ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΩΣ ΤΟ 1912
ΕΠ. ΑΠΟΣΤ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Μακεδονική Βιβλιοθήκη Αρ. 63
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)
Χρυσός στατήρας του Φιλίππου Β΄από το Δίον |
Η Μακεδονία στους αρχαίους χρόνους περιλάμβανε όλα τα εδάφη της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας και τις περιοχές τοϋ Μοναστηρίου, του Τσεπικόβου, του Περλεπέ και του Μοριχόβου της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας.
'Από γεωγραφική καθαρά άποψη διακρινόταν σε τρία μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα- την "Ανω Μακεδονία, την Κάτω Μακεδονία και την Ανατολική Μακεδονία, που υποδιαιρούνταν σ τις λεγόμενες φυλετικές χώρες (= διοικητικές υποδιαιρέσεις).
Η Άνω Μακεδονία περιλάμβανε έξι τέτοιες χώρες:
την Έλιμιώτιδα (ή Ελίμεια),
την Όρεστίδα,
την Εορδαία,
τη Λυγκηστίδα,
την Πελαγονία και τη
Δερρίοπο.
Η Κάτω Μακεδονία περιλάμβανε πέντε χώρες:
τη Βοττιαία, την Αλμωπία,
την Πιερία,
την 'Αμφαξίτιν και τη
Μυγδονία- και
η Ανατολική Μακεδονία έξι χώρες:
την Κρηστωνία,
τη Βισαλτία,
τη Σιντική,
την Όδομαντική,
την Ηδωνίδα και την
Πιερίδα.
Η συστηματική έρευνα της προίστορικής Μακεδονίας αρχισε μόλις τα τελευταία χρόνια με τις αρχαιολογικές ανασκαφές που γίνονται συνεχώς.
Η προίστορία της περιλαμβάνει μια περίοδο πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια και φτάνει ως τα μέσα της 4ης π.Χ. χιλιετίας.
Η περίοδος αυτή, ως την εμφάνιση των Μακεδόνων η καλύτερα τη δωρική εισβολή στις ελληνικές χώρες, υποδιαιρείται από τους αρχαιολόγους στις έξης μικρότερες περιόδους:
στη νεολιθική, τη χαλκολιθική, την παλαιότερη εποχή του χαλκού και τη μεταγενέστερη.
α) Η νεολιθική εποχή διακρίνεται στη νεολιθική I (3500-2500 π.Χ.) και στη νεολιθική II (2500-2000 π.Χ.).
Ο πολιτισμός της νεολιθικής I ήταν δημιούργημα των ανθρώπων της Μεσευρώπης, που κατέβηκαν στη Μακεδονία από τους φυσικούς δρόμους και οι όποιοι προσαρμόστηκαν στο καινούργιο περιβάλλον και αρχισαν να άσχολούνται με την αλιεία, το κυνήγι, τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Οι κατοικίες τους, που στην αρχή ήταν καλύβες από καλάμια και λάσπη κι αργότερα από τούβλα ψημένα και σε σχήμα ορθογώνιο, δεν βρίσκονταν, όπως διαπιστώνεται από τα ευρήματα, σε υψώματα και λόφους, αλλά σ τις κοιλάδες και σ τις πεδιάδες, πράγμα που φανερώνει ειρηνική διαβίωση.
Ο νεολιθικός I πολιτισμός διακόπτεται στα μέσα της 3ης χιλιετίας με την εισβολή μικρασιατικών λαών, που ήδη γύρω στα 3000 π.Χ. είχαν καταλάβει τη Νότια και Κεντρική Ελλάδα και τα νησιά ανάμεσα στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα. "Ο νεολιθικός II πολιτισμός σε σύγκριση με τον προηγούμενο παρουσιάζει οπισθοδρόμηση και σημαντικές κοινωνικές μεταβολές. ' Η τέχνη των αγγείων της εποχής αυτής είναι κατώτερη από της προηγούμενης. Ο πληθυσμός, μή βρίσκοντας ασφάλεια στους ανοιχτούς τόπους, αναγκάζεται να οχυρώσει τις κατοικίες του.
β) Η αρχή της χαλκολιθικής εποχής (2000-1580 π.Χ.) συμπίπτει με την κάθοδο των ελληνικών φύλων, που κατέβηκαν από βορρά και εισέβαλαν στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όπου υπέταξαν τους προελληνικούς πληθυσμούς η τους απώθησαν στις περιφερειακές περιοχές.
Τήν εποχή αυτή διαδίδεται όλο και περισσότερο η χρήση του χαλκού, χωρίς να εκτοπισθεί όμως οριστικά η χρήση του λίθου. Περιορισμένη είναι η χρήση του ορειχάλκου, η οποία παραμένει ως τα μέσα του 15ου αιώνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την περίοδο αυτή, η Μακεδονία αναπτύσσει σχέσεις με τις γειτονικές της χώρες προς βορρά και νότο, καθώς και με τη ΒΔ Μ. Ασία, δηλαδή την Τροία.
γ) Η μετάβαση από τη νεολιθική στην εποχή του χαλκού(1500-1400 π.Χ.) έγινε βαθμιαία.
Επίσης, βαθμιαία υπήρξε και η επικράτηση του ορειχάλκου την εποχή αυτή, αφούτα πρώτα 130 χρόνια κυριαρχούσε ο απλός χαλκός. Μόλις στα μέσα του 15ου π.Χ. αιώνα, με την εξάπλωση του μυκηναίκούπολιτισμούστη Θεσσαλία και Μακεδονία, επικράτησε τελικά ο ορείχαλκος. Τήν επίδραση του μυκηναίκούπολιτισμούστη Μακεδονία μαρτυρούν όχι μόνο τα μυκηναίκά αγγεία που βρέθηκαν στό μακεδόνικο έδαφος (τούμπες), αλλά και τα άφθονα εγχώρια αγγεία, που φανερά μιμούνται τα μυκηναίκά, αν και κάπως άτεχνα.
δ) Στη μεταγενέστερη εποχή του χαλκού(1400-1200 π.Χ.) παρατηρούμε, κυρίως κατά τον 13ο αιώνα η στις αρχές του επόμενου, σημαντικές μεταβολές: οι πληθυσμοί, που είχαν κατοικίες κοντά στις τούμπες, μετατοπίζονται σε έπιπεδοειδή υψώματα (οί αρχαιολόγοι τα λένε τράπεζες), σε μικρή απόσταση από τις τούμπες, η συνδέονται με αυτές. Η μετακίνηση αυτή των κατοίκων σε πιό οχυρά μέρη θεωρείται ως αποτέλεσμα της δωρικής εισβολής, που είχε αρχίσει στη Βόρεια Ελλάδα. Συνέπεια της εισβολής αυτής ήταν και η κατάρρευση του μυκηναίκούπολιτισμού, αλλά και το τέρμα της εποχής του χαλκούκαι η αρχή της εποχής του σιδήρου. Μαζί με τους Δωριείς εμφανίζονται και οι Μακεδόνες, οι όποιοι υποτάσσουν τους παλαιότερους πληθυσμούς.
Οι Μακεδόνες ανήκουν στους Δωριείς με τους οποίους τους συναντούμε στα τέλη της 2ης χιλιετίας στην περιοχή γύρω από την Πίνδο.
Είχαν τις ίδιες στρατιωτικές και πολιτικές αρετές με τους νότιους "Ελληνες:
έδειξαν την ίδια προσαρμοστική ικανότητα για έναν ανώτερο πολιτισμό, τον ελληνικό, τον όποιο και διέδωσαν σε όλο τον κόσμο, είχαν την ίδια θρησκεία και διαμόρφωσαν τους θεσμούς και το καθεστώς τους, όπως και οι αρχέγονες ελληνικές κοινωνίες• μιλούσαν διάλεκτο ελληνική, πιθανώς συγγενική με τη θεσσαλική και είχαν ανέκαθεν ελληνικά ονόματα.
Μετά την κάθοδο των Ιλλυριών και άλλων λαών κατά τη 12η η την 11η εκατονταετία π.Χ. οι Δωριείς, κάτω από την πίεση των λαών αυτών, κατέβηκαν στον νότο, και το μεγαλύτερο μέρος τους εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο, ενώ οι Μακεδόνες ακολούθησαν άλλο δρόμο και εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Μακεδονία.
Στους ιστορικούς χρόνους διακρίνουμε εκεί τα εξής φύλα:
τους Έλιμιώτες, τους 'Ορέστες και τους Αυγκηστές.
Στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα ένα από τα φύλα αυτά ήλθε στην Κάτω Μακεδονία και κατέλαβε τη φρυγική "Εδεσσα και κοντά σ' αυτήν ίδρυσε τις οχυρές Αίγες, που νεώτεροι ερευνητές τις τοποθετούν στη σημερινή Βεργίνα, όπου βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι.
Τις Αίγες έκανε πρωτεύουσα και ορμητήριο για τις παραπέρα κατακτήσεις του.
Περδίκκας Β΄ 451-413 π.Χ. |
Ιδρυτής και αρχηγέτης της δυναστείας του φύλου αυτού, των Άργεαδών, σύμφωνα με την επίσημη μακεδόνικη παράδοση, γνωστή και στον Ηρόδοτο και στον Θουκυδίδη,
ήταν ο Περδίκκας Α'.
Δυστυχώς όμως όλη αυτή η περίοδος από την ίδρυση του κράτους ως το τέλος του 6ου π.Χ. αίώνα, δηλαδή ως την εποχή του Αμύντα Α' (548-518 π.Χ.), είναι σκοτεινή και καλύπτεται από μύθους.
Πάντως είναι βέβαιο ότι, κατά τη σκοτεινή αυτή περίοδο, οι Μακεδόνες όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν στην Κάτω Μακεδονία, αλλά και έβαλαν τις βάσεις για την παραπέρα εξέλιξη του κράτους. Πέτυχαν να αποκρούσουν όλους τους εξωτερικούς εχθρούς και να έπεκταθούν σταθερά ως τον Αξιό ποταμό και πέρα από αυτόν. Δεν πρόλαβαν όμως να ολοκληρώσουν τίς κατακτήσεις τους στην περιοχή ανατολικά του Άξιου, γιατί τους βρήκε η περσική κατάκτηση.
Τό 513/2 π.Χ. ο στρατηγός Μεγάβαζος κατέστησε τους Μακεδόνες φόρου υποτελείς στον βασιλιά των Περσών. Η υποτέλεια όμως αυτή δεν είχε ως αποτέλεσμα εδαφικές απώλειες η άλλες πολιτικές μεταβολές μέσα στη Μακεδονία.
Αντίθετα, οι Μακεδόνες είχαν κάποια ελευθερία στις εξωτερικές τους σχέσεις. "Ετσι ο βασιλιάς τους Αμύντας Α' διατήρησε αγαθές σχέσεις με τους Πεισιστρατί-δες, όπως και προηγουμένως με τον Πεισίστρατο.
2. Η Μακεδονία κατά τον 5ο και 4ο αιώνα
Δεν πέρασε πολύς χρόνος από την υποδούλωση τους και οι Μακεδόνες αποτίναξαν την περσική κυριαρχία,
όταν ο γιός και διάδοχος του Αμύντα,
ο Αλέξανδρος Α' (498-454 π.Χ.),
αρνήθηκε να πληρώσει στους Πέρσες το φόρο υποτέλειας.
Τότε, το 494 π.Χ., ο Δαρείος έστειλε τον γαμπρό του Μαρδόνιο στη Θράκη, για να σταθεροποιήσει εκεί τις περσικές κτήσεις, και αυτός κατέλαβε τη Μακεδονία και επέβαλε την περσική κυριαρχία.
"Ετσι, κατά την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει, χωρίς να πάψει όμως να είναι ψυχικά με το μέρος των Ελλήνων.
Οι πραγματικές του διαθέσεις φάνηκαν μετά την ήττα των Περσών στις Πλαταιές (479 π.Χ.)• τότε δεν δίστασε να επιτεθεί εναντίον τους, όταν αυτοί οπισθοχωρούσαν, και να τους προξενήσει σοβαρές ζημιές.
Εκμεταλλευόμενος, όπως φαίνεται, τη σύγχυση που επικράτησε μετά τη φυγή των Περσών, πέτυχε να καταλάβει τη Βισαλτία και την Κρηστωνία και να τις προσαρτήσει στό κράτος του επεκτείνοντας έτσι τα σύνορα ως τον Στρυμόνα.
Αργότερα όταν οι Αθηναίοι, μετά την ίδρυση της αττικοδηλιακής συμμαχίας, επιχείρησαν να βάλουν πόδι στις εκβολές του Στρυμόνα, ο Αλέξανδρος αντέδρασε δραστήρια υποστηρίζοντας άλλοτε τους επαναστατημένους Θασίους και άλλοτε τους Θράκες.
Οι προστριβές των Αθηναίων με τους Μακεδόνες πήραν σοβαρότερη μορφή, με αντίκτυπο και στό εσωτερικό της χώρας, στα χρόνια του Περδίκκα Β' (454 (;) - 414/3 π.Χ.), όταν οι Αθηναίοι, για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στα θρακικά και μακεδόνικα παράλια, απέσπασαν βίαια παραλιακές μακεδόνικες πόλεις και υποκίνησαν άλλες να αποστατήσουν.
Ο Περδίκκας δεν τόλμησε να τα βάλει με την πανίσχυρη αποικιοκρατική δύναμη και εξακολούθησε να είναι σύμμαχος και φίλος των Αθηναίων ακόμη και όταν αυτοί, με την ίδρυση της Άμφιπόλεως (437 π.Χ.) στον Στρυμόνα, έπληξαν ζωτικά συμφέροντα της Μακεδονίας.
"Οταν όμως συμμάχησαν με τους εσωτερικούς του αντιπάλους, με τον αδελφό του Φίλιππο και τον βασιλιά της Έλιμιώτιδας γύρω στα 433 π.Χ., αναπτύσσει εκπληκτική διπλωματική δραστηριότητα. Δώδεκα φορές άλλαξε στρατόπεδο, άλλοτε καταπολεμώντας μόνος τους Αθηναίους η προσχωρώντας στους αντιπάλους των, άλλοτε συμμαχώντας με τους Αθηναίους η πολεμώντας μαζί τους τους πρώην συμμάχους του.
Τελικά, όταν οι Αθηναίοι συμμάχησαν το καλοκαίρι του 431 π.Χ. με τον βασιλιά των 'Οδρυσών Σιτάλκη, ο Περδίκκας μπροστά στον κίνδυνο να δεχτεί μόνος του τον θρακικό όγκο, προσχώρησε κι αυτός στη συμμαχία με αμοιβαίες παραχωρήσεις.
Και η συμμαχία αυτή του Περδίκκα με τους Αθηναίους, αν και είχε μεγαλύτερη διάρκεια, δεν είχε διαφορετική τύχη από τις άλλες.
Οι Αθηναίοι σύντομα έστρεψαν εναντίον του τον Σιτάλκη, ο όποιος το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς εισέβαλε στη Μακεδονία και για είκοσι μέρες λεηλατούσε την ύπαιθρο, ενώ για άλλες όχτώ κατέστρεφε τη Χαλκιδική και τη Βοττική.
Δεν μπόρεσε όμως να πετύχει κάτι αξιόλογο και επέστρεψε στη χώρα του.
'Ακολουθούν νέες αναταραχές και ανωμαλίες στή Μακεδονία με την εμπλοκή του Περδίκκα στα παρασκήνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), καθώς και με τη βοήθεια που πρόσφερε στον Βρασίδα για να κλονίσει το κύρος των Αθηναίων στη Χαλκιδική και στην Αμφίπολη.
Βλέποντας όμως πώς με το κύρος και την επιρροή που ασκούσε ο Βρασίδας στις πόλεις της Χαλκιδικής, η Σπάρτη είχε γίνει τόσο επικίνδυνη όσο και η Αθήνα, δεν άργησε να συμμαχήσει με τους Αθηναίους.
Μετά τον θάνατο όμως του Βρασίδα και την υπογραφή της Νικιείου ειρήνης (421 π.Χ.) βλέποντας πώς η επιρροή της Σπάρτης στη Θράκη μειώθηκε και η αθηναίκή συμμαχία έκεΐ αποδυναμώθηκε, φάνηκε απρόθυμος να τηρήσει τους όρους της συνθήκης του 423/2 με τους Αθηναίους.
Στά χρόνια μάλιστα, που διαμορφώνονταν οι διάφορες συμμαχίες στη Νότια Ελλάδα, ήταν πολύ εφεκτικός και προσπαθούσε να διατηρεί καλές σχέσεις με όλους.
"Ετσι, κατά το τέλος του 418 π.Χ., προσχώρησε στους Λακεδαιμονίους και τους Άργείους.
Με τους εικοσάχρονους αυτούς αγώνες, με την πολιτική του ευστροφία και τη διπλωματική του ικανότητα ο Περδίκκας κατόρθωσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία όλους τους κινδύνους που διέτρεξε η Μακεδονία στους δύσκολους εκείνους καιρούς, να διατηρήσει την ακεραιότητα και ανεξαρτησία της χώρας, να μειώσει σημαντικά την επιρροή των Αθηνών στη Χαλκιδική, κι ακόμη να παίξει σημαντικό ρόλο κατά τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακούπολέμου και να ανυψώσει πολιτικά τη Μακεδονία τόσο, ώστε να την υπολογίζουν σοβαρά οι δύο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας, Αθηναίοι και Σπαρτιάτες.
Τήν ανύψωση της δυνάμεως της Μακεδονίας στα χρόνια του Περδίκκα και την ηρεμία που επικράτησε για χρόνια κατόπιν,
την εκμεταλλεύθηκε κατάλληλα ο διάδοχος του Αρχέλαος (414/13 π.Χ.),
για να επιδοθεί στην αναδιοργάνωση του κράτους και στην παραπέρα πολιτιστική ανάπτυξη της Μακεδονίας.
"Εχτισε κάστρα, άνοιξε δρόμους και εγκατέστησε στρατιωτικά σώματα για να εξαλείψει τη ληστεία και ν' αποκαταστήσει την ασφάλεια στη χώρα, ώστε να μπορέσει ν' αναπτυχθεί το εμπόριο και γενικότερα η οικονομία.
Ακόμη ο Αρχέλαος επιδόθηκε στην αμυντική οργάνωση της χώρας με την κατασκευή στρατιωτικών έργων και στη δημιουργία, σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, αξιόμαχου και συγχρονισμένου στρατού.
Γενικά ο Αρχέλαος υπήρξε ο σημαντικότερος στρατιωτικός οργανωτής πριν από τον Φίλιππο και πρόδρομος των μεγάλων στρατιωτικών μεταρρυθμίσεων του 4ου αιώνα στη Μακεδονία.
Στόν Αρχέλαο αποδίδεται και η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις Αίγες στην Πέλλα.
Η τελευταία, με την επέκταση της Μακεδονίας ως τον Στρυμόνα, βρισκόταν στη μέση του κράτους και μάλιστα κοντά στη θάλασσα, με την όποια έπικοινωνούσε με τον πλωτό ποταμό Λουδία και την ομώνυμη λίμνη.
Άπό τον θάνατο του Αρχελάου ως τον Αμύντα Γ', τον πατέρα του Φιλίππου Β', μεσολαβεί μια περίοδος ταραγμένη και σκοτεινή, από την οποία μόνο τα ονόματα των εφήμερων βασιλέων μας είναι γνωστά.
Ποτέ όμως η Μακεδονία δεν έφθασε σε τόσο απελπιστική κατάσταση όσο στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Αμύντα Γ'.
Δυο φορές την κατέλαβαν, οι Ιλλυριοί πρώτα και κατόπιν οι Χαλκιδεΐς, ώσπου ο Αμύντας με τη βοήθεια των Σπαρτιατών έδιωξε τους Χαλκιδεΐς και την επανέφερε στα όρια που ήταν στην εποχή του Περδίκκα Β' και του Αρχελάου.
"Ετσι, ο διάδοχος του Αλέξανδρος Β' (370/69-369/8 π.Χ.) είχε τη δύναμη, αμέσως μόλις ανέλαβε την εξουσία, να επέμβει, όπως άλλοτε ο Αρχέλαος, στα θεσσαλικά πράγματα.
Η επέμβαση όμως αυτή, που προκάλεσε την αντίδραση των Θεσσαλών και των Θηβαίων, καθώς και άλλες εσωτερικές αναταραχές μέσα στον βασιλικό οίκο, που είχαν ως αποτέλεσμα να περιέλθει ο θρόνος στον Περδίκκα, δευτερό-τοκο γιο του Αμύντα Γ'.
Ο Περδίκκας, όπως και ο ομώνυμος προγονός του, δεν ήθελε να σταθεροποιηθεί η ηγεμονία των Αθηναίων στα θρακικά παράλια. Γι' αυτό, όταν αυτοί επιχείρησαν να καταλάβουν την Αμφίπολη, αντέδρασε σθεναρά και ενίσχυσε την άμυνα της πόλης με μακεδόνικη φρουρά.
"Εδιωξε ακόμη και τον ίδιο τον βασιλιά της Πελαγονίας Μενέλαο τον Πελαγόνα (μεταξύ 363 και 360 π.Χ.) από τη χώρα του, όταν αυτός έδειξε πώς ήθελε να παραμείνει στη συμμαχία των Αθηναίων. Στά 359 όμως έπαθε πανωλεθρία σε μεγάλη μάχη εναντίον των Ιλλυριών, που έπί αιώνες είσέβαλλαν συχνά και λεηλατούσαν τη Μακεδονία.
Μετά την ήττα του Περδίκκα η κατάσταση της Μακεδονίας έγινε απελπιστική.
Ιλλυριοί, Θράκες, Παίονες απειλούν να εισβάλουν σ' αυτή, άνταπαιτητές του θρόνου προβάλλουν αξιώσεις και ο στρατός βρίσκεται σε διάλυση.
Τήν κατάσταση έσωσε ο τελευταίος γιός του Αμύντα Γ', ο Φίλιππος, που αναγορεύθηκε βασιλιάς από τον στρατό σε ηλικία 24 ετών.
Με καταπληκτική δραστηριότητα, αλλά και πονηριά, ο Φίλιππος Β' (354-336 π.Χ.) κατόρθωσε όχι μόνο να σώσει το κράτος, αλλά και να κάνει τη Μακεδονία μέσα σε λίγα χρόνια τη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης.
Με τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στον στρατό, τον ανέδειξε πρώτο στον κόσμο.
Τόν στρατό τον αποτελούσαν κυρίως το ιππικό (οί εταίροι η ίππος η εταιρική), που το συγκροτούσαν Μακεδόνες ευγενείς, και η φάλαγγα, όπου κατατάσσονταν κατά τάξεις οι αγρότες, οι βοσκοί και οι άλλοι κάτοικοι της Μακεδονίας που είχαν εξομοιωθεί με τους εταίρους και ονομάζονταν πεζέταιροι. Αυτός ήταν ο πυρήνας του μακεδόνικου στρατού.
Εκτός από αυτούς υπήρχαν και άλλα τμήματα πιό ελαφρά και ευκίνητα.
"Ολα τα σώματα είχαν μεταξύ τους στενή εξάρτηση και το καθένα από αυτά είχε ορισμένο προορισμό.
Με τον νέο οπλισμό και τη νέα τακτική, που εισήγαγε ο Φίλιππος, ο στρατός έγινε ακαταμάχητος.
Οι πεζέταιροι εξοπλίστηκαν με βαριά και μακριά δόρατα, τις σάρισσες, και με μικρές στρογγυλές ασπίδες, τις πέλτες.
Με σάρισσες μικρότερες εφοδιάστηκαν και οι ιππείς.
Χρησιμοποιήθηκε ακόμη η λοξή φάλαγγα του Επαμεινώνδα που βελτιώθηκε και προσαρμόστηκε από τον Φίλιππο στις απαιτήσεις του μακεδόνικου στρατού.
Σώμα κρούσεως δεν ήταν ένα από τα κέρατα της φάλαγγας, σύμφωνα με τη θηβαίκή τακτική, αλλά το άριστο μακεδόνικο ιππικό (οί εταίροι).
Η φάλαγγα άποτελούσε την αμυντική πτέρυγα, που μπορούσε να δράσει μόνο ως συμπαγής μάζα με το δάσος από τις σάρισσες.
Επειδή η φάλαγγα δεν μπορούσε να αλλάξει μέτωπο ανάλογα με τις περιστάσεις, τα πλευρά της τα προστάτευαν από ενδεχόμενες πλευροκοπήσεις των αντιπάλων τα ελαφρά σώματα.
Ο Φίλιππος, για να συντομεύσει τον χρόνο του πολέμου, εφάρμοσε την τακτική της ολοκληρωτικής εξουθένωσης και συντριβής του αντιπάλου.
Τόν ίδιο σκοπό είχε και η εισαγωγή των πολιορκητικών μηχανών, με τις όποιες έριχναν τα τείχη και ανάγκαζαν τις πόλεις να παραδίνονται πιό γρήγορα.
Στο ναυτικό εισήγαγε τον τύπο των μεγάλων πολεμικών πλοίων, των θωρηκτών της εποχής, τις τετρήρεις και πεντήρεις. Τά οικονομικά μέσα για την οργάνωση του στρατούπροέρχονταν κυρίως από τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου.
Ανυπέρβλητος ήταν όμως ο Φίλιππος στους πολιτικούς ελιγμούς και στη διπλωματία, στην υπηρεσία της όποιας έβαζε και τον πόλεμο.
Στίς επιτυχίες του στον τομέα αυτό τον βοήθησε το χρήμα, που γενναιόδωρα διέθετε στους φίλους που εξαγόραζε και στα φιλομακεδονικά κόμματα, που συντηρούσε ο ίδιος στις ελληνικές πόλεις.
Ο Φίλιππος στό έργο του προχώρησε με σύνεση και μεθοδικότητα. Στήν αρχή απαλλάχτηκε από τους εισβολείς (Ιλλυριούς, Παίονες) και τους άνταπαιτητές του θρόνου και πέτυχε να ενοποιήσει τη Μακεδονία καταλύοντας τα κρατίδια της "Ανω Μακεδονίας.
Στή συνέχεια με την κατάληψη και ενσωμάτωση της Αμφίπολης στο κράτος του (357 π.Χ.) άνοιξε το δρόμο για την περιοχή πέρα από τον Στρυμόνα,- ενώ με την υποταγή της Πύδνας και της Μεθώνης εξασφάλισε τη βάση για μια διείσδυση πρός νότο.
Κατόπιν ο Φίλιππος ανέλαβε να προστατέψει τις Κρηνίδες, αποικία των Θασίων στην περιοχή του χρυσοφόρου Παγγαίου, οι όποιες κάτω από την πίεση των Θρακών ζήτησαν τη βοήθεια του.
Ο Φίλιππος, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία αυτή, κατέλαβε τις Κρηνίδες και εγκατέστησε έκεί Μακεδόνες άποικους και επέκτεινε την κυριαρχία του ως τον Νέστο.
Άπό τότε η πόλη έχει το όνομα του (Φίλιπποι).
Οι εκπληκτικές του όμως επιτυχίες προκάλεσαν συνασπισμό των αντιπάλων του Θρακών, Παιάνων και Ιλλυριών, στους οποίους προστέθηκαν και οι Αθηναίοι (356/5 π.Χ.).
Προτού όμως να προλάβουν αυτοί να έρθουν σε βοήθεια των συμμάχων τους, πέτυχε να καταβάλει τον καθένα χωριστά.
Εκμεταλλευόμενος τον Ιερό πόλεμο αναμείχθηκε στα ελληνικά πράγματα.
Μετά από αποφασιστική μάχη εναντίον των Φωκέων εξασφάλισε τη μακεδόνικη επικυριαρχία σε ολόκληρη τη Θεσσαλία ως την Άλο, εγκατέστησε μακεδόνικες φρουρές στις Παγασές και άλλες πόλεις της και τέλος κατάφερε να γίνει δεκτός ως μέλος του άμφικτυονικούσυνεδρίου, δηλαδή να εγκατασταθεί στην καρδιά της Ελλάδας. Τό 346 π.Χ. έκανε τη λεγόμενη Φιλοκράτειο ειρήνη με τους Αθηναίους, με τους οποίους βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση μετά την κατάληψη της Άμφιπόλεως.
Η ειρήνη αυτή ήταν πραγματικά μια ευκαιρία για συνεργασία του Φιλίππου με τους Αθηναίους. Αυτό άλλωστε επιδίωκε κι ο Φίλιππος και όχι την κατάκτηση της Αθήνας και της Ελλάδας. Διαφορετική όμως γνώμη είχε ο Δημοσθένης, που έβλεπε τα πράγματα με στενό τοπικιστικό πνεύμα. Αυτός τη Φιλοκράτειο είρήνη τη θεωρούσε μία ανάπαυλα, για να διορθωθούν τα οικονομικά της πόλης και γιά
νά μπορέσουν να ανασυγκροτηθούν οι Αθηναίοι για την τελική αναμέτρηση τους με τη Μακεδονία. Υπήρχαν όμως στην Ελλάδα άνθρωποι, που στο πρόσωπο του Φιλίππου έβλεπαν τον ένωτή και σωτήρα της Ελλάδας.
Στό μεταξύ ο Φίλιππος ενσωμάτωσε τη Θράκη στό κράτος του.
Δεν πέτυχε όμως να καταλάβει την Πέρινθο και το Βυζάντιο, όπου όχι μόνο η Αθήνα, αλλά και οι Πέρσες είχαν ζωτικά συμφέροντα.
Τόν Σεπτέμβριο η τον ' Οκτώβριο του 340 π.Χ. οι Αθηναίοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου με την υποστήριξη και των Περσών και συμμάχησαν με τους Εύβοείς, τους Μεγαρείς και τους Κορινθίους.
Χάρη στη διπλωματική ικανότητα του Φιλίππου η διαφορά τους συσχετίστηκε με τον νέο Ιερό πόλεμο.
Έτσι, ο πόλεμος που θά έλυνε οριστικά τις διαφορές του με τους Αθηναίους και τους συμμάχους θά γινόταν, όχι για λογαριασμό του, αλλά με εντολή των άμφικτυόνων.
Στίς 2 Αυγούστου του 338 π.Χ. δόθηκε η αποφασιστική μάχη κοντά στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας.
Οι σύμμαχοι ηττήθηκαν, μετά από γενναία αντίσταση.
Ο Φίλιππος, παρά τη συνήθεια του, δεν καταδίωξε τους αντιπάλους για να τους εξοντώσει, κι αυτό γιατί είχε αποφασίσει οριστικά να συμφιλιωθεί με αυτούς, ιδιαίτερα με τους Αθηναίους, και όχι να τους υποτάξει.
Κι ενώ φάνηκε αμείλικτος πρός τους Θηβαίους, σε χωριστή ειρήνη, που έκλεισε με τους Αθηναίους, φάνηκε πολύ ήπιος.
Πόσο διαφορετική εικόνα του Φιλίππου παρουσίαζε ο Δημοσθένης στους λόγους του, όπου τον άποκαλούσε βάρβαρο και καταστροφέα της ελληνικής ελευθερίας!
Τόν χειμώνα της ίδιας χρονιάς, ύστερα από πρόσκληση του Φιλίππου, απεσταλμένοι των ελληνικών πόλεων, έκτος από τη Σπάρτη, συγκεντρώθηκαν στην Κόρινθο για να πάρουν κοινές αποφάσεις για τη νέα τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα.
Αποφάσισαν να σταματήσουν τις προστριβές αναμεταξύ τους καί να γίνει γενική ειρήνη (κοινή ειρήνη)• να είναι ελεύθερη η θαλάσσια επικοινωνία και να απαγορευτεί η πειρατεία- να μή θιγεί η ελευθερία και αυτονομία των πόλεων και να μήν επιτραπεί η βίαιη μεταβολή του πολιτεύματος σ' αυτές.
Επιστέγασμα όλων αυτών των αποφάσεων ήταν η συγκρότηση πανελλήνιας συμμαχίας. Με τη συμμαχία αυτή, που την εκπροσωπούσε το συνέδριο, που είχε έδρα την Κόρινθο, ο Φίλιππος έκανε αιώνια συμμαχία και έπιμαχία, και ως ηγεμόνας του συνεδρίου ανέλαβε την αρχηγία της συμμαχίας.
Τήν άνοιξη της επόμενης χρονιάς το συνέδριο της Κορίνθου του ανέθεσε, ως αρχηγό του στρατού, τον πόλεμο εναντίον των Περσών, που τους θεώρησαν εχθρούς της «κοινής ειρήνης». Γιά να μπορέσει να πραγματοποιήσει το μεγάλο εγχείρημα του παραχώρησαν έκτακτες εξουσίες με τον τίτλο του «στρατηγού αύτοκράτορος».
Τήν άνοιξη του 336 π.Χ. έστειλε ως προφυλακή στην Ασία 10.000 άνδρες με επικεφαλής τον Παρμενίωνα και τον γαμπρό του "Ατταλο με σκοπό να διατηρήσουν το προγεφύρωμα που σχηματίστηκε εκεί και να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις.
Ο ίδιος με την κύρια δύναμη θά ακολουθούσε αμέσως.
Τό καλοκαίρι όμως της ίδιας χρονιάς, στους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο, δολοφονήθηκε στις Αίγες, σε ηλικία 47 ετών.
Τόν κίνδυνο της αναρχίας απέτρεψαν τότε οι στρατηγοί του Φιλίππου, προπαντός ο Αντίπατρος στη Μακεδονία και ο Παρμενίων στην 'Ασία, που ανεπιφύλακτα πήραν το μέρος του νόμιμου διαδόχου και γιου του Αλεξάνδρου.
Ο Φίλιππος υπήρξε αναμφίβολα εξέχουσα προσωπικότητα και αυτό το αναγνώριζαν οι σύγχρονοι του. Δεν είναι υπερβολικά τα λόγια του ίστορικού Θεοπόμπου που έγραψε ότι η Ευρώπη δεν ανέδειξε άλλον μεγαλύτερον άνδρα από τον Φίλιππο, τον γιό του Αμύντα.
Υπήρξε λαμπρός στρατηγός,μεγάλος οργανωτής και ικανότατος διπλωμάτης και πολιτικός.
Ηταν αρκετά μορφωμένος και διατηρούσε στενές σχέσεις με τους κορυφαίους του πνεύματος.
Ήξερε καλά τα ανθρώπινα και ασκούσε αληθινή γοητεία και τεράστια επιρροή στους ανθρώπους που τον έγνώριζαν.
Κατόρθωσε όχι μόνο να ενώσει τους Έλληνες και να αναδείξει τη Μακεδονία ως τη μεγαλύτερη δύναμη της Ευρώπης, αλλά και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια νέα εποχή.
Ο Αλέξανδρος Γ' (336-323 π.Χ.), αφούα παλλάχτηκε από όλους εκείνους που ήταν η μπορούσαν να γίνουν επικίνδυνοι για τον θρόνο, κατέβηκε στη Νότια Ελλάδα, για να προλάβει πιθανές αναταραχές και ανακατατάξεις.
Έκεΐ του αναγνωρίστηκαν όλα τά δικαιώματα που είχαν παραχωρήσει στον πατέρα του Φίλιππο, του ανανέωσαν την εντολή για τον πόλεμο εναντίον της Περσίας και τον εξέλεξαν, όπως και τον πατέρα του, «στρατηγό αυτοκράτορα».
Μονάχα οι Σπαρτιάτες δεν δέχτηκαν να πάρουν μέρος στον πανελλήνιο αγώνα εναντίον των Περσών προφασιζόμενοι «μή είναι πάτριον σφίσι άκολουθεΐν άλλους, άλλ' αυτούς άλλων ήγεΐσθαι».
Μία επίδειξη δυνάμεως, για να κρατήσει σε υποταγή τους βαρβάρους της Βαλκανικής, τον έφερε πέρα από τον Δούναβη (335 π.Χ.).
Στη συνέχεια κατέβαλε και την επανάσταση που έκαναν οι Ιλλυριοί με τον ηγεμόνα Κλεΐτο, στους οποίους είχε προσχωρήσει και ο βασιλιάς των Ταυλαντίων Γλαυκίας.
Κατέβαλε επίσης και την πιό επικίνδυνη επανάσταση των Θηβαίων, που βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους Αθηναίους και που υποστηρίζονταν με χρήματα από τους Πέρσες. Τό συνέδριο της Κορίνθου τους τιμώρησε σκληρά για παραδειγματισμό.
Ο Αλέξανδρος δεν πείραξε τους άλλους επαναστάτες.
Ιδιαίτερα ήπια μεταχειρίστηκε τους Αθηναίους, γιατί ένιωθε συμπάθεια γι' αυτούς και τον πολιτισμό τους, αλλά και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Τήν επόμενη χρονιά (334 π.Χ.) έξεστράτευσε στήν Ασία, αφού άφησε ως αντιπρόσωπο του τον στρατηγό Αντίπατρο με το ένα τέταρτο του στρατούτου για να προστατεύει τη Μακεδονία.
Ο Αντίπατρος ποτέ δεν πήρε μέρος στην ασιατική εκστρατεία.
Εμεινε στη Μακεδονία ως διοικητής της Ευρώπης, «στρατηγός της Ευρώπης», ως τον θάνατο του (334-314 π.Χ.).
Οι αρμοδιότητες του ήταν:
α) να εξασφαλίζει την τάξη και την ησυχία στη Μακεδονία και στις χώρες που εξαρτιόνταν από αυτή, β) να αποκρούει κάθε εχθρική επίθεση από το εξωτερικό• και
γ) να υποστηρίζει τον Αλέξανδρο, που αγωνιζόταν στην Ασία, με την αποστολή εφεδρειών από τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα.
Είναι φανερό ότι στις αρμοδιότητες τρυ άνηκε και η διεξαγωγή πολέμου στην Ευρώπη. Πόσο πολύτιμη ήταν η συμβολή του Αντιπάτρου, όσο απουσίαζε ο Αλέξανδρος, και πόσο δίκιο είχε αυτός να τον αφήσει με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και ευρεία δικαιοδοσία, το απέδειξαν οι πόλεμοι που έκανε στην Ευρώπη εναντίον των Θρακών, των Ιλλυριών και των ίδιων των Περσών, όταν αυτοί επιχείρησαν να μεταφέρουν τον πόλεμο στην Ευρώπη.
3. Η Μακεδονία στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου
Ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου προκάλεσε σοβαρές αναστατώσεις στην Ελλάδα.
Αμέσως πήραν θάρρος και επαναστάτησαν πρώτα η Αθήνα και η Αιτωλία, που ήταν τότε οι πιό ισχυρές, και στη συνέχεια προσχώρησαν σ' αυτές και άλλες πολιτείες της Κεντρικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, οι όποιες συνέπηξαν πανελλήνια συμμαχία κατά της Μακεδονίας με αρχηγό τον ικανό Αθηναίο στρατηγό Λεωσθένη.
Ακολουθεί ο Λαμιακός,πόλεμος που ονομάστηκε έτσι από την πόλη Λαμία, όπου είχε πολιορκηθεί ο Αντίπατρος.
Τόν Αύγουστο όμως του 322 οι σύμμαχοι νικήθηκαν στην Κραννώνα και συνθηκολόγησαν. Ο Αντίπατρος ακολουθώντας διαφορετική τακτική από εκείνη του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, κράτησε μία στάση σκληρή απέναντι στις ελληνικές πόλεις, και ιδιαίτερα απέναντι στην ' Αθήνα- ζήτησε την υποταγή των ελληνικών πόλεων, τοποθέτησε ακόμη μακεδόνικες φρουρές και εισήγαγε στις ελληνικές πόλεις ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα.
Στήν εξουσία ήρθαν τα μακεδόνικα κόμματα και οι αρχηγοί των αντίπαλων κομμάτων καταδιώχτηκαν σκληρά και θανατώθηκαν.
Ακολουθούν νέες εσωτερικές αναταραχές μέσα στην απέραντη αυτοκρατορία, ώσπου το καλοκαίρι του 321 π.Χ. ο Αντίπατρος στη συνέλευση που έγινε στην Τριπαράδεισο της Συρίας ανακηρύχτηκε από τον στρατό του επιμελητής των βασιλέων, δηλαδή άντιβασιλέας.
Παράλληλα με το μεγάλο αυτό αξίωμα διατήρησε και τη στρατηγία της Ευρώπης.
Συνεπής όμως στη μέχρι τότε μακεδόνικη πολιτική του, πήρε μαζί του και τους νόμιμους βασιλείς και μ' αυτό τον τρόπο μετέφερε το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας του από την 'Ασία στην Ευρώπη. Τό γεγονός αυτό συνετέλεσε σημαντικά στη διάλυση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, επειδή η αυτοκρατορία αυτή που έφτανε ως τις Ινδίες ήταν αδύνατο να διοικηθεί από την Ευρώπη και να κρατήσει τη συνοχή της.
Ο Αντίπατρος, σύντομα μετά την επιστροφή του από την 'Ασία, πέθανε από πυρετό το 319, αφούδιόρισε ως αντικαταστάτη του και στρατηγό της Ευρώπης τον Πολυπέρχοντα (319-316 π.Χ.), έναν από τους επιφανέστερους και παλιότερους συντρόφους του Μ. Αλεξάνδρου. Τά χρόνια όμως που ακολουθούν είναι καταστρεπτικά για τη δυναστεία και την ενότητα του κράτους.
Ο Πολυπέρχων, παρά την υποστήριξη της ' Ολυμπιάδας, ανατράπηκε, ενώ ο 'Αρριδαΐος και η σύζυγος του Ευρυδίκη δολοφονήθηκαν, όπως δολοφονήθηκε και η ίδια η ' Ολυμπιάδα
τό 316 π.Χ. στην Πύδνα από τον γιό του Αντιπάτρου, τον Κάσσανδρο, ο όποιος τελικά επιβλήθηκε ως βασιλιάς της Μακεδονίας (316-298 π.Χ.).
Ο γιος του Αλεξάνδρου, ο Αλέξανδρος Δ', μαζί με τη μητέρα του Ρωξάνη, φυλακίστηκαν στην Αμφίπολη.
Τό ίδιο έτος ιδρύθηκαν από τον Κάσσανδρο η Θεσσαλονίκη και η Κασσάνδρεια (στή θέση της αρχαίας Ποτείδαιας).
Με την ίδρυση των δύο πόλεων, που η πρώτη είχε το όνομα ενός απογόνου της αρχαίας δυναστείας των 'Αργεαδών (τής Θεσσαλονίκης, συζύγου του Κασσάνδρου και αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου) και η δεύτερη το δικό του, πίστευε ότι εγκαινίαζε για τη Μακεδονία νέα εποχή με την ένωση των δύο οίκων και την ανάδειξη της νέας δυναστείας στην εξουσία.
Ο Κάσσανδρος άνηκε σε οικογένεια φιλόμουση.
Ο πατέρας του, ο Αντίπατρος, ήταν φίλος του Αριστοτέλη, που τον όρισε μάλιστα και εκτελεστή της διαθήκης του, και διατηρούσε σχέσεις με πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδας (Ισοκράτη, Δημάδη), με την Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη, καθώς και με πολλούς πνευματικούς άνδρες της εποχής του, όπως τον Θεόφραστο, τον Δημήτριο τον Φαληρέα και τον ρήτορα Δείναρχο.
Ο ίδιος είχε γράψει και σύγγραμμα «τάς Περδίκκου πράξεις, Ιλλυρικός», που δυστυχώς μόνο ο τίτλος του διασώθηκε. Στους ρωμαίκούς- χρόνους σώζονταν δύο τόμοι των επιστολών του. ' Ο Κάσσανδρος φαίνεται ότι άσχολούνταν ιδιαίτερα με τον "Ομηρο και γι' αυτό τον αποκαλούσαν «φιλόμηρο».
Ο Κάσσανδρος, όταν πέθανε, άφησε τον θρόνο στον γιό του Φίλιππο.
Κι αυτός όμως μετά από τετράμηνη βασιλεία ακολούθησε τον πατέρα του στον τάφο. Ο θάνατος του Κασσάνδρου υπήρξε πραγματικά μεγάλη συμφορά για τη Μακεδονία, επειδή ακολούθησε μεγάλη αναρχία.
Τότε όλοι σχεδόν οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου άπέβλεψαν στην κατάληψη της μακεδόνικης βασιλείας και πρώτος ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (294-287 π.Χ.).
Χωρίς αμφιβολία ο Δημήτριος ήταν ο ικανότερος και ο ευφυέστερος άπ' όλους τους Μακεδόνες βασιλείς μετά τον Αλέξανδρο και η βασιλεία του θά ήταν σωστή ευλογία για τη χώρα του, αν έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν και πολιτευόταν καλύτερα κατά την περίοδο της εφτάχρονης βασιλείας του.
Δυστυχώς τον μακεδόνικο θρόνο τον θεωρούσε πάντα σάν προσωρινή λύση και ονειρευόταν διαρκώς ν' ανακτήσει το ασιατικό κράτος του πατέρα του, ώσπου έχασε και την ίδια τη Μακεδονία.
Άπό την αναρχία και το χάος ησύχασε η Μακεδονία όταν ύστερα από 13 χρόνια επικράτησε ο Αντίγονος ο Γονατάς (274-239 π.Χ.).
4. Η Μακεδονία στα χρόνια των Άντιγονιδών
Ο Αντίγονος ο Γονατάς (274-239 π.Χ.), που έγινε κύριος της Μακεδονίας και του μεγαλύτερου τμήματος της Ελλάδας, έδωσε νέα δυναστεία που κυβέρνησε στη χώρα περισσότερο από έναν αιώνα.
Στά χρόνια τα δικά του και των διαδόχων του, ως την εμφάνιση των Ρωμαίων, η Μακεδονία έγινε μια από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις, που ρύθμιζαν τα ζητήματα της Ανατολής.
Ο Γονατάς με τις στρατιωτικές του επιτυχίες έθεσε σε κίνδυνο την αρχή της ισορροπίας των δυνάμεων που ρύθμιζε τότε τις σχέσεις των ελληνιστικών κρατών, αρχή που κανένας στό παρελθόν δεν είχε τολμήσει να παραβεί χωρίς να προκαλέσει τον συνασπισμό και την αντίδραση των άλλων. Η αντίδραση αυτή δεν άργησε να εκδηλωθεί και εναντίον του Αντιγόνου.
"Οταν ο διοικητής της Χαλκίδας και της Κορίνθου Αλέξανδρος, που δεν άρκούνταν στον ρόλο του άντιβασιλιά της Ελλάδας, που ο πατέρας του ο Κρατερός του είχε κληροδοτήσει το 253 η 252 π.Χ., επαναστάτησε εναντίον του βασιλιά, έσπευσαν να τον βοηθήσουν όχι μόνο ο Αντίοχος Β' της Συρίας, που έβλεπε με ζηλοτυπία την αύξηση της Μακεδονίας, αλλά και όλοι οι εχθροί της Μακεδονίας στην Ελλάδα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες πέθανε το 239 π.Χ. ο Αντίγονος ο Γονατάς, μετά από βασιλεία 34 ετών και τον διαδέχτηκε ο γιός του Δημήτριος.
Ο Αντίγονος δεν ήταν καλός στρατιωτικός, αλλά ικανός πολιτικός και καλλιεργημένος άνθρωπος.
"Οταν ήταν νέος είχε μαθητεύσει στην Αθήνα κοντά στον Ζήνωνα, τον ιδρυτή της Στοάς, και είχε επηρεαστεί πολύ από τη φιλοσοφία του.
Επίσης, ακολουθώντας τις παραδόσεις των Μακεδόνων βασιλέων, υποστήριξε με κάθε τρόπο τα ελληνικά γράμματα. Ο ίδιος βρισκόταν σε πνευματική επικοινωνία με εξέχοντες φιλοσόφους της εποχής.
Στήν περίοδο της βασιλείας του Δημητρίου του Β' (238-229 π.Χ.) η Μακεδονία γνώρισε μακρά περίοδο με μεγάλες δυσκολίες και συνεχείς αγώνες (Δημητριακούς πολέμους από 238-229 π.Χ.).
Οι μακεδόνικες κτήσεις στην Ελλάδα είχαν περιοριστεί στό ελάχιστο.
Οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις, η Αχαίκή και η Αίτωλική Συμπολιτεία, που είχαν στενές σχέσεις με τη Σπάρτη, την Ηλεία, τη Μεσσηνία και τη Βοιωτία, είχαν συνασπισθεί εναντίον της Μακεδονίας.
Γιά πρώτη φορά μετά τα Περσικά η Ελλάδα που βρισκόταν στα νότια των Θερμοπυλών παρουσιαζόταν τόσο ενωμένη. Καί θά ήταν ευχής έργο η συνεννόηση αυτή να διαρκούσε για πολύ και να ίσχυε για τους αλλόφυλους Ρωμαίους, που εκμεταλλευόμενοι ακριβώς τις αντιθέσεις και διαμάχες των Ελλήνων, εμφανίστηκαν σάν ελευθερωτές τους μετά από 40 χρόνια.
Αν συνέβαινε αυτό, η Ρώμη δεν θά έβαζε ποτέ πόδι στη Βαλκανική και η ελληνική ελευθερία θά είχε οριστικά παγιωθεί.
Ακολουθεί ο Αντίγονος Β' ο Δώσων (= παραδώσων), που κυβέρνησε τη Μακεδονία όχι ως επίτροπος του Δημητρίου, αλλά αργότερα και ως υπεύθυνος βασιλιάς ως τον θάνατο του (221 π.Χ.).
Στό μεταξύ δεν μπόρεσε να αντιδράσει στην επέμβαση των Ρωμαίων στην Ιλλυρία (229 π.Χ.), που μέχρι τότε βρισκόταν στη σφαίρα επιρροής της Μακεδονίας και έχασε όλες τις κτήσεις που βρίσκονταν νότια από τον Ολυμπο, έκτος από την Πελασγιώτιδα, τη Θεσσαλία και την Εύβοια.
Ο γιός του Φίλιππος ο Ε' (221-179 π.Χ.), επειδή ήταν ανήλικος (μόλις 17 ετών), είχε τεθεί, μετά από υπόδειξη του πατέρα του, ύπό την κηδεμονία ενός συμβουλίου που αποτελούνταν από άνδρες έμπειρους και ικανούς.
Εντούτοις αυτός από την πρώτη στιγμή έδειξε τα ηγετικά του προσόντα.
Οι Αιτωλοί, που από την ίδρυση της «κοινής συμμαχίας» του Αντιγόνου είχαν εξαναγκαστεί σε πλήρη απραξία, επωφελούμενοι από την κυβερνητική αλλαγή στη Μακεδονία, έκαμαν επίθεση εναντίον της Μεσσηνίας, με σκοπό την αρπαγή και τη λεηλασία.
Η ' Αχαΐα, για να προστατέψει τους Μεσσηνίους, έκλεισε με αυτούς χωριστή ειρήνη. Αυτό ανάγκασε την Αχαίκή Συμπολιτεία να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Αιτωλίας.
Στόν πόλεμο αυτό που ονομάζεται «συμμαχικός πόλεμος», πήρε μέρος και η Μακεδονία σάν προστάτρια της Αχαίας.
Ο Φίλιππος, μετά από πρόσκληση του 'Αράτου εμφανίστηκε με σημαντικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο, δέχτηκε στην ελληνική συμμαχία τη Μεσσηνία και κάλεσε τους αντιπροσώπους του συνεδρίου στην Κόρινθο ν' αποφασίσουν από κοινούτόν πόλεμο κατά των Αιτωλών.
Στό μεταξύ οι Αιτωλοί, που επωφελήθηκαν από την απουσία του Φιλίππου από τη Μακεδονία, αφούπέρασαν από τη Θεσσαλία και την κοιλάδα των Τεμπών, εισέβαλαν στην Πιερία και κατέστρεψαν εντελώς την ιερή πόλη των Μακεδόνων Δίον (219 π.Χ.), χωρίς να λυπηθούν ούτε τους ναούς των θεών ούτε τα αναθήματα τους.
Ο Φίλιππος, για ν' ανταποδώσει τα ίδια, εισέβαλε στην Αιτωλία το επόμενο έτος (218) και κατέστρεψε την πόλη Θέρμο.
Η καταστροφή του Θέρμου υπήρξε φοβερό πλήγμα για τους Αιτωλούς, που δεν ήθελαν πιά να συνεχίσουν τον πόλεμο και ήταν έτοιμοι να ειρηνεύσουν.
Τό καλοκαίρι όμως του 216 π.Χ. έγινε η νίκη των Καρχηδονίων στις Κάννες, που άνοιξε τον δρόμο για συνεννοήσεις ανάμεσα στον Αννίβα και στον Φίλιππο, αλλά και για τη σύγκρουση του Μακεδόνα βασιλιά με τους Ρωμαίους, γιατί το επόμενο έτος (215 π.Χ.) υπογράφηκε η συμμαχία, με την οποία παραχωρούνταν στον Φίλιππο οι ρωμαίκές κτήσεις στην Ιλλυρία και αναγνωρίζονταν ως σφαίρα επιρροής του η "Ηπειρος και η Ιλλυρία, σάν αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που ήταν υποχρεωμένος να στείλει στον Αννίβα.
Ο πρώτος Μακεδόνικος πόλεμος (215-205 π.Χ.), που από το ένα μέρος δέσμευε τις δυνάμεις του Φιλίππου στη Βαλκανική και στην Ελλάδα για πολλά χρόνια και δεν τον άφηνε να στείλει την τόσο απαραίτητη βοήθεια στον Αννίβα, ούτε και να εκπληρώσει τον αντικειμενικό του σκοπό, να εκδιώξει δηλαδή τους Ρωμαίους από την Ιλλυρία, από το άλλο αποδεκάτισε τους "Ελληνες και κατέστρεψε τη χώρα τους από τη μία άκρη ως την άλλη.
Οι μόνοι που βγήκαν κερδισμένοι από τον πόλεμο αυτόν ήταν οι Ρωμαίοι, που σ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα κατόρθωσαν ν' αντιμετωπίσουν με επιτυχία τον Αννίβα, που είχε απομονωθεί στη Νότια Ιταλία, και να τον κάνουν τελικά ακίνδυνο.
Ο δεκάχρονος αυτός πόλεμος έληξε το 205 π.Χ. στη Φοινίκη της Ηπείρου με πλήρη ανάμειξη των Ρωμαίων στη Βαλκανική και στα ελληνικά πράγματα.
Οι άξεστοι Ρωμαίοι φάνηκαν διπλωματικότεροι από τους πολιτισμένους Ελληνες.
Ο Φίλιππος, επειδή πίστευε ότι μια αναμέτρηση με τους Ρωμαίους ήταν αναπόφευκτη, αφού αυτοί εξακολουθούσαν να παραμένουν στην Ιλλυρία, και επειδή δεν υπολόγιζε πιά σε ξένη βοήθεια ούτε και σ' αυτήν ακόμη των συμμάχων του, αρχισε από την επόμενη μέρα της συνθήκης της Φοινίκης να προετοιμάζεται εντατικά.
Φρόντισε να ενισχύσει τις δυνάμεις του με την αύξηση των πόρων και με την κατάληψη νέων εδαφών, να ναυπηγήσει ισχυρό στόλο, ν' ανασυγκροτήσει την οικονομία του κράτους με την εισαγωγή νέων διοικητικών και κοινωνικών μέτρων και ν' αποκαταστήσει το γόητρο του που είχε μειωθεί εξαιτίας της τροπής του πολέμου.
Δυστυχώς όμως στην εξωτερική πολιτική του πολιτεύτηκε με τόση αδεξιότητα, ώστε δημιούργησε πλήθος από εχθρούς τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα και στό Αιγαίο, όσο και στη Μ. 'Ασία και Αίγυπτο και ήλθε σε σύγκρουση με τα ελληνιστικά βασίλεια της Συρίας, της Περγάμου και της Αιγύπτου.
Τότε οι Ρωμαίοι ζήτησαν από τον Φίλιππο να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον των ' Ελλήνων και να επιστρέψει τα εδάφη που είχε κατακτήσει, άλλ' αυτός, επειδή η αποδοχή τέτοιων όρων θά τον μετέβαλλε σε υποχείριο των Ρωμαίων, τους απέρριψε χωρίς συζήτηση.
Οι δύο αντίπαλοι, με ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις, συναντήθηκαν σε μια λοφοσειρά, στις Κυνός Κεφαλές (198 π.Χ.), δυτικά των Φερρών.
'Εκεί η μακεδόνικη φάλαγγα, που θεωρούνταν ως τότε ακατάβλητη, αποδείχτηκε κατώτερη από τους ευκίνητους ρωμαίκούς λόχους (manipulos).
Ο Φίλιππος δέχτηκε ο,τι απέρριπτε προηγουμένως και ο Φλαμινίνος δεν αύξησε τις αξιώσεις του, σε αντίθεση πρός τους συμμάχους του Αιτωλούς, που ήθελαν να συνεχίσουν τον πόλεμο ως την ολοκληρωτική εξόντωση του Φιλίππου.
Ο Φλαμινίνος ήθελε να διατηρηθεί η Μακεδονία ισχυρή, για να χρησιμεύσει άπ' τη μια μεριά σάν προμαχώνας στις επιθέσεις των βαρβάρων λαών κατά της Βαλκανικής και από την άλλη σάν αντίρροπη δύναμη εναντίον των απαιτητικών και υπερφίαλων Αιτωλών. "Ισως ακόμη ο κίνδυνος από τον 'Αντίοχο Γτον Μέγα της Συρίας τον έκαμε να μή θέλει να σπρώξει τον Φίλιππο στην απόγνωση, πράγμα που θά τον ανάγκαζε να ενωθεί με τον 'Αντίοχο.
Η συμφωνία επικυρώθηκε στη Ρώμη από τη Σύγκλητο και τον λαό και το 196 π.Χ. έφτασε στην Ελλάδα επιτροπή από δέκα συγκλητικούς, για να τακτοποιήσει τα ζητήματα στις λεπτομέρειες τους.
Σύμφωνα με τη συνθήκη, ο Φίλιππος ήταν υποχρεωμένος ν' αναγνωρίσει την ελευθερία και αυτονομία όλων των ελληνικών πόλεων της Ελλάδας και της Μ. Ασίας, να παραιτηθεί άπ' όλες τις κτήσεις του στη Θράκη και Μ. 'Ασία, ν' αποσύρει τις φρουρές του από την Ελλάδα, να παραδώσει όλο τον στόλο του, έκτος από έξι πλοία, και να πληρώσει πολεμική αποζημίωση 1.000 τάλαντα.
Οι Όρέστες, οι Μαγνήτες και οι Περραιβοί αποσπάστηκαν από τη Μακεδονία και ανακηρύχτηκαν ελεύθεροι.
Στη συνέχεια ο Φίλιππος προσχώρησε στη συμμαχία των Ρωμαίων και πρόσφερε σ' αυτούς το έδαφος και τις δυνάμεις του στη διάρκεια του πολέμου που αυτοί μετά από λίγο κήρυξαν εναντίον του 'Αντιόχου Γ'. Στη διάρκεια των επιχειρήσεων πρόσφερε πραγματικά πολύτιμες υπηρεσίες και γι' αυτό οι Ρωμαίοι ικανοποίησαν μερικές απαιτήσεις του και του επέτρεψαν να καταλάβει μερικά εδάφη στη Θεσσαλία και 'Αθαμανία.
"Οταν όμως κέρδισαν τον πόλεμο, τον αγνόησαν.
Ο Φίλιππος, βλέποντας τις εχθρικές διαθέσεις της Ρώμης και θεωρώντας ότι η σύγκρουση μ' αυτήν ήταν αναπόφευκτη, αρχισε πάλι να προετοιμάζεται για τον πόλεμο που θά ήταν τώρα πόλεμος ζωής η θανάτου.
Αύξησε τη φορολογία και τους λιμενικούς δασμούς, εκμεταλλεύτηκε εντατικά τα ορυχεία και τα μεταλλεία, ακόμη κι εκείνα που από πολύ καιρό είχαν εγκαταλειφθεί και για ν' αυξήσει τον πληθυσμό της χώρας ευνόησε με νομοθετικά μέτρα την πολυτεκνία και τη μετακίνηση θρακικών λαών στα παράλια και σε μέρη, όπου ο γηγενής πληθυσμός είχε αραιώσει.
Δυστυχώς πάνω στις προετοιμασίες του πέθανε ο δραστήριος αυτός ηγεμόνας σε ηλικία 59 χρόνων.
Τόν Φίλιππο τον διαδέχτηκε ο πρωτότοκος γιός του Περσέας (179-169 π.Χ.). Αυτός δεν ήθελε ν' αναμετρηθεί με τη Ρώμη και προσπάθησε να αποφύγει τη σύγκρουση όσο ήταν δυνατό. Γι' αυτό, μόλις ανέλαβε την εξουσία, ανανέωσε τη συμμαχία του με τη Ρώμη και ζήτησε από τη σύγκλητο την αναγνώριση του.
Άλλά για την ασφάλεια του και επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στην πολιτική της Ρώμης, συνέχισε τις προετοιμασίες του πατέρα του, συγκέντρωνε θησαυρούς και διατηρούσε ισχυρό στρατό. Προσπάθησε ακόμη να επεκτείνει τη δύναμη του και στα γειτονικά έθνη με ειρηνικές διαπραγματεύσεις, αλλά και με επικίνδυνες εκστρατείες. Επίσης στην Ελλάδα, όπου τα πνεύματα είχαν αρχίσει να μεταστρέφονται, έβρισκε πολλές συμπάθειες και ιδιαίτερα στα λαίκά στρώματα. Τότε ο βασιλιάς της Περγάμου Εύμένης κατήγγειλε τον Περσέα στη ρωμαίκή σύγκλητο για τις προετοιμασίες του. Μάταια απεσταλμένοι του Περσέα και των Ροδίων προσπάθησαν να μεταπείσουν τους συγκλητικούς.
Ο πόλεμος είχε προαποφασιστεί.
Καί όταν ρωμαίκή πρεσβεία, που είχε σταλεί στην Ελλάδα, επιβεβαίωσε τις καταγγελίες του Εύμένη, ο ρωμαίκός λαός τον κήρυξε πιά επίσημα. "Ετσι αρχισε ο τρίτος Μακεδόνικος πόλεμος (171-168 π.Χ.), ο όποιος μπήκε στην αποφασιστική του φάση, όταν οι Ρωμαίοι ανέθεσαν την αρχιστρατηγία σε στρατηγό δοκιμασμένο και πολιτικά συνετό, τον Λ. Αιμίλιο Παύλο, που διακρινόταν για τη μόρφωση και το φιλελληνισμό του.
Ο Αιμίλιος Παύλος βάδισε με βάση ένα καλά οργανωμένο σχέδιο. Με έναν πετυχημένο ελιγμό ανάγκασε τον Περσέα να εγκαταλείψει τις οχυρές του θέσεις στις βόρειες πλαγιές του ' Ολύμπου και να υποχωρήσει στην πεδιάδα της Πύδνας. 'Εκεί, στις 22 Ιουνίου του 168 π.Χ., δόθηκε η μάχη που μέσα σε μια ώρα έκρινε την τύχη της Μακεδονίας και ολόκληρης της Ανατολής. Ο βασιλιάς επικεφαλής του ίππικούεγκατέλειψε τη μάχη και διέφυγε στην Πύδνα. Άπό εκεί πήγε στήν
Αμφίπολη και στη συνέχεια κατέφυγε στό ίερό των Καβείρων στη Σαμοθράκη, άλλ' αναγκάστηκε αμέσως να παραδοθεί στον νικητή χωρίς όρους. Η Μακεδονία μέσα σε δύο μέρες καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους. Η μόνη στρατιωτική δύναμη που μπορούσε να αναμετρηθεί με τη Ρώμη δεν υπήρχε πιά. Οι ελληνικές πολιτείες και τα ελληνικά κράτη της Ανατολής, ανίκανα ν' αντιδράσουν, θά ακολουθήσουν σε λίγο την τύχη της Μακεδονίας.
5. Η Μακεδονία κατά τη ρωμαίκή εποχή
Με τη συνθήκη της Αμφίπολης, που έγινε το επόμενο έτος (167 π.Χ.), η Μακεδονία έχασε την ελευθερία αλλά και την ενότητα της.
Οι Ρωμαίοι τη διαίρεσαν σε τέσσερα διαμερίσματα, τις μερίδες. Κάθε μερίδα είχε τους δικούς της αρχοντες, που τους έξέλεγε για ένα χρόνο, και ένα αντιπροσωπευτικό συμβούλιο, το συνέδριο. Τήν κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκε κάποιος τυχοδιώκτης, ο Άνδρίσκος, από το Άδραμύτειο της Μ. Ασίας, για να καταλάβει τον μακεδόνικο θρόνο και να κινήσει τους Μακεδόνες κατά των Ρωμαίων. Κατόπιν εμφανίστηκε άλλος διεκδικητής του θρόνου, ο Αλέξανδρος, αλλά και αυτός νικήθηκε.
Τό 143/2 π.Χ. παρουσιάστηκε νέος υποψήφιος του θρόνου, κάποιος Ψευδοφίλιππος, που έλεγε ότι ήταν γιός του Περσέα και τον υποστήριζαν οι Θράκες. Αυτός παρέσυρε πολλούς Μακεδόνες, ιδίως από τα κατώτερα στρώματα, αλλά εύκολα ο ταμίας του Α. Λικινίου Νέρβα, ο Λ. Τρεμέλλιος Σκρώφας, κατέπνιξε το κίνημα του.
"Υστερα από τις αλλεπάλληλες αυτές περιπέτειες, η χώρα υποφέρει από τις εισβολές των βαρβαρικών λαών από βορρά. Τό 119/8 π.Χ., 29 μόλις χρόνια από τη μέρα που η Μακεδονία μεταβλήθηκε σε ρωμαίκή επαρχία, ισχυρά στίφη Γαλατών, οι Σκορδίσκοι, που συνεργάζονταν με τον ηγεμόνα των ΜαίδωνΤίπαν, εισέβαλαν στη Βόρεια Μακεδονία.
Ο διοικητής της Μακεδονίας, ο πραίτορας Σεξ. Πομπήιος, νικήθηκε σε μια μάχη κοντά στό "Αργός της Παιονίας κι έπεσε νεκρός. Τήν κατάσταση έσωσε ο ταμίας του Μάρκος" "Ανιος.
Δεν πέρασε όμως ούτε μία πενταετία από την εισβολή αυτή και οι Σκορδίσκοι απείλησαν και πάλι τη Μακεδονία. Τόν αγώνα εναντίον τους διεξήγαγε ο ύπατος και στη συνέχεια ανθύπατος της Μακεδονίας Μ. Λίβιος Δρούσος (112-110). Τέλος, μόλις μετά από δύο χρόνια κατόρθωσε ο ανθύπατος Μ. Μινούκιος Ρούφος (108 π.Χ.) να τους κατανικήσει και ν' αποκαταστήσει την ησυχία για αρκετά χρόνια.
Η Μακεδονία δεν υπέφερε μόνο από τις βαρβαρικές επιδρομές, αλλά κι από τους εμφύλιους πολέμους της Ρώμης (49-30 π.Χ.). Τρεις μεγάλοι πόλεμοι έγιναν σε μακεδόνικο η ελληνικό έδαφος με όλα τα τρομερά επακόλουθα για τους κατοίκους.
Βίαιες εισφορές και άργυρολογίες, επιτάξεις και επιστρατεύσεις, γενικά εξαντλητική χρήση όλων των πόρων αυτών, αλλά και λεηλασίες και διαρπαγές και καταστροφές,
Γύρω στα τέλη του φθινοπώρου του 42 π.Χ., στη μάχη των Φιλίππων, νικήθηκαν οι δημοκρατικοί ύπό τον Μάρκο Βρούτο και Γ. Κάσσιο από τους διαδόχους του Καίσαρα, τον Μ. Αντώνιο και Γάίο 'Οκτάβιο και κρίθηκε οριστικά η τύχη της ρωμαίκής αυτοκρατορίας.
Η Μακεδονία περιήλθε ουσιαστικά στη δικαιοδοσία του Μάρκου Αντωνίου και παρέμεινε κάτω από την εξουσία του ως τη ναυμαχία στό "Ακτιο (41 π.Χ.). "Υστερ' από τη ναυμαχία ακολουθεί πολιτειακή μεταβολή με την αναγόρευση του ' Οκτάβιου σε αυτοκράτορα Αύγουστο. Ο Αύγουστος είχε τη φιλοδοξία να φέρει στην αυτοκρατορία την πολυπόθητη ειρήνη και να γίνει ο σωτήρας του ανθρώπινου γένους.
Στη Μακεδονία, που είχε ερημωθεί στό μεγαλύτερο μέρος, ίδρυσε η επανίδρυσε ρωμαίκές αποικίες, όπως το Δυρράχιο, τή Βουλλίδα, την Πέλλα, το Δίον, την Κασσάνδρεια και τους Φιλίππους, όπου εγκατέστησε όχι μόνο βετεράνους του ρωμαίκούστρατού, Ρωμαίους και Ιταλούς, αλλά και πολίτες ελληνικής καταγωγής, προπαντός από την Ιταλία.
Κατόπιν καταπολέμησε τους βαρβαρικούς λαούς Δάκες, Βαστάρνες, Μοισούς και Γέτες και εξασφάλισε τα βόρεια σύνορα της επαρχίας, ενώ τα υπόλοιπα εδάφη τα ενσωμάτωσε στη Μακεδονία, που από το 27 π.Χ. έγινε ειρηνική συγκλητική επαρχία. Άπό τους Γέτες 50.000 που κατοικούσαν στις περιοχές πέρα από τον "Ιστρο τους εγκατέστησε στη Θράκη. Άπό τα νέα εδάφη δημιουργήθηκαν με το πέρασμα του χρόνου νέες ρωμαίκές επαρχίες στη Βαλκανική, η Δαλματία, η Μοισία και η Θράκη.
Η Μακεδονία, αφούέγινε εσωτερική επαρχία, δεν ενοχλήθηκε πιά, ως τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα, από βαρβαρικές επιδρομές.
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας αυτής περιόδου τα ερείπια εξαφανίστηκαν, οι πόλεις και τα χωριά ανοικοδομήθηκαν, το εμπόριο και τα επαγγέλματα ευημέρησαν, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων ανυψώθηκε και ο πληθυσμός της χώρας έγινε πυκνότερος. Στήν πλούσια αυτή επαρχία συγκεντρώνονταν άπ' όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα από την Ανατολή, την Ασία, τη Βιθυνία κ.λ. πλήθη ανθρώπων για να κάμουν την τύχη τους.
Ακόμη Ρωμαίοι και γενικά Ιταλοί έρχονται να εγκατασταθούν ως έμποροι (negotiatores) και επαγγελματίες όχι μόνο στις ρωμαίκές αποικίες, αλλά και σ' άλλες πόλεις της Μακεδονίας.
'Άς σημειωθεί ότι και το εβραίκό στοιχείο, που ήξερε ν' ανακαλύπτει τους προσοδοφόρους τόπους της αυτοκρατορίας, ήταν πολυάριθμο. Εβραίκές κοινότητες των χρόνων αυτών μας είναι γνωστές από τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τους Φιλίππους και τους Στόβους.
Τό πλήθος των επιγραφών και των μνημείων που συναντούμε σε όλη την έκταση της Μακεδονίας την εποχή αυτή δείχνουν την ευημερία της χώρας.
Καμιά άλλη περίοδος δεν μπορεί να συγκριθεί μ' αυτήν στα άφθονα ευρήματα. "Ομως, παρά την ευημερία τους, οι Μακεδόνες δεν πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας, ούτε και αργότερα, όπως άλλοι λαοί και κυρίως έκρωμαίσμένοι λαοί της Δύσης και της Βαλκανικής. "Ολη τη δραστηριότητα τους οι Μακεδόνες τη διοχέτευαν στα κοινοτικά πράγματα και στην επαρχιακή λατρευτική τους οργάνωση, το κοινόν.
Μέσα στα πλαίσια αυτών φιλοδοξούσαν να διακριθούν και να διαπρέψουν ως αρχοντες.
Η ειδυλλιακή αυτή κατάσταση, που διατηρήθηκε στη Μακεδονία περισσότερο από διακόσια χρόνια, διακόπηκε γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα.
Τό 250 οι Γότθοι, που από τις αρχές του αιώνα είχαν εγκατασταθεί στις βόρειες ακτές του Ευξείνου Πόντου ως τα ρωμαίκά σύνορα, με ισχυρές δυνάμεις εισέβαλαν στη Μοισία, πέρασαν τον Αίμο και λεηλάτησαν τη Θράκη και τη Μακεδονία.
Η ίδια η Φιλιππούπολη έπεσε στα χέρια τους μετά από προδοσία του Ρωμαίου διοικητή.
Με την αναγγελία της εισβολής των Γότθων ο αυτοκράτορας Λέκιος Τραίανός έσπευσε στη Μοισία, αλλά έκεΐ, παρά τις προσδοκίες όλων, νικήθηκε (251 μ.Χ.) στα έλη της Δοβρουτσάς και έπεσε στό πεδίο της μάχης.
Στά επόμενα χρόνια ακολουθούν κι άλλες συχνές επιδρομές των Γότθων. Πιό σοβαρή όμως ήταν η επιδρομή τους στην εποχή του Βαλεριανού(253/4 μ.Χ.), όποτε πολιορκήθηκε .γιά πρώτη φορά και η Θεσσαλονίκη, η οποία όμως αντιστάθηκε ήρωίκά. Στήν εποχή του Γαλλιηνού(267 μ.Χ.) οι Γότθοι εισβάλλουν με 500 πλοία στον Βόσπορο και την Προποντίδα καί, άφοϋ λεηλατούν το Βυζάντιο, ξεχύνονται στό Αιγαίο.
Τό 269/70 μ.Χ. έκαμαν άλλη φοβερότερη επιδρομή. Σέ μια φονική όμως μάχη κοντά στη Ναίσσό νικήθηκαν από τον τότε αυτοκράτορα Κλαύδιο Β' και όσοι απέμειναν αναγκάστηκαν νά
εγκαταλείψουν τη χώρα.
Στήν εποχή του Αϋρηλιανού(271 μ.Χ.) επανέλαβαν τις επιδρομές τους. Τελικά όμως ο διάδοχος του Πρόβος τους ανάγκασε, μετά από σκληρούς αγώνες, να σταματήσουν πιά οριστικά τις επιδρομές τους (273 μ.Χ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου