Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Καπετάν Κώτας (1897): Το πρώτο ελληνικό μακεδονικό αντάρτικο σώμα.

Καπετάν Κώτας
 Κωνσταντίνος Χρήστου (1860 – 1905)
 
                               ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
(οι φωτογραφίες  επιλογές Yauna) 

Ελληνικοί αντιστασιακοί πυρήνες 
στις παραμονές του 
μακεδόνικου αγώνα (1897-1904).

Η ψυχολογική προετοιμασία του ελληνισμού της Μακεδονίας και η συνειδητοποίηση του ένοπλου αγώνα είχαν συντελεστεί ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, ύστερα από τις βίαιες βουλγαρικές ενέργειες και τις άκαρπες επικλήσεις των Ελλήνων προς τους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού κράτους για το σχηματισμό ένοπλων αντιστασιακών πυρήνων.

Στα 1897 το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης απέκρουσε σχετικές προτάσεις των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας για τη δυναμική αντιμετώπιση των βουλγαρικών σωμάτων.

Παρόμοια τύχη είχαν και οι λεπτομερείς προτάσεις του Έλληνα πρόξενου του Μοναστηρίου Κιουζέ Πεζά προς την ελληνική κυβέρνηση, στις αρχές του αιώνα μας, για τη σύσταση μυστικής εταιρείας στη Μακεδονία με τριμελείς επιτροπές στα κυριότερα αστικά κέντρα και στα χωριά.

Ο ελληνισμός της Μακεδονίας συνειδητοποίησε λοιπόν έγκαιρα ότι θα έπρεπε να βασιστεί μόνο στις δικές του δυνάμεις και να προχωρήσει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση της κατάστασης με την ανάληψη της πρωτοβουλίας για τη δημιουργία των πρώτων ένοπλων ανταρτικών σωμάτων στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα.

Η σημαντικότερη φυσιογνωμία που χαρακτηρίζει την ελληνική μακεδονική αντίσταση κατά τη χρονική περίοδο 1901 —1904, αποτελεί αναμφισβήτητα η μορφή του καπετάν Κώτα, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον κύριο μοχλό των εθνικών αγώνων των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά του Τούρκου κατακτητή και της βουλγαρικής οργάνωσης.
Συλλογική αναμνηστική φωτογραφία οπλαρχηγών του Μακεδονικού Αγώνα. 
Από αριστερά, διακρίνονται όρθιοι οι Κωνσταντίνος Κώττας απο τη Ρούλια Φλώρινας,
Δημήτριος Νταλίπης απο τη Γάβρο Φλώρινας,Γεώργιος Κολίτσης απο τη Χαλάρα Φλώρινας
 και Συμεών Ιωαννίδης απο τα Άλωνα Φλώρινας.
 Καθήμενοι είναι από αριστερά οι Ηλίας Γαδούτσης απο το Αντάρτικο Φλώρινας και Παύλος Κύρου από το Ανταρτικό Φλώρινας.

Σε στενή συνεργασία με το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος συντονίζει και προετοιμάζει την εποχή αυτή την αντιστασιακή ελληνική δραστηριότη­τα, αλλά και με άλλους μαχητικούς και θαρραλέους Έλληνες αγωνιστές,
 όπως τους Λάκη Πύρζα, 
καπετάν Βαγγέλη, 
Ναούμ Σπανό, 
Λάκη Νταηλάκη, 
Παύλο Κύρου, 
Δημήτριο Νταλίπη, 
τους αδελφούς Τσάμη, 
ο Κώτας ενσαρκώνει για την περίοδο 1901—1904 
τον πρωτοπόρο Έλληνα μαχητή, 
που κυριαρχεί στο προσκήνιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας 
στο μεταίχμιο ακριβώς δύο κρίσιμων αιώνων.

Ο Κώτας γεννήθηκε γύρω στα 1860 στο χωριό Ρούλια (σημερινό Κώτα) των Κορεστίων.

Γερμανός Καραβαγγέλης
Μητροπολίτης Καστοριάς
 Στις αρχές της δεκαετίας του 1890—1900 ο Κώτας ήλθε σε ρήξη με το ντόπιο ισχυρό Τουρκαλβανό μπέη της Καπεστίτσας Κασήμ αγά και άλλους μπέηδες, οι οποίοι καταπίεζαν τους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς.

Η σκληρή τουρκική καταπίεση και η απηνής καταδίωξη του Κασήμ και των ντόπιων τουρκικών αρχών υποχρέωσαν τον Κώτα να εγκαταλείψει στα μέσα ή πιθανότερο στα τέλη του 1897 τη Ρούλια και να καταφύγει στις ορεινές περιοχές των Κορεστίων, που προσφέρονταν ιδιαίτερα για την ανάπτυξη ανταρτικής δραστηριότητας.

Οι θλιβερές συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαβιούσαν οι συμπατριώτες του Κώτα στη Ρούλια και η τυραννική συμπεριφορά των ντόπιων μπέηδων, υπήρξαν η κύρια αφορμή για τη φυγή του Κώτα μακριά από την πατρίδα του και την πολυμελή οικογένεια του.

Στα τέλη του 1897 προσδιορίζεται χρονικά η δημιουργία του πρώτου ανταρτικού σώματος από τον Κώτα, το οποίο αποτελούνταν από τους
Λάζο Τσολάκη και
Αθανάσιο Γιόρλη από τον Απόσκεπο της Καστοριάς, το
Νάκο από το Σίστεβο, τον
Αλέξη Νάστο από το Τσέροβο (Κλειδί) της Φλώρινας, το
Βασίλειο Μπεκιάρη από το Ζέλοβο (Ανταρτικό) και τον
Σπύρο Παρασκευαΐδη από τη Ράμπη (Λαιμός) της Πρέσπας.

Από τη μελέτη των αρχειακών και δημοσιευμένων πηγών διαπιστώνεται ότι ο πρώτος ένοπλος αντιστασιακός πυρήνας, που σχημάτισε ο Κώτας στα 1897, ήταν εντελώς ανεξάρτητος και στρεφόταν κατά του Τούρκου δυνάστη. 

Γι' αυτό και η βουλγαρική οργάνωση βρήκε τότε την κατάλληλη ευκαιρία να προσεγγίσει το σλαβόφωνο Κώτα και να τον πείσει να συμμετάσχει από κοινού στον αγώνα κατά του τουρκικού ζυγού στις γεωγραφικές περιφέρειες της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Οι βούλγαροι Κομιτατζήδες-Κομίτιτε της Καστοριάς
 Пандо Кляшев, Васил Чекаларов и Лазар Поптрайко
Πάντο Κλιάτσεφ, Βασίλ Τσακαλάρωφ, Λαζάρ Πορτραϊκο
Σύμφωνα με όσα σημειώνει ο Βουλγαρομακεδόνας αρχηγός και σύγχρονος του Κώτα Πάντο Κλιάσεφ στα Απομνημονεύ­ματα του για τη δράση του Κώτα ως τα 1900, προκύπτει ότι
ο τελευταίος είχε έρθει σε επαφή με το γενικό οργανωτή του βουλγαρικού κομιτάτου στις περιοχές της Καστοριάς και της Φλώρινας Λ. Ποπτράϊκωφ, που αποδείχθη­κε αργότερα ο σημαντικότερος διώκτης του ελληνισμού και ο οποίος κατεύθυνε τον Κώτα στις επιθέσεις του κατά των ντόπιων Τούρκων μπέηδων.

 Όσα μνημονεύει όμως ο Κλιάσεφ για τη δράση του Κώτα ως τα 1900, δεν διακρίνονται βέβαια απόλυτα για την αξιοπιστία τους, γιατί πιθανότερο φαίνεται ότι ο μαχητής εκείνος από τη Ρούλια κράτησε από την αρχή ανεξάρτητη στάση απέναντι στην αντιμετώπιση του κοινού εχθρού.

Είναι βέβαιο ότι ο Κώτας συμμετείχε έστω και τυπικά στις δραστηριότητες της βουλγαρικής οργάνωσης και διατηρούσε επαφές με τα μέλη της.

Μολαταύτα, είναι αμφίβολο, αν τελικά ο ίδιος ενεργούσε σύμφωνα με τις εντολές του κομιτάτου, όπως υποστηρίζει ο Κλιάσεφ.

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο Κώτας, χωρίς να κάμει καμιά απόλυτα διάκριση ανάμεσα στις μεγάλες μάζες του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, πίστευε στη δυνατότητα κοινής συνεργασίας με τη βουλγαρική οργάνωση, γιατί, κατά τη γνώμη του, πρώτευε ουσιαστικά η συσπείρωση των δυνάμεων των χριστιανών κατοίκων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τήν τουρκική κυριαρχία, όπως θα αναφερθούμε στη συνέχεια.

Άλλωστε ο Κώτας δεν υπήρξε ο μόνος σλαβόφωνος Έλληνας, ο οποίος συνεργάστηκε με τα βουλγαρικά κομιτάτα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Για τον Κώτα, ο οποίος είχε θέσει θέμα προτεραιοτήτων, η μετέπειτα εξέλιξη της κατάστασης στη Μακεδονία, όταν πια θα είχε επιτευχθεί η απελευθέρωση της, αποτελούσε ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, για το οποίο απαντούσε πάντα με τη στερεότυπη φράση:

«Ας σκοτώσωμεν την αρκούδα και για το τομάρι είναι εύκολον να το μοιράσωμεν».

 Η φράση αυτή δείχνει καθαρά πώς έβλεπε τα πράγματα ο Κώτας, ο οποίος σύντομα διαχώρισε τη θέση του και αποδύθηκε σε σκληρό αγώνα κατά της βουλγαρικής οργάνω­σης.

Αργότερα τάχθηκε ολόψυχα στο πλευρό του μακεδόνικου ελληνισμού. 

Το ζήτημα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας είχε για τον Κώτα διττή σημασία, όπως δήλωνε στα 1904 με μεγάλη γλαφυρότητα στους συμπολεμι­στές του:

«Ημείς οι Μακεδόνες δια ν' αποκτήσωμεν ελευθερίαν έχομεν δύο δρόμους ν' ακολουθήσωμεν εκλέξατε σεις ποίον θέλετε·

ο ένας πηγαίνει εις την Βουλγαρίαν είναι δρόμος που βαστά 30 ημέρας και είναι γεμάτος αγκάθια που θα μας γδάρουν ως που να φθάσωμεν εκεί. 

Ο άλλος πηγαίνει εις την Ελλάδα εις 3 ημέρας και είναι ωραίος και καθαρός».

Η παρουσία του πρώτου ένοπλου αντιστασιακού πυρήνα του Κώτα άρχισε να δραστηριοποιείται μετά τη λήξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος είχε, όπως είναι γνωστό, δυσμενή αντίκτυπο στη θέση του ελληνισμού της Μακεδονίας.

 Ήδη όμως από την άνοιξη του 1897 ιστορικές μαρτυρίες μνημονεύουν ότι 28 νέοι των καλύτερων ελληνικών οικογενειών του Μοναστηρίου είχαν προετοιμαστεί και είχαν εξοπλιστεί κατάλληλα, για να σχηματίσουν ένοπλο σώμα με επικεφαλής τον Κώτα, αλλά το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε ύστερα από την άτυχη έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου.

Κατά τη χρονική περίοδο 1897—1900 ο Κώτας πέτυχε να θέσει τέλος στις αυθαιρεσίες των ισχυρών μπέηδων, που περιφέρονταν και τρομοκρα­τούσαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς των περιφερειών της Καστοριάς και της Φλώρινας.

Οι μεγάλες επιτυχίες του Κώτα ανακούφισαν τους πτοημένους χωρικούς, εδραίωσαν την εμπιστοσύνη τους σ' αυτούς και εξύψωσαν σημαντικά το γόητρο του.

 Παράλληλα όμως προκάλεσαν πιο σοβαρές ανησυχίες της βουλγαρικής οργάνωσης, η οποία χαρακτήριζε τον Κώτα «απλοϊκό» και δεν ήταν διατεθειμένη με κανένα τρόπο να του δώσει την αρχηγία στην περιφέρεια Καστοριάς.

 Από τον Ιούλιο του 1900, οπότε έφθασε στην Καστοριά ο Γεώργη Ιβάνωφ, γνωστός σαν Μάρκος, ο Κώτας διατάχθηκε να συμμορφωθεί με τις εντολές του, αλλά αντιδρούσε ανοιχτά να συμμετάσχει σε κοινές επιχειρήσεις, που απέβλεπαν στην τρομοκράτηση του ελληνισμού της Δυτικής Μακεδονίας.

Μάρκο Λέρινσκι,
Βούλγαρος κομιτατζής Κομίτιτε

από το  Котел 
(Σημ. Yauna: Ο   Γεώργη Ιβάνωφ, Георги Иванов Гюров (Георгиев), γνωστός ως Μάρκο Λέρινσκι ήταν βούλγαρος από το Kotel  Котел της κεντρικής Βουλγαρίας.

Η πρώτη του συμμετοχή στη Μακεδονία, μετά την στρατιωτική του θητεία στο βουλγαρικό στρατό, ήταν  στη τσέτα του Στοϊο Κοστόφ από το Σκρίτσοβο Σερρών.
Κατόπιν εντάχθηκε στη τσέτα του εκ Dermanski της βόρειας Βουλγαρίας καταγόμενου Τσερνοπέεφ.
Το προσωνύμιο Λέρινσκι πήρε λόγω της δράσεως του στη περιοχή Φλώρινας)

 Ο Κώτας πραγματοποίησε στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1900 την αναδιοργάνωση του σώματος του.
Ένα μήνα όμως αργότερα φάνηκαν ανοιχτά οι προθέσεις του βουλγαρικού κομιτάτου απέναντι του, όταν επιχείρησε να τον δολοφονήσει ανάμεσα στα χωριά Μπάνιτσα (Βεύη) και Γκορνίτσοβο (Κέλλη).
Τότε ο Κώτας προχώρησε στην  αντεπίθεση και, αφού θεραπεύθηκε από τα τραύματα του, προσπάθησε να εξοντώσει το σώμα του Αθ. Πετρώφ στο Νεστράμι (Νεστόριο) τον Ιανουάριο του 1901.
Αντιλαμβανόμενη τον κίνδυνο των περιστάσεων και υπολογίζοντας την ισχυρή παρουσία του σώματος του Κώτα, που αποτελούνταν τώρα από τους Βέλλιο, Ιβάντσο, Γιώργη Γκέκα και Σπύρο Παρασκευαΐδη,
 η βουλγαρική οργάνωση ανέθεσε στον Κλιάσεφ να τον εξοντώσει ως «επιβλαβές στοιχείο», αλλά απέτυχε και πάλι.

Κύριος στόχος του Κώτα στις αρχές του 1901 ήταν να εδραιώσει τη θέση του απέναντι στο κομιτάτο, για να το αντιμετωπίσει αργότερα με τον κατάλληλο τρόπο.

Προσπάθησε λοιπόν να έλθει σ' επαφή με τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου της περιφέρειας Καστο­ριάς, όπως είχε κάμει και παλαιότερα, αλλά είχε αποτύχει, γιατί εκείνοι είχαν αρνηθεί κάθε ανάμειξη.

Η άφιξη του νέου μητροπολίτη της επαρχίας Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή, κατά την οποία ο ελληνικός πληθυσμός της γεωγραφικής εκείνης περιφέρειας υπέφερε τα πάνδεινα από την τρομοκρατική δράση της βουλγαρικής οργάνωσης και τις αλλεπάλλη­λες δολοφονίες των συμπατριωτών του.

 Οι δυσάρεστες συνέπειες του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 πολλαπλασίαζαν ολοένα και περισότερο τις βουλγαρικές αξιώσεις στο μακεδονικό χώρο.

Τα σλαβόφωνα ελληνικά χωριά, μπροστά στο τραγικό δίλημμα «Εξαρχία ή Θάνατος», αποσκιρτούσαν στην Εξαρχία
ενώ τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα συγκέντρωναν τους Έλληνες χωρικούς τη νύχτα μέσα στις εκκλησίες, και αφού τους όρκιζαν στην οργάνωση, αποσπούσαν απ' αυτούς με την απειλή των όπλων σχετικές αναφορές προς την Εξαρχία και την Πύλη, στις οποίες επισημοποιούσαν την προσέλευση τους στην βουλγαρική εκκλησία. 

Όσοι από τους χωρικούς κινδύνευαν, κατάφευγαν στην Καστοριά.

Βασ. Μαλιγγάνος, διδάσκαλος 
δολοφονηθείς από τους Κομιτατζήδες-Κομίτιτε 
της ΒΜΡΟ-ΕΜΕΟ
Οι Έλληνες δάσκαλοι εγκατέλει­παν τις θέσεις τους, 
κυρίως έπειτα από τον τραγικό θάνατο του Σετόμου Μαλιγγάνου
και οι ιερείς, μετά τις αλλεπάλληλες δολοφονίες των Ελλήνων ιερωμένων στη Νερέτη, στο Στρέμπενο και στην Ποζδίβιστα, συγκεντρώνο­νταν αθρόα στην Καστοριά.


Μετά τις άκαρπες επαφές του με τον Έλληνα πρόξενο του Μοναστη­ρίου Πεζά και τις αλλεπάλληλες επικλήσεις του προς τον επίσημο εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους για τη χορήγηση έμπρακτης βοηθείας, ο Καραβαγγέλης συνειδητοποίησε επιτέλους ότι θα έπρεπε να προχωρήσει μόνος του στην οργάνωση των αντιστασιακών πυρήνων του μακεδονικού ελληνισμού.

 Σε πρώτη φάση λοιπόν ήλθε σ' επαφή με τους Έλληνες ιερείς, δασκάλους και προκρίτους των ελληνικών χωριών που αποτέλεσαν τους βασικότερους συντελεστές της αντιστασιακής δράσης του ελληνισμού της Μακεδονίας σ' ολόκληρο το 19ο αιώνα και οι οποίοι είχαν δώσει πάντοτε πρώτοι το παρόν τους στα αλυτρωτικά κινήματα των Ελλήνων κατοίκων του μακεδονικού χώρου για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Ο Καραβαγγέλης βρήκε πρόσφορο το έδαφος, αλλά παράλληλα κατέβαλλε έντονες προσπάθειες, για να τους συντονίσει και να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν να μάχονται βασιζόμενοι μόνο στις δικές τους δυνάμεις.

Καθοριστικός υπήρξε λοιπόν ο ρόλος του μητροπολίτη Καστοριάς στην ενεργοποίηση της ελληνικής αντίστασης στις αρχές του αιώνα στη Δυτική Μακεδονία.

Όταν ο Καραβαγγέλης επιχείρησε στις αρχές του 1901 μια μεγάλη περιοδεία στα σλαβόφωνα χωριά των Κορεστίων, η Ρούλια, το Τύρνοβο (Αγκαθωτό), η Τύρσια, η Δρανόβενη (Κρανιώνα), το Γαβρέσι (Γάβρος) και η Τσερνόλιστα (Μαυρόκαμπος) επέστρεψαν και πάλι στους κόλπους του πατριαρχείου, ενώ σε άλλα μεικτά χωριά, όπως στο Κωστενέτσι, στο Σμάρδεσι, στη Ποζδίβιστα (Χαλάρα), στο Μπαψόρι (Βαψόρι) και στο Κόνομπλατ ο ελληνικός πληθυσμός αναθάρρησε.

Димитър (Митре) Пандуров
Μήτρο Βλάχο 
Mitre Pandzharov
Στο Κόνομπλατ, στην πατρίδα του Βουλγάρου αρχηγού Μήτρου Βλάχου, ο μητροπολίτης Καστοριάς συνάντησε τη σθεναρή βουλγαρική αντίδραση, αλλά τελικά κατόρθωσε να λειτουργήσει στην εκεί ελληνική εκκλησία.

Στο Μπαψόρι λειτούργησε με τους δύο Έλληνες ιερείς παπα Κώστα και παπα Δημήτρη, αλλά όταν απομακρύνθηκε από το χωριό, οι Βούλγαροι άρχισαν να τρομοκρατούν και πάλι τον ελληνικό πληθυσμό και δολοφόνησαν τους 4 Έλληνες πατριώτες, που τον είχαν φιλοξενήσει στο σπίτι τους.

Στα τέλη του ίδιου χρόνου ο Έλληνα ιεράρχης αψήφησε ακόμη και την παρουσία του ίδιου του Τσακαλάρωφ και των συντρόφων του στη Ζαγορίτσανη και λειτούργησε τα Χριστούγεννα στην εκεί ελληνική εκκλησία ανάμεσα στους Έλληνες κατοίκους του χωριού.

Δεν είναι βέβαια δυνατό να συμπεράνουμε ότι η ευνοϊκή εξέλιξη της κατάστασης οφείλεται την εποχή εκείνη μόνο στην παρουσία του μητροπο­λίτη Καστοριάς, αφού η επάνοδος των προμνημονευμένων χωριών στο πατριαρχείο δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς την παρουσία του Κώτα, ο οποίος είχε προλειάνει το έδαφος και είχε παρακινήσει τους ντόπιους κατοίκους να εκδηλώσουν φανερά τα εθνικά αισθήματα τους.

Χαρακτηριστικά είναι όσα τόνιζε ο Καραβαγγέλης σ' επιστολή του στις 10 Σεπτεμβρίου του 1902 προς το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, στην οποία αναγνώριζε ότι χάρη στην παρουσία του Κώτα ολοένα και σπάνιζαν περισσότερο οι δολοφονίες των Ελλήνων πατριωτών.

Ο Κώτας θεωρούνταν, κατά το μητροπολίτη Καστοριάς,
«προστάτης των Ορθοδόξων και το φόβητρον των Βουλγάρων».

 Ο Κώτας, ο οποίος διακρινόταν για την ισχυρή ιδιοσυγκρασία του και τα σπάνια ηγετικά προσόντα του, τα οποία δεν παραλείπει να μνημονεύσει και ο συνεργάτης του οπλαρχηγός Λάκης Νταηλάκης στα ανέκδοτα Απομνημονεύματα του, θεωρούνταν την εποχή εκείνη ο ισχυρότερος αντίπαλος της βουλγαρικής οργάνωσης.

 Με τη στάση του που υιοθέτησε απέναντι στο κομιτάτο, κατόρθωσε να συγκρατήσει τα ελληνικά χωριά της περιφέρειας του στο πατριαρχείο και να δημιουργήσει τους πρωταρχικούς αντιστασιακούς πυρήνες και τις απαραίτητες προϋποθέ­σεις για τη μετέπειτα ευχερή δράση των ελληνικών σωμάτων.
Αν και δεν έλπιζε σε ουσιαστικά αποτελέσματα από τη συνάντηση του με το Γερμανό Καραβαγγέλη, ο Κώτας επιχείρησε πρώτος, όπως αναφέρουν οι μαρτυρίες, να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση. Εξουσιοδότησε λοιπόν τον αφοσιωμένο φίλο του Νικόλαο Τραϊανού Σιδέρη, Έλληνα δάσκαλο στο Ζέλοβο, να συναντήσει τον Καραβαγγέλη και να του ζητήσει να έλθει σ' επαφή μαζί του για την ανάληψη κοινής δράσης κατά της βουλγαρικής οργάνωσης.

 Ο μητροπολίτης φαίνεται ότι πείστηκε πραγματικά για τις ειλικρινείς διαθέσεις του Κώτα.

Άλλωστε γνώριζε καλά το μέγεθος της επιρροής του στα ελληνικά χωριά των Κορεστίων και τις εχθρικές σχέσεις του με το κομιτάτο. Η αλησμόνητη εκείνη συνάντηση των δύο ανδρών πραγματοποιήθηκε πιθανότατα στα τέλη του 1901 — ήδη είχε προηγηθεί τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η οριστική και επίσημη αποχώρηση του Κώτα από το βουλγαρικό κομιτάτο μετά από νέα αποτυχία βουλγαρικού σχεδίου, για να τον εξοντώσει — μια νύχτα στο χωριό Τύρνοβο (Αγκαθωτό) απέναντι από τη Ρούλια.

Σύμφωνα με την παραστατική αφήγηση του Καραβαγγέλη, ο μητροπολίτης Καστοριάς τόνισε στον Κώτα τα παρακάτω:

 «Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν. 
Η μορφή σας είναι ελληνική και η γη που πατούμε είναι ελληνική. 
Το μαρτυρούνε τα αγάλματα που είναι κρυμμένα μέσα της. 
Και αυτά είναι ελληνικά, και τα νομίσματα που βρίσκομε είναι ελληνικά, κι οι επιγραφές είναι ελληνικές. 
Έπειτα η Εκκλησία μας και το Πατριαρχείο επρωτοστάτησαν πάντοτε στην ελευθερία. 

Ενώ η Βουλγαρία δε στάθηκε ικανή ώστε η ίδια να ελευθερωθή παρά την ελευθέρωσε η Ρωσσία. 

Και συ περιμένεις τώρα να ελευθέρωση και τη Μακεδονία;

 Και φαντάζεσαι πως είναι ποτέ δυνατόν η ευρωπαϊκή διπλωματία να κατακύρωση τη Μακεδονία στη Βουλγαρία και προ πάντων τη Φλώρινα και την Καστοριά, που απέχουν μόλις δύο μέρες από τα ελληνικά σύνορα, ενώ από τα βουλγαρικά απέχουν επτά; ». 

Έπειτα του μίλησα και για τους φόνους, και του είπα ότι, αν αληθινά το βουλγαρικό κομιτάτο εργαζόταν για την ελευθερία, για ένα τόσο ιερό σκοπό, δε θα μπορούσε να κάμη τέτοια κακουργήματα, να παίρνη δια της βίας χρήματα από τους φτωχούς χωρικούς και να σκοτώνη αθώους.

«Από σήμερα» του είπα «θα είσαι μαζί μας, θα είσαι ο πρώτος, θα σε στείλω κάτω να γνωρίσης τους Έλληνες βασιλείς και τα παιδιά σου θα τα στείλω στην Ελλάδα να σπουδάσουν». 

Το παραδέχθηκε και μείναμε σύμφωνοι, αυτός ν' αναλάβη την υπεράσπισι των χωριών της περιφερείας του κι εγώ την υποχρέωσι να συντηρώ το σώμα του. Μου έδωσε και ένα γράμμα ότι στο εξής θα υπηρέτηση το Ελληνικό Κομιτάτο».

Από το παραπάνω απόσπασμα φαίνεται καθαρά ότι ο μητροπολίτης Καστοριάς βάσισε πάνω στον Κώτα όλες τις ελπίδες του για την αποτελεσματικότερη διεξαγωγή του εθνικού αγώνα των Ελλήνων Δυτικομακεδόνων.

Μελετώντας προσεκτικά το συγκινητικό απόσπασμα του λόγου του προς τον Κώτα, αντιλαμβάνεται κανείς το φλογερό πατριωτισμό και τον απερίγραπτο ενθουσιασμό, από τον οποίο διακατέχεται ο Καραβαγγέλης, αφού είχε πετύχει να προσεταιριστεί το σλαβόφωνο εκείνο αγωνιστή και να ταυτίσει την τύχη του οριστικά με τους αγώνες ολόκληρου του μακεδόνικου ελληνισμού. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο ο Έλληνας ιεράρχης δεν είχε καμιά επιφύλαξη εφόσον ο Κώτας είχε άμεση εμπειρία από την κατάσταση που επικρατούσε στο μακεδόνικο χώρο, αντιλαμβανόταν απόλυτα τις αληθινές προθέσεις της βουλγαρικής οργάνωσης και ο ίδιος ενσάρκωνε τους εθνικούς πόθους των Ελλήνων κατοίκων της Μακεδονίας.

Το γεγονός ότι πρώτος ο Κώτας επιδίωξε να συναντηθεί με τον εκκλησιαστικό εκπρόσωπο του πατριαρχείου, αποδεικνύει τη σφοδρή του επιθυμία να επισφραγίσει και να επισημοποιήσει τις σχέσεις του με το δυναμικό συντονιστή της αντίστασης του μακεδόνικου ελληνισμού.

Γι αυτό και η συνάντηση Κώτα — Καραβαγγέλη δεν απέβλεπε με κανένα τρόπο στη μεταστροφή της εθνικής συνείδησης του πρώτου, όπως θέλει να αποδείξει ο μητροπολίτης της Καστοριάς — τέτοιο θέμα δεν προέκυπτε —, ο οποίος επιδιώκει επίσης να παρουσιάσει ότι η επαφή εκείνη οφειλόταν σε δική του πρωτοβουλία.

Ο Κώτας, αν και υπήρξε σφοδρός αντίπαλος της βουλγαρικής οργάνωσης, είχε θέσει σα πρωταρχικό στόχο ως την εξέγερση του Ίλιντεν, τη συναδέλφωση του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας με σκοπό την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

 Αυτό φάνηκε καθαρά το Φεβρουάριο του 1902 κατά τη στρατολόγηση του ακάματου Πισοδερίτη πατριώτη Τσάμη Παπασταύρου από το σώμα του Κώτα κοντά στο Ζέλοβο.
Και ενώ ο Παπασταύρος δήλωνε στον Κώτα απερίφραστα:

«... εγώ Βούλγαρος δεν γείνομαι και εκουσίως κύπτω τον αυχένα μου, ίνα με σφάξης...», 

ο Κώτας του απαντούσε:
 «... εγώ ουδέποτε έπραξα ούτε θα πράξω τούτο, το οποίο λέγεις. Πάντες είμεθα Αδελφοί χριστιανοί, και ως αληθινοί χριστιανοί πρέπει και Έλληνες και Αλβανοί και Βούλγαροι να βοηθώμεν αλλήλους ίνα κερδίσωμεν εκείνο, το οποίον ηρχίσαμεν. Διότι ο αγών είναι ιερός και το κέρδος κο/νόν».

Η άφιξη του Γκότσε Ντέλτσεφ το Νοέμβριο του 1901 στην περιφέρεια Καστοριάς συνέβαλε σημαντικά στη γενική αναδιοργάνωση της βουλγαρι­κής κίνησης και προετοίμασε, με την πρωτοβουλία των ντόπιων Βουλγάρων αρχηγών, την εξουδετέρωση του Κώτα και τη σύλληψη του.

 Ο Κώτας κατάφερε τελικά να ξεγελάσει τον Ντέλτσεφ και να διαφύγει παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του Τσακαλάρωφ και του Κλιάσεφ να τον εξοντώσουν.
Η Τσέτα των Vasil Chekalarov, Ivan Popov, Pando Kliashev,
Nikola Andreev and Manol Rozov .
 Στις 19 Αυγούστου του 1902 πραγματοποιήθηκε κοντά στο χωριό Όστιμα (Τρίγωνο) γενική σύρραξη ανάμεσα στα ενωμένα βουλγαρι­κά σώματα με επικεφαλής τους Ποπτράϊκωφ, Κλιάσεφ, Μήτρο Βλάχο και Ρίζωφ και τους Έλληνες αντάρτες Κώτα, Γκέλε, Παρασκευαΐδη, Τσάμη Παπασταύρο, Ναούμ Σπανό και πολλούς κατοίκους του Ζέλοβου και του Πισοδερίου, κατά την οποία οι βουλγαρομακεδονικές δυνάμεις εξαναγκά­στηκαν σε υποχώρηση.

 Μετά από λίγες μέρες έφθασε στην Καστοριά ο Βερχοβιστής Βουλγαρομακεδόνας συνταγματάρχης Γιαγκώφ, ο οποίος προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Κώτα παρά τις μάταιες προσπάθειες του Τσακαλάρωφ να τον κατηγορήσει ως «Γραικομάνο».

Και οι δύο από κοινού, αφού πρώτα ο Γιαγκώφ διέκοψε την ανθελληνική δραστηριότητα του, επιχείρησαν να καταλάβουν την Καστοριά και τη Φλώρινα (Σεπτέμβριος — Οκτώβριος 1902), αλλά απέτυχαν.

Πλούσια υπήρξε η δραστηριότητα του Κώτα κατά την εξέγερση του Ίλιντεν. 

Στις 20 Ιουλίου ο Κώτας συγκεντρώθηκε με τους άντρες του στο χωριό Μπεσφήνα (Σφήκα) και αφού τους ενθάρρυνε, κατευθύνθηκε στη Ρούλια, για να διαλύσει τουρκικό λόχο πεζικού. Αργότερα ανέλαβε τη φύλαξη των στενών διαβάσεων προς τη Ρέσνα και το Πισοδέρι και αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τις τουρκικές δυνάμεις κοντά στο χωριό Στέρκοβο (Πλατύ).

Μόνιμη φροντίδα του Κώτα την εποχή αυτή, όπως ο ίδιος ομολογεί, ήταν η εξόντωση του Τσακαλάρωφ, ο οποίος συγκέντρωνε στις τάξεις του σώματος του γύρω στους 1000 άντρες.

Ο ιστορικός D. Dakin μνημονεύει ότι ο Κώτας έκαμε τελικά ανακωχή με τους Τούρκους, οι οποίοι συμφώνησαν να του επιτρέψουν να περιφέρεται ελεύθερα στις περιοχές Πρεσπών και Κορεστίων.

Πραγματικά μετά τη συμπλοκή στο Στέρκοβο, ο Κώτας δρούσε απερίσπαστος στις περιφέρειες εκείνες με το πολυάριθμο σώμα του (300—600 άντρες).

Στις αρχές του 1904 ο Κώτας μαζί με τους πιστούς συνεργάτες του Βασίλειο Ράμο από την Όστιμα, Ηλία Γκαδούτση, Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο και Σίμο Στογιάννη Ιωαννίδη από το Αρμένσκο κατέβηκαν στην Αθήνα για να καταστρώσουν από κοινού με τους Έλληνες αξιωματικούς τα σχέδια για την έναρξη της ένοπλης δραστηριότητας. 

Το έδαφος ήταν πλέον πρόσφορο για την αποδοχή των ελληνικών σωμάτων, ενώ το Δεκέμβριο του 1903, ύστερα από τις τουρκικές σφαγές και τα αμέτρητα δεινοπαθήματα του ελληνισμού, η ελληνική κυβέρνηση παρότρυνε τους διπλωματικούς εκπρο­σώπους της στη Μακεδονία να συμβάλουν στην οργάνωση εθνικών αντιστασιακών πυρήνων.
 Όλα όμως ήταν προετοιμασμένα εδώ και αρκετά χρόνια και τα καταλληλότερα πρόσωπα είχαν ήδη μυηθεί στο ελληνικό κίνημα.

Κατά τη διάρκεια των περιοδειών του στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς διαπίστωσε από κοντά την ακτινοβολία, που ασκούσε η προσωπικότητα του Κώτα ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς.

 Ήταν πράγματι απερίγραπτη η χαρά των Ελλήνων της Μακεδονίας από την επιστροφή του Κώτα στο γεωγραφικό αυτό χώρο.
Στο πρόσωπο του, που αποτελούσε πόλο έλξης όλων των Ελλήνων αγωνιστών της Δυτικής Μακεδονίας, ο Παύλος Μελάς διέκρινε την αντιστασιακή δραστηριότητα του μακεδόνικου ελληνισμού, την αγωνιστική διάθεση του, τον απαράμιλλο αυθορμητισμό, αλλά και τον ενθουσιασμό του για τον αγώνα που είχε αναλάβει.

Η μαζική κινητοποίηση του ελληνισμού της Μακεδονίας δεν είχε γίνει όμως ακόμη αντιληπτή από τους Έλληνες διπλωματικούς εκπροσώπους, οι οποίοι συνέχιζαν να αμφιβάλουν για τη δυνατότητα σχηματισμού ντόπιων ελληνομακεδονικών ανταρτικών σωμάτων.
Το Μακεδονικό Σώμα του Παύλου Μελά.
Μετά το τέλος της πρώτης περιοδείας του Π. Μελά στη Μακεδονία (Μάϊος 1904), ο Κώτας, όπως μας πληροφορεί ο Ευθ. Καούδης στα Απομνημονεύματα του, περιφερόταν στα Κορέστια επικεφαλής ενός μεγά­λου σώματος, που το αποτελούσαν οι Ευθ. Καούδης, Γ. Περάκης, Γ.Δικώνυμος — Μακρής, Δημ. Νταλίπης, Σίμος Ιωαννίδης, Π. Κύρου, Χρήστ. Μαλέτσκος ή Παναγιωτίδης, Γρηγ. Βαγενάς, Γεώργ. Κολίτσης, Στέφος Γρηγορίου, Λάκης Νταηλάκης, Φώτης Παππάς και άλλοι παλιοί σύντροφοι του καπετάν Βαγγέλη. 


Το βουλγαρικό κομιτάτο «λύσιαζε» καθώς σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ε. Καούδης, και απειλούσε καθημερινά με επιστολές τον Κώτα, ο οποίος πρόβαινε τότε σε εκκαθαριστικές επιχειρή­σεις των κομιτατζήδων στο χωριό Όστιμα.

Λίγο αργότερα τουρκικός στρατός περικύκλωσε το χωριό, ύστερα από βουλγαρικές καταγγελίες, και μόλις πρόλαβαν να διαφύγουν ο Κώτας, ο Καούδης κ,αι οι άντρες τους.
Οι Βούλγαροι, για να παγιδέψουν τον Κώτα, του είχαν στείλει πλαστή επιστολή, που του ανακοίνωνε ότι κάποιος πράκτορας του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου επιθυμούσε δήθεν να τον συναντήσει στην Όστιμα.


Ευθύμιος Καούδης 
Οι αλλεπάλληλες περιπέτειες και οι σκληροί αγώνες είχαν συνδέσει τόσο στενά τους δύο Έλληνες αρχηγούς Κώτα και Καούδη, ώστε είχαν ορκιστεί μεταξύ τους, όπως αφηγείται ο Ε. Καούδης στα Απομνημονεύματα του, αιώνια φιλία και κοινό θάνατο. 


Αυτή ήταν και η βασική αιτία, για την οποία αρνήθηκε ο Καούδης να επιστρέψει στην Ελλάδα μαζί με τους δύο συμπατριώτες του Μακρή και Περάκη, οι οποίοι ήταν εξαγριωμένοι με τον Κώτα, γιατί, ενώ ο τελευταίος είχε την ευχέρεια να εξοντώσει τον Μήτρο Βλάχο, όπως υποστήριζα μολαταύτα δεν αναλάμβανε την πρωτοβουλία αυτή και αδρανούσε.

 Ερμηνεύοντας την ψυχοσύνθεση του Κώτα και τη στάση του απέναντι στον χριστιανικό πληθυσμό της Μακεδονίας, ο Ευθ. Καούδης παραθέτει στα Απομνημονεύματα του τα εξής χαρακτηριστικά:

 «Ο Κώτας ήταν αθόως. Άνθρωπος χριστιανός θρίσκος καινερό ότανέπινε, έκανε τον Σταυρόν του... Ο Κώτας δεν ήθελε να σκοτόνη χριστιανούς ήτε Βούλγαροι είσαν ήτε Έλληνες».

Μια παρεξήγηση που προέκυψε ανάμεσα στον Κώτα και τον Καούδη, πιθανότατα τον Ιούλιο του 1904, υποχρέωσε τον τελευταίο να εγκαταλείψει οριστικά την Μακεδονία.

Ο ίδιος αναφέρει στα Απομνημονεύματα του ότι ο Δημ. Νταλίπης και ο Σίμος Ιωαννίδης, ίσως δυσαρεστημένοι από τον Κώτα και επιδιώκοντας να τον διαβάλουν, ενώ ήδη και άλλοι οπαδοί του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν για ανεξιχνίαστους ακόμη λόγους, τον προειδοποίησαν ότι ο ψυχογιός του Κώτα, ο Τσίλης, είχε σκοπό να τον δολοφονήσει.

Εάν αληθεύουν όσα σημειώνει ο Καούδης, τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι ο ψυχογιός του Κώτα παρακινούνταν στην ενέργεια του αυτή από προσωπικά κίνητρα, επειδή διέβλεπε τη στενή φιλία των δύο αρχηγών και την ενδεχόμενη παραγκώνιση του.

Μάταια ανάφερε το γεγονός αυτό ο Καούδης στον Κώτα, αλλά εκείνος δεν ήθελε να τον πιστέψει. Όταν αργότερα ο Καούδης πληροφορήθηκε κατά την παραμονή του στην Αθήνα τη σύλληψη του Κώτα από τους Τούρκους (Ιούνιος 1904), λυπήθηκε βαθύτατα και θεώρησε τον χαμό του «μεγάλο κακό» και «μεγάλη απόλια» για τον ελληνισμό της Μακεδονίας.
Ο Καούδης σημειώνει στα Απομνημονεύ­ματα του:

 «Ελέχθη ότι τον Κώτα τον επρόδοσε ο ίδιος ο Δεσπότης (εννοεί τον Γερμανό Καραβαγγέλη), πράμα που δυσκολέβομε να το πιστέψω. Αλλά λάθη έγιναν τόσα πολλά...».

 Ίσως όμως και ο ίδιος ο Καούδης να κατηγόρησε άθελα του τον Κώτα, όταν πέρασε από την Καστοριά και αφηγήθηκε στο μητροπολίτη Καστοριάς τα σχετικά με τη στάση του Κώτα και τους λόγους της αναχώρησης του.

Αρχειακή μαρτυρία που ανέσυρε από τα ελληνικά Αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών ο συγγραφέας Ν. Κοεμτζόπουλος, αναφέρει ότι ο Κώτας πιάστηκε από τους Τούρκους ύστερα από καταγγελίες του Γερμανού Καραβαγγέλη.
Πρόκειται για σχετικό τηλεγράφημα του προξένου του Μοναστηρίου Δ. Καλλέργη προς το υπουργείο Εξωτερικών (15 Ιουνίου 1904), στο οποίο τονίζει ότι είχε αντλήσει την πληροφορία του από τον Τούρκο γενικό διοικητή Χαλμή πασά. Με νεότερο τηλεγράφημα του ο Δ. Καλλέργης επιβεβαιώνει και πάλι τη σχετική είδηση.

 Αναπάντεχα γεγονότα είχαν οδηγήσει τελευταία στην απομόνωση του Κώτα από τους πιστούς συντρόφους του και ίσως έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και ο βαρύς χαρακτηρισμός του «προδότη», που αποδίδει ο Π. Μελάς στον Π. Κύρου, όταν πληροφορείται τη σύλληψη του Κώτά.

 Ο χαμός του καπετάν Κώτα, της σπουδαιότερης ελληνικής προσωπικότητας στις παραμονές του μακεδό­νικου αγώνα, σφράγισε οριστικά τη χρονική περίοδο, κατά την οποία αναπτύχθηκε και ανδρώθηκε το ελληνικό ανταρτικό κίνημα στη Μακεδονία.

Σύγχρονα με το συντονισμό και την οργάνωση ενός εθνικού δικτύου σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία κατά τη χρονική περίοδο 1901—1903, ο άοκνος μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, στοχεύοντας στην κατάρ­τιση ντόπιων ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, πέτυχε να στρατολογήσει στα τέλη του 1901 τον καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο (Ασπρόγεια), ανεψιό του παπα Δημήτρη από το ίδιο χωριό, ο οποίος δολοφονήθηκε το Νοέμβριο του 1901.

Ο Βαγγέλης γεννήθηκε πιθανό γύρω στα 1876. Αρχικά μυήθηκε στη βουλγαρική οργάνωση, αλλά σύντομα αντιλήφθηκε τους αληθινούς σκοπούς της και ήλθε σε σύγκρουση με τους Βουλγάρους αρχηγούς, οι οποίοι επιδίωκαν να τον εξοντώσουν.

 Έντονη ανθελληνική δραστηριότητα είχε αναπτύξει την εποχή εκείνη στο Στρέμπενο ο Βούλγαρος βοεβόδας Μάρκος, ρ οποίος πίεζε τους Έλληνες προκρίτους Παπαδημήτριο Οικονομίδη, Στέργιο Βολιώτη, Ευάγγελο Σίσκου, Κωνστα­ντίνο Εμμανουήλ, Δημήτριο Σίσκου, Κωνσταντίνο Βαγενά ή Βλαχόπουλο και Νικόλαο Νάτση ή Νικολαΐδη να γίνουν εξαρχικοί.

Το σώμα του Βαγγέλη συστάθηκε στις αρχές του 1902 και αποτέλεσε τον πρώτο ένοπλο ελληνικό αντιστασιακό πυρήνα, ο οποίος τάχθηκε κάτω από τις εντολές του μητροπολίτη Καστοριάς.
Οι μαρτυρίες μνημονεύουν τη στενή συνεργασία του Βαγγέλη με τον ακαταπόνητο Γεώργιο Καραλίβανο και τις συγκρούσεις του με το Γιαγκώφ τον Οκτώβριο το 1902 ύστερα από την πολιορκία της Ζαγορίτσανης και της Μπόμπιστας από τους Τούρκους.

Στις αρχές Μαρτίου του 1903 μεγάλο βουλγαρικό σώμα με επικεφαλής τους βοεβόδες Γκάϊκο και Τάνε πολιόρκησαν στο Στρέμπενο το σπίτι του καπετάν Βαγγέλη, για να τον υποχρεώσουν να ταχθεί με το μέρος τους, αλλά ο Έλληνας αντάρτης με τη βοήθεια της αδελφής του και του Δημήτριου Νταλίπη αντιστάθηκε με επιτυχία για μεγάλο χρονικό διάστημα και αναχαίτισε τη βουλγαρική επίθεση.

Τον Ιούνιο του 1903 το σώμα του Βαγγέλη ενισχύθηκε με τους Κρητικούς αντάρτες Ευθύμιο Καούδη, Γεώργιο Δικώνυμο Μακρή, Γεώργιο Περάκη ή Πέρο και Λαμπρινό Βρανά.

Τότε πέτυχε να διαλύσει βουλγαρικό σώμα κοντά στη Νεγοβάνη (Φλάμπουρο) και να αποκτήσει μεγάλη φήμη.

Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, στις 20 Ιουλίου του 1903, οι Έλληνες κάτοικοι του Στρέμπενου πληροφορήθηκαν με οδύνη τη δολοφονία των συμπατριωτών τους παπα Χρήστου Βρίτσιου και Ιωάν. Βρίτσιου στην Πρεκοπάνα από τους Γεώργ. και Δήμητρα Βρίτσιο, οι οποίοι έσπευσαν με αγωνία, για να τους ανακοινώσουν τα συμβάντα.

Ο καπετάν Βαγγέλης βρισκόταν όμως τότε στο μοναστήρι του Αγ. Νικολάου στο Τσιρίλοβο μαζί με τους άνδρες του. Μόλις πληροφορήθηκε την έκρηξη της εξέγερσης, κατευθύνθηκε προς την Κλεισούρα, όπου είχαν στρατοπεδεύσει τα βουλγα­ρικά σώματα.

Ο Βαγγέλης ακολούθησε τον κανονικό δρόμο και παρακάμπ­τοντας το νότιο ύψωμα της Κλεισούρας, κινήθηκε προς το βουνό Μουρίκι.
Στη θέση «Τσάτσαρι» συγκρούστηκε με βουλγαρική ομάδα και προκάλεσε σ'αυτήν σημαντικές απώλειες.
Ύστερα από νέες αψιμαχίες στη Ντύμπενη και στο Κωστενέτσι, ο Βαγγέλης διέφυγε με τα λιγοστά παλληκάρια του στη μητρόπολη Καστοριάς.

Ιδιαίτερα καρποφόρα υπήρξε επίσης την εποχή αυτή η συνεργασία του Ευάγγελου Ανδρέα Γκέλε από την Τύρσια με το μητροπολίτη Καστοριάς και τον Κώτα, όπως αναφέρθηκε και στο οικείο κεφάλαιο. Εκμεταλλευόμε­νος την προσωπική δυσαρέσκεια του Γκέλε απέναντι στον Τσακαλάρωφ, ο οποίος είχε αιχμαλωτίσει τον Ιούλιο του 1902 την οικογένεια του, αλλά και τη σύμπραξη του με τον Κώτα, ο Γερμανός Καραβαγγέλης έπεισε τον Γκέλε, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ίδιος στα Απομνημονεύματα του, να στραφεί κατά της βουλγαρικής οργάνωσης και ν' αναπτύξει ανεξάρτητη δραστηριό­τητα.

Ας σημειωθεί ότι ο Γκέλε υπήρξε ξάδελφος του παπα Ηλία, που είχε δολοφονηθεί από δύο Βουλγάρους αντάρτες.
Νέα ιστορικά στοιχεία έρχονται όμως σήμερα στο φως για να καταρρίψουν όσα μνημονεύει ο Καραβαγγέλης γύρω από τις προσπάθειες του να προσελκύσει τον Γκέλε στον ελληνισμό.
Ο Γκέλε υπήρξε γνήσιος Έλληνας και είχε προσχωρήσει από την αρχή στη βουλγαρική οργάνωση, για να χρησιμεύει ως πληροφο­ριοδότης του Έλληνα πρόξενου-του Μοναστηρίου Κιουζέ Πεζά.

Η σχετική μαρτυρία του Πεζά μνημονεύει ότι στις 22 Ιουλίου του 1901 ο Έλληνας μουχτάρης του Γέρμα Ευάγγελος Ανδρέα Γκέλε προσκλήθηκε στο σπίτι ενός εξαρχικού, όπου συνάντησε τον Αθ. Πετρώφ με 7 συντρόφους του. Του είπαν να μη φοβηθεί και αφού τον όρκισαν με το γνωστό τρόπο, του δήλωσαν ότι είναι απεσταλμένοι του βουλγαρικού κομιτάτου και ότι επιδίωκαν την απελευθέρωση των χριστιανών της Μακεδονίας.
 Του τόνισαν ακόμη ότι δεν έκαναν διακρίσεις ανάμεσα σ' Έλληνες και Βουλγάρους, αλλά επιζητούσαν μόνο τον εξοπλισμό όλων των χριστιανών κατοίκων, για να είναι έτοιμοι για τον απελευθερωτικό αγώνα.

Η εξέγερση θα ξεσπούσε στις 15 Αυγούστου και πολυάριθμοι αντάρτες θα διείσδυαν από τη Βουλγαρία με τη συμπαράσταση της Ρωσίας και του βουλγαρικού στρατού. Υπέδειξαν ακόμη στον Γκέλε το σχηματισμό υποκομιτάτου για τη συγκέντρωση των χρημάτων και την αγορά όπλων και όρισαν σε 4 τουλάχιστο γρόσια τη μηνιαία εισφορά κάθε οικογένειας μέχρι το τέλος του αγώνα.

Η έντονη δραστηριότητα του Γκέλε στην ελληνική οργάνωση ενθάρ­ρυνε το μητροπολίτη Καστοριάς να εντείνει τις προσπάθειες του και να ζητήσει από την ελληνική κυβέρνηση την αποστολή 50 Κρητικών, οι οποίοι θα αναλάμβαναν να πλαισιώσουν τα λιγοστά ελληνικά σώματα της Μακεδονίας. Οι ρευστές ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1897 δεν επέτρεψαν βέβαια στην κυβέρνηση Ζαΐμη ν' ανταποκριθεί στην αίτηση του Καραβαγγέλη.

Με μεγάλη απογοήτευση πληροφορήθηκε ο Έλληνας ιεράρχης το Μάρτιο του 1903 την στυγερή δολοφονία του Γκέλε και της γυναίκας του από τους άνδρες του Σαράφωφ.

Δίνοντας προτεραιότητα στην αποδυνάμωση της βουλγαρικής δρα­στηριότητας, ο μητροπολίτης Καστοριάς προχώρησε με κίνδυνο της ζωής του στην υλοποίηση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ευνοϊκή πραγμάτωση του μακεδόνικου αγώνα. Συντόνισε την άμυνα και τον εξοπλισμό των ντόπιων χωρικών σε πολλά επίκαιρα σημεία του γεωγραφι-της Δυτικής Μακεδονίας και διόρισε έμπιστους συνεργάτες του σε διάφορα ζωτικά σημεία του γεωγραφικού αυτού χώρου, οι οποίοι παρίσταναν τους εξαρχικούς, αλλά στην πραγματικότητα τον κρατούσαν συνεχώς ενήμερο για τις κινήσεις των βουλγαρικών σωμάτων.

 Φρόντιζε ακόμη να πληροφορεί σχετικά με τις ενέργειες του τους Έλληνες προξένους του Μοναστηρίου και τους αρμόδιους κύκλους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών.

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούσαν από την ελληνική πρωτεύουσα την εθνική δραστηριότητα του, εκείνοι κυρίως, που πρωτοστα­τούσαν στη δημιουργία εθνικής πατριωτικής κίνησης σε ένδειξη συμπαρά­στασης προς το μακεδόνικο ελληνισμό, όπως οι αξιωματικοί Δαγκλής, Εξαδάκτυλος, Τσόντος, η οικογένεια του Στέφανου Δραγούμη και ο Παύλος Μελάς, ο οποίος αντίκριζε με πικρία την αδιάφορη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι στην τραγική κατάσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας.

Ο αγώνας όμως απέναντι στη βουλγαρική δράση υπήρξε τρομερά άνισος. 

Επανειλημμένα είχε υποδείξει ο Καραβαγγέλης στον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηρίου Πεζά την επείγουσα αποστολή ένοπλων ελληνικών ανταρτι­κών σωμάτων αγνοώντας βέβαια μ' αυτόν τον τρόπο το πλούσιο σε έμψυχο υλικό δυναμικό του μακεδόνικου ελληνισμού.

 Ο Πεζάς ωστόσο είχε προχωρήσει μόνος του από παλαιότερα στην οργάνωση του αγώνα και είχε προτείνει κατά διάφορα χρονικά διαστήματα ορισμένες λύσεις προς τις ελληνικές κυβερνήσεις.
Με δική του πρωτοβουλία ο Γερμανός Καραβαγγέλης αναπλήρωνε τα μεγάλα κενά σε έμψυχο υλικό που παρατηρούνταν μετά το 1901, ύστερα από τις αλλεπάλληλες δολοφονίες των Ελλήνων ιερέων,και στη θέση τους χειροτονούσε τους γιους τους.

 Μέσα στην Καστοριά είχε ιδρύσει δίπλα στη μητρόπολη ένα ορφανοτροφείο για τα παιδιά των Ελλήνων ανταρτών και προκρίτων, οι οποίοι είχαν χάσει τη ζωή τους από τις δολοφονικές ενέργειες της βουλγαρικής οργάνωσης. Εκεί συντηρούνταν 70 περίπου παιδιά, όπως του Νταλίπη, του Βαγγέλη και παπα Ηλία Κοβάτση από το Σμάρδεσι.

Οι απόφοιτοι του ορφανοτροφείου αυτού στέλνονταν έπειτα στο ελληνικό κράτος και εκπαιδεύονταν στο λύκειο του Ιωάννου Δέλλιου με έξοδα του κέντρου του ελληνικού  κομιτάτου. Αμέσως μετά φοιτούσαν στη σχολή Ευελπίδων, όπως τα παιδιά του Κώτα, του Δημ. Νταλίπη, του Αποστόλη από τον Απόσκεπο και άλλων ή στο πανεπιστήμιο, όπως ο γιος του Βασίλη Τσεμάνη από το Κωστενέτσι. ο οποίος ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα στην Καστοριά. Άλλα παιδιά φοιτούσαν ακόμη και στο ορφανοτροφείο της Θεσσαλονίκης.

Το Μάϊο του 1903 οι πολυάριθμες επικλήσεις του Καραβαγγέλη προς τους αρμόδιους του υπουργείου Εξωτερικών άρχισαν να καρποφορούν. Έτσι την εποχή εκείνη 11 Κρητικόπουλα επιλέχθηκαν τελικά από τον Παύλο Μελά, για να σταλούν στη Μακεδονία και να ενισχύσουν τις εθνικές προσπάθειες των ντόπιων Ελλήνων. Αυτοί ήταν οι Ευθύμιος Καούδης, Γεώργιος Δικώνυμος Μακρής, Γεώργιος Περάκης ή Πέρος, Λαμπρινός Βρανάς, Λ. Λαμπρινός ή Νικητάκης, Γεώργιος Σεϊμένης, Ντράλκας, Μανούσος Κατουνάτος, Γεώργιος Ζουρίδης, Νικόλαος Λυκάκης και Κού­κος.

 Από τους 11 επιλεγμένους Κρητικούς έφθασαν τελικά στις αρχές Μαΐου του 1903 στη Μακεδονία οι Καούδης, Μακρής, Περάκης και Βρανάς, για να συγκροτήσουν ένοπλο σώμα. Απέτυχαν όμως στην αποστολή τους, γιατί εμποδίστηκαν από τον Έλληνα υποπρόξενο της Θεσσαλονίκης Φίλιππο Κοντόγούρη, που έκρινε επικίνδυνη την προώθηση τους στο εσωτερικό της Μακεδονίας.

Λάκης Πύρζας
 Μόνο στο Γ. Περάκη επέτρεψε ο Κοντογούρης να συναντήσει το μητροπολίτη Καστοριάς,για να του επιδώσει επιστολή του Μελά, ενώ οι άλλοι τρεις επέστρεψαν στην Αθήνα. Ο Γ. Περάκης προσποιούμενος το ζωέμπορο, είχε την εποχή εκείνη την ευκαιρία να διεισδύσει στο δυτικομακεδονικό χώρο, να έλθει σ' επαφή με βασικούς παράγοντες του ελληνισμού, αλλά τελικά πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους στη Νεάπολη της Ανασελίτσας καθώς επιχειρούσε να κατευθυνθεί από την Καστοριά στα Γρεβενά. Αργότερα αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου παρέδωσε στον Παύλο Μελά σχετική επιστολή του καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο, ο οποίος ζητούσε επίμονα την αποστολή ενισχύσεων για την διεξαγωγή του αγώνα στη Μακεδονία.

Ανάμεσα στα σημαντικότερα στελέχη του ανταρτικού σώματος του Κώτα συγκαταλέγονταν ο καπετάν Λάκης ή Νικόλαος Νταηλάκης, ο Παύλος Κύρου,ο Λάκης Πύρζας και ο Ναούμ Σπανός. 
Ναούμ Σπανός (δεύτερος από αριστερά)

Ο Λάκης Νταηλάκης καταγόταν από το σλαβόφωνο χωριό Βέρνικ της Καστοριάς κοντά στη Βίγλιστα και από νέος είχε στραφεί κατά των ντόπιων μουσουλμάνων μπέηδων, οι οποίοι καταπίεζαν τους χριστιανικούς πληθυσμούς.

Στα τέλη του 1901 ή το αργότερο στις αρχές του 1902 στρατολογήθηκε στο σώμα του Κώτα στα Κορέστια και από τότε συμμετείχε μαζί του ενεργά στους αγώνες κατά των Τούρκων και της βουλγαρικής οργάνωσης.

Η κύρια δραστηριό­τητα του Λάκη Νταηλάκη κατά τη διάρκεια του μακεδόνικου αγώνα αρχίζει ουσιαστικά στα τέλη Δεκεμβρίου του 1904 και αναπτύχθηκε κυρίως στα αλβανόφωνα χωρά Γράψη, Μπραδοβίτσα, Χότσιστα, Σίνιτσα,Ζίτσιστα, Γιανοβάνη (Γιαννοχώρι) και άλλα.


Παύλος Κύρου 
Ο Παύλος Κύρου καταγόταν από το Ζέλοβο και ήταν εγγονός του κλέφτη των Κορεστίων Ναούμ Κύρου.

 Αρχικά συμμετείχε στην Ε.Μ.Ε.Ο., όπως και ο Κώτας, αλλά αργότερα εντάχθηκε στην ελληνική οργάνωση μαζί με τους συνεργάτες του Δημήτριο Νταλίπη και Σίμο Αρμεντσκιώτη (καπετάν Σίμο από το ελληνικό χωριό Αρμένσκο).


 Στα τέλη του περασμένου αιώνα αξιόλογη δράση ανάπτυξε και ο Φλωρινιώτης οπλαρχηγός Λάκης Πύρζας σε συνεργασία με τους επίσημους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού κράτους από το Μοναστήρι.

Σημαντική επίσης υπήρξε η προσφορά του Ναούμ Σπανού, ο οποίος ήλθε σ' επαφή με τον Κώτα στα 1901 και συνόδευσε τα παιδιά του στην Αθήνα στα τέλη του ίδιου χρόνου. Στις παραμονές της εξέγερσης του Ίλιντεν κατάρτισε ανταρτικό σώμα από 31 Ελληνόπουλα στην Αθήνα, αλλά οι ελληνικές αρχές δεν επέτρεψαν την διάβαση του στη Μακεδονία.

 Τότε συνεργάστηκε με τον ελληνισμό του Μοναστηρίου και με τη συμπαράσταση του μητροπολίτη Καστοριάς δημιούργησε μικρό σώμα, το οποίο έδρασε με επιτυχία στα Καστανοχώρια.

 Μικρότερα ελληνικά σώματα είχαν οργανώσει στα 1903 οι Ελληνό-βλαχοι Νικήτας και Τσάπανος από το Μεγάροβο, Αδάμ από τη Νιζόπολη και Νικόλαος Τσανόπουλος από το Πισοδέρι. Στο γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας δρούσε ακόμη το σώμα του Αντώνιου Ντούρα.

Ενώ ο ελληνισμός της Μακεδονίας οργάνωνε στις αρχές του αιώνα τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες για την αποτελεσματικότε­ρη αντιμετώπιση της κατάστασης, μέσα στο ελληνικό κράτος άρχιζαν να συγκροτούνται οργανώσεις με την πρωτοβουλία Μακεδόνων εγκαταστημέ­νων στην Αθήνα, με σκοπό την καθοδήγηση και την ενίσχυση του μακεδόνικου ελληνισμού.

Αξιομνημόνευτοι είναι ο «Κεντρικός Μακεδόνι­κος Σύλλογος», που είχε συγκροτηθεί με ενέργειες του Χαλκιδικιώτη Θεοχάρη Γερογιάννη και του αδελφού του, η εταιρεία «Ελληνισμός» του καθηγητή Νεοκλή Καζάζη, η οποία πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στη γνώση του μακεδόνικου ζητήματος και ο Μακεδόνικος Όμιλος, που ιδρύθηκε από τον πρωτεργάτη της επανάστασης του 1878 Στέφανο Δραγούμη και τον Αθανάσιο Αργυρό από τη Νιγρίτα.
 Κατά το δεύτερο μισό του 1903, ύστερα από την εξέγερση του Ίλιντεν, που προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στον ελλαδικό χώρο, εντατικοποιούνται οι ενέργειες των μακεδόνικων οργανώσεων στην Αθήνα.

Σημαντικότερο γεγονός υπήρξε η σύσταση του μακεδόνικου κομιτάτου με πρόεδρο τον διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτριο Καλαποθάκη, ο οποίος ήλθε σε στενή συνεργασία με τους Στέφανο Δραγούμη και Παύλο Μελά για το συντονισμό των εθνικών ενεργειών στη Μακεδονία και την κατάρτιση ένοπλων σωμάτων.

Σπουδαιότατο ρόλο στη διαφώτιση της ελληνικής κοινής γνώμης διαδραμάτισε ο ελληνικός τύπος της εποχής εκείνης, ο οποίος πρόβαλλε με αλλεπάλληλα άρθρα του το μακεδόνικο ζήτημα και τα δραματικά γεγονότα, που εξελίσσονταν στη Μακεδονία στις αρχές του αιώνα.

 Θα ήταν βέβαια ματαιοπονία ν' αναφερθούμε εδώ αναλυτικά στο περιεχόμενο των ειδήσεων των πολυάριθμων ελληνικών εφημερίδων και να επαναλάβουμε πολλά ιστορικά γεγονότα, τα οποία μνημονεύθηκαν κατά τη σύνθεση των διαφόρων κεφαλαίων της μελέτης. Αυτό όμως, το οποίο πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα εδώ, είναι η θετική στάση των ανώνυμων και επώνυμων αρθρογράφων απέναντι στο φλέγον μακεδόνικο ζήτημα και οι καυστικές κρίσεις τους για τη χλιαρή εξωτερική πολιτική του επίσημου ελληνικού κράτους.

Η καλοπροαίρετη κριτική των ελληνικών ειδησεογραφικών οργάνων σχετικά με το μακεδόνικο ζήτημα συντέλεσε αποφασιστικά στην κινητοποίηση της ελληνικής κοινής γνώμης και στην ενεργή παρέμβαση της ελληνικής διπλωματίας για την επίλυση του μακεδόνικου ζητήματος με γνώμονα βέβαια τα ελληνικά συμφέροντα.

Αναμφισβήτητα όμως τις σημαντικότερες υπηρεσίες για την οργάνωση του ελληνισμού στις παραμονές του μακεδόνικου αγώνα προσέφερε ο Ίων Δραγούμης, ο οποίος διορίστηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι το Δεκέμβριο του 1902.

Μαζί με το Σιατιστινό Αργύριο Αθ. Ζάχο, τον Αριστοτέλη Ματλή, το Φίλιππο Καπετανόπουλο, το Ναούμ Καλαρίτη, το Θεόδωρο Μόδη, το Χρήστο Δούμα, τον Τσάμη Παπασταύρο και άλλους Έλληνες πατριώτες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας ίδρυσε στα τέλη του 1902 στο Μοναστήρι το σωματείο «Μακεδόνικη Άμυνα», το οποίο περιέλαβε σε σύντομο χρονικό διάστημα πολυάριθμα μέλη. Σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του βιλαετίου Μοναστηρίου οι επιτροπές της «Άμυνας» αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά της ελληνικής οργάνωσης, η οποία προλείανε το έδαφος για την αποτελεσματική διεξαγωγή του μακεδόνικου αγώνα.

Ο Παύλος Τσάμης μνημονεύει αναλυτικά στο έργο του «Μακεδόνικος Αγών» τις τοπικές επιτροπές της « Άμυνας» και τα ονόματα των μελών που την απάρτιζαν.

 Ο σύνδεσμος της «Άμυνας» στην Αθήνα υπήρξε ο Παύλος Μελάς, ο οποίος βρισκόταν σε εντατικές επαφές με διάφορα πατριωτικά σωματεία.
Στα 1962 ο Φίλιππος Δραγούμης δημοσίευσε στη «Νέα Εστία» τον κανονισμό της «Άμυνας».

Σκοπός της «Άμυνας», σύμφωνα με το δημοσιευμένο απόσπασμα του κανονισμού, που φέρει το γραφικό χαρακτήρα του Ίωνα Δραγούμη, υπήρξε «όχι η ανατροπή των καθεστώτων, αλλ' υπεράσπισις εθνική, συνασπισμός των ελληνικών κοινοτήτων και αλληλοβοήθεια».

Στο μυστικό αυτό κομιτάτο θα μυούνταν Έλληνες πρόκριτοι, δάσκαλοι και ιερείς, οι οποίοι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στον εθνικό αγώνα.

Η μύηση πραγματο­ποιούνταν από κάποιο έμπιστο πρόσωπο, το οποίο δεν αποκάλυπτε στον μυούμενο τον αρχηγό και τα μέλη του κομιτάτου, όπως ακριβώς συνέβαινε και με την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας, αλλά ανάφερε το σκοπό της ίδρυσης του και τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο με τη φράση:

«Ορκίζομαι να κρατήσω μυστικήν την ΑΜΥΝΑΝ».

Ο αριθμός των μυημένων προσώπων θα ήταν ελάχιστος και δεν θα υπερέβαινε τα τρία άτομα σε κάθε χωριό, τα οποία θα γνωρίζονταν φυσικά μεταξύ τους και θα ήξεραν εκείνον που τους είχε μυήσει.

Σε κάθε επίκαιρη πόλη και κωμόπολη η «Άμυνα» θα σχημάτιζε ένα «Κέντρο», το οποίο θα αποτελούνταν από τρία έμπιστα άτομα.
Το τριμελές αυτό συμβούλιο επιφορτιζόταν με την ανάπτυξη ενός πυκνού πληροφορια­κού δικτύου και είχε αρμοδιότητα να επιλύει διάφορα επιτόπια ζητήματα. Κάθε μέλος από το παραπάνω συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να μυεί τρία νέα έμπιστα άτομα, αλλά ο αριθμός των μελών του συμβουλίου δεν θα υπερέβαινε σε καμιά περίπωση τα τρία. Οι μυούμενοι θα χρησίμευαν ως «όργανα» και δεν θα γνώριζαν περισσότερα πράγματα από το σκοπό και την ύπαρξη του κομιτάτου.

Όσοι αναλάμβαναν να κινητοποιήσουν τον ελληνισμό της Μακεδονίας και να ξεσηκώσουν την κοινή γνώμη, θα έπρεπε να τονίζουν στους λόγους τους προς τους Έλληνες κατοίκους την ελληνικότητα της Μακεδονίας με βάση τις αρχαίες και βυζαντινές πηγές, να υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο, που είχε διαδραματίσει κατά την τουρκοκρατία το πατριαρχείο και παράλληλα να αναλύουν τη δραστηριότητα του ξενοκίνητου βουλγαρικού παράγοντα στο μακεδόνικο χώρο, να κηρύσσουν την ομόνοια στα μέλη των ελληνικών κοινοτήτων και να ανακοινώνουν σ' αυτά την επικείμενη ανάληψη του ένοπλου αγώνα με τη συμπαράσταση του ελληνικού κράτους.

Ανάλογος θα ήταν και ο ρόλος των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, τα οποία θα προετοίμαζαν το έδαφος περιφερόμενα στα διάφορα χωριά, ενθαρρύνοντας και ξεσηκώνοντας τους κατοίκους τους και χορηγώντας σ' αυτούς τρόφιμα και χρήματα.

Ο αρχηγός του σώματος ήταν υποχρεωμένος να κρατά την πειθαρχία και να τιμωρεί όσους δεν υπάκουαν στις εντολές του. Σε κάθε χωριό θα μυούνταν από τα μέλη της ανταρτικής ομάδας μέχρι τρία πρόσωπα, τα οποία θα εξέλεγαν ένα ειδικό αγγελιαφόρο, ο οποίος θα γνώριζε άριστα τη γεωγραφική δομή κάθε περιοχής. Οι χωρικοί θα έπρεπε ν' αρνούνται οποιαδήποτε βοήθεια στα βουλγαρικά σώματα.

Ίων Δραγούμης
Μετά την εξέγερση του Ίλιντεν ο Ίων Δραγούμης πραγματοποίησε μια μεγάλη περιοδεία στο νότιο τμήμα του βιλαετίου Μοναστηρίου, για να ενθαρρύνει το μακεδόνικο ελληνισμό και να τον εμψυχώνει.

Τεκμήριο των εντυπώσεων του και της μεγάλης εμπειρίας του κατά την παραμονή του στο μακεδόνικο χώρο στις αρχές του αιώνα αποτελεί το έργο του «Μαρτύρων και Ηρώων αίμα...», το οποίο είναι γραμμένο με γλαφυρό ύφος και περιέχει πολύτιμες διαπιστώσεις και συμπεράσματα για την πορεία της μακεδόνικης υπόθεσης.

Παρατηρώντας και αναλύοντας τα γεγονότα με το μάτι ενός αντικειμενικού κριτή, ο Ίων Δραγούμης περιγράφει με ζωντάνια και παραστατικότητα την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία και υπογραμμίζει με πίκρα τη θλιβερή θέση του μακεδόνικου ελληνισμού.

Ζυμωμένος με τα προβλήματα και τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων κατοίκων δεν δισιάζει να στραφεί ακόμη και κατά της επίσημης ελληνικής πολιτικής απέναντι στο μακεδόνικο ζήτημα, η οποία είχε εγκαταλείψει στην τύχη του τον ελληνισμό της Μακεδονίας τηρώντας «άψογη» στάση στις σχέσεις της με την Τουρκία:

«Τί χρησιμεύει ένα κράτος Ελληνικό, που αντί κάθε άλλη εξωτερική πολιτική διορίζει προξένους στην Ανατολή και πρέσβεις στη Δύση και τους ξεπροβοδίζει με τη μονάκριβη ευχή και οδηγία: «Προσέχετε να μη γεννάτε ζητήματα».

Αν το κράτος δε νοιώθει τι μπορεί και τι πρέπει να κάνη, δεν αξίζει να ζη.
Έχουμε δυνάμεις αμέτρητες και στη Μακεδονία και στη Θράκη και σ' όλη την Ανατολή. 

Και αν το κράτος δεν τις ξέρει,τι θα πη πώς πρέπει να μην τις ξέρω και γω.

Και αν το κράτος τις αφίνει κρυμένες ή σκόρπιες και δε θέλει να τις περιμαζέψη, δεν είνε λόγος να μην τις περιμαζέψω εγώ, ή τουλάχιστο να προσπαθήσω... Και αλήθεια να ήταν πως ούτε Έλληνα δε βρίσκεις στη Μακεδονία, πρέπει να είνε Ελληνική η Μακεδονία. Άλλα κράτη αρπάζουν πολιτείες και χώρες και μεις και κείνα που είνε δικά μας και εκείνα δεν τα κρατάμε. Σκιαζόμαστε μη μας πουν οι Ευρωπαίοι πως δεν είνε δικά μας».

Ανάλογη αγωνιστικότητα έδειχνε στις παραμονές του μακεδόνικου αγώνα και ο ελληνισμός του βιλαετίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος, κάτω από πολύ δυσάρεστες συνθήκες και παρά την ουδέτερη στάση του Έλληνα πρόξενου Ε. Ευγενιάδη, που απέκρουε κάθε ένοπλη αντίσταση κατά των Βουλγάρων, οργάνωνε μόνος του επιτροπές άμυνας σε πολυάριθμες κωμοπόλεις και χωριά.

Στα τέλη του 1903 ο Ευγενιάδης προτείνει για πρώτη φορά προς το υπουργείο Εξωτερικών τη διείσδυση Ελλήνων στρατιωτικών αρχηγών στη Μακεδονία και τη δημιουργία ελληνομακεδονικών σωμά­των.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου