Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Είναι οι Εθνικά Μακεδόνες Σλάβοι;

Χάρτης σλαβικών χωρών.

Krste Misirkov, Κρίστε Μισίρκωφ (1874-1926).

Ο Μισίρκωφ είναι για τα Σκόπια ότι για μας αντίστοιχα ο Ρήγας Φεραίος.
Προσπάθησε να πείσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ότι εχουν μεν κοινή καταγωγή με τους Βουλγάρους είναι όμως διαφορετικοί λαοί.

Το 1903 μίλησε για απόσχιση από το βουλγαρικό έθνος και το ξεκίνημα ενός νέου έθνους, των "εθνικά Μακεδόνων".

Λέει χαρακτηριστικά:

Μακεδονικές Υποθέσεις,
За македонцките работи
"Ниiе требит да создадиме такво положеiн'е, да немат во Македониiа, ни бугарцки, ни србцки, ни грцки интереси, зашчо тамо немат бугари, срби и грци, а имат само македонци от словенцки происход и некоiи друзи македонцки народности.

Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε μια τέτοια κατάσταση όπου δεν θα υπάρχουν σερβικά, ελληνικά ή βουλγαρικά συμφέροντα, διότι στη Μακεδονία δεν υπάρχουν Σέρβοι, Έλληνες η Βούλγαροι, αλλά μόνο Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής και ορισμένες μακεδονικές εθνότητες."



Προσδιορίζοντας στο βιβλίο του "Μακεδονικές Υποθέσεις" το 1903 ποια είναι οι καταγωγή της νέας εθνότητας αναφέρει:

 Οι μακρινοί πρόγονοι μας , λοιπόν, βαπτιστήκαν με αυτό το όνομα (δηλ. Σλάβοι) την εποχή που ήρθαν σε επαφή με τους πολιτισμένους Ρωμαίους.
Το όνομα Σλάβος τότε χρησιμοποιόταν για να ξεχωρίζουν οι σλαβικές φυλές από τους Ρωμαίους και τους Γερμανούς.
....
Έτσι το πρώτο όνομα μας ήταν Σλάβοι, ήμασταν τότε οι Σλάβοι...
Ο κύριος λόγος που οι Βυζαντινοί μίλησαν για Σλάβους,  τους προγόνους μας,  ήταν διότι πολύ συχνά βρισκόταν σε πόλεμο μαζί τους.
("Μακεδονικές Υποθέσεις". Κρίστε Μισίρκωφ, Εκδόσεις Πετσίβα,Σελίδα. 147)..

Την τελευταία δεκαετία η κυβέρνηση των Σκοπίων σε μια πρώτη φάση εξελληνισμού ή αγγλιστί antiquization, αμφισβητεί την θέση αυτή του Μισίρκωφ ισχυριζόμενη ότι οι "εθνικά Μακεδόνες" δεν είναι τελικά Σλάβοι αλλά απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων και των Μακεδόνων των Ελληνιστικών και Βυζαντινών χρόνων.

Είναι μια θέση ή οποία θέτει υπό αμφισβήτηση την εικόνα της χώρας των Σκοπίων στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, αφού η γλώσσα και ο πολιτισμός της θεωρούνται στοιχεία της Σλαβικής Ιστορίας και Σλαβικής Φιλολογίας.

Αντί εμείς οι Έλληνες Μακεδόνες να καλούμαστε να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε ελέφαντες και ότι ο αρχαίοι Μακεδόνες και ειδικά ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος 
αποτελούν κομμάτι της ελληνικής ιστορίας,θα πρέπει να αποδείξουν οι βόρειοι γείτονες ότι:

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΛΑΒΟΙ, 
και κακώς συμπεριλαμβάνεται η γλώσσα του στις σλαβικές γλώσσες

και οτι οι Βυζαντινοί τελικά δεν βρισκόταν, όπως αναφέρει ο Μισίρκωφ, 
σε πόλεμο με τους προγόνους τους, 
αλλά οι Βυζαντινοί ΗΤΑΝ ΠΡΟΓΟΝΟΙ τους.


Ποιοι ήταν λοιπόν οι Σλάβοι;


Οι κοιτίδα των Σλάβων. Σλαβικοί λαοί το 1125 μΧ

ΕΛΕΝΗ ΑΠ. ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 
ΤΜΗΜΑ ΣΛΑΒΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΛАВΙКН ФΙΛΟΛΟΓΙΑ
H επιλογή κειμένων και εικόνων δική μας, Yauna.



Οι Σλάβοι σήμερα.

Ποιοι όμως είναι οι σλαβικοί λαοί; 

Στην ερώτηση αυτή, ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό θα μας έλυνε την απορία, απαριθμώντας μια σειρά λαών που ζουν στην Κεντρική, Νοτιανατολική και Ανατολική Ευρώπη: 
Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Τσέχοι, Σλοβένοι, Κροάτες, Σέρβοι, Βούλγαροι (και μερικές άλλες μικρότερες ομάδες). 

Οι λαοί αυτοί, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει εύκολα, ζουν υπό διάφορες κρατικές οντότητες, πρεσβεύουν διάφορες θρησκείες ή δόγματα, και παρουσιάζουν διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά.,
 Οι Πολωνοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σλοβένοι και Κροάτες π.χ. είναι, κατά κύριο λόγο, χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί. Αντίθετα οι Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Λευκορώσοι και μεγάλο μέρος των Ουκρανών, ακολουθούν την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. 

Οι δύο αυτές ομάδες συγκεντρώνουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά. 
Αλλά υπάρχουν και Μουσουλμάνοι, στην Βοσνία και την Βουλγαρία, όπως και μικρότερες ομάδες Ουνιτών Χριστιανών (κυρίως στην Δυτική Ουκρανία), Διαμαρτυρομένων (στην Τσεχία, Σλοβακία, Πολωνία και Γερμανία), καθώς και Ιουδαίων, διάσπαρτων κυρίως στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. 
Επίσης, τα φυλετικά χαρακτηριστικά των λαών αυτών διαφέρουν, από τους μετρίου αναστήματος και μελαχρινούς Βουλγάρους, μέχρι τους ψηλόσωμους και ξανθούς Πολωνούς. 
Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των λαών είναι η συγγένεια ανάμεσα στις γλώσσες τους. Η συγγένεια των γλωσσών είναι εκείνη που χαρακτηρίζει σήμερα τους σλαβικούς λαούς. 

Η γλωσσική συγγένεια δημιουργεί μεταξύ των σλαβικών λαών την πεποίθηση ότι ανήκουν σε ένα κοινό πολιτισμικό χώρο. 
Έτσι, λαοί τόσο διαφορετικοί, ακόμα και ανταγωνιστικοί σε πολλά θέματα, έχουν την συνείδηση ότι ανήκουν όλοι σε μια ευρύτερη «οικογένεια». 
Η συγγένεια των γλωσσών, μας οδηγεί στην υπόθεση της καταγωγής τους από κάποια κοινή γλώσσα-μητέρα, κάποια πρωτογλώσσα, που ομιλείτο κάποτε, σε κάποιο τόπο, όπου ζούσε ένας λαός, (ή μια ομάδα λαών), που μετείχε σε κοινό πολιτισμό και ήταν ο απώτερος πρόγονος όλων των σημερινών σλαβικών λαών.

Σήμερα λοιπόν οι Σλάβοι αποτελούν μία ομάδα λαών στην Ευρώπη, που χαρακτηρίζονται από την κοινή καταγωγή και εγγύτητα των γλωσσών τους.

Οι σλαβικές γλώσσες κατατάσσονται σε τρεις ομάδες, περισσότερο με γεωγραφικά και πολιτισμικά, παρά με αυστηρά γλωσσολογικά κριτήρια. 
Η ανατολική ομάδα περιλαμβάνει την ρωσική, λευκορωσική και ουκρανική. 
Στην δυτική σλαβική ομάδα περιλαμβάνονται η πολωνική, τσεχική, σλοβακική, άνω και κάτω σορβική (ή λουσατική) και στην νότια σλαβική ομάδα ανήκουν η βουλγαρική, σερβο-κροατική (η οποία, με κάποιες διαλεκτικές παραλλαγές, ομιλείται από τους Σέρβους, Κροάτες, Βοσνίους και Μαυροβούνιους), η σλοβενική και η σλαβομακεδονική.

Οι ομιλούντες σλαβικές γλώσσες στην Ευρώπη αποτελούν την μεγαλύτερη γλωσσική ομάδα, με 300 περίπου εκατομμύρια, μεγαλύτερη από τις ομάδες που ομιλούν μια από τις λατινικές ή γερμανικές γλώσσες. Υπάρχουν στην Ευρώπη 13 κράτη με επίσημη κάποια από τις σλαβικές γλώσσες, 6 από τα οποία, (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία και Βουλγαρία), είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα σλαβόφωνα κράτη της Ευρώπης είναι τα παρακάτω (κατά μέγεθος πληθυσμού):

1. Ρωσία ( Российская Федерация - Ρωσική Ομοσπονδία), με
145.0. 000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μόσχα). Επίσημη γλώσσα η Ρωσική (Русский язмк).

2. Ουκρανία, (Украша) με 47.000.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Κίεβο). Επίσημη γλώσσα η Ουκρανική (yKpaiHCbKa мова). Στην περιοχή της Κριμαίας (που είναι ημιαυτόνομη), και η Ρωσική.

3. Πολωνία, (Rzeczpospolita Polska - Πολωνική Δημοκρατία), με
38.500.0 κατοίκους, (πρωτεύουσα Βαρσοβία). Επίσημη γλώσσα η Πολωνική (Jçzyk Polski).

4. Λευκορωσία, ^спублша Беларусь - Δημοκρατία της Λευκορωσίας), με 10.500.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μινσκ). Επίσημες γλώσσες η Λευκορωσική (Беларуская мова) και η Ρωσική.

5. Τσεχία, (Ceska Republika - Τσεχική Δημοκρατία) με 10.300.000
κατοίκους, (πρωτεύουσα Πράγα). Επίσημη γλώσσα η Τσεχική (Cesky jazyk).

6. Σερβία, (Република Србија/Republika Srbija - Σερβική Δημοκρατία), με 8.200.000 κατοίκους (συμπεριλαμβανομένου και του Κοσσόβου, πρωτεύουσα Βελιγράδι). Επίσημη γλώσσα η Σέρβο-Κροατική (Српскохрватски језик/Srpskohrvatski jezik).

7. Βουλγαρία, (Република България - Βουλγαρική Δημοκρατία) με 7.800.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Σόφια). Επίσημη γλώσσα η Βουλγαρική (Български език).

8. Σλοβακία, (Slovenska Republika - Σλοβακική Δημοκρατία) με 5.500.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Μπρατισλάβα). Επίσημη γλώσσα η Σλοβακική ( Slovensky jazyk).

9. Κροατία, (Republika Hrvatska - Κροατική Δημοκρατία), με
4.500.0 κατοίκους, (πρωτεύουσα Ζάγκρεμπ). Επίσημη γλώσσα η Κροατική (Σέρβο-Κροατική).

10. Βοσνία και Ερζεγοβίνη, (Bosna i Hercegovina) με 4.200.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Σαράγιεβο). Επίσημη γλώσσα η Βοσνιακή (Σέρβο-Κροατική).

11. F.Y.R.O.M, (Former Yugoslav Republic of Macedonia - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - ΠΓΔΜ), με 2.050.000κατοίκους, (από τους οποίους περισσότερο από 30% αλβανόφωνοι, με πρωτεύουσα τα Σκόπια). Επίσημη γλώσσα η Σλαβομακεδονική, (αποκαλούμενη από τους κατοίκους της ΠΓΔΜ «μακεδονική», Македонски јазик).

12. Σλοβενία, (Republika Slovenija - Σλοβενική Δημοκρατία) με
2.015.0 κατοίκους, (πρωτεύουσα Λιουμπλιάνα). Επίσημη γλώσσα η Σλοβενική (Slovenski jezik) και

13. Μαυροβούνιο, (Република Црна Гора/Republika Crna Gora - Δημοκρατία του Μαυροβουνίου), με 700.000 κατοίκους, (πρωτεύουσα Ποντγκόριτσα). Επίσημη γλώσσα η Μαυροβουνιακή (Σέρβο-Κροατική).
Το όνομα των Σλάβων.

Η ονομασία Σλάβοι (Slovène, πληθυντικός του Slovëninb), εμφανίζεται για πρώτη φορά σε σλαβικές πηγές τον 9ο αιώνα . Η ετυμολογία της είναι αβέβαιη και υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευσή της.

 Η ρίζα «slov» ή « slav», βρίσκεται σε πολλές ονομασίες αναφερόμενες σε σλαβικές χώρες ή περιοχές, όπως Σλοβακία, Σλοβενία, Γ ιουγκοσλαβία, σλοβηνοί κλπ.

Κατά τον Μαξ Φάσμερ η πρωτοσλαβική λέξη που χαρακτήριζε τους σλάβους, ήταν slovëninb. Η λέξη σχηματίζεται από την ρίζα «slov» που δηλώνει τόπο και το επίθημα «-jenin» που υποδηλώνει τον κάτοικο αυτής της περιοχής. 

Όλες οι αρχαίες σλαβικές λέξεις με το επίθημα αυτό, όπως και τα συγγενικά «anin" "janin", σημαίνουν κατοίκους ή καταγόμενους από μιαν περιοχή, υποδηλούμενη από το πρώτο μέρος της λέξης. 
Σύγκρινε τα αρχαία ρωσικά скитенинъ (κάτοικος σκήτης), кьшнинъ (κάτοικος Κιέβου, ή καταγόμενος από το Κίεβο), бесерменинъ (κάτοικος μουσουλμανικών χωρών, ή καταγόμενος από εκεί) κ.α. καθώς και τα σύγχρονα ρωσικά волжанин (κάτοικος ή καταγόμενος από την περιοχή του Βόλγα), горожанин (κάτοικος πόλεως). 

Η ετυμολογική ανάλυση της ρίζας «slov» μας επιτρέπει πρώτον να την αναγάγουμε στη πρωτοινδοευρωπαϊκή μορφή k'lou με την έννοια «ρέω» (νερό), ή «περιβρέχω», «λούω». Σύγκρινε το λατινικό cluere (καθαρίζω), το ελληνικό κλύζειν (πλένω), το αρχαίο αγγλικό hlütor (ομοίως), το αρχαίο νορβηγικό hlér (θάλασσα), το ουαλικό clir (καθαρός), το λιθουανικό slùoti (κολυμπώ), καθώς και το αρχαίο ινδικό sravati (ρέει). 
Δεύτερον, μας επιτρέπει να αποκαταστήσουμε την άλλη μορφή αυτής της ρίζας ως s'lou γιατί, το πρωτοινδοευρωπαϊκό k' στους σλάβους προφέρεται ως s' και το ΠΙΕ ou πριν από τα φωνήεντα προφέρεται ov και πριν από τα σύμφωνα u. 
Η προέλευση συνεπώς του εθνικού ονόματος slovëninb υποδεικνύει ότι οι πρωτοσλάβοι ζούσαν σε μέρη πλούσια σε τρεχούμενα νερά που ονομαζόταν με κάποια λέξη που είχε σχέση με τη ρίζα s'lou. 

Αυτό συμφωνεί με την ύπαρξη στο πρωτοσλαβικό λεξιλόγιο ονομασιών διαφόρων πόσιμων αποθεμάτων νερού και μας κατευθύνει σε πολλά υδρώνυμα με τις ρίζες slov- ή s'lou- στις περιοχές γύρω από τον Δνείπερο και το Βολίν (Вольшь).
 Παράδειγμα: το επίθετο που χαρακτηρίζει τον Δνείπερο, словутич, (Днепр словутич), τα ποτάμια Σλοβούτα (Словута), Σλοβάζ (Словаж), Σλούγια (Слуя), Σλουτς (Случь). Αν λάβουμε υπόψη τις ονομασίες με τη ρίζα slav- παραδεχόμενοι ότι και αυτές προέρχονται από την ρίζα slov- (διότι το slovenin στους ανατολικούς Σλάβους γίνεται slavjanin ) τότε μπορούμε να αναφέρουμε μεγαλύτερο αριθμό υδρωνύμων: οι ποταμοί Stawa, Stavica Славница Славица, Славянка, Славечна  .

Η ερμηνεία φαίνεται πιθανή, αλλά, η επιβίωση μιας τέτοιας ρίζας, δεν μαρτυρείται σε καμιά σλαβική γλώσσα.

Ο Σ. Μπέρνστεϊν υποστηρίζει την σύνδεση της λέξης Σλάβος με μια υποτιθέμενη ινδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)lawos, συγγενή της ελληνικής λέξης
«λαός»  .
Οι περισσότεροι μελετητές σήμερα (ανάμεσά τους και ο Ρομάν Γιάκομπσον ), συνδέουν την προέλευση με την λέξη slava, που σημαίνει «δόξα», «φήμη», ή την λέξη slovo, που σημαίνει «λόγος». 
Και οι δύο συγγενεύουν με το ρήμα slusati («ακούω»), από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *klew- (παράβαλε το αρχαίο ελληνικό «κλέος»). 
Η σύνδεση με την «δόξα» είναι προφανής για την ονομασία ενός λαού και είναι μια εύκολη λαϊκή ετυμολογία. 
Αυτό το γεγονός το προσάπτουν ως μομφή ορισμένοι γλωσσολόγοι, αλλά, μερικές φορές, το προφανές δεν σημαίνει ότι δεν είναι και αληθινό. 
Με την έννοια του «λόγου», σημαίνει ότι ο λαός που έχει αυτό το όνομα, έχει έναρθρο λόγο, μιλά μια κατανοητή γλώσσα. 
Επιπλέον επιχείρημα υπέρ αυτής της ετυμολογίας αποτελεί το γεγονός ότι οι Σλάβοι ονομάζουν τους ξένους λαούς nemtsi, (немци) δηλαδή άλαλους, μη κατανοητούς, (από την σλαβική ρίζα nëmi=μουγκός). 
Χαρακτηριστικά, τον 17ο αιώνα, αναφέρονται: «πέντε χιλιάδες άγγλοι немци», «немци του Δανού βασιλιά», немци του Ισπανού βασιλιά», «немци από την ολλανδική χώρα» . 
Σήμερα, οι Πολωνοί αποκαλούν τους Γερμανούς Niemcy, οι Σέρβοι Nemci, οι Κροάτες Nijemci και οι Ρώσοι και Βούλγαροι Немцм (Nemtsi). 

Ανάλογο φαινόμενο έχουμε και στην ελληνική, όπου «έλλην» είναι αυτός που ομιλεί την κατανοητή ελληνική γλώσσα, και αντιπαρατίθεται προς τον «βάρβαρο», δηλαδή αυτόν που ομιλεί άναρθρα, παράγοντας έναν ακατανόητο και συγκεχυμένο, για τους Έλληνες, ήχο (βαρ, βαρ).

Η άποψη που την ετυμολογεί από την λατινική λέξη sclavus (=σκλάβος) είναι εντελώς αβάσιμη. 

Η όψιμη (9ου - 11ου αιώνα) λατινική λέξη sclavus (=δούλος), που αντικατέστησε στην μεσαιωνική χριστιανική δύση την λέξη της κλασσικής λατινικής servus, προήλθε από το εθνικό όνομα Σλάβος και όχι το αντίθετο . 

Το γεγονός είναι ενδεικτικό της διάθεσης και την νοοτροπίας με την οποία οι δυτικοί, αντιμετώπιζαν τον σλαβικό κόσμο , αλλά και της συνήθους μοίρας των Σλάβων αιχμαλώτων.

Κατ' άλλη άποψη, το όνομα Σλάβος (στν η βυζαντινή χρονογραφία Σκλάβος ή Σθλάβος ), προήλθε από το πρωτοβουλγαρικό saqlaw, sqlaw, που σημαίνει:
1) φύλακας, 
2) εκπαιδευμένος δούλος . 

Κατά την άποψη αυτή, η ονομασία Σλάβος, δεν ήταν αρχικά εθνωνύμιο, αλλά επαγγελματικός/κοινωνικός προσδιορισμός, που αποδίδονταν σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα εκπαιδευμένων δούλων (ανάλογα των Μαμελούκων στην Αίγυπτο), τα οποία αποτελούσαν ένα είδος σημερινών πεζοναυτών, αιχμή του δόρατος στον στρατό των Αβάρων.

Τέλος, έχει υποστηριχτεί και η άποψη ότι η ρίζα slav- έχει θρησκευτική έννοια και περιεχόμενο, και δηλώνει τον πιστό ορισμένης θρησκείας, σε αντίθεση με τον ανήκοντα σε άλλη θρησκεία .

 Η θεωρία αυτή πάσχει κατά το ότι, οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί (στους οποίους ανήκουν και οι Σλάβοι), αλλά και γενικότερα οι λαοί που ακολουθούσαν πολυθεϊστικές θρησκείες, ουδέποτε διεκδίκησαν την αποκλειστική θρησκευτική αλήθεια και πάντοτε επέδειξαν πνεύμα ανεξιθρησκίας απέναντι λαών που πίστευαν σε άλλους θεούς. Μάλιστα, δεν δίσταζαν να επικαλούνται ξένες θεότητες, ή και να τις εισάγουν στο θρησκευτικό τους πάνθεο, αν πείθονταν για την αποτελεσματικότητά τους . 

Η μισαλλοδοξία, δηλαδή η μη ανοχή της θρησκευτικής διαφορετικότητας, είναι χαρακτηριστικό των μονοθεϊστικών θρησκευμάτων. 

Κατά συνέπεια, είναι εντελώς απίθανο το να υιοθέτησαν για τον εαυτό τους οι Σλάβοι, ένα διακριτικό όνομα που θα βασιζόταν στην θρησκευτική τους ιδιαιτερότητα έναντι των άλλων λαών, όπως έκαναν οι χριστιανοί, και γενικότερα οι οπαδοί των «εξ αποκαλύψεως» μονοθεϊστικών θρησκειών.


Η καταγωγή των Σλάβων

Η εθνογένεση των Σλάβων.

Η εθνογένεση, δηλαδή η διαδικασία με την οποία κάποιος πληθυσμός αποκτά συνείδηση κοινής καταγωγής και κοινότητας πολιτισμικών χαρακτηριστικών, όπως η γλώσσα, η θρησκεία, η γενικότερη κοσμοαντίληψη, αλλά και αναγνωρίζεται από τους άλλους ως ιδιαίτερο πολιτισμικό σύνολο, είναι εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία και δύσκολα μπορεί να ανιχνευτεί. 

Η διαδικασία της εθνογένεσης των Σλάβων, ειδικότερα, αποτελεί ένα από τα πιο δύσκολα προβλήματα στην ευρωπαϊκή ιστορία. 

Αυτό οφείλεται στην έλλειψη γραπτών πηγών και αρχαιολογικών ευρημάτων, (συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες, με μεγάλες δυσκολίες, άρχισαν μόνο κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα), αλλά και στο γεγονός ότι οι Σλάβοι περνούν στην ιστορία σχετικά αργά και υπό δυσμενείς παράγοντες, όπως οι συνεχείς μεταναστεύσεις, οι αγώνες με γειτονικές φυλές και εθνότητες, η επαφή με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και πολιτισμικές επιρροές. 

Την πορεία τους, με σχετική πάντοτε βεβαιότητα, μπορούμε να την παρακολουθήσουμε μόνο από τον 5ο-6ο αιώνα, οπότε οι Σλάβοι, ως διακριτό πληθυσμιακό σύνολο, αρχίζουν να εμφανίζονται σε γραπτές πηγές της εποχής με αυτό το όνομα.

Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες προέρχονται από μη Σλάβους συγγραφείς, κατά κύριο λόγο από Βυζαντινούς χρονικογράφους. 
Στη μακρά ιστορία του, οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους Σλάβους πέρασαν από πολλές φάσεις: επιδρομείς στην αρχή, κατά καιρούς σύμμαχοι, ή υποτελείς, ακόμη και διεκδικητές της αυτοκρατορίας και της κληρονομιάς της. 

Οι συγγραφείς που αναφέρονται στους Σλάβους, είναι φυσικό να γράφουν γι' αυτούς, ιδίως σε ότι αφορά την ιστορία και την καταγωγή τους, με τρόπο που απηχεί τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες και εκφράζει την τρέχουσα κατεύθυνση της βυζαντινής διπλωματίας και τους στρατηγικούς στόχους της αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάζουμε αυτές τις πηγές με μεγάλη προσοχή και πάντοτε στο ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας τους .

Το ίδιο παρατηρείται και στις πηγές που προέρχονται από δυτικούς χρονικογράφους, αλλά και στις, υστερότερες, σλαβικές πηγές, όπου οι χρονικογράφοι, όταν αναφέρονται σε προγενέστερες εποχές, προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιο μυθικό, ένδοξο παρελθόν για τον λαό τους.

Δυστυχώς, σε ζητήματα που άπτονται της καταγωγής και του σχηματισμού ενός έθνους, καθώς και των σχέσεων του με γειτονικά έθνη, ακόμη και σήμερα, η επιστήμη δεν κατορθώνει πάντοτε να μένει ανεπηρέαστη από εξωτερικούς παράγοντες: συναισθηματική φόρτιση, ιδεολογικές πεποιθήσεις, πολιτικές επιδιώξεις και κατευθύνσεις , πράγμα που οδηγεί, καλοπροαίρετα ή μη, σε εσφαλμένη αντίληψη και ερμηνεία του παρελθόντος.

Η συζήτηση σχετικά με την καταγωγή των Σλάβων και ιδιαίτερα με το θέμα της αυτοχθονίας τους ή μη, άνοιξε τον 18ο αιώνα με το έργο Περί των σλαβικών αρχών (De originibus Slavicis) του Johann Christoph de Jordan, (1745)

Το ζήτημα, ιδίως από τον επόμενο αιώνα, φορτίστηκε πολιτικά από τον ανταγωνισμό μεταξύ των Γερμανών και Πολωνών, σχετικά με την ύπαρξη ή μη αυτοχθόνων Σλάβων στην περιοχή ανατολικά του ποταμού Όντερ και την επιθυμία των πρώτων για επέκταση προς ανατολάς, την γνωστή ως Drang nach Osten , μια επιθυμία που διέπει διαχρονικά τις σχέσεις Σλάβων - Γερμανών, ήδη από τον 10ο αιώνα .

Τον 19ο αιώνα αναπτύσσεται το κίνημα του πανσλαβισμού, που επιδιώκει να θεμελιώσει μια κοινή σλαβική συνείδηση στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. 
Ωστόσο, η αίσθηση των Σλαβικών λαών ότι ανήκουν σε μία μεγαλύτερη οικογένεια, υπάρχει πολύ νωρίτερα.

Για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα εμφανίζεται σε γραπτά κείμενα η γενική ονομασία «Σλάβοι» ως δηλωτική εθνότητας. 

Μέχρι και τον 10ο αιώνα, οι Σλάβοι, από τον Έλβα μέχρι τον Δον και τον Βόλγα, και από την Βαλτική μέχρι την Μεσόγειο, μπορούν ακόμη να συνεννοηθούν μεταξύ τους άνετα, χάρη σε μία κοινή γλώσσα. 

Αν και αμφισβητείται από πολλούς μελετητές, το αν αυτό αρκεί, για να μπορούμε να κάνουμε λόγο  
για συνείδηση ότι ανήκουν σε ενιαίο «σλαβικό έθνος» , είναι γεγονός ότι, τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στον μεσαίωνα, η γλώσσα υπήρξε το κυριότερο, αν όχι μοναδικό, στοιχείο που καθόριζε την εθνικότητα

Η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και «βαρβάρων», δηλαδή αλλοεθνών, βασίζεται στη γλώσσα. 

Τόσο στους χρονικογράφους του μεσαίωνα, όσο και σε μεταγενέστερους συγγραφείς, οι συχνές αναφορές στην γλώσσα την οποία ομιλεί ένας πληθυσμός, δεν οφείλεται σε γλωσσολογικές αναζητήσεις, αλλά στην διερεύνηση και καθορισμό του «έθνους» στο οποίο ανήκει. 

Η κοινότητα, ή η εγγύτητα της γλώσσας, χρησιμοποιείται ως απόδειξη εθνικής ταυτότητας.

Παρ' όλον ότι οι Σλάβοι είναι κατακερματισμένοι σε πολλές φυλές, που συνήθως φέρουν ονόματα από τον τόπο στον οποίο είναι εγκατεστημένοι, και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις συγκρούσεων ανάμεσά τους, φαίνεται ότι, ήδη από τον 6ο αιώνα, έχουν την συνείδηση ότι ανήκουν σε μια ευρύτερη οικογένεια. 

Απόδειξη αυτού του γεγονότος, αποτελεί το ότι οι Σλάβοι, αν και αναφέρονται από τους συγχρόνους τους χρονικογράφους με τα ιδιαίτερα φυλετικά/τοπικά ονόματα τους, χαρακτηρίζονται παράλληλα και ως Σκλαβηνοί, Σκλάβοι, Sclaveni, Sclavi, Σακαλίμπα.

 Η ονομασία αυτή (με τις παραλλαγές της), που χρησιμοποιείται από Βυζαντινούς, και κατόπιν από Φράγκους, Γερμανούς και Άραβες χρονικογράφους, από τον 6ο αιώνα και μετά, δεν μπορεί παρά να είναι η ονομασία με την οποία οι ίδιοι οι Σλάβοι, όλων των φυλών, αποκαλούσαν τον εαυτό τους, πράγμα που σημαίνει ότι είχαν συνείδηση της υπαγωγής των φυλών αυτών στην ίδια οικογένεια .

Πάντως, τον 10ο αιώνα, οι Σλάβοι έχουν ήδη συνείδηση ότι ανήκουν σε ένα κοινό έθνος.

Σχεδόν ομόφωνα οι επιστήμονες τοποθετούν σήμερα την κοιτίδα των Σλάβων στη περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ του
Οι κοιτίς των Σλάβων.

Κάτω Βιστούλα (πολ. Wisïa, γερμ. Weichsel, τσεχ. Visla) και 
Άνω Νιέμεν (πολ.: Niemen, γερμ. Memel, λιθ. Nemunas, λευκορωσ.: HëMaH, εσθ.: Neemen; ρωσ.: Неман; ουκρ.: Иман) 
προς Βορρά, και των βορείων υπωρειών των Καρπαθίων προς Νότο. 
Ανατολικά φτάνει μέχρι τον Μέσο Δνείπερο (Ρωσικά: Днепр, Λευκορωσικά: Дняпро, Ουκρανικά: Дншро) και δυτικά μέχρι τον Έλβα (γερμ. Elbe), ή τον Όντερ (Oder, πολ. Odra) . 

Η υπόθεση αυτή, με ειδικότερη αναφορά στην λεκάνη του μέσου Δνείπερου, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από αναλύσεις DNA στους σλαβικούς πληθυσμούς της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης 

Στην περιοχή αυτή φαίνεται πως κατοικούσαν οι Σλάβοι ήδη κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στον κολοφώνα της ισχύος της.

Την ίδια εποχή, στη στέπα βορείως του Εύξεινου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), κατοικούσαν, ή επέδραμαν και την διέσχιζαν νομαδικές φυλές, τις οποίες οι Έλληνες χαρακτήριζαν αόριστα και γενικά ως «Σκύθες» ή «Σαρμάτες». 

Οι λαοί αυτοί μιλούσαν διάφορες ιρανικές γλώσσες και συνολικά, δρούσαν στην αχανή περιοχή από τον Καύκασο μέχρι την Ουγγρική πεδιάδα (puszta).

Οι πρόγονοι των Βάλτων, που, όπως φαίνεται είχαν στενή σχέση με τους Σλάβους, βρισκόντουσαν πιο βόρεια, σε μια εκτεταμένη περιοχή η οποία άρχιζε από την ακτή της Βαλτικής και εκτεινόταν βαθειά μέσα στην σημερινή Λευκορωσία.

Οι εθνότητες στην Ευρώπη κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα.

Από τα πατρογονικά εδάφη που αναφέραμε παραπάνω, οι Σλάβοι φαίνεται ότι άρχισαν να εξαπλώνονται από τον 5ο μέχρι τον 7ου αιώνα, προς τρείς κατευθύνσεις: 
Η εξάπλωση των Σλάβων.

στον βορρά προς την Βαλτική και τις μεγάλες λίμνες της βόρειας Ρωσίας, 
στην δύση προς τις σημερινές Πολωνία, ανατολική Γερμανία, Σλοβακία, Τσεχία, Αυστρία και Ουγγαρία και 
στον νότο προς την Βαλκανική χερσόνησο, καταλαμβάνοντας τελικά, μέχρι τον 9ο αιώνα, το ένα τρίτο σχεδόν της Ευρώπης. 

Παράλληλα υπήρξαν και ενδοσλαβικές μετατοπίσεις μέσα στον γενικό χώρο που περιγράψαμε, που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην έρευνα για την διαδικασία της εθνογένεσης  των κατ' ιδίαν σλαβικών εθνών.

Μέχρι την είσοδό τους στην ιστορία, αλλά και μετέπειτα, οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με πολλούς λαούς, από τους οποίους και προσέλαβαν διάφορα πολιτισμικά στοιχεία. 
Σαμανισμός.

Όπως διαπιστώνουμε μελετώντας την αρχαία θρησκεία τους, καθώς και την εξέλιξη των σλαβικών γλωσσών, υπήρξαν αναμφίβολες επιρροές ιρανικής προέλευσης, πιθανόν μέσω των Σκυθών και Σαρματών, αλλά και στοιχεία από τους Ουγγροφινικούς λαούς οι οποίοι είχαν έλθει από την ανατολή κατά τους προϊστορικούς χρόνους, και κατοικούσαν σε μια εκτενή και αραιοκατοικημένη περιοχή στη σημερινή βόρεια Ρωσία και Φινλανδία, μέχρι τον αρκτικό κύκλο. 

Η θρησκεία τους, αρκετά πρωτόγονη, βασιζόταν στον σαμανισμό και στην λατρεία των ζώων. 
Πιθανόν και ορισμένες μορφές της σλαβικής μυθολογίας, να ανάγονται στον σιβηρικό σαμανισμό.

Επίσης και κατά την διάρκεια της μεγάλης τους εξάπλωσης του 5ου και 6ου αιώνα, οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με άλλους λαούς. 

Από πολιτιστική άποψη, αποφασιστική σημασία είχαν οι Έλληνες,
 που έδωσαν στον σλαβικό κόσμο την γραφή και την ορθόδοξη πίστη. 

Επίσης οι Βαράγγοι, γερμανικής (Σκανδιναβικής), καταγωγής άσκησαν επιρροή στην εθνογένεση των ανατολικών Σλάβων και τον σχηματισμό των πρώτων σλαβικών κρατικών μορφωμάτων στην ανατολή, αλλά είναι δύσκολο να καθορίσουμε την έκτασή της.

Στην δυτική Ευρώπη οι Σλάβοι ήλθαν σε επαφή με διαφόρους άλλους λαούς, τους Κέλτες, τους Φράγκους, τους Σάξονες, τους Δανούς, τους Γερμανούς, από τους οποίους επίσης επηρεάστηκαν.
Στους λαούς με τους οποίους οι Σλάβοι ήρθαν σε επικοινωνία κατά τον ρου της ιστορίας τους, πρέπει να προσθέσουμε τους Τούρκους ή Τουρανούς, Ουραλο-αλταϊκής καταγωγής, οι διαδοχικές εισβολές των οποίων, από την ανατολή προς την δύση, για περισσότερο από μία χιλιετία, επηρέασαν σε βάθος τον πολιτισμό, κυρίως των ανατολικών Σλάβων. 

Την εμπροσθοφυλακή των τουρανικών εισβολών κατά τον 4ο αιώνα, την αποτέλεσαν οι θύννοι και ακριβώς το κενό που άφησαν αυτοί στην ανατολική Ευρώπη, το εκμεταλλεύτηκαν οι Σλάβοι στην πρώτη εξάπλωσή τους. 
Σε όλη τους την ιστορία οι ανατολικοί Σλάβοι υπέστησαν την πίεση εισβολέων από την Κεντρική Ασία, όπως οι Πετσενέγκοι, οι Κλομπούκοι, οι Πολοβσιανοί, μέχρι τους Μογγόλους, η καταιγίδα των οποίων χτύπησε την Ρωσία το πρώτο ήμισυ του 13ου αιώνα.

Όπως είναι φανερό, οι Σλάβοι υπέστησαν πολλές πολιτισμικές επιδράσεις και επιμιξίες με πολλές εθνότητες. 

Έτσι, είναι αδύνατο να ομιλούμε για ενιαία σλαβική φυλή, για εθνότητα (gens), ως κοινότητα αίματος, όπως την εννοούσαν οι ιστοριογράφοι του μεσαίωνα ή οι ρομαντικοί του 19ου αιώνα. Πρόκειται για λαούς που ζυμώθηκαν και διαπλάστηκαν σε μια εξαιρετικά ταραγμένη εποχή, αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας πολιτισμικής και πληθυσμιακής σύνθεσης. Σήμερα, παρά τις ποικίλες διαφορές τους και τους εθνικισμούς τους, που αναβίωσαν στο τέλος του 20ου αιώνα, και, σε πολλές περιπτώσεις, αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού, διατηρούν συνείδηση κοινότητας, κυρίως λόγω της συγγένειας των γλωσσών και των πολιτισμικών παραδόσεων τους.


Κατάταξη των γλωσσών

Οι γλωσσολόγοι σήμερα κατατάσσουν τις διάφορες γλώσσες ανάλογα με την συγγένεια που παρουσιάζουν στα δομικά και λεξιλογικά τους στοιχεία, σε διάφορες μονάδες ταξινόμησης, που είναι: 

1) η Γλωσσική Οικογένεια: 
Σύνολο γλωσσών που προέρχονται από κάποια κοινή γλώσσα, (πρωτογλώσσα). 
Είναι μια φυλογενετική μονάδα (δηλαδή μονάδα που περιλαμβάνει γλώσσες βάσει της κοινής καταγωγής τους), η οποία περιλαμβάνει ακόμα και γλώσσες με μακρινές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους. Μια γλωσσική οικογένεια υποδιαιρείται σε κλάδους: 

2) ο Κλάδος περιλαμβάνει συγγενικές γλώσσες, των οποίων η ομοιότητα είναι οφθαλμοφανής, ακόμη και για μη ειδικούς. 

3) Επόμενη μονάδα ταξινόμησης είναι η Ομάδα, στην οποία ανήκουν γλώσσες με πιο στενή συγγένεια, σε βαθμό που, μερικές φορές εξετάζονται ως διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας.

Σήμερα η μεγαλύτερη γλωσσική οικογένεια στον κόσμο είναι η οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. 
Πήρε την ονομασία αυτή (παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε και ο όρος ινδογερμανικές γλώσσες), λόγω της γεωγραφικής εξάπλωσης της, σε ένα νοητό τόξο του οποίου τα δύο άκρα είναι η Ευρώπη και οι Ινδίες.
Οι επιστήμονες σχημάτισαν την υπόθεση πως οι λαοί αυτοί που κατοικούσαν κάπου σ' αυτήν την εδαφική έκταση, σε κάποια απώτερη στιγμή της ύπαρξής τους, που χάνεται στο σκοτάδι της προϊστορίας, (πιθανόν 2 ή 3 χιλιετίες πριν από το 2.000 π.Χ., οπότε έχουμε τα πρώτα γραπτά μνημεία από επί μέρους ινδοευρωπαϊκές πρωτογλώσσες), μιλούσαν την ίδια πρωτογλώσσα, από την οποία προήλθαν στο πέρασμα των χρόνων, οι άλλες. 

Φυσικά, γραπτά μνημεία της γλώσσας αυτής, δεν υπάρχουν. 

Την υποθετική αυτή πρωτογλώσσα την ονόμασαν Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ΠΙΕ). 
Η κοινή ινδοευρωπαϊκή πρωτογλώσσα, φαίνεται ότι ομιλείτο από διαφόρους λαούς, που ζούσαν στην ίδια περιοχή και την χρησιμοποιούσαν για να συνεννοούνται μεταξύ τους.
 Οι μελέτες των γλωσσολόγων είχαν ως αποτέλεσμα την συστηματική κατάταξη των γλωσσών της ινδοευρωπαϊκής αυτής οικογένειας, σε διάφορους κλάδους, ανάλογα με τα κοινά τους χαρακτηριστικά. Πολλές από τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες χάθηκαν, μερικές φορές χωρίς να αφήσουν καθόλου ίχνη. Άλλες πάλι, που παρουσιάζουν μεταξύ τους στενότερη συνάφεια, είναι φανερό ότι σχηματίστηκαν, μέσω διαφοροποιήσεων, από μια άλλη γλώσσα της ίδιας, ευρύτερης, ινδοευρωπαϊκής οικογένειας.
 Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κατατάσσει η επιστήμη 12 κλάδους (ή στενότερες γλωσσικές οικογένειες) από τους οποίους οι 10 περιλαμβάνουν ζώσες γλώσσες και οι 2 νεκρές ήδη γλώσσες.

Ως νεκροί κλάδοι της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας αναφέρονται οι Ανατολικές γλώσσες (Χεττική, Λυδική, Λουβική, Φρυγική, Λυκική) και οι Τοχαρική γλώσσα, που εξαφανίστηκε τον 6ο αιώνα.
Οι κλάδοι που περιλαμβάνουν ζώσες γλώσσες είναι οι εξής: Ιταλικές ή ρομανικές γλώσσες (αν και οι όροι δεν είναι ακριβώς συνώνυμοι). 
Σ' αυτόν ανήκαν στην αρχαιότητα διάφορες γλώσσες, όπως η Οσκική, Ουμβρική κ.α., που εκτοπίστηκαν από την Λατινική και εξαφανίστηκαν. 
Σήμερα ομιλούνται στην Ευρώπη γλώσσες που προήλθαν από την λαϊκή εκδοχή της μεσαιωνικής λατινικής, οι κυριότερες από τις οποίες είναι η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική, η Πορτογαλική, η Ρουμανική, η Ραιτική καθώς και άλλες με μικρότερη πληθυσμιακή εμβέλεια. 

Οι γλώσσες αυτές λέγονται λατινογενείς, λόγω της κοινής τους προέλευσης από την λατινική.
Γερμανικές γλώσσες. 

Σ' αυτές διακρίνουμε τρείς ομάδες, 
1) την δυτική, που περιλαμβάνει τις σύγχρονες Αγγλική, Γερμανική και Ολλανδική, και τις μικρότερες Γίντις, Αφρικάανς και Φρειζική 
2) την βόρεια, που περιλαμβάνει την Δανική, Σουηδική, Νορβηγική, Ισλανδική και την Φεροϊκή (γλώσσα των νήσων Φερόες). 
3)Ύπήρχε και ανατολική ομάδα, που περιλάμβανε την Γοτθική και Βουργουνδική, γλώσσες που δεν υπάρχου πλέον.

Κελτικές γλώσσες είναι η Ιρλανδική, η Σκωτική, η Ουαλική και η Βρετονική, ήδη ομιλούμενες από μικρό αριθμό ομιλητών στην Ιρλανδία, Αγγλία και Γαλλία, οι οποίες βαίνουν προς εξαφάνιση.
Ιρανικές γλώσσες. 
Σ' αυτήν την κατηγορία ανήκουν η σημερινή ιρανική (φαρσί), η αφγανικές, η τατζικική και οσετική.
Ινδικές γλώσσες, όπου βρίσκουμε διάφορες γλώσσες των Ινδιών (Ίντι, Ουρντού, Μπενγκαλί, κ.α.) και του Νεπάλ.

Στις ινδικές γλώσσες ανήκει και η τσιγγανική, οι φορείς της οποίας άρχισαν να εγκαταλείπουν τις Ινδίες από τα μέσα της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Σημαντικές από γλωσσολογική άποψη είναι οι νεκρές σήμερα Βεδική και Σανσκριτική.

Βαλτικές γλώσσες η Λιθουανική και Λετονική καθώς και η νεκρή σήμερα πρωσική.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε την Ελληνική γλώσσα, την Αρμενική γλώσσα και την Αλβανική γλώσσα, 
που είναι μεμονωμένες γλώσσες, 
με την έννοια πως δεν παρουσιάζουν στενή συγγένεια με καμιά από τις παραπάνω και αποτελούν ξεχωριστό κλάδο η καθεμιά τους.

Αφήσαμε τελευταίες τις Σλαβικές γλώσσες, που είναι το ιδιαίτερο αντικείμενο του ενδιαφέροντός μας και για τις οποίες θα μιλήσουμε εκτενώς στα επόμενα.

Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που ομιλούνται σήμερα στην Ευρώπη, κατατάσσονται στους κλάδους: των γερμανικών, των ρομανικών (λατινογενείς γλώσσες), των κελτικών (που επιζούν σε ορισμένες περιοχές της Αγγλίας και Ιρλανδίας), των σλαβικών και, αυτοτελώς από την Ελληνική και την Αλβανική .

Εκτός ευρωπαϊκού εδάφους, λόγω των ιστορικών συνθηκών (αποικιοκρατία, επικράτηση των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο με την βιομηχανική επανάσταση κλπ), οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες των μεγάλων δυνάμεων της Δ. Ευρώπης, δηλαδή κυρίως η αγγλική, γαλλική, ισπανική καθώς και η πορτογαλική, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, είτε εκτοπίζοντας τις τοπικές γλώσσες (Βόρεια και Νότια Αμερική, Αυστραλία, μεγάλο μέρος της Αφρικής, ακόμη και την Ασία), είτε παράλληλα με τις τοπικές. 
Τον 20ο αιώνα η αγγλική επικράτησε ως γλώσσα επικοινωνίας, σε παγκόσμιο επίπεδο.


Η Πρωτοσλαβική
Η επιστημονική κατάταξη των ινδοευρωπαικών γλωσσών.

Οι επιστήμονες συμφωνούν σήμερα στην ύπαρξη μιας ινδοευρωπαϊκής σλαβικής πρωτογλώσσας, που ονομάζουμε συμβατικά πρωτοσλαβική, από την οποία προήλθαν όλες οι άλλες σλαβικές γλώσσες. Φυσικά δεν γνωρίζουμε πώς ονόμαζαν, τους εαυτούς τους αν είχαν κάποιο όνομα, και την γλώσσα τους οι φορείς της γλώσσας αυτής.

Για την γλώσσα αυτή χρησιμοποιούνται από την διεθνή επιστήμη διάφοροι όροι:

 οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τον όρο Urschlawisch (αρχέγονη σλαβική), 
οι Γάλλοι slave commune (κοινή σλαβική), 
οι Άγγλοι proto- slavic (πρωτοσλαβική) και 
οι Ρώσσοι παλαιότερα, μέχρι την δεκαετία του 1950, τον όρο славянский язьж-основа (σλαβική γλώσσα-βάση), και τώρα τον όρο праславянский язмк (προσλαβική γλώσσα). 

Προτιμητέα είναι η χρήση του όρου πρωτοσλαβική
διότι έχει επικρατήσει στην ελληνική γλωσσολογία να χαρακτηρίζεται ως πρωτογλώσσα, 
ακριβώς η γλώσσα- μητέρα, 
από την οποία διαμορφώνονται μεταγενέστερα άλλες γλώσσες, συνδεόμενες έτσι μεταξύ τους με γενετική συγγένεια.

Κατά μία άποψη η γλώσσα αυτή ανήκε σε μια κοινή Βάλτο- Σλαβική γλωσσική ομάδα και από μία κοινή βαλτοσλαβική πρωτογλώσσα προέκυψαν αργότερα αφ' ενός οι Βαλτικές (λετονική, λιθουανική και η νεκρή σήμερα, πρωσική) και αφ' ετέρου οι Σλαβικές γλώσσες, μέσω μιας πρωτοβαλτικής και μιας πρωτοσλαβικής αντίστοιχα. 

Η άποψη αυτή υποστηρίζεται λόγω της μεγαλύτερης εγγύτητας μεταξύ των Σλαβικών και Βαλτικών γλωσσών, παρά των Σλαβικών με οποιαδήποτε άλλη ομάδα. 

Πραγματικά, υπάρχει βάση να υποθέσουμε ότι υπήρχαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις ανάμεσα στους φορείς σλαβικών διαλέκτων και τους φορείς των βαλτικών, πιθανόν δε, κατά την διάρκεια κάποιας, όχι πολύ εκτεταμένης χρονικής περιόδου, να υπήρχε κάποιου είδους ενότητα που μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για βαλτοσλαβική πρωτογλώσσα, ή για βαλτοσλαβική περίοδο ή για περίοδο βαλτοσλαβικής εξέλιξης στην εξέλιξη των βαλτικών και σλαβικών γλωσσών. Αυτό το θέμα όμως χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία της υποτιθέμενης πρωτοσλαβικής γλώσσας, γιατί τα πρώτα σλαβικά κείμενα, εμφανίζονται τον 9ο μΧ. αιώνα, όταν είχαν πια προχωρήσει, αν και όχι σε μεγάλο βαθμό οι διαλεκτικές διαφοροποιήσεις που θα οδηγούσαν στον σχηματισμό των διαφόρων σημερινών σλαβικών γλωσσών.

 Τα χρονολογικά πλαίσια της γέννησης αυτής της πρωτοσλαβικής γλώσσας δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια, αλλά, σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη άποψη, η αρχή της πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 2.500 και 2.000 π.Χ., οπότε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, συντελέστηκε η διάσπαση των διαλέκτων της ΠΙΕ και σχηματίστηκαν πρωτογλώσσες, όπως η πρωτοελληνική στα Βαλκάνια, η πρωτοϊνδοϊρανική βόρεια της Κασπίας και η πρωτοσλαβική (ή πρωτοβαλτοσλαβική) γλωσσική κοινότητα πιθανόν στην περιοχή της βορειοανατολικής Ευρώπης, όπου τοποθετείται η κοιτίδα των Σλάβων και Βαλτικών λαών εκείνη την περίοδο.

Με βάση λοιπόν μια διάλεκτο της ΠΙΕ, που διασπάστηκε από αυτήν, σχηματίστηκε η πρωτοσλαβική γλώσσα η οποία είναι γενάρχης όλων των σύγχρονων σλαβικών γλωσσών. 

Η ιστορία της πρωτοσλαβικής γλώσσας ήταν πιο μακροχρόνια από την ιστορία των χωριστών σλαβικών γλωσσών.
Αρχικά εξελισσόταν ως διάλεκτος της ΠΙΕ, με όμοια δομή. 
Όμως, η πρωτοσλαβική ποτέ δεν υπήρξε απόλυτα ενιαία. 
Ήταν από την αρχή αισθητές διαλεκτικές διαφοροποιήσεις. 
Με την πάροδο του χρόνου, όσο εξαπλώνονταν εδαφικά οι Σλάβοι, διαμορφώνονταν νέα διαλεκτικά χαρακτηριστικά και ενισχυόταν η ιδιαιτερότητα των χωριστών πρωτοσλαβικών διαλέκτων.

 Η διαδικασία της μετάβασης από τη πρωτοσλαβική γλώσσα και τις διαλέκτους της σε αυτόνομες σλαβικές γλώσσες ήταν μακρόχρονη και σύνθετη.

Ήδη στα σπάργανα της πρωτοσλαβικής γλώσσας, άρχισαν να σχηματίζονται ευρύτερα διαλεκτικά μορφώματα. Το περισσότερο συμπαγές από αυτά, το αποτελούσε εκείνη η ομάδα των διαλέκτων της πρωτοσλαβικής, από την οποία αργότερα γεννήθηκαν οι ανατολικές σλαβικές γλώσσες. Στην δυτική σλαβική ομάδα, διακρίνονται τρείς υποομάδες: η Λεχιτική, η Σερβολουσιτική και η Τσεχο-Σλοβακική.

Περισσότερο διαφοροποιημένη σε διαλέκτους ήταν η νοτιοσλαβική ομάδα. 
Η πρωτοσλαβική γλώσσα λειτουργούσε στην προκρατική περίοδο της ιστορίας των σλάβων, όταν ήταν ακόμη οργανωμένοι κατά πατριαρχικά γένη και φυλές. 

Η διαδικασία διαχωρισμού των διαλέκτων της πρωτοσλαβικής, επιταχύνθηκε από το δεύτερο μισό της πρώτης χιλιετίας μ.Χ., κατά την περίοδο του σχηματισμού των πρώϊμων σλαβικών κρατών στα εδάφη της ΝΑ και Α. Ευρώπης, εποχή κατά την οποία αυξήθηκε σημαντικά και η εδαφική έκταση των σλαβικών εγκαταστάσεων. 
Κατακτήθηκαν τότε νέες περιοχές διαφόρων γεωγραφικών ζωνών, με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά και κλιματολογικές συνθήκες. 

Οι σλάβοι ήλθαν σε επαφή και ανέπτυξαν σχέσεις με λαούς και φυλές διαφορετικών βαθμών πολιτιστικής εξέλιξης, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους, τόσο από φυλετική (λόγω των επιγαμιών), όσο και από πολιτισμική άποψη. 

Όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα αποτυπώνονται και στην ιστορία των σλαβικών γλωσσών. Στην περίοδο αυτή, δηλαδή μετά το 500 μ.Χ., και μέχρι το 600 μ.Χ. περίπου, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε συμβατικά και το τέλος της πρωτοσλαβικής γλώσσας .

Η πρωτοσλαβική δεν είναι καταγραμμένη. 
Η πρώτη γραπτή σλαβική γλώσσα είναι η παλαιοσλαβική, η οποία όμως χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα. 

Στα μνημεία της αποτυπώθηκαν ορισμένα φωνολογικά, γραμματικά και συντακτικά χαρακτηριστικά της πρωτοσλαβικής γλώσσας της ύστερης περιόδου, αν και αρκετά γλωσσικά φαινόμενα στην παλαιοσλαβική, δεν συμπίπτουν με την πρωτοσλαβική και αυτό είναι φυσικό, γιατί μια γλώσσα είναι ένας διαρκώς μεταβαλλόμενος ζωντανός οργανισμός: από την εποχή της επέκτασης των Σλάβων και της επιτάχυνσης της διαλεκτικής διαφοροποίησης της πρωτοσλαβικής γλώσσας, που αναφέραμε, (μέσο της 1ης χιλιετίας μ.Χ.), ως την γέννηση της παλαιοσλαβικής γλώσσας (9ος αιώνας) και δημιουργίας σ' αυτή γραπτών μνημείων που έφτασαν ως εμάς, περάσανε μερικές εκατονταετίες κατά τις οποίες προχωρούσε η εξελικτική διαδικασία της.

Η ανασύσταση της πρωτοσλαβικής γλώσσας είναι ένα κεντρικό αντικείμενο της συγκριτικής γραμματικής των σλαβικών γλωσσών. Στοιχεία για την πρωτοσλαβική γλώσσα αντλούμε, πριν απ' όλα, μέσω της σύγκρισης των σλαβικών γλωσσών μεταξύ τους, όπως και μέσω της σύγκρισης τους με άλλες συγγενικές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. 
Τα φαινόμενα που παρατηρούνται σε διάφορες σλαβικές γλώσσες μπορεί να απεικονίζουν χαρακτηριστικά της αρχαίας σλαβικής, ιδίως μάλιστα αν αυτό επιβεβαιώνεται από ανάλογα φαινόμενα σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. 
Βοηθητικά δεδομένα για την πρωτοσλαβική γλώσσα μπορούμε να αντλήσουμε από λέξεις (κυρίως τοπωνύμια) που είναι δάνεια από και προς την πρωτοσλαβική, και μερικές φορές από στοιχεία που παρέχουν μνημεία άλλων λαών, για την ζωή των αρχαίων σλάβων. 
Φυσικά κάθε ανασύσταση μιας νεκρής γλώσσας, είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετική, σχηματική και ίσως αυθαίρετη, γιατί η ζωντανή γλώσσα, με τις άπειρες ιδιομορφίες της και την συνεχή μεταβολή της, οπωσδήποτε διαφέρει από ένα προϊόν γραφείου. 
Οι έρευνα της πρωτοσλαβικής γλώσσας απασχολεί την σλαβολογία σ' όλη την διάρκεια της ιστορίας της .


Η Παλαιοσλαβική

Μέχρι και τον 9ο αιώνα, οι διαλεκτικές διαφορές μεταξύ των Σλάβων που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές, δεν ήσαν τόσο μεγάλες ώστε να εμποδίζουν την μεταξύ τους συνεννόηση. Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει ο Ντιμίτρι Ομπολένσκη, 

«Τον 9ο αιώνα, τον καιρό της ιεραποστολής του Κυρίλλου και Μεθοδίου, 
τα σλαβικά ιδιώματα ήσαν ακόμα πολύ κοντά το ένα με το άλλο και οι διαφορές μεταξύ τους ήσαν πολύ λιγότερο αισθητές, 
από εκείνες που διαφοροποιούν μεταξύ τους τις σημερινές διαλέκτους της γερμανικής ή της ιταλικής. 
Οι Σλάβοι εκείνη την περίοδο είχαν ακόμη την συνείδηση ότι ομιλούν την ίδια γλώσσα» .

Το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, συγκεκριμένα το 862, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ' , μετά από πρόσκληση του ηγεμόνα του κράτους της «Μεγάλης Μοραβίας» Ροστισλάβ, ανέθεσε σε δύο έλληνες λογίους από την Θεσσαλονίκη, τους αδελφούς Κωνσταντίνο (μετέπειτα Κύριλλο)  και Μεθόδιο, το έργο της ιεραποστολής στην Μεγάλη Μοραβία, με την χρήση ιερών κειμένων γραμμένων σε γλώσσα κατανοητή από τους σλάβους κατοίκους εκείνης της περιοχής.

 Τα δύο αδέλφια γνώριζαν το νοτιοσλαβικό ιδίωμα που μιλούσαν οι Σλάβοι οι εγκατεστημένοι εκείνη την περίοδο στην περιοχή γύρω από την Θεσσαλονίκη και, με βάση αυτό το ιδίωμα της νότιας σλαβικής, 
ο Κωνσταντίνος επινόησε και μια γραφή κατάλληλη να αποδώσει τις φωνητικές ιδιαιτερότητες εκείνης της γλώσσας και μετέφρασε από τα ελληνικά, το Ευαγγέλιο και διάφορα λειτουργικά κείμενα, για τις ανάγκες του ιεραποστολικού του έργου.

Η γλώσσα που δημιούργησε και χρησιμοποίησε ο Κύριλλος και οι μαθητές του για τις ανάγκες του έργου τους, λέγεται παλαιοσλαβική .

 Η ονομασία «παλαιά εκκλησιαστική σλαβική», που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στην Ρωσία και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στην Αγγλία, Γερμανία, Πολωνία και, μερικώς, σε άλλες γλώσσες, δεν είναι απολύτως ακριβής, 
γιατί η παραπάνω σλαβική γραπτή γλώσσα δεν είχε αποκλειστικά εκκλησιαστική - λειτουργική χρήση, αλλά χρησιμοποιήθηκε και για την συγγραφή άλλων κειμένων, όπως νομικών και χρονογραφικών, πρωτοτύπων ή σε μετάφραση. 
Μερικές φορές, στην ελληνική βιβλιογραφία απαντάται και ως παλαιοσλαβονική, ή σλαβονική.

Η ονομασία της στην ίδια αυτή γλώσσα είναι: словЕньскьш дзмкъ, sloveniskyj jçzykü (σλαβονική γλώσσα). 
Στην σύγχρονη επιστήμη χρησιμοποιούνται οι παρακάτω όροι:
Παλαιοσλαβονική γραφή.
Αγγλικά: Old Slavic, Old Church Slavonic, Old Church Slavic, Old Bulgarian, 
Γαλλικά: vieux slave, vieux slave liturgique, 
Γερμανικά: Altkirchenslawisch, Altbulgarisch, 
Βουλγαρικά: старобългарски
Λευκορωσικά: старажмтнаславянская мова, 
Ουκρανικά: старословянська мова, 
Πολωνικά: staro-cerkiewno-stowiaûski, 
Ρωσικά: старославянский язмк, 
Σέρβο/Κροατικά: старо (црквено) словенски /staro (crkveno) slavenski, 
Σλοβακικά: (staro) sloviencina, 
Σλοβενικά: stara cerkvena slovanscina, 
Τσέχικα: staroslovënstina. 

Στην ΠΓΔΜ, για λόγους που ευκόλως εννοούνται, χρησιμοποιούν τον παραπλανητικό όρο старомакедонски.

Η γλώσσα του Κυρίλλου και Μεθοδίου είναι η πρώτη πρότυπη ή κανονική σλαβική γλώσσα και γνωρίζουμε την αρχή της, η οποία συμπίπτει με την εισαγωγή της γραφής για την απόδοση της. 

Η παλαιοσλαβική έγινε ακριβώς για πρώτη φορά, Πρότυπη γλώσσα, κοινή σε όλους τους σλάβους, η γλώσσα των μεταφράσεων των πρώτων ιερών βιβλίων. 


Δημιουργήθηκε με βάση την ομιλούμενη από τους Σλάβους γλώσσα στην ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης, ποτέ όμως δεν λειτούργησε ως όργανο προφορικής επικοινωνίας μεταξύ των σλαβικών λαών.

 Ήταν κατανοητή από όλους τους Σλάβους , αλλά ήταν μια γλώσσα αποκλειστικά γραπτή, λογοτεχνική. 

Έγινε για τις ανάγκες της χριστιανικής εκκλησίας και χρησιμοποιήθηκε από αυτήν, όπως η νεκρή λατινική από την καθολική εκκλησία, με την διαφορά ότι οι Σλάβοι την κατανοούσαν και έβλεπαν σ' αυτήν μια πιο πλούσια και καλλιεργημένη μορφή της γλώσσας που μιλούσαν, σε αντίθεση με τους Γερμανούς και άλλους λαούς της δυτικής Ευρώπης, όπου η «δημώδης λατινική» που χρησιμοποιείτο σε εκκλησιαστικά, χρονογραφικά, λογοτεχνικά και διοικητικά κείμενα, ήταν ακατανόητη από τον λαό. 
Η παλαιοσλαβική, όπως ήταν φυσικό, αφομοίωσε πολλές τοπικές ιδιομορφίες στην Μεγάλη Μοραβία, όπου αναπτύχθηκε το έργο των Κυρίλλου και Μεθοδίου, και, ως ένα βαθμό είναι τεχνητή γλώσσα. 

Για να αποδώσουν έννοιες ως τότε άγνωστες στους Σλάβους, οι Κύριλλος και Μεθόδιος, δημιουργούσαν νεολογισμούς χρησιμοποιώντας σλαβικά μορφώματα, καθώς και ελληνικά δάνεια, και εμπλούτισαν την νέα γλώσσα με εννοιολογικά, συντακτικά και υφολογικά στοιχεία από την ελληνική. 

Αυτή η γλώσσα παρέμεινε ως η γλώσσα του σλαβικού πολιτισμού γενικά, για εκατοντάδες χρόνια και σιγά-σιγά μεταμορφώθηκε σε γραπτή πρότυπη επεξεργασμένη γλώσσα, ένα είδος ιερής γλώσσας, κατάλληλης για ανώτερες μορφές πνευματικής δημιουργίας, όχι μόνο στον χώρο της λατρείας, αλλά και της επιστήμης και της λογοτεχνικής δημιουργίας των σλάβων, τόσο της πρωτότυπης, όσο και της μεταφρασμένης. 

Η διάδοση της, μαζί με τη διάδοση της γραφής, που ήταν συνδεδεμένη με την παλαιοσλαβική, από την Μοραβία και Παννονία, στη Βουλγαρία, Ρωσία και Σερβία, έδωσε το έναυσμα της ανάπτυξης των σλαβικών λογοτεχνιών και ως τελικό αποτέλεσμα είχε την διαμόρφωση των διαφόρων σλαβικών λογοτεχνικών γλωσσών. 

Κατά την εμφάνισή της η παλαιοσλαβική είχε χαρακτήρα διεθνούς γραπτής σλαβικής γλώσσας, εν χρήσει στην κοινότητα των δυτικών σλάβων (Τσέχοι, Μοραβοί, Σλοβάκοι) και εν μέρει στην Πολωνική γη. 
Μετά χρησιμοποιήθηκε από τους νοτίους σλάβους και λίγο αργότερα (από τον 10ο αιώνα) από τους ανατολικούς Σλάβους. 
Ο διεθνής ή μάλλον διασλαβικός χαρακτήρας της παλαιοσλαβικής, που διατηρήθηκε, σε γενικές γραμμές, μέχρι το 1100, μας οδηγεί στο να θεωρούμε τα έργα, μεταφρασμένα ή πρωτότυπα, που δημιουργήθηκαν σε διάφορες χώρες, από ανθρώπους που μιλούσαν διάφορα σλαβικά ιδιώματα στην καθημερινή τους ζωή, ως προϊόντα μιας ενιαίας, υπερεθνικής λογοτεχνίας. 

Σε όλες τις σλαβικές χώρες δημιουργήθηκε μια πολιτισμική κοινότητα μέσα στην οποία η κυκλοφορία έργων γραμμένων στην παλαιοσλαβική, αποτελούσε έναν ισχυρότατο παράγοντα πολιτισμικής ζύμωσης

Σ' αυτήν μετείχαν ενεργά λόγιοι από πολλές χώρες. 

Σπουδαία πολιτιστικά κέντρα διάδοσης και καλλιέργειας αυτής της υπερεθνικής προσπάθειας, αναδείχτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη, τον Άθω, την Αχρίδα, το Πρεσλάβ, την μονή Σάζαβα στην Βοημία και το Κίεβο . 


Η Διήγηση των περασμένων χρόνων,

Повесть временных лет

Η Διήγηση των περασμένων χρόνων, (ПовЕсть временшхъ лЕт), ένα σπουδαίο ρωσικό χρονικό του 12ου αιώνα, για το οποίο θα γίνει λόγος και παρακάτω, αναφέρει, στο έτος 6545 από κτίσεως κόσμου (1037), 
ότι ο ηγεμόνας του Κιέβου Γιαροσλάβ 

«αγαπούσε πολύ τους κληρικούς, ιδιαίτερα τους μοναχούς και την ανάγνωση βιβλίων, διαβάζοντας συχνά ολόκληρα μερόνυχτα. 
Και συγκέντρωσε πολλούς γραφείς, οι οποίοι τα μετέγραψαν από την ελληνική στην σλαβική γραφή. 
Και έγραψαν πολλά βιβλία και τα μελετούσαν. Οι πιστοί θα απολαύσουν τον θείο λόγο...
Ο πατέρας του, ο Βολοντομίρ, όργωσε την γή και την κατέστησε εύφορη, δηλαδή την καθάρισε με το βάπτισμα. Αυτός έσπειρε τους λόγους των βιβλίων στις καρδιές των πιστών, και εμείς θερίζουμε, αφού λάβαμε τις διδαχές από τα βιβλία» 


Ρούσκαγια Πράβντα
Παράλληλα με την παλαιοσλαβική, γράφτηκαν κείμενα και σε άλλες, τοπικές, σλαβικές γλώσσες σ' αυτό το διάστημα. 

Τον 11ο αιώνα στη Ρωσία, για την ιδιωτική αλληλογραφία και για κώδικες τοπικού δικαίου π.χ., όπως η «Ρούσκαγια Πράβντα», (Правда р0сьская, ρωσ. Русская Правда) χρησιμοποιήθηκε η ομιλούμενη τοπικά γλώσσα. 

Το ίδιο συνέβη και σε άλλες σλαβικές χώρες. 

Όμως η λόγια παλαιοσλαβική συνέπιπτε σε πολλά σημεία με τα τοπικά ιδιώματα και διατήρησε πολύ στενή σχέση μαζί τους, έτσι ώστε υπήρξε μια διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ τους, σε πρωτοφανή βαθμό. 

Αυτή η δυνατότητα αλληλεπίδρασης εξηγεί και την βαθειά και μόνιμη επήρεια που είχε σε όλες τις επί μέρους σλαβικές γλώσσες  .



Η εισαγωγή της γραφής.
Το κράτος της  Μοραβίας επί Μοιμίρ Α΄
Το κράτος της Μεγάλης Μοραβίας ήταν το πρώτο συγκροτημένο σλαβικό κράτος στην κεντρική Ευρώπη, κατά τον 9ο, μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα. Ιδρύθηκε από τον Μοϊμίρ Α' (Mojmir I), το 833, από την συνένωση δύο πριγκηπάτων, της Νίτρα και της Μοραβίας, και ήταν υποτελές στην Φραγκική Αυτοκρατορία και αργότερα, στο Ανατολικό Φραγκικό Κράτος (Γερμανία). 

Στην μέγιστη εξάπλωσή της η Μεγάλη Μοραβία περιλάμβανε εδάφη της σημερινής Τσεχίας, Σλοβακίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας και Αυστρίας, ο δε πληθυσμός της ήταν σλαβικός. Παρά την ονομαστική υποτέλεια στο Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο, με συνεχείς αγώνες εναντίον των Φράγκων διεκδικούσε την ανεξαρτησία της, μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα, οπότε καταλύθηκε ως κράτος από τις εισβολές των νομάδων Μαγυάρων (Ούγγρων). 

Η πρόσκληση που απηύθυνε ο Ροστισλάβ Α' στον Μιχαήλ Γ', να αποστείλει ιεραποστόλους για τον εκχριστιανισμό των υπηκόων του, ήταν αποτέλεσμα λεπτών διπλωματικών υπολογισμών εκ μέρους του, και η αποδοχή της πρότασης από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα αποτελούσε επίσης έναν λαμπρό ελιγμό στην σκακιέρα του συσχετισμού δυνάμεων στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας, που έμελλε να έχει πολύ βαθύτερες και διαρκείς συνέπειες για ολόκληρο τον σλαβικό κόσμο, συνέπειες που επιβίωσαν όχι μόνον του βραχύβιου βασιλείου της Μεγάλης Μοραβίας, αλλά και της ίδιας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εκκλησιαστικώς η Μοραβία ανήκε στην δικαιοδοσία του Πάπα και συγκεκριμένα στην Αρχιεπισκοπή του Ζάλτσμπουργκ (Salzburg) και την επισκοπή του Πασσάου (Passau), που την διοικούσαν γερμανοί επίσκοποι. 

Η λειτουργία ακολουθούσε τον τύπο της καθολικής εκκλησίας και τελούνταν στην λατινική γλώσσα, ακατανόητη από το σλαβόφωνο ποίμνιο. 
Οι Γερμανοί επίσκοποι δρούσαν ως εκπρόσωποι των φραγκικών συμφερόντων και η απεξάρτηση από την επιρροή τους ήταν ζήτημα υπάρξεως για το νεοσύστατο σλαβικό κράτος. 

Επίσης, ο Γερμανός Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Γερμανικός, μετά από αποτυχημένες προσπάθειες  να κατακτήσει την Μοραβία, συνήψε το 860 συμμαχία με τον Βούλγαρο Βασιλιά Βόρι, που είχε ως σκοπό την στρατιωτική περικύκλωση της, αφού συνόρευε με την Βουλγαρία προς νότο. 

Αντίστοιχα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τον βουλγαρικό κίνδυνο στα βόρεια σύνορά της και η συμμαχία της Βουλγαρίας με τον Γερμανό Βασιλιά ενίσχυε την απειλή. 

Έτσι, ένας σύμμαχος στα νώτα του βουλγαρικού βασιλείου και μεταξύ Βουλγάρων και Φράγκων (Γερμανών), ήταν περισσότερο από ευπρόσδεκτος. 

Η στιγμή επίσης ήταν ευνοϊκή: Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά τις δύσκολες στιγμές που πέρασε κατά τον 7ο και 8ο αιώνες και την εικονοκλαστική έριδα, ήδη, από τα μέσα του 9ου αιώνα βρισκόταν σε πορεία πολιτικής ανασυγκρότησης και πολιτιστικής ανάπτυξης, που κορυφώθηκε κατά την δεκαετία του 860 . 

Από την άλλη πλευρά, για να μπορέσει ο Ροστισλάβ να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη από τους Φράγκους, μοραβική εκκλησία, που θα αποτελούσε τον κυριότερο πυλώνα της πολιτικής ανεξαρτησίας του κράτους του, ζήτησε από τον Μιχαήλ Γ', την αποστολή ιεραποστόλων που θα διέδιδαν τον χριστιανισμό στην σλαβική γλώσσα, ώστε να καταστεί δυνατός ο εκχριστιανισμός του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και ο σχηματισμός εθνικού μοραβικού κλήρου. 
Η εκλογή των αδελφών Κωνσταντίνου και Μεθοδίου για το έργο αυτό, ήταν η ευτυχέστερη που μπορούσε να κάνει ο Αυτοκράτορας.


Οι αδελφοί Κωνσταντίνος και Μεθόδιος 
ήσαν δυο ικανότατοι και διακεκριμένοι Έλληνες λόγιοι από την Θεσσαλονίκη , 
με οικογενειακή παράδοση στην βυζαντινή διοίκηση. 

Ο πατέρας τους, Λέων, έφερε τον στρατιωτικό βαθμό του «δρουγγαρίου». 

Και οι δύο γνώριζαν καλά το νοτιοσλαβικό ιδίωμα που μιλούσαν οι σλαβικές φυλές στην ενδοχώρα της πόλης τους. 

Την εποχή εκείνη, η Θεσσαλονίκη ήταν «μια πόλη λαμπρή στα γράμματα, που, συγχρόνως, λόγω της ζωντανής επικοινωνίας με τις σλαβικές φυλές που κατοικούσαν στα περίχωρά της, παρείχε την ευκαιρία της γνωριμίας με την γλώσσα και τα ήθη τους». 

Η κατάσταση που επικρατούσε εκεί, μετά τις σλαβικές επιδρομές στην Β. Ελλάδα, κατά τους 6ο και 7ο αιώνα και τον εν συνεχεία εκχριστιανισμό των σλαβικών φυλών και την ειρηνική εγκατάστασή τους στην ενδοχώρα, παρομοιάζεται με την κατάσταση που επικρατούσε στην Καρινθία κατά τον 19ο αιώνα: ενώ οι πόλεις, κατοικούνταν από γερμανικό αστικό πληθυσμό, που γνώριζαν το σλαβικό ιδίωμα, στα περίχωρα, ο αγροτικός πληθυσμός ήταν κατά βάση σλαβόφωνος.

Έτσι και στη Θεσσαλονίκη, ο αστικός πληθυσμός ήταν καθαρά ελληνικός, που γνώριζε όμως την γλώσσα των Σλάβων σε μεγάλη έκταση, λόγω της συχνής επικοινωνίας του με τους κατοίκους της υπαίθρου. 
Αυτό μάλιστα βάρυνε και στην εκλογή των δύο αδελφών για την αποστολή στην Μοραβία, σύμφωνα με τα όσα φέρεται να είπε στον Μεθόδιο ο Μιχαήλ:
 «Σεις λοιπόν είστε Θεσσαλονικείς και όλοι οι Θεσσαλονικείς ομιλούν συχνά (ή ευκρινώς) τη Σλαβική»  

Ο Μεθόδιος φαίνεται ότι κατείχε, για ένα διάστημα, πριν καρεί μοναχός, υψηλό διοικητικό αξίωμα - πιθανόν «άρχων» - σε κάποια από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας με ισχυρό σλαβόφωνο στοιχείο  . 

Το γεγονός μάλιστα αυτό, σύμφωνα με τον παλαιοσλαβικό Βίο του Μεθοδίου, του έδωσε την ευκαιρία «να γνωρίσει όλες τις συνήθειες των Σλάβων και να εξοικειωθεί σιγά -σιγά» .

Ο Κωνσταντίνος, διακεκριμένος λόγιος, μαθητής, κατά πάσα πιθανότητα, του Λέοντος του Φιλοσόφου και φίλος του Φωτίου, από το 850 περίπου, δίδασκε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. 

Λόγω των ικανοτήτων του και της γνώσεων του στις ξένες γλώσσες (γνώριζε, εκτός της αρχαίας ελληνικής και της σλαβικής, λατινικά, εβραϊκά, αραβικά), συμμετείχε σε διπλωματικές αποστολές στους Αραβες και τους Χαζάρους (για τις ανάγκες της τελευταίας αποστολής του, έμαθε και την γλώσσα των Χαζάρων, παραμένοντας για ένα χρονικό διάστημα στην Κριμαία). 

Εν όψει της ιεραποστολής στην Μοραβία, ο Κωνσταντίνος έπρεπε να μεταφράσει ιερά και λατρευτικά κείμενα στην γλώσσα των σλάβων, αλλά και να επινοήσει ένα αλφάβητο ικανό να αποδώσει τους φθόγγους της γλώσσας αυτής.

 Η επιτυχία με την οποία έφερε σε πέρας αυτό το έργο, απέδειξε ότι ήταν μεγάλος γλωσσολόγος. 

Το έργο που άρχισε στην Μοραβία το 863, μαζί με τον αδελφό του, είχε μεγάλη επιτυχία και προξένησε την αντιπαλότητα των Γερμανών επισκόπων, που αντιμετώπιζαν μείωση της επιρροής τους. 

Κατηγόρησαν λοιπόν τα δύο αδέλφια ως παραβάτες του δόγματος της τριγλωσσίας, δηλαδή του δόγματος της καθολικής εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο τα ιερά κείμενα επιτρεπόταν να είναι γραμμένα μόνο σε τρεις γλώσσες: 
ελληνικά, 
λατινικά και
 εβραϊκά (τις γλώσσες δηλαδή της επιγραφής στον σταυρό, κατά την Σταύρωση του Ιησού).

 Όμως, οι φιλοδοξίες των γερμανών επισκόπων κίνησαν την υποψία του Πάπα Νικολάου Α', κι έτσι αποφάσισε να στηρίξει τις προσπάθειες των δύο αδελφών, οι οποίοι άλλωστε δεν αμφισβητούσαν την εκκλησιαστική υπαγωγή της Μοραβίας στην δικαιοδοσία του, και τους προσκάλεσε στην Ρώμη το 867. 
Δυστυχώς δεν πρόλαβε να τους δεχθεί, γιατί απέθανε τον Δεκέμβριο του 867. 
Όταν οι αδελφοί έφτασαν στην Ρώμη, τον χειμώνα του 867-868, τους υποδέχτηκε ο νέος Πάπας, Αδριανός Β', ο οποίος, με πολιτική οξυδέρκεια, υποστήριξε πλήρως το έργο των αδελφών και εξέδωσε βούλα, με την οποία ενέκρινε την χρήση της σλαβικής γλώσσας στην λατρεία. 

Ο Κωνσταντίνος (που λίγο πριν από τον θάνατό του εκάρη μοναχός παίρνοντας το όνομα Κύριλλος), πέθανε στην Ρώμη το 869.

Ο Πάπας, επιθυμώντας να εδραιώσει την κυριαρχία του στην περιοχή η οποία από παλιά ανήκε στην εκκλησία της Ρώμης, αλλά κινδύνευε να περιέλθει στην δικαιοδοσία της ανατολικής εκκλησίας, ή στην απειλητικά αυξανόμενη δύναμη των Γερμανών επισκόπων, διόρισε τον Μεθόδιο Αρχιεπίσκοπο Παννονίας, με έδρα στο Σίρμιο, και δικαιοδοσία στην Παννονία, Μοραβία, Σλοβακία και μέρος της Κροατίας και τον ενθάρρυνε στο έργο του  .

Το 870 ο Ραστιβλάβ έπεσε στα χέρια του Λουδοβίκου του Γερμανικού, ο οποίος τον τύφλωσε και τον περιόρισε σε μοναστήρι. 

Αντικαταστάθηκε από τον ανεψιό του Σβατοπλούκ (υπό τις ευλογίες και με την βοήθεια των Φράγκων) και η προσέγγιση του τελευταίου με τον γερμανικό κλήρο, είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψη και φυλάκιση του Μεθοδίου, μέχρι το 873, οπότε τον απελευθέρωσε ο διάδοχος του Αδριανού, Πάπας Ιωάννης Η'. 

Και, παρά το γεγονός ότι ο Ιωάννης Η' υπερασπίστηκε την σλαβική λειτουργία σε μια επιστολή του στον Σβατοπλούκ το 880, η έδρα της Ρώμης έκρινε πως δεν είχε πλέον συμφέρον να διακινδυνεύει την σύγκρουση με τους Φράγκους γι' αυτό το θέμα. 
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η' (882), απαγορεύτηκε η σλαβική λειτουργία και τα βιβλία που ήταν γραμμένα στην παλαιοσλαβική κάηκαν.

Ο Μεθόδιος, πικραμένος συνέχισε το έργο της μεταφράσεως κειμένων στην σλαβική γλώσσα, συνεπικουρούμενος από πλειάδα μαθητών του, μέχρι τον θάνατό του, το 885. 
Οι περισσότεροι μαθητές του, μετά τον θάνατό του διωκόμενοι από τους Φράγκους κατέφυγαν στο Βυζάντιο καθώς και, κυρίως, στην Βουλγαρία, αλλά και την Σερβία, πιθανόν και ανατολικότερα. Η μεγάλη Μοραβία ως κρατική οντότητα διαλύθηκε το 906, από την επιδρομή των Μαγυάρων (Ούγγρων).

Η εκκλησία μας τίμησε τους αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο ως Ισαποστόλους και η μνήμη τους τιμάται στις 11 Μαΐου. 

Επίσης, οι «άγιοι επτάριθμοι, φωτισταί της Βουλγαρίας και Δαλματίας», (δηλαδή οι Κύριλλος, Μεθόδιος και οι μαθητές τους Κλήμης, Ναούμ, Γοράσδων (Gorazd), Αγγελάριος και Σάββας), τιμώνται από την Ορθόδοξη Εκκλησία με ιδιαίτερη ακολουθία, στις 26 Νοεμβρίου  .


Παλαιότερες σλαβικές γραφές.

Απόπειρες για γραπτή απόδοση της σλαβικής γλώσσας είχαν ήδη γίνει παλαιότερα, τόσο με βάση το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τους ιεραποστόλους της καθολικής εκκλησίας στην περιοχή των δυτικών σλάβων, όσο και, όπως προκύπτει από τα αποδιδόμενα στον ίδιο τον Μιχαήλ Γ', από τους βυζαντινούς, με βάση το ελληνικό αλφάβητο, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. 

Ο Βούλγαρος μοναχός Χραμπρ (Чръноризьць Храбръ, επί λέξει ο μαυροφόρος Χραμπρ), στο έργο του Περί γραμμάτων, (О писменьхъ), γραμμένο γύρω στο 900, μας πληροφορεί: 

«1. Όσο ήσαν ειδωλολάτρες οι Σλάβοι δεν είχαν δικά τους γράμματα, αλλά διάβαζαν και μάντευαν μέσω χαραγμάτων και γραφημάτων (чръти и рЕзь

2. Μετά την βάπτισή τους προσπάθησαν να γράψουν την σλαβική ομιλία με ρωμαϊκά και ελληνικά γράμματα, χωρίς τάξη. 
Αλλά, πώς μπορείς να γράψεις καλά με ελληνικά γράμματα: «Бог» (Θεός), είτε «живот» (ζωή), είτε «зЕлю» (πολύ), είτε «црьш» (εκκλησία), είτε «чаание» (προσδοκία), είτε «широта» (πλάτος), είτε «°дь» (βρώση), είτε «жд» (πάθος), είτε «юность» (νεότητα), είτε «дзь1к» (γλώσσα) και άλλα παρόμοια με αυτά; Έτσι ήταν για πολλά χρόνια. 

3. Μετά δε, ο φιλάνθρωπος Θεός που κυβερνά τα πάντα, και δεν αφήνει το αθρώπινο γένος χωρίς γνώσεις, αλλά τους οδηγεί όλους στη γνώση και την σωτηρία, ελέησε το γένος των σλάβων και τους έστειλε τον Άγιο Κωνσταντίνο τον Φιλόσοφο, τον αποκληθέντα Κύριλλο, άνθρωπο σπουδασμένο και δίκαιο. Και δημιούργησε για εκείνους τριάντα και οκτώ γράμματα, μερικά όμοια με τα ελληνικά, και άλλα ταιριαστά στη σλαβική ομιλία 

4. Αυτά είναι τα σλαβικά γράμματα και έτσι πρέπει να γράφονται και να προφέρονται: 4,Β,Γ,έως το 0. Από αυτά τα 24 μοιάζουν με ελληνικά γράμματα, δηλαδή À, В, Γ, Д, Е, I, ê, Λ, Μ, Η, Ο, Π, ρ, C, Τ, ό, Φ, X, 8, και —, 6, 9 και τα 14 (αντιστοιχούν) στη σλαβική ομιλία και αυτά είναι Б, Æ, S, Ц, 4, Ш, ύ, 0ϋ, Μϋ, ϋ,^, 1, Ю, 0^  Για την χρήση κάποιου είδους γραφής από τους Σλάβους στα τέλη του 10ου αιώνα και στις αρχές του 11ου, μας πληροφορεί και ο Γερμανός Επίσκοπος του Merseburg Thietmar (Thietmarus Merseburgensis, 975- 1018), ο οποίος, περιγράφοντας έναν ειδωλολατρικό σλαβικό ναό στο γερμανικό νησί Rügen, αναφέρει ότι τα ξύλινα είδωλα στο εσωτερικό του, έφεραν γραμμένα τα ονόματά τους , χωρίς όμως να διευκρινίζει το είδος της γραφής.



Γλαγολικό αλφάβητο.
Γλαγολικό Ευαγγέλιο.
Τα αρχαιότερα μνημεία της σλαβικής είναι γραμμένα με δύο αλφάβητα. 

Το γλαγολικό (ή γλαγολιτικό)   και 
το κυριλλικό. 

Σήμερα πιστεύουμε ότι το γλαγολικό είναι αρχαιότερο και είναι αυτό ακριβώς που δημιουργήθηκε από τον Κύριλλο . Η ιδιομορφία του γλαγολικού αλφαβήτου δεν του επιτρέπει να συνδεθεί με κανένα από τα γνωστά εκείνη την εποχή αλφάβητα, όπως με την ελληνική μικρογράμματη γραφή, όπως υποθέτουν κάποιοι.


Γλαγολικό αλφάβητο


Η κυριλλική αντίθετα, είναι στην ουσία ελληνικό αλφάβητο με συμπληρωματικά σημεία για την απόδοση των σλαβικών ήχων, που δεν υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα, ενώ υπάρχουν και μερικά γράμματα άχρηστα για την σλαβική γλώσσα, όπως το Θ (F), το Ξ (X), και το Ψ (P).

Τα προτερήματα της γλαγολικής γραφής είναι πολλά, σε σύγκριση με την κυριλλική: 
Είναι πιο εντυπωσιακή και πρωτότυπη. 
Ο αριθμός των γραμμάτων αντιστοιχεί σχεδόν με ακρίβεια στον αριθμό των φθόγγων της παλαιοσλαβικής γλώσσας. 

Με άλλα λόγια οι δημιουργοί της γλαγολικής ερεύνησαν σε βάθος την σλαβική φωνητική και βάσει αυτής δημιούργησαν γραφή κατάλληλη γι' αυτήν ακριβώς την γλώσσα. 

Τα γράμματα της γλαγολικής δεν προήλθαν από άλλο αλφάβητο (όπως τα κυριλλικά από την ελληνική), αλλά είναι πρωτότυπα δημιουργήματα. 
Ο θρησκευτικός χαρακτήρας και η πρόθεση του δημιουργού της γλαγολικής να χρησιμοποιηθεί η γραφή για την αποτύπωση του Θείου Λόγου είναι εμφανής: το πρώτο γράμμα «ΑΖ», στην μορφή θυμίζει σταυρό. 
Ο σχεδιασμός πολλών άλλων γραμμάτων επίσης βασίζονται σχεδιαστικά στον σταυρό, το τρίγωνο (πιθανόν σύμβολο της τριάδος) και τον κύκλο (πιθανόν σύμβολο της αιωνιότητας, του απείρου και της πληρότητας του Θεού).

Τα αρχαιότερα σωζόμενα σλαβικά χειρόγραφα, γραμμένα με γλαγολική γραφή, είναι:

1) Τα «φύλλα του Κιέβου» του 10ου αιώνα. Πιθανόν προέρχεται από τα δυτικά εδάφη των Σλάβων, την Μοραβία, όπου εργάστηκαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος. Αποτελείται από επτά φύλλα περγαμηνής και περιέχει απόσπασμα της καθολικής λειτουργίας. Ανακαλύφθηκε από τον Ι. Ι. Σρεζνιέβσκη, το 1879, στην Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Εκδόθηκαν από τον Ι. Β. Γ ιάγκιτς, το 1900.

2) Τα αποσπάσματα της Πράγας, που περιέχονται σε 2 φύλλα περγαμηνής, με ψαλμούς κατά το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας. Ανακαλύφθηκαν το 1855 στην Πράγα, δεμένα μαζί με ένα λατινικό χειρόγραφο. Τα κατατάσσουν τον 10ο ή 11ο αιώνα.

3) Το Τετραβάγγελο του Ζωγράφου, (Codex Zographensis), που ονομάστηκε έτσι γιατί βρέθηκε το 1843, στην Μονή Ζωγράφου στο Άγιον Όρος. Περιέχει τα Ευαγγέλια κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκά και κατά Ιωάννην. Αποτελείται από 304 φύλλα. Από τις ιδιαιτερότητες της γλώσσας, πιθανή είναι η χρονολόγησή του στον 11ο αιώνα. Βρίσκεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη Σαλτικώφ-Σεντρίν, στην Αγία Πετρούπολη.

4) Το Ευαγγέλιο της Μαρίας (Мариинское Евангелие). Περιέχει τα τέσσερα Ευαγγέλια. Προέρχεται από το Άγιον Όρος. Το 1845 το έφερε στην Ρωσία ο Ρώσος σλαβιστής Βίκτωρ Ιβάνοβιτς Γκρηγκορόβιτς, τώρα δε φυλάσσεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη Λένιν της Μόσχας. Εκδόθηκε το 1883 από τον Β. Γιάγκιτς, στην Αγ. Πετρούπολη. Χρονολογείται γλωσσικά στον 11ο αιώνα.

5) Το Ευαγγέλιο του Ασσεμάνι, που βρίσκεται στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Περιέχει 158 φύλλα και χρονολογείται στον 11ο αιώνα. Το έφερε από τα Ιεροσόλυμα τον 18ο αιώνα ο ασιανολόγος Ασσεμάνι.

6) Η συλλογή του Κλοτς. Είναι απόσπασμα συλλογής εκκλησιαστικών διδαχών, που αποτελείται από 12 φύλλα. Ανακαλύφθηκε στην βιβλιοθήκη του κόμητος Κλοτς, Αργότερα βρέθηκαν άλλα δύο φύλλα. Εκδόθηκε από τον φον Ντρακ το 1893, στην Πράγα. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

7) Το Ψαλτήριον του Σινά. Αποτελείται από 177 φύλλα και φυλάσσεται στην Μονή Σινά. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

8) Το Τυπικόν του Σινά. Αποτελείται από 107 φύλλα, του 11ου αιώνα και φυλάσσεται επίσης στην Μονή του Σινά.

9) Τα φύλλα της Οχρίδας (ένα φύλλο και το μισό του επόμενου). Τα ανακάλυψε ο Β. Ι. Γκρηγκορόβιτς.

Εκτός από τα χειρόγραφα στην γλαγολική γραφή υπάρχουν και λίγες επιγραφές. 

Οι σημαντικότερες βρίσκονται στην Βουλγαρία:

1) Οι αρχαιότερες επιγραφές μέχρι σήμερα ανακαλύφθηκαν την δεκαετία 1920-30 από τους Βουλγάρους επιστήμονες Κ. Μιγιάτεφ και Ι. Γκόσεφ σε τοίχους και κεραμικές πλίνθους εκκλησίας του Βούλγαρου Βασιλιά Συμεών (893-927), στην παλιά πρωτεύουσα της Βουλγαρίας Πρέσλαβ. Οι επιγραφές είναι γραμμένες εν μέρει με γλαγολικό και εν μέρει με κυριλλικό αλφάβητο. Σύμφωνα με τον Ε. Γκεόργκιεφ, τον κορυφαίο ειδικό στην παλαιοσλαβική γραφή, χρονολογούνται στο 893.

2) Η αρχή του γλαγολικού αλφαβήτου, χαραγμένη σε ξηρό ασβεστοκονίαμα στην εκκλησία του Πρέσλαβ, που αποδίδεται στον 10ο αιώνα.

3) Ο Μπ. Φούτσιτς, συγκέντρωσε και δημοσίευσε τις διατηρημένες γλαγολικές επιγραφές του 11ου αιώνα στην Κροατία.

4) Στο μεταίχμιο μεταξύ του 11ου και 12ου αιώνα, ανήκει μια πλάκα (Bascanska ploca) στην οποία ο ηγούμενος της Ντρζίχα, μας πληροφορεί για την δωρεά του Κροάτη Βασιλιά Σβονιμίρ και την έναρξη της ανοικοδόμησης του Ναού της Αγίας Λουκίας (Sveta Lucija), στη νήσο Krk. Σήμερα βρίσκεται στο Ζάγκρεμπ, στην Κροατική Ακαδημία επιστημών και Τεχνών.

Το πιθανότερο είναι ότι το γλαγολικό αλφάβητο οφείλεται στην έμπνευση του δημιουργού του και δεν προέρχεται αμέσως από κάποιο αρχαιότερο αλφάβητο. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι ο Κύριλλος ήταν ο δημιουργός της γλαγολικής γραφής, που έγινε αρχικά γνωστή στους μαθητές του με την ονομασία «κυριλλική».

Αργότερα, στην Βουλγαρία, κάποιος από τους μαθητές του Μεθοδίου δημιούργησε την κυριλλική αλφάβητο, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, στην οποία μεταφέρθηκε η ονομασία της αρχικής
αλφαβήτου.

Το 893, σε γενική συνέλευση που συγκάλεσε ο Βόρις, πρώην βασιλιάς της Βουλγαρίας, μετά την σύλληψη και τύφλωση του γιού του Βλαδίμηρου, και την ανάρρηση στο θρόνο του τριτότοκου γιού του Συμεών, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η επιβολή ως επίσημης, της κυριλλικής γραφής. 

Στην Μακεδονία εναντιώθηκαν στην κυριλλική γραφή οι παλαιότεροι μαθητές των Θεσσαλονικέων αδελφών. Ίσως, επειδή αντιμετώπιζαν την γλαγολική ως ιερό αλφάβητο, αφού ήταν έργο των πρώτων διδασκάλων. 
Η Γλαγολική επέζησε για περισσότερο χρόνο στην (σημερινή) Κροατία και Σλοβενία, όπου χρησιμοποιήθηκε στην εκκλησία ως τα τέλη του 19ου / αρχές του 20ου αιώνα. 
Μέχρι το 1927 χρησιμοποιούνταν Μηναία τυπωμένα με γλαγολικούς χαρακτήρες στις παραπάνω περιοχές  
Οι ανατολικοί σλάβοι, ήδη τον 12ο αιώνα, έπαψαν να χρησιμοποιούν την γλαγολική, χάριν της κυριλλικής.

 Οι παλιοί ρώσοι Λόγιοι μερικές φορές χρησιμοποιούσαν γλαγολικά γράμματα, για κρυπτογραφικούς λόγους.


Κυριλλικό αλφάβητο του 10ου αιώνα.



 Κυριλλικό αλφάβητο.

Παλαιό Κυριλλικό αλφάβητο

Από το αρχικό κυριλλικό αλφάβητο προήλθαν τα σύγχρονα κυριλλικά αλφάβητα, τα οποία χρησιμοποιούνται από τους ανατολικούς και νότιους Σλάβους (ρωσικό, λευκορωσικό, ουκρανικό, σερβικό και βουλγαρικό), με διάφορες απλοποιήσεις, προσαρμογές και προσθήκες, ώστε να εξυπηρετούν την ακριβή απόδοση των ήχων στις αντίστοιχες γλώσσες. 

Επίσης από το κυριλλικό αλφάβητο προήλθαν διάφορα αλφάβητα που χρησιμοποιούνται για την απόδοση μη σλαβικών γλωσσών διαφόρων εθνοτήτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (πάνω από 50).

Οι δυτικοί Σλάβοι, καθώς και οι Κροάτες και Σλοβένοι, οι οποίοι ακολούθησαν τον καθολικισμό, για την απόδοση της γλώσσας τους χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, τροποποιημένο έτσι ώστε να αποδίδει τις ιδιαιτερότητες των γλωσσών τους (πολωνικά, τσεχικά, σλοβακικά, σλοβενικά, σερβοκροατικά κλπ.).

Στην κυριλλική γραφή διασώθηκαν περισσότερα μνημεία, χειρόγραφα και επιγραφικά. Αναφέρουμε τα παλαιότερα από αυτά.

Χειρόγραφα:

1) Το «βιβλίο του Σάββα». Πρόκειται για Ευαγγελιστάριον, δηλαδή βιβλίο που περιέχει περικοπές του Ευαγγελίου, γραμμένες σε 129 φύλλα, κατά την σειρά των αναγνωσμάτων της Κυριακής . Το όνομα του το πήρε από τα σχόλια που υπάρχουν στο χειρόγραφο δύο φορές, στα φύλλα 49 και 54, όπου, σε ένα από αυτά, αναφέρεται «Ο παπά-Σάββας ψάλλει» (попъ сава ψалъ). Το βιβλίο του Σάββα βρέθηκε από τον Ι.Ι. Σρεζνιέβσκη και φυλάσσεται στο Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Αρχαίων Πράξεων, στη Μόσχα. Χρονολογείται στον 11ο αιώνα.

2) Το χειρόγραφο του Σουπράλσκ. Βρέθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στο μοναστήρι του Σουπράλσκ, κοντά στο Μπελοστόκ, από τον καθηγητή Μπομπόβσκη. Είναι μηναίον του μηνός Μαρτίου, δηλαδή περιέχει βίους Αγίων κατά την ημέραν της μνήμης τους, καθώς και ομιλίες του Χρυσοστόμου κ.α.. Αποτελείται από 285 φύλλα, που τώρα βρίσκονται διασκορπισμένα σε βιβλιοθήκες της Βαρσοβίας, της Λιουμπλιάνας και της Αγ. Πετρούπολης.

3) Ο «απόστολος του Γιένινα». Πρόκειται για το παλαιότερο από τα χειρόγραφα και περιέχει στοιχεία από τις Πράξεις των Αποστόλων και κηρύγματα. Βρέθηκε το 1960, κατά την ανακαίνιση του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Γιένινα της Βουλγαρίας. Χρονολογείται τον 11ο αιώνα και αποτελείται από 39, άσχημα διατηρημένα φύλλα περγαμηνής. Πρόκειται για μεταγραφή από γλαγολικό πρωτότυπο, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι παρεισφρέουν στο κείμενο και γλαγολικά γράμματα. Φυλάσσεται στην Λαϊκή Βιβλιοθήκη της Σόφιας.

4) Το Ευαγγέλιο του Οστρομίρ. Είναι από τα ελάχιστα μνημεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Στον επίλογο ο αντιγραφέας, ο Διάκονος Γρηγόριος, μας πληροφορεί ότι άρχισε να γράφει αυτό το Ευαγγέλιο στις 21 Οκτωβρίου 6564 (1056) και το τελείωσε στις 12 Μαΐου 6565 (1057), για λογαριασμό του δημάρχου (посадник) του Νόβγκοροντ, Οστρομίρ. Το χειρόγραφο είναι θαυμάσια διατηρημένο. Είναι Ευαγγελιστάριον, αντίγραφο από βουλγαρικό πρωτότυπο. Αποτελείται από 294 φύλλα, διακοσμημένα με πολυάριθμα έγχρωμα διακοσμητικά σχέδια. Φυλάσσεται στην Βιβλιοθήκη Μ.Ε. Σαλτικώφ-Σεντρίν, στην Αγία Πετρούπολη.

Οι κυριλλικές επιγραφές είναι περισσότερες από τις γλαγολικές:

1) Για πολύ καιρό αρχαιότερη εθεωρείτο η επιγραφή του βούλγαρου βασιλιά Σαμουήλ, γραμμένη σε επιτύμβιο λίθο, για τους συγγενείς του, το 993. Η επιγραφή βρέθηκε το 1888, στον Αγιο Γερμανό, στις Πρέσπες, (σήμερα στην Ελλάδα) και φυλάσσεται στην Σόφια.

2) Το 1950, κοντά στο χωριό Μίρτσια Βόντα της Ρουμανίας, ανακαλύφθηκε η «επιγραφή της Δοβρουτσάς», του 943. Σ' αυτήν την σύντομη επιγραφή, που περιλαμβάνει τέσσερις σειρές, οι δύο κάτω σειρές και μερικά γράμματα από τις πάνω σειρές είναι δυσανάγνωστα. Στην πρώτη σειρά διακρίνεται η λέξη гьрьчЕхъ (έλληνες). Στην δεύτερη σειρά, διαβάζεται ευκρινώς лЕто ÇYNA (έτος 6451 από κτίσεως κόσμου), δηλαδή 943.

3) Το 1977, ο Κ. Κωνσταντίνωφ δημοσίευσε επιγραφή που βρέθηκε στον Ναό του χωριού Κρέπτσα, στη Βουλγαρία. Στην επιγραφή αναφέρεται ότι τον Οκτώβριο του έτους 6430 από κτίσεως κόσμου (-5508 = 922), απέθανε ο δούλος του Θεού Αντώνιος. Αυτή, προς το παρόν, είναι η αρχαιότερη χρονολογημένη επιγραφή.

4) Αρχαιότερη επιγραφή σε ρωσικό έδαφος, πρέπει να θεωρηθεί επιγραφή πάνω σε αγγείο τύπου αμφορέα, που βρέθηκε σε τάφο πολεμιστή σε τύμβο (κουργκάν), στο Γκνιέζντοβο, κοντά στο Σμολένσκ. Χρονολογείται το πρώτο τέταρτο του 10ου αιώνα. Περιλαμβάνει μία λέξη: горушна ή горухша. Αυτό μπορεί να είναι κύριο όνομα, ή να υποδηλώνει το περιεχόμενο του αγγείου: «[σπόρος από] σινάπι».

Εκτός από τις παραπάνω, βρέθηκαν και πολλές άλλες επιγραφές σε όλες τις σλαβόφωνες περιοχές, γραμμένες, εκτός από πλάκες ή τείχους και σε διάφορα αντικείμενα καθημερινής χρήσεως.



Η εκκλησιαστική σλαβική.

Οι μαθητές των αποστόλων των Σλάβων, Κυρίλλου και Μεθοδίου, όταν διώχτηκαν από την Μοραβία, βρήκαν, όπως είδαμε, καταφύγιο στην Βουλγαρία, Σερβία, καθώς και στο Βυζάντιο, κυρίως στον Άθω. Εκεί συνέχισαν την παραγωγή έργων σύμφωνα με την παράδοση των δασκάλων. Όμως, όπως ήταν φυσικό, η παλαιοσλαβική την οποία χρησιμοποιούσαν, αφομοίωσε, με την πάροδο του χρόνου, πολλές τοπικές ιδιαιτερότητες. Έτσι, από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα, κάτω από την επιρροή των ζωντανών σλαβικών γλωσσών, σχηματίζονται εθνικές εκδοχές της παλαιοσλαβικής. Η γλώσσα των μνημείων αυτής της εποχής, ονομάζεται εκκλησιαστική σλαβική (σε βουλγαρική, ρωσική, σερβική κλπ εκδοχή).


α) Βουλγαρική εκκλησιαστική.

Η διαλεκτική διαφοροποίηση στα κείμενα της παλαιοσλαβικής που συντάχτηκαν στην Βουλγαρία, γίνεται αισθητή τον 12ο αιώνα, με φαινόμενα όπως η εναλλαγή των ρινικών φωνηέντων. Τον 14ο αιώνα τα κείμενα που είχαν παραχθεί ως τότε υπέστησαν αναθεώρηση και διόρθωση προς την κατεύθυνση της «κάθαρσης», ενοποίησης της ορθογραφίας και επιστροφής στην παράδοση, έργο κυρίως του Ευθυμίου του Ταρνόβου (Търново). Μεγάλο ρόλο στην κατεύθυνση αυτή έπαιξαν και τα σλαβικά μοναστήρια του Άθωνα. Η προσπάθεια αυτή πήρε τέλος από την προώθηση των Οθωμανών Τούρκων στα Βαλκάνια και την υποδούλωση των Βουλγάρων.


β) Σερβική εκκλησιαστική.

Στην Σερβία η εκκλησιαστική επηρεάστηκε από την διάλεκτο στόκαβσκι (βλ. παρακάτω). Όπως στην Βουλγαρία, έτσι και εδώ, τον 14ο- 15ο είχαμε μια προσπάθεια αποκατάστασης της γλώσσας, σύμφωνα με τα πρότυπα της παλαιοσλαβικής, κυρίως με το έργο του Κωνσταντίνου του Κόστενετς (Константин Костенечки, 1380; - 1431;) «Περί των γραμμάτων». Η εκκλησιαστική σλαβική παρέμεινε στην Σερβία ως η κύρια γραπτή γλώσσα μέχρι τον 18ο αιώνα. Από το τέλος του 17ου αιώνα, οι Σέρβοι που εγκαταστάθηκαν στην Βοϊβοντίνα, χρησιμοποιούσαν ως γραπτή γλώσσα την ρωσική (ανατολικο-σλαβική) εκκλησιαστική.


γ) Εκκλησιαστική των ανατολικών Σλάβων.

Το παλαιότερο χρονολογημένο μνημείο της εκκλησιαστικής σλαβικής στην Ρωσία του Κιέβου, είναι το Ευαγγέλιο του Οστρομίρ (1056), το οποίο, αν και αποδίδει παλαιότερο νοτιοσλαβικό χειρόγραφο, και δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από την παλαιοσλαβική, εμφανίζει την εναλλαγή των ρινικών φωνηέντων o, e σε u, a αντίστοιχα. Τέτοια φαινόμενα, αλλά και άλλες ορθογραφικές, φωνητικές και λεξιλογικές επιδράσεις από την ομιλούμενη ανατολικό-σλαβική διάλεκτο, παρουσιάζει και το Χρονικό των περασμένων χρόνων. Η διαδικασία αυτή προχώρησε σταθερά, έτσι ώστε, μέχρι τον 14ο αιώνα ήταν σαφής η διάκριση των κειμένων της εκκλησιαστικής των ανατολικών Σλάβων, από την ενιαία παλαιοσλαβική.

Η βαθμιαία εξάπλωση των Οθωμανών στην Βαλκανική κατά τα τέλη του 14ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την μετανάστευση πολλών λογίων από τις νότιες σλαβικές χώρες (Σερβία-Βουλγαρία), προς την Μοσχοβία, που τότε είχε αποκτήσει τον κυρίαρχο ρόλο στα εδάφη της σημερινής κεντρικής Ρωσίας και Ουκρανίας. 
Μαζί τους έφεραν και την τάση για αποκάθαρση και «αναπαλαίωση» των Ιερών κειμένων. (Κυπριανός). Πρόκειται για την δεύτερη νοτιοσλαβική επίδραση (η πρώτη αναφέρεται στην περίοδο του εκχριστιανισμού των Ρως, υπό τον Βλαδίμηρο, μετά το 988). 

Αποτέλεσμα αυτής της επιστροφής στις ρίζες, ήταν εκτός άλλων, και η προσπάθεια μιας ετυμολογικά σωστής αναγραφής των ρινικών, όπως παρουσιάζεται, για παράδειγμα, στην πρώτη πλήρη έκδοση της Βίβλου, την Βίβλο του Γενναδίου, το 1499 .

Τον 16ο αιώνα, η Ρωσία, που είχε αναδειχθεί στον κυριότερο εκπρόσωπο των ορθοδόξων σλάβων, αντιμετώπισε πολλές πολιτισμικές προκλήσεις. 

Η Ορθοδοξία και η εκκλησιαστική σλαβική απειλήθηκε από την Μεταρρύθμιση και κυρίως από την προωθούμενη Αντιμεταρρύθμιση των Ιησουϊτών, από το 1569, στα υπό το πολωνικό στέμμα εδάφη των νότιων και νοτιοδυτικών περιοχών των ανατολικών σλάβων (σημερινές Λευκορωσία και Δ. Ουκρανία).

 Σημαντικό ρόλο στην θεολογική αντιπαράθεση έπαιξε και η τυπογραφία, η οποία εξαπλώθηκε κατά την διάρκεια του 16ου αιώνα και στην ανατολική Ευρώπη. 

Οι δογματικές και θεολογικές απαιτήσεις, καθώς και η ανάγκη των τυπογράφων για ορθογραφική ομοιομορφία, οδήγησαν στην πρώτη τυπωμένη βίβλο στα εκκλησιαστικά σλαβικά, την Βίβλο του Οστρόγ (Острожская Библия) το 1581 , καθώς και σε προσπάθειες κωδικοποίησης της εκκλησιαστικής σλαβικής σε γραμματικές και λεξικά, που έγιναν πλατειά γνωστά, επειδή ήταν τυπωμένα και, με τον τρόπο αυτό απέκτησαν ισχύ προτύπων. 

Μπορούμε να αναφέρουμε την «Γραμματική του ορθού σλαβικού συντάγματος...» του Μελέτιου Σμοτρίτσκι (Мелетий Смотрицкий, 1619, στο Λβώφ της σημερινής Ουκρανίας) και το Λεξικό «Лексикон славеноросский альбо имен толкование» του Πάμβο Μπερίντα (Памво Бермнда, 1627), έργα που δημιουργήθηκαν στον πολιτισμικό χώρο του νοτιοανατολικού Ρως. 

Το σύστημα της νέας εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας που τυποποιήθηκε και κωδικοποιήθηκε μ' αυτόν τον τρόπο, πήρε στα μέσα του 17ου αιώνα, με τους Ουκρανούς λογίους, τον δρόμο του για την Μόσχα. Αυτή η πολιτιστική εισαγωγή περιγράφεται ως τρίτη νοτιοσλαβική επίδραση, όχι γιατί προερχόταν από τους νότιους Σλάβους, όπως οι δύο προηγούμενες, αλλά γιατί προερχόταν από την Ουκρανία, που βρισκόταν νοτιότερα από την Μόσχα. 

Από την Μόσχα η νέα εκκλησιαστική, μετά την αναθεώρηση των ιερών και λειτουργικών βιβλίων από τον Νίκωνα (1605-1681) και την περαιτέρω έκδοση της Βίβλου, εξαπλώθηκε στις άλλες περιοχές του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου και χρησιμοποιείται σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι σήμερα στην ορθόδοξη λειτουργία.


δ) Κροατική εκκλησιαστική.

Η κροατική εκκλησιαστική καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της εκκλησιαστικής σλαβικής γραμματείας.
 Αν και ανήκε στον ρωμαιοκαθολικό πολιτισμικό κύκλο, διατήρησε στην γραφή των κειμένων την παράδοση των Κυρίλλου και Μεθοδίου ακόμα και μετά το σχίσμα του 1054, διατηρώντας την γλαγολική γραφή μέχρι τον 20ο αιώνα. 

Επειδή δε, από ιστορικούς λόγους οι πολιτιστικές επαφές με τα ανατολικά Βαλκάνια και την Ρωσία, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επηρεαστεί η παράδοση, ήσαν δυσχερείς, τα κροατικά γλαγολικά χειρόγραφα κείμενα, συχνά παρουσιάζουν αρχαϊσμούς που είχαν εξαφανιστεί από ανάλογα κείμενα των άλλων σλαβικών λαών.


ε) Τσεχική εκκλησιαστική.

Τα πρώιμα προϊόντα της εκκλησιαστικής σλαβικής στην δυτική περιφέρεια του σλαβικού κόσμου, δηλαδή η τσεχική εκκλησιαστική, είχαν περιορισμένο ρόλο στην ιστορία της παράδοσης της εκκλησιαστικής σλαβικής γλώσσας, γιατί πολύ νωρίς, μετά τους Κύριλλο και Μεθόδιο, η λατινική καθιερώθηκε ως λειτουργική γλώσσα και τα παλαιοσλαβικά κείμενα απαγορεύτηκαν και καταστράφηκαν, ανακόπτοντας έτσι την εξέλιξη της γλώσσας. 




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο. Οι σλαβικές γλώσσες σήμερα.


Πρότυπη γλώσσα και διάλεκτος.

Η γλώσσα αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα ενός έθνους. 

Είναι ένα σύνθετο σύστημα, που περιλαμβάνει επί μέρους συστήματα (υποσυστήματα). 

Ανάμεσα στα υποσυστήματα κυρίαρχο ρόλο παίζει η πρότυπη γλώσσα. 

Γλώσσα πρότυπη ή κανονική είναι η γλώσσα που αναγνωρίζεται ως υπόδειγμα και κανόνας για τον γραπτό ή προφορικό λόγο.
 Οι Ρώσοι, όπως και οι Γάλλοι (παλαιότερα και οι Ανατολικογερμανοί), χρησιμοποιούν τον όρο λογοτεχνική γλώσσα (langue littéraire, литературнмй язмк), αλλά ο όρος αυτός μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση με την γλώσσα της λογοτεχνίας. 

Η πρότυπη γλώσσα καθιερώνεται από την χρήση της για την παραγωγή γραπτών κειμένων. 

Πρώτη πρότυπη γλώσσα όλων των Σλάβων ήταν η παλαιοσλαβική. 

Στην ιστορία των νεώτερων χρόνων, ως εθνικό γνώρισμα, αναπτύσσεται παράλληλα με την δημιουργία των εθνών και των εθνικών κρατών. 

Γι αυτό και, όπως θα δούμε, σε πολλές περιπτώσεις, ο αγώνας για την δημιουργία μιας γλώσσας-υποδείγματος ως φορέα εθνικής αυτογνωσίας, προωθείται συστηματικά από τους υπέρμαχους της εθνικής απελευθέρωσης και ολοκλήρωσης σε ένα εθνικό κράτος.

Εκτός της πρότυπης γλώσσας, υπάρχουν και διάλεκτοι, δηλαδή τοπικές παραλλαγές της εθνικής γλώσσας, οι οποίες αποτελούν ένα περιορισμένο υποσύστημα.

 Διάλεκτος είναι η διαφοροποιημένη μορφή μιας γλώσσας, βάσει χαρακτηριστικών που ανάγονται σε οποιοδήποτε επίπεδο της γλωσσικής δομής: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη. 

Η διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου είναι πολλές φορές ιδιαίτερα δυσχερής. 

Συνήθως τίθεται ένα γεωγραφικό κριτήριο, βάσει του οποίου η διάλεκτος χαρακτηρίζεται ως τοπική μορφή μιας γλώσσας.
 Όμως «τοπική» σε σχέση με ποια γεωγραφική περιοχή;

 Άλλο κριτήριο βασίζεται στην αμοιβαία κατανόηση των ομιλητών μιας διαλέκτου και της κύριας γλώσσας, σε αντίθεση με την μη κατανόηση δύο διαφορετικών γλωσσών.

 Και αυτό είναι επισφαλές όμως. Π.χ. ο ομιλητής της πρότυπης ιταλικής, γίνεται κατανοητός από τον ομιλητή της πρότυπης ισπανικής, ενώ είναι αμφίβολο, αν ο ομιλητής της διαλέκτου του Μιλάνου γίνεται κατανοητός από τον ομιλητή της πρότυπης Ιταλικής.
 Συνεπώς υπάρχει πάντοτε κάποιος βαθμός αυθαιρεσίας στον χαρακτηρισμό κάποιου συστήματος ως γλώσσας ή διαλέκτου μιας γλώσσας.

 Τα πράγματα περιπλέκονται όταν υπεισέρχονται εξωεπιστημονικοί παράγοντες, συνήθως πολιτικής φύσεως. Π.χ. τον 19ο αιώνα οι Ρώσοι θεωρούσαν την λευκορωσική και την ουκρανική (τότε μικρορωσική), ως διαλέκτους της ρωσικής (τότε μεγαλορωσικής). Οι Ουκρανοί θεωρούν την ρουσινική ως διάλεκτο της ουκρανικής. 
Η κασουβική που παλαιότερα εθεωρείτο ανεξάρτητη γλώσσα, τώρα τείνει να θεωρείται διάλεκτος της Πολωνικής, όπως και η σιλεσική.

Η ύπαρξη προτύπων ή κανονικών γλωσσών και διαλέκτων είναι χαρακτηριστικό όλων των σλαβικών γλωσσών. Σε ορισμένες σλαβικές γλώσσες, ο διαλεκτικός διαμελισμός της εθνικής γλώσσας, είναι πολύ βαθύς. 
Σε άλλες εμφανίζεται το φαινόμενο σε μικρότερο βαθμό.

 Σήμερα διακρίνονται 12 σχετικά μεγαλύτερες σλαβικές κανονικές γλώσσες: 
4 νοτιοσλαβικές (βουλγαρική, σλαβομακεδονική, σερβοκροατική, σλοβενική), 
5 δυτικοσλαβικές (τσεχική, σλοβακική, πολωνική, άνω και κάτω σορβική), 
3 ανατολικοσλαβικές (ρωσική, λευκορωσική, ουκρανική). 



Α. Νότιες σλαβικές γλώσσες.



1. Βουλγαρική.


Η βουλγαρική γλώσσα απέκτησε γραφή τον 10ο αιώνα. 

Ως τον 12ο αιώνα, οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν και τα δύο αλφάβητα, το γλαγολικό, στην δυτική Βουλγαρία, και το κυριλλικό, στην ανατολική.
 Μετά τον 12ο αιώνα, χρησιμοποιείται μόνο η κυριλλική γραφή.
 Πολύ δύσκολα διακρίνεται η παλαιοσλαβική από την παλαιοβουλγαρική. 
Οι ίδιοι οι Βούλγαροι δεν χρησιμοποιούν τον όρο παλαιοσλαβική, αλλά παλαιοβουλγαρική. 

Αυτήν την ορολογία την χρησιμοποίησε και ο Α. Α. Σάχματωφ.

 Η βουλγαρική γραφή εξελισσόταν ομαλά ως τον 14ο αιώνα.

 Ήδη την εποχή εκείνη υπάρχει τάση προς μία αναλυτική γλώσσα: τα ουσιαστικά και τα επίθετα δεν κλίνονται πλέον. 
Οι καταλήξεις των πτώσεων αντικαταστάθηκαν με την χρήση προθέσεων. 

Στα τέλη του 14ου αιώνα μετά την υποταγή της Βουλγαρίας στους Τούρκους, χάνεται ουσιαστικά η λόγια παράδοση

Στα ρωσικά περιοδικά των αρχών του 19ου αιώνα έφτασαν σε σημείο να γράφουν ότι η βουλγαρική γλώσσα δεν χρησιμοποιείται πλέον και ότι όλοι οι Βούλγαροι «εκτουρκίστηκαν». 

Όλες τις ελπίδες τους για εθνική αναγέννηση, οι Βούλγαροι τις συνέδεαν με την Ρωσία, που είχε αναδειχθεί την εποχή εκείνη ως το σημαντικότερο ορθόδοξο σλαβικό κράτος. 
Η Βουλγαρία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1877-1878, από ρωσικά στρατεύματα, αλλά το ενδιαφέρον της Ρωσίας για την περιοχή ήταν παλαιότερο. 

Η πρώτη ιστορία των Βουλγάρων και η πρώτη γραμματική της βουλγαρικής γράφτηκε από τον ουκρανό Γιού. Βενιέλιν (1802-1839), που αφιέρωσε την σύντομη ζωή του στην βουλγαρική παλιγγενεσία.

Χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα της βουλγαρικής είναι ότι βάσει της δεικτικής αντωνυμίας тот σχηματίστηκε το οριστικό άρθρο που επισυνάπτεται στο όνομα ως επίθημα. 

Παράδειγμα: βιβλίο = книга, το βιβλίο = кингата, όπου το та είναι το οριστικό άρθρο.
Δεν υπάρχει απαρέμφατο. 
Αναπτύχτηκε η χρήση των άτονων μορφών των προσωπικών αντωνυμιών (εγκλιτικών). Απωλέσθη η χρήση του απαρεμφάτου. 
Διατηρείται το ανεπτυγμένο σύστημα κλίσεων των ρημάτων, κ.α.

Βασικές διάλεκτοι στην βουλγαρική είναι δύο: η ανατολική και δυτική. 
Τα όρια των δύο βουλγαρικών διαλέκτων.

Διαφέρουν στην προφορά του ειδικού σλαβικού ήχου (διφθόγγου) που σημειώνεται με το γράμμα E (γιατ). 
Στις δυτικές διαλέκτους, αντί γιατ, προφέρεται γιε. 

Στις ανατολικές εξαρτάται από τις συνθήκες, προφερόμενο γιε ή α. 
α) Χλιέμπ, Λιέτο, Χλιέμπετς στις δυτικές διαλέκτους και 
β) Χλάμπ, Λάτο, Χλέμπετς, Λέτεν στις ανατολικές διαλέκτους. 

Επίσης, στην ανατολική διάλεκτο υπάρχουν μαλακά σύμφωνα, που λείπουν στην δυτική.

Για αναγέννηση της πρότυπης βουλγαρικής, μπορούμε να μιλήσουμε μόνο κατά τον 19ο αιώνα, όταν ανεξαρτητοποιήθηκε και η Βουλγαρία.
 Βάση της είναι η ανατολικοβουλγαρική διάλεκτος, με επιδράσεις από την δυτική διάλεκτο, που εδαφικά συνδέεται με την Σόφια.

Σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση της βουλγαρικής, έπαιξε το έργο μεγάλων λογοτεχνών, όπως ο Χρήστο Μπότεφ  ο Ιβάν Βάζωφ , ο Πέτκο Σλαβέϊκο , ο Λιούμπεν Καραβέλωφ  κ.α..

Η βουλγαρική πρότυπη δέχτηκε σημαντικές επιρροές και από την ρωσική γλώσσα. Γενικό χαρακτηριστικό της βουλγαρικής ποίησης είναι η πολιτικοποίηση της, πράγμα φυσικό, για ένα λαό που κατά τον 19ο αιώνα αγωνιζόταν για την ελευθερία του: 
οι ποιητές ήταν εκείνοι που καλούσαν τον βουλγαρικό λαό σε αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.


2. Σλαβομακεδονική.


Για την νεώτερη από τις επίσημες σλαβικές γλώσσες, (ηλικίας μόλις 60 ετών), την γλώσσα της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (FYROM), παραθέτω την άποψη του Ρώσου φιλολόγου Α. Α. Σοκολιάνσκη:


«Η πλησιέστερη στην βουλγαρική είναι η σλαβομακεδονική. 

Είναι η νεώτερη πρότυπη σλαβική γλώσσα.

 Χαρακτηρίστηκε ως πρότυπη μόνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» αποτέλεσε μέρος της Γιουγκοσλαβίας. 

Το πρόβλημα της σλαβομακεδονικής πρότυπης γλώσσας, είναι το πιο ακανθώδες πρόβλημα της σλαβιστικής.


Κατά τον μεσαίωνα η περιοχή αποτέλεσε τμήμα του Α' βουλγαρικού Βασιλείου. 

Όταν η Βουλγαρία έχασε την ανεξαρτησία της δεν υπήρχε εδαφικό πρόβλημα μεταξύ Μακεδονίας και Βουλγαρίας, διότι ως τα μέσα του 19ου αιώνα, όλα αυτά τα εδάφη αποτελούσαν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 Το 1877 τα εδάφη των Βαλκανίων απελευθερώθηκαν από τα Ρωσικά στρατεύματα. 

Στην αρχική Συνθήκη Ειρήνης προβλεπόταν η δημιουργία Βουλγαρικού κράτους, στο οποίο θα έπρεπε να ενσωματωθούν και τα εδάφη της [μετέπειτα Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της] Μακεδονίας. 

Μετά από 9 μήνες, η Ρωσία, που είχε εξασθενήσει από τον πόλεμο, αναγκάστηκε να υπογράψει νέα συνθήκη, βάσει της οποίας η Μακεδονία δεν συμπεριλαμβανόταν στην Βουλγαρία.

 Μέχρι σήμερα οι Βούλγαροι σλαβολόγοι θεωρούν ότι οι μακεδονικές διάλεκτοι είναι οργανική συνέχεια των βουλγαρικών και δεν αναγνωρίζουν χωριστή σλαβομακεδονική γλώσσα, θεωρώντας την ως εκδοχή της βουλγαρικής. 

Μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η [πρώην Γιουγκοσλαβική] Μακεδονία έγινε ανεξάρτητο κράτος και η γλώσσα της δεν παρουσιάζει σημαντικά λογοτεχνικά επιτεύγματα. 

Οι προσιτές σ’ εμάς πηγές κειμένων σ’ αυτήν την γλώσσα είναι βασικά μεταφράσεις από άλλες γλώσσες, ή τραγούδια φολκλορικού χαρακτήρα και, πιθανόν,
 πρέπει να συμφωνήσουμε με τους βουλγάρους σλαβιστές,
 ότι η διαφορά της σλαβομακεδονικής από την βουλγαρική γλώσσα 
δεν ξεπερνά την διαφορά ανάμεσα σε διαλέκτους μιας γλώσσας» .

Στην σλαβομακεδονική χρησιμοποιούν την κυριλλική γραφή. 
Στο αλφάβητο χρησιμοποιείται το γράμμα j.

Ο τόνος είναι σταθερός, στις δισύλλαβες λέξεις στην πρώτη συλλαβή, σε τρισύλλαβες και πολυσύλλαβες στην προπαραλήγουσα. 

Μορφολογικά χαρακτηρίζεται από τα εξής: 

1) Τα ουσιαστικά δεν κλίνονται. 
2) Χρησιμοποιείται οριστικό άρθρο και 
3) Απωλέσθη το απαρέμφατο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: