Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Μακεδονικός Αγώνας: Οι Σλαβόφωνοι-Γραικομάνοι ήρωες αδελφοί ΔΟ(Υ)ΓΙΑΜΑ.


του Γεωργίου Μόδη.
" ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ   
ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 
Αρ. 9
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.


ΟΙ   ΤΕΣΣΕΡΕΣ  ΑΔΕΛΦΟΙ   ΔΟΥΓΙΑΜΑ

Πάνω σε μια υψηλή πλαγιά του Πάϊκου είναι η Καστανερή (Μπαροβίτσα), αετοφωλιά, στεφανωμένη από δάση καστανιάς. 

Είναι τώρα κι αυτή  ένα απ΄ τα αμέτρητα ρημαγμένα και ερημωμένα χωριά. 

Οι κάτοικοι της ομιλούν σήμερα το τοπικό σλαβόφωνο Ιδίωμα. 
'Αλλά πριν 100—200 χρόνια είχαν γλωσσά τους την βλάχικη. 

Βλάχικες είναι και οι τοπωνυμίες του χωρίου. Εκεί ζούσαν οι τέσσερες αδελφοί Λάζος, Γκόνος, Μητρός, Τράϊος Δουγιάμα.

Το 1901 ο υίός του μουχτάρη μαζί μ' ενα Τούρκο  αγροφύλακα Σιαμπάν έσκότωσαν μια γυναίκα. 
Ο πρόεδρος έκάλεσε τότε τον Τράϊο κι άλλον ένα νέο και τους ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι τους ζητούσε η τουρκική αστυνομία στην Γουμένιτσα. 
«Ξέρετε, τους είπε με την αυστηρότερη εχεμύθεια. Είναι για τον σκοτωμό της γυναίκας. Καταλαβαίνετε τί σας περιμένει». 
Ο Τράϊος προτίμησε να πάρη τα κορφοβούνια παρά να συρθή στις φυλακές και τα μπουντρούμια. Ο υίός του προέδρου, εννοείται, έμεινε με τον Τούρκο φίλο και συνένοχο του ανενόχλητος. 
Αλλοι φορτώθηκαν τις δικές τους αμαρτίες.

Έξ αιτίας του Τράϊου βρήκε τον μπελά του ο αδελφός του Λάζος. 
Κάθε λίγο και λιγάκι τον καλούσαν και τον κρατούσαν να τον ανακρίνουν για το φυγόδικο (φεράρ) αδελφό του. 
Προτίμησε κι αυτός στο τέλος να πάρη τα βουνά. 
Επιασαν αργότερα οι Τούρκοι με την πρώτη αφορμή τους δυο άλλους αδελφούς, Γκόνο και Μήτρο. Τους κατέβασαν στην Γουμένιτσα, τους πήγαν δεμένους στα Γιαννιτσά, τους ξανάφεραν στην Γουμένιτσα με την άπόφασι πιά να τους οδηγήσουν ίσια στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 
Τόσκασαν κι αυτοί απ' το κρατητήριο και πήγαν ν' ανταμώσουν τα δυο άλλα αδέλφια.

Έτσι και οι τέσσερες αδελφοί, όλη η οικογένεια, βρέθηκαν φυγάδες και επαναστάτες στο γνώριμο τους Πάϊκο. 

Δεν υπήρχε τότε άλλο άποκούμπι άπ' τους κομιτατζήδες. 
Πήγαν αναγκαστικά μαζί τους. 

Απ' την επιτυχία η αποτυχία τους θα κρίνονταν αν θα γύριζαν καμμιά φορά στα  σπίτια και τα χωράφια  τους.
Apostol Petkov,
Апостол Петков Терзиев





Κυριαρχούσε σ' όλη εκείνη την περιοχή ως τα πρόθυρα σχεδόν της Θεσσαλονίκης ο βοεβόδας Άποστόλ
Ήταν σωστός βασιλιάς χωρίς στέμμα. 
Είχε τιτλοφορηθή «ο ήλιος των Γιαννιτσών».

 'Ηταν όμως ήλιος, πού έκαιε και κατάστρεφε.
 Η εκθεσις του 'Ελληνικού προξενείου Θεσσαλονίκης από 20ής Μαΐου 1901 και ύπ'άριθμ. 2140 λέγει γι' αυτόν: 
«Δέν είναι ούτε πατριαρχικός ούτε εξαρχικός ούτε Ελλην ούτε Βούλγαρος.
 Είναι ληστής».

'Ακόμα και απ' τους Τούρκους του Μαγιαντάγ (Αρχάγγελων) τόλμησε να ζήτηση φόρο 600 λίρες χωρίς βέβαια να  είσπραξη ούτε  600 παράδες.

Ή κυριαρχία του τρόμου του έφθανε έως τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. 
Ξένα εγκλήματα υπαρχηγών του η άλλων βοεβοδάδων, όπως του Γραδεμπορίου, ώπισθογράφονταν στον λογαριασμό του και φούσκωναν το κλέος και τα μυαλά  του.

Οί τέσσερες αδελφοί προσπάθησαν να μείνουν πάνω στα βουνά και τα λαγκάδια του Πάϊκου μακρυά απ' τις χρηματικές και εθναποστολικές επιχειρήσεις του Άποστόλ και των υπαρχηγών του, πού συνωψίζονταν στο «πουγκί ή την ζωή σου» η «το πουγκί και τη ζωή σου η γίνου Βούλγαρος». 

Οσο διατηρούσε ο αγώνας την απελευθερωτική και τούρκομάχο μάσκα, το πράγμα δεν ήταν δύσκολο. 

Άφ' ότου όμως το κομιτάτο αποφάσισε απροκάλυπτα ν' απελευθέρωση τη Μακεδονία πρώτα απ' τους υπόδουλους Ρωμιούς και έπειτα άπ' τους τυράννους Τούρκους, η ούδετερότης η και η απλή έφεκτικότης ήταν αδύνατη και επικίνδυνη.

Πιστήν εικόνα της όλης καταστάσεως στην περιοχή εκείνη μας δίνει και το γράμμα προς τον Παύλο Μελά του γιατρού της Γουμένιτσας 'Αγγέλου Σακελλαρίου από 2ας 'Απριλίου 1901, πού δημοσιεύεται  στην   σελίδα  69.

Το κομιτάτο είχε κηρύξει τον πόλεμο και κατά τετραπόδων και άψυχων

Έσκότωναν οι κομιτατζήδες τα ζώα και ποίμνια των 'Ελλήνων της Γουμένιτσας, κατέστρεφαν τ' αμπέλια και τα μωρεόδεντρά τους, έκαιαν τα σπίτια και τις εγκαταστάσεις των. 
'Υπολόγιζε το προξενείο Θεσσαλονίκης στις 8 'Ιουλίου 1904 τις σχετικές ζημίες σε 4.000 χρυσές λίρες !
 Και πάνω σ' όλα τους είχαν αποκλείσει και άπ' όλη την πελατεία τους των χωριών, πού μ' αύτη ζούσαν. 
Κάθε λίγο και λιγάκι έφθαναν και γράμματα του Άποστόλ η με την σφραγίδα τουλάχιστο του Άποστόλ, πού τους έλεγαν: 
«"Η θα γίνετε Βούλγαροι η θα εντείνουμε τον οικονομικό   αποκλεισμό σας».

Οί τέσσερες αδελφοί τ' άκουαν, τα έβλεπαν και τ' αποδοκίμαζαν, όπως και πολλοί άλλοι, αλλά και σιωπούσαν, όπως και όλοι  οι άλλοι.
 Στον χορό, όπου , θέλοντας και μη, είχαν πιασθή, μια μικρή παραδρομή μπορούσε να τους στοίχιση την καταστροφή.

Άπ' την δίκη μας πάλι την πλευρά δεν έφθαναν εκεί πάνω παρά φήμες αόριστες και συγκεχυμένες και παχιά λόγια χωρίς θετικά έργα. 
Το πάθημα του καπετάν Γιώργη Σερίδη η Σπανού, πού αίχμαλωτίστηκε τον χειμώνα του 1904 άπ' τον τουρκικό στρατό με το μεγάλο σώμα του, ενώ βάδιζε για το Μπέλες και το ΙΙάϊκο, δεν ήταν για να δώση θάρρος σ' εκείνους, πού είχαν το πνεύμα πρόθυμον, αλλά την σάρκα ασθενή να τα βάλουν με το πανίσχυρο κομιτάτο.

Ευτυχώς άρχισε   η  γκρίνια και  το άλληλοφάγωμα   τών κομιτατζήδων.

Ό Άποστόλ ήταν με τη μερίδα του Σαράφωφ, ο Ίβάν Καρασούλη με την άλλη

Οι τέσσερες αδελφοί καλλιέργησαν όσο μπόρεσαν την διάστασι. 
Και με πολύν και άδολο ενθουσιασμό πήραν μια μέρα μέρος στο κτύπημα του Άποστόλ. 

Κυνήγησαν άρκετήν ώρα σαν λαγό τον περίφημο «ήλιο των Γιαννιτσών». 
Ο στρατός πάνω στο Πάϊκο κοντά στα λειβάδια του κατάφερε δεύτερο πλήγμα. 
'Αλλά δεν έκαμνε διακρίσεις ο τουρκικός στρατός ανάμεσα στις διάφορες κομιτατζηδικές αποχρώσεις και παρατάξεις.

Τον Φεβρουάριο του 1905 εξώντωσε κοντά στο Σμόλ της Γευγελής τον Ίβάν Καρασούλη με την 30μελή συμμορία του. 
Στην τσάντα του βρέθηκε έκτος από άλλα στοιχεία, πού πιστοποιούσαν ότι είχε κάμει το μεγάλο κατόρθωμα να σφάξη και δυο φτωχές δασκαλίτσες, και η επιστολή, πού δημοσιεύεται στην σελίδα 70 της ιστορικής εισαγωγής.

Οι τέσσερες αδελφοί έφρόντισαν στο μεταξύ να δημιουργήσουν ένα είδος ουδετέρου εδάφους. 

Μαζί με άλλους 16 χωριανούς των έσχημάτισαν μια ομάδα, 
πού δεν ήταν ούτε με τον Σαράφωφ ούτε με τον Σαντάνσκη 
και δεν πολεμούσε ούτε Βουλγάρους ούτε Ρωμιούς
 παρά μόνο Τούρκους.

Έφρόντιζαν να περάσουν στα  βουνά τους με όσο το δυνατόν ολιγώτερα ντράβαλα, φασαρίες.

 Ο Λάζος ήταν ο ουσιαστικός αρχηγός.

Έκοίταζαν απ' την άλλη μεριά να κερδίσουν καιρό. Περίμεναν σύμφωνα με την αγγλική παροιμία και έβλεπαν τον ορίζοντα να φανεί καμιά ευνοϊκή αχτίδα. Ήλθαν ατυχώς τ' ατυχήματα τού σώματος Μωραΐτη, πού διαλύθηκε την στιγμή, πού έφθανε επάνω στο Πάϊκο, άφού έχασε τον αρχηγό και υπαρχηγό του (Φραγκόπουλο), του σώματος Νταφώτη, πού δεν μπόρεσε να ξεκολλήση απ' την Χαλκιδική. 

Ώς τόσο μάθαιναν ότι ο πόλεμος μέσα στην λίμνη τών Γιαννιτσών είχε φουντώσει και σώματα ελληνικά στα  γύρο μέρη αντιμετώπιζαν νικηφόρα τους κομιτατζήδες.

Το φθινόπωρο τέλος τού 1905 επίστεψαν ότι έφθασε η στιγμή να κόψουν το σχοινί.

Μιά μέρα, πού λημέριαζαν έξω απ' την Καστανερή, έθεσαν ωμά το ζήτημα στους συντρόφους των.

-  Τί λέτε, βρέ παιδιά; είπε ξαφνικά ο Λάζος. δεν μπορούμε πιά να μείνουμε έτσι. Ο κόμπος έφθασε στο κτένι. Πρέπει να πάρουμε θέσι. 
Με ποιους θα πάμε; 
με τους κομιτατζήδες; 
Και με ποια μερίδα;
 με τους Γραικούς αντάρτες; 
Τί λέτε σεις; Το βλέπετε και σεις.
 Οι κομιτατζήδες μάς γέλασαν.
 Κλέβουν, γυμνώνουν, σκοτώνουν τον κόσμο, χριστιανούς, σάν και μάς.
Και αλληλοσκοτώνονται και οι ίδιοι σάν σκυλλιά.

      Θέλει και ρώτημα; πετάχτηκε ο Γκόνος. 
Τους είδαμε τους τσαρλατάνους. 
Τί προκοπή είδαμε; Δολοφονίες, αρπαγές, εκβιασμούς. 
Πρέπει, λέγουν,τά χωριά να μη ψουνίζουν απ' τα γνώριμα τους μαγαζιά, γιατί είναι Γραικομάνοι. να πηγαίνουν σε χάνια και μαγαζιά, όπου  μερικοί τρανοί έχουν μίζα. 

Πρέπει να δηλώσουν ότι είναι πιά εξαρχικοι και Βούλγαροι. 
'Αλλιώς παν τα κεφάλια τους. 
Γι΄ αυτό πήραμε τα όπλα και βγήκαμε στα βουνά; 
Αδελφοί Δουγιάμα
Ετσι θά διώξουμε τον Τούρκο; 

Έγώ λέω να κάνουμε τον σταυρό μας και να πάμε με τους ιδικούς μας, δηλαδή τους Γραικούς, όπως θα ήταν και η θέλησις των πατέρων και  παππούδων μας.

Πήρε όμως ευθύς τον λόγο ο Γκιούπτσες, πού διεκδικούσε και την αρχηγία  και δεν πολυχώνευε  τον Λάζο και τ' αδέλφια του.

—Ν' αλλάζουμε έτσι στα  καλά καθούμενα δρόμο και να βάλουμε καινούργιο αφεντικό στο κεφάλι μας; 
Ούτε λόγος να γίνη. 
ΙΙέτρα, πού κυλάει, δεν ριζώνει. 
Θα μας πουν πουληθήκαμε. 
Πρέπει να μείνουμε, οπού βρισκόμαστε, και να προχωρήσουμε, όπως ξεκινήσαμε, χωρίς λοξοδρομίες. 
Για νάχουμε άποκούμπι, ας πάμε με την «Εσωτερική όργάνωσι». 
Αυτή έχει την δύναμι. 
Τ΄ άλλα είναι λόγια. 
Αυτή πολεμάει αληθινά για την ελευθερία. 
Οι Γραικοί είναι φίλοι με τους Τούρκους.

Ή συζήτησις τράβηξε αρκετό καιρό και επαναλήφθηκε πολλές φορές. 
Ήλθαν στιγμές, πού λίγο έλειψε να μιλήσουν τα όπλα. 

'Αποφάσισαν στο τέλος να χωρίσουν φιλικά.

— "Οσοι θέλουν νάρθουν μαζί μας, ας σηκωθούν,  είπε ο Λάζος.
Σηκώθηκαν άλλοι εξ συγγενείς και κουμπάροι των. 

Οι υπόλοιποι έμειναν με τον Γκιούπτσε. Χώρισαν «φιλικά». 
Μά ευθύς την ά'λλη μέρα άρχισε αμείλικτος ο πόλεμος μεταξύ  των.

Ο Γκιούπτσες την ευκαιρία αύτη περίμενε.

Δεν ήταν πολύ ρόδινη στο Πάϊκο η θέσις αυτών, πού ακολούθησαν την θέλησι των πατέρων και παππούδων.
Είχαν άπομονωθή.
 Ήσαν περισσότεροι οι άλλοι, πού είχαν πάει με την δύναμι και την Πύλαρο. 

'Αναγκάσθηκαν ν' αποσυρθούν βορειότερα σε φίλους των τσομπάνους και υλοτόμους, άφού παράγγειλαν σ' ένα έμπιστο τους συγγενή απ' την Καστανερή να εναποθήκευση τρόφιμα για τον χειμώνα σε μια κρυφή σπηλιά του Πάϊκου.

Κοντά τα Χριστούγεννα γύρισαν, για να καταφύγουν στην σπηλιά. 
Στή θέσι Παλιοχώρι 10—15 λεπτά εξω απ' τήν Καστανερή στάθηκαν να ιδούν τις γυναίκες και τους συγγενείς των, πού είχαν ειδοποιήσει να τους περιμένουν εκεί.
 Οι εχθροί όμως αγρυπνούσαν.
 Αντί τών συγγενών πρόβαλε ο στρατός! Επίστεψαν πώς έφθασε η τελευταία τους στιγμή. Λεν υπήρχε καμμιά ελπίδα. Το χιόνι ήταν υψηλότερο απ' το ανάστημα τους. 'Ηταν αδύνατο να τρέξουν. Και οι Τούρκοι δεν είχαν παρά ν' ακολουθήσουν τον τορό.
Την είχαν πάθει, όπως οι λαγοί, όταν βουλιάζουν στο χιόνι.

Για την καλή τους τύχη σηκώθηκε ξαφνικά άγριος βοριάς, πού εξαφάνισε κάθε πάτημα και ίχνος στο χιόνι. Είχαν σωθή! Χρειάσθηκαν όμως δύο μέρες, για να φθάσουν στην κορυφή, πού δεν ήθελε το καλοκαίρι παρά δυο τρεις ώρες, και άλλη μιά, για να βρουν την πλακωμένη απ' τα χιόνια σπηλιά. Ευτυχώς ήταν καλά έφωδιασμένη με τρόφιμα.
Έλειπε μονάχα το νερό.

Έλειωσαν χιόνι και το αντικατέστησαν.

Κατέβηκαν έπειτα  στον Βάλτο τών Γιαννιτσών, όπου  ο Λάζος φωτογραφήθηκε με τον Κάκκαβο και τον Άλέξ. Μαζαράκη. 

Ξανανέβαιναν στο ΙΙάϊκο, έδιναν το παρών, καί, όταν τα πράγματα έσφιγγαν, έπαιρναν πάλι τον δρόμο τού Βάλτου.  Είχαν γίνει αμφίβιοι.

Μια μέρα το καλοκαίρι σκότωσε ο Λάζος έξω απ' τον Βάλτο τον Κιοσέ Έμίν, ενα περιβόητο σκληρό αγά, που είχε στενές σχέσεις με τους κομιτατζήδες. Το περήφανο αλογό του έφθασε με καλπασμό στα Γιαννιτσά αφηνιασμένο και περίλυπο.
Λημέριαζαν τώρα μονιμώτερα στο ΙΙάϊκο. 
Η θέσις μας καλυτέρεψε. 

Η ελληνική όργάνωσις δυνάμωνε και ρίζωνε ολοένα περισσότερο. 

Αρχισαν και άλλα σώματα την δράσι των σ' όλην εκείνη την παραμεθόριο σήμερα περιοχή. Ο υπαξιωματικός τότε Χρ. Καραπάνος ανέβαινε συχνά στο ΙΙάϊκο. 'Αναδείχθηκε στο μεταξύ και άλλος οπλαρχηγός του Πάϊκου, ο Στέργιος Ναούμ απ' τα Μεγάλα Λειβάδια, απ' την καρδιά δηλ. του βουνού.

Στην περιφέρεια Δοϊράνης—Γευγελής ο Γεώργιος Καραϊσκάκης απ' την Μπογδάντσα άρχισε να κάμνη θραύσι. 
Με την βοήθεια του τότε διευθυντή του σχολείου Δοϊράνης 'Αναστασίου Παπαϊωάννου, πού έχειροτονήθηκε αργότερα αρχιμανδρίτης Νίκανδρος, εσχημάτισε το 1906 ένα σώμα από 10 παιδιά εντόπια, καταγόμενα απ' τα χωριά της περιοχής, πού έθαυματούργησε.

'Αναγκάσθηκαν οι κομιτατζήδες ν' αποσυρθούν πέρα απ' το Ντεμίρ-καπού. Παράλληλα δούλευαν και πολεμούσαν δύο άλλοι οπλαρχηγοί, ο Βασίλης Τσελεμπής απ' τα Τρία  Ελατα και ο Μιχ. Σιωνίδης απ' το Ματσίκοβο της Γευγελής.
Τώρα δεν έκλαίαμε μονάχα ήμείς νεκρούς και μάρτυρες.

Βούλγαροι, Βουλγαρορουμάνοι και Τούρκοι συνεργάτες των δέχονταν σκληρά και αλλεπάλληλα πλήγματα.

Η επίσημη τουρκική εφημερίδα του βιλαετιού Θεσσαλονίκης ανέγραφε κάθε τόσο με την καθιερωμένη τυπική φρασεολογία ονόματα ανθρώπων και υπηκόων του «'Υψηλού ντοβλετιού», πού είχαν βρεθή σκοτωμένοι σ' εκείνη την περιοχή από «άγνωστους», «κακούργους λησταντάρτες», πού δεν θ' αργούσε οπωσδήποτε να τους πατάξη ο «γενναίος και ένδοξος» αυτοκρατορικός στρατός και να τους τιμωρήση η δικαιοσύνη του «ενδοξότατου, κραταιοτάτου, γενναιότατου, δικαιοτάτου κ.λ.π. σουλτάνου». 
Άπ' την όλη διατύπωσι δεν ήταν δύσκολο να καταλάβη κανείς ότι τα θύματα δεν ήσαν αυτή   τή  φορά Ελληνες.

Το θέρος του 1907 το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων πήγε να κτυπήση τους κομιτατζήδες μέσα στην Γρίβα.
 Ώχυρωμένοι στο κωδωνοστάσιο κάμποσοι καρηκομόωντες οπλοφόροι επρόβαλαν ζωηρή άντίστασι. Ετρεξε στον κρότο των όπλων κι ο στρατός.
 Οί, κομιτατζήδες τρύπωσαν ευθύς στις κρύπτες του χωριού. 
Ο Λάζος με τους άνδρες του αναγκάσθηκε να το βάλη στα  πόδια για το βουνό. 
Εκεί όμως, πού περνούσαν ενα στενό μονοπάτι πάνω από θεώρατο γκρεμνό, δέχθηκαν βροχή σφαίρες. 
Αλλοι κομιτατζήδες τους είχαν στήσει εκεί σατανική ενέδρα. Σώθηκαν ώς εκ θαύματος.

Στράβωσε ο Θεός τους κομιτατζήδες και όλες οι σφαίρες των πήγαν στον βρόντο χωρίς να ματώση μύτη.
Επεσαν όλοι στα γόνατα, μόλις πέρασαν την κακοτοπιά, και ευχαρίστησαν τον Θεό για την μεγάλη Του αγάπη και το μοναδικό ενδιαφέρον, πού τους είχε.
Μέ την νεοτουρκική μεταπολίτευσι και το σώμα των αδελφών και εξαδέλφων, όπως τ' άλλα, άφησε τα όπλα και γύρισε στα ειρηνικά έργα.

Λίγους όμως μήνες αργότερα ο Λάζος και ο Γκόνος αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Άθήνα, για να μη τους στείλουν οι Νεότουρκοι ελευθερωτές πολύ μακρύτερα.

Ο Τράϊος είχε δολοφονηθή από βουλγαρική σφαίρα και ο Μητρός έθεράπευε τις άνεπούλωτες πληγές του.

Άλλα το κλίμα των 'Αθηνών και η ήσυχη ζωή των δεν πολυσήκωνε ανθρώπους, πού είχαν περάσει τα περισσότερα χρόνια στα βουνά με όπλα, κινδύνους και περιπέτειες. Ένοστάλγησαν το Πάϊκο. Είχαν ξαναφανή άλλως τε εκεί βουλγαρικές συμμορίες. Και μια καλή πρωΐα χωρίς καμμιά άδεια η γνώσι του «κέντρου» ξαναπέρασαν στή Μακεδονία οι αδελφοί Λάζος και Γκόνος, ένας άλλος χωριανός των ο Λάγκος, ο Γεώργ. Καραϊσκάκης, ο Γκόνος Γιώτας (Γιαννιτσιώτης), ο Τσελεμπής και άλλοι.

Ό Γκόνος Γιώτας έπεσε σε μια ενέδρα του τουρκικού στρατού στην σκάλα του Νησιού. O Καραϊσκάκης κυκλώθηκε από στρατιωτικό απόσπασμα σε μια καλύβα βλάχικη κοντά στα  Μεγάλα Λειβάδια πάνω στύ Πάϊκο το 1911.

 Έβοήθησε να ξεγλυστρήσουν οι σύντροφοι του και στάθηκε μόνος αυτός, κυκλωμένος από παντού, ν' αντιμετώπιση τον τουρκικό στρατό. Πολέμησε σαν λεοντάρι ως την τελευταία του πνοή και σφαίρα. Ήταν πραγματικά ένα ατρόμητο παλληκάρι και πολύτιμος αρχηγός.

Μέ τους Βουλγάρους τώρα αρχίσαμε να τα πηγαίνουμε καλά.

Στην Κωνσταντινούπολι Έλληνες και Βούλγαροι βουλευτές—
 ήσαν 5 απ' την 'Ελληνική Μακεδονία 
εκτός απ' τον Τρ. Νάλη, βουλευτή Μοναστηρίου,
 και ένας μονάχα μόνος και μονάκριβος Βούλγαρος 
ο Δημήτρης Βλάχωφ απ' το Κιλκίς, πατριάρχης σήμερα στα  Σκόπια και το Βελιγράδι της «Μακεδονίας του Βαρδαρίου»— συνεργάζονταν στενά, έξωμαλυναν παλιές και καινούργιες διαφορές και παρουσίαζαν ενιαίο μέτωπο στους Νεότουρκους.

Πολλά λέγονταν και για κανονική έλληνοβουλγαρική συμμαχία.
 Φυσικόν ήταν να πάψουν και οι κομιτατζήδες και αντάρτες τον εξοντωτικό πόλεμο. Έκαμαν «συμφιλίωσι».

Μιά μέρα όμως λίγους μήνες πριν τον πόλεμο του 1912, εκεί πού ο Λάζος Δουγιάμας και ο Αθανάσιος Μπέτσιος απ' την Κάρπη πήγαιναν μαζί ξένοιαστοι και άδελφωμένοι με τον βοεβόδα Γκιούπτσε και άλλους κομιτατζήδες στην Κάρπη, 
μια δολοφονική όμοβροντία τών καλών συντρόφων και συνοδοιπόρων τους θέρισε.

Δεν ξεχνούσαν εύκολα την παλιά τους τέχνη οι Βούλγαροι. 

Στους χωρικούς της Κάρπης, πού τους περίμεναν, είπε ο Γκιούπτσες ότι  οι   δυο Γραικοί   καπεταναίοι   πήγαν κάπου αλλού. 
'Απ' τά δυο όμως άσημοστόλιστα ελληνικά μάνλιχερ, πού είδαν στα χέρια τους, και το θριαμβευτικό χαμόγελο, πού έβλεπαν στα πρόσωπα τους, κατάλαβαν οι κάτοικοι της Κάρπης τί πραγματικά είχε συμβή και πώς εννοούσαν οι Βούλγαροι την συνεργασία και συμμαχία.

Ό Γκόνος είχε απομείνει μόνος απ' τα τέσσερα αδέλφια στο πόδι.

Μ' ένα μικρό σώμα βρέθηκε πάλι επάνω στο ΙΙάϊκο τις μέρες του πολέμου του 1912.

Γύρο απ' την Γευγελή με άλλο σώμα ήταν και ο Τσελεμπής.

Είχε αποφασίσει, όταν είδε την τουρκική κατάρρευσι, να μπή μέσα στην πόλι και να την καταλάβη 
«εν ονόματι του βασιλέως τών Ελλήνων Γεωργίου», όπως ακριβώς είχε κάμει ο Τσότσος με τον άρχιμανδρίιη Νίκανδρο στην Άρδέα.
Δυστυχώς τον έξώρκισαν και τον απέτρεψαν οι φρόνιμοι και σοφοί! 
"Αν είχε πραγματοποιήσει την άπόφασί του, ίσως δεν θα βρίσκονταν σέ ξένα χέρια η Γευγελή, «τό κλειδί της πόρτας του σπιτιού μας».

Ό Γκόνος τον χειμώνα του 1912 και την άνοιξι του 1913 ήλθε πολλές φορές στα χέρια με Βουλγάρους κομιτατζήδες και στρατιώτες, πού θεωρούσαν όλα εκείνα τα μέρη του Πάϊκου ιδιοκτησία και αναφαίρετη κληρονομιά των.

Μόλις έγινε η ειρήνη, ξανάφκειασε το πατρικό σπίτι, πού είχε καή τρεις έως τότε φορές απ' τους Βουλγάρους, το 1906, το 1908 και το 1911!

Στρώθηκε στην ειρηνική δουλειά. Λεν έπαψε όμως ουδέ στιγμή να κρατάη μαζί με το αλέτρι και το όπλο.

 Πάνω εκεί στή μεθοριακή ζώνη γύριζαν πάντοτε πεινασμένοι λύκοι, οι κομιτατζήδες.
Ήταν το μαντρόσκυλο του ελληνικού εδάφους και αληθινός ακρίτας των συνόρων.

Το 1916 έξώντωσε δυο κομιτατζήδες, αλλά έχασε τον κουνιάδο του Γεώργιο Κεχαγιά και τον εξάδελφο του Χρίστο Δουγιάμα, πού έπεσαν στην συμπλοκή. 

Το 1918 ξέκαμε τους άρχικομιτατζήδες Ζίκαν και Φουστάντση με πέντε οπαδούς των, 
το 1920 άλλους πέντε με τύν Ζάϊκο και το 1922 τον ίδιο τον βοεβόδα και χωριανό του Ιτσο Γκιούπτσε, πού είχε δολοφονήσει τύν Λάζο.

Τό 1941 με την γερμανική κατοχή άρχισε καινούργια περίοδος αγώνων και ατέλειωτων μαρτυρίων.

Ολοι, όσοι είχαν δηλητηριασθή τα παλιότερα χρόνια απ' τ' άπατεωνικά συνθήματα του Κομιτάτου και την σατανική προπαγάνδα τών Βουλγάρων, καθώς και εκείνοι, πού ώνειρεύονταν περασμένα μεγαλεία και πλούσια τιμάρια η καιροσκοπούσαν, ξεσπάθωσαν υπέρ της Βουλγαρίας, πού σύμμαχος και χαϊδεμένο παιδί της χιτλερικής Γερμανίας θά έφθανε χωρίς άλλο ίσα με τή Λάρισσα, και εναντίον κάθε τι του ελληνικού.

Γι' αυτούς η Ελλάδα είχε ψοφήσει και ταφή σέ βάθος 10 μέτρων με δέκα παπάδες.
 Ήταν ευκαιρία να την σκυλεύσουν και ν' άσχημονήσουν.

 Έπρωτοστάτησε ίδια ο Γεώργιος Τάρτεφ με τα τρία αδέλφια του, πού βρίσκονται στή Βουλγαρία, πρωτανεψιοί του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε.

Το 1943 και 1914   μάλιστα και   ώπλίσθηκαν απ' τους Γερμανούς και την όργάνωσι  τού Κάλτσεφ σαν αξιωματικοί και βαθμοφόροι των ενόπλων βασιβουζούκων της «Μιλίτσια» η «Όχράνα» και με φόνους, εμπρησμούς και άρπαγες έδειξαν όλο το πολεμικό μένος και τον ακράτητο ερωτά τους προς τον τόπο, όπου  είχαν γεννηθή.

Και όμως.
Τέλη 'Ιανουαρίου του 1944, την ώρα πού εγύριζε ο καπετάν Γκόνος με τους τρείς υιούς του και τους δύο τσομπαναραίους του απ' τη Γουμένιτσα στην Καστανερή, 
εμφανίζεται ένα τμήμα του ΕΛΑΣ, τους πιάνει και δεμένους τους οδηγεί στο Πάϊκο στην περιφέρεια του 'Αρχαγγέλου.

Τους κατηγόρησαν ως φοβερούς και τρομερούς προδότες!

Την ίδια εποχή ο βουλγαρικός στρατός, πού είχε εισβάλει στο έδαφός μας, για να κυνηγήση τον ΕΛΑΣ, έκαιε για τετάρτη φορά το σπίτι των στην Καστανερή!
Θα είχε ύποστή ο γεροκαπετάνιος με τα παιδιά του την τύχη των άλλων Μακεδονομάχων, πού έσυγκέντρωναν κατά ιδιαίτερη προτίμησι όλη τη μήνι των νέων ανταρτών, αν δεν ενεργούσαν εκείνες τις μέρες οι Γερμανοί εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Πάϊκο.
Μέσα στον πανικό και την σύγχυσι τα κατάφεραν οι μελλοθάνατοι να το σκάσουν.

Τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1944, όταν οι Γερμανοί έφευγαν και έπανηγυρίζαμε η έπρεπε να πανηγυρίζουμε την άπελευθέρωσί μας, έσφάζονταν στο Κιλκίς μαζί με αρκετές άλλες χιλιάδες και ο υίός του Γκόνου Χρίστος.

Κατακρεουργήθηκαν επίσης δύο υιοί (Λάζαρος και Ευάγγελος) του Μήτρου Δουγιάμα   και ο ανεψιός των Ευάγγελος Τσάνας!

'Ερχόμουν τότε γενικός διοικητής στην Θεσσαλονίκη ως αντιπρόσωπος της κυβερνήσεως της «Εθνικής ενότητας» και όλων τών κομμάτων, όπως και του ΚΚΕ και ΕΑΜ, πού συμμετείχαν στην κυβέρνησι, με την εντολή και αποστολή να επιβάλω το ταχύτερο το κράτος του νόμου.

Είχα στή τζέπη μου και το νέο νόμο «περί δοσιλόγων», πού θα έκρινε όλους, όσοι έβαρύνονταν  για την στάσι   τους τον καιρό της κατοχής.

Την 14ην Νοεμβρίου του 1944 παρουσιάσθηκαν στο γραφείο μου ένα πλήθος αναμαλλιασμένες γυναίκες απ' τα χωριά της Γουμένιτσας και με θρήνους και κοπετούς μού διηγήθηκαν ότι εκείνο το πρωί ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ Μήτσος Βερβερίδης, ένας πρόσφυγας απ' την βουλγαροκρατούμενη Δράμα, πού τον είχαν περιμάσει και βάλει άγροφύλακα, τους είπε ότι θα έπαιρνε τους άνδρες και τα παιδιά των απ' το στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου  ήσαν φυλακισμένοι, και 
θα τους πήγαινε επάνω στα  χωριά των να τους σφάξη, 
όπως είχε κάμει λίγες μέρες ενωρίτερα για άλλους κρατουμένους στις «Νέες φυλακές» της Θεσσαλονίκης.

Τις καθησύχασα με την βεβαιότητα, ότι ο καπετάν Βερβερίδης ήθελε απλώς να πούληση παλληκαρισμό στις φτωχές γυναίκες.
Για καλό όμως και για κακό έκάλεσα τον «διευθυντή του δικαστικού της 'Ομάδας μεραρχιών» πρωτοδίκην Μπαλάσκαν και τον παρακάλεσα να τραβήξη κάπως τ' αυτιά του φανφαρόνου, όπως επίστευα,  καπετάνιου.

Ο Μπαλάσκας μάλιστα μου εζήτησε και τα ονόματα των γυναικών, για να εξακρίβωση πώς τόσον εύκολα δυσφημούσαν τον ΕΛΑΣ και την δικαιοσύνη του.

Την άλλη μέρα όμως παρουσιάσθηκε πάλι στο γραφείο ένας φτωχός άνθρωπος του λαού, πού κατοικούσε κοντά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, και όλος φόβο και τρόμο μού είπε ότι τα μεσάνυχτα έβγαλαν απ'το στρατόπεδο 200—300 κρατουμένους και τους τράβηξαν προς βορράν προς Λαγκαδά, Κιλκίς η Γουμένιτσαν.

Οι αρμόδιοι της «'Ομάδας μεραρχιών» και του «δικαστικού», καθώς και ο διευθυντής τών φυλακών στρατοπέδου Παύλου Μελά, το διέψευσαν με τον κατηγορηματικώτερο τρόπο.

Την άλλη μέρα έφθασαν πληροφορίες, ότι ο κόσμος είδε φάλαγγα φυλακισμένων, πού εβάδιζε προς βορράν και έσημείωνε με ματωμένα πτώματα την μαρτυρική πορεία της.

Οι αρμόδιοι της «'Ομάδας μεραρχιών» έπρόβαλαν πάλι άρνησι και διάψευσι.
Το ίδιο και την τρίτη μέρα.

Κατάλαβα τότε ότι οι «αρμόδιοι» με κορόιδευαν η κοροϊδεύονταν οι ίδιοι από άλλους, πού είχαν τη πραγματική δύναμι στα χέρια τους.

Ενα αγγλικό απόσπασμα αναχώρησε αμέσως να φέρη πίσω τους κρατουμένους, πού είχαν άπαχθή απ' τους φρουρούς των!

Ο φρούραρχος και ο αρχηγός της πολιτοφυλακής Γουμένιτσας διαβεβαίωσαν κατηγορηματικά τους Αγγλους οτι δεν υπήρχε ούτε ώδηγήθηκε εκεί κανένας κρατούμενος η φυλακισμένος.

Μαζί όμως με τους Αγγλους ήταν και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Άλέξ. Πίπτσος, πού κατάγεται απ' εκείνα τα μέρη.

Κατέβηκε απ' το αυτοκίνητο και ρώτησε κρυφά μερικά παιδάκια πού βρίσκονται οι φυλακισμένοι.
 «Στο καινούργιο σχολείο», του αποκρίθηκαν.

Τράβηξαν αμέσως εκεί τα αυτοκίνητα.

Όταν τα φωτά των —ήταν πιά νύχτα— έπεσαν πάνω στο σχολείο.—φυλακή— σφαγείο, 16 κρατούμενοι ήσαν κάτω στην αυλή έτοιμοι να οδηγηθούν σε μια γειτονική χαράδρα.

 Αν τ' αυτοκίνητα είχαν αργήσει ολίγα δευτερόλεπτα, θα ήσαν όλοι σωρός πτωμάτων.

Μέσα, στούς 16 ήταν και ο Γκόνος με τούς δυο υιούς του, τον γαμπρό του  και δύο ανεψιούς του.

Αλλοι 46 είχαν ήδη έκτελεσθή χωρίς παρωδία καν δίκης.
Τόν Φεβρουάριο του 1945 ο υίός τού Γκόνου Βασίλης βρίσκονταν άρρωστος σ' ένα νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στην Βέροια.
Ενας αξιωματικός του ΕΛΑΣ ήλθε να τον έπισκεφθη.

Έδήλωσε ότι ήταν πατριώτης και συγγενής του.

Έβγαλε ευθύς την κάμα και ξεκοίλιασε τον άρρωστο.

Ήταν ο Γεώργιος Τάρτεφ, ο ανεψιός του βοεβόδα Ιτσο Γκιούπτσε, τέως αρχηγός της Όχράνα και τώρα βαθμοφόρος του ΕΛΑΣ.

Άλλα τέσσερα μέλη της οικογενείας είχαν επίσης τότε σφαγή.

Εγινε η Βάρκιζα. Ο γέρο Γκόνος πήρε την αποδεκατισμένη οικογένεια του και γύρισε στο ρημαγμένο σπίτι τους στην Καστανερή. '

Αλλά δεν μπόρεσε να μείνη εκεί πάνω πολλούς μήνες.

Ξαναπρόβαλαν οι συμμορίες καθαρά βουλγάρικες (νοφικές) στην αρχή, βουλγαροκομμουνιστικές έπειτα.

 Ξανακατέβηκε πάλι ο Γκόνος με την οικογένεια του πρόσφυγας για πολλοστή φορά στην Γουμένιτσα.

Τη νύχτα της 24ης Αυγούστου του 1947 μεγάλη συμμορία βουλγαροκομμουνιστική έκτύπησε την Γουμένιτσα.

Εστρεψε όλη την προσοχή και λύσσα της στο σπίτι, όπου  κάθονταν μ' ενοίκιο οι τελευταίοι Δουγιάμηδες.

Ο καπετάν Γκόνος με τον υιό του και τον γαμβρό του έκαμε τους επιδρομείς να πληρώσουν ακριβά την τόλμη των.
Μα ένα βλήμα μπαζούκας έβαλε τή φωτιά στο σπίτι. "Ο,τι είχε διασώσει η μαρτυρική οικογένεια απ' τα σπίτια της Καστανερής, πού τόσες φορές είχαν καή, έγινε στάκτη.
Σώθηκαν τα μέλη της με τα νυχτικά.

Ό γέρο καπετάνιος με τα πολλά χρόνια και τα περισσότερα βάσανα, άδραξε πάλι το όπλο.

 Σάν έφεδρος αξιωματικός «εκ μακεδονομάχων» γύριζε μ' ένα απόσπασμα μέρα νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, τίς γνώριμες του πλαγιές του Πάϊκου και των συνόρων.
Την 9ην Μαΐου του 1948 πήγαινε με το απόσπασμα του τρόφιμα και εφόδια σ΄ ένα μεθοριακό φυλάκιο.
Για τον φόβο των ναρκών ώδηγούσαν μπροστά τους ένα κοπάδι πρόβατα.

Είχαν συγκεντρώσει όλη την προσοχή στις καταραμένες αυτές νάρκες.

Ξαφνικά από ένα άδειο σπίτι της ερημωμένης Κάρπης έπεσαν επάνω του μυδράλλια και πολυβόλα.
Ο γερόλυκος των μακεδόνικων βουνών έγειρε θανάσιμα κτυπημένος.

'Απέθανε ο καπετάν Γκόνος Δουγιάμας, όπως και έζησε όλη του τή ζωή, με τ΄ όπλο στο χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου