Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Μακεδονικός Αγώνας. Σλαβόφωνοι Μακεδονομάχοι: Ο Αντώνιος Ζώης.

Ο Μακεδονάχος Οπλαρχηγός εκ Μοναστηρίου
Αντώνιος Ζώης.
  Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΑΡΧΗΓΟΙ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
Δούλευε εισπράκτορας στο Μοναστήρι κάποιας συντεχνίας η συνοικίας. 
Φρόνιμος, ήσυχος, μειλίχιος, τον έπαιρνες για τον ειρηνικώτερο των ανθρώπων. 
Στους γάμους μονάχα και τα πανηγύρια ξεσπούσε με πάθος και μεράκι στα κλέφτικα τραγούδια. Ήταν περίφημος και για τα γερά του πόδια.

Την ήμερα του αγίου Γεωργίου το 1903 στο Μοναστήρι ο τουρκικός όχλος άρχισε σφαγή χριστιανών χωρίς καμμιά διάκρισι αν ήσαν φίλοι των κομιτατζήδων η εχθροί των, Βούλγαροι η Έλληνες .

Οι Γεμιτζήδες και
τα 
Απριλιανά του 1903
 Όλοι οι γκιαούρηδες ήσαν σκυλιά άσπρα η μαύρα. 

Αγρίεψαν οι αγάδες του Μοναστηριού, 
γιατί στην Θεσσαλονίκη οι κομιτατζήδες ανατίναξαν την 15ην και 17ην Απριλίου το γαλλικό ατμόπλοιο «Γουανταλκιβίρ» και την Όθωμανική Τράπεζα.

 Χρειάσθηκε 6—7 μέρες, για να μεταδοθή η ιερά αγανάκτησις απ’ το  ένα  βιλαέτι στο άλλο.

Ευτυχώς ο βαλής κατώρθωσε να προλάβη γενίκευσι της σφαγής.  ένα  πλήθος φανατισμένοι Τουρκαλάδες στρίμωξαν εκείνη την ημέρα τον Άντώνη σ΄ ένα  στενοσόκακο. 

Σώθηκε ως εκ θαύματος, τρυπώνοντας σ’ ένα  εβραικό σπίτι. Ευθύς επειτα εξαφανίσθηκε. Στους μαθητικούς μας κύκλους άρχισε σιγά σιγά να διαδίδεται πως έφυγε στα βουνά να πολεμήση τους Τούρκους
 «για της πατρίδος την ελευθερίαν, για του Χριστού την πίστιν την αγίαν».

Δύσκολο είναι να ξεκαθαρίσω σήμερα τα αισθήματα, που τότε μας συνείχαν. 
Μισούσαμε τους Βουλγάρους, τραγουδούσαμε δυνατά και ζωηρά το
 «Του Πανσλαβισμού η ψώρα Μακεδόνας δεν μολύνει», 
ακούαμε κάπου κάπου και τα εγκλήματα των κομιτατζήδων στην ύπαιθρο. Άλλα ήσαν τόσον ανυπόφοροι και οι Τούρκοι! Τα γεγονότα του αγίου Γεωργίου μας είχαν όλους καταταράξει και κατατρομάξει.

Παρ΄ όλη την προστασία, που μας έταζε ο γείτονας και φίλος μας Τούρκος, είχα φροντίσει τότε να δανεισθώ για πρόσθετη ασφάλεια από  ένα  θειο μου  ένα  παλιό τουφέκι, που είχε λίγες χαλασμένες και άχρηστες σφαίρες.

Όσηδήποτε αποστροφή και αν είχαν οι μεγάλοι και μορφωμένοι για τα σχέδια και τα έργα των κομιτατζήδων, ημείς οι μικροί, μπορεί να θεωρηθή βέβαιο, όπως και ο μικρός κοσμάκης, τους συμπαθούσαμε και συχνά τους θαυμάζαμε. Χριστιανοί ήσαν, που πολεμούσαν τον άπιστο και βάρβαρο τύραννο. Το δραμα της ελευθερίας κρύβει πάντοτε τόση σαγήνη! 
Είχε φθάσει ως εμάς ο αντίλαλος των κατορθωμάτων του Κώτα, που ξεκαθάρισε τον ένα  πίσω απ’ τον άλλο σκληρούς μπέηδες και αγάδες στα χωριά των Κορεστίων, της Πρέσπας, της Φλώρινας.

Το όνομα του αρχηγού μας ήταν σχεδόν άγνωστο. Το έργο του είχε οπισθογραφηθή στο ενεργητικό του ανώνυμου κομιτάτου, που δεν είχε πάψει εκείνη την εποχή να του στήνη παγίδες και να του ετοιμάζη δολοφονικές ενέδρες.

 Είδαμε έπειτα με τα μάτια μας την κηδεία του Σεφκή αγά και του συντρόφου του, που ξέραμε τα κατορθώματα και τα καμώματά των. Συγκεχυμένες εξ άλλου και αλληλογρονθοκοπούμενες ήσαν οι πληροφορίες για τους φόνους των παπάδων και προκρίτων στα μακρυνά χωριά. Οι λίγοι και «επαίοντες» τους είχαν βέβαια για εθνομάρτυρες. Οι πολλοί και απληροφόρητοι σήκωναν με απορία και σχεδόν αδιαφορία τους ώμους, όταν δεν πίστευαν τις σατανικές σπερμολογίες των δολοφόνων. Πολλή συζήτησις και αμφισβήτησις είχε γίνει και για τον φτωχό Τάκη Τσόνα, που τον ξέραμε όλοι, τον είχαμε ιδεί βουτηγμένον στο αίμα. Απ’ τη νεκρώσιμη ακολουθία των συκοφαντιών και τη μεταθανάτιο ηθική δολοφονία κάτι πάντοτε έμενε, όπως ακριβώς το λέγει και η σχετική γαλλική παροιμία.
Ο Ντεντοκόλε Ντοβροβένσκι
 дедо Кольо Добровенски
  
Ο Ζώης είχε την καλή τύχη να πέση σε καλό αρχηγό, τον γέρο Κόλε (Ντεντοκόλε), ένα  καλοκάγαθο και ντόμπρο αγρότη από  ένα  χωριό στα κράσπεδα του Μοριχόβου, το Ντομπροβένι, που μπορούσε να θεωρηθή περισσότερο ιδικός μας παρά Βούλγαρος.

Το ίδιο σχεδόν ήταν και ένας άλλος αρχηγός απ’ την Κρουσεβίτσα του Περλεπέ, που είχε πάρει και τον τίτλο του πασά και λεγόταν Τολέ πασάς. Οι δυο καλοί όσο και αγράμματοι κοίταζαν μόνον να ξεθυμάνουν στους Τούρκους και αγνοούσαν ολότελα τα βαθύτερα σχέδια του κομιτάτου. 
Δεν είχαν βάψει ποτέ τα χέρια τους σε χριστιανικό αίμα. 

Ο Ζώης έγινε γρήγορα, γραμματικός, επιτελάρχης, ύπαρχηγός, μυστικοσύμβουλός των. Έκαμε αυτός ό,τι μπορούσε, για να τους κράτηση μακρυα απ τα ανθελληνικά εγκλήματα και τα φιλοβουλγαρικά κινήματα.

Το βράδυ της 20ης ’Ιουλίου 1903 ξεχύθηκαν με τουφεκιές, ζητωκραυγές, «Χριστός ανέστη» και σταυροφόρα φλάμπουρα στον κάμπο. Πολλά μπέικα κονάκια έγιναν πυροτεχνήματα με τις αποθήκες και όλο το περιεχόμενό των.

Αναψαν και κόρωσαν από ενθουσιασμό και οι ψυχές των χωρικών. Είχε φθάσει η μεγάλη ώρα του ριζικού λυτρωμού. Ο Ζώης προσπάθησε να τους προσγειώση.
Αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Υπήρχαν ακόμα Τούρκοι στο πρόσωπο της γης; Φρόντισε να βάλη και κάποια τάξι και σειρά στον κυκεώνα και το χάος. Έλεγε στον κόσμο ν΄ αποσυρθούν το γρηγορώτερο πάνω στα βουνά του Μοριχόβου με τρόφιμα και εφόδια.

Πολύ λίγοι τον άκουσαν. Γιατί θ΄ άφηναν οι άνθρωποι το γλέντι της λευθεριάς και το πλιατσικολόγημα των μπέικων υπολειμμάτων;
Πέρασαν οι πρώτες λίγες μέρες πραγματικά σαν μέρες Λαμπρής χωρίς να ξεμυτήσουν πουθενά οι αγάδες. Οι Τούρκοι είχαν δώσει στην αρχή μεγαλύτερη σημασία στο κίνημα απ’ ό,τι αληθινά άξιζε.

Αλλά μόλις κινήθηκε ο στρατός, διαλύθηκαν δια μιας το πανηγύρι και το μεθύσι. Φάνηκαν όλα τα χάλια των ελευθερωτών και των ελευθερωμένων. Λεν υπήρχε καμμιά σοβαρή προπαρασκευή.
 Οι περισσότεροι επαναστάτες είχαν εξορμήσει, ωπλισμένοι με ρόπαλα και τσεκούρια! Όλίγοι είχαν καν ένα  σκουριασμένο γκρα η μαρτίνι με ελάχιστα φυσέκια. Σώθηκαν γρήγορα και τα τρόφιμα. Οι ολολυγμοί και ολοφυρμοί των γυναικοπαιδών γέμισαν τα βουνά και τα φαράγγια. Τρομαγμένα  και ζαλισμένα  κοπάδια έμοιαζαν τ΄ ασύντακτα πλήθη.
   Ο τρελλός ενθουσιασμός των πρώτων ήμερων έδωσε τώρα την θέσι του σ’  ένα  τυφλό πανικό. Με τις πρώτες τουφεκιές και μικροσυμπλοκές ο πανικός έγινε και αλλοφροσύνη.

Οι Ζώης, Ντεντοκόλες, Τολέ πασάς γρήγορα κατάλαβαν ότι το πλήθος αυτό των απολέμων και πανικοβλήτων χωρικών ήτο  ένα  άχρηστο και νεκρό βάρος, που έπρεπε το γρηγορώτερο να το ξεφορτωθούν.

Τούς είπαν λοιπόν ότι η επανάστασι έγινε, ο σκοπός επέτυχε και δεν είχαν πια παρά να γυρίσουν στα σπίτια και τις δουλειές των. Και οι «επαναστάτες», άνδρες και γυναίκες με το κεφάλι σκυφτό, την ψυχή βαρεία και το στομάχι άδειο, έφυγαν στα χωριά τους, περιμένοντας απ’ τη μεγαλοψυχία του μπέη, που είχαν ρημάξει, άφεσι αμαρτιών και προστασία.

-           Στα βουνά απόμειναν ολίγοι, οι καλύτεροι. Με αυτούς και τους παλιούς άνδρες των αποσύρθηκαν οι τρεις αρχηγοί στα άδυτα των δασών του Μοριχόβου. Συγκρούσεις με τον στρατό δεν είχαν παρά λίγες και ασήμαντες. Γι αυτό πιθανώτατα και δεν εσημειώθηκαν καταστροφές χωριών σ΄ όλη εκείνη την περιοχή. Είχαν και την πρόνοια οι τρεις φρόνιμοι αρχηγοί να μη κάψουν τα λίγα τούρκικα σπίτια του Παραλόβου, του μόνου χωριού σ’ όλη τη μεγάλη έκτασι, που είχε και Τούρκους.

Τα ερείπια της επαναστάσέως αντιπροσώπευαν μονάχα η στάχτη και τα συντρίμμια των μπέικων «κουλάδων», εγκαταστάσεων και αποθηκών. Μάχη κάπως σοβαρή στους βράχους της Ψάνιστας είχαν δώσει μ΄ ένα  τάγμα Μικρασιατών «ρεντίφηδων», που είχαν και αρκετές απώλειες οι «Καστοριανοί» χωρικοί, δηλαδή οι κομιτατζήδες της περιφερείας Καστοριάς, που είχαν ζητήσει καταφύγιο στο Μορίχοβο.

Τούς έλεγαν και «Γραικούς», γιατί ελληνικά τραγούδια τραγουδούσαν αδιάκοπα.

Η «επανάστασις του Ήλιντεν» οπωσδήποτε τελείωσε χωρίς ν΄ άφήση ευτυχώς ανεπανόρθωτες καταστροφές στα μέρη εκείνα. Η νίκη και επιβολή του τουρκικού στρατού ήταν αδιαφιλονίκητη.
 Ήλθαν οι φήμες για τις συναντήσεις των αυτοκρατόρων και τα σχέδια των μεγάλων «μεταρρυθμίσεων» να δώσουν λίγη παρηγοριά και ελπίδα στους ταλαιπωρημένους πληθυσμούς.

Αλλ'  αμέσως έπειτα έφθασαν άλλα δυσάρεστα μαντάτα, η καινούργια «γραμμή» του κομιτάτου, που ήθελε τώρα φανερά και απροκάλυπτα ν΄ απελευθερώσει την Μακεδονία απ’ τον άοπλο Ελληνισμό, αφού δεν μπόρεσε να την απαλλάξη απ΄ τον τουρκικό ζυγό, και εκήρυξε άγριο πόλεμο κατά ειρηνικών παπάδων, δασκάλων, προκρίτων αντί των τυραννικών μπέηδων και των αίμοβόρων αγάδων.

Ο Ζώης διαμαρτυφήθηκε, φώναξε. 
«Γι΄ αυτό βγήκαμε στα βουνά;» είπε μια μέρα, που συναντήθηκαν, του γέρο Νικόλα και του Τολέ πασά.

 Οι δυο γέροι κούνησαν με απελπισία το κεφάλι. «Παίρνουν τον κόσμο στο λαιμό τους.  Ας όψονται» είπε σιγά ο Ντεντοκόλες. Ο Τολέ πασάς επρόσθεσε
 «Δεν τα καταλαβαίνω και εγώ αυτά τα πράμματα. Τρελλάθηκαν οι μεγάλοι και γραμματισμένοι».

Στο  μεταξύ οι φόνοι και εκβιασμοί Ελλήνων πολλαπλασιάζονταν στα χωριά.

Ο Βοεβόδας Τράικο
Трайко Кралев Митрев
Εκμυστηρεύονταν στον Ζώη και οι πρόκριτοι του κυρίως Μοριχόβου ότι ο Τράικο και άλλοι καινούργιοι βοεβοδάδες άρχισαν και αυτούς να τους πιέζουν και απειλούν, για να γίνουν Βούλγαροι.

Τέλη Δεκεμβρίου του 1903 αποφάσισε ο Ζώης να φύγη.

Καταλάβαινε ότι κινδύνευε περισσότερο απ’ τους συναδέλφους παρά απ΄ τον στρατό.

Πήγε και αποχαιρέτησε τον Ντεντοκόλε.

—        Φεύγεις το λοιπόν και μας αφήνεις; του είπε κοιτάζοντας χάμω ο γέρος.
—        Τι να κάμω εδώ πάνω πιά, παππού;
—        Και τι να κάμω μόνος εγώ μ΄ αυτά τ΄ αγρίμια;
—        Έλα και συ.
—        Πού να πάω; Στο χωριό μου; Και από ποιους να πρωτοφυλάγουμαι; Απ’ τους Τούρκους για τους συντρόφους;
—        Δεν μπορώ να μείνω περισσότερο, παππού. Χρειάζεται ν΄ αρχίσουμε άλλο πια αγώνα. Έγιναν ανυπόφορα τα σκυλλιά.
—        Έχεις δίκιο, παιδί μου. Ο Θεός μαζί σου. Όσο ζω εγώ, θα κοιτάζω να προλάβω μεγαλύτερα κακά. Με την ευχή του Θεού άμε στο καλό, παιδί μου.

Στις 9 Μαρτίου του 1904 εξωντώθηκε απ’ τον τουρκικό στρατό ο γέρος στο Πετάλινο του Μοριχόβου, όπου αργότερα και άλλοι Έλληνες  οπλαρχηγοί έχυσαν το αίμα των. Λίγες μέρες αργότερα, ζωσμένος επίσης από τουρκικό απόσπασμα, επεσε σ’  ένα  χωριό του Περλεπέ και ο Τολέ πασάς. Δεν είναι βέβαιο αν δεν ειχαν την ουρά τους οι άνθρωποι του κομιτάτου στην κατάδοσι και κύκλωσι των δύο αρχηγών και μάλιστα του πρώτου, που ήταν ο περισσότερο απροσάρμοστος στην καινούργια «γραμμή» του.

Στο Μοναστήρι ο Ζώης πέρασε απαρατήρητος απ΄ την αστυνομία. Υπήρχε βέβαια και η γενική αμνηστεία, που είχε  δώσει ο σουλτάνος, δεν εβοήθησε όμως ολίγο και η σεμνή έμφάνισις και το μειλίχιο και φιλήσυχο ύφος του.

Τον είδα πολλές φορές στο κατάστημα του θείου μου.

 Μου έκαμε μάλιστα εντύπωσι η θερμή υποδοχή και η προσοχή και ο σεβασμός, που του έδειχνε.
Τον ήξερε καλά ο μακαρίτης.
Δεν τον είδαμε ποτέ ν’ ανακατεύεται με τον Στέφο και τους άλλους ζωηρούς νέους του «εκτελεστικού», που τότε είχε αρχίσει να οργανώνεται.
 Η ιδιοσυγκρασία του δεν ήταν για επιδείξεις, φασαρίες, καυγάδες.
Ζούσε αποτραβηγμένος με την προσοχή  και την ψυχή του στραμμένη ολοκληρωτικά προς το Μορίχοβο. Ανυπομονούσε, γιατί χανόταν τζάμπα και άδικα ο καιρός, ενώ η βουλγαρική πίεσις εκεί πάνω όλο ένα  δυνάμωνε.
«'Έως πότε θα κοπροσκυλλιάζω εδώ;» τον άκουσα μια μέρα να λέει στον θείο μου και τον γιατρό Μόναχο.
«Αν ήξερα έτσι, δεν θα το κουνούσα απ΄ το Μορίχοβο και ας με δολοφονούσαν οι κομιτατζήδες. Οι άνθρωποί μας εκεί υποφέρουν και με ζητούν.’Ας πάω επί τέλους μόνος.   Αν χάσωμε εκείνα τα χωριά, είμαστε χαμένοι».

Αλλά του συνιστούσαν πάντοτε υπομονή. Τώρα θα ερχόταν η επιτροπή των 4 αξιωματικών, που θα μελετούσε επί τόπου τα πράγματα, όπου ναναι θα εβγαινε η μεγάλη απόφασις για την συστηματική πια δράσι και άμυνα όλου του Ελληνισμού, σήμερα αύριο θα εξωρμουσαν τα μεγάλα, ωργανωμένα  και με περίσσια όπλα σώματα. Και κυλούσαν οι μήνες και εβδομάδες.

Ο Μακεδονομάχος
Θεόδωρος Μόδης.
Πέρασε τέλος πάντων ο Μελάς τα σύνορα και πλησίαζε αρχές Σεπτεμβρίου στα βουνά της Φλώρινας.

Στις 4 του ίδιου μηνός έπεσε μέσα στο γραφείο του από βουλγαρική σφαίρα ο θειος μου Θεόδωρος Μόδης.

Ο φίλος και συνεργάτης του φαρμακοποιός Φίλιππος Καπετανόπουλος έτρεξε, για να τον εκδικηθή, να συναντήση τον Μελά και έπεσε από τουρκικές σφαίρες κοντά στη Νερέτη (Πολυπόταμο) της Φλώρινας, πρώτος νεκρός αντάρτης του νέου ανταρτοπολέμου.

Ο Ζώης δεν κρατήθηκε πιά.

Χωρίς να περιμένη άλλες οδηγίες και διαταγές έφυγε για τα χωριά του Μοριχόβου να εκδικηθή, όπως αυτός ήξερε, τον θάνατο των δύο φίλων του.

Μαζί του πήρε και τρεις Τυρνοβίτες, που είχαν υπηρετήσει στο Μορίχοβο στα χρόνια του Μπρούφα και παλαιότερα.
Ενας απ΄ αυτούς ήταν και ο γέρος Μπάρμπα-Σπύρος, σύντροφος ήδη αυτού του καπετάν Ναούμη, που είχε απαγάγει τον καιμακάμη της Φλώρινας.
Ζούσε τώρα για το τσιγάρο και την ρακή.
 Πήγε επίσης μαζί του σε λίγο και ο Αγγελής, που γέρασε κλητήρας στη νομαρχία της Φλώρινας. Έτρεξαν να καταταχθούν και να τον ενισχύσουν και δυο παιδιά απ’ το Μπάχοβο (Προμάχους) της Καρατζόβας, που είχαν κυνηγηθή από τους κομιτατζήδες.

Έτσι σχηματίσθηκε ένα  μικρό σώμα, απομονωμένο απ΄ όλο τον άλλο κόσμο, κυκλωμένο απ’ τους κομιτατζήδες, άλλα θεμελιωμένο γερά στο έδαφος του και αληθινά θαυματουργό.

Τα επτά κύρια χωριά του Μοριχόβου εσχημάτισαν ευθύς μια ελεύθερη και πολεμική ομοσπονδία, που εκήρυξε τον πόλεμο κατά του κομιτάτου και εδημιούργησε αδιάσπαστο μέτωπο σ’ όλα τα πλευρά της.
 Το καλό παράδειγμα το έδωσε πρώτα η πρωτεύουσά της, η Γραδέσνιτσα.

 Ο βοεβόδας Τράικο θέλησε μια νύκτα να βάλη χέρι με την συνειθισμένη του μπαμπεσιά στους δύο παπάδες του χωριού, Παπαμάρκον και ΙΙαπαδημήτρη, και τον γραμματοδιδάσκαλο Γιάννη Μαρκούλη. Τούς χρειαζόταν να τους ρωτήση κάτι, να τους συμβουλευτή κ.τ.λ.

«Να μου τους φέρετε γρήγορα και χωρίς άλλο, είπε στα μέλη της επιτροπής. Βιάζομαι». 
«Έννοιά σου, βοεβόδα θα τρέξουμε να τους φέρουμε» αποκρίθηκαν ο Σκρέκος, ένας άφοβος και τετραπέρατος χωρικός, ο Σουδίας ψηλόλιγνος, όλος πετσί και κόκκαλο, περίφημος πεζοπόρος, που υπηρέτησε οπλίτης και οδηγός στα σώματα σ΄ όλη την διάρκεια του αγώνα και, όταν  υπήρχε ανάγκη να μεταδοθή γρήγορα μια πληροφορία η διαταγή, άφηνε το τουφέκι και άνοιγε φτερωτά τα μακρυά του πόδια, και οι άλλοι επίτροποι.
 ’Έτρεξαν πράγματι, άλλα για να φέρουν τα όπλα και όχι τα θύματα.
 Οι κομιτατζήδες αναγκάσθηκαν να το βάλουν στα πόδια. Τούς κυνήγησαν όλη τη νύχτα οι χωρικοί.
Όλη η οργάνωσις του κομιτάτου εστράφηκε τώρα εναντίον του.

Επιτροπές, αυτοάμυνες, σύνδεσμοι κ.τ.λ. έγιναν τα όργανα της ελληνικής παρατάξέως και άμυνας.
Ο,τι με πολλούς κόπους τόσα χρόνια είχε ετοιμάσει πήγε διά μιας χαμένο. 
Πέρασαν σ΄ εχθρικά χέρια και τα όπλα , που είχε συγκεντρώσει. 
Κομιτατζής δεν ξαναπάτησε σ΄ εκείνα τα χωριά.

Είναι ακατανόητο πως το κομιτάτο δεν εφρόντισε να κινητοποίηση απ' άλλου μεγάλες δυνάμεις και να ξεκαθαρίση ευθύς την κατάστασι, πριν η αντεπανάστασις ριζώση.

 Δεν φαντάζονταν, φαίνεται, ότι τόσο τρομερό ελληνικό φρούριο θα ξεφύτρωνε εκεί πάνω. Περιωρίσθηκε να τιμωρήση τους σκληροτράχηλους χωρικούς την ώρα, που πήγαιναν στο παζάρι.
 Ατέλειωτες ενέδρες τους έστηναν οι κομιτατζήδες και αμέτρητα είναι τα θύματα, που οι Μοριχοβίτες έδωσαν. 
Οι φτωχοί άνθρωποι αναγκάσθηκαν ν ΄ άφήσουν το παζάρι του Περλεπέ, όπου διοικητικά ανήκαν (καζά του Περλεπέ). Πήγαιναν μονάχα στο Μοναστήρι να πωλήσουν την ξυλεία, τα τυριά, τα μαλλιά τους και να πάρουν τα χρειώδη τους και συχνά και όπλα . 
Αλλά το Μοναστήρι απείχε δέκα ολάκερες ώρες. 
Και κάθε ρεματιά, βράχος, κλαδί, γεφύρι, ήταν και μια παγίδα, κάθε σχεδόν πιθαμή κίνδυνος—θάνατος. 
Κάθε χωράφι επίσης το καλοκαίρι, σπαρμένο με σιτάρι η καλαμπόκια, έκρυβε και μια εχθρική ενέδρα.

 Για τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους  ένα  ταξείδι ως το παζάρι ισοδύναμούσε με αληθινή πορεία προς το μαρτύριο. Πήγαιναν να πωλήσουν και ν΄ αγοράσουν ολίγα φτωχά πράγματα και άφηναν στον δρόμο τα κόκκαλά των.

Στη γέφυρα του Έριγώνα (Τσέρνα), κοντά στο μοναστήρι του Τσέμπρεν, κατέσφαξαν οι κομιτατζήδες μία απ’ εκείνες τις μέρες 6-7 χωρικούς, που πήγαιναν για ξυλεία στην πόλι.
Αναγκάσθηκε ο Ζώης να πιάνη με τους λίγους άνδρες του και μερικούς ένοπλους χωρικούς τον δρόμο τις μέρες της εβδομαδιαίας αγοράς, για να τους προστατεύση.

Αλλ΄ απ΄ το ποτάμι έως το Μοναστήρι η απόστασις ήταν πολύ μεγαλύτερη και κινδυνωδέστερη. Γεμάτος «ακάνθας και τριβόλους» ήταν και αυτός ο κάμπος.

Οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει για την ασφάλεια των παζαριωτών τα συνειθισμένα  τους «καρακόλια» και στρατιωτικές περιπολίες. Δεν είδαν όμως  πολλή προστασία και προκοπή οι χωρικοί.
Έκαμναν το σταυρό τους και ξεκινούσαν με απάθεια, που έφθανε τα όρια της στωικότητας. Ο Θεός ήταν μεγάλος. Εφρόντιζαν μόνο να πηγαίνουν περισσότεροι μαζί, αν και όλοι άοπλοι, σαν να ήθελαν να επιμερισθή σε πολλούς η συμφορά. 
 Ύστερα από 2-3 χρόνια, όταν  αρκετά χωριά, που χρησίμευαν έως τότε ως κομιτατζήδικα ορμητήρια, ήλθαν μαζί μας, εξαφανίσθηκαν σχεδόν τελειωτικά οι κίνδυνοι.

Τέλη του 1905 εξώντωσαν οι δικοί μας κοντά στο Πετάλινο τον βοεβόδα Ντέμκο  κύριο οργανωτή των ενεδρών κατά των παζαριωτών. 
Στρατιωτική φρουρά υπήρχε μονάχα στην Σταραβίνα. 
Τ΄ άλλα χωριά, καθώς και τα αμέτρητα μανδριά, καλύβια, πριόνια, σκορπισμένα  όλα σε μεγάλες αποστάσεις στα βουνά η τα δάση, ήσαν ολότελα αφρούρητα και απροστάτευτα.
Ως τόσο δεν είχαν καθόλου θύματα όλον εκείνο τον χειμώνα.
 Οι κομιτατζήδες έμειναν μακρυά απ΄ την περιοχή, σαν να ένοιωθαν κάποιο σεβασμό η τρόμο προς το ιερό έδαφος της. 
Η φήμη είχε εικοσαπλασιάσει, φαίνεται, την δύναμι του Ζώη. Φαντάσθηκαν ίσως ότι ήσαν πάνοπλοι οι βοσκοί και πριονάδες και φρούρια τα μαντριά και τα καλύβια των, κι ας έκαμναν λιτανείες για ένα  παλιοτούφεκο οι φτωχοί άνθρωποι.

Αποδόθηκε επίσης η ελευθερία στα κεντήματα. Την χαιρέτησε μ’ ενθουσιασμό ο γυναικόκοσμος και ρίχθηκε με μεγαλύτερη τώρα ορμή στην καλλιτεχνία της κλωστής.
 Προσπάθησε μόνο ο Ζώης να σταματήση το κακό έθιμο του γάμου μικρών παιδιών με πληθωρικές γυναίκες. Ήταν η γυναίκα εργατικό κεφάλαιο τόσο σημαντικό και υπολογίσιμο, ώστε φρόντιζε ο πατέρας του γαμβρού να το αποκτήση το γρηγορώτερο και ο πατέρας της νύμφης να το χάση το βραδύτερο. 
Για αποζημίωσι έπαιρνε ο τελευταίος και κάμποσα χρήματα.



Το Μορίχοβο είναι ένα  απόμερο και τραχύ οροπέδιο στην βόρεια πλευρά του Καιμακτσαλάν, κάτω από την πολεμική εκκλησίτσα, που έστησαν οι Σέρβοι το 1919 από τουφέκια, κάνες, σύρματα και άλλα πολεμικά είδη σε μνήμη των νεκρών τους στην ψηλότερη κορυφή (2.500 περίπου μέτρα).
'Ορίζεται δυτικά με την βαθειά απότομη και χαώδη κοίτη του Τσέρνα (Έριγώνα), την περίφημη από τα ανακοινωθέντα του πρώτου ευρωπαικού πολέμου Boucle de la Tserna (καμπή της Τσέρνας).
Είναι πλούσιο σε βραχώδεις κορυφές και απόκρημνες ρεματιές και προπαντός σε πυκνά και απέραντα δάση από γιγαντιαία ολόισια πεύκα, έλατα και ελάχιστα δένδρα και οξυές.
Είχε επί πλέον πολλά στο δάσος νεροπρίονα, πολλά σαρακατσάνικα το καλοκαίρι κονάκια και αναρίθμητα χωριάτικα καλύβια, σκορπισμένα  σε χωράφια και βουνά και πλαγιές. Είχε δηλ. ό,τι χρειαζόταν για  ένα  ιδεώδες καταφύγιο και ορμητήριο κλεφτών και ανταρτών. 

Αλλ΄ είχε πάνω απ΄ όλα τους κατοίκους του.
Είναι όλοι σλαβόφωνοι.
Όλίγοι ήξεραν ελληνικά.
Ως τόσο είναι ζήτημα αν σ’ όλο τον υπόδουλο και ελεύθερο Ελληνισμό υπήρχαν τέτιοι Έλληνες.
Δεν είναι ολίγα τα παραδείγματα χωρικών, που τούς έβαζαν το μαχαίρι στο λαιμό οι κομιτατζήδες και τους έλεγαν  «Πέστε ότι δεν είστε Έλληνες  και σας χαρίζομε την ζωή». 
Και εκείνοι απαντούσαν βουλγάρικα  «Είμαστε Έλληνες !» 
Και εσφάζονταν.
Είχαν την παλιά παράδοσι, ότι κατάγονταν απ΄ τον Μωριά και γι΄ αυτό είχε πάρει ο τόπος του τ΄ όνομα Μορίχοβο.

Μεγάλοι και μικροί, άνδρες και γυναίκες, ημπορούσαν να σφαγούν, να κρεμασθούν, να κομματιασθούν, να γδαρθούν, μα λέξι προδοτική δεν τους έπαιρνες.
Δεν σημειώθηκε καμμιά ποτέ προδοσία.

 Γεώργιος Κονδύλης
Ο Γ. Κονδύλης, λοχίας τότε, επιχείρησε με τρεις άλλους κατ’ εντολή των αρχηγών και άξίωσι της επιτροπής να στραγγαλίση μ΄ ένα  σχοινί πάνω στο χιόνι μια γριά απ΄ την Σταραβίνα. 

Μα βρήκε περισσότερες δυσκολίες παρά στην κατάκτησι της αντιβασιλείας.
Η γριά ξαναζωντάνεψε και αποδείχθηκε ότι έπλενε τα ρούχα των Τούρκων αξιωματικών και τους επρόσφερνε και άλλες υπηρεσίες, μα όχι και πληροφορίες.

Το 1930, που περάσαμε απ΄ το σέρβικο έδαφος με δύο αυτοκίνητα απ΄ την Φλώρινα για τον εορτασμό της σερβικής εκκλησίας στην κορυφή του Καιμακτσαλάν, έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την βουβή αγαλλίασι στα πρόσωπα γυναικών και παιδιών, μόλις κατάλαβαν ότι είμαστε Έλληνες .

Ακόμα το 1942 πήγε εκεί επιτροπή καθηγητών της Σόφιας να ιδή από κοντά το φαινόμενο ανθρώπων, που δεν ήξεραν ελληνικά, αλλά παρέμεναν αγύριστοι Έλληνες  ύστερα από σλαβική κατοχή και διοίκησι (σερβική και βουλγαρική) 30 όλων χρόνων.

Στα ελάχιστα χαρτιά, που βρέθηκαν στο σπίτι του Ζώη ύστερα από τον τραγικό θάνατό του, είναι και  ένας κατάλογος σε τριπλούν, που περιέχει τα ονόματα των σφαγιασμένων από κάθε χωριό μαρτύρων της ελληνικής ιδέας. Τον καταχωρούμε παρακάτω.
Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896
То 1896 έδρασε και έπεσε στο Μορίχοβο ο καπεταν Μπρούφας, ένας γενναίος πραγματικά και σεμνός οπλαρχηγός από την περιφέρεια του Βοίου. Αφήκε στην Λάρισσα χήρα και ορφανά.
Η «Εθνική Εταιρεία», που τον έστειλε, τους έδωσε κάτι, όταν  διαλύθηκε κάτω από την γενική κατακραυγή του 1897. Έπειτα δεν γύρισε κανείς να τους κοιτάξη.

Παλαιότερα όλοι οι μεγάλοι κλέφτες είχαν εκτιμήσει επίσης τα προσόντα του Μοριχόβου.
Την εποχή, που άρχισε ο αγώνας, ήταν πασίγνωστο το λημέρι του Καταραχιά, ενός Σαρακατσάνου από την Ρούμελη, που άρχισε την σταδιοδρομία του κατά το 1880 ως αρχηγός ανταρτών και κατέληξε τρομερός καπετάνιος ληστών.

Ανήκε το Μορίχοβο στον καζά του Περλεπέ και είναι σήμερα τμήμα της «Λαικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας του Βαρδαρίου» της Γιουγκοσλαβίας, χωρίς να έχη καν ένα  δημοκρατικό δικαίωμα.

Ο Καπετάν Ρέμπελος
Την άνοιξι του 1905 έφθασε τέλος το πρώτο μεγάλο τακτικό από 40 περίπου άνδρες σώμα με αρχηγό τον Ρέμπελο, τον ανθυπολοχαγό δηλαδή Χρίστο Τσολακόπουλο, που απέθανε μέραρχος, αφού διακρίθηκε στους Βαλκανικούς και τον πρώτο Ευρωπαικό πόλεμο.

Το μεγαλύτερο μέρος του σώματος με τον αρχικό διοικητή του υπολοχαγό Καλομενόπουλο είχεν αιχμαλωτισθή από τον τουρκικό στρατό στην Μπελκαμένη (Δροσοπηγή) της Φλώρινας. Ο αγώνας τώρα άναψε παντού.

Είχαν έτσι την ευκαιρία να μάθουν οι Βούλγαροι πόσον ορθό και σοφό είναι το ρητό του Χριστού «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται».

Ως τόσο κατώρθωσαν το καλοκαίρι οι κομιτατζήδες να συγκεντρώσουν με αυστηρή μυστικότητα τις συμμορίες και τις αυτοάμυνες και να επιπέσουν αιφνιδιαστικά κατά της Γραδέσνιτσας σε μέρα και ώρα που απούσιαζαν και το σώμα και οι περισσότεροι άνδρες του χωριού.
Η φτωχή πρωτεύουσα του Μοριχόβου έγινε σωρός από ερείπια.

Είκοσι σχεδόν από τους κατοίκους της εκρεουργήθηκαν.
Ο ηρωικός Παπαδημήτρης έμαρτύρησε.

Την στιγμή, που ο Βούλγαρος λειτουργός του Ύψίστου παπά Γκιούρος, από ένα  χωριό της Καρατζόβας, εβύθιζε στο λαιμό του μια λόγχη,
 ο Παπαδημήτρης ζητωκραύγαζε για την Ελλάδα και το Πατριαρχείον.
(Αναφορά Ελληνικού προξενείου Μοναστήρίου 623 της 16-7-1905).

Όπως αναγράφει η ίδια αναφορά δυο εβδομάδες αργότερα ο βοεβόδας Τράικος, αυτός που είχε ρεζιλευθή τον χειμώνα στην Γραδέσνιτσα, έπιασε στο Δομπρομίρι,  ένα  χωριό του κάμπου Μοναστηριού, τον παπά και 4 προκρίτους και «προ των οφθαλμών όλων των χωρικών, υποχρεωθέντων να προσέλθουν και παραστούν εις το θέαμα, εβασάνισε αυτούς επί δυο ώρας κατασπαράσσων ιδία χειρί δια της λόγχης τα στήθη αυτών».

Δεν πρόλαβε ο Ρέμπελος τους κομιτατζήδες υστέρα απ΄ τον αθλό τους στην Γραδέσνιτσα παρά μόνο την οπισθοφυλακή τους, που κι αυτή χάθηκε στον ωκεανό των δασών.
Μόνο οι Σαρακατσαναίοι των Καλυβιών Σουλτογιάννη τους κτύπησαν.
Ο Παναγιώτης Φιωτάκης
’Άλλη μια φάλαγγα βουλγαρική, που πήγαινε να κάψη το χωριουδάκι ΙΙετάλινο, την σταμάτησε  ένας υπαρχηγός του σώματος με λίγους άνδρες, ο Παναγιώτης Φιωτάκης.

Δεν καθόταν, εννοείται, και ο Ρέμπελος με σταυρωμένα  χέρια.

 Έκαψε δυο χωριά στην διεύθυνσι του Περλεπέ, το Πουτουρούς και Τσαρνίτσανι.
  
Πληγώθηκαν τότε βαριά στα πόδια από σφαίρες γκρα η μαρτίνι δυο Κρητικοί, οι Πεντεράκης και Δελάκης.

Οι φίλοι μας Τούρκοι του Παραλόβου τους έφεραν κρυφά στο Μοναστήρι, όπου ενοσηλεύθηκαν δυο σχεδόν χρόνια στο κοινοτικό νοσοκομείο. Επειδή δεν ήξεραν ούτε λέξι τουρκικά, βουλγαρικά η άλλη καμμιά τοπική γλώσσα, τους παρουσίασαν για Σαρακατσαναίους, που είχαν τραυματισθή απ΄ τους κομιτατζήδες τη μέρα που έκαψαν την Γραδέσνιτσα.
Η αστυνομία ήλθε, τους είδε, πήρε τις καταθέσεις των και έστειλε την σχετική έκθεση στους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Ήταν  ένα  νέο δείγμα του λυσσαλέου άλληλοφαγώματος των απίστων.

Με την επίθεσι αυτή ασχολείται και ο Ντραγκάνωφ (σελ. 255).
Στο πρώτο, γράφει, κάηκαν 14 σπίτια μ΄ ελάχιστα θύματα και στο Τσαρνίτσανι 10 σπίτια χωρίς καν ένα  θύμα απ’ τον πληθυσμό.
Για την πυρπόλησι της Γραδέσνιτσας, όπου πολύ περισσότερα σπίτια και άνθρωποι έγιναν στάκτη, δεν διαθέτει ούτε μια γραμμή.

Γενικά γράφει πολλά για τα επεισόδια του πολέμου στην περιοχή του Μοριχόβου.
 Τα παραμορφώνει συστηματικά όλα.
Ακόμα και επιθέσεις κομιτατζήδων κατά ελληνικών χωριών, όπως το Σκοτσιβίρ, τις μετατρέπει σε εγκλήματα Ελλήνων κατά Βουλγάρων! (σελ. 264).

Το φθνόπωρο αναχώρησε για την Αθήνα ο Ρέμπελος. Ήρθε μεταμφιεσμένος σε Τούρκο χωρικό στο Μοναστήρι και εταξείδεψε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη μεταμορφωμένος σε ειρηνικό ζωέμπορο.
Την 8ην Οκτωβρίου έπεσαν στο Πετάλινο σε συμπλοκή με τον στρατόν ο οπλαρχηγός Κρόμβας (άνθυπολοχαγός Μαρίνος Λιμπερόπουλος) και τέσσαρες οπλίτες, ο Αθαν. Μπινέκος απ’ το Μοναστήρι, ο Χρίστος Σουγαράκης απ’ το Ίβενι, που του είχαν θάψει ζωντανές την αδελφή και την μητέρα του οι κομιτατζήδες, και δυο Σαρακατσαναίοι.

Ο φοιτητής και οπλαρχηγός Ήλίας Φαρμάκης (Κούντουρας) απ΄ την Βλάστη κατώρθωσε να διαφυγή.
Τον Νοέμβριο έφθασαν με 10 άνδρες ο καθ ένας οι δυο νεαροί Κρητικοί οπλαρχηγοί, ο Γ. Σκαλίδης και ο Ευάγγελος Νικολούδης, που είχαν δράσει και με τον Μελά.
Ο Ζώης αναχώρησε πια να ξεκουρασθή δικαιωματικά στην Αθήνα.

Δεν μπορούσε άλλως τε να τα ταιριάξη ο μετρημένος αυτός άνθρωπος με τον παράφορο Σκαλίδην, που η παλληκαριά του έφθανε τα όρια της τρέλλας.

Ξαναγύρισε τον Οκτώβριο του 1906 με το σώμα του Βρόντα (ανθυπιλάρχου Βασιλ. Παπά) ως υπαρχηγός με τον ανθυπίλαρχο Φιλόλαον Πηχεώνα.
Στο ίδιο σώμα υπηρετούσε λοχίας τότε και ο Γεώργιος Κονδύλης, ο μετέπειτα αντιβασιλεύς.

Στο μεταξύ είχαν γίνει μεγάλα πράγματα στο Μορίχοβο.

Το «Κέντρον» του Μοναστηριού, οι απεσπασμένοι δηλ. στο προξενείο με διπλωματικά τρικαντό αξιωματικοί, που είχαν συνειθίσει με «την τυφλήν και απεριόριστον υποταγήν παντός κατωτέρου προς πάντα ανώτερον» και δεν μπορούσαν ν΄ ανεχθούν τις αταξίες των δύο νεαρών καπεταναίων, τους διέταξαν να φύγουν στην Ελλάδα.

 Τούς έκοψαν μάλιστα τον εφοδιασμό και την μισθοδοσία, το ένα  δηλ. εικοσάφραγκο τον μήνα, που ήταν για την τροφή, το πλύσιμο, το μπάλωμα κ.τ.λ. Ο Νικολούδης επειθάρχησε, για να πέση τον Μάιο στις γυμνές ράχες της Κέλλης.
Ο Σκαλίδης είπε
«Μια που μας διώχνουν, ας φύγουμε παιδιά κ΄ εμείς».
Έφυγε, άλλα τράβηξε προς το Μοναστήρι!

Πέρασε την Τσέρνα και με δύο γκάιντες μπροστά πήρε σβάρνα όλα τα χωριά του κάμπου και των ριζωμάτων, τα περισσότερα ερμαφρόδιτα και αρκετά βουλγαρικά, αφού μάλιστα ξέκαμε στο Ίβενι 16 χωρικούς για εκδίκησι της μάνας και της αδελφής του Χρίστου και Πέτρου Σουγαράκη, που τις είχαν θάψει ζωντανές οι Βούλγαροι.

Κατάπληκτοι έβλεπαν οι άνθρωποι τα λεβεντόκορμα αυτά τρελλόπαιδα, φορτωμένα  ασημικά, κουρέλια και ψείρες, να γυρίζουν χειμώνα καιρό με γκάιντες και χορούς στον κάμπο και να προκαλούν μια στρατιά!
Λίγες μόλις εβδομάδες ενωρίτερα ο στρατός είχε εξοντώσει εκεί κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου την συμμορία του Σουγάρε από 24 κομιτατζήδες.

 Η ανήκουστη τόλμη από την μια μεριά, το δράμα του  Ίβενι από την άλλη και η γενική των πραγμάτων τροπή έφεραν κεραυνοβόλα αποτελέσματα.
 Έτρεξαν όλοι στο Μοναστήρι να υποβάλουν με τις καθιερωμένες διατυπώσεις την δήλωσι, ότι ήσαν «Ρούμ» και όχι «Μπουλγκάρ».

Ο Ντραγκάνωφ αναφέρει ότι εκείνη την εποχή αρκετά βουλγαρικά χωριά εκβιάσθηκαν απ΄ την ελληνική τρομοκρατία να προσχωρήσουν στην ελληνική παράταξι.

Το «Κέντρον», που έβλεπε τώρα ότι η τρέλλα αξίζει κάποτε πολύ περισσότερο από τη μεγαλύτερη σοφία, εσπευσε ν΄ άνακαλέση την αποκήρυξι, να του στείλη χρήματα, στολές, υποδήματα και να τον εξορκίση να γυρίση αμέσως στο Μορίχοβο, για να μη παν χαμένοι οι κόποι και οι καρποί.
 Ο Σκαλίδης ξεκίνησε καβάλλα.
Mα στο δρόμο χασομέρησε δύο μέρες, γιατί άκουσε πως ο βοεβόδας Τράικος ειπε ότι ο Σκαλίδης πήγε να τρυπώση απ’ τον φόβο του στα χωριά στα φουστάνια των γυναικών.
Έπιασε την ερωμένη του στο Ράπες και του παράγγειλε πως δεν θα την άφηνε, αν δεν ερχόταν ν΄ αναμέτρηση σαν άντρας μαζί του.
Αντί όμως  του Τράικου ήλθαν οι Τούρκοι.
Από βράχο σε βράχο κατώρθωσε να φθάση ως το ποτάμι.
Μα η Τσέρνα είχε γίνει απ΄ τα χιόνια που έλειωναν αδιάβατη.
Εμποδίσθηκαν από τ΄ αποσπάσματα οι χωρικοί του Μπρότ, που επιχείρησαν να πλησιάσουν με βάρκες. Έπεσαν όλοι οι άνδρες του σώματος, οι δέκα χωριανοί και συγγενείς του καπετάνιου και οι επτά Μοριχοβιτες.
Σχετική αναφορά του προξενείου Μοναστηριού αναγράφει  «Αφού εξηντλήθησαν τα φυσίγγια ο Γ. Σκαλίδης έθραυσε το όπλον.
Αφού εξήντλησε τα φυσίγγια του περιστρόφου, το έρριψε εις τον ποταμόν. Μεθ΄ ο ώρμησε κραδαίνων μάχαιραν κατά του τουρκικού στρατού».
Πολλά χρόνια έπειτα τραγουδούσαν στο Μοναστήρι, στο Μορίχοβο και σ' όλη την περιοχή το «Ύπεσχέθη (κάποτε και υπεσκέφθη) ο Σκαλίδης για να πάη στον Περλεπέ...».

Την επιχείρησι κατά του Σκαλίδη διηύθυνε ο λοχαγός τότε Ένβέρ και αργότερα Ενβέρ πασάς, Νταμάτ Έμβέρ πασάς κ.τ.λ.

Την άνοιξι είχε φθάσει ο Γεώργιος Βολάνης με 20 άνδρες.
Άλλους τόσους έχασε στην μάχη Στρεμπένου—Λεχόβου. Νεαρός και αγράμματος κι αυτός χωρικός από τους Λάκκους της Κρήτης, γενναίος όσο και ο Σκαλίδης, αλλά φρονιμώτερος, είχε σκορπίσει τον τρόμο στους Βουλγάρους και τον σεβασμό στους Τούρκους.
Εξ άνδρες του κοίτονταν πληγωμένοι στα χωριά, όταν ήλθε ο Βρόντας (ανθυπίλαρχος Βασ. Παπάς) με τον ανθυπίλαρχο Πηχεών, τον Αντώνιο Ζώη και τον Γεώργιο Κονδύλη.
Τούς είχαν κυκλώσει απαρατήρητοι οι Τούρκοι μια χαραυγή στη Μπέσιστα, μα αναγκάσθηκαν από το θράσος του ν΄ αποχωρήσουν ντροπιασμένοι. Εκείνες ακριβώς τις μέρες γύριζε από το Δομπρομίρι, όπου πήρε το αίμα του παπά και των τεσσάρων άλλων, που τους είχε λογχίσει την περασμένη χρονιά ο Τράικος.
Ο ηρωικός Καπετάν Γαρέφης.
Είχε φιλοξενηθή εξ άλλου στο Μορίχοβο για λίγο καιρό και ο ηρωικός και παρθενικός Κ. Γαρέφης, έως ότου μια μέρα του Αύγουστου προς την πλευρά της Καρατζόβας άρπαξε από τα μεγάλα του γένεια σε μία σαρακατσάνικη καλύβα τον βοεβόδα Καρατάσο και τον σκότωσε με το πιστόλι  του μαζί με τον συνάδελφό του Λούκα, λοχαγό του βουλγαρικού στρατού.
Πληγώθηκε δυστυχώς και ο ίδιος και πέθανε στην Γραδέσνιτσα.

Ο Βρόντας και ο Βολάνης χώρισαν το Μορίχοβο σε δυο βασίλεια.
Το ανατολικό με πρωτεύουσα την Γραδέσνιτσα πήρε ο Βολάνης, το άλλο με την Γρούνιστα ο Βρόντας.

 Ο στρατός, εννοείται, αγνοούσε και συχνά έσβυνε τα σύνορα. Εκείνο, που δεν μπόρεσε να χαλάση, ήταν η αδελφική συνεργασία των δύο αρχηγών.
Μιαν αυγή ο Βρόντας, εκεί που έβγαινε από την πρωτεύουσά του, άλλαξε κάμποσες τουφεκιές μ΄  ένα  στρατιωτικό απόσπασμα. Ο Βολάνης τις άκουσε στην Γραδέσνιτσα και ορμάει αμέσως σε βοήθεια.

Συναντάει στο δρόμο  ένα  καραβάνι με σανίδια. Τα ξεφορτώνει, καβαλλικεύει τα μουλάρια, περνάει πάνω από την Σταράβινα, ο που εστάθμευε μία διλοχία και φθάνει καλπάζοντας στην Γρούνιστα.
Με κατάπληξι είδαμε στο χωριό, όπου ήμουν πληγωμένος, το αντάρτικο ιππικό.
Ο Μακεδονομάχος
Βασίλειος Παπάς ή
Βροντάς.
Ένας λόχος έφθασε το απόγευμα πίσω του από την Σταραβίνα. Ο Βολάνης άλλαξε μερικές τουφεκιές μαζί του και έφυγε στο βουνό. Έτρεξε τώρα με την σειρά του ο Βροντάς και ξανακτυπήθηκε με τον στρατό.

Τη μέρα της πρωτοχρονιάς εώρταζε ο Βροντάς (Βασίλης).

Τα δυο σώματα συγκεντρώθηκαν από το πρωί στην πλατεία της Γραδεσνίτσας.
 Ο Ζώης έσυρε πρώτος το χορό επάνω στο χιόνι, ενώ δυο γκάιντες κρατούσαν τον ρυθμό και πολλά κριάρια παραπέρα στριφογύριζαν στη φωτιά. Ξαφνικά ακούσθηκε η κραυγή «Τούρκοι, Τούρκοι». 
Αμέσως χορευτές, γκάιντες, κριάρια έγιναν όλα άφαντα. Ο στρατός εφυγε, ξαναήλθε, ξανάφυγε, με αποτέλεσμα να φύγουν και τα δυο σώματα έξω στα χιόνια και να εορτάσουν οι άνδρες την εορτή του αρχηγού θεονήστικοι και παγωμένοι.

Τα Φώτα βρέθηκαν τα δυο σώματα στη Μπέσιστα. Την αυγή τους ήλθε γι΄ αυτόκλητη επίσκεψη η φρουρά της Βιτολίστας.
 Τα σώματα κατάφεραν να πιάσουν  ένα  ύψωμα στεφανωμένο με γιγαντιαίους βράχους.
Άρχισε η συμπλοκή. Κατά το μεσημέρι οι Τούρκοι, που ήσαν κάτω στον ανοικτό κάμπο, τόβαλαν στα πόδια. Οι αντάρτες τους κυνήγησαν. Αλλ΄ ακούσθηκαν τουφεκιές απ΄ τα νώτα τους.
Ήταν η φρουρά της Σταραβίνας, που έφθανε με κυκλωτική κίνησι. Κι αυτήν όμως άλλοι την κύκλωσαν.
 Οι χωρικοί της Γραδεσνίτσας ξέθαψαν τα κρυμμένα  όπλα και έτρεξαν στο πεδίο της «μεγάλης μάχης». 
Οι αντάρτες οπωσδήποτε ξανάπιασαν το οχυρό τους.
Μερικοί Κρητικοί του Βολάνη, που έσερναν μαζί τους  ένα  αιχμάλωτο, όταν  είδαν σκοτωμένους τον γραμματικό τους Τζοτζόλη Βασίλειο, που είχε μάθει τα γράμματα στη φυλακή, και τον Κανδυλάκη, τον ξέκαμαν αμέσως με τα ασημωτά μαχαίρια τους, προτού προφθάσουν άλλοι να τους συγκρατήσουν.

—        Βρε παιδιά ! Βρε παιδιά ! Έτρεξε ο Ζώης, που έτυχε εκεί κοντά. Ξεχνάτε πως έχομε και χειμώνα;
—        Φοβάσαι μην κρυώση, καπεταν Άντώνη; ήταν η απάντησις.
Ο Ζώης εκούνησε το κεφάλι.

Ο Βροντάς έγινε έξω φρένων. 
«Δεν εχομε να κάνωμε με τακτικούς στρατιώτες» του είπε ο Κονδύλης.
Σκέφθηκαν να τον παραχώσουν τουλάχιστο, για να μη τον βρουν οι συνάδελφοί του.
Μα το μέρος ήταν βραχώδες και επρόβαλαν και άλλα στρατιωτικά τμήματα.
Τράβηξαν τα δυο σώματα για το καλοκαιρινό λημέρι του Βολάνη στο δάσος, που ήταν παλαιότερα και λημέρι του Καταραχιά.
Οι καλύβες από κλαδιά έστεκαν στη θέσι τους, μα γεμάτες χιόνια και πάγους.
Τις καθάρισαν με τα μαχαίρια και τα νύχια.
Μα σε 2—3 μέρες έφθασε το μήνυμα, ότι πλημμύρισε όλος ο τόπος στρατό.

Αγριεμένοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες για την σφαγή του αιχμαλώτου απέκλεισαν τα χωριά και ερευνούσαν προσεκτικά κάθε μονοπάτι στα χιόνια.
Ο Ενβέρ διηύθυνε πάλι την επιχείρησι. Δεν υπήρχε άλλη σωτηρία παρά να φύγουν από το Μορίχοβο και όσο γρηγορώτερα τόσο καλύτερα.

—        Να γιατί σας μίλησα για τον χειμώνα, είπε ο Ζώης, με το πατρικό του ύφος στα Κρητικόπουλα, που είχαν μαχαιρώσει τον στρατιώτη. Τώρα μονάχα ο Θεός και η Καρατζόβα μπορούν να μας σώσουν.

Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Να διέσχιζαν το Μορίχοβο, να περνούσαν την Τσέρνα και να ζητούσαν καταφύγιο τόσοι άνδρες σε καν ένα  κουτσοχώρι του κάμπου, όπως επρότεινε κάποιος, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία.

Η Καρατζόβα (Άλμωπία) ήταν πίσω από το όρος.
 Είχε και το σπουδαίο προσόν να υπάγεται στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης και οι πασάδες της δεν θα είχαν πιθανώτατα προσβληθή από την μανία και λύσσα των συναδέλφων των του Μοναστηριού. Συμβαίνει και άλλου ν΄ αποτελούν κάθε επαρχία και κάθε υπηρεσία χωριστό καπετανάτο και ανεξάρτητο βασίλειο.
Μεσάνυκτα αφήκαν οι αντάρτες το λημέρι του Βολάνη και του Καταραχιά και κατέβηκαν σ΄ ένα  πριόνι, όπου θάβρισκαν, όπως είχε συμφωνηθή, τρόφιμα. Το βρήκαν κλειστό και έρημο.
Πεινασμένοι, παγωμένοι πήραν τότε το ποτάμι και άρχισαν ώρες πολλές και ατέλειωτες να το ανεβαίνουν στους πάγους, στα παγωμένα  νερά και τις γυαλιστερές πέτρες, για να χαθούν τα ίχνη τους. Κάποτε βγήκαν στην στεριά, δηλ. στα χιόνια.

Ο Ζώης και ο Σουδίας, χωρικός αντάρτης από την Γραδέσνιτσα, βάδιζαν μπροστά.
Για δρόμο η έστω και το στενότερο μονοπάτι' ούτε λόγος να γίνη. Το χιόνι έφθανε τα δυο μέτρα και όλο ένα  ψήλωνε. Στην κορυφή φουρτούνα και σύννεφα σκέπαζαν και τα χιόνια. Ο προσανατολισμός σ΄ αυτό τον κατακλυσμό θα ήταν το όγδοο θαύμα. Μικρό λάθος εξ άλλου εσήμαινε ολική καταστροφή. Το μόνο καθαρό και σίγουρο χωριό ήταν το Μπάχοβο. 'Όλα τ άλλα τουρκικά, ανάμικτα η βουλγάρικα. ‘Οπουδήποτε άλλου κι αν ξέπεφταν ήσαν οριστικά και τελειωτικά καταδικασμένοι, αφού πίσω θα είχαν το βουνό, τα χιόνια και το πλημμυρισμένο Μορίχοβο και μπροστά τα τουρκοχώρια, τον κάμπο και τον τουρκικό στρατό. Άρχισαν ως τόσο να κατεβαίνουν.

Αν τους εύρισκε η νύχτα σε κείνο το ύπαιθρο, θα ήσαν πάλι χαμένοι. Περνούσαν χιόνια, βράχους, ρεματιές και ένα  άγρια και παρθένο δάσος, χωρίς να ξέρουν αν βάδιζαν προς την σωτηρία η την καταστροφή.
Κάποια στιγμή, που ένα  πεσμένο θεώρατο πεύκο έφραζε τον ανύπαρκτο δρόμο, ο Ζώης, βουτηγμένος στον ίδρωτα και το χιόνι, με κρούσταλλα πάγου στα γένεια και τα μουστάκια του, έσυρε το περίστροφο, για να τινάξη τα μυαλά του. 
Είχε την εντύπωσι, ότι είχαν πάρει λανθασμένο δρόμο και αυτός ήταν η αιτία του χαμού 60 όλων ανδρών. Κάποιος ευτυχώς τον κράτησε.

Το σούρουπο μέσα σιό σκοτεινό από τα κλαδιά και τα χιόνια δάσος ακούσθηκαν γαυγίσματα σκυλιών.
 Ήσαν Μπαχοβίτικοι! Έπεσαν απάνω ακριβώς σε τσομπάνικα καλύβια του Μπαχόβου.
Δυο ώρες πίσω και ψηλότερα καταυλίζονταν το σώμα του Μπαχοβίτου καπεταν Τσότσου από τον πατέρα του, τον θειο του και τρία έξαδέλφια του και τον γηραλέο καπεταν Ζαρκάδα, άλλοτε αντάρτη, άλλοτε λήσταρχο. Είχαν σωθή!

Εμειναν εκεί 40 σχεδόν μέρες μ΄ ένα μόνο μικρό διάλειμμα, που γύρισε στην Γραδέσνιτσα ο Βολάνης και έσπευσε ακόμα γρηγορώτερα να ξαναγυρίση πίσω.
 Η δουλειά τους ήταν να κόβουν ξύλα και να τα καιν στις ελάτινες καλύβες, καθώς και να εξοντώνουν τα ζωύφια, που το καθ ένα  ήταν και μια υδρα μ΄ εκατό κεφαλές.

Οι Μπαχοβιτες έφερναν το ψωμί στους ώμους των με νυκτερινές πορείες 6-7 ωρών επάνω σε χιόνια, πάγους, βράχους και γκρεμνούς και μέσα από χιονισμένα  πυκνά δάση, προάγγελοι του θρυλικού χωριού, που 40 χρόνια αργότερα εδημιούργησε τον εθνικό προμαχώνα, που λέγεται σήμερα Πρόμαχοι.

Παρ΄ όλη όμως  αυτή την ακινησία και πιθανώτατα εξ αιτίας της εσημειώθηκε εκεί πάνω και  ένα  στασιαστικό κίνημα.
Στο σώμα του Βρόντα υπηρετούσε και  ένας γίγας, ο Παναγιώτης Φιωτάκης, από την Κρήτη. Είχε ξανάρθει δύο άλλες φορές στο Μορίχοβο. Την δεύτερη φορά με δικό του σώμα από 40 άνδρες.
Αλλα του κατελόγισαν αποτυχία και προ παντός απροθυμία να βοηθήση τον Σκαλίδη την ώρα, που τον κτυπούσε ο στρατός απ΄ όλες τις μεριές στους μοιραίους βράχους της Τσέρνας.

 Και προτίμησε νάρθη απλός διμοιρίτης η οπλίτης στο Μορίχοβο με τον Βρόντα παρά να μείνη άεργος στην Κρήτη η την Αθήνα.

Πολύπειρος και πολυμήχανος, με την γνώσι του τόπου και των ανθρώπων, με το επιβλητικό παράστημα και την επιβλητικώτερη παλληκαριά του — στη μάχη της Μπέσιστας πυροβολούσε ολόρθος — έκαμε εντύπωσι στους άνδρες του Βρόντα.
 Αναγνώριζαν ίσως την αδικία, που του είχε γίνει.
 Και ένα  πρωί δηλώνουν ξαφνικά 17 του Βρόντα και ένας του Βολάνη, ότι δεν δέχονται και δεν θέλουν άλλον αρχηγό και καπετάνιο παρά μόνο τον Φιωτάκη!

Το αντάρτικο σώμα του Π. Φιωτάκη
Τούς μίλησαν ο Βρόντας, ο Πηχεών, ο Κονδύλης, μεσολάβησε πολλές φορές ο Ζώης, που όλοι εκτιμούσαν και εσέβονταν, τους απείλησαν και με σύγκρουσι.
Εκείνοι έμειναν αγύριστοι, αμετάπειστοι, αγριεμένοι.
Όταν ξαναγύρισαν τα δύο σώματα στο Μορίχοβο, ήλθαν κι αυτοί λίγο αργότερα και έστησαν το χωριστό στρατηγείο τους στην περιοχή της Γρούνιστας.

Τον Φεβρουάριο αναχώρησε ο Βολάνης με το σώμα του για τα σύνορα.
Από βραδύς έγινε κοινό τραπέζι των δύο σωμάτων και τρικούβερτο γλέντι.
Επάνω στο μεθύσι του ένας Αρβανίτης αντάρτης του Βρόντα, ο Βαγγέλης, ακουμπά ξαφνικά το πιστόλι του στο κεφάλι του Κονδύλη, που τον πείραζε, 
και τραβά δυο φορές την σκανδάλη. Έπαθε αφλογιστία ! Πήρε φωτιά την τρίτη φορά. Μα αργά πιά.
Πλήγωσε ελαφρά στο πόδι  έναν παρακαθήμενο αντάρτη.
Ήλπιζαν τώρα ο Φιωτάκης και οι αντάρτες του ότι ο αρχηγός και το Κέντρον θ’ αναγκάζονταν οπωσδήποτε να έλθουν σε συνεννόησι μαζί τους.
 Μα και εκείνοι έμειναν με τη σειρά τους αγύριστοι και αμετάπειστοι.
Αποκηρυγμένος και αποδιωγμένος τότε ο Φιωτάκης, όπως ο Σκαλίδης, χωρίς μισθό και εφόδια, εβάδισε αποφασιστικά στα ίχνη του Σκαλίδη.

ΙΙέρασε την Τσέρνα και χύθηκε στα χωριά του κάμπου. Τούς κύκλωσε ο στρατός κοντά στο μοναστήρι του Παραλόβου. Έπεσαν όλοι ως τον τελευταίο.
 Ο Φιωτάκης έσπασε το όπλο του και τίναξε με το πιστόλι τα μυαλά του, όπως ο Σκαλίδης.

Την ίδια εποχή σ’ άντιστάθμισμα δέχθηκαν ο Ζώης και ο Κονδύλης στο Σέλο-Μαναστίρ την προσχώρησι του Τσίτσου και Μπραγιάννη με 20 άνδρες, όλους από τα γειτονικά χωριά.

 Ο Τσίτσος ήταν από την Μπέσιστα, ο Μπραγιάννης από το Ζίχοβο.

Αποτελούσαν την βουλγαρική συμμορία, που είχε συγκρουσθή δύο φορές με τον Βολάνη. Έφρόντισαν από τότε να επανορθώσουν ό,τι κακό είχαν κάμει και έμειναν πιστοί ως το τέλος μαζί μας.

Τον Αύγουστο έφυγε και ο Βροντάς για κάτω, για την Θεσσαλία.
Καπετάν Γκούρας
Δημήτριος Παπαυγέρος
Ο Ζώης έμεινε με το καινούργιο σώμα του Γκούρα (υπολοχαγού ΙΊαπαυγέρου).
 Ήταν το στοιχειό του Μοριχόβου.

Μια μέρα ο Χιλμή πασάς είπε στον Έλληνα πρόξενο Θεσσαλονίκης Κοντογούρην, που πήγε να τον επισκεφθή
  
—        Έχω και κάτι, που ίσως σας ενδιαφέρει. Πήρα αυτή την στιγμή τηλεγράφημα από το Μοναστήρι ότι σκοτώθηκε ο Ζώης. Κρίμα. ΙΙοιός του φταίει; Γιατί ν΄ άφήση την ησυχία του και να πάη στα βουνά;

Ο Κοντογούρης εσιώπησε.
Κατάλαβε ότι ο πασάς είχε πάρει τον Ζώη του Μοριχόβου για τον Ζώη του προξενείου, τον στρατηγό δηλ.. Κάκκαβο, που υπηρετούσε τότε στο προξενείο Θεσσαλονίκης με τίτλο διπλωμάτη και ψευδώνυμο Ζώη.
Δεν είχε καν ένα  λόγο να βγάλη από το μυαλό του πασά την εντύπωσι, ότι ο Ζώης—Κάκκαβος δεν είχε παύσει να υπάρχη.

Λίγες όμως  μέρες αργότερα ο Χιλμή πασάς, για να διασκεδάση την θλίψι του Κοντογούρη, του ανακοίνωσε
«Πήρα νεώτερο τηλεγράφημα από το Μοναστήρι. Ο Ζώης ζη».

Εκείνη την εποχή ο Ζώης είχε κτυπήσει μια βουλγαρική συμμορία κάτω στον κάμπο κοντά στο Μπάτς.
Στις τουφεκιές όμως  έτρεξε  ένα  τουρκικό απόσπασμα, που έτυχε κοντά.
Οι κομιτατζήδες πρόλαβαν και ξέφυγαν, αφήνοντας  ένα  νεκρό.
Ο Ζώης είχε περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέσι.
Κατά καλή τύχη περνούσε την ώρα αυτή από το χωριό ο Σωτήρης Σιμίντσας,  ένας λαμπρός πατριώτης από το Μοναστήρι, που πήγαινε καβάλλα ντυμένος τούρκικα να μεταφέρη μίαν επείγουσα διαταγή στο Μορίχοβο.

Οι στρατιώτες έπιασαν τον παράξενο αυτόν Τούρκο, που είχε το κουράγιο να περνά μόνος από μέρη, που τα έλυμαίνονταν «λησταντάρτες» (έσκιά) Έλληνες  (Γιουνάν) και Μπουλγκάρ, και τον έφεραν στον αξιωματικό τους. Βρέθηκαν ευτυχώς φίλοι. Μαζί κατέβαζαν κάθε βράδυ σ’ ένα  καφενείο πολλά εικοσιπεντάρικα ούζο. Ο αξιωματικός διέταξε αμέσως αποχώρησι του αποσπάσματος.
 Και παρουσίασε, φαίνεται, στην σχετική αναφορά τον σκοτωμένο κομιτατζή για τον Ζώη.
Τον Ιανουάριο 1908 αναχώρησε και ο Ζώης για την  Αθήνα.

Βρίσκονταν ακόμη εκεί, όταν  ξέσπασε η νεοτουρκική επανάσταση.
Έσπευσε ευθύς να γυρίση στην πατρίδα του.
Είχε φθάσει στο Μοναστήρι την ημέρα, που έκαμναν την θριαμβευτική τους είσοδο τα ελληνικά σώματα. Οι παλιοί του σύντροφοι, μόλις τον είδαν, θέλησαν να τον πάρουν μαζί τους. Ήταν ο παλαιότερος.
 Ο Ζώης όμως  προτίμησε να κρυφθή πίσω απ’ το ενθουσιασμένο πλήθος.

Ο νεοτουρκικός μήνας του μέλιτος δεν βάσταξε και πολύ. Οι Τούρκοι γλύτωσαν μια και καλή με το «σύνταγμά» των από τις «μεταρρυθμίσεις», τους Εύρωπαίους «πράκτορας», την άσπονδο φιλίαν και ανοικονόμητη «προστασία των δύο εντολοδόχων Δυνάμεων» και τον άμεσο κίνδυνο του ακρωτηριασμού. Δεν απαλλάχθηκαν όμως  και από τον φανατισμό τους, θρησκευτικόν άλλοτε, εθνικιστικό τώρα.

Ο Ζώης φρόντιζε να παραμένη πάντοτε στη σκιά. Έκαμνε μόνο μερικές περιοδείες στα χωριά του Μοριχόβου, για να τα ενισχύη και τα τονώνη.

Το καλοκαίρι του 1909 έγινε ένα  παράξενο και πολύχρωμο συλλαλητήριο.

Συγκεντρώθηκαν κάτοικοι της πόλεως και μεγάλα πλήθη χωρικών με τ΄ άσπρα πουκάμισσα και τα παρδαλά ρούχα των να διαμαρτυρηθούν για την απόφασι της τουρκικής κυβερνήσέως και βουλής να δοθούν οι παλιές ελληνορθόδοξες εκκλησίες των χωριών στους σχισματικούς Βουλγάρους, όπου είχαν αυτοί κάποια πλειοψηφία.

Ώμίλησαν πολλοί ρήτορες, γιατροί, δικηγόροι, διδάσκαλοι, που διάβασαν τα χειρόγραφά τους και αυτοί μόνοι άκουσαν τη φωνή τους. Καλύτερος, ζωηρότερος, παραστατικώτερος και πολύ ρητορικώτερος ήταν  ένας απλοικός χωριάτης από τη Βελούσινα, που απλά και σταράτα, χωρίς χαρτιά και χειρόγραφα, ετόνισε στο βουλγαρομακεδονικό ιδίωμα ότι τις εκκλησίες αυτές τις έκτισαν άνθρωποι τώρα πεθαμένοι με τον αποκλειστικό σκοπό να είναι ελληνικές και πατριαρχικές και ότι επομένως ούτε η τουρκική κυβέρνηση ούτε ο Τούρκος Σειχουλισλάμης δεν είχαν τυ δικαίωμα να τις διαθέσουν αλλού, πριν τουλάχιστο ξεσηκώσουν από τον τάφο τους νεκρούς και πάρουν την συγκατάθεσί τους.

Το πλήθος ενθουσιασμένο τότε διηυθύνθηκε στο Διοικητήριο με τη μεγαλύτερη τάξι και ησυχία, να επιδώση το σχετικό ψήφισμα.
Άλλα στο μέγαρο του βαλή πασά τους περίμενε αληθινή ενέδρα. Εκατοντάδες κρυμμένοι χωροφυλακές και στρατιώτες ώρμησαν ξαφνικά και με τα υποκόπανα κτυπούσαν αλύπητα κεφάλια και πλάτες.

Οι φτωχοί χωρικοί, που πρώτη φορά έβλεπαν συλλαλητήρια και εφόδους χωροφυλάκων, τάχασαν. Πολλοί κρημνίσθηκαν από την ψηλή όχθη κάτω στο ποτάμι, όπου έβλεπε κανείς να επιπλέουν στα νερά η να κυλιώνται στις λάσπες οι άσπρες και πολύχρωμες στολές τους.

 Ο Ζώης εβάδιζε επί κεφαλής Μοριχοβιτών. Ενας τσαούσης, που τον ήξευρε, ρίχθηκε επάνω του με κουστωδία χωροφυλάκων και τους υποκοπάνους υψωμένους. Ο Ζώης έκαμε δυό βήματα πίσω και έφερε το χέρι στο περίστροφο. Ο Θεός ξέρει τι θα επακολουθούσε, εάν έρριχνε. Ευτυχώς επενέβηκε  ένα ς μπέης, που τον ήξερε, και τον πήρε σ’ ένα  τούρκικο καφενείο.

'Ήσυχος, φρόνιμος ο Αντώνης, φρόντιζε πάντοτε να ζη στη σκιά.  ένα ς φίλος του όμως  Τούρκος ήλθε μια μέρα και του ανακοίνωσε εμπιστευτικά ότι το Νεοτουρκικό κομιτάτο, η ίδια δηλ. η επίσημη αρχή, είχε αποφασίσει να τον δολοφονήση, όπως το είχε κάμει με αστυνομικά όργανα και για τον φίλο του Παύλο Νεράντζη η καπετάν Πέρδικαν στη Σιάτιστα.

Το μακεδονικό κλίμα γινόταν πάλι βαρύ και όλο ένα  χειροτέρευε με το Κρητικό ζήτημα και τ’ ατελείωτα συλλαλητήρια, όπου οι Τούρκοι απειλούσαν ότι θα πήγαιναν στην Κρήτη και με τα υποδήματα. Θέλησε να ξαναγυρίση και να ξαναδράση στο πιστό του Μορίχοβο, μα δεν του το επέτρεψαν.
 Αναγκάσθηκε να φύγη στην Αμερική, για να μην είναι βάρος σε καν ένα .
Στον Νέο Κόσμο άρχισαν να καταφθάνουν σιγά σιγά παράξενες πληροφορίες. Οι 'Έλληνες και οι Βούλγαροι τάσιαζαν στη Μακεδονία. Το πράγμα ήταν απίστευτο, μα αληθινό.

Η ελληνοβουλγαρική προσέγγισις είχε ξεκινήσει και προχωρούσε κουτσά στραβά σ’ ένα  δρόμο «μετ’ εμποδίων», γεμάτο αγκάθια και παγίδες.
Οι κομιτατζήδες δεν ξεχνούσαν ολότελα την παλιά τους τέχνη και σκότωναν που και που καν ένα  'Έλληνα. К’ οι δικοί μας δεν έπεφταν πολύ κάτω. Υποβοηθούσαν όμως  την προσέγγισι εκείνοι ακριβώς, που κάθε λόγον και συμφέρον είχαν να την εμποδίσουν, οι Νεότουρκοι.
Είχε φθάσει τον Σεπτέμβριο του 1911 στο Μοναστήρι μ5 αρκετά τάγματα μεγαλοσώμων στρατιωτών του Έρζερούμ ο στρατηγός Σεφκέτ Τουργούτ πασάς, αφού αλώνισε την Αλβανία και ετσάκισε μίαν από τις ατέλειωτες επαναστάσεις της.

Την ημέρα του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) οι ξένοι αυτοί στρατιώτες με αστυνομικούς επλημμύρισαν τους δρόμους και άρχισαν γραμμή συλλήψεις.

  Ο υποφαινόμενος κατέφυγε αμέσως στο σπίτι του Τούρκου γείτονα και φίλου, όπου έμαθε ότι είχαν ήδη συλληφθή πολλές εκατοντάδες Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί μάλιστα με τον τότε μητροπολίτη Μοναστηριού και έπειτα Λήμνου Στέφανον.

Στο τούρκικο σπίτι ήλθε σε λίγο και ο μουχτάρης της συνοικίας,  ένα ς χονδρός με αντεριά και καλοκάγαθος άνθρωπος, ο Βάντσιος, και μου ανακοίνωσε ότι η αστυνομία ζητούσε και τον Γιώργη υιόν Χρίστου — οι Τούρκοι αγνοούσαν τότε τα επίθετα — και αν τα κατάφερνε να στείλη καν ένα ν άλλο στη θέσι μου στον Κόκκινο Στρατώνα, θα έβγαινα έξω, ειδεμή καλά ήμουν εκεί, όπου ευρισκόμουν.
Σε δυο ώρες ξαναγύρισε ο Βάντσιος και εζήτησε θριαμβευτικά τσιγάρο, καφέ και ρακί.
Ο Γεώργιος Χρίστου, δηλ. εγώ, είχε συλληφθή! Μπορούσα πια να βγω έξω και μάλιστα να επισκεφθώ τους κρατουμένους στον Κόκκινο Στρατώνα.
Ο αντικαταστάτης μου ήταν  ένας έμπορος εγκατεστημένος πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, που είχεν έλθει άρρωστος εκείνη τη χρονιά γι αλλαγή κλίματος, διπλάσιος μου τουλάχιστον στην ηλικία. Παρόμοια λάθη είχαν γίνει και άλλα αρκετά.

Οι Τούρκοι άρχισαν ν΄ απολύουν σιγά σιγά τους κρατουμένους.
 Εκράτησαν μόνον 60 περίπου δικούς μας, τους πιο «ύποπτους», και τους πέρασαν υστέρα από μερικές εβδομάδες από το στρατοδικείο. Μέσα σ΄ αυτούς ήταν και ο έμπορος της Θεσσαλονίκης, που άκουσε την κατηγορία, ότι ήταν φοιτητής του πανεπιστημίου του Γιουνάν (Ελλάδας), πρώην αντάρτης, θρασύς άρθρογράφος κ. τ. λ.

Όταν ο Ζώης είδε ότι τα πράγματα αγρίευαν, έσπευσε ν΄ αφήση την Αμερική. Βρέθηκε μ’  ένα  σώμα στο Βογατσικό την ημέρα, που ο πόλεμος ξέσπασε. Βάδισε μαζί με το σώμα του Στέφου έως την περιφέρεια Καστοριάς. Εκεί τον άφησε και τράβηξε για την περιοχή της Φλώρινας.

Στις 8 Όκτωβρίου κτύπησε την αστυνομική δύναμι της Κλεισούρας και την ανάγκασε να πάρη πόδι.
Λίγες μέρες αργότερα έδωσε άλλη σοβαρώτερη μάχη με τον τουρκικό στρατό κοντά πάλι στην Κλεισούρα.
Είχε μεσολαβήσει τότε το ατύχημα της Ε' μεραρχίας και η επανεμφάνιση των Τούρκων.
Ο Ζώης δεν παρασύρθηκε απ’ το γενικό ρεύμα φυγής προς νότον.

Μπήκε στην Φλώρινα, προτού φθάση ο στρατός, και έβαλε πρώτος την ελληνική σημαία. 
Μόλις ήλθε το στρατηγείο φώναξε, έτρεξε, τσίριξε, χάλασε κόσμο.

Στο τέλος επέτυχε  ένα  λόχο του 16ου συντάγματος και μαζί με το σώμα του έτρεξε στο αγαπημένο του Μορίχοβο, που το είχαν λησμονήσει και οι Σέρβοι.
 Εγκατέστησε την ελληνική κυριαρχία σ3 όλη την ορεινή έκτασι, που έφθανε ως το Βέρσκο, στα πρόθυρα του Περλεπέ.

Οι Σέρβοι βρέθηκαν μπροστά σε αιφνιδιαστικό τετελεσμένο γεγονός. Στα χαρτιά του υπήρχε και  ένα  γράμμα υπολοχαγού, που του έγραφε ότι δεν μπορούσε να «καταλάβη», όπως του ζητούσε, και το Μάκοβο στο ξάνοιγμα του κάμπου Μοναστηριού, γιατί δεν είχε δύναμι κ.τ.λ.
  
Τα ηρωικά και μαρτυρικά χωριά του Μοριχόβου έμειναν ελληνικά όλο τον χειμώνα και την άνοιξι ως το θέρος του 1913.

 Στην Βιτόλιστα, έδρα του τάγματος, υπηρέτησε οδηγός  ένας απ’ τους οπλίτες του Ζώη, ο Πέτρος Σουγαράκης απ΄ το ’Ίβενι, της οικογενείας, που είχε εξοντωθή από Βουλγάρους και Τούρκους.

Με την οριστική χάραξι των ελληνοσερβικών συνόρων παραχωρήθηκαν στην Σερβία σ’ αντάλλαγμα άλλων χωριών, που είχαν προλάβει να καταλάβουν οι Σέρβοι στον κάμπο της Φλώρινας κοντά στην πόλι.
Διαμαρτυρήθηκαν οι χωρικοί, έστειλαν τηλεγραφήματα και ψηφίσματα, κατέβηκαν με μαύρες σημαίες ως την Φλώρινα. Πήγαν δυστυχώς όλα χαμένα . Οι κυβερνήσεις και η διπλωματία δεν έχουν ευαίσθητο αυτί.

Πικραμένος και αηδιασμένος ο Ζώης αποσύρθηκε στη Φλώρινα. Με τον μακεδονομάχο επίσης Πέτρον Χατζητάση άνοιξαν  ένα  καλό εμπορικό κατάστημα.

 Ήλθαν όμως  το καλοκαίρι του 1916 οι Βούλγαροι, έπειτα οι Γάλλοι, οι Ρώσοι, οι Σέρβοι και όλες οι φυλές.
Το κατάστημα λεηλατήθηκε και έγινε θρύψαλα.
Αυτοί έφυγαν στην Αθήνα.
Έζησε από τότε με τον ταπεινό μισθό του δημοτικού παιδονόμου και μια ασήμαντη σύνταξι.
Μακεδονομάχος
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΖΩΗΣ.
Και τον Απρίλιο του 1941, σαν είδε τα γερμανικά ταγκς να κατακλύζουν τον τόπο και φαντάσθηκε πως όλα πια είχαν χαθή, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα στο Φλάμπουρο, σαν να φοβήθηκε μήπως χάση τον φτωχό του μισθό.

 Σ΄ όλη την Γαλλία στην τραγική κατάρρευσι της βρέθηκε μονάχα  ένας Γάλλος και αυτός γέρος απόστρατος στρατηγός, που έκαμε την ίδια μεγάλη χειρονομία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου