Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Μοναστήρι (bul.Битола). Η Βουλγαρική Εξαρχία και η Ουνία

Μοναστήρι 
Victor Bérard
"τουρκία και ελληνισμός"
Οδοιπορικό στη Μακεδονία  (1890-1892)

ΒΟYΛΓΑΡOI

Ο χριστιανικός πατριωτισμός
 Η βουλγαρική προπαγάνδα
  Εξαρχος και Πατριάρχης
 Τα σχολεία και τα βεράτια

Με την ιδιότητά μας ως Γάλλων, είμαστε στο Μοναστήρι προστατευόμενοι του Έλληνα πρόξενου.

Απ’ αυτό ίσως να υποφέρει λίγο η εθνική μας φιλοτιμία αλλά ωφελείται η παιδεία μας.
Ζούμε παρέα με το Μεγαλέξανδρο και τον Αριστοτέλη, γνήσιους Μακεδόνες. 

Σήμερα το πρωί ο πρόξενος μάς διάβαζε το θούριο του Ρήγα, του Ρήγα του Μακεδόνα, του εταιριστή του περασμένου αιώνα, που ήθελε να ξεσηκώσει τις παραδουνάβιες επαρχίες και πέθανε παραδομένος από την Αυστρία στον τούρκο δήμιο:

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά... 
Μαυροβούνιού καπλάνια, Ολυμπου σταυραετοί,
Κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γενητε μια ψυχή!...
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσατ ’ ως θεριά...
Του Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί...
Να σφάξωμεν τους λύκους που τον ζυγόν βαστούν, 
και Έλληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.

Ήταν ένας καιρός όπου, από τον Κάβο-Ματαπά μέχρι το Δούναβη και από την Αδριατική ως τη Μαύρη θάλασσα, Χριστιανός και Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες.

Οι σταυραετοί της Μάνης και τα καπλάνια του Μαυροβούνιού, τα ξεφτέρια του Σάβου και οι Μακεδόνες δέχονταν το όνομα Έλληνες για πολύ καιρό ακόμη μετά το θάνατο του Ρήγα (1797), του οποίου τους στίχους παραθέσαμε πιο πάνω.

Γύρω από το Βελιγράδι είχε γίνει κάποια απόπειρα σχηματισμού ενός σέρβικου λαού.
Οι μόνοι οπαδοί όμως που βρήκε η παράταξη αυτή, ήσαν μερικές φεουδαλικές οικογένειες και οι πατριές τους. Ποτέ η σέρβικη ιδέα δε βγήκε από την καθαυτό σέρβικη ή βοσνιακή γη.

Σε όλη την υπόλοιπη χερσόνησο το Πατριαρχείο είχε —μέσω των ελλήνων επισκόπων— απλώσει ένα δίχτυ ελληνισμού

ο μουσουλμάνος ήταν Τούρκος,
 ο χριστιανός Έλληνας.

Βούλγαροί κι Αρβανίτες και Σέρβοι και Ρωμηοί, 
Νησιώται κι ηπειρώται, με μια κοινην ορμή,
Για την ελευθερία να ζώσωμεν σπαθί...
Εδώ Ελλάς σας κράζει μ ’ αγκάλας ανοικτάς,
Σας δίδει βίον, τόπον, αξίας και τιμάς. 185


Είναι περιττό βέβαια να αναρωτηθούμε σήμερα αν η ελληνική αυτή ένωση ήταν ή όχι περισσότερο ευνοϊκή για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της. ευρωπαϊκής ειρήνης.

Στο διάβα του περασμένου αιώνα κάποιος Μακεδόνας είχε την προαίσθηση ενός διαφορετικού πατριωτισμού.
 Στα βάθη της εξελληνισμένης καρδιάς του ξαναβρήκε την ανάμνηση της φυλής του και την περηφάνεια της εθνικότητάς του:

«Εγώ ο Παίσιος186, ιερομόναχος και προηγούμενος του Χιλιανδαρίου, συνέθεσα και έγραψα το βιβλίο τούτο και το μετέφερα από τη ρώσικη στη βουλγάρικη γλώσσα. 
Οι τύψεις με κατέτρωγαν και έχυνα δάκρυα για το βουλγάρικο λαό μου... 
Συχνά οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας λοιδορούν λέγοντας πως δεν έχουμε ιστορία... 
Δεν έλαβα υπόψη μου τους κεφαλόπονους που από καιρό με κυνηγούν ούτε τα βάσανα που με ταλαιπωρούν, και τούτο εξαιτίας των τύψεων που με κατατρώγουν. 
Και περιμάζεψα με κόπο μεγάλο τις μνήμες πολλών αιώνων, που είχαν θαφτεί και λησμονηθεί Ι...»

Έτσι τελείωνε, γύρω στα 1762, ο Παίσιος γ τη ΣλαβενοΒουλγαρική Ιστορία του των Λαών, των Τσάρων και των Αγίων της Βουλγαρίας.
Είναι πασίγνωστο το πόσο γοργά έσπευσε η Ρωσία να περισυλλέξει τη σπίθα αυτή. Επί σαράντα χρόνια οι απόστολοι του καινούριου σλαβικού πατριωτισμού έβγαιναν από τα ρωσικά πανεπιστήμια.
Τον Παίσιο τον διαδέχθηκε ο Βενελίν 187’β (1802-1839), έπειτα ο Απρίλωφ 188 και οι μαθητές του.

Η Ευρώπη άρχισε μόλις στα 1840 να γνωρίζει τον καινούριο λαό από το βιβλίο του Συπριάν Ρομπέρ 189, Οι Σλάβοι της Τουρκίας.
Το έργο ιστορικής έρευνας και αποκατάστασης εξακολούθησε ακόμη είκοσι χρόνια  φάνηκαν όμως ξαφνικά τα αποτελέσματά του μετά τον Κριμαϊκό πόλεμου δ, στα 1857.

Το Χάττι-Χουμαγιούν 190 του 1856 είχε στο δεύτερο άρθρο του ορίσει μια έρευνα πάνω στην κατάσταση και τα προνόμια των χριστιανών της αυτοκρατορίας, καθώς και πάνω στην οργάνωσή τους σε κοινότητες.

Όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Τουρκίας συναποτελούσαν ακόμη την ελληνική κοινότητα  η τυραννία όμως του ανώτερου ελληνικού κλήρου φαινόταν ανυπόφορη στις άλλες φυλές της χερσονήσου.
Το Πατριαρχείο — που τα πραγματικά συμφέροντα της Εκκλησίας το απασχολούσαν ίσως λιγότερο από την πατριωτική του φροντίδα να εξελληνίσει όλους τους πιστούς του — το Πατριαρχείο φύλαγε όλα τα αξιώματα και όλα τα έσοδα για τους καθαρόαιμους Έλληνες είτε για τους εξελληνισμένους Σλάβους.
Όλες τις επισκοπικές και μητροπολιτικές έδρες της χερσονήσου τις κατείχαν έλληνες αρχιερείς. 

Με τη συμπεριφορά τους, που δεν ήταν και τόσο ενάρετη, με τη διοίκησή τους, που δεν ήταν και τόσο εντός των ιερών κανόνων, προπάντων όμως με την απληστία και τη φιλαργυρία τους, μεγάλα ελαττώματα των ανθρώπων της Εκκλησίας, είχαν κάνει κατάχρηση των πάντων.

Παρά τη συστηματική καταδίωξη από μέρους τους του σλαβισμού, των βιβλίων, της γλώσσας και προσώπων ακόμη, η σιμωνιακή τους ροπή είχε πουλήσει την ιεροσύνη σε μεγάλο αριθμό Σλάβων.
 Στη Βουλγαρία προπάντων ολόκληρος ο κατώτερος κλήρος ήταν ντόπιος και από τον κατώτερο αυτόν κλήρο ορισμένοι άνθρωποι είχαν ανυψωθεί σε υψηλά αξιώματα. Είτε γιατί η αξία τους και η επιρροή τους επιβλήθηκε στην κακοβουλία του Πατριάρχη είτε γιατί χρησιμοποίησαν για βοήθειά τους πρακτικότερα μέσα, τη δολοπλοκία και τη δωροδοκία, μερικοί απ’ αυτούς έγιναν επίσκοποι ή ηγούμενοι.
Την αντίσταση κατά του Πατριαρχείου την οργάνωσαν οι βούλγαροι αυτοί αρχιερείς.

Όταν στα 1857 ο Πατριάρχης συγκάλεσε τους αντιπροσώπους απ’ όλες τις επαρχίες του, οι Βούλγαροι ζήτησαν να διαχωρισθούν σε ανεξάρτητη εκκλησία και κοινότητα. Ο Πατριάρχης διαμαρτυρήθηκε και επικαλέσθηκε τα προνόμιαστ, που είχαν παραχωρηθεί στην έδρα του από το Μωάμεθ το 2ο.

 Η Πύλη έκλινε υπέρ των Σλάβων, που τους υποστήριζε η Ρωσία. Δεν τολμούσε όμως να πάρει ανοιχτά το μέρος τους  το θρίαμβό τους θα τον έβλεπαν μάλλον με άσχημο μάτι η Γαλλία και η Αγγλία.
 Μια αναφορά του μεγάλου βεζίρη είχε διαπιστώσει την τυραννία του ανώτερου ελληνικού κλήρου, για την οποία παραπονούνταν οι λαοί:

«Ανάμεσα στις καταχρήσεις που διαπίστωσα, θεωρώ καθήκον μου να επισημάνω μία που απαιτεί ταχεία και αποτελεσματική καταστολή της, εννοώ την ανάρμοστη συμπεριφορά ορισμένων ανώτερων ελλήνων ιερωμένων στη Ρωμυλία... Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι μερικοί απ’ αυτούς παραγνωρίζουν τη φύση της θρησκευτικής τους αποστολής και επιδίδονται σε ατασθαλίες ανάξιες, από κάθε άποψη, του λειτουργήματος τους »ΙΙ.

Όμως η πάλη έμελλε να διαρκέσει δέκα χρόνια ακόμη ανάμεσα στον Πατριάρχη και τους Βουλγάρους (1860-1870).
 Η υπομονή των Σλάβων είχε φτάσει στα όριά της.
Από μόνοι τους όδευαν προς το σχίσμα.
Οι ευρωπαϊκές σκευωρίες επιτάχυναν την πορεία. Αφενός η Γαλλία, αφετέρου οι Ρώσοι, εργάζονταν εναντίον του Πατριάρχη 191.

Οι γάλλοι Ιησουίτες 192,ζ και Λαζαριστές της Κωνσταντινούπολης ονειρεύτηκαν μια θαυμάσια κατάκτηση για την παποσύνη. 

Έκαναν να αχνοφέξει στα μάτια των Σλάβων η ελπίδα μιας εθνικής κοινότητας και ζωής, που θα τους κόμιζε η Γαλλία, αν προσχωρούσαν στη Ρωμαϊκή καθέδρα.
Από την πλευρά της η γαλλική πρεσβεία έλπιζε ότι η καθολική Βουλγαρία θα ήταν το καλύτερο πρόχωμα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρωσίας.
Καταπιάστηκαν με τον εκκαθολικισμό των Σλάβων μέσω σλάβων ιεραποστόλων και μέσω πολωνών παπάδων.
Ίδρυσαν ιεραποστολές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή Τουρκία. 
Σχολή Βουλγαροπαίδων Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη (1885-1914)

Οι Λαζαριστές μας εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι στα 1857. 
Μοναστήρι 19αιών.

Στην αρχή τα κατάφεραν. Οι προσηλυτισμοί έφτασαν τον αριθμό των 14.000 και στις 9 Ιουνίου 1861 η Πύλη αναγνώρισε την ουνιτική βουλγαρική κοινότητα. 

Ο αιδεσιμότατος Σομπόλσκι, πρώην ηγούμενος βουλγαρικού μοναστηριού, είχε λάβει από τον Πάπα την επισκοπική χειροτονία στην Καπέλλα Σιξτίνα 193, στις 14 του Απρίλη  έγινε ο ηγέτης της νέας κοινότητας.

Ο αιδεσιμότατος Σομπόλσκι διοίκησε επί μία εβδομάδα τους Βούλγαρους καθολικούς στις 18 Ιουνίου 1861 εξαφανίστηκε συναποκομίζοντας τη βούλα του Πάπα, το βεράτιο του σουλτάνου και τα δώρα της Γαλλίας.
 Δεν τον ξανάδε ποτέ κανένας. Ποτέ δε μαθεύτηκε ούτε πού πήγε ούτε πού ετελεύτησε.

Ο προσηλυτισμός των Σλάβων στον καθολικισμό σταμάτησε απότομα. 


Ιλαρίων Μακαριόπολης
Επανήλθαν στους Ρώσους και στο αίτημά τους για αυτοκέφαλη εκκλησία. Το κίνημα το κατηύθυναν δύο επίσκοποι σλαβικής φυλής, ο Αυξέντιος και ο Ιλαρίων 194.

 Όταν αφορίστηκαν 195 από τον Πατριάρχη (Δεκέμβρης 1860), απάντησαν μ’ ένα μακροσκελές μανιφέστο (Γενάρης 1861). Το Πατριαρχείο συγκινήθηκε από τις αποστασίες στον καθολικισμό, φάνηκε να ενδίδει και ως δείγμα συμφιλίωσης προσφέρει τη δημιουργία βουλγάρικης ιερατικής σχολής, βουλγάρων επισκόπων, καθώς και τη συνδρομή του βουλγάρικου πληθυσμού στην εκλογή των επισκόπων αυτών (25 Φλεβάρη 1861).
Ο
 Ιλαρίων όμως και ο Αυξέντιος υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία τα αρνούνται όλα. Τους αφορίζει μια σύνοδος (Μάρτης 1861) και τους εξορίζει στα Πριγκιπόννησα. Η Πύλη που όλη αυτή η διένεξη την κουράζει και που καθόλου δεν της αρέσει 196 όλη αυτή η αναταραχή ανάμεσα στους υπηκόους της και προπάντων ανάμεσα στους χριστιανούς υπηκόους της, εκτοπίζει τον έναν στο Ικόνιο, τον άλλον στο Βόλο (1862).

Η υπομονετική Ρωσία όμως πετυχαίνει την ανάκλησή τους στο Ορτάκιοϊ (1864). Κινείται δραστήρια στη Βουλγαρία. Υποκινεί την υπογραφή από μέρους των Βουλγάρων και την υποβολή στο σουλτάνο μιας σαφούς αίτησης για αυτόνομη εκκλησία (Δεκέμβρης 1866), τον έλληνα επίσκοπο του Τίρνοβου τον διώχνουν οι παπάδες του (Απρίλης 1867).

Τέλος, το Μάη 1867 η «μυστική βουλγαρική κεντρική επιτροπή 197» τολμά να θέσει στο σουλτάνο το τελεσίγραφο:

1ο Η Βουλγαρία θα αποκτήσει ανεξάρτητη διοίκηση και ο σουλτάνος θα λάβει τον τίτλο του βασιλέα των Βουλγάρων

2ο Η Βουλγαρία θα αποκτήσει δική της εκκλησία, δική της σύνοδο και δικό της Πατριάρχη στο Τίρνοβο. Για να υποστηριχθεί το απλό αυτό αίτημα, βγαίνουν ένοπλα σώματα οι Βούλγαροι επωφελούνται από την κρητική επανάσταση, απειλούν να διαβούν ένοπλοι το Μπαλκάνι 198...

Πράγματι, ο σλάβικος πατριωτισμός είχε αφυπνισθεί από τους ρώσους πράκτορες καταρχήν βορείως της οροσειράς του Αίμου.
 Στη Μακεδονία οι πρώτες προσπάθειες προσηλυτισμού χρονολογούνται μόλις από τα 1865. Ο Πέτκος Ράσκου Σλαβέικωφ 199 αρχίζει τότε να εκδίδει στην Κωνσταντινούπολη την εφημερίδα του Η Μακεδονία.
 «Ήταν μια από τις καλύτερες εφημερίδες που έβγαιναν στην τουρκική Βουλγαρία και μια από τις πιο δημοφιλείς. Εργαζόταν, όσο το επέτρεπε η λογοκρισία, για την επιτυχία της εθνικής υπόθεσης.
 Στόχευε στην αφύπνιση του πατριωτικού αισθήματος μεταξύ των Βουλγάρων της Μακεδονίας, ανάμεσα στους οποίους η φαναριώτικη επιρροή ήταν ακόμη ακέραιη και η ελληνομανία στην ημερήσια διάταξη.

Στην εφημερίδα του Σλαβέικωφ εμφιλοχωρούσαν πλάι στα βουλγάρικα άρθρα και άρθρα γραμμένα στα ελληνικά ή ακόμη και άρθρα στα σλάβικα, αλλά στη μακεδονική διάλεκτο και με ελληνικούς χαρακτήρες, γιατί πολλοί Βούλγαροι της Μακεδονίας, προπάντων οι κάποιας ηλικίας, δε γνώριζαν το σλαβικό αλφάβητο 111».

Στη Μακεδονία όπως και στη Βουλγαρία, το έδαφος το είχε από πολύ καιρό προετοιμάσει η αδηφαγία του ελληνικού κλήρου.
Φορουν τα μακριά και αξιοσέβαστα παπαδίστικα ράσα τους, απλώνουν τις μακριές τους γενειάδες, καβαλουν τα περιποιημένα άλογά τους και ξεκινούν για να μαζέφουν λεφτά, κριθάρι, σιτάρι, σίκαλη, καλαμπόκι, βρώμη, κρεμμύδια, σκόρδα, ραπάνια, κουνουπίδια, πιπέρι, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, φακές και καρπούς κάθε λογης κι ακόμη καναβάτσο, μαλλί, προβιές και γιδοτόμαρα, ό,τι βρουν.
 Τέτοιοι είναι οι παπάδες τούτοι, οι έλληνες ιερωμένοι, οί ευεργέτες του έθνους, οι ευσεβείς προσκυνητές του Σινά, του Αγίου Τάφου και του Αγίου Όρους.

Απ’ όλα τα χωριάτικα κουσούρια εκείνο που επικρατεί στο Σλάβο της Μακεδονίας είναι η τσιγκουνιά αν του θυμίσεις το χρήμα, το κριθάρι, το σιτάρι, τη σίκαλη, το καλαμπόκι, τα φασόλια, κλπ. κλπ., που πλήρωνε στον ελληνικό κλήρο και του μισανοίξεις την ελπίδα πως ο καινούριος κλήρος δε θα του ζητά τίποτα, ε, δε χρειάζονται πιο πολλά, για να αποφασίσει για τον πατριωτισμό του...

Ο Μιδάτ πασάς 200 που είχε αποσπασθεί στο βιλαέτι του Δούναβη, για να αποκαταστήσει την τάξη, συμβούλεψε επιστρέφοντας, μετά το τέλος της αποστολής του, την ως ένα σημείο υποχώρηση της Τουρκίας στις βουλγαρικές διεκδικήσεις.
Ο σουλτάνος «βασιλιάς της Βουλγαρίας», ήταν αδύνατο.
 Μια αυτόνομη εκκλησία όμως θίγει μόνο τα συμφέροντα του Πατριάρχη και αν οι διενέξεις μεταξύ των ραγιάδων έμελλαν να διαιωνιστούν, η Πύλη δεν έχει παρά κέρδος από τις αλληλοφαγωμάρες αυτές των γκιαούρηδων.

 Τον Οχτώβρη 1868 εκπονήθηκε ένα σχέδιο από το Συμβούλιο Επικρατείας 201 και υποβλήθηκε στον Πατριάρχη.
Ένα μήνα αργότερα (16 Νοέμβρη και 16 Δεκέμβρη 1868) ο Πατριάρχης  (Πατριάρχης των Ορθοδόξων ήταν τότε ο Γρηγόριος ΣΤ' Φορτουνιάδης ο εκ Δέρκων. Πατριάρχευσε δύο φορές: 1835-1840 και 1867-1871. (σ.τ.μ.). απαντούσε με μακροσκελή αναίρεση. Εξηγούσε στην Πύλη γιατί οι αξιώσεις των Βουλγάρων ήσαν αντίθετες όχι μόνο στα προνόμια της Εκκλησίας του αλλά και στο θείο νόμο, στους κανόνες που είχαν θεσπίσει οι Απόστολοι, και στις αποφάσεις των Συνόδων.

 Έκανε έκκληση στις θεολογικές γνώσεις της Αυτού Μεγαλειότητος και των υπουργών του — μεγάλων ειδημόνων, όπως είναι γνωστό, στα περί της χριστιανικής θρησκείας. Παρέθετε εναντίον του πρώτου άρθρου του σχεδίου το δεύτερο κανόνα της δευτέρας Συνόδου, τον έκτο κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας, και εναντίον του 3ου, 4ου και 5ου άρθρου τον τρίτο και ένατο κανόνα της πρώτης και της τέταρτης Συνόδου.

Η Πύλη δαπάνησε έναν ολόκληρο χρόνο ξεφυλλίζοντας τις συνοδικές αποφάσεις και συμβουλευόμενη επίσης και τις μεγάλες δυνάμεις. Η υποστήριξη της ρωσικής διπλωματίας και της ρωσικής Ιεράς Συνόδου δεν έλειψε ποτέ από τους βουλγάρους επισκόπους.
 Η Αγγλία και προπάντων η Γαλλία δεν εξέφρασαν γνώμη.
 Η αυτόνομη Εκκλησία ήταν το πρώτο βήμα προς την ανεξάρτητη Βουλγαρία• αλλά μια εξεγερμένη Βουλγαρία — και την άρνηση της εκκλησιαστικής αυτονομίας θα την ακολουθούσε η εξέγερση — ήταν επίσης και το πρώτο βήμα προς το γενικό πόλεμο.
 Άφησαν λοιπόν στην Πύλη ελευθερία επιλογής.

 Στις 10 του Μάρτη του 1870 ο σουλτάνος υπόγραψε το φιρμάνι που ακολουθεί.
 Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στα γαλλικά μόνο στις εφημερίδες Τουρκία της 17ης Ιουλίου 1870 και Βουλγαρία, Ιούλιος 1890. Θεωρώ χρήσιμο να το παραθέσω εδώ ολόκληρο, για να γλιτώσω τους διαδόχους μου από τον κόπο που μου στοίχισε εμένα η αναζήτησή του.


ΦΙΡΜΑΝΙ η

Το προσφιλέστερο αντικείμενο των ευχών μας είναι να απολαμβάνουν οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας μας, οι πιστοί μας υπήκοοι, ελεύθερα τη θρησκεία και τη λατρεία τους όπως επίσης, από όλες εν γένει τις πλευρές, μια πλήρη ειρήνη και ασφάλεια* να προσεγγίζουν οι μεν τους δε μέσω της ανταλλαγής των καλύτερων αισθημάτων, όπως αρμόζει σε ανθρώπους που είναι τέκνα μιας κοινής πατρίδας* και, προς επίτευξη της σύμπνοιας και της αμοιβαίας αυτής συνεννόησης, να μπορούν να προσφέρουν την αρωγή τους, ο καθένας από τη μεριά του, στις προσπάθειες που αδιάλειπτα αφιερώνουμε στην επιδίωξη των δύο τούτων σκοπών, της ανάπτυξης της ευημερίας των χωρών μας και της προώθησής τους στο δρόμο της προόδου και του πολιτισμού.

Γι ’ αυτό και είδαμε με λύπη τις διχογνωμίες και τις διαστάσεις που αναφύησαν εδώ και λίγο καιρό ανάμεσα στο ελληνικό Πατριαρχείο και τους Βουλγάρους ορθοδόξους σχετικά με τον προσδιορισμό των δεσμών, που πρέπει να συνδέουν με το Πατριαρχείο τους βουλγάρους μητροπολίτες, επισκόπους και ιερείς.
Οι συνομιλίες και οι διαπραγματεύσεις που έλαβαν χώρα για την επίλυση με ικανοποιητικό τρόπο των διαφορών αυτών, κατέληξαν στη λήψη των ακόλουθων μέτρων:

ΑΡΘΡΟ I. — Συγκροτείται υπό τον τίτλο Βουλγαρικό Εξαρχάτο6 μία ξεχωριστή πνευματική διοίκηση, που θα συμπεριλάβει τις παρακάτω αναφερόμενες μητροπολιτικές και επισκοπικές έδρες μαζί με ορισμένα άλλα μέρη. Η διεύθυνση των πνευματικών και θρησκευτικών υποθέσεων της διοίκησης αυτής είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Εξαρχάτου αυτού.

ΑΡΘΡΟ II. — Ο παλαιότερος στη σειρά από τους μητροπολίτες θα λάβει τον τίτλο του Εξάρχου και θα έχει τη διαρκή νόμιμη προεδρία της βουλγαρικής συνόδου που θα τον περιβάλλει.

ΑΡΘΡΟ III. — Η εσωτερική πνευματική καθοδήγηση του Εξαρχάτου αυτού θα υπόκειται στην επιδοκιμασία και επικύρωση της αυτοκρατορικής μας κυβέρνησης. Οι προσδιορισμοί της θα ορίζονται από έναν οργανικό κανονισμό, που πρέπει να είναι σε όλα του τα σημεία σύμφωνος με τους καθιερωμένους νόμους της ορθόδοξης εκκλησίας και τις θρησκευτικές της αρχές. 0 κανονισμός αυτός θα καθορισθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραμερίζει πλήρως από τις εκκλησιαστικές υποθέσεις και ειδικότερα από την εκλογή του Εξάρχου και των επισκόπων κάθε άμεση ή έμμεση ανάμειξη του Πατριαρχείου. Όταν θα έχει λάβει χώρα η εκλογή του Εξάρχου, η βουλγαρική σύνοδος θα το γνωστοποιεί στον Πατριάρχη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση θα παραδίδει τις αναγκαίες επικυρωτικές επιστολές, σύμφωνα με τους νόμους της Εκκλησίας.

ΑΡΘΡΟ IV. — Ο ' Εξαρχος θα διορίζεται με αυτοκρατορικό βεράτιο. Τποχρεούται σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, να μνημονεύει το όνομα του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Η εκλογή του Εξάρχου πρέπει να γίνεται αποδεκτή και να αναγνωρίζεται από την αυτοκρατορική μας κυβέρνηση πριν από τη θρησκευτική χειροτονία.

ΑΡΘΡΟ V. — Ο Εξαρχος, για όλες τις υποθέσεις των τόπων που κείνται μέσα στα όρια της διοίκησής του και όπου οι νόμοι και οι κανονισμοί θα του δίνουν το δικαίωμα της επέμβασης, θα μπορεί να προσφεύγει άμεσα στις τοπικές αρχές και ακόμη και στην Υψηλή Πύλη μου. Ονομαστικά, τα βεράτια του βουλγαρικού κλήρου θα παραδίδονται μόνο με αίτηση του Εξάρχου.
ΑΡΘΡΟ VI. — Για όλα τα ζητήματα της ορθόδοξης λατρείας που απαιτούν αμοιβαία συνεννόηση και συνδρομή, η σύνοδος του Εξαρχάτου οφείλει να προσφεύγει στον Πατριάρχη και στη σύνοδό του• κι αυτοί όμως με τη σειρά τους οφείλουν να σπεύδουν να παράσχουν την αναγκαία βοήθεια και να αποστέλλουν τις απαντήσεις στα προτεινόμενα αιτήματα και ερωτήματα.

ΑΡΘΡΟ VII. — Η βουλγαρική σύνοδος υποχρεούται να ζητά το άγιο Μύρο από το Πατριαρχείο.

ΑΡΘΡΟ VIII. — Οι επίσκοποι, αρχιεπίσκοποι και μητροπολίτες του Πατριαρχείου θα μπορούν ελεύθερα να διέρχονται από τον τόπο του Εξαρχάτου και, αντίστοιχα, οι επίσκοποι και μητροπολίτες του Εξαρχάτου από τους τόπους του Πατριάρχη. Θα μπορούν να παραμένουν όσο επιθυμούν, για τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους, στις πρωτεύουσες των βιλαετίων και τις άλλες έδρες των κυβερνητικών αρχών. Έξω όμως από τις επισκοπές και τους τόπους δικαιοδοσίας τους δε θα μπορούν ούτε να συγκαλούν συνόδους ούτε να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των μη υποκείμενων στη δικαιοδοσία τους χριστιανών ούτε να τελούν λειτουργία χωρίς την άδεια του τοπικού επισκόπου.

ΑΡΘΡΟ IX. — ' Οπως το μοναστήρι του Αγίου Τάφου που βρίσκεται στο Φανάρι, εξαρτάται από το Πατριαρχείο της Ιερουσαλήμ, το ίδιο και το βουλγάρικο μοναστήρι, όπως και η βουλγάρικη εκκλησία του Φαναριού, τοποθετούνται υπό την εξάρτηση του Εξάρχου. Κάθε φορά που ο αξιωματούχος αυτός θα χρειαστεί να έλθει στην Κωνσταντινούπολη, του επιτρέπεται η διαμονή στο βουλγάρικο μοναστήρι. Ο ' Εξαρχος υπόκειται στους αυτούς κανόνες και τύπους που ακολουθούν οι Πατριάρχες της Ιερουσαλήμ, της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, όταν έρχονται στην Κωνσταντινούπολη και λειτουργούν στη διάρκεια της παραμονής τους στην πρωτεύουσα.

ΑΡΘΡΟ X. — Το Εξαρχάτο θα συμπεριλάβει τις παρακάτω πόλεις και περιοχές: Ρουτσούκ, Σιλιστρία, Τσούμλα, Τίρνοβο, Σόφια, Βράτσα, Λόφτσα, Βιδίνιο, Νις, Τσάρκιοϊ, Κιουστενδίλ, Σαμάκωφ, Βέλες (με εξαίρεση τα 20 χωριά στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Βάρνας και Κουστέντζε, που δεν είναι βουλγάρικα, καθώς και τη Βάρνα, τη Μεσημβρία και την Αγχίαλο^), το σαντζάκι του Σλίμνο, πλην ορισμένων χωριών της παράκτιας περιοχής, την περιοχή της Σωζόπολης, την πόλη της Φιλιππούπολης1, το Στενίμαχοια, εκτός από τα χωριά Κοκλίς, Βόδινα, Καλονέρι (Αρναούτκιοϊ), Νόβο-Σέλο, Αέσκοβο, Αχλιάν, Βάτσκοβο, Μπελάτσιζα, και τη μητροπολιτική επισκοπή της Φιλιππούπολης, πλην των μονών του Μπάτσκοβο, των αγίων Αναργύρων, της αγίας Παρασκευής και του αγίου Γεωργίου. Η συνοικία της Παναγιάς στη Φιλιππούπολη εξαρτάται από το Εξαρχάτο, οι κάτοικοι όμως που θα το θελήσουν, μπορούν να αποσπασθούν απ’ αυτό. Οι λεπτομέρειες θα ρυθμισθούν με συμφωνία Πατριάρχη και Εξάρχου, σύμφωνα με τους νόμους της Εκκλησίας.
Οπουδήποτε αλλού, εκτός από τα μέρη που απαριθμήθηκαν ανωτέρω, αν η ολότητα ή τα δύο τρίτα τουλάχιστον των κατοίκων επιθυμούν την αρχή του Εξάρχου και αν εξετασθεί και διαπιστωθεί το νόμιμο του αιτήματος τους, τους επιτρέπεται να περάσουν στο Εξαρχάτο, αφού βέβαια υπάρχει η συμφωνία και η συναίνεση της ολότητας ή των δύο τρίτων τουλάχιστον των πληθυσμών. Αν αυτό ληφθεί ως πρόσχημα για την ενσπορά διχόνοιας και αναταραχής μεταξύ των κατοίκων, οι ένοχοι τέτοιων ενεργειών θα τιμωρηθούν σύμφωνα με το νόμο.

ΑΡΘΡΟ XI. — Τα μοναστήρια που συμπεριλαμβάνονται στα όρια του Εξαρχάτου αλλά εξαρτώνται άμεσα από τον Πατριάρχη, θα υπόκεινται στους ίδιους κανόνες, όπως και στο παρελθόν.


Οι διατάξεις που διατυπώνονται παραπάνω, δίνοντας ικανοποίηση και στα δύο μέρη, πρέπει να θέσουν τέρμα στις τρέχουσες διενέξεις. Η κυβέρνησή μας αποδέχεται τις διατάξεις αυτές και η παρούσα ηγεμονική τάξη τούς δίνει ισχύ νόμου* κανείς σ’ αυτές να μην αντιταχθεί.

Γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη την 8η Τζιλχιτζέ 1286 202

Αυτό είναι το φιρμάνι της 10ης του Μάρτη του 1870, που δημιουργούσε βούλγαρο Έξαρχο, με ημιανεξαρτησία έναντι του Πατριάρχη και πλήρη εξουσία πάνω σε ορισμένες εκκλησιαστικές επαρχίες.

Όλες οι τοποθεσίες και οι περιφέρειες που είχαν παραχωρηθεί στους Βουλγάρους, περιλαμβάνονταν στο βιλαέτι του Δούναβη (τωρινή Βουλγαρία), μια περιοχή που και το ίδιο το Πατριαρχείο θεωρούσε από καιρό τώρα χαμένη για τον ελληνισμό.
Το φιρμάνι συζητήθηκε. Όμως θα είχε ίσως γίνει αποδεκτό και ο Πατριάρχης θα συγκατένευε τελικά, αν οι Βούλγαροι δεν είχαν την αξίωση να κάνουν αμέσως χρήση των καινούριων δικαιωμάτων τους.

«Οπουδήποτε αλλού, έλεγε το άρθρο X, εκτός από τα μέρη που απαριθμήθηκαν ανωτέρω, αν η ολότητα ή τα δύο τρίτα τουλάχιστον των κατοίκων επιθυμούν την αρχή του Εξάρχου και αν εξετασθεί και διαπιστωθεί το νόμιμο του αιτήματος τους, τους επιτρέπεται να περάσουν στο Εξαρχάτο».

Οι Βούλγαροι απαίτησαν καταμέτρηση και ψήφο των χριστιανών στις διάφορες επισκοπές της Θράκης και της Μακεδονίας. 

Ο Πατριάρχης δεν τόλμησε να το δεχθεί αυτό  (γνώριζε τη δημοτικότητά του).
 Πήρε όμως όλη την ορθοδοξία ως μάρτυρα για τη διπλή αυτή παραβίαση των ιερών κανόνων ένας Εξαρχος, ένας μητροπολίτης που η δικαιοδοσία του δεν περικλείεται σε καθορισμένα όρια (2η Σύνοδος, 2ος κανόνας* 4η Σύνοδος, 6ος κανόνας) και ένας υποκείμενος στον Πατριάρχη, που αρνείται να μνημονεύσει στην προσκομιδή το όνομα του πρωθιερέα του (1η Σύνοδος, 3ος κανόνας* 4η Σύνοδος, 9ος κανόνας).

Η Πύλη πρότεινε μια οικουμενική Σύνοδο 203, για να αποφασίσει για όλα (25 Δεκέμβρη 1870) κι έπειτα αρνήθηκε να την επιτρέψει (Μάρτης 1871).
Η διαμάχη και η ανταλλαγή διακοινώσεων συνεχίστηκαν για δυο χρόνια.
Ο μέγας βεζίρης Ααλή πασάς τα κατάφερε να διατηρήσει ως το θάνατό του αυτή την κατάσταση πραγμάτων, ως γνήσιος Τούρκος:
ένας Εξαρχος υπεσχημένος αλλά μη αναγνωρισμένος με βεράτιοιγ ενθρόνισης ήταν για μεν τον Πατριάρχη μια απειλή επικρεμάμενη πάνω από την κεφαλή του, για δε τους Σλάβους μια ολότελα απατηλή ικανοποίηση.

Ο Μαχμούτ Νεδίμ, διάδοχος του Ααλή, ενδιαφέρθηκε ζωηρά για τη βουλγαρική υπόθεση, επηρεασμένος σ’ αυτό από το στρατηγό Ιγνάτιεφ 204,ιδ.
Αντιπρόσωποι της Βουλγαρικής Εξαρχίας, Κων/πολη 1871

Στις 16 του Απρίλη 1872 ο Σεβασμιότατος Άνθιμος 205, ο εκλεγμένος από τους επισκόπους Εξαρχος, λάβαινε το βεράτιό του, οχτώ μέρες αργότερα τη μεγάλη ταινία του Μετζιντιέ 206 και μερικές εβδομάδες μετά (28 Μάη) ο Πατριάρχης* (Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι τώρα ο Άνθιμος ΣΤ' ο εκ Κούταλης. Πατριάρχευσε τρεις φορές: 1845-48, 1853-55 και 1871-73. Αντιμετώπισε με σθεναρότητα το βουλγάρικο σχίσμα και στα 1872 συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, που καταδίκασε τον «εθνοφυλετισμό» ως αίρεση, εκήρυξε δε τους ακολουθούντες την εξαρχική εκκλησία σχισματικούς. (σ.τ.μ.).) πρόσθετε στους τίτλους αυτούς του Εξάρχου κι ένα σύντομο αφορισμό 207.

Πράγματι, επί ένα μήνα ο Έξαρχος απευθυνόταν στον Πατριάρχη ζητώντας του αναγνώριση και χειροτονία.
 Μην καταφέρνοντας τίποτα απ’ αυτά, λειτούργησε πανηγυρικά στις 24 Μαίου στην εκκλησία της βουλγάρικης μονής, μέσα στην καρδιά του Φαναριού, χωρίς να μνημονεύσει τον Πατριάρχη.
 Έπειτα ο αρχιμανδρίτης του ανέγνωσε το φιρμάνι της ανεξαρτησίας της βουλγαρικής Εκκλησίας...
Ενώ περί τον Πατριάρχη συναθροιζόταν Σύνοδος και κήρυσσε — παρά την αντίθεση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων — ολόκληρο το βουλγαρικό κλήρο σχισματικό και κεχωρισμένο από την Ορθοδοξία, η Πύλη έδινε την άδεια στις επισκοπές της Μακεδονίας για το δημοψήφισμα, που προβλεπόταν με το άρθρο X του φιρμανίου.

Ιγνάτιεφ Νικόλαος Πάβλοβιτς
 (1832-1908)
Η Μακεδονία ανασκάφτηκε και αναποδογυρίστηκε από μια προπαγάνδα, που οργάνωσαν η Ρωσία και ο στρατηγός της Ιγνάτιεφ 208, προπαγάνδα τακτική, στρατιωτική και προπάντων καλοπληρωμένη. 

Γνωρίσαμε στη Στρούγκα έναν από τους κοσμικούς αυτούς ιεροκήρυκες, με έντονα βουλγάρικα αισθήματα μέσα στην ελληνική του φορεσιά και το νησιώτικό του ιδίωμα. 

Αυτός είναι ο τύπος όλων αυτών των πρακτόρων. Έλληνες ή εξελληνισμένοι Σλάβοι κήρυξαν αυτό το Ευαγγέλιο, με το αζημίωτο βέβαια.

Στα 1867, σύμφωνα με των ίδιων των Βουλγάρων την ομολογία, το καθετί στη Μακεδονία ήταν ελληνικό ο Σλαβέζκωφ τύπωνε την εφημερίδα 209 του με ελληνικούς χαρακτήρες.

 Στα 1872 οι επισκοπές των Σκοπιών, του Βέλες και της Αχρίδας ψήφιζαν, με τα δύο τρίτα των κατοίκων τους, τη συνένωσή τους με το Εξαρχάτο.

 Οι ελληνικές κοινότητες διαμαρτυρήθηκαν και μαζί τους και ο Πατριάρχης ιη.
Οι ψήφοι ήσαν αποτέλεσμα βίας και νοθείας, στους εκλογείς είχε ασκηθεί τρομοκρατία.

 Ο Μιδάτ πασάς που ανέβηκε στην αρχή, κρατούσε από το βιλαέτι του Δούναβη, που είχε πριν διοικήσει, το μίσος κατά του Βούλγαρου και το φόβο της μεγάλης Βουλγαρίας. Δε δόθηκαν λοιπόν τα βεράτια στους μακεδόνες επισκόπους.

Οι ενέργειες του σλαβισμού στη Μακεδονία γνώρισαν μια σύντομη διακοπή (1872-76).
Τα βίαια μέσα που χησιμοποιήθηκαν από το Μιδάτ πασά κατά των Βουλγάρων, εξορίες, δημεύσεις, κλείσιμο εκκλησιών και σχολείων, έκαναν να λησμονηθούν οι παρόμοιες βιαιοπραγίες, που είχαν ασκήσει οι σλάβοι πράκτορες κατά των Ελλήνων σε ορισμένες περιφέρειες.

Ο διωγμός στεφάνωσε, όπως πάντοτε, τα θύματά του με το φωτοστέφανο των αγίων και γρήγορα ήρθε η ώρα της ανταπόδοσης των ίσων για τους Βουλγάρους.

Μετά το ρωσοτουρκικό 210 πόλεμο, η συνθήκη του αγίου Στεφάνου  που είχε υπαγορευθεί γι ’ αυτούς και σχεδόν από αυτούς — γιατί ο Ιγνάτιεφ ήταν ο πιο Βούλγαρος απ’ όλους τους Σλάβους — τους έδινε όλη τη Μακεδονία* ένα ισχνό ράκος της απέμενε στους Τούρκους.

«Προς τα δυτικά το σύνορο θα ακολουθήσει τα δυτικά όρια των καζάδων του Κουμάνοβου, του Κοισάνι, του Καλκάνδελε μέχρι το όρος Κόραμπ.
Από κει, δια του ποταμού Βελέτσιτσα μέχρι τη συμβολή του με το Μαύρο Δρίνο, κατευθυνόμενο προς τα νότια μέσω του Δρίνου και το δυτικό όριο του καζά της Αχρίδας προς το όρος Λίμας, το σύνορο θα ακολουθήσει τα δυτικά όρια των καζάδων της Κοριτσάς και του Στάροβου, μέχρι το όρος Γράμμος. Έπειτα μέσω Καστοριάς το σύνορο θα συναντήσει τον ποταμό Μογλενίτσα και, αφού ακολουθήσει τον ρου του και περάσει νοτίως των Γενιτσών, θα κατευθυνθεί προς την εκβολή του Βαρδάρη  V».

Αν κοιτάξουμε τους διοικητικούς χάρτες της Τουρκίας της εποχής εκείνης, τα φυσικά όρια της ηγεμονίας προς τα δυτικά ήσαν τα ακόλουθα:
ξεκινώντας από τη σχάση που ενώνει το Βαρδάρη με το λεκανοπέδιο της Πρισρένης στα περίχωρα του Κασανλίκ, το σύνορο ακολουθούσε τον Σαρ Νταγ μέχρι την κορυφή του Κόραμπ και έφτανε στην κοιλάδα του μαύρου Δρίνου κατερχόμενο προς τα βόρεια από τον ποταμό Ραντομίρ και την Κγιέζελα Βελετσίτσα.
Το συνέχιζαν ο Δρίνος και η δυτική όχθη της λίμνης της Αχρίδας.

Έπειτα τέμνοντας το Δεβόλη σχεδόν στην έξοδο της λίμνης Μαλίκης, πήγαινε μέσω του όρους Γράμμος προς τη Μογλενίτσα και προς το Βαρδάρη μέσω Καστοριάς. Είναι ολοφάνερο πόσο άσχημα καθορισμένο ήταν αυτό το νότιο σύνορο.

Στο άρθρο αυτό του αγίου Στεφάνου έχουμε το πρόγραμμα των βουλγαρικών διεκδικήσεων του 1878.
Το συνέδριο του Βερολίνου πήρε πίσω ό,τι είχε δώσει ο άγιος Στέφανος.

Οι Βούλγαροι όμως διατήρησαν ανέπαφες τις ελπίδες τους και τις αξιώσεις τους για νόμιμη ιδιοκτησία.
Και μάλιστα εδώ και εφτά χρόνια πρόσθεσαν σ’ αυτές και καινούρια καντόνια. O κ. Οφέικωφ VI συμπεριλαμβάνει στη βουλγαρική Μακεδονία και τις περιοχές της Κολώνιας, της Ανασελίτσας και των Σερβίων, ολόκληρη δηλαδή την άνω και μέση κοιλάδα του Βιστρίτσα.

Το χωρίο αυτό του Οφέικωφ δεν αποτελεί έκφραση μιας παροδικής και προσωπικής έμπνευσης. Με την ευκαιρία της χιλιετηρίδας του αγίου Μεθοδίου που εορτάστηκε από όλους τους σλαβικούς λαούς την άνοιξη του 1885, εκδόθηκε ένα βιβλιαράκι στη Φιλιππούπολη:
Η Μακεδονία, έκθεση της τρέχουσας κατάστασης του Βουλγαρισμον2ίί στη Μακεδονίανΐ1. Όντας εμπνευσμένο από τη βουλγαρική κυβέρνηση, μπορεί να θεωρηθεί ως το επίσημο μανιφέστο των αιτημάτων του Εξαρχάτου.

'' Το μέλλον μας ολόκληρο'', γράφεται στη σελίδα 3, ''βρίσκεται στη Μακεδονία, στην αφύπνιση και την ανόρθωση των Βουλγαρομακεδόνων... 
Χωρίς τη Μακεδονία το βουλγαρικό κράτος και ο βουλγαρισμός στη Βαλκανική χερσόνησο είναι άνευ σημασίας, άνευ αξίας''.

Και η Μακεδονία αυτή φτάνει ως τα τωρινά ελληνικά σύνορα, μη αφήνοντας στον ελληνισμό ως θέατρο των μελλοντικών του αγώνων, παρά το ορεινό συγκρότημα του Ολύμπου και ίσως και την κοιλάδα της Κοζάνης:

«Στη βουλγαρική Μακεδονία συνυπολογίζουμε (σ. 100) τη Βέροια, τη Σιάτιστα και την Κοριτσά».

Είναι ωστόσο αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν ότι σε ορισμένα κέντρα οι Σλάβοι παρασύρθηκαν από τις κακές παρέες σαν παιδάκια ανήλικα και εξελληνίστηκαν, στην Καστοριά από την από δω μεριά του Βαρδάρη, και στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες από την από κει μεριά (σ. 18).

Και για ντροπή της Ευρώπης που τις ανέχεται, και του 19ου αιώνα που τις βλέπει, οι κακές αυτές συναναστροφές συνεχίζονται:

 «Η Θεσσαλονίκη, η Καστοριά, οι Σέρρες έχουν εξελληνιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά’ και σε άλλες πόλεις μπορεί να μην έχουν επικρατήσει τα ελληνικά, η πλειοψηφία όμως των κατοίκων και κυρίως η νεολαία τα προτιμά από τη μητρική γλώσσα» (σ. 28).

Τα δυο καλύτερα παραδείγματα είναι η Στρώμνιτσα ίθ,κ στη Θράκη και τα Βοδενά στη Μακεδονία, «οι πόλεις αυτές που δεν έχουν ούτε έναν Έλληνα και που χρησιμοποιούν μόνο την ελληνική γλώσσα και έχουν μόνο ελληνικά σχολεία!» (σ. 58-59):
«Πάρτε τώρα τις Σέρρες και το Μοναστήρι* ο πληθυσμός των πόλεων αυτών ήταν καθαρά βουλγάρικος• σήμερα, τυχαία μόνο μπορείς να ακούσεις στα παζάρια τους σλάβικα, τις μέρες που έρχονται οι χωριάτες από την ύπαιθρο».

Ολόκληρη η δυτική Μακεδονία, από το Σαρ Νταγ μέχρι τα θεσσαλικά βουνά είναι παρόλ’ αυτά βουλγάρικη, εκτός από την Καστοριά, που είναι ολοκληρωτικά ελληνική, εκτός από το Μοναστήρι, τα Βοδενά, τη Φλώρινα, που είναι μισοελληνικά (σ. 38), και μερικές πρωτεύουσες σαντζακίων, όπου τα ελληνικά σφετερίζονται τη σειρά καθομιλούμενης γλώσσας, επειδή οι κοπέλες έχουν ανατραφεί σε ελληνικά σχολειά (σ. 29). Το συμπέρασμα του συγγραφέα δεν είναι και πολύ αισιόδοξο:

«Αν κατά τύχη το μακεδονικό ζήτημα έμπαινε επί τάπητος και του δινόταν μια τελική λύση, πιστεύετε πως οι Βούλγαροι θα κέρδιζαν το παιγνίδι;... Οι Μακεδόνες δεν μπορούν να το πετύχουν, να αποφύγουν το διπλό κίνδυνο μιας πτώσης στον ελληνισμό ή μιας υποδούλωσης στους Αυστριακούς, αν δεν αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους και των καθηκόντων τους... Υποθέστε λοιπόν ότι σήμερα καλούνται οι Βουλγαρομακεδόνες να μαρτυρήσουν για το βουλγαρισμό τους! 
Αχ! Είναι πικρή και ταπεινωτική η ομολογία αλλά πρέπει να την κάνουμε! 

Πρέπει να ομολογήσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των Βουλγαρομακεδόνων δεν έχει ακόμη εθνική συνείδηση και ότι, αν η Ευρώπη επέτρεπε στο λαό της Μακεδονίας να διαλέξει μια πατρίδα, είμαι υπερβέβαιος ότι η πλειοψηφία θα μας ξέφευγε

... Αν εξαιρέσουμε τα σαντζάκια του βορρά, όλοι οι άλλοι πληθυσμοί είναι έτοιμοι, με την παραμικρή πίεση, να διακηρύξουν και να υπογράψουν ότι δεν είναι καθόλου Βούλγαροι, ότι θέλουν και αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο, ότι προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους έλληνες καθηγητές. 

Όλη η ύπαιθρος είναι βουλγάρικη αλλά όλες οι πόλεις, πλην των βορείων, είναι ελληνικές και η ύπαιθρος εμπνέεται και καθοδηγείται από τις πόλεις...»

Η κυβέρνηση της Σόφιας συμμεριζόταν χωρίς άλλο τους φόβους του βούλγαρου πατριώτη.
Από τα 1885 η βουλγαρική προπαγάνδα πήρε στη Μακεδονία μεγάλη ένταση.
Στα ελληνικά σχολεία που απλώνονταν παντού και παρέσυραν τη νεολαία, αγόρια και κορίτσια, οι Βούλγαροι αντιπαρέταξαν τα γυμνάσιά τους, τα σχολεία τους, της βασικής και μέσης εκπαίδευσης.

Στα 1885 δεν υπήρχαν περισσότερα από 150 βουλγάρικα ιδρύματα σε όλη τη Μακεδονία, από τα οποία:

Βιλαέτι του Κόσοβου    50 αρρένων, 8 θηλέων
Βιλαέτι του Μοναστηριού 83 αρρένων, 7 θηλέων

Μέσα σε 4 χρόνια άνοιξαν   67 νέα σχολεία  και καθώς οι Βούλγαροι αισθάνονται υπερσίγουροι στα βόρεια σαντζάκια,όλη τους η προσπάθεια στράφηκε στο βιλαέτι του Μοναστηριού, όπου έχουν σήμερα 117 σχολεία αρρένων και 17 θηλέων.
Την επίθεση κατά του ελληνισμού την έκαναν προπάντων στις πόλεις:

«Η ύπαιθρος και οι γυναίκες είναι μαζί μας δε μας χρειάζονται και τόσο σχολεία θηλέων και σχολεία σε χωριά», μου έλεγε ένας εξαρχικός παπάς.

Για την κατάκτηση όμως ή τη διατήρηση των κατοίκων των πόλεων, άνοιξαν στο Μοναστήρι ένα γυμνάσιο με εσωτερικούς υπότροφους, ένα σχολείο προπαρασκευής για το γυμνάσιο, ένα δημοτικό, έξι νηπιαγωγεία  σύνολο, εννέα ιδρύματα  ανώτερα σχολεία για αγόρια στα Σκόπια, τον Περλεπέ, το Βέλες, τα Βοδενά, την Αχρίδα, τη Ρέσνα, τη Φλώρινα, το Κρίστεβο, τη Δίβρα, το Καλκάνδελε* ανώτερα σχολεία για κορίτσια στα Βοδενά, το Βέλες, τα Σκόπια και τον Περλεπέ. Τα σχολεία αυτά συγκεντρώνουν, απ’ ό,τι φαίνεται, κάπου 700 με 800 αγόρια και 150 κορίτσια περίπου. Σ’ αυτά εναποθέτει τις μεγαλύτερες ελπίδες της η Βουλγαρία* πιστεύει ότι θα έχει κερδίσει την υπόθεση, όταν η μεσαία τάξη, το παζάρι, θα περάσει με το μέρος του
Έξαρχου.
Ανώτερα σχολεία.

Σκόπια.......... 150 αγόρια, 15 κορίτσια
Μοναστήρι.......... 140 αγόρια, 50 κορίτσια
Περλεπές.......... 100 αγόρια, 30 κορίτσια
Βοδενά..........            30 αγόρια, 10 κορίτσια
Βέλες.......... 80 αγόρια, 30 κορίτσια
Ρέσνα........... 10 αγόρια
Φλώρινα.......... 20 αγόρια
Δίβρα.......... 5 αγόρια
Καλκάνδελε.......... 20 αγόρια
Αχρίδα.......... 80 αγόρια
Κίτσεβο......... 100 αγόρια

Το πρόγραμμα των σχολείων αυτών είναι πλατύτερο απ’ όσο θα νόμιζε κανείς* εκτός από τη θρησκευτική ιστορία και κατήχηση, αρχή κάθε ανατολικής παιδείας, εκτός από την ιστορία της Βουλγαρίας και τη γεωγραφία του βουλγαρισμού, δεύτερη κατηγορία δογμάτων σχεδόν εξίσου ιερών με τα προηγούμενα, βρίσκουμε στο πρόγραμμα γενική γεωγραφία και ιστορία, στοιχεία θετικών και φυσικών επιστημών, σπουδή της τούρκικης γλώσσας και μάλιστα λίγες ώρες για τα γαλλικά. Σε όλη την Ανατολή σχολείο χωρίς γαλλικά δεν είναι ανώτερο ούτε και της μόδας.
Στις κωμοπόλεις, τα δημοτικά κατανέμονται ως εξής:

Περιοχές..........Σχολεία........ Μαθητές.......Σχολεία.......Μαθήτριες
αρρένων θηλέων
Γενιτσά                 2                140 1 12
Βοδενά 10 160 1 12
Τζούμα 4 100 1 30
Σκόπια                 20               850                 2 90
Μοναστήρι           25 1300 4 170
Περλεπές 15 900 3                 200
Ρέσνα                  20               450 2 80
Κίτσεβο                4 100 1 30
Δίβρα 25              1100  1 40
Αχρίδα 20              1000  4 150
Φλώρινα 8 500                1                    50
Καστοριά 13 640                1 50
166              7.240 22 914

Οι αριθμοί δείχνουν κιόλας ένα ισχυρό ποσοτικά στρατό.
Όμως πιο πολύ ακόμη η δύναμη του βουλγαρισμού εδράζεται στην πειθαρχία, που ενώνει στρατιωτικά όλο το προσωπικό και ωθεί όλες τις ατομικές προσπάθειες προς το χρήσιμο σημείο και την κατάλληλη στιγμή.

 Η Μακεδονία διαιρέθηκε σε τέσσερις σχολικές περιφέρειες:
Αχρίδα, Δίβρα, Βέλες και Μοναστήρι. 

Επικεφαλής της καθεμιάς ένας σχολάρχης, που περιβάλλεται από ένα συμβούλιο και διευθύνει τους τοπικούς σχολάρχες και τα τοπικά συμβούλια των διαφόρων περιοχών της περιφέρειας.

 Ο ίδιος είναι υφιστάμενος του σχολάρχη όλης της Μακεδονίας, εκπρόσωπου του Έξαρχου και διευθυντή του βουλγάρικου γυμνάσιου της Θεσσαλονίκης. Οι επικεφαλής περιοχών απευθύνουν τις αιτήσεις τους για χρήματα και καθηγητές στη Θεσσαλονίκη.

Солунска българска мъжка гимназия,
 Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρρένων "Κύριλλος και Μεθόδιος"
Θεσσαλονίκη (1880-1913)

Το γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης που το έχτισε ένας πλούσιος βούλγαρος εμπορευόμενος, ο κ. Γκελντ, χρησιμεύει για τη στρατολογία του προσωπικού όλης της Μακεδονίας.

Σε κάθε περιοχή οι παπάδες ή οι εκπρόσωποι του Έξαρχου επιλέγουν λοιπόν μια ελίτ από νέους, που τους εκπαιδεύει το Εξαρχάτο στο σεμινάριο αυτό, τους μετατρέπει σε Βούλγαρους κι ύστερα τους ξαναστέλνει πίσω, για να κηρύξουν το νέο λόγο στους συμπολίτες τους. Σύμφωνα με τον κ. Γκόπτσεβιτς, ιδού ποια ήταν στα 1888 η σύνθεση του γυμνασίου αυτού:
Νέοι από την Καστοριά...............................  27
Νέοι από τον Περλεπέ................................. 25
Νέοι από την Αχρίδα................................... 24
Νέοι από τα Σκόπια.................................... 12
Νέοι από τα Βοδενά................................... 10
Νέοι από το Μοναστήρι............................. 10
Νέοι από τη Δίβρα...................................... 8
Οι άλλοι ήσαν Βουλγαροθράκες.

Αν υπολογίσουμε ότι στα σχολεία αυτά διδάσκουν 200 ή 250 δάσκαλοι και δασκάλες  ότι ο καθένας απ’ αυτούς πληρώνεται από 500-600 φράγκα  ότι τα βιβλία και συχνά η τροφή δίνονται δωρεάν στους μαθητές  ότι, για να μην έχουν ποτέ προβλήματα με τις τούρκικες αρχές, πρέπει πάντοτε να αφήνεται και λίγο χρήμα στα Κονάκια, δε θα βρούμε υπερβολικό τον αριθμό των 400.000 φράγκων, που μου έδιναν οι Βούλγαροι στο Μοναστήρι ως το ετήσιο άθροισμα των βουλγαρικών δαπανών στη Μακεδονία.
Το χρήμα στο μεγαλύτερο μέρος του αντλείται από τα εκκλησιαστικά αγαθά, τα έσοδα και τα ιδρύματα που έχει το Εξαρχάτο στη χερσόνησο. Η Σόφια συμβάλλει κι αυτή, πολύ λίγο όμως.

Τον ίδιο καιρό που οι δάσκαλοι δούλευαν στις πόλεις, ο κλήρος δούλευε σε όλη την επαρχία. Οι έδρες των Σκοπιών, του Βέλες και της Αχρίδας δεν είχαν καταληφθεί από βουλγάρους επισκόπους.
Και στις τρεις όμως αυτές περιφέρειες μεγάλος αριθμός ναών και ενοριών βρισκόταν στα χέρια των παπάδων του Έξαρχου. Παντού μοιράζονταν σλάβικα αλφαβητάρια και σλάβικες Γραφές. Μολαταύτα οι φόβοι της βουλγαρικής κυβέρνησης δεν είχαν μειωθεί. Από την εποχή της υπόθεσης της Ρωμυλίας και της προστριβής με τη Ρωσία ένιωθε εναντίον της τη ρωσική αυτή στρατιά των πρακτόρων, που είχε κάποτε εκβούλγαρίσει τη χερσόνησο και που εργάζεται σήμερα στην Πρισρένη υπέρ των Σέρβων, στο νότο υπέρ των Ελλήνων.

Η Αυστρία, από. την πλευρά της, μέσω των προξένων της κάνει κάθε μέρα και καινούριους οπαδούς.
Ο κ. Σταμπούλωφ επιχείρησε καταρχήν μια συνεννόηση με την κυβέρνηση της Αθήνας.
Μέσα στη χρονιά τούτη του 1890 ο δόκτωρ Βούλκοβιτς, εκπρόσωπος της Βουλγαρίας στην Υψηλή Πύλη, έκανε ένα ταξίδι στην Ελλάδα, για να μελετήσει την ελληνική διοίκηση. Άγνωστο τι έμαθε στις συζητήσεις του με τους έλληνες υπουργούς. Όταν όμως γύρισε, έγινε αισθητή στη Μακεδονία μια νέα εισροή βουλγάρων ιεροκηρύκων.

Πριν δύο μήνες (Ιούλιος 1890), ο σεβασμιότατος Θεόδωρος, επίσκοπος του Εξαρχάτου, ήρθε στο βιλαέτι του Κόσοβου, για να εγκαινιάσει κάποιες εκκλησίες και να καλύψει τα κενά άλλων. Κόμιζε μαζί του μία επίσημη επιστολή, ένα συστατικό μπουγιουρντί για τον βαλή Εγιούμπ πασά. Φτάνοντας στα Σκόπια ο επίσκοπος συνάντησε τόσα εμπόδια στο δρόμο του και μέσα στα σοκάκια της πόλης ακόμη, που μετά βίας μπόρεσε να εγκαινιάσει μία εκκλησία από τις 44 που επρόκειτο να ευλογήσει. Η ελληνική κοινότητα μηχανορράφησε στο βαλή, κινητοποίησε όλα τα τουρκικά πράγματα κι έστειλε διαμαρτυρία στον Πατριάρχη που παραπονέθηκε στο μεγάλο βεζίρη ο βαλής κάλεσε το βούλγαρο επίσκοπο να επιστρέφει στον Έξαρχό του...

Οι Βούλγαροι απάντησαν αμέσως με την παράδοξη εκείνη νότα του κ. Στράνσκι 212, βούλγαρου υπουργού των εξωτερικών, στον κ. Βούλκοβιτς, εκπρόσωπο της Βουλγαρίας στην Κωνσταντινούπολη (4-16 Ιουλίου 1890), τη νότα εκείνη με τις κομψές διατυπώσεις, όπου η κυβέρνηση της Σόφιας θύμιζε πως επί πέντε χρόνια τώρα υπήρξε το πρότυπο του υποτελούς, ενώ η Πύλη ο χείριστος των κυρίων πως η ηγεμονία είχε πάντοτε εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις και τα καθήκοντά της έναντι της κυρίαρχης αυλής, και πως η αυλή αυτή δεν εκπλήρωσε καμία από τις υποχρεώσεις του κυρίαρχου  η Πύλη είχε πράξει άσχημα,

1ο μη αναγνωρίζοντας η ίδια και μη αναγκάζοντας την Ευρώπη να αναγνωρίσει τον εκλεγμένο ηγεμόνα, το νόμιμο ηγεμόνα, το Φερδινάνδο213 του Κοβούργου

2ο μη υποστηρίζοντας σε καμία περίσταση το βούλγαρο Έξαρχο, ενώ 28 μουσουλμάνοι μουφτήδες λάβαιναν από την κυβέρνηση του ηγεμόνα τακτικό και γενναιόδωρο μισθό.

Και το τελικό τούτο συμπέρασμα, όπου ο υποτελής δείχνει γυμνό το σεβασμό του για τον κύριό του:
«Αν η Πύλη δε θέλει να κάνει τίποτα, τότε η ηγεμονική κυβέρνηση θα βρεθεί, προς μεγάλη της λύπη, υποχρεωμένη να αναζητήσει στις δικές της δυνάμεις τον τρόπο να βγει από μία κατάσταση γεμάτη αβεβαιότητες και κινδύνους...»

Ο κ. Βούλκοβιτς κοινοποιώντας τη νότα αυτή πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση του ηγεμόνα δε θα αναζητούσε στις δικές της δυνάμεις τον τρόπο, κλπ...

1ο αν αναγνωριζόταν ο ηγεμόνας Φερδινάνδος
2ο αν δίνονταν τα βεράτια στους βουλγάρους επισκόπους του Σαμάκοβου κα, του Βέλες κβ, των Σκοπιών και της Αχρίδας.
Υποσχέθηκε επιπλέον ότι, αν κανένας στην Ευρώπη μεμφόταν τη δικαιοσύνη αυτή που θα απέδιδε ο σουλτάνος στους πιστούς του Βουλγάρους, τότε η κυβέρνηση του ηγεμόνα είναι διατεθειμένη να υπογράψει μια επιθετική και αμυντική συμμαχία με τον πολυαγαπημένο της Αφέντη.

Οι εφημερίδες της Ευρώπης εξιστόρησαν λεπτομερειακά τις ρωσικές, αυστριακές, γερμανικές και αγγλικές σκευωρίες και αντισκευωρίες γύρω από τη βουλγάρικη νότα. Η Πύλη, για να μη θίξει τη Ρωσία, δεν αναγνώρισε τον πρίγκιπα του Κοβούργου* — για να ικανοποιήσει την Αυστρία και τους Βουλγάρους, θα τα παραχωρήσει άραγε τα περίφημα βεράτια; Ή μήπως τα έχει ήδη παραχωρήσει;

Στο παζάρι της Αχρίδας που διασχίσαμε τις προάλλες, οι άντρες εξακολουθούν να περιμένουν, για να αρχίσουν το τουφεκίδι, οι γυναίκες, για να κάψουν το θυμίαμα, τα παιδιά, για να πετάξουν λουλούδια, οι διάκοι, για να ανάψουν τα κεριά.
 Θα έρθει τελικά αυτός ο αρχιεπίσκοπος;

Το χάνι του Μοναστηριού είναι γεμάτο παπάδες, που ήρθαν να προϋπαντήσουν την Μακαριότητά του και που μιλούν για κάθοδό τους προς τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη.


Παραπομπές



I. Histoire des litteratures slaves, του Πόπιν, μετάφραση Denis Leroux, Παρίσι, 1881.
II. Αναφορά του Μεγάλου βεζίρη Μεεμέτ Κιπριολί στο σουλτάνο (Arch. diplomatiques, 1861, σ. 160).
III. Pypine, Histoire des litteratures slaves, μετ. Denis, σ. 167.
IV. Στο LSLO, σ. 165.
VI. Ofeikov, Les Bulgares de Macedoine.
VII Ελληνική μετάφραση του Δ. Κουμαριανού, Φιλιππούπολη, 1885.
V. Traite de San Stefano, άρθρ. VI, Archives diplomatiques, 1882-1883, II, σ. 24.


185. Ο Ρήγας ονειρευόταν την ενοποίηση όλων των Βαλκανίων υπό την ποδηγεσία των Ελλήνων. Τα πρακτικά της ανακρίσεως της αστυνομίας της Βιέννης αναφέρουν ότι είχε κατά νου να προσελκύσει τους Μανιάτες και με τη βοήθειά τους να ελευθερώσει τη χερσόνησο του Μόριά, στη συνεχεία να εισβάλουν στην Ήπειρο και από κοινού με τους Σουλιώτες να ελευθερώσουν τη Μακεδονία, την Αλβανία και την κυρίως Ελλάδα.

186. Παισιος: Βούλγαρος μοναχός, απόστολος της πνευματικής και εθνικής αναγέννησης της Βουλγαρίας. Μόνασε στη μονή Χιλιανδαρίου του αγ. Όρους. Έχοντας ως πρότυπο το Σέρβο αρχιμανδρίτη Ιωάννη Ράιτς συνέγραψε ιστορία με τον τίτλο «Ιστορία σλαβενοβουλγαρική, του λαού των Βουλγάρων, των τσάρων και των αγίων». Συντέλεσε στην εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων.

187. Γεωργ. Ιβάνοβιτς Βενελίν: Ρώσος γιατρός και λόγιος. Συνέγραψε την «Ιστορία των παλαιών και νέων Βουλγάρων», όπου υπεραμύνεται της σλαβικής καταγωγής τους.

188. Βασιλ. Απρίλωφ: Βούλγαρος έμπορος στην Οδησσό. Ελληνομαθής. Το 1835 ίδρυσε την πρώτη αλληλοδιδακτική σχολή στο Γάβροβο, όπου εισήγαγε τη διδασκαλία της σλαβικής γλώσσας.

189. Κυπριανός Ρομπέρ (Cyprien Robert): Γάλλος περιηγητής. Το 1884 εξέδωσε 2 τόμους με περιγραφή περιοχών της Θράκης, Μακεδονίας και Αλβανίας.

190. Χάττι χουμαγιουν: Σουλτανικό διάγγελμα (18-2-1856). Εκδόθηκε έπειτα από πολιτικές πιέσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων επί της Τψηλής Πύλης. Οι πιέσεις αυτές οφείλονταν στην καταπίεση των χριστιανικών μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων. Με το χάττι χουμαγιούν αχρηστευόταν ουσιαστικά το χάττι σερίφ, το αυτοκρατορικό διάταγμα του 1839, με το οποίο εξασφαλιζόταν η θρησκευτική ελευθερία των υποτελών στους Τούρκους. Το χάττι χουμαγιούν περιείχε τα εξής: 1) Ο σουλτάνος επιβεβαίωνε τις εγγυήσεις για τη ζωή, την τιμή και περιουσία των υπηκόων, μη Μουσουλμάνων το θρήσκευμα. Με το άρθρο 3 αναθεωρήθηκαν τα περί προνομίων του Πατριάρχη και αφαιρέθηκε το δικαίωμα διαχείρισης των κοινοτικών περιουσιών από τον Πατριάρχη και τους κατά τόπους μητροπολίτες.

191. Η έκδοση του χάττι χουμαγιούν ερχόταν σε αντίθεση με τις θεοκρατικές ιδέες του οθωμανικού κράτους. Και αυτό, γιατί οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν, είχαν ευρωπαϊκά πρότυπα (διοίκηση, δικαστήρια, παιδεία, στρατός). Διαμορφώθηκαν λοιπόν νέες αντιλήψεις (πατρίδα-έθνος) εις βάρος της θρησκευτικής ενότητας, που επικρατούσε και αποτελούσε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των υπηκόων του τουρκικού κράτους. Οι Χριστιανοί δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως θρησκευτική ενότητα αλλά ως έθνη. Η εθνική αφύπνιση παρατηρείται και στις επιμέρους φυλές (αυτονομιστικές τάσεις Αλβανών, Βουλγάρων).
Το χάττι χουμαγιούν συνεπώς επιβλήθηκε από τις απαιτήσεις των καιρών και τη διαμόρφωση νέων αρχών.

192. Οι Ιησουίτες τόνωσαν το μίσος των Βουλγάρων κατά του Πατριάρχη. Είχαν ιδρύσει την εταιρεία των «βουλγαροφίλων» με στόχο την κατάργηση των Πατριαρχικών προνομίων.

193. Sixtina capella: Παρεκκλήσι στο Βατικανό, δίπλα στο ναό του αγίου Πέτρου, γνωστό για τις τοιχογραφίες του Μιχ. Αγγέλου, του Περουτζίνο και του Μποτιτσέλι. Η χειροτονία στην Capella Sixtina είναι συμβολική. Δείχνει την επισημότητα και τη σημασία, που έδωσε ο Πάπας στο γεγονός.

194. Το χάττι χουμαγιούν έδινε το δικαίωμα στις διάφορες κοινότητες να προβούν σε συζητήσεις για μεταρρυθμίσεις. Το Πατριαρχείο της Κων/λης συγκάλεσε συνέλευση (8/1858 έως 2/1860), στην οποία έλαβαν μέρος τέσσερις Βούλγαροι αντιπρόσωποι (οι Φιλιππουπόλεως, Σόφιας, Τίρνοβου, Βιδυνίου) και υπέβαλαν τις προτάσεις τους. Ζητούσαν εθνική ιεραρχία βουλγαρική υπό την επικυριαρχία του Πατριάρχη και συμμετοχή στη διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Η απόρριψη των προτάσεων προκάλεσε δυναμική απαίτηση εκ μέρους των Βουλγάρων. Ζήτησαν να αποσπαστούν απ’ το Πατριαρχείο. Εφαρμόζοντας στην πράξη την απόφασή τους αυτή κατέφυγαν στις εξής ενέργειες: Αποπομπή ελλήνων αρχιερέων από τις έδρες τους (Αχρίδα). Διακοπή μνημοσύνου του Πατριάρχη (ο Ιλαρίων Μακαριουπόλεως τη μέρα του Πάσχα του 1860 δεν έκανε μνημόσυνο' στη συνέχεια ο Βελισσού Αυξέντιος και ύστερα και άλλοι).

195. Το Πατριαρχείο καθαίρεσε το Μάρτιο του 1861 τους Αυξέντιο, Ιλαρίωνα και Παίσιο Φιλιππουπόλεως, τους εξόρισε δε στο Μεσοχώριο του Βοσπόρου.

196. Η Πύλη δεν επιθυμούσε την ολοκληρωτική ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας, γιατί κατανοούσε ότι θα ακολουθούσαν και απαιτήσεις για πολιτική ανεξαρτησία.

197. Την επιτροπή αποτελούσαν εννέα εκλεγμένοι λαϊκοί και οι Ιλαρίων, Παισιος και Φιλιππουπόλεως Πανάρετος. Η βουλγαρική Εξαρχία ιδρύθηκε με σουλτανικό φιρμάνι 3/1870. Ο Πατρ/ρχης θα επικύρωνε απλώς και μόνο την εκλογή του Έξαρχου. 13 επαρχίες δόθηκαν σ’ αυτήν (οι Βούλγαροι με σχέδιό τους ζητούσαν 30).

198. = ο Αίμος.

199. 1825-1895. Πολιτικός, ποιητής. Το 1857 βρίσκεται στην Κων/λη και μετέχει ενεργώς στην ίδρυση της εθνικής βουλγαρικής εκκλησίας. Εκδότης της βουλγαρικής σατιρικής εφημερίδας «Άσκαυλος», η οποία σατίριζε τον ελληνικό κλήρο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1867 εξέδωσε τη «Μακεδονία», η οποία παύτηκε από τη λογοκρισία. Στη συνέχεια, δάσκαλος στο Τίρνοβο. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, μέλος της βουλγαρικής Εθνοσυνέλευσης. Το 1880 πρόεδρος της Βουλής και υπουργός Παιδείας στη συνέχεια.
200. Μιδάτ ή Μιτχάτ Πασάς (1822-1884): Σπουδαίος τούρκος πολιτικός. Έφερε στην επιφάνεια διάφορες καταχρήσεις, καταπολέμησε τη ληστεία. Επί των ημερών του έγιναν σημαντικότατες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Γενικός διοικητής Δουνάβεως (έτσι ονομαζόταν η Βουλγαρία). Το 1860 διοικητής Νύσσης (Σερβίας). Γενικός διοικητής Θεσσαλονίκης. Από τους πρόμαχους του Νεοτουρκισμού. Μ. βεζίρης επί Μουράτ. Το 1881 έγινε απόπειρα δολοφονίας του από ανθρώπους του σουλτάνου. Μετά από περιπέτειες δικάζεται στην Κων/λη και καταδικάζεται σε θάνατο αλλά η ποινή μετριάζεται. Πηγαίνει στην πόλη Ταίφ, όπου στραγγαλίζεται από ανθρώπους του Αβδούλ Χαμίτ του Β'. Ο Μιδάτ ήταν ακέραιος χαρακτήρας και υπέρ της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.

201. Σχέδιο, που αποτελούσε συνδυασμό των βουλγαρικών προτάσεων και του σχεδίου του Γρηγορίου του ΣΤ'.

202. Το φιρμάνι κρεμάστηκε από τους Βούλγαρους στον άμβωνα του βουλγαρικού ναού της Κων/λης, υποδηλώνοντας με το συμβολισμό αυτό την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας. Μετά την έκδοση του φιρμανιού ο Πατριάρχης ζήτησε άδεια σύγκλησης οικουμενικής συνόδου, πράγμα το οποίο δεν είδαν με καλό μάτι οι Τούρκοι (λόγω των αβέβαιων εκβάσεων της συνόδου). Αλλά και οι Ρώσοι δεν ήθελαν μια τέτοια σύνοδο’ γι ’ αυτό και συμφωνούσαν με τις τουρκικές ενέργειες. Η ρωσική εκκλησία αντιπρότεινε σύγκληση τοπικής συνόδου, θέλοντας να αποφύγει τη μεγάλη δημοσιότητα.

203. Δέχτηκε μάλλον (και όχι πρότεινε) την αρχική πρόταση του οικουμενικού πατριαρχείου.

204. Στρατηγός και διπλωμάτης (1832-1907). Έλαβε μέρος στον Κριμαϊκό πόλεμο. Στρατιωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο και Παρίσι. Το 1859 πρεσβευτής στο Πεκίνο. Το 1864 στην Κων/λη. Ένθερμος υποστηρικτής των βουλγαρικών αξιώσεων στο εκκλησιαστικό ζήτημα. Ήταν αυτός που ζήτησε με επιμονή την έκδοση φιρμανιού. Η εχθρική του στάση προς το Πατριαρχείο τον έκανε δημοφιλή στους Τούρκους, με αποτέλεσμα να ασκεί επιρροή στο σουλτάνο.

205. Αρχικά ορίστηκε Εξαρχος ο καθηρημένος Ιλαρίων Λοφτζού. Η εκλογή του όμως αποδοκιμάστηκε ως πρόκληση από τους μετριοπαθείς. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί και τη θέση του κατέλαβε ο Βιδύνης Άνθιμος.

206. Ταινία Μετζίντιέ: Παράσημο, που ιδρύθηκε από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ (από τον οποίο και η ονομασία). Είχε πέντε τάξεις, από τις οποίες η κατώτερη είχε μεγάλη ερυθρή ταινία με πράσινες παρυφές. Η πλάκα ήταν σε σχήμα αστεριού με 6 συμπλέγματα ακτινών και στο μέσο τους το σουλτανικό μονόγραμμα.

207. Καθαίρεση του Έξαρχου Ανθίμου και αφορισμό των ήδη καθηρημένων Ιλαρίωνα και Πανάρετου.

208. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε ο κόμης Ιγνάτιεφ στο λόγο του στο πανσλαβιστικό συνέδριο, που έγινε με την ευκαιρία των 25 χρόνων από τη συνθήκη του αγίου Στεφάνου: « Έκανα ό,τι μπορούσα, για να δημιουργήσω μια μεγάλη Βουλγαρία, μια και θα ήταν η πρώτη γραμμή της Ρωσίας στα Βαλκάνια. Γι ’ αυτό το λόγο δε δίστασα να προσαρτήσω στη Βουλγαρία περιοχές που δεν ήταν βουλγαρικές. Σ’ αυτό το θέμα δε με απασχόλησαν τα συμφέροντα ούτε των Βουλγάρων ούτε των Σέρβων αλλά τα ανώτερα συμφέροντα του σλαβισμού».

209. Τη «Μακεδονία».

210. 4/1877 έως 1/1878. Ο πόλεμος αυτός κηρύχτηκε εξαιτίας της ρωσικής δραστηριότητας στο βαλκανικό χώρο, όπου η Ρωσία απέβλεπε στη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών υπό τη δική της επιρροή.

211. Ψευδώνυμο του Atanas Sehopov. Χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο, επειδή ήταν γραμματέας της βουλγαρικής εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Νεοκλ. Καζάζη, Το Μακεδονικόν Πρόβλημα, «Ελληνισμός», Ιούνιος 1902.

212. Γεώργ. Στράνσκυ: Βούλγαρος πολιτικός. Προετοίμασε το πραξικόπημα της Ανατ. Ρωμυλίας το Σεπτέμβρη του 1885. Υπουργός Εξωτερικών κατά το διάστημα 1887-1890.

213. Φερδινάνδος ο Α': Εκλέχτηκε τον Ιούλιο του 1887 από τη βουλγαρική Εθνοσυνέλευση (Τίρνοβο) στη θέση του παραιτηθέντος Αλέξανδρου Βάττεμπεργκ. Αν και δεν ενέκρινε την εκλογή του η Ρωσία, επιβλήθηκε από τον Σταμπούλωφ, ο οποίος και διετέλεσε πρωθυπουργός του.


 Βιβλιογραφικές σημειώσεις

α) Νεοκλ. Καζάζη: Ψυχολογία του Βουλγάρου, εν Αθήναις.

β) Λάμπρου, η Τουρκία, σ. 423.

γ) Αριστ. I. Παππαδάτη: Ιστορία-αγώνες-δίκαια του Ελληνισμού της Ανατ. Ρωμυλίας, Αθήναι 1948, σσ. 27-56.

δ) Λάμπρου, ένθα ανωτ., σ. 255 κεξ..

ε) Μιχ. Κ. Μοσχοπούλου: δείγμα Σλαυικής ψευδολογίας, ΑΘΘ, τ. 16ος, σ. 157 κεξ.

στ) Βακαλόπουλου, Β. Ελληνισμός, σ. 131 κεξ. 

ζ) Κλεοβ. Τσούρκα: Το οδοιπορικόν ενός Ιησουίτου ιεραποστόλου εις την Ελλάδα κατά το 1712-1714, «Μακεδονικά», τ. 8ος, σσ. 365-397. 

η) Λάμπρου, ένθα ανωτ., σ. 429. 

θ) Λάμπρου, ένθα ανωτ., σ. 421 κεξ.

ι) Κοσμά Μυρτίλου Αποστολίδου: Η της Φιλιππουπόλεως ιστορία από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων, εν Αθήναις 1959. 

ια) Κοσμά Μυρτίλου Αποστολίδου: Ο Στενίμαχος, ήτοι συνοπτική τηςπόλεως Στενιμάχου ιστορία από των παλαιών μέχρι των καθ ’ ημάς χρόνων, 2α εκδ., εν Αθήναις 1962. 

ιβ) Αδαμ. Ν. Διαμαντοπούλου: Η Αγχίαλος, ΑΘΘ, τ. 19ος, σ. 129 κεξ. 

ιγ) Βακαλόπουλου, ένθα ανωτ., σ. 33 κεξ.

ιδ) Prof. G. Arvanitaki, Allegations Bulgares, Lausanne 1919, p. 8. 

ιε) Παπαχριστοδούλου Πολ.: Αντίγραφον εκθέσεως του Αίνου Ανθίμου, ΑΘΘ, τ. 23ος, σσ. 313-318 (ενέργειες σχισματικών για ίδρυση σχολείων και εκκλησιών), 

ιστ) Λάμπρου, ένθα ανωτ., σ. 471. ιζ) Βακαλόπουλου, ένθα ανωτ., σσ. 72, 93 κεξ.

ιη) Αθ. Αγγελοπούλου: Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά τον Μακεδονικόν αγώνα, «Μακεδονικά», τ. 16ος, σσ. 24-37.
 ιθ) Παπαδοπούλου, Εκπαιδευτική δραστηριότητα, σ. 62 κεξ. 

κ) Βακαλόπουλου, ένθα ανωτ., σ. 82 κεξ. 

κα) Θ. Κιακίδου: Ιστορία Σαμμακοβίου, «Θρακικά», τ. 33ος, σ. 7 κεξ. 

κβ) Αθ. Αγγελοπούλου: Η εποπτεία της Μητροπόλεως Θεσ/κης επί της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητος Βελεσσών (1876-1914), «Μακεδονικά», τ. 17ος, σσ. 139-180.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου