Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα (1894-1904)

Ο Μακεδόνας επαναστάτης
Αθανάσιος Μπρούφας
(Παλαιοκρίμνι 1850 - Μορίχοβο 1896)
Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
"Νεότουρκοι και Μακεδονία 
(1908-1912)"
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Ουσιαστική αφορμή για την μεταστροφή της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε την εποχή αυτή η ίδρυση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης στα 1893, της οποίας οι ιδρυτές, χωρίς να έχουν σχέδια για άμεση επανάσταση και αποβλέποντας στην κατάλληλη προετοιμασία του κινήματος, έθεσαν σα πρωταρχικό σκοπό την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους με το γνωστό σύνθημα
«η Μακεδονία για τους Μακεδόνες».
Τα ιδρυτικά μέλη της
Βουλγαρικής Επαναστατικής Επιτροπής Μακεδονίας Ανδριανούπολης
Български Македоно-Одрински революционни комитети
ή
Εσωτερικής Επαναστατικής Οργάνωσης Μακεδονίας Ανδιανούπολης
Вътрешната македоно-одринска революционна организация 

Η ιδέα της αυτονομίας της Μακεδονίας, που αποτελούσε μόνιμα βασικό στόχο της επίσημης βουλγαρικής πολιτικής μετά το 1878, μετουσιώθηκε από την κυβέρνηση Στόϊλωφ (1894-1899), η οποία απέβλεπε παράλληλα με την παραχώρηση νέων εκκλησιαστικών και εκπαιδευτικών προνομίων στον βουλγαρικό πληθυσμό του μακεδονικού χώρου, σε μια ενεργότερη επέμβαση στη Μακεδονία.

Σπουδαιότερο ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή διαδραμάτισαν οι πολυάριθμοι Βουλγαρομακεδόνες, οι οποίοι κατείχαν καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό του βουλγαρικού κράτους, κυρίως όμως οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής, η οποία επιδίωκε να θέσει κάτω από τον έλεγχό της ολόκληρη τη βουλγαρική κίνηση στη Μακεδονία.
Σγραγίς της Ανωτάτης Επιτροπής
Μακεδονίας Ανδριανούπολης,
ΒΕΡΧΟΒΕΝ Върховен
Σγραγίς της Μακεδοκής Κεντρικής
Επαναστατικής Επιτροπής της 
ΒΜΡΟ
Ενώ λοιπόν οι Βερχοβιστές επιζητούσαν την άμεση ενσωμάτωση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (I.M.R.O.) στόχευε στην αυτονόμηση της Μακεδονίας.

Ήταν δηλαδή θέμα τακτικής,
αφού και οι δύο οργανώσεις είχαν σα τελικό σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Άμεση συνέπεια των νέων προσανατολισμών της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής και της ρωσοβουλγαρικής προσέγγισης υπήρξε η άρση της άδειας λειτουργίας πολλών βουλγαρικών σχολείων της Μακεδονίας και της Θράκης στα 1894.

Όμως τα κατασταλτικά μέτρα που πήρε η Πύλη, για ν’ αναστείλει την δραστηριότητα των βασικότερων στελεχών της βουλγαρικής Οργάνωσης, δεν είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα. Μεγαλύτερη σημασία, είχαν αναμφισβήτητα οι προσπάθειες της Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής για τη στρατολόγηση και την εκπαίδευση εθελοντών και τον σχηματισμό γνήσιων βουλγαρικών σωμάτων, τα οποία προωθήθηκαν το καλοκαίρι του 1895 στις γεωγραφικές περιφέρειες της Βορειοανατολικής Μακεδονίας.

Το ξενοκίνητο αυτό κίνημα, το οποίο ήταν επόμενο να καταλήξει σε αποτυχία εφόσον δεν διέθετε ούτε τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα, απόδειξε καθαρά ότι χωρίς τη συμπαράσταση του ντόπιου πληθυσμού θα ήταν αδύνατη η μελλοντική προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος.

Ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1896, η Εθνική Εταιρεία εξοπλίζει και οργανώνει ελληνικά ανταρτικά σώματα, τα οποία διεισδύουν στο μακεδονικό έδαφος, διασπώνται σε μικρότερες ομάδες και συγκρούονται με επιτυχία με τα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα.

Το ανταρτικό κίνημα του 1896 βασίσθηκε κυρίως στους ένοπλους ελληνομακεδονικούς πυρήνες, οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εθνική κινητοποίηση του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Αντίθετα με το βουλγαρικό κίνημα του 1895, η ελληνική ανταρτική δράση του 1896 υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με τις ευέλικτες ενέργειές τους ν’ αποσπάσουν την προσοχή των τουρκικών αρχών, οι οποίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα, για να τα αντιμετωπίσουν.
Πέτυχαν ακόμη να κερδίσουν πολύωρες μάχες και να προκαλέσουν βαριές απώλειες στον τουρκικό στρατό.
Η διάσπαση των σωμάτων σε πολύ μικρότερες ομάδες έδωσε στους Έλληνες αντάρτες την δυνατότητα να προωθηθούν σε ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο και να διατρανώσουν την ελληνική παρουσία ως τις Σιδηρές Πύλες (Δεμίρ Καπού). 

Το γεγονός αυτό προξένησε μεγάλη εντύπωση στους Ευρωπαίους προξένους, οι οποίοι επισημαίνουν παράλληλα στις εκθέσεις τους την άψογη συμπεριφορά των ελληνικών σωμάτων απέναντι στους ντόπιους χριστιανικούς πληθυσμούς σε αντίθεση με τη βίαιη στάση των βουλγαρικών ομάδων που δρούσαν στη Μακεδονία.

Η ταχύτατη ελληνική διείσδυση στον γεωγραφικό αυτό χώρο στα 1896 οφείλεται κυρίως στην παρουσία των έμπειρων Δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών, πολλοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στην επανάστση του 1878 και γνώριζαν άριστα τους τόπους εκείνους, αλλά και στη φιλική στάση των ελληνικών πληθυσμών στις περιοχές, όπου έδρασαν τα ελληνικά σώματα. 

Αν και απογοητευμένοι από την θέση των ελληνικών κυβερνήσεων και έχοντας την πικρή πείρα των προηγούμενων επαναστατικών κινημάτων, οι Έλληνες της Μακεδονίας αναθάρρησαν και πάλι από την παρουσία των συμπατριωτών τους ανταρτών, πιστεύοντας ότι το ελληνικό κράτος είχε πάρει επιτέλους την απόφαση να προχωρήσει στη λήψη σύντονων μέτρων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Πολύ σύντομα όμως απογοητεύθηκαν, ύστερα μάλιστα από τις τουρκικές βιαιοπραγίες που ξέσπασαν σε βάρος τους.

Μολονότι αντικειμενικός σκοπός του ανταρτικού κινήματος του 1896 υπήρξε η δημιουργία αντιπερισπασμού στην Πύλη για το Κρητικό ζήτημα, η μακεδονική υπόθεση θα παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα ανοιχτή πληγή για την επίσημη ελληνική πολιτική, η οποία δοκιμάζει ένα χρόνο αργότερα την οδυνηρή εμπειρία του ελληνοτουρκικού πολέμου.

 Η ελληνοτουρκική διαμάχη του 1897 είχε ιδιαίτερη απήχηση στις διαβαλκανικές σχέσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία πρόσφορου πολιτικού κλίματος για την ευνοϊκή λύση του μακεδονικού ζητήματος προς όφελος της Βουλγαρίας.

Στη Μακεδονία διορίσθηκαν νέοι Βούλγαροι επίσκοποι 
στη Στρώμνιτσα, 
στο Μοναστήρι και 
στη Δίβρα και 
εμπορικοί πράκτορες της βουλγαρικής κυβέρνησης 
στα Σκόπια, 
στο Μοναστήρι και 
στη Θεσσαλονίκη. 

Η παρουσία των εμπορικών πρακτόρων εξασφάλιζε την προώθηση των βουλγαρικών σχεδίων και τον συντονισμό της δράσης των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων.

 Ύστερ’ από την αποτυχία του βουλγαρικού κινήματος του 1895, η Εσωτερική Οργάνωση ανάλαβε να εμπεδώσει το επαναστατικό κίνημα στους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας.

Οι επαναστατικές ενέργειες επεκτάθηκαν βασικά στα γεωγραφικά διαμερίσματα, που πρόβλεπε η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου για τη Βουλγαρία.

Πέρα από τη δραστηριοποίηση της Εσωτερικής Οργάνωσης ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, καθορίσθηκαν στα κυριότερα αστικά κέντρα του γεωγραφικού αυτού χώρου, με την εποπτεία των εμπορικών πρακτόρων, ειδικές εκτελεστικές επιτροπές, κυρίως από Βουλγαρομακεδόνες, με τη συμμετοχή του εξαρχικού κλήρου και των δασκάλων.

Οι επιτροπές αυτές κατεύθυναν τα νήματα της Οργάνωσης εξαγοράζοντας με δωροδοκίες των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων την αδράνεια των τουρκικών αρχών και επωφελούμενες από την ευμενή στάση των Ρώσων προξένων και το αίσθημα της ρωσοφοβίας, που κατείχε τους ανώτατους κυβερνητικούς κύκλους της Πύλης και τα διοικητικά όργανα των κατατόπους γεωγραφικών περιφερειών.

Στα τέλη του 19ου αιώνα η προσέγγιση των δύο λαών, Ελλήνων και Βουλγάρων, όπως την είχαν οραματισθεί οι Χαρίλαος Τρικούπης και Σταμπούλωφ, φαινόταν ουσιαστικά ανέφικτη.

Άλλωστε οι σχετικές επαφές της βουλγαρικής κυβέρνησης με τη σέρβική και την ελληνική για τον προσδιορισμό χωριστών σφαιρών επιρροής στον μακεδονικό χώρο και την δημιουργία μιας αυτόνομης επαρχίας, όπως η Κρήτη, σύμφωνα με το 23ο άρθρο του Βερολίνου, δεν είχαν καταλήξει σε ουσιαστικά αποτελέσματα.

Η όξυνση του μακεδονικού ζητήματος την εποχή αυτή σε άμεση συνάρτηση με την άσκηση διπλωματικής πίεσης των ευρωπαϊκών κρατών στην Τουρκία, ήδη από το 1878, για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, έπεισαν την Πύλη να πάρει στα 1895 δραστικά μέτρα προκειμένου να πετύχει την αναστολή της δραστηριότητας των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, να καθησυχάσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και ν’ αποφύγει ενδεχόμενες εδαφικές ανακατατάξεις στο βαλκανικό χώρο.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κάθε φορά που η Πύλη δεχόταν πιέσεις από τα ευρωπαϊκά κράτη για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων, πρόθυμα αποφάσιζε την αποστολή εξεταστικών επιτροπών στη Μακεδονία και σ’ άλλες περιοχές της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, προσποιούμενη δήθεν το αμέριστο ενδιαφέρον της για τη βελτίωση της κατάστασης.

 Η παρουσία των τουρκικών εξεταστικών επιτροπών, που εντάθηκε στη Μακεδονία στα τελευταία χρόνια, δεν είχε βέβαια κανένα ουσιαστικό σκοπό.
Το γεγονός αυτό είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα ο χριστιανικός πληθυσμός του γεωγραφικού αυτού χώρου και γι’ αυτόν τον λόγο απέφευγε να απευθύνει οποιαδήποτε παράπονα στα μέλη των επιτροπών αυτών.
Γενική υπήρξε η διαπίστωση ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Μακεδονίας διακατεχόταν από έντονα αισθήματα φοβίας και καχυποψίας απέναντι στην παρουσία των εξεταστικών επιτροπών.

Ας σημειωθεί ότι μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα 5 ετών (1891-1896) είχαν εμφανισθεί στη Μακεδονία τρεις συνολικά τουρκικές επιτροπές, των οποίων τα μέλη είχαν απόλυτη αρμοδιότητα για την ταχύτερη διεκπεραίωση των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά τα αποτελέσματα των αποστολών τους υπήρξαν σχεδόν πάντοτε πενιχρά.

Όσοι από τους ντόπιους κατοίκους είχαν τολμήσει να εκφράσουν ανοιχτά τα παράπονά τους για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, καταδιώχθηκαν άγρια, ιδιαίτερα από τον τότε βαλή του Μοναστηριού Μεχμέτ Φαΐκ πασά, επειδή είχαν προσπαθήσει ν’ αποκαλύ- ψουν τις καταχρήσεις των ιθυνόντων.
 Γι’ αυτό και οι περιστασιακές μεταρρυθμιστικές ενέργειες της Πύλης δεν συγκινούσαν καθόλου τους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας και τους άφηναν αδιάφορους.

Είναι γεγονός ότι ο σκληρός αγώνας που διαδραματίσθηκε κατά την περίοδο 1878-1893 ανάμεσα σ’ Έλληνες και Βούλγαρους στη μεσαία γεωγραφική ζώνη της Μακεδονίας, δεν είχε αποφέρει τα ποθητά αποτελέσματα για τη βουλγαρική κίνηση.

Παρά την άψογα οργανωμένη δραστηριοποίησή της σ’ ολόκληρο τον μακεδονικό χώρο με τη σημαντική υλική και ηθική συμπαράσταση της Εξαρχίας, μεγάλες μάζες των σλαβόφωνων χριστιανικών πληθυσμών παρέμειναν ακόμη αφοσιωμένες στο πατριαρχείο και είχαν ελληνική συνείδηση. 

Στον εκκλησιαστικό και στον εκπαιδευτικό τομέα οι αλλεπάλληλες διευκολύνσεις της Πύλης με τον διορισμό Βουλγάρων επισκόπων στην Αχρίδα, στα Σκόπια (1890), στο Νευροκόπι και στα Βελεσά (1894), την ίδρυση νέων βουλγαρικών επισκοπικών εδρών στη Δίβρα, στη Στρώμνιτσα και στο Μοναστήρι (1897) και την καθιέρωση του θεσμού των εμπορικών πρακτόρων, δεν είχαν πείσει μολαταύτα την επίσημη βουλγαρική πολιτική για τη βέβαιη επικράτησή της στη Μακεδονία.

Από τις αρχές λοιπόν του 1898
 η βουλγαρική κίνηση 
εισέρχεται σε μια νέα φάση 
καθώς τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα 
εγκαινιάζουν τον ένοπλο αγώνα 
με τελικό στόχο την οριστική λύση του μακεδονικού ζητήματος.

 Εφαρμόζονται τώρα από την Εσωτερική Οργάνωση νέες βίαιες μέθοδοι για την προσέλκυση του γηγενούς χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας και την προετοιμασία ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.

Τα σλαβόφωνα ελληνικά χωριά δέχθηκαν κατά την περίοδο 1898-1903 τα σοβαρότερα πλήγματα από τις βουλγαρικές ενέργειες. 

Η άρνηση των μεγάλων δυνάμεων να δεχθούν τις ανανεωμένες στα 1899 προτάσεις του μακεδονοθρακικού κομιτάτου για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μακεδονίας, συντέλεσε αποφασιστικά στην οριστικοποίηση της μεταβολής της στάσης της Εσωτερικής Οργάνωσης απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς του μακεδονικού χώρου.

Από εδώ και πέρα, ως την αρχή του μακεδονικού αγώνα, 
ο ελληνισμός της Μακεδονίας 
διανύει τη δραματικότερη φάση
 της ιστορικής πορείας του στο μεταίχμιο δύο αιώνων. 

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να περιγραφούν ανάγλυφα οι τραγικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζούσαν οι Έλληνες ολόκληρου του μακεδονικού χώρου, κυρίως οι κάτοικοι των σλαβόφωνων ελληνικών χωριών, οι οποίοι υφίστανται τις αλλεπάλληλες διώξεις των βουλγαρικών σωμάτων και τα αντίποινα του τουρκικού στρατού. 

Ο ελληνισμός των σπουδαιότερων αστικών κέντρων της Βόρειας Μακεδονίας αγωνίζεται σκληρά, για να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές περιστάσεις.

Πολυάριθμοι Έλληνες κάτοικοι των χωριών των βορειότερων ζωνών των βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηριού εξαναγκάζονται ύστερα από τις δολοφονίες των βασικών στελεχών της ελληνικής αντίστασης, τη βίαιη επιβολή υλικών εισφορών και την αιωρούμενη απειλή του θανάτου, να υποκύψουν και να γίνουν εξαρχικοί.

 Η μόνιμη παρουσία των βουλγαρικών ομάδων στον βόρειο μακεδονικό χώρο έσπερνε τον πανικό στους συμπαγείς σλαβόφωνους και ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς, που έβλεπαν ν’ αδικούνται κατάφωρα από τις ντόπιες τουρκικές αρχές ακόμη και στις περιοχές, όπου κατείχαν την πλειοψηφία.

Με ιδιαίτερη αγριότητα εξελίσσονται την εποχή αυτή οι ελληνοβουλγαρικές εκκλησιαστικές διαμάχες σε διάφορα μικτά χωριά της Μακεδονίας.

 Στους τόπους αυτούς οι ντόπιοι Τούρκοι διοικητές, ενεργώντας αυθαίρετα και παραβλέποντας τα αιτήματα των ελληνικών πληθυσμών, αναστέλλουν την λειτουργία των εκκλησιών για μεγάλα χρονικά διαστήματα προκαλώντας μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες κατοίκους.

Μολαταύτα ο ελληνισμός δεν αποθαρρύνεται. 

Αντιδρά δυναμικά στις ενέργειες της Εσωτερικής Οργάνωσης, 
οργανώνεται σε κάθε χωριό και κωμόπολη, 
δημιουργεί ντόπιους συνδέσμους και αργότερα,
στις αρχές του εικοστού αιώνα, 
καταρτίζει τους πρώτους ένοπλους αντιστασιακούς πυρήνες.

Κάτω από την καταναγκαστική προσέλευση πολυάριθμων ελληνικών χωριών στην Εξαρχία, φαινόμενο που εντείνεται ιδιαίτερα κατά τη χρονική περίοδο 1900-1903, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί την εποχή αυτή με ακριβή αριθμητικά δεδομένα το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας.
Καπετάν Κώττας,
 πρωτεργάτης του Μακεδονικού Αγώνα.

Η ευρωπαϊκή και η βαλκανική βιβλιογραφία, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν να παρουσιάσουν πολυάριθμες, αντικρουόμενες στατιστικές, που αναφέρονται στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού του μακεδονικού χώρου και στην εκπαιδευτική δραστηριότητα των διαφόρων εθνικών ομάδων.

Οι στατιστικές που στηρίζονται όμως στη θρησκεία ή στη γλώσσα των εθνικών ομάδων της Μακεδονίας, θεωρούνται ανεπαρκείς, για να αποτελέσουν τη βάση για τη διάκριση των χριστιανικών εθνοτήτων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας.

 Όπως πολύ ορθά συμπεραίνει ο Ν. Βλάχος, οι σχολικές στατιστικές είναι περισσότερο ασφαλείς για την εξακρίβωση της αριθμητικής ισχύος των χριστιανικών εθνοτήτων της Μακεδονίας γιατί προϋποθέτουν φυσικά τη θέληση των κατοίκων ν’ ανήκουν σε μια ορισμένη εθνότητα.
Χάρτης ελληνικών και βουλγαρικών σχολείων το 1903.

Βασιζόμενος λοιπόν στη συγκριτική ανάλυση των σχολικών στατιστικών του πατριαρχείου και της Εξαρχίας για τη Μακεδονία κατά το σχολικό έτος 1901-1902, ο Ν. Βλάχος
αποδεικνύει την ανωτερότητα της ελληνικής παιδείας
 και καταλήγει στο συμπέρασμα
ότι στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης
δεν υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία 
στους καζάδες Θάσου, 
Σαρή Σαμπάν, 
Καβάλας, 
Πραβίου, 
Κασσάνδρας, 
Βέροιας, 
Κατερίνης 

και ελληνικά στους καζάδες Ράζλογκ και Τίκφες

Στην ενδιάμεση γεωγραφική ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες 

Δράμας, 
Ζίχνας, 
Σερρών, 
Δεμίρ Χισάρ, 
Γευγελής, 
Γιαννιτσών, 
Βοδενών, 
Λαγκαδά, 
Θεσσαλονίκης 

και οι Βούλγαροι στους καζάδες 
Άνω Τζουμαγιάς, 
Μελενίκου, 
Πετριτσίου, 
Δοϊράνης, 
Στρώμνιτσας και 
Αβρέτ Χισάρ, 

όπου υπήρχαν 40 ελληνικά σχολεία με 2.007 μαθητές και 185 βουλγαρικά με 6.802 μαθητές. 

Στο βιλαέτι Μοναστηριού βουλγαρικά σχολεία δεν υπήρχαν στους καζάδες
Ελασσώνας, 
Κοζάνης, 
Σερβίων, 
Ανασελίτσας, 
Γρεβενών, 
Σταρόβου, 
Κολώνιας, 
Ελβασάν, 
Κοριτσάς 

και ελληνικά στους καζάδες 
Κιρτσόβου, 
Δίβρας και Δόλνα Ρέκα. 


Στην ενδιάμεση ζώνη οι Έλληνες υπερείχαν στους καζάδες 
Μοναστηριού, 
Φλώρινας, 
Καστοριάς (191 σχολεία με 10.231 μαθητές και 154 βουλγαρικά με 8.728 μαθητές)

και οι Βούλγαροι στους καζάδες
Περλεπέ, 
Αχρίδας, 
Καϊλαρίων 
(25 ελληνικά με 778 μαθητές και 81 βουλγαρικά με 5.914 μαθητές).


Ιδιαίτερα πικραμένοι αισθάνονται την εποχή αυτή οι Έλληνες της Μακεδονίας από την στάση του πατριαρχείου και των κατατόπους εκκλησιαστικών εκπροσώπων του, αλλά και από τους χειρισμούς της επίσημης ελληνικής πολιτικής και των διπλωματικών εκπροσώπων της σχετικά με το μακεδονικό ζήτημα. 

Οι περισσότεροι Έλληνες μητροπολίτες της Μακεδονίας, όπως και κατά τη χρονική περίοδο 1878-1893, είχαν προκαλέσει στα τέλη του 19ου αιώνα έντονες διαμάχες ανάμεσα στις ελληνικές κοινότητες. 

Σε κάθε μητροπολιτική έδρα είχε σχηματισθεί μια φιλομητροπολιτική μερίδα και μια αντίθετη, που στρεφόταν κατά του εκκλησιαστικού εκπροσώπου του πατριαρχείου.

Μεγάλη ευθύνη όμως για την κατάσταση αυτή φέρουν και οι Έλληνες πρόξενοι, οι οποίοι είχαν διακόψει την συνεργασία τους με τους κατατόπους μητροπολίτες, επιδίωκαν να συντονίζουν από μόνοι τους τις εθνικές ενέργειες και να διατηρούν την πρωτοβουλία των κινήσεων στην εκπαιδευτική οργάνωση του ελληνισμού της Μακεδονίας.

Αναπόφευκτα λοιπόν έρχονταν σε συνεχείς προστριβές με τους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και προσπαθούσαν να τους αντικαταστήσουν με τις έντονες πιέχεις που ασκούσαν στους αρμόδιους υπουργούς Εξωτερικών.

Η μεγάλη ένταση που δημιουργήθηκε λοιπόν στα τέλη του 19ου στις αρχές του 20ου αιώνα στις σχέσεις ανάμεσα στους κατατόπους εκκλησιαστικούς εκπροσώπους του πατριαρχείου και στους Έλληνες διπλωματικούς εκπροσώπους της Μακεδονίας, ανάγκασε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ύστερα από τις εντονότατες διαμαρτυρίες του πατριαρχείου, να απευθύνει τον Οκτώβριο του 1902 αυστηρές συστάσεις προς τις ελληνικές προξενικές αρχές, για-να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες μερίδες και να συμβάλει στην εκτόνωση της κατάστασης.

Ανάμεσα στους αξιολογότερους Έλληνες ιεράρχες της Μακεδονίας κατά τη χρονική περίοδο 1894-1903 πρέπει να συγκαταλέξουμε τους μητροπολίτες 

Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη (1900-1907), 

Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902- 1907), 

Νευροκοπίου Νικόδημο (1900-1903) και 

Κοριτσάς Γερβάσιο Ωρολογά (1895-1900), 

ο οποίος είχε μεγάλες ικανότητες και είχε συντελέσει σημαντικά στην ειρηνική συμβίωση της ελληνικής κοινότητας Κοριτσάς και στην αναχαίτιση της ρουμανικής κίνησης στη Μοσχόπολη.

Από την πλευρά τους ελάχιστοι υπήρξαν την εποχή αυτή και οι ικανοί Έλληνες διπλωματικοί εκπρόσωποι, οι οποίοι διακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Μακεδονία. Κύρια όργανα της άτολμης και χλιαρής ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην μακεδονική υπόθεση, οι περισσότεροι απ’ αυτούς περιορίζονταν στην υποβολή ορισμένων προτάσεων, όπως και οι προκάτοχοί τους, για τη βελτίωση της κατάστασης και την υιοθέτηση ορισμένων αποτελεσματικών, κατά την άποψή τους μέτρων.

Πολλοί επίσης πρόξενοι, όπως ο Ν. Μπέτσος στο Μοναστήρι, διοχέτευαν την δράστηριότητά τους κυρίως στη διατύπωση αλλεπάλληλων κατηγοριών κατά των «ανάξιων» Ελλήνων μητροπολιτών, οι οποίοι με τη σειρά τους καταφέρονταν εναντίον του επειδή ο ίδιος κατεύθυνε το εκπαιδευτικό έργο στη Βορειοδυτική Μακεδονία με απολυταρχικό τρόπο.

Ιων Δραγούμης
 Ως την άφιξη του Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι, τον Νοέμβριο του 1902, και την ανάληψη απ’ αυτόν ενός σημαντικού και υπεύθυνου έργου για την οργάνωση της ελληνικής αντίστασης, ο αξιολογότερος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία υπήρξε ο πρόξενος του Μοναστηριού Σταμάτης Κιουζές Πεζάς, ο οποίος προσπάθησε αρχικά να συμβιβάσει την κατάσταση εμμένοντας πιστά στο δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.

Υπέρμαχος της θεωρίας αυτής υπήρξε την εποχή αυτή ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Ευγ. Ευγενιάδης, ο οποίος συνεργάσθηκε στενά με τις τουρκικές αρχές του βιλαετιού για την καταδίωξη των βουλγαρικών
ανταρτικών σωμάτων.

Παρά τις αντίξοες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πάλεψε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Πεζάς, έχοντας ελάχιστα μέσα στη διάθεσή του —στερούνταν ακόμη και τις υπηρεσίες ενός γραμματέα και ενός διερμηνέα—, εργάσθηκε με πολύ ζήλο, εφιστώντας την προσοχή του ντόπιου βαλή στην τρομοκρατική δραστηριότητα της Εσωτερικής Οργάνωσης και αναπτύσσοντας πυκνές επαφές με τους Αλβανούς μπέηδες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, για να κερδίσει την συμπαράστασή τους.

Μητροπολίτης Καστοριάς
Γερμανός Καραβαγγέλης
Συνεργαζόμενος στενά με το μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, προετοίμασε το έδαφος για την άφιξη του Ίωνα Δραγούμη στο Μοναστήρι και έδωσε προτεραιότητα στη συσπείρωση των δυνάμεων του μακεδονικού ελληνισμού και στη συγκρότηση των κατατόπους εθνικών συνδέσμων. 

Κατάρτισε επίσης ένα πυκνό δίκτυο πληροφοριοδοτών, οι οποίοι κατόρθωσαν να εισχωρήσουν στις γραμμές του βουλγαρικού κομιτάτου και να του μεταδίδουν πολύτιμες ειδήσεις για την κίνηση των βουλγαρικών σωμάτων.

Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση για τη βελτίωση της θέσης του ελληνισμού της Μακεδονίας, ο Πεζάς επιμένει κυρίως στην ανύψωση της στάθμης των ελληνικών σχολείων και στην εφαρμογή ορθότερων τρόπων διδασκαλίας με την εισαγωγή του θεσμού της τακτικής επιθεώρησης των ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στην ίδρυση ιερατικών σχολών στην Καστοριά και στο μοναστήρι της Μπαρεσάνης και περισσότερων νηπιαγωγείων, στη σύσταση 4 τριμελών επιτροπών στην Κοζάνη, Καστοριά, Φλώρινα, Μοναστήρι για την οργάνωση του αγώνα και στη συγκρότηση ένοπλων ελληνικών σωμάτων για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών ομάδων.

Ο Πεζάς υπήρξε ο πρώτος Έλληνας διπλωματικός εκπρόσωπος της Μακεδονίας, ο οποίος, παρακάμπτοντας το ξεπερασμένο πια και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα δόγμα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, αντιλήφθηκε τον κίνδυνο στις πραγματικές διαστάσεις του και κατανόησε ότι μόνο η ένοπλη αντιστασιακή οργάνωση του μακεδονικού ελληνισμού θα ήταν δυνατό να μεταβάλει ευνοϊκά την κατάσταση. 

Αργότερα, και ένας άλλος συνάδελφός του στις Σέρρες, ο Ιωάν. Στουρνάρας, είχε επιμείνει, ανάμεσα σ’ άλλες προτάσεις του προς την ελληνική κυβέρνηση, στην αντίταξη βίας στη βία. 

Δυστυχώς η απορριπτική απάντηση του υπουργείου Εξωτερικών στις προτάσεις του Πεζά έδειξε ακόμη μια φορά την ηττοπάθεια της ελληνικής πολιτικής απέναντι στο κρίσιμο μακεδονικό πρόβλημα.


Η επίσημη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα κατά τη χρονική περίοδο 1878-1904 υπήρξε περισσότερο εσωτερική παρά εξωτερική, αφού προείχαν κυρίως τα κομματικά συμφέροντα.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις παραμέλησαν λόγω του Κρητικού ζητήματος τα συμφέροντα του ελληνισμού της Μακεδονίας και της Θράκης χωρίς να μπορέσουν να χαράξουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εθνικών επιδιώξεων.

Γεγονός είναι ότι το ελληνικό κράτος άργησε πολύ να επέμβει στην μακεδονική υπόθεση. Κάτω από έντονα προβλήματα κομματικών αγώνων, ανασυγκρότησης των οικονομικών και μεγάλων στρατιωτικών δαπανών, το ελληνικό κράτος εγκατέλειψε στην τύχη του τον μακεδονικό ελληνισμό και, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ν. Βλάχος, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η Μακεδονία θα παρέμενε άγνωστη, αν η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν αντικαθιστούσε την κρατική πρόνοια. Ακόμη και ο άλλοτε πρωθυπουργός Δεληγιάννης καταδίκαζε την αδράνεια και την σιωπηρή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στο μακεδονικό ζήτημα.

Η ελληνική πολιτική δυσπιστούσε στις επανειλημμένες προτάσεις της Πύλης για τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας με την Τουρκία.

Μολαταύτα η έντονη βουλγαρική δραστηριοποίηση στον μακεδονικό χώρο είχε παρακινήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις να διατηρούν κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα φιλικές σχέσεις με την Πύλη για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του βουλγαρικού κινδύνου. Πρόξενοι και μητροπολίτες υποδαύλιζαν τον ζήλο των τοπικών αρχών κατά των βουλγαρικών κομιτάτων.

Όμως το περίφημο δόγμα της ελληνοτουρκικής σύμπραξης, βασισμένο στην «άψογη» στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, το οποίο υπαγορεύ- θηκε από τις αλλεπάλληλες δυσμενείς συγκυρίες, όχι μόνο δεν οφέλησε τον μακεδονικό ελληνισμό, αλλά αντίθετα τον έβλαψε σημαντικά.

 Μόνοι τους λοιπόν οργανώνονται μετά το 1878 οι Έλληνες της Μακεδονίας, καταρτίζουν ανταρτικά σώματα και συγκροτούν αντιστασιακές εστίες, οι οποίες θα προλειάνουν το έδαφος για την ευνοϊκή έκβαση του μακεδονικού αγώνα. 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1880-1890 η επιδείνωση των σχέσεων πατριαρχείου- ελληνικών κυβερνήσεων και η διακοπή των εκπαιδευτικών χορηγημάτων προς τους αγωνιζόμενους Έλληνες της Μακεδονίας, δυσχέραναν ακόμη περισσότερο την θέση τους.

Βέβαια, στις αρχές του εικοστού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση αύξησε τις πιστώσεις για τα σχολεία της Μακεδονίας, πήρε μέτρα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, διάθεσε κονδύλια για τις ελληνικές μητροπόλεις και τα προξενεία της Βόρειας Μακεδονίας, φρόντισε να προωθηθούν κατάλληλα πρόσωπα σ’ όλους τους καίριους τομείς και προσκάλεσε στα 1901 τον άλλοτε οικουμενικό πατριάρχη Ιωακείμ Γ' να αναλάβει και πάλι το πατριαρχείο. 

Η εκλογή του συνδυάστηκε με τον διορισμό νέων ικανών μητροπολιτών σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία της Μακεδονίας.

Αλλά η φορά των πραγμάτων στη Μακεδονία γνώριζε ραγδαία εξέλιξη και κατέληξε αναπόφευκτα στην εξέγερση του Ίλιντεν, στις 20 Ιουλίου του 1903, η οποία αναμφισβήτητα είχε βουλγαρικό χαρακτήρα, αλλά θα ήταν ανέφικτη χωρίς την σύμπραξη του σλαβόφωνου και βλαχόφωνου ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας. 


Χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο ποσοστό των ξενόφωνων ελληνικών πληθυσμών του μακεδονικού χώρου εξαναγκάσθηκε να πάρει μέρος στην εξέγερση του Ίλιντεν κάτω από τη βιαιότητα και την υποχρεωτική στρατολόγηση των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων, αλλά δεν ήταν λίγοι και εκείνοι,

όπως οι μετέπειτα Έλληνες μακεδονομάχοι 
καπετάν Κώτας, 
Παύλος Κύρου, 
Αντώνης Ζώης, 
Πέτρος Σουγαράκης, κ
απετάν Στέφος και αρκετοί άλλοι, 
οι οποίοι συμμετείχαν αρχικά στο I. M.R.O.
 και είχαν πιστέψει πραγματικά ότι μόνο με την συνένωση του ελληνοβουλγαρικού στοιχείου της Μακεδονίας θα ήταν δυνατή η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. 

Οι τελευταίοι λοιπόν, κυρίως σλαβόφωνοι Έλληνες, διαδραμάτισαν έναν ενεργό ρόλο κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, η οποία σημαδεύθηκε από την καταστροφή πολλών χριστιανικών χωριών και κωμοπόλεων, έπειτα από το ξέσπασμα των τουρκικών αντιποίνων.

Μέσα σε δέκα μέρες από την έκρηξη του κινήματος που επεκτάθηκε μόνο στη Δυτική και Βορειοδυτική Μακεδονία και μετά την κατάληψη του Κρουσόβου από τα βασικότερα στελέχη του I.M.R.O., ολόκληρος ο ζωτικός αυτός γεωγραφικός χώρος παρουσίαζε πια μόνο ερείπια με αποκορύφωμα την καταστροφή του ελληνικού Κρουσόβου από τα τουρκικά στρατεύματα.

Αυτή ήταν και η τελευταία σελίδα του μακεδονικού ζητήματος πριν από την έναρξη της ένοπλης πάλης (1904-1908).

Σημαντική έξαρση παρουσίασε στα τέλη του 19ου αιώνα στον μακεδονικό χώρο και η σέρβική κίνηση, ύστερα μάλιστα από την απόφαση του πατριαρχείου να εισαγάγει τη χρήση της σλαβικής γλώσσας σε σλαβόφωνες κοινότητες, που υπάγονταν θεωρητικά έξω από τον γεωγραφικό χώρο των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων, μέτρο, το οποίο όμως επεκτάθηκε και στις σλαβόφωνες ελληνικές κοινότητες της Βόρειας Μακεδονίας.

Είναι βέβαια γνωστή η αρνητική θέση της επίσημης ελληνικής πολιτικής απέναντι σε οποίαδήποτε παραχώρηση προς τη σέρβική πλευρά πριν οι δύο κυβερνήσεις οριστικοποιούσαν με σχετικές συνεννοήσεις τους τις εδαφικές βλέψεις τους στη Μακεδονία.

Η φιλοσερβική στάση που υιοθέτησε η ρωσική πολιτική, κυρίως μετά το 1896, δηλαδή ύστερα από τη διάλυση της αυστροσερβικής συμμαχίας του 1882, καθώς και οι έντονες ρωσικές πιέσεις στο πατριαρχείο, συνέβαλαν αποφασιστικά στην εδραίωση των σερβικών διεκδικήσεων στον βόρειο μακεδονικό χώρο.

Το πατριαρχείο συνιστούσε ρητά στους μητροπολίτες του να συνεργάζονται στενά με τις σερβικές προξενικές αρχές στα Σκόπια και στη Θεσσαλονίκη για την προστασία των Σέρβων. 

Έτσι, στα 1895, το πατριαρχείο ευνόησε την παραχώρηση ελληνικής εκκλησίας της Θεσσαλονίκης στους Σέρβους και έδωσε την άδεια να τελείται η λειτουργία στα σλαβικά, αλλά οι ενέργειές του αυτές κάμφθηκαν κάτω από τις σφοδρές ελληνικές αντιδράσεις.

Χωρίς θετικά αποτελέσματα τελεσφόρησαν την εποχή αυτή οι σερβικές ενέργειες στις περιοχές Πελαγονίας, Μπογδάντσας, Γουμένισας, Γευγελής, Βοδενών, Βέροιας, Σερρών και Νευροκοπίου εφόσον έλειπε η εθνολογική βάση, επάνω στην οποία θα ήταν δυνατό να στηρίξει το έργο της η σέρβική κίνηση.

Μολαταύτα οι Σέρβοι πέτυχαν στα 1895 την έγκριση του πατριαρχείου για τη διδασκαλία της σερβικής γλώσσας στα ελληνικά σχολεία των σλαβόφωνων ελληνικών κοινοτήτων και πήραν την άδεια από τις τουρκικές αρχές για την ίδρυση σερβικών σχολείων στα 1896-1897 στις επαρχίες Βοδενών και Θεσσαλονίκης.

Στην επαρχία Πολυανής σημείωσαν επίσης προόδους με την ευνοϊκή στάση του εκεί πατριαρχικού εκπροσώπου, ο οποίος είχε επιτρέψει τη χρήση της σλαβικής γλώσσας στις ελληνικές εκκλησίες και τη σύσταση σερβικών σχολείων.

Η νέα φάση των επίσημων ελληνοσερβικών επαφών άρχισε στην Αθήνα στα 1899.

Το ελληνικό σχέδιο πρόβλεπε:
1) σφαίρα ελληνικής επιρροής προς Β. μέχρι τη γραμμή Νευροκοπίου-Μελενίκου-Περλεπέ-Κρουσόβου και Στρούγγας. Η σέρβική ζώνη θα εκτεινόταν προς Ν. μέχρι τη Ραδόβιστα, τα Βελεσά και τη Δίβρα.
 2) Η ελληνική κυβέρνηση θα χρησιμοποιούσε την επιρροή της στο πατριαρχείο για τον διορισμό Σέρβων μητροπολιτών στα Σκόπια, στην Πρισρένη, στα Βελεσά και στη Δίβρα. Σε αντιστάθμισμα η σέρβική κυβέρνηση θα αναλάμβανε την υποχρέωση να καταργήσει τα προξενεία της στις Σέρρες, τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι.
 3) Τα ελληνικά σχολεία στη σέρβική σφαίρα επιρροής και τα σέρβικά στην ελληνική ζώνη δεν θα επιχορηγούντν στο εξής από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες θα αναλάμβαναν να συνεργασθούν σ’ όλους τους τομείς.

Φιρμιλιανός Σκοπίων
(1852-1903)
Η εκλογή του Σέρβου μητροπολίτη Φιρμιλιανού στα Σκόπια το φθινόπωρο του 1899 και η απαρχή μιας νέας σερβοβουλγαρικής προσέγγισης στα 1900, κάτω από τη ρωσική παρότρυνση, έκαμαν όμως και πάλι ανέφικτη την πραγματοποίηση της ελληνοσερβικής συμφωνίας. 

Η τέλεση της εκκλησιαστικής λειτουργίας εκ περιτροπής στα σλαβικά και στα ελληνικά στην ελληνική μητρόπολη Σκοπίων, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1890-1900, είχε προκαλέσει τις έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής κοινότητας κατά του πατριαρχείου και είχε δημιουργήσει σοβαρές ελληνοσερβικές διαμάχες.

Ο διορισμός του Σέρβου μητροπολίτη Φιρμιλιανού στα Σκόπια και οι σερβικές αξιώσεις για την κατοχή της ελληνικής μητρόπολης, συναντούσαν τις σφοδρές αντιδράσεις των Ελλήνων των Σκοπίων και της επίσημης ελληνικής πολιτικής.

Είναι πραγματικά αδιάκοποι οι αγώνες που κατέβαλε η ακριτική ελληνική κοινότητα Σκοπίων, η οποία αρνήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα να δεχθεί την παρουσία του Φιρμιλιανού και να παραχωρήσει την εκκλησία της στους Σέρβους παρά τις πιέσεις του πατριαρχείου και αργότερα της ελληνικής κυβέρνησης.

Η οριστική λύση του Φιρμιλιάνιου ζητήματος συνδέθηκε άμεσα με το Κρητικό ζήτημα και τις ισχυρές ρωσικές πιέσεις που ασκήθηκαν στην ελληνική κυβέρνηση για την αναγνώριση του Σέρβου μητροπολίτη από την ελληνική κοινότητα Σκοπίων.

Πάντως ο διορισμός του Φιρμιλιανού στα Σκόπια θεωρήθηκε βαρύ πλήγμα και για την επίσημη βουλγαρική πολιτική και προκάλεσε σχετικές ελληνοβουλγαρικές επαφές. 

Η αναγνώριση Σέρβου επισκόπου στα Σκόπια ενδιέφερε τη Ρωσία αφενός, για να διατηρηθεί η ισορροπία ανάμεσα στη Σερβία και τη Βουλγαρία στον μακεδονικό χώρο και αφετέρου, για να αποτελέσει φραγμό στις αυστριακές βλέψεις στην Παλαιά Σερβία.

Μολονότι η επίσημη ελληνοσερβική προσέγγιση του 1899 δεν είχε καταλήξει σε ουσιαστικά αποτελέσματα, στον γεωγραφικό χώρο της Βορειοδυτικής Μακεδονίας ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Πεζάς πέτυχε στα 1901 να έλθει σε ανεπίσημη συμφωνία με τον Σέρβο συνάδελφό του Ρίστιτς. Σύμφωνα λοιπόν με το περιεχόμενο της συμφωνίας αυτής των δύο διπλωματικών εκπροσώπων, ο γεωγραφικός χώρος προς Β. του Περλεπέ και του Κρουσόβου θα ήταν ελεύθερος για τη δράση της σερβικής κίνησης και οι Έλληνες θα συνεργάζονταν εκεί με τους Σέρβους.
Νότια του Μοναστηριού θα απαγορευόταν οποιαδήποτε σέρβική δραστηριότητα και οι Σέρβοι θα συνεργάζονταν εκεί με τους Έλληνες. 

Στη μικτή γεωγραφική ζώνη, που περικλειόταν μεταξύ Περλεπέ-Κρουσόβου-Μοναστηρίου, θα επιβαλλόταν η ελληνοσερβική συνεργασία για την αναχαίτιση της βουλγαρικής κίνησης. Με βάση την παραπάνω συμφωνία ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού συμπαραστάθηκε στα 1901 τον Σέρβο συνάδελφό του στο ζήτημα της παραχώρησης των μονών στα σλαβόφωνα χωριά Σλέπτσε και Ζίρζε της Πελαγονίας. Στα 1902 εμποδίσθηκε η σέρβική διείσδυση στο Ράκοβο (Κρατερό) καθώς και η ίδρυση σερβικού σχολείου στην ελληνική συνοικία του Κρουσόβου.

 Ο Πεζάς διέβλεπε μολαταύτα ότι οι σοβαρές δυσχέρειες για την πραγματοποίηση της ελληνοσερβικής προσέγγισης προέρχονταν κυρίως από τις υπερβολικές αξιώσεις των Σέρβων.

Αλλά και οι ρουμανικές ενέργειες στη Μακεδονία συναντούσαν τη σφοδρή αντίδραση των Ελληνοβλάχων των κατατόπους βλαχόφωνων κοινοτήτων της Βορειοδυτικής κυρίως Μακεδονίας.

Η ρουμανική κυβέρνηση κατανοούσε πια το άσκοπο της πολιτικής στάσης της στη Μακεδονία και την οριστική αποτυχία της ρουμανικής κίνησης τόσο στον εκκλησιαστικό όσο και στον εκπαιδευτικό τομέα, όπως επεσήμανε σε υπόμνημά του στα 1901 ο Ρουμάνος επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου Lasaresco Lecanta, ο οποίος υπογράμμιζε παράλληλα το υψηλό επίπεδο της ελληνικής παιδείας στον μακεδονικό χώρο παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

 Στα 1900 υπογράφτηκε στο Βουκουρέστι ελληνορουμανική εμπορική σύμβαση και την επόμενη χρονιά ακολούθησε η διπλωματική προσέγγιση των δύο κρατών, η οποία συνέβαλε κάπως στην επανασύνδεση των σχέσεών τους.
Σταδιακή και βαθμιαία πρόοδο παρουσιάζει στα τέλη του 19ου αιώνα η αλβανική κίνηση στο βιλαέτι του Μοναστηριού.

Οι αλβανικές αξιώσεις στο γεωγραφικό αυτό τμήμα της Μακεδονίας περιγράφονται σε μακροσκελές υπόμνημα του αλβανικού συνδέσμου, το οποίο υποβλήθηκε στα 1896 στους διπλωματικούς εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων και στα ευρωπαϊκά προξενεία. Στο υπόμνημα αυτό επισημαίνεται ανάμεσα σ’ άλλα σημεία η «αλβανική» καταγωγή των πληθυσμών των βιλαετίων Μοναστηριού, Κοσόβου, Ιωαννίνων και Σκούταρι και επιζητείται η συγχώνευσή τους σ’ ένα βιλαέτι με επικεφαλής ένα Αλβανό βαλή και με πρωτεύουσα το Μοναστήρι. Αξιόλογη δραστηριότητα παράλληλα με τον αλβανικό σύνδεσμο «Drita» του Βουκουρεστίου, είχε αναλάβει και η «Ditorija», η οποία είχε σκοπό την αφύπνιση της εθνικής αλβανικής συνείδησης και την ίδρυση ανεξάρτητου αλβανικού κράτους. Ο σύνδεσμος αυτός, αν και αντιμαχόταν ουσιαστικά την ακεραιότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρούσε, έστω και επιφανειακά, φιλικές σχέσεις με την Πύλη. Η «Ditorija» δεν είχε την υλική συμπαράσταση του ρουμανικού κράτους. Ανάμεσα στα μέλη της συγκαταλέγονταν όμως πλούσιοι και πολυάριθμοι Αλβανοί του Βουκουρεστίου, οι οποίοι είχαν συγγενείς στην Αλβανία. Σημαντική ώθηση στην καλλιέργεια της αλβανικής εθνικής συνείδησης έδωσε επίσης στα τέλη του 19ου αιώνα και η προτεσταντική κίνηση με κύριους φορείς την Αμερικανική Ευαγγελική Εκκλησία και τους Άγγλους και Σκώτους μισιοναρίους, οι οποίοι είχαν την έδρα τους στο Μοναστήρι. Η αμερικανική προτεσταντική κίνηση ίδρυσε στα τέλη της δεκαετίας 1880-1890 εκκλησία και σχολείο στην Κοριτσά με τη συμπαράσταση της επίσημης αυστριακής πολιτικής.


Δεν υπάρχουν σχόλια: