Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Η εικόνα του Έλληνα στα σύγχρονα Βουλγαρικά εγχειρίδια Ιστορίας.

Vasil GiuzelevIstorija
ΣΟΦΙΑ ΒΟΥΡΗ
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Επιστημονική Επιτηρίδα
Παιδαγωγικού Τμήματος
Ιωάννινα 1993

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ (1990 ΚΑΙ ΕΞΗΣ)


Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού μετά το 1989 στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης και οι πολιτικές ανακότατάξεις που σηματοδότησε το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός στη Βαλκανική αναζωογόνησαν με ανεπανάληπτο τρόπο μαζί με τους εθνικισμούς και το ενδιαφέρον για το ιστορικό παρελθόν.

Για άλλη μια φορά η ιστορία καλείται να υπηρετήσει τις ανάγκες της πολιτικής εξουσίας, να εξισορροπήσει τη διασαλευμένη κοινωνική συνοχή και να καλύψει το ιδεολογικό κενό που άφησε πίσω της η εκτοπισμένη μαρξιστική λενινιστική κοσμοθεωρία. .

Η συγκεκριμένη πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική λειτουργία της ιστορικής γνώσης στα μετασοσιαλιστικά καθεστώτα των χωρών της Βαλκανικής βρίσκει έκφραση και στη σχολική διαδικασία, κατεξοχήν μέσα από τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αμέσως μετά το 1989 στις χώρες αυτές αντικαταστάθηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα τα εγχειρίδια ιστορίας του παλαιού καθεστώτος με αναθεωρημένες και αλλεπάλληλες κατ’ έτος εκδόσεις της εθνικής τους ιστορίας.

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις χωρών σι οποίες συνέγραψαν τα εγχειρίδια της εθνικής τους ιστορίας για δεύτερη ή και τρίτη φορά μέσα στα τελευταία τρία χρόνια αποτελούν η Βουλγαρία, η Σερβία και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Το γεγονός ότι η ιστορική γνώση που παρέχεται σήμερα στα σχολεία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών αναθεωρείται συνεχώς δηλώνει από μόνο του τα εξής:

- την ανάγκη αναπροσδιορισμού της νέας πορείας στη Βαλκανική
- την επιδίωξη κατασκευής νέων κοινωνικών προτύπων και αξιών
- την ανάγκη διαμόρφωσης νέας συλλογικής μνήμης, δηλαδή εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας, 
στη βάση μιας αναβιωμένης εθνικής ιδεολογίας νομιμοποιητικής των σύγχρονων πολιτικών επιλογών.

Οι παραπάνω  παραδοχές προκάλεσαν.το ερευνητικό μας ενδιαφέρον να εξετάσουμε το είδος της ιστορικής γνώσης που επιλένεται τελικά να διοχετευθεί στους μαθητές ως κατάλληλη στη σύγχρονη βαλκανική πολιτική συγκυρία.
Στα πλαίσια της γενικότερης αναζήτησης των νέων τάσεων της μετασοσιαλιστικής σχολικής ιστοριογραφίας επιχειρούμε να ανιχνεύσουμε την εικόνα του Έλληνα και των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων στην αναθεωρημένη ύλη της βουλγαρικής εθνικής ιστορίας. Για το σκοπό αυτό εξετάσαμε τα εξής τέσσερα νέα εγχειρίδια βουλγαρικής ιστορίας, που εκ δόθηκαν στη Σόφια το 1991 και το 1992:

1. Vasil Giuzelev, Konstantin Kosev, Georgi Georgiev,
Istorija za 10 klas, Prosveta,Sofia 1991, σ. 236 (από την αρχαιότητα μέχρι το 1878).

2. Slajko Trifonov, Istorija na Balgaria (1878-1944)
 za 11 klas na SOU, Prosveta, Sofia 1991, σ. 140.

3. Petar Angelov, Tsvetana Georgieva, Georgi Bakalov, Dimitar Tsanev, Zapiski po Istorija na Balgaria (681-1878), Sofia 1992, σ. 222.

4. Bobi Bobev, Zapiski po Istorija na Balgaria (1878 1944), Sofia 1992, σ. 173.

Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια ιστορική ύλη που μέσα σ’ ένα χρόνο ξαναγράφεται για δεύτερη φορά, από διαφορετικούς συγγραφείς, με νέα μορφή και με διαφοροποιημένες σχετικά ιδεολογικές κατευθύνσεις.

Από την άποψη αυτή έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με δύο χωριστές ομάδες εγχειριδίων:
του 1991 και του 1992.

Οι βασικές κατευθύνσεις των νέων εγχειριδίων διαφαίνονται ήδη από τις δηλώσεις των συντακτών στον πρόλογο, τη θεματική αναδιάρθρωση της ιστορικής ύλης αλλά και τις νέες αντιλήψεις που διαπερνούν τα κείμενα.

Έτσι, όσον αφορά στους σκοπούς της διδασκαλίας του μαθήματος της ιστορίας, αυτοί, όπως είναι γνωστό. στα πλαίσια του σοσιαλιστικού σχολείου επικεντρώνονταν:

στη μετάδοση των απαραίτητων ιστορικών γνώσεων για την κατανόηση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, στη διαμόρφωση της μαρξιστικής λενινιστικής κοσμοθεωρίας
και στην καλλιέργεια της κομμουνιστικής ιδεολογίας και ηθικής.

 Αντίθετα, τα μετασοσιαλιστικά βουλγαρικά εγχειρίδια ιστορίας, όπως τουλάχιστον εξαγγέλλουν οι συντάκτες τους, στοχεύουν στην

«απελευθέρωση της διδακτέας ύλης από τα ιδεολογικά δόγματα, που παραμόρφωναν την εικόνα για την ιστορική εξέλιξη» 
και ταυτόχρονα στην
 «ανάδειξη των αντικειμενικών συμβάντων και γεγονότων του παρελθόντος».

 Η συγκεκριμένη αντίληψη για την αντικειμενική προσέγγιση της ιστορίας μέσα από τα γεγονότα είναι ένα πρώτο στοιχείο που παραπέμπει στην εθνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα.

Ένας δεύτερος στόχος των νέων εκδόσεων είναι ν’ αποκατασταθεί, όπως κατά λέξη αναφέρεται, η «ανεπίτρεπτη απουσία» της εθνικής ιστορίας της Βουλγαρίας στα παλιά βουλγαρικά εγχειρίδια.

 Ωστόσο, η ανάγκη επανένταξης της εθνικής ιστορίας στη διδακτέα ύλη υποστηρίζεται με επιχειρήματα που θίγουν αλυτρωτικά ζητήματα, όπως επιβεβαιώνεται από το παρακάτω απόσπασμα:


«Η τύχη δεν ήταν γενναιόδωρη για τη Βουλγαρία και το λαό της.
 Έξω από τα σύνορα του νεοϊδρυθέντος κράτους έμειναν ευρείες περιοχές και εκατομμύρια Βούλγαροι, οι αγώνες και οι δυσκολίες των οποίων αποτελούν αδιάσπαστο τμήμα της δικής μας ιστορίας» (10/1991/σ. 3).

Με βάση την ίδια εθνοκεντρική λογική εξηγείται και η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει στην ύλη του συγκεκριμένου εγχειριδίου το εθνικό πρόβλημα της Βουλγαρίας, δηλαδή η ενοποίηση των διαμελισμένων βουλγαρικών περιοχών. .
Αλλά  οι νέες κατευθύνσεις της βουλγαρικής σχολικής ιστοριογραφίας απεικονίζονται κυρίως στην αναδιάταξη και στις διαφοροποιήσεις του ίδιου του περιεχομένου των σχολικών κειμένων.

Αναφέρουμε ενδεικτικά: 

τη διεύρυνση της ανάλυσης της μεσαιωνικής βουλγαρικής ιστορίας σ’ όλα τα εγχειρίδια,
την προσθήκη νέων κεφαλαίων για τη δημιουργία του βουλγαρικού έθνους την εποχή της βουλγαρικής Αναγέννησης (4,5 σελ.), 
την αφαίρεση κεφαλαίων κοινωνικοικονομικής  ιστορίας (5 σελ.), 
τον περιορισμό αρχικά της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος της Βουλγαρίας στο εγχειρίδιο του 1991, 
την κατάργηση του κεφαλαίου αυτού στο εγχειρίδιο του 1992 και την επανένταξή του, τελικά, στο εγχειρίδιο του 1993.

Τέλος, τη διεύρυνση της ανάλυσης των θεμάτων που αφορούν στην εθνική και πολιτική ιστορία της Βουλγαρίας στα εγχειρίδια του 1992 και 1993.

Οι διαφορές που διαπιστώνουμε στα δέματα και την έκταση ανάλυσής τους ανάμεσα στα εγχειρίδια του παλαιού καθεστώτος και τα αντίστοιχα της δεκαετίας του 1990 αντικατοπτρίζουν αναμφισβήτητα τις εξής συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές των συντακτών τους:

α) τη ρήξη κάθε σχέσης με το σοσιαλιστικό παρελθόν της Βουλγαρίας.

β) την προσφυγή στην εθνική ιδεολογία, που αγγίζει συχνά τα όρια του σοβινισμού, κυρίως στα εγχειρίδια του 1991.

γ) την ανάδειξη της πολιτικής ιστορίας ως βασικής πηγής γνώσης και ως απαράμιλλου διδακτικού μέσου για την πολιτική αυτογνωσία και αγωγή των μαθητών.

Τις συγκεκριμένες αναθεωρήσεις, παλινδρομήσεις και αναπροσανατολισμούς της ιστορικής γνώσης στα πρόσφατα βουλγαρικά εγχειρίδια ιστορίας μπορεί να τις κατανοήσει κανείς αν λάβει υπόψη  το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο συντελέστηκε η συγγραφή τους.

Τα δύο πρώτα βιβλία εθνικής βουλγαρικής ιστορίας; του 1991, γράφτηκαν υπό την πίεση των ραγδαίων πολιτειακών μεταβολών που συντελούνταν στη Βουλγαρία μετά το 1989, και κυρίως κάτω από την επιτακτική ανάγκη της τότε πολιτικής συγκυρίας να αποκατασταθεί επιτέλους η εθνική ιστορία.

Μέσα στο πρωτόγνωρο κλίμα της ελευθερίας του λόγου (glasnost) και της ορμής για αποκάλυψή των δεμάτων «ταμπού»,  όπως ήταν τα εθνικά δέματα-μέχρι τότε, η νέα βουλγαρική σχολική ιστοριογραφία κινδυνεύει να φτάσει στο άλλο άκρο:
να αντικαταστήσει, δηλαδή, την ιδεολογική ηγεμονία του σοσιαλισμού με την ιδεολογία ενός αναβιωμένου εθνικισμού10. Κατεξοχήν εθνοκεντρικά είναι τα βιβλία του 1991, σε βαθμό που να παραβιάζουν συχνά τις βασικές αρχές για σεβασμό της ιστορίας των γειτονικών λαών. Αυτόν τον κίνδυνο επιχειρεί, κατά τη γνώμη μας, να περιορίσει η επανασυγγραφή της ίδιας ύλης στα τελευταία εγχειρίδια του 1992.

Οι επισημάνσεις μας για τα γενικά χαρακτηριστικά και τις τάσεις των νέων εγχειριδίων της βουλγαρικής ιστορίας διευκολύνουν να κατανοήσουμε και την εικόνα που προβάλλουν αυτά για τον Έλληνα και τις ελληνοβουλγαρικές πολιτιστικές και πολιτικές σχέσεις στην ιστορική διαδρομή των δύο λαών.

Η διερεύνηση της εικόνας του Έλληνα ως πολιτικού κατεξοχήν υποκειμένου επιβάλλεται από το ίδιο το υλικό τα περισσότερα θέματα του οποίου τον αναδεικνύουν ως φορέα εξουσίας: πολιτικής (κρατικής, διοικητικής, οικονομικής), εκκλησιαστικής και πνευματικής.

Αυτές είναι και οι βασικές θεματικές κατηγορίες στις οποίες στηρίχθηκε η ανάλυση του περιεχομένου (ποσοτική και ποιοτική).

(Σημ Yauna: Παραλείψανε το Κεφάλαιο της Ποσοτικής Ανάλυσης)

Ποιοτική ανάλυση Περιεχομένου

Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις απουσιάζουν ως αυτοτελής ενότητα στην ύλη των συγκεκριμένων εγχειριδίων. 

Η απουσία αυτή  ωστόσο, δεν παρεμποδίζει τελικά την αποτύπωση μιας παραστατικής εικόνας για τον Έλληνα και τις σχέσεις του με τους Βουλγάρους. Τη συγκεκριμένη εικόνα συνθέτουν κατά κύριο λόγο οι άμεσες και έμμεσες αναφορές στον Έλληνα ως πνευματικού και πολιτικού υποκειμένου, οι οποίες συνυφαίνονται γύρω από δύο κεντρικά δέματα της αναθεωρημένης βουλγαρικής ιστορίας:

α) Το θέμα της διαμόρφωσης της βουλγαρικής κουλτούρας και του Βουλγαρικού έθνους κατά την εποχή της βουλγαρικής Αναγέννησης.

β) Το δέμα της εθνικής ενοποίησης των βουλγαρικών περιοχών για τη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου κράτους.

Όσον αφορά στο πρώτο δέμα, τη βουλγαρική κουλτούρα, διακρίνει κανείς τρεις βασικούς ιδεολογικούς άξονες τους οποίους επιλέγουν οι συντάκτες των εγχειριδίων για να προσδιορίσουν το χαρακτήρα και τα γνωρίσματά της:

1. Την έννοια της συνέχειας και αδιάκοπης παρουσίας της στον ιστορικό χρόνο και στον εθνικό χώρο, ο οποίος μάλιστα προσδιορίζεται με «τα παλιά εθνικά σύνορα» της μεσαιωνικής Βουλγαρίας, στην έκταση, δηλαδή, της Μοισίας, Θράκης και Μακεδονίας.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
Η Βουλγαρία του Συμεών (922 μΧ)

«Τα κέντρα βουλγαρικών γραμμάτων:
 Δίβρα,
 Αχρίδα,
Βελεσσά,
Βράτοα,
Σαμόκοβο κ.λ.π.,
δείχνουν πειστικά ότι παρά τις συνθήκες δουλείας η βουλγαρική κουλτούρα συνέχισε να αναπτύσσεται στα παλιά εθνικά σύνορα της εθνότητας». (10/1991/σ. 140).

2. Την εθνοποιητική λειτουργία της βουλγαρικής κουλτούρας, η οποία εμπεριέχει ταυτόχρονα την έννοια του δημιουργού και του συντηρητή της βουλγαρικής εθνότητας, ενώ αργότερα, μετά τη δεσμική κάλυψη που αποκτά με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870, στη Βουλγαρική κουλτούρα αποδίδεται επιπλέον και ο ρόλος του εθνοσωτήρα:
Βουλγαρική Εξαρχία.
«...Η Βουλγαρική Εξαρχία... έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για τη σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων Βουλγάρων της Θράκης και Μακεδονίας από την αποεθνοποίηση και τον εξελληνισμό. Παρά τις παρεμβάσεις του Πατριαρχείου ο Βουλγαρισμός εδώ διατηρήθηκε». /1991/σ.61),



3. Η εθνικο-απελευθερωτική ιδεολογία της βουλγαρικής κουλτούρας και συνακόλουθα, η νέα αποστολή της ως διεκδικητή των δύο βασικών εθνικών προαπαιτούμενων:

της αυτόνομης βουλγαρικής εκκλησίας,
της ανεξάρτητης εθνικής παιδείας.

Οι συντάκτες των νέων εγχειριδίων στην προσπάθεια τους να προβάλλουν το διμέτωπο αγώνα των Βουλγάρων για εκκλησιαστική και εκπαιδευτική αυτονομία ως προϋπόθεση της εθνικής ολοκλήρωσης, δεν αποφεύγουν να αναδείξουν την ελληνοβουλγαρική αντιπαράθεση, πολιτιστική αρχικά και πολιτική αργότερα, η οποία εκφράζεται πάνω σε δύο επίπεδα:

α) στο εκκλησιαστικό επίπεδο και

β) στο εκπαιδευτικό επίπεδο.

Η εκκλησιαστική αντιπαράθεση επικεντρώνεται στη σχέση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τον ελληνικό κλήρο και την ελληνόγλωσση εκκλησιαστική λειτουργία, ως μηχανισμών συντήρησης του οθωμανικού status.

Η αντιπαράθεση στο εκπαιδευτικό πεδίο αφορά στα ελληνικά σχολεία και την ελληνική κουλτούρα, ως μηχανισμών ιδεολογικού προσηλυτισμού και εθνικής αφομοίωσης.

Γύρω από αυτούς τους δύο πόλους, την ελληνόγλωσση εκκλησία και το ελληνικό σχολείο, συνυφαίνονται κυρίως οι αναφορές για τις ελληνο-βουλγαρικές σχέσεις.

Εκκλησία.

Στην κατηγορία αυτή εξετάζονται τα θέματα του εκχριστιανισμού των Σλάβων, της πολιτικής του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, του ρόλου του ελληνικού κλήρου και της ελληνικής εκκλησιαστικής λειτουργίας στο βουλγαρικό χώρο.

Το θέμα του εκχριστιανισμού των Βουλγάρων από το Βυζάντιο δεσπόζει στην κατηγορία αυτή.

Το βασικό μήνυμα που διαπερνά και τα δύο εγχειρίδια είναι ότι η νέα θρησκεία επιβλήθηκε στους Βουλγάρους εκ των άνω, ως υποχρεωτικός όρος της συνθήκης ειρήνης που υπέγραφαν οι Βούλγαροι μετά την ήττα τους το 862.

 Έκφραση της επεκτατικής πολιτικής του Βυζαντίου στους σλαβικούς λαούς ο εκχριστιανισμός προβάλλεται ταυτόχρονα και ως αμυντικό όπλο κατά των παρόμοιων βλέψεων της Παπικής Εκκλησίας.

Από την πλευρά των Βουλγάρων, ο εκχρισπανισμός αξιολογείται ως βεβιασμένη πράξη, όχι επεξεργασμένη σφαιρικά, ιδιαίτερα ως προς τις αντιδράσεις της βουλγαρικής αριστοκρατίας.

Η ίδια διάσταση της επιβολής αποδίδεται, τόσο στον ελληνικό κλήρο, όσο και στην ελληνόγλωσση εκκλησιαστική λειτουργία, τουλάχιστο στις μεγαλύτερες βουλγαρικές πόλεις.

Ελληνικός κλήρος και θεία λειτουργία προβάλλονται ως κίνδυνος για την εξάπλωση της πολιτικής και πολιτιστικής επίδρασης του Βυζαντίου στη Βουλγαρία και ως  εμπόδιο για τη δημιουργία εθνικών φορέων βουλγαρικής κουλτούρας.

Αναγνωρίζεται, ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, η ανακήρυξη του αυτόνομου βουλγαρικού Πατριαρχείου το 927 μετά από συμφωνία της Κωνσταντινουπόλεως καθώς και η εφαρμογή της βυζαντινής εκκλησιαστικής τάξης σ’ αυτό.

 Ο Βόγορις,Борис, Boris I.
Κατά την περίοδο της βυζαντινής κυριαρχίας στις βουλγαρικές περιοχές, 
ο ελληνικός κλήρος καταγγέλλεται για οικονομική εκμετάλλευση του βουλγαρικού πληθυσμού «μέχρι το κόκκαλο»!, 
ενώ το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως 
και συγκεκριμένα ο Πατριάρχης Φώτιος αντιπροσωπεύει το κύριο εμπόδιο 
στις προσπάθειες του Βούλγαρου ηγεμόνα Μπόρις να δημιουργήσει αυτόνομη εθνική Εκκλησία.

Η εικόνα του 'Έλληνα ως φορέα εκκλησιαστικής εξουσίας εμπλουτίζεται περισσότερο κατά την περίοδο της οθωμανικής εξουσίας στα Βαλκάνια.

 Οι αιχμές κατά του Πατριαρχείου και του ελληνικού κλήρου πολλαπλασιάζοντας ενώ ταυτόχρονα φορτίζονται συναισθηματικά σι φράσεις και εμφανίζονται οι πρώτοι επιθετικοί προσδιορισμοί.

Γενικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι όλα τα εγχειρίδια προβάλλουν ως σταθερά εμπόδια της πολιτιστικής ανέλιξης του βουλγαρικού λαού από τη μία πλευρά:

την τουρκική εξουσία και από την άλλη το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Στους δύο αυτούς φορείς εξουσίας αποδίδεται ισοδύναμη και ταυτόσημη μάλιστα λειτουργία πάνω στο βουλγαρικό λαό, αυτής του διπλού ζυγού, όπως ρητά αναφέρεται στο εγχειρίδιο του 1991:

«Ο λαός μας υπέφερε από διπλό ζυγό:
την τουρκική καταπίεση 
και 
το Ελληνικό Πατριαρχείο» 
(10/1991. ο. 171)«.

 Ντιμιτάρ Μιλαντίνοφ,
Димитар Миладинов
(1810-1862)
Νεόφυτος Μπόζβελη
 НЕОФИТ БОЗВЕЛИ
 (1785 – 1848)
Η παραπάνω αφοριστική διατύπωση υποστηρίζεται σθεναρά από ανάλογες αναφορές και παραδείγματα μέσα από τα οποία δομείται η εικόνα του Πατριαρχείου ως «μηχανισμού σκληρής καταπίεσης», με επώνυμους μάλιστα μάρτυρες τους Βούλγαρους διαφωτιστές αδερφούς Μιλαντίνοφ και το Νεόφυτο Μπόζβελη.
Παρά το γεγονός ότι σ’ άλλο σημείο αναγνωρίζεται ως διαλλακτικότερη και δημοκρατικότερη η αρχική στάση του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο δέμα της χρήσης των εθνικών γλωσσών από τους αλλόγλωσσους πληθυσμούς, σε σύγκριση με την ανελαστικότητα της Δυτικής Εκκλησίας πάνω στο ίδιο θέμα, ωστόσο η παραδοχή αυτή δεν αναιρεί την εικόνα του Πατριαρχείου ως φορέα μιας σαφούς και προγραμματισμένης επεκτατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στα Βαλκάνια και ως «προπαγανδιστή» της Μεγάλης Ιδέας του.

 Διαβάζουμε σχετικά:

«Οι πρώτες εκδηλώσεις των Βουλγάρων για ανεξαρτησία ανάγκασαν το Πατριαρχείο να αρχίσει συστηματική και μεθοδευμένη δράση για αποεθνοποίηση του ντόπιου πληθυσμού.
Αυτή η πολιτική δυνάμωσε μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Τότε το Πατριαρχείο μετατράπηκε σε εκφραστή της σοβινιστικής «Μεγάλης Ιδέας» της ελληνικής μπουρζουαζίας για Μεγάλη Ελλάδα στα σύνορα της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (10/1991/α. 171).

Παράλληλα με αυτό το εθνικό στερεότυπο, έντονη είναι και η επισήμανση
ότι βίαια επιβλήθηκε, τόσο ο ελληνικός κλήρος, όσο και η ελληνόγλωσση θεία λειτουργία στις βουλγαρικές περιοχές.
  
Σε άλλα σημεία, ο ελληνικός κλήρος χαρακτηρίζεται απερίφραστα ως «υπεροπτικός», «φανατισμένος», και με «αποεθνοποιητικές» επιδιώξεις, (10/1991 /σ. 163).

 Συνεπώς, ελληνικός κλήρος και ελληνική θεία λειτουργία προβάλλονται σταθερά ως κίνδυνος για την εξάπλωση της ελληνικής πολιτιστικής επίδρασης στη Βουλγαρία και ως εμπόδιο για τη δημιουργία εθνικών φορέων βουλγαρικής κουλτούρας.
(10/1991/σ.44). .

Καθώς, λοιπόν, το στοιχείο της σύγκρουσης είναι αυτό που κυρίως προβάλλεται στις πολιτιστικές σχέσεις των δύο λαών, αποδυναμώνεται η μοναδική θετική αναφορά για τη συνεργασία τους κατά του κοινού εχθρού στους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας, (10/1991/σ. 171).

Καταβάλλεται, ωστόσο, προσπάθεια να αποφευχθεί η γενίκευση και να προσδιοριστεί χρονικά η αφετηρία της σύγκρουσης στο έτος 1830, ως απαρχή του αστικού εθνισμού στα Βαλκάνια.

Διατηρούμε, βέβαια, τις επιφυλάξεις μας για το χρονικό αυτό προσδιορισμό, γιατί τον θεωρούμε πρώιμο.

Κατά τη γνώμη μας το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αρχίζει να διαδραματίζει το ρόλο ενός εθνικού εκκλησιαστικού οργανισμού μετά το 1860, όταν αμφισβητείται έμπρακτα πια η οικουμενική του ταυτότητα μέσα από τις ενέργειες για την ίδρυση του δεύτερου εκκλησιαστικού οργανισμού στον οθωμανοκρατούμενο χώρο, της Βουλγαρικής Εξαρχίας.

Αλλά και τότε ακόμα δεν μπορούμε απόλυτα να κάνουμε λόγο για «συστηματική, μεθοδευμένη και σκληρή πολιτική αποεθνοποίησης» του Πατριαρχείου απέναντι στους Βουλγάρους, όπως καταγγέλλεται στο εγχειρίδιο του 1991, επειδή, όπως είναι γνωστό, η εφαρμογή της εκκλησιαστικής πολιτικής εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό και από την πρακτική που υιοθετούσαν κατά περιοχές οι εκάστοτε εκπρόσωποι του Πατριαρχείου, οι μητροπολίτες.

Αυτό επιβεβαιώνεται, άλλωστε, μέσα από τις πάμπολλες εκθέσεις των Ελλήνων προξένων στον οθωμανικό χώρο και τις καταγγελίες τους για την ελαστική ή «αντεθνική» στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την «ανικανότητα» των μητροπολιτών του στα εθνικά θέματα, μέχρι το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας.

Η αρνητική εικόνα του Έλληνα ως φορέα εκκλησιαστικής εξουσίας ατονεί σημαντικά στο βιβλίο του 1992 από τις καίριες θετικές αναφορές που υπάρχουν.
Εδώ, αναγνωρίζεται ρητά και με σαφήνεια η αξιόλογη συμβολή της ελληνόγλωσσης Εκκλησίας και του Πατριαρχείου στην ενοποίηση του αλλόγλωσσου χριστιανικού κόσμου, στη δημιουργία ενιαίου πνευματικού περιβάλλοντος, στη διατήρηση της συνέχειας της θρησκευτικής ζωής και μέσα από αυτή, της εθνικής καταγωγής του χριστιανικού πληθυσμού της Βαλκανικής.

Ο προηγούμενος αρνητικός κατηγορηματικός τόνος χαμηλώνει και στην περίπτωση του ελληνικού κλήρου για τον οποίο, τώρα, αναγνωρίζεται ότι δε συγκρουόταν με το βουλγαρικό ποίμνιο, αλλά παρέμενε απομονωμένος από αυτό.

Ταυτόχρονα προβάλλεται ανεπιφύλακτα ο θετικός ρόλος πολλών ανώτερων κληρικών στον τομέα της καλλιέργειας του θρησκευτικού αισθήματος του βουλγαρικού ποιμνίου, καθώς και στην οργάνωση της αντιοθωμανικής αντίστασης και του απελευθερωτικού αγώνα των Βουλγάρων. 
Ως  παράδειγμα αναφέρεται ο αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου Διονύσιος Ράλλης.

Για τα νεότερα, όμως, χρόνια ο εθνικιστικός τόνος πάλι ανεβαίνει, ιδιαίτερα στο εγχειρίδιο του 1991. Το Πατριαρχείο παρουσιάζεται πάντα αντιμέτωπο με τις επιδιώξεις της Εξαρχίας, περιορίζει ασφυκτικά τη βουλγαρική εκπαιδευτική υπόθεση, είναι φορέας της ελληνικής προπαγάνδας και επιδιώκει την αποεθνοποίηση του βουλγαρικού πληθυσμού.
Αντίστοιχα, στο βιβλίο της νεότερης ιστορίας του 1992 μειώνονται αρκετά οι αρνητικές αναφορές στο Πατριαρχείο. Οι αιχμές που συναντάμε αφορούν κυρίως το ελληνικό κράτος και την πολιτική του.

Κουλτούρα.

Η κατηγορία αυτή συγκεντρώνει τις περισσότερες θετικές αναφορές, ιδιαίτερα στα βιβλία του 1992, αλλά και τις περισσότερες αποσιωπήσεις.
Ως προς τις αρνητικές κρίσεις διαπιστώνεται στα ίδια βιβλία ηπιότερος τόνος και λιγότερες συναισθηματικά φορτισμένες φράσεις.
Εντούτοις, έχουμε τη γνώμη, ότι η πρώτη αβίαστη εικόνα που διαμορφώνει κανείς μέσα από όλα τα βιβλία για τον Έλληνα ως πνευματικού και πολιτιστικού υποκειμένου είναι αυτή του πνευματικού κυρίαρχου, που σταθερά σ’ όλη την ιστορική διαδρομή καταπιέζει το βουλγαρικό λαό και παρεμποδίζει με όλα τα μέσα την πολιτιστική του ανάπτυξη. Διαβάζουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Ο Βουλγαρικός λαός ήταν υποχρεωμένος να ζει σε συνθήκες εθνικής, κοινωνικής και θρησκευτικής καταπίεσης κάτω από την ελληνική πνευματική κυριαρχία».
 (Giuzelev, 1991/s. 234).

Ως φορέας πνευματικής εξουσίας, τόσο στη βυζαντινή εποχή, όσο και στη νεότερη, ο Έλληνας προβάλλεται ως εκφραστής των θέσεων του Πατριαρχείου, το οποίο, όπως αναφέραμε και στο δέμα της εκκλησιαστικής του πολιτικής, θεωρείται εκφραστής της πολιτικής του ελληνικού κράτους για πολιτιστική εξάπλωση στη. Βαλκανική. (Giuzelev/1991/σ. 62).

Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ελληνική κουλτούρα μεταφράζεται για το βουλγαρικό λαό ως πνευματική δουλεία για την αποτίναξη της οποίας αυτός αγωνίζεται αδιάκοπα

Ο αγώνας του παρουσιάζεται διμέτωπος και στρέφεται εναντίον της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών σχολείων.

Η ελληνική γλώσσα εκπροσωπεί το μόνιμο κίνδυνο για την αποξένωση του βουλγαρικού λαού από την πνευματική του παράδοση και το βασικό εμπόδιο για τη δημιουργία εθνικών φορέων βουλγαρικής κουλτούρας. (Giuzelev, 1991/σ. 44,71 Angelov, 1992/σ. 39,40,43).

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε, ότι σ’ οποιονδήποτε υπό διαμόρφωση εθνισμό είναι αυτονόητο ότι μια ξένη γλώσσα σε εποχή εθνικής αφύπνισης θεωρείται ανασταλτικός παράγοντας για εθνική συγκρότηση.
Το θέμα είναι ότι στα συγκεκριμένα εγχειρίδια ιστορίας δεν επιχειρείται η ερμηνεία αυτού του φαινομένου.
 Απλά καταγγέλλεται με τον ίδιο τρόπο που καταγγελλόταν και από τους σύγχρονους συγγραφείς του 19ου αιώνα.

Αντίστοιχα, τα ελληνικά σχολεία προβάλλονται κυρίως ως μέσο της ελληνικής προπαγάνδας για την πολιτιστική αφομοίωση, «αποβουλγαροποίηση» ή «αποεθνοποίηση» του βουλγαρικού λαού μετά το 1830.

Μόνο μέχρι το έτος αυτό αναγνωρίζεται η θετική προσφορά των ελληνικών σχολείων στη διάδοση της κοσμικής γνώσης στη Βουλγαρία. Αλλά και αυτή η αναγνώριση αποδυναμώνεται αμέσως μετά, καθώς συνοδεύεται από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο για την αποεθνοποιητική λειτουργία των ελληνικών σχολείων.

 Διαβάζουμε:

«...τα ελληνικά σχολεία διαδραμάτισαν θετικό ρόλο για τη διάδοση της κοσμικής γνώσης στους Βουλγάρους και την ανύψωση των γραμμάτων στη Βουλγαρία
Ωστόσο, στο όνομα των μεγάλο ελληνικών ηγεμονικών επιδιώξεων αυτά μετατράπηκαν σε κατάλληλο μέσο του Πατριαρχείου για αποεθνοποίηση του βουλγαρικού λαού»
 (10/1991/σ. 159).

Πάνω σ αυτή τη βάση, ο μακρύς αγώνας των Βουλγάρων για την αποτίναξη της πνευματικής εξάρτησης και την απόκτηση της πνευματικής του αυτονομίας έχει αντιμέτωπο σοβαρό εχθρό, το Πατριαρχείο.

 Ο Έλληνας, επομένως, ως φορέας πνευματικής εξουσίας που εκπορεύεται από το Πατριαρχείο και βοηθείται από το ελληνικό κράτος βρίσκεται πάντα σχεδόν σε θέση ισχύος, ευνοημένος από την ιστορία και την τύχη, σκληρός στα μέτρα που χρησιμοποιεί για την αναχαίτιση της βουλγαρικής πνευματικής αναγέννησης (διώξεις, φυλακίσεις).

Χαρακτηριστικά αναφέρονται στο σημείο αυτό ως μάρτυρες της βουλγαρικής εκπαιδευτικής υπόθεσης οι αδελφοί Μιλαντίνοφ.

Παράλληλα, οι δετικές αναφορές είναι διάσπαρτες και όπως αναφέραμε πλεονάζουν στην κατηγορία αυτή, ενώ ταυτόχρονα διατυπώνονται επιγραμματικά, ελλειπτικά ή γενικόλογα.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στην ελληνική γλώσσα, γίνεται λόγος απλά για την ισχυρή παράδοση που είχε αυτή στο μεσαιωνικό βουλγαρικό κράτος και για τη χρήση της στον εγγραμματισμό της σλαβικής γλώσσας.

 Όταν, όμως, πρόκειται για την ανάδειξη της προσωπικότητας του Βούλγαρου ηγεμόνα Συμεών, τότε προβάλλεται εμφαντικά η ελληνομάθειά του, με επεξηγήσεις μάλιστα για το συμβολισμό του ονόματος «Έλλην» κατά το Μεσαίωνα, δηλαδή ανδρώπου με υψnλή παιδεία.

 Με βάση την ίδια λογική, δεν αποσιωπάται η συγγραφική και δεολογική προετοιμασία του Πατριάρχη Τυρνόβου Ευθυμίου στην Κωνσταντινούπολη και στον Άγιο Όρος.
 Αντίθετα, στην περίπτωση των ιεραποστόλων αδελφών Κυρίλλου και Μεδοδίου εξαίρεται η σλαβομάθειά τους, ενώ περνά απαρατήρητη η εξαίρετη ελληνική παιδεία τους.


 Εκτός τούτου, όταν εξυμνείται το σλαβικό έργο τους δε γίνεται κανένας λόγος για τον οικουμενικό του χαρακτήρα, ούτε ότι αυτό εντασσόταν, σ’ ένα ευρύτερο πρόγραμμα του βυζαντινού κράτους.

Προβάλλονται αποκλειστικά ως δάσκαλοι των Σλάβων και αποσυνδέονται σιωπηρά από το βυζαντινό πολιτισμό στον οποίο ανήκουν και τον οποίο εκπροσωπούν.
Το ίδιο παρατηρούμε και στην περίπτωση της αναγνώρισης του Αγίου Όρους ως πνευματικού κέντρου ολόκληρου του βαλκανικού χώρου, καθώς και των μονών του ως πνευματικών κέντρων της βουλγαρικής κουλτούρας.

Εδώ η απουσία μνείας για την ελληνορθόδοξη βυζαντινή τους ταυτότητα, σε συνδυασμό με την αναφορά στην πολυεθνική σύνδεση των μοναχών είναι ευάλωτη σε ποικίλες ερμηνείες.

Σε άλλα, όμως, σημεία αναγνωρίζεται άλλοτε έμμεσα ότι η μεσαιωνική βουλγαρική κουλτούρα του XIII XIV αιώνα αποτελεί αξεχώριστο τμήμα της κουλτούρας της σλαβο-Βυζαντινής κοινότητας ή αμεσότερα ότι δέχτηκε την επίδραση της βυζαντινής κουλτούρας και πήρε από τα έργα του πρώιμου Μεσαίωνα, χωρίς αυτά να κατονομάζονται.

 Και άλλοτε πάλι, πιο συγκεκριμένα, όπως π,χ. στην αναφορά για την ισχυρή επίδραση που δέχθηκε το Τύρνοβο από τα μεγάλα βυζαντινά κέντρα της Κωνσταντινούπολης, της Θεσσαλονίκης, των μονών του Αγίου Όρους ή ότι η Βουλγαρία όντας συνδεμένη με το Βυζάντιο γεωγραφικά και πολιτικά δεν μπορούσε να μείνει έξω από τις πολιτιστικές εξελίξεις που συντελούνταν σ αυτό.

 Δε λείπει, βέβαια, από το βιβλίο του 1991 και η «οικειοποίηση» στοιχείων ξένης -ελληνικής ιστορίας, όπως είναι η περίπτωση του Ιωάννη Κουκουζέλ, που δεν είναι άλλος από τον Κουκουζέλη, ο οποίος κατά τα γραφόμενα, ανανέωσε τη βουλγαρική σλαβο-βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική.

Αναφορικά με τα ελληνικά σχολεία, αναγνωρίζεται για την περίοδο μέχρι το 1830 η θετική προσφορά τους μόνο στη διάδοση της κοσμικής γνώσης στη Βουλγαρία, ενώ μετά το έτος αυτό, όπως ήδη αναφέραμε, χαρακτηρίζονται άνδρα της ελληνικής προπαγάνδας και της πολιτιστικής αφομοίωσης των Βουλγάρων. Για το θέμα αυτό, έστω και συνοπτικά διατυπωμένη, αναγνωρίζουμε ως σημαντική την παραδοχή για την αρχικά απροσχεδίαστη και φυσική ελληνική επίδραση στο βουλγαρικό λαό ως άμεσης συνέπειας της ανώτερης ελληνικής κουλτούρας και της προγενέστερης ανάπτυξης του κινήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού.

 Αντίστοιχα, σημαντική ιδεολογική διαφοροποίηση στο βιβλίο του 1992 αποτελεί η απόρριψη της παραδοσιακής κλασικής αvτίλnψnς για τον κίνδυνο πολιτιστικής αφομοίωσης του Βουλγαρικού λαού.

Αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα ότι ο βουλγαρικός λαός διατήρησε την αυτογνωσία του χωρίς να πιέζεται από τη βυζαντινή εξουσία.

 Το γεγονός αυτό αιτιολογείται μέσα από την αξιολόγηση της βυζαντινής κουλτούρας ως «ελιτίστικης» και ως εκ τούτου είχε απήχηση μόνο στους ανώτερα μορφωμένους Βουλγάρους.

Στο ίδιο βιβλίο του 1992 αναγνωρίζεται πολύ πιο συγκεκριμένα απ' ό,τι στο βιβλίο του 1991 η επίδραση της παλιάς κληρονομιάς της Ορθοδοξίας στην πολιτιστική ανάπτυξη της Βουλγαρίας, η εισαγωγή του βυζαντινού πολιτιστικού μοντέλου στην πνευματική ζωή της βουλγαρικής κοινωνίας και η συμβολή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στη διάδοση των δυτικών ιδεών του θετικισμού, ρασιοναλισμού, φιλελευθερισμού στη Βουλγαρία.

Το θέμα όμως που έχει την απόλυτη αποδοχή και επαρκή ανάλυση είναι τα ελληνικά σχολεία, η θετική συμβολή των οποίων θεωρείται αναμφισβήτητη στην προσφορά ανώτερου επιπέδου μόρφωσης στους Βουλγάρους, στη διάδοση των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στην καλλιέργεια του πατριωτισμού, του βουλγαρικού εθνικού αισθήματος, και στη δημιουργία των πρώτων Βουλγάρων εθνικών διαφωτιστών.

Εκεί, όμως που η συγκρουσιακή διάσταση στην επαφή των δυο λαών αναδεικνύεται σ’ όλο της το μεγαλείο, είναι το πολιτικό πεδίο.

Πολιτική.

Εδώ, με κεντρικό άξονα τον αδιάκοπο αγώνα των Βουλγάρων για εθνική ενοποίηση και κρατική συγκρότηση συνυφαίνονται σταθερά δύο επαναλαμβανόμενα μοτίβα στερεότυπα για τον Έλληνα ως γειτονικό λαό.

-οι υπέρμετρες εδαφικές διεκδικήσεις βουλγαρικών περιοχών
 και
-η ελληνική πολιτική αποεθνοποίησης των Βουλγάρων

Ο Έλληνας στο ιστορικό του παρελθόν απεικονίζεται στα βουλγαρικά εγχειρίδια ιστορίας ως φορέας εξουσίας (πολιτικής, θρησκευτικής, πολιτιστικής) αρχικά της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που ήταν βέβαια, ένα πολυεθνικό κράτος με ελληνόγλωσση, όμως, κατεξοχήν τη διοίκηση, την εκκλησιαστική λειτουργία και την κυρίαρχη παιδεία, και έπειτα στα νεότερα χρόνια του ελληνικού εθνικού πλέον κράτους.

Συγκεκριμένα, στα βουλγαρικά εγχειρίδια μεσαιωνικής ιστορίας του 1991, ο Έλληνας προβάλλεται σταθερά ως επιδρομέας, κατακτητής, εκμεταλλευτής των βουλγαρικών περιοχών και του πληθυσμού.

 Τα γνωρίσματα αυτά αποδίδονται στους Έλληνες από την αρχαία ακόμα εποχή του βουλγαρικού παρελθόντος ως ουσιαστικά στοιχεία του ελληνικού αποικισμοΰ.

Εδώ δεν αποσιωπάται, βέβαια, η θετική επίδραση των αρχαίων ελληνικών αποικιών στην πολιτιστική ανάπτυξη των θρακικών φυλών .

Εκεί όμως, που τα γνωρίσματα του κατακτητή και καταστροφέα αποκτούν την απόλυτη σημασία τους είναι κατά το βυζαντινό παρελθόν του Έλληνα, όταν ως φορέας της πολιτικής εξουσίας ασκεί σταθερά μια σκληρή επιθετική πολιτική απέναντι στους Βουλγάρους.

Βασικός και αμετάβλητος στόχος της πολιτικής όλων των βυζαντινών αυτοκρατόρων προβάλλεται η διάσπαση των σλαβικών φυλών, η κυριαρχία, η υποταγή τους στη βυζαντινή εξουσία, η κατάλυση και καταστροφή του βουλγαρικού κράτους.

Ο πόλεμος στην επιθετική του εκδοχή προβάλλεται ως συστατικό στοιχείο αποκλειστικά της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής.

Το ίδιο μονόπλευρα προσάπτονται στην εξωτερική πολιτική και τα παρεπόμενα του πολέμου: οι λεηλασίες, οι καταστροφές, οι πυρπολήσεις, η ερήμωση, η φτώχεια και η «τραγωδία χιλιάδων οικογενειών».

 Την εικόνα του Βυζαντινού ως σκληρού και φιλοπόλεμου κατακτητή την ενισχύουν οι συχνές αναφορές για παραβιάσεις συνθηκών ειρήνης και αιφνιδιαστικές επιδέσεις των Βυζαντινών κατά των Βουλγάρων.

Μέσα από αυτές επιδιώκεται η απόδοση αμυντικού χαρακτήρα στούς βουλγαρικούς πολέμους και, τελικά, η νομιμοποίησή τους.
Αυτό επιβεβαιώνεται καλύτερα από τις παράλληλες αναφορές στην αντίστοιχη βουλγαρική πολιτική, η οποία χωρίς να χαρακτηρίζεται άμεσα ως επεκτατική, αναγνωρίζεται ότι στόχευε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και του βυζαντινού Θρόνου (3 φορές επαναλαμβάνεται στο εγχειρίδιο του 1991).

Ενώ ταυτόχρονα προβάλλεται ο αγώνας του βουλγαρικού λαού ως αγώνας για ανεξαρτησία, επιβίωση, για ενότητα πολιτική, για εκδίωξη της ξένης κυριαρχίας και των βυζαντινών κατακτητών από τα Βαλκάνια.

Η νομιμοποίηση του πολέμου στην περίπτωση των Βουλγάρων επιβάλλεται και μέσα από τις συχνές επισημάνσεις για τις αλλεπάλληλες βουλγαρικές νίκες έναντι των Βυζαντινών, όπου αναφέρονται 12 νίκες των Βουλγάρων και 4 των Βυζαντινών (στα εγχειρίδια του 1991), οι οποίες πάντα συνοδεύονται από λεπτομερείς αναφορές στις εδαφικές προσαυξήσεις της Βουλγαρίας (10 φορές στο εγχειρίδιο του 1991. σ. 49-85).

Χαρακτηριστική είναι η επανάληψη της φράσης για την εδαφική εξάπλωση της Βουλγαρίας «από θάλασσα σε θάλασσα» ή «σε τρεις θάλασσες» ή από το Δούναβη ως το Σρέντετς (6 φορές 1991).

Η πρόθεση να μειωθεί ο Βυζαντινός και ν αναδειχθεί ο Βούλγαρος διαφαίνεται μέσα από εντελώς αντιφατικές προς την εικόνα του βυζαντινού κατακτητή εικόνες, όπως π.χ. των πανικόβλητων βυζαντινών αυτοκρατόρων που τρέπονται σε φυγή ή αιχμαλωτίζονται ή αποκεφαλίζονται μετά την ήττα τους (4 φορές στο βιβλίο του 1991)48 ή αναγκάζονται να υπογράψουν συνθήκες ειρήνης με ταπεινωτικούς όρους, όπως π.χ.. η πληρωμή ετήσιας πολεμικής αποζημίωσης στους Βουλγάρους (7 φορές στο βιβλίο του 1991 και 4 φορές στο βιβλίο του 1992).

 Η ανελλιπής αναφορά των συνθηκών, που συνοδεύεται πάντα από την επισήμανση για την αναγνώριση κτήσεων από τους Βυζαντινούς, στοχεύει, μέσα από την επίκληση σε διακρατικές νομικές πράξεις ή στους τίτλους που απονέμει κατά καιρούς το Βυζάντιο στους Βούλγαρους ηγεμόνες, να αναδείξει την επική ιστορία του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους και να νομιμοποιήσει την πολιτική του, που δεν ήταν λιγότερο επεκτατική.

Η εικόνα  του βυζαντινού ως εχθρού των Βουλγάρων στα πεδίο των μαχών προεκτείνεται και στο πεδίο της βυζαντινής διοίκησης των βουλγαρικών περιοχών κατά το διάστημα δύο περίπου αιώνων βυζαντινής κυριαρχίας.

 Ο χαρακτήρας της εξουσίας αυτής αποδίδεται ρητά με τις επαναλαμβανόμενες φράσεις: επιβολή, καταπίεση, εκμετάλλευση, τροχοπέδη, διάλυση.

 Έτσι, η επιβολή της βυζαντινής κρατικο-στρατιωτικής οργάνωσης συνεπάγεται τη διάλυση του βουλγαρικού κράτους, ενώ αντίστοιχα η επιβολή του βυζαντινού φορολογικού συστήματος μεταφράζεται ως οικονομική καταπίεση του βουλγαρικού πληθυσμού, με μέτρα όπως:
οι υψηλοί φόροι, οι αγγαρείες, οι αυθαιρεσίες των βυζαντινών υπαλλήλων, η κερδοσκοπία των διοικητών αλλά και η «πώληση των παιδιών ως δούλων» με τη συμμετοχή της βυζαντινής διοίκησης.

Ταυτόχρονα δεν αποσιωπάται η επίδραση που άσκησε το Βυζάντιο στη διαμόρφωση του βουλγαρικού κρατικού μοντέλου, των τίτλων των αξιωματούχων και των υπηρεσιών της αυλής (1992).

 Αυτή, όμως, η αναγνώριση δε μειώνει τη γενική αρνητική εικόνα για το βυζαντινό Έλληνα κυρίαρχο, η εξουσία του οποίου στις βουλγαρικές περιοχές είχε «δυσμενείς επιδράσεις».

Η μεσαιωνική ιστορία κλείνει με τη μετωνομαοία της «Βυζαντινής εποποίϊας» του Schluberge σε «βουλγαρική εποποίϊα» και το φορτισμένο συναισθηματικά μήνυμα για τις «επικές σελίδες που έγραψαν με αίμα οι Βούλγαροι στον αγώνα για κάθε σπιθαμή πατρικής γης...».

Στα εγχειρίδια της βουλγαρικής ιστορίας των νεότερων χρόνων για τα περισσότερα θέματα επαναλαμβάνονται τα ίδια μοτίβα που είδαμε και παραπάνω.

Συγκεκριμένα, στο βιβλίο του 1991 πλεονάζουν οι αναφορές, αρνητικές κυρίως και ουδέτερες, που αφορούν τους Έλληνες.
 Άμεσες θετικές αναφορές δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου. Επαναλαμβάνονται, με εντονότερο τόνο εδώ, όσα αναφέραμε για τον Έλληνα ως φορέα εξουσίας κατά τη βυζαντινή περίοδο. Ως νέα στοιχεία τώρα εμφανίζονται καταγγελίες που συμπυκνώνονται τόσο στην έννοια της «αποεθνοποίησης» του βουλγαρικού λαού, η οποία  ασκείται συστηματικά και μεθοδευμένα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όσο και στην έννοια των εδαφικού επεκτατισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη, που αποτελεί πολιτική του ελληνικού κράτους.

 Γύρω από αυτούς τους δύο άξονες συνυφαίνονται οι αιχμές για τον Έλληνα ως φορέα πολιτικής εξουσίας, μέσα από τις οποίες προβάλλεται σκληρός, βίαιος καταπιεστικός, ύπουλος, εκδικητικός, άδικος, εχθρικός, εκμεταλλευτής, επικίνδυνος, φθονερός, ανελέητος.

Διατυπωμένες άμεσα ή έμμεσα ή με υπολανθάνοντα τρόπο οι συγκεκριμένες αιχμές κατά της επεκτατικής πολιτικής του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία και Θράκη συνοδεύουν ανελλιπώς την ιστορική αφήγηση των βασικών πολεμικών συρράξεων της Βαλκανικής.

Από αυτές, ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος και ο Α΄ Παγκόσμιος, συμβολίζουν τις δύο εθνικές καταστροφές της Βουλγαρίας καθώς ανακόπτουν την πορεία των Βουλγάρων για εθνική ενοποίηση και περιορίζουν τα εδαφικά όρια της Βουλγαρίας .

Η συνεχής επανάληψη των μοτίβων αυτών σ’ όλα-τα εγχειρίδια αποτυπώνει τη βασανιστική εμμονή σε μια ανεκπλήρωτη εθνική προσδοκία, με βάση την οποία ερμηνεύεται και η απώλεια της Μακεδονίας ως εθνική καταστροφή και καταδικάζονται απερίφραστα οι όποιες διαβαλκανικές συνεργασίες και συμμαχίες ως «ανειλικρινείς», «επιθετικές στην ουσία», «αμυντικές μόνο στο όνομα» και «με υψηλό κόστος: τη συγκατάβαση στη διανομή της Μακεδονίας».

Τη μονόπλευρη αξιολόγηση των προθέσεων και του ρόλου των βαλκάνιων γειτόνων Ελλήνων, Σέρβων και Ρουμάνων συνοδεύει συνήθως η αμφισβήτηση της εγκυρότητας των διεθνών Συνθηκών που ρύθμισαν το εδαφικό Status των βαλκανικών κρατών μετά το 1878.

Χωρίς καμιά εξαίρεση, όλες οι Συνθήκες (εκτός από αυτή του Αγίου Στεφάνου που δημιούργησε το 1878 το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας), προβάλλονται ως άδικες και σκληρές και ταυτόχρονα υπεύθυνες για τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Βουλγαρίας, καθώς δε στηρίζονταν στην «ιστορική πραγματικότητα και τα εθνικά δεδομένα», αλλά εξυπηρετούσαν κυρίως τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Απόλυτα απορριπτικές είναι κυρίως-οι κρίσεις για τις Συνθήκες: του Βερολίνου (1878),  του Βουκουρεστίου (1913) και του Νεϊγύ (1920), γιατί μ αυτές ταυτίζονται οι δύο εθνικές καταστροφές της Βουλγαρίας.

 Διαβάζουμε στο εγχειρίδιο του 1992:

«Η Συνθήκη Βερολίνου έγινε η βόμβα στη βαλκανική πρακτική με προγραμματισμένο ηις 8ύμα το βουλγαρικό κράτος...η σκιά της εξακολουθεί να πέφτει πάνω στην τύχη της
Βουλγαρίας»
ή στο εγχειρίδιο του 1993:
«...οι Βουλγαρικές περιοχές διαμελισμένες σε πέντε τμήματα ακολουθούν στις επόμενες δεκαετίες διαφορετικό δρόμο.»

Αντίστοιχα, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που ρύθμισε τα νέα σύνορα των εθνικών βαλκανικών κρατών στη Μακεδονία μετά τους Βαλκανικούς πολέμους θεωρείται για τη Βουλγαρία επανάληψη της Συνθήκης του Βερολίνου ή «το πιο μεγάλο χτύπημα στην εθνική της υπόθεση», καθώς της στέρησε την ευκαιρία να συνενώσει τις βουλγαρικές περιοχές και ταυτόχρονα γιατί «αποτυπώνει το μέγεθος της εθνικής καταστροφής».

Μετά από κάθε αναφορά στις εδαφικές ρυθμίσεις των Συνθηκών, επανέρχεται συνεχώς η εικόνα της διαμελισμένης Βουλγαρίας για να εκθρέψει αποτελεσματικά ένα έντονο αίσθημα αδικίας στον αναγνώστη μαθητή.

Το ίδιο αίσθημα αδικίας εκτρέφεται και μέσα από την ανάγλυφη περιγραφή των «τραγικών» κάθε φορά για τη Βουλγαρία συνεπειών των πολέμων  αριθμητικές αναφορές των απωλειών σε έμψυχο δυναμικό, της πληθυσμιακής αποδυνάμωσης της Βουλγαρίας, της εδαφικής συρρίκνωσής της και τέλος, του «ψυχολογικού χτυπήματος», δηλαδή «της απώλειας της ελπίδας για εθνική ενοποίηση».

Το μερίδιο της ευθύνης των Βουλγάρων στην όξυνση των βαλκανικών αντιθέσεων αποσιωπάται εντελώς ή εντάσσεται μάλλον σ’ ένα είδος καταληκτήριας αυτοκριτικής για τα λάθη της πολιτικής και στρατιωτικής βουλγαρικής ηγεσίας.

Χρήσιμη για τον προσδιορισμό του ιδεολογικού προσανατολισμού των βιβλίων της νεότερης βουλγαρικής ιστορίας αποδείχθηκε και η ποσοτική καταμέτρηση ορισμένων φράσεων με τη μεγαλύτερη συχνότητα μέσα στα δύο κείμενα, όπως είναι; η εθνική ενοποίηση των βουλγαρικών περιοχών, η πολιτική της αποεθνοποίησης των Βουλγάρων από τους Έλληυες  ή τους γείτονες, η εδαφική διεύρυνση, οι εδαφικές διεκδικήσεις των Ελλήνων ή γενικά των γειτονικών κρατών και η εθνική καταστροφή της Βουλγαρίας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους αλλά και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα αποτελέσματα των μετρήσεων μας παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα:

Θέματα.......................................................................1991.................... 1992
Εθνική ενοποίηση βουλγαρικών περιοχών.................. 30......................... 70
Πολιτική αποεθνοποίησης Βουλγάρων........................24......................... 20
Εδαφική διεύρυνση διεκδικήσεις Ελλάδας................. 42......................... 34
Εθνική καταστροφή της Βουλγαρίας.......................... 11......................... 14
Σύνολο...................................................................... 107........................138


Από την ποσοτική καταμέτρηση της συχνότητας των παραπάνω φράσεων στα συγκεκριμένα εγχειρίδια διαπιστώθηκε η κυρίαρχη θέση του προβλήματος της εθνικής ενοποίησης των βουλγαρικών περιοχών και του εδαφικού προβλήματος ως διεκδίκησης από την Ελλάδα ή τους γείτονες.

Με τη διαφορά ότι στο βιβλίο του 1991 δεσπόζει το εδαφικό πρόβλημα, ενώ στο βιβλίο του 1992 κυριαρχεί το πρόβλημα της εθνικής ενοποίησης, με διπλάσιο μάλιστα ποσοστό συχνότητας αναφορών.

Δεδομένου ότι όλες οι φράσεις που καταμετρήθηκαν αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου εθνικού προβλήματος, διαπιστώνουμε, με βάση τη σύγκριση των συνολικών αναφορών στα συγκεκριμένα δέματα, ότι τελικά το βιβλίο του 1992 συγκεντρώνει τις περισσότερες αναφορές σ’ αυτά, παρ όλο που απέχει αρκετά από το εθνοκεντρικό και σοβινιστικό πνεύμα που' εμφανίζει το βιβλίο του 1991.

 Στηριζόμενοι σ’ αυτή τη διαπίστωση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι τα μηνύματα παραμένουν ίδια. Άλλαξε ή βελτιώθηκε απλά η μορφή με τις φραστικές εξομαλύνσεις, όχι όμως και η ουσία.

Τελικά, μέσα από τη συγκεκριμένη ιδεολογική χρήση των ιστορικών δεδομένων, αφήνεται να εννοηθεί ότι ο αγώνας του βουλγαρικού λαού για εθνική ανεξαρτησία που κλιμακώνεται μετά το 1878 και κορυφώνεται με τους Βαλκανικούς και Παγκοσμίους πολέμους, δε συντελέστηκε ακόμα.

Το εθνικό πρόβλημα, ως εκκρεμότητα προς επίλυση, τίθεται χωρίς ενδοιασμούς και με απόλυτη σαφήνεια στο τελευταίο εγχειρίδιο του 1993.

 Διαβάζουμε σχετικά:

« Ήρεμο τεχνητά, το εθνικό, εκκλησιαστικό, εθνολογικό πρόβλημα μπορεί να επανατοποθετηθεί μόνο στο φως της ιστορικής πραγματικότητας και της εκτίμησης της σημερινής σύνδεσης εσωτερικής και εξωτερικής δέσης της Βουλγαρίας και των Βουλγάρων έξω των συνόρων της».

Τέτοιες ιδέες είναι πολύ επικίνδυνες να διατυπώνονται σήμερα στα ταραγμένα Βαλκάνια. Το παράδοξο είναι ότι η παραπάνω αναμφισβήτητη αλυτρωτική προοπτική συνυπάρχει ταυτόχρονα με την φραστική καταδίκη των ιστορικών αναχρονισμών και παράλληλα με την εξύμνηση της αναγκαιότητας για καλλιέργεια αρμονικών βαλκανικών σχέσεων σήμερα.

 Η συνύπαρξη παρόμοιων αντιφατικών θέσεων είναι ενδεικτική της ιδεολογικής σύγχυσης ή της αγωνιώδους αναζήτησης της νέας ιδεολογίας που θα καλύψει το κενό της παλιάς.

Από την ανάλυση των βουλγαρικών εγχειριδίων ιστορίας διαπιστώθηκε γενικά μια σαφέστατη εθνοκεντρική τάση, που συχνά αγγίζει τα άρια του σοβινισμού και δίνει την εντύπωση ότι προετοιμάζεται το έδαφος για σύγκρουση. Αυτό αφορά κυρίως τα εγχειρίδια του 1991.

Η προσπάθεια τόνωσης, καλλιέργειας και διοχέτευσης μιας συγκεκριμένης εθνικής ιδεολογίας διαφαίνεται καθαρά στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα εξής θέματα:

Η Ενωση των Βουλγαρικών κρατών.Union of the two Bulgarias (1885)

- τα δύο συγκεντρωτικά βουλγαρικά κράτη του Μεσαίωνα
- τα εθνικά κινήματα των Βουλγάρων το 19ο αιώνα
- η ίδρυση της ανεξάρτητης βουλγαρικής Ηγεμονίας το 1978 ως τρίτου κατά σειρά βουλγαρικού κράτους
- η προσαύξηση των εδαφικών ορίων της Βουλγαρίας μετά την προσάρτηση της Α. Ρωμυλίας το 1885
- ο Β’ Βαλκανικός πόλεμος ως πρώτη «εθνική καταστροφή»
- ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος ως δεύτερη «εθνική καταστροφή»
- η αποεθνοποίηση του βουλγαρικού λαού ως επιδίωξη της ελληνικής πολιτικής
το ζήτημα της εθνικής ενοποίησης των Βουλγάρων.

Παράλληλα, την αρνητική εικόνα του Έλληνα συνιστούν τα εξής στοιχεία:
- οι μεγαλοϊδεατικές του βλέμεις
- οι εδαφικές του διεκδικήσεις στη Μακεδονία
- η οικονομική εκμετάλλευση του βουλγαρικού λαού
- η πνευματική καταπίεσή του
- η πολιτική αποεθνοποίησης των Βουλγάρων.

Αλλά, ο ηπιότερος, τόνος και το ουδέτερο πνεύμα με το οποίο επιχειρείται να αντιμετωπισθεί ο Έλληνας στα εγχειρίδια του 1992 ενισχύουν το συμπέρασμα ότι τελικά η εικόνα του Έλληνα στα πρόσφατα βουλγαρικά εγχειρίδια είναι μια εικόνα υπό διαμόρφωση, πιστή αντανάκλαση της συγκυρίας που γέννησε τα εγχειρίδια αυτά.

Πολλά μηνύματα διοχετεύονται στους Βούλγαρους μαθητές και μέσα από την εικόνα που προβάλλουν τα βουλγάρικα εγχειρίδια για τους ίδιους τους Βουλγάρους, οι οποίοι παρουσιάζονται σταθερά ως:
Η "άδικη" Συνθήκη του Βερολίνου.

- αδικημένοι από την ιστορία και την τύχη

- καταπιεσμένοι κοινωνικο οικονομικά

- κατατρεγμένοι εθνικά και πολιτιστικά

- γενναιότεροι στα πεδία των μαχών, γιατί πολεμούσαν για δίκαια εθνικά αιτήματα.

Τελικά, η σαφής ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιδιαίτερα έντονη στα εγχειρίδια του 1991:

- νομιμοποιεί τις πολεμικές συγκρούσεις των Βουλγάρων με τους γειτονικούς βαλκανικούς λαούς και συνεπώς αναπαράγει το φιλοπόλεμο πνεύμα και την ιδεολογία των συγκρούσεων.

- δικαιώνει τους πολιτικούς στόχους και τις εδαφικές διεκδικήσεις του παρελθόντος ανακινώντας αλυτρωτικά ζητήματα.

- δεν αποφεύγει τη χρήση της γλώσσας του εθνικισμού στην προσπάθεια να ενισχυθεί η συλλογική μνήμη και η εθνική αυτογνωσία του βουλγαρικού λαού σήμερα.

Έτσι, παρά τις αξιοπρόσεκτες αλλαγές που σημειώθηκαν στα βιβλία του 1992, οι βασικές θέσεις παραμένουν αμετάβλητες, ιδιαίτερα στο εθνικό θέμα. Δεν αναλύονται σε βάθος σι παράγοντες που αποτελούν σημεία έντασης ανάμεσα στους βαλκανικούς λαούς, ούτε καταγγέλλεται ο πόλεμος, ο επεκτατισμός, η βία και γενικά η ιδεολογία της εθνικής αντιπαλότητας.

 Ο έντονος διδακτικός χαρακτήρας της ιστορικής αφήγησης και οι πάμπολλες αξιολογικές κρίσεις παραπέμπουν μάλλον σε μια παρωχημένη αγωγή.

Αρχικό Κείμενο: http://feidias.noc.uoi.gr/userfiles/file/articles/i_eikona_tou_ellina.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου