτς, επιχειρώντας να επηρεάσει τον γαλλικό τύπο.
Συγκριτικά, η σερβική ευρωπαϊκή παρουσία ήταν ανύπαρκτη. Περιελάμβανε την μελέτη του Μίλος Μιλόγεβιτς, La Turquie d' Europe et le problem de la Macedoine et la Vielle Serbie, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1905, ένα άρθρο του διπλωμάτη Σέντα Μιγιάτοβιτς στο περιοδικό Fortnightly Review, το 1907 και κυρίως την μελέτη του εθνογράφου και γεωγράφου Γιόβαν Τσβίιτς Remarks on the ethnography of the Macedonian Slavs, που δημοσιεύθηκε το 1906 στα γαλλικά, τα αγγλικά και τα ρωσικά, υποστηρίζοντας την διαφορετικότητα των Σλαβομακεδόνων από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους αλλά και τη συγγένειά τους περισσότερο με τους δεύτερους. 

Το βιβλίο του, που επανεκδόθηκε το 1912, άσκησε μεγάλη επιρροή, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό χώρο. Ο τρόπος της γραφής του έδειχνε πως ο συγγραφέας δεν παρασυρόταν από καμία εθνικιστική ιδεολογία, μολονότι το συμπέρασμά του ήταν πως η αδιαμόρφωτη σλαβική μάζα της Μακεδονίας θα αφομοιωνόταν ευκολώτερα και απόλυτα από τους Σέρβους.
Η άποψή του δεν επαληθεύτηκε ποτέ, όμως το επιχείρημα υπέρ μίας διακριτής ή αδιαμόρφωτης τρίτης σλαβικής μακεδονικής ομάδος, που συμπληρώθηκε το 1913 από την σχετική γλωσσολογική παρέμβαση του Αλεξάντερ Μπέλιτς, ταίριαζε απόλυτα -στη θεωρία τουλάχιστον- με σημαντικό κομμάτι των βουλγαρικών θεωριών.
Η ελληνική βιβλιογραφική αντεπίθεση στην Ευρώπη ήταν δυσανάλογα μικρή με τον ενθουσιασμό που επικρατούσε στην Αθήνα και τις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονταν στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία. 

Ο Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής του Δικαίου και της Πολιτικής Οικονομίας, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1902-3), ιδρυτής της Εταιρείας «Ελληνισμός» (1894) και σημαντικός δημόσιος ρήτορας δημοσίευσε τα βιβλία L' Hellenism et la Macedoine το 1903 και Greeks and Bulgarians in the Nineteenth and Twentieth Centuries, το 1907. 
Πιο χρήσιμα όμως για την ελληνική υπόθεση ήταν το περιοδικό του Bulletin d' Orient, που κυκλοφορούσε υπό την αιγίδα του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών καθώς και οι διαλέξεις του στην Ευρώπη, ειδικά στο Παρίσι, όπου πολλές σημαντικές προσωπικότητες ήταν προσωπικοί του φίλοι, ανάμεσά τους και ο Γερουσιαστής Georges Clemenceau. 

Ο συνάδελφός του Ανδρέας Ανδρεάδης, καθηγητής των Οικονομικών, μορφωμένος στην Οξφόρδη και το Παρίσι, δημοσίευσε μία διάλεξή του στο περιοδικό Contemporary Review. 
Ο Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος, δημοσιογράφος με νομικές σπουδές και εκδότης από το 1902 του περιοδικού Κράτος, εξέδωσε το 1904 δύο μελέτες στα γαλλικά: La Macedoine et l' Hellenisme και Lettres sur la question de Macedoine
Η Ιωάννα Σταφανόπολη, η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κόρη του εκδότου της Messager d' Athenes, δημοσίευσε το 1903 τις μελέτες της Macedoine et Macedoniens. La Macedoine inconnue. La nationalite hellenique de la Macedoine d' apres le folklore macedonien. Ούτε πέντε βιβλία δεν ήταν όλα κι όλα· στην πραγματικότητα, τα περισσότερα ήταν κείμενα διαλέξεων.
Αντίθετα, η βιβλιογραφία περί Μακεδονίας στα ελληνικά ήταν κολοσσιαία

Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται στις μέρες μας, η αλήθεια είναι ότι ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ήταν ποτέ κρυφός, τουλάχιστον εκτός της Μακεδονίας. 

Ακόμη και θέματα που σήμερα θεωρούνται λεπτομέρειες και αδιασταύρωτες πληροφορίες, δημοσιεύθηκαν στον αθηναϊκό τύπο ταυτόχρονα σχεδόν με τα γεγονότα. 

Επί τέσσερα χρόνια ο Αγώνας βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων του ελληνικού βασιλείου (αλλά και των απανταχού ομογενών), κατά κανόνα εικονογραφημένος με φωτογραφίες αγωνιστών.
 Όμως το Εμπρός, λόγω της γνωστής σε όλους συνδέσεώς του με το Μακεδονικό Κομιτάτο, διατηρούσε πάντοτε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα:
 Οι επιστρέφοντες αγωνιστές παρέδιδαν, είτε προφορικά είτε εγγράφως, πληροφορίες για τη δράση των σωμάτων, επίσημα ντοκουμέντα, ακόμη και τα ίδια τα ημερολόγιά τους.

 Όλα αυτά δημοσιεύονταν από τους συντάκτες της εφημερίδος σε συνέχειες με τη μορφή λαϊκών αναγνωσμάτων. 
Το γνωστότερο προϊόν της αρθρογραφίας της μορφής αυτής είναι το βιβλίο του Σταμάτη Ράπτη, τακτικού συντάκτου του Εμπρός, Ο Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε σε 313 οκτασέλιδα φυλλάδια πιθανότατα στο χρονικό διάστημα του Μαρτίου 1906-Απριλίου 1908.
Παράλληλα με την λαϊκή αρθρογραφία αναπτύχθηκε την ίδια περίοδο και μία κάπως λογιότερη, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ακόμη εκτεταμένα από όσους ασχολούνται με τα συναφή του Αγώνος θέματα. 
Πρόκειται για τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο Μακεδονικό Ημερολόγιο, το οποίο εξέδωσαν διαδοχικά ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος» (1908) και ο «Παμμακεδονικός Σύλλογος» (1909-1912) και στον Ελληνισμό, περιοδικό της ομωνύμου εταιρείας του Νεοκλή Καζάζη. 

Το πρώτο βρίθει νεκρολογιών επωνύμων Μακεδονομάχων και καθιερωμένων ήδη εθνικών ηρώων, τοπογραφιών των πολύπαθων μακεδονικών κοινοτήτων (κυρίως των βορείων), δημοσιευμένων στατιστικών για τις βουλγαρικές βιαιοπραγίες και αναλύσεων περί των εθνικών δικαίων, με βάση τα εκπαιδευτικά άθλα του Ελληνισμού.

 Στο δεύτερο, τον Ελληνισμό, τα θέματα εστιάζονταν περισσότερο στις διπλωματικές πλευρές του Μακεδονικού και στην έκδοση εγγράφων.

 Εάν σκοπός του Μακεδονικού Ημερολογίου ήταν να προκαλέσει την κινητοποίηση μέσω της συγκινήσεως, ο Ελληνισμός ενδιαφερόταν περισσότερο για την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού, «ο επί παντός φλέγοντος εθνικού ζητήματος φωτισμός ως και η εν τω διεξαγωμένω εθνικώ αγώνι ενίσχυσις και ποδηγέτησις», όπως σημειωνόταν, πάντοτε όμως στο πλαίσιο που καθόριζε η Ελληνική Κυβέρνηση. 

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι άλλες περί Μακεδονίας εκδόσεις της εταιρείας όπως και οι ολιγοσέλιδες πασίγνωστες μονογραφίες του Γνάσιου Μακεδνού, του ΑλΜαζ, του Τίτου Μακεδνού και λιγοστών άλλων επωνύμων και ανωνύμων συγγραφέων, που αφιέρωσαν τις μελέτες τους (κείμενα διαλέξεων πολλές φορές) είτε στους πρόσφατα θανόντες Μακεδονομάχους είτε στα βουλγαρικά εγκλήματα είτε στο διπλωματικό παρασκήνιο του Αγώνος. 

Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όλες οι μορφές της μακεδονικής ιστοριογραφίας που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα, έδειχναν συμφιλιωμένες με την ιδέα της σλαβοφωνίας των Μακεδόνων, των οποίων εξήραν τον πατριωτισμό. 

Ήταν δηλαδή εναρμονισμένες με το διεθνώς προβαλλόμενο επιχείρημα για την ελεύθερη επιλογή ταυτότητος. Όμως, από την άλλη πλευρά, η εμμονή στη σημασία επιλογής της ελληνικής εκπαιδεύσεως ως ενδείξεως της βούλησης αυτής, δημιουργούσε την εντύπωση ότι η σλαβοφωνία θα ήταν περαστική, εάν τα ελληνικά σχολεία λειτουργούσαν τακτικά. Πόσο μάλλον που διάφορες μελέτες επέμεναν ότι η σλαβική διάλεκτος των Μακεδόνων ήταν κατά βάσιν ελληνική.
Σε γενικές γραμμές, μετά το 1903, με τις ένοπλες εξελίξεις και την δημοσιογραφική επέλαση, το κεντρικό σημείο της βιβλιογραφίας μετατοπίσθηκε από τις εθνογραφικές θεωρίες στη βία και τα εγκλήματα. 

Πολύ σύντομα η εικόνα της συνυπάρξεως αντικαταστάθηκε από μία άλλη, που ήθελε την αντιπαράθεση και την υστέρηση ανοχής ως χαρακτηριστικά της μακεδονικής ιστορίας. 

Τα στερεότυπα αυτά μακροπρόθεσμα κυριάρχησαν, όχι μόνον γιατί εξυπηρέτησαν καλύτερα τις διπλωματικές καταστάσεις που ακολούθησαν αλλά και για τον λόγο ότι η βιβλιογραφία αυτή είχε γραφεί στα αγγλικά και ανακυκλώθηκε έτσι ευκολώτερα.
Αντίθετα, χάθηκαν άλλες περιγραφές μαζί με τα περισσότερα κείμενα, ελληνικών και σερβικών κυρίως συμφερόντων, που είχαν γραφεί στα γαλλικά ή τα ιταλικά· 
κλασικότερο παράδειγμα η μελέτη και ο χάρτης με βάση το θρήσκευμα του Ιταλού φιλέλληνα διπλωμάτη G. Amadori-Virgilj, όπου κανείς δεν παραπέμπει.

2. Δημογραφικές μεταβολές και βουλγαρικός αναθεωρητισμός
Οι βαλκανικοί στρατοί με τις ξιφολόγχες τους χάραξαν τα σύνορα των Βαλκανίων και ειδικά των ζωνών επιρροής στη Μακεδονία με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από τους χαρτογράφους, τους εθνογράφους και τους διπλωμάτες.

 Αλλά δεν αποδέχθηκαν όλες οι χώρες τις μεταβολές ως τετελεσμένες.

 Έτσι οι καθηγητές των Πανεπιστημίων κλήθηκαν ξανά στα όπλα για να υπερασπισθούν με ακαδημαϊκά επιχειρήματα τα όρια που οι στρατηγοί είχαν επιτύχει ή αποτύχει να υπερασπισθούν. 

Οι Βούλγαροι είχαν βέβαια το σοβαρότερο πρόβλημα, της τεκμηρίωσης της αναθεωρήσεως.

 To 1913, o Μίλετιτς δημοσίευσε το βιβλίο του Atrocites greques en Macedoine pendant la guerregreco-bulgare.
 Την ίδια χρονιά ορίσθηκε διεθνής επιτροπή από το Ίδρυμα Carnegie, για να διερευνήσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. 

Τα πορίσματά της δημοσιεύθηκαν το 1914 στην Ουάσιγκτον με τίτλο Report of the International Commission to Inquire into the Causes and Conduct of the Balkan Wars και απέδειξαν ότι το παιχνίδι των εντυπώσεων συνεχιζόταν αμείωτο. 

Μέλη της επιτροπής ήταν ο Henri Brailsford, ο Victor Berard και ο Ρώσος βουλευτής και Καθηγητής της Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πάβελ Νικολάιγεβιτς Μιλιούκωφ, όλοι τους γνωστοί για τα φιλοβουλγαρικά τους αισθήματα.
 Η Ελλάς αντέδρασε, δημοσιεύοντας την δική της εκδοχή για τα εγκλήματα. 

Το χειρότερο όμως για τους Έλληνες ήταν ότι η επιτροπή παρουσίασε την δημογραφική εικόνα της Μακεδονίας, όπως την έλαβε από τον Βούλγαρο Καθηγητή Ιορντάν Ιβανώφ, ο οποίος με τη σειρά του είχε αναπαραγάγει τα στοιχεία του Βασίλ Κάντσεφ (1900). 

Για να αντιστραφεί η εικόνα της κατοχής ενός εθνικά αλλοτρίου εδάφους, ο Βενιζέλος προσκάλεσε τον Ελβετό Καθηγητή του Δικαίου Rudolph Archibald Reiss να περιηγηθεί τις βόρειες επαρχίες της χώρας και να ερευνήσει την κατάσταση του πληθυσμού. 

Η αναφορά του, που δημοσιεύθηκε στα γαλλικά το 1915, 
βεβαίωνε ότι ούτε οι Μακεδόνες ήταν Βούλγαροι ούτε η γλώσσα τους βουλγαρική. 
ήταν απλώς «Μακεδόνες», μία άποψη τότε καθ' όλα ευνοϊκή για την Ελλάδα, 
αφού εξουδετέρωνε ταυτόχρονα και τις βουλγαρικές και τις σερβικές αξιώσεις.
Όμως η κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσε στους Βουλγάρους την δυνατότητα να επανέλθουν και όχι μόνον να εκριζώσουν όση αντίσταση είχαν συναντήσει εκεί δέκα χρόνια νωρίτερα αλλά και να μελετήσουν την περιοχή από κοντά. 

Το καλοκαίρι του 1916, η Βουλγαρική Κυβέρνηση έστειλε στην περιοχή αποστολή διακεκριμένων επιστημόνων και γνωστών ακτιβιστών, η οποία περιελάμβανε τον Ιορντάν Ιβανώφ, τον Αναστάς Ισίρκωφ, τον Μπογκντάν Φίλωφ και τον Λιούμπομιρ Μίλετιτς. 

Όμως η ατυχής για τη Σόφια κατάληξη του πολέμου μετέφερε το μέτωπο στη Δυτική Ευρώπη. 

Ο Ιβανώφ και οι συνεργάτες του Καθηγητές Ισίρκωφ, Γκιόργκι Στρέζωφ, μέλος της Γεωγραφικής Εταιρείας της Γενεύης και ο Ντίμιταρ Μίσεφ, μέλος πλέον της Βουλγαρικής Ακαδημίας, ταξίδευσαν σε διάφορες πόλεις, κυρίως στην Ελβετία, σε μία προσπάθεια να επηρεάσουν την έκβαση της Συνδιασκέψεως της Ειρήνης στο Παρίσι. 

Τις δραστηριότητές τους ενίσχυσαν οι μακεδονικές ενώσεις της Ελβετίας, που έλαβαν επιχορήγηση 20 χιλιάδων φράγκων από τη Σόφια.

Μερικές από τις διαλέξεις εκείνες δημοσιεύθηκαν στα γαλλικά. 
Φυσικά, η συνολική βουλγαρική παραγωγή ήταν πολύ μεγαλύτερη από μερικές διαλέξεις.

 Ουσιαστικά, είχε στρατευθεί ολόκληρη η βουλγαρομακεδονική διανόηση:
 ο Συμεών Ράντεφ από τη Ρέσνα με νομικές σπουδές στη Γενεύη, παλαιό στέλεχος της ΕΜΕΟ, ο Σ.Κιτίντσεφ, ο K. Σολάρωφ, ο Β.Τσάωφ και ο Κοσταντίν Στεφάνωφ, καθηγητής της Λογοτεχνίας και μέλος του «Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου» στην Ελβετία. 

Ναυαρχίδα των δημοσιεύσεων ήταν βέβαια η μελέτη του Ιβανώφ, La Question Macedonienne au point de vue historique, ethnographique et statistique, που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1920 και ανακεφαλαίωνε τις βουλγαρικές απόψεις για το Μακεδονικό και για τα δίκαια της Σόφιας στην ελληνική πλέον Μακεδονία. 

Φυσικά, εκτός από αναφορές σε όλα τα ευνοϊκά για τις βουλγαρικές θέσεις κείμενα του ΙΘ΄ αιώνος, η έκδοση συνοδευόταν από δύο χάρτες.
Ο πρώτος εκμεταλλευόταν την φιλοβουλγαρική διεθνή χαρτογραφική παραγωγή του ΙΘ΄ αιώνος, για να δώσει το μέγιστο του βουλγαρικού εθνικού χώρου και ο δεύτερος παρουσίαζε τις αντιφατικές απόψεις που είχαν αναπτυχθεί μετά το 1878 και περιόριζαν αισθητά -και αδίκως κατά τον Iβανώφ- τον χώρο αυτόν.
Ως γνωστόν, μετά από όσα είχαν προηγηθεί στον πόλεμο, δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθούν στο Παρίσι οι προτάσεις του Ιβανώφ και της χώρας του, μολονότι συζητήθηκε ιταλική πρόταση για αυτόνομη Μακεδονία.

Ενδεικτική της σχετικής βαρύτητος όλων των ακαδημαϊκών δημοσιευμάτων είναι η τελική παραχώρηση εδαφών στη Σερβία, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο χάρτη του Τσβίιτς, παρά το γεγονός ότι η χώρα του είχε να παρουσιάσει υποδεέστερη επιστημονική παραγωγή και κινητοποίηση. 
Ο Χάρτης του Τσβίιτς

Την βοήθησε βέβαια και το γεγονός ότι ο Τσβίιτς, που απολάμβανε εξαιρετικής εκτιμήσεως ως επιστήμων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, κυριάρχησε στις διεργασίες της συνδιασκέψεως. 
Οι απόψεις του κατέστησαν δεδομένη την σερβική κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Μακεδονίας, χωρίς να αναγνωρισθεί καν βουλγαρική μειονότητα αλλά τελικά φόρτωσαν με μεγάλο άγχος τη Σερβία, που όφειλε να επαληθεύσει τους χάρτες του μεγάλου εθνογράφου, αφομοιώνοντας γρήγορα τους «Μακεδονοσλάβους». 

Οι απόψεις του Τσβίιτς, εξάλλου, δεν άφησαν ανεπηρέαστους ούτε τους Έλληνες. 

Είναι γνωστό ότι χάρτης που ετοίμασε το 1918 ο Καθηγητής Γεώργιος Σωτηριάδης, Μακεδών στην καταγωγή και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου και υποβλήθηκε στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης, επίσης ανεγνώριζε την ύπαρξη «Μακεδονοσλάβων» εντός της ελληνικής επικρατείας, εκεί όπου ο Κλεάνθης Νικολαΐδης έβλεπε μόνον Έλληνες. 

Την άποψή του αυτή δεν υιοθέτησαν άλλοι Έλληνες συγγραφείς της περιόδου και κυρίως ο βασικότερος, ο Βασίλειος Κολοκοτρώνης, διπλωματικός υπάλληλος που ανέλαβε και ανακεφαλαίωσε, όπως είχαν κάνει ο Ιβανώφ και ο Τσβίιτς, όλα τα ελληνικά επιχειρήματα και την ευνοϊκή για την Ελλάδα διεθνή ιστοριογραφία και χαρτογραφία στη μελέτη του La Macedoine et l' Hellenisme: Etude historique et ethnologique, Παρίσι 1919. 

Οι «Μακεδονοσλάβοι» ήταν για τον Κολοκοτρώνη σλαβόφωνοι Έλληνες.
Φυσικά, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ανακατατάξεις που αυτός επέφερε στα Βαλκάνια, δεν άφησαν αδιάφορη ούτε ανεπηρέαστη την λοιπή ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή κοινότητα.

Μερικά από τα σημαντικά έργα του παρήχθησαν ήταν του R. Seton-Watson, The Rise of Nationality in the Balkans, Λονδίνο 1917, η πρώτη μελέτη του Jacques Ancel για το Μακεδονικό L' unite de la politique bulgare 1870-1919, Παρίσι 1919 και η διατριβή του Jacob Ruchti's, Die Reformaktion Osterreich-Ungarns and Russlands in Mazedonien 1903-1908. Die Durchfuhrung der Reformen, Gotha 1918, που υποβλήθηκε αρχικά στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης. 

Πράγματι, η Ελβετία είχε εξελιχθεί σε επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος για την Μακεδονία ήδη από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και αυτό δεν είχε σχέση μόνο με την ειρήνη που επικρατούσε στη χώρα αλλά και με τις συγκεκαλυμμένες επιχειρήσεις της Σόφιας. 

Είναι αδύνατον να απαριθμηθούν όλες οι μεσοπολεμικές μελέτες και τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον τύπο ή σε περιοδικά όπως τα International Pressekorrespondenz, L' Europe Nouvelle, the Advocate of Peace και η Voix des Peuples.
 Πάντως, κάποιες εργασίες έγιναν σημαντικά βοηθήματα· ανάμεσά τους τα βιβλία του Ancel, καθηγητή πλέον της Γεωγραφίας και Ιστορίας, του Andre Wurfbain, του Weigand και άλλων. 
Επιπλέον, προέκυψε μία νέα γενεά περιηγητικών κειμένων, αναμνήσεων παλαιών και νεωτέρων και, όπως πάντα, ποτέ ουδετέρων.

Οι σημαντικότεροι, λόγω των γνώσεών τους, ήταν ο Sir Robert R. Graves, ο Βρετανός Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη μετά το 1903 και ο σύγχρονός του Γάλλος αξιωματικός Leon Lamouche, που έδινε φιλοβουλγαρικές διαλέξεις χρηματοδοτούμενος από τη Σόφια, ο Edmond Bouchie de Belle, ανώτερος υπάλληλος, παλαίμαχος του Μακεδονικού Μετώπου, η Franceska Wilsonκαι άλλοι. Κατά τον Μεσοπόλεμο άρχισε επίσης η παραγωγή σχετικών τίτλων και στις ΗΠΑ, χάρη στις ακμάζουσες βουλγαρομακεδονικές πατριωτικές οργανώσεις και τον κυριώτερο εκπρόσωπό τους, τον Κρις Αναστασώφ, Φλωρινιώτη με σπουδές στην Αμερική.
Αρκετά από αυτά τα βιβλία δικαίωναν εκ των υστέρων την Βουλγαρία, όμως για τη Σόφια, στο διπλωματικό επίπεδο, το Μακεδονικό είχε χαθεί οριστικά. 

Παρέμενε όμως ζωντανό ολόκληρη την μεσοπολεμική περίοδο τόσο στις προσφυγικές μνήμες όσο και στην πολιτική κονίστρα της χώρας. 

Για να είμαστε ακριβείς, οι βουλγαρομακεδόνες πρόσφυγες έγιναν 
ταυτόχρονα οι συγγραφείς 
και οι βασικοί αναγνώστες
μιας εκτενούς πατριωτικής βιβλιογραφίας,
 που περιελάμβανε από τα απομνημονεύματα των μακεδονικών αγώνων μέχρι τις μικρές ιστορίες των οριστικά χαμένων πατρίδων τους στην ελληνική Μακεδονία. 

Βασικό ρόλο για την παραγωγή αυτή έπαιξε η ίδρυση του «Μακεδονικού Επιστημονικού Ινστιτούτου» το 1923, υπό την ηγεσία του Καθηγητού Ιβάν Γκιόργκωφ και δύο χρόνια αργότερα, η έκδοση του περιοδικού Μακεντόνσκι Πρέγκλεντ.
Στο μεταξύ ο Λιούμπομιρ Μίλετιτς, που είχε αναλάβει την προεδρεία του Ινστιτούτου, άρχισε την έκδοση σειράς απομνημονευμάτων των βοεβόδων του Ίλιντεν. 
Το παράδειγμά του ακολούθησαν διάφοροι βετεράνοι, όπως ο Κρίστο Μάτωφ και ο Κρίστο Σιλιάνωφ.
Οι διεθνείς ανησυχίες των Βουλγάρων είχαν παύσει εντελώς.

 Ο χρόνος είχε σταματήσει γι' αυτούς στο Βουκουρέστι αλλά σε γενικές γραμμές το ίδιο συνέβη και με τους Έλληνες, αν και για διαφορετικούς λόγους.

Το επιστημονικό τους ενδιαφέρον για την Μακεδονία και τους πληθυσμούς της υποχώρησε. 

Με σημαντική εξαίρεση τις διεθνούς επιπέδου εργασίες του Στέφανου Λαδά, του Χρυσού Ευελπίδη και του Αλεξάνδρου Πάλλη,που θεμελίωναν την ελληνική κυριαρχία με βάση πλέον τις ανταλλαγές των πληθυσμών, ελάχιστες άλλες μελέτες δημοσιεύθηκαν για την περιοχή και ακόμη λιγότερες για τους κατοίκους της, ειδικά τους παλαιούς.

Γι' αυτούς πλέον έγραφαν οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, που αγνοούσαν πώς να χειρισθούν τις ιδιαιτερότητές τους και μεγέθυναν έτσι το κενό ανάμεσα στην εικόνα που είχε πλάσει η ιστορία και η διπλωματία και στην πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν.
Από όλες τις όψεις του σύνθετου αυτού ζητήματος της αφομοιώσεως, της νέας φάσεως του Μακεδονικού, δημοσίως τουλάχιστον μία φαινόταν να μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους, η στάση τους κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.
Η ενασχόληση με το ζήτημα αυτό κινήθηκε σε τρεις άξονες:

ο πρώτος συνδεόταν με τις σύντονες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την δημιουργία επετηρίδος και τη συνακόλουθη ηθική και οικονομική αποκατάσταση των Μακεδονομάχων· εκπροσωπείται από σειρά άρθρων που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Μακεδονικός Αγών, που κυκλοφόρησε στο χρονικό διάστημα 1929-1931.
Αν και τα περισσότερα άρθρα δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ιστορική ακρίβεια, ωστόσο δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στο περιοδικό αυτό δημοσιεύθηκαν τόσο ημερολογιακές καταχωρήσεις όσο και άλλα ενδιαφέροντα έγγραφα, δυστυχώς μερικές φορές διασκευασμένα.
Στο ίδιο πλαίσιο, δηλαδή των αυτοβιογραφικών μαρτυριών, θα μπορούσε ίσως να ενταχθεί και μία σειρά δημοσιεύσεων στις εφημερίδες, ημερολογιακές καταχωρήσεις, αναμνήσεις και άλλες επιστολές, των οποίων δεν διαθέτουμε ακόμη ούτε μία πρώτη καταγραφή.
Πολλές από αυτές δυστυχώς συνδέονταν με αλληλοκατηγορίες και διαφορετικές ερμηνείες των γεγονότων, τις οποίες συνεπαγόταν η καταγραφή και η ιεράρχηση των αγωνιστών σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους.

Αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό αυτής της ομάδος δημοσιεύσεων ο έντονος αντικομμουνισμός, λόγω της γνωστής τοποθετήσεως της Κομιντέρν για ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία το 1924 αλλά και της προσδοκίας ότι συγκεκριμένες πολιτικές συμμαχίες θα ευνοούσαν την τάξη των παλαιών αγωνιστών και του τεραστίου πελατειακού τους δικτύου.
Γύρω από τον δεύτερο άξονα περιστρέφονταν βιογραφίες, αναμνήσεις και μονογραφίες που δημοσιεύθηκαν είτε ως ιστορικά βοηθήματα είτε ως λογοτεχνικά έργα. 
Οι επιστολές του Παύλου Μελά, οι αναμνήσεις του Νικολάου Γκαρμπολά, της Αγγελικής Μεταλλινού και του Αντώνιου Χαμουδόπουλου όπως και οι πρώτες βιογραφίες του καπετάν Κώτα, του Μελά, του Δραγούμη θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σχετικά έγκυρα βοηθήματα, αφού βασίσθηκαν στη γνώση και την εμπειρία της γενιάς του Αγώνος. 
Στην ίδια κατηγορία θα έπρεπε να ενταχθούν τόσο οι μεσοπολεμικές ιστορίες του Γεωργίου Μόδη όσο και τα Μυστικά του Βάλτου
Οι πρώτες, κατά κανόνα, απηχούσαν πραγματικά γεγονότα που γνώριζε προσωπικά ο Μόδης, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στη δημιουργία μίας ιδιόμορφης ηθογραφίας του Αγώνος. 

Αλλά και αυτή η δημοφιλέστατη εργασία της Πηνελόπης Δέλτα, ως γνωστόν, βασίσθηκε σε συνεντεύξεις και ημερολόγια Μακεδονομάχων, που κατέγραψε η Αντιγόνη Μπέλλου-Θρεψιάδη στο διάστημα 1932-1936. 
Έτσι αναπληρώθηκε το αρχειακό υλικό που, πιθανότατα για πολιτικούς λόγους, είχε αρνηθεί αρχικά το Υπουργείο των Εξωτερικών στη Δέλτα. Μόνον μερικά από αυτά τα απομνημονεύματα της συλλογής της είδαν το φως της δημοσιότητος μεταπολεμικά.
Πολύ πιο τυχερός από τη Δέλτα στάθηκε ο Νικόλαος Βλάχος, υφηγητής της Ιστορίας στην Αθήνα, που την ίδια εποχή, το 1932, είχε ήδη εξασφαλίσει την σχετική άδεια και εργαζόταν στο αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών. 

Ο ίδιος ο Βλάχος είπε ενθαρρυντικά στην Μπέλλου-Θρεψιάδη ότι η εργασία η βασισμένη σε ζωντανές αφηγήσεις Μακεδονομάχων είχε τα δικά της πλεονεκτήματα, ενώ ο ίδιος εργαζόταν αποκλειστικά με «άψυχα έγγραφα και χαρτιά».
 Η πορεία των γεγονότων, όπως θα φανεί, δικαίωσε την κρίση του ίσως πέρα από τις προσδοκίες του. Η μελέτη του Βλάχου Το Μακεδονικόν ως φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935 θεωρείται δικαιολογημένα ως κλασικό και αξεπέραστο έργο διπλωματικής ιστορίας.

Για τον Μακεδονικό Αγώνα ο Βλάχος αφιέρωσε περίπου 200 πυκνοτυπωμένες σελίδες,
 που ουσιαστικά παραμένουν ακόμη αδιάβαστες.

 Χρησιμοποίησε, προφανώς κατ' εξαίρεση, το αρχειακό υλικό του Υπουργείου των Εξωτερικών και μάλιστα σε βάθος, όπως και όλες τις διαθέσιμες διπλωματικές βίβλους των ενεχομένων στην κρίση χωρών. Επηρεασμένος από τις κατοπινές εξελίξεις και τις διπλωματικές αναγκαιότητες της εποχής, προσέδωσε στον Αγώνα τον χαρακτήρα ελληνοσερβικής προσπάθειας εναντίον των Βουλγάρων.

 Είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς τελικά εάν οι προτεραιότητες αυτές κατεδίκασαν το έργο του σε αφάνεια· μάλλον όχι.
Πάντως, οι χρησιμότατες αλλά και τολμηρές -με τα σημερινά δεδομένα- παρατηρήσεις του, οι οποίες μας δίνουν μία γενική περιγραφή του Αγώνος χωρίς όμως να χάνονται εντελώς τα μεμονωμένα περιστατικά, αγνοήθηκαν επιδεικτικά και αυτό δεν ήταν τυχαίο, όπως θα φανεί παρακάτω.
Στην ίδια αυτή τρίτη και ισχνότατη κατηγορία, των ιστορικών βοηθημάτων, θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την προγενέστερη Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Γεωργίου Ασπρέα, αφού στον δεύτερο τόμο της, που εκδόθηκε το 1930, περιέχει 20 περίπου σελίδες για τον Μακεδονικό Αγώνα. 

Ο Ασπρέας, παλαίμαχος δημοσιογράφος του Εμπρός, αναφέρει ότι χρησιμοποίησε υλικό που βρήκε στο αρχείο του Καλαποθάκη και ακόμη «εκθέσεις απευθυνομένας εις το Υπουργείον των Εξωτερικών εκ των κέντρων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου, εις σημειώματα και αρχεία συγχρόνων πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων και εις εμπιστευτικάς εκθέσεις αίτινες απεστέλλοντο προς τον Γεώργιον Α'». 

Ωστόσο, από τις γενικόλογες περιγραφές του δεν προκύπτει ότι το υλικό αυτό ήταν ιδιαίτερα πλούσιο· ουσιαστικά, η πιο σημαντική συνεισφορά του ήταν η δημοσίευση του «Οργανισμού» του Μακεδονικού Κομιτάτου. 
Γεώργιος Μόδης και άλλοι Μακεδονομάχοι

Τέλος, δεν πρέπει επίσης να αγνοηθεί και o τότε νεαρός δικηγόρος Γεώργιος Μόδης, ο οποίος, σε συνεργασία με τον παλαίμαχο Μακεδονομάχο Νικόστρατο Καλομενόπουλο
συνέγραψε το λήμμα «Μακεδονικός Αγώνας»
 για την πρώτη έκδοση της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός» (1927).
Τα δύο στοιχεία που η μεσοπολεμική βιβλιογραφία είχε κοινά με την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν ο έντονος εθνικός χαρακτήρας και η εκτενής χρήση της γαλλικής σε όλες τις διεθνείς δημοσιεύσεις.
Καλομενόπουλος Νικόστρατος
Έτσι αφενός υπονομεύθηκε οριστικά το κύρος των ελληνικών δημοσιεύσεων ενώ αφετέρου όσα γράφηκαν στη γαλλική, ελάχιστα χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά, ειδικά στον αγγλοσαξωνικό κόσμο.

Το χειρότερο ήταν ότι και η ιστοριογραφία που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό των βαλκανικών κρατών, δεν άντλησε επαρκώς ούτε από όσα γράφηκαν διεθνώς ούτε από την αντίπαλη -σλαβική ή ελληνική αντίστοιχα- βιβλιογραφία. Θεώρησε την εξιστόρηση των πολέμων, κηρυγμένων ή ακήρυκτων, νικηφόρων ή όχι, ως την καταλληλότερη μέθοδο για να στερεώσει τα κεκτημένα ή για να συγκρατήσει το φρόνημα.

Το Μακεδονικό δεν αποτελούσε θέμα επιστημονικής ενασχολήσεως αλλά πατριωτικής. 

Αν κάθε χώρα είχε διαβάσει με προσοχή τις μελέτες των γειτόνων της και τους χάρτες τους, θα μπορούσε να βρει πολύ χρήσιμες οδηγίες για την πολιτική που θα έπρεπε να εφαρμόσει στο εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αλλά καμία δεν το έκανε και η ιστορία έμελλε να επαναληφθεί ως φάρσα.

η συνέχεια στο   http://www.imma.edu.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου