Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

H βουλγαρική εξεγέρση του Προφήτη Ηλία-Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Ilinden-Preobraschenie, Илинденско-Преображенско въстание ) του 1903.

Η  σημαία της επαναστατικής Επιτροπής
Μακεδονίας Αδριανούπολης
 του 1903 στο Λόζενγραντ,
Σαράντα Εκκλησίες Θράκη.

Η εξέγερση του Ίλιντεν-Πρεομπράζνιε, 
Προφήτη Ηλία-Μεταμόρφωσης Σωτήρος, 
Ilinden-Preobraschenie, 
Илинденско-Преображенско въстание.


Για την 20η Ιουλίου ημέρα εορτής του Προφήτου Ηλία και την
6η Αυγούστου εορτή Μεταμόρφωσης του Σωτήρος 
του έτους 1903
 η Βουλγαρική Επαναστατική Επιτροπή Μακεδονίας Αδριανούπολης 
από κοινού με την
 Ανώτατη Επιτροπή Μακεδονίας Αδριανούπολης γνωστή ως Βερχόβεν 
είχαν αποφασίσει εξέγερση με δυο εστίες.

Η μια στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στο Βιλαέτι Μοναστηρίου και μια στο Βιλαέτι Αδριανούπολης στη Στράτζα.

Και η δυο με διαφορά λίγων ημερών.

Θεωρούμε ότι κακώς αναφέρεται ως εξέγερση μόνον του Ίλιντεν-Ήλιντεν 
γιατί δίνει την λανθασμένη εικόνα μια μόνο "μακεδονικής" εξέγερσης 
Η σημαία της εξέγερσης  του 1903
στη Θράκη

Ελευθερία η Θάνατος
Свобода или смърт

Επιπλέον κακώς αναφέρεται η ΕΜΕΟ-ΒΜΡΟ ως η υπεύθυνη για την εξέγερση.

Η οργάνωση ΕΜΕΟ-ΒΜΡΟ
 (Вътрешна македонска революционна организация)
είναι μεταγενέστερη της αρχικής 

Βουλγαρικής Επαναστατικής Επιτροπής Μακεδονίας και Ανδιανούπολης
(
Вътрешна македоно-одринска революционна организация)


Τι σύνθημα και στα δυο κέντρα ήταν Ελευθερία η θάνατος.




Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου
"Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας 
(1830-1912)"
(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna)

Η Μακεδονία κατά την εξέγερση του Ίλιντεν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις αρχές του 1903 πολλαπλασιαστή καν αισθητά οι ενδείξεις για την έκρηξη της επικείμενης βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία καθώς συνεχίζονταν οι προετοιμασίες με πυρετώδη ρυθμό. 

Οι χειμερινοί μήνες έδιναν στη βουλγαρική Οργάνωση τη δυνατότητα ν’ αναπτυχθεί περισσότερο και να τελειοποιήσει την επαναστατική της δραστηριότητα. 

Αμφίβολο όμως παρέμενε ακόμη το μέγεθος του επαναστατικού κινήματος 
γιατί ήταν άγνωστο,
αν θα κατόρθωναν τελικά τα βουλγαρικά σώματα να εξαναγκάσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει κατά των Τούρκων. 

Μεγάλες μάζες των εξαρχικών πληθυσμών της Βόρειας Μακεδονίας, καταδικασμένες εδώ και αρκετά χρόνια σ’ ένα μόνιμο καθεστώς κοινωνικής και οικονομικής εξαθλίωσης, στρατολογούνταν με βίαιες και καταναγκαστικές μεθόδους από τα βουλγαρικά κομιτάτα και έπειτα υπέφεραν τα πάνδεινα από τις βιαιοπραγίες των τουρκικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, 
όπως φάνηκε καθαρά κατά τη βουλγαρική εξέγερση της Άνω Τζουμαγιάς στα 1902. 

Το ηθικό και η εμπιστοσύνη ορισμένων εξαρχικών της Βόρειας Μακεδονίας στις βουλγαρικές επαγγελίες είχαν κλονιστεί σημαντικά. 
Αντίθετα άλλοι ήταν ενθουσιασμένοι και θεωρούσαν τη γενική εξέγερση σαν ιδανική λύση για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού . 

Από τους συμπαγείς όμως σλαβόφωνους ελληνικούς και ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, οι οποίοι στη μεγαλύτερη τους πλειοψηφία αποστρέφονταν τις βουλγαρικές ενέργειες, συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν κυρίως εκείνοι που σύρθηκαν με τη βία στα βουνά και στις πόλεις, για ν’ αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό. 

Και όσοι ακόμη πίστεψαν στην απελευθέρωση του χριστιανικού πληθυσμού από τον τουρκικό ζυγό και πολέμησαν στο πλευρό των Βουλγάρων,
Ο Μακεδονάχος Οπλαρχηγός
 εκ Μοναστηρίου
Αντώνιος Ζώης.
 αμέσως μετά την εξέγερση του Ίλιντεν 
διαχώρισαν τη θέσή τους και 
κατατάχθηκαν στα ελληνικά ανταρτικά σώματα του μακεδονικού αγώνα, 
όπως είχε συμβεί με το Μοναστηριώτη Αντώνη Ζώη και το Μοριχοβίτη Πέτρο Σουγαράκη. 

Τη μέθοδο της καταναγκαστικής στρατολόγησης του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν αρχίσει να εφαρμόζουν συστηματικά και με εντατικό ρυθμό τα βουλγαρικά ανταρτικά σώματα στις αρχές του 1903  οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων κατοίκων στη σφαγή και δημιουργώντας την εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ότι επρόκειτο για μια αθρόα εξέγερση ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμιακού στοιχείου του μακεδονικού χώρου.

Με το πέρασμα του χρόνου καταρτίζονταν ολοένα και περισσότερα ανταρτικά σώματα, τα οποία κατακερματίζονταν σε μικρότερες ομάδες και διασκορπίζονταν έπειτα σε διάφορες γεωγραφικές περιφέρειες της Μακεδονίας. 
Κατά τις νυχτερινές ασκήσεις τους έσπερναν τον πανικό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Γουμένισσας, των Βοδενών, των Γιανιτσών και της Γευγελής, οι οποίοι ήταν τόσο θορυβημένοι ώστε δεν τολμούσαν να δίνουν ειλικρινείς απαντήσεις ακόμη και στις ερωτήσεις των Ελλήνων προξένων και των μητροπολιτών και από φόβο δήλωναν ότι δεν είχαν κανένα παράπονο . 

Αντίθετα στο βιλαέτι Μοναστηριού πολυάριθμοι Έλληνες πρόκριτοι, δάσκαλοι και ιερείς της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, οι οποίοι προέρχονταν από τα σλαβόφωνα χωριά 
Ολέβενη, 
Κάνινο, 
Ζιάμπανη, 
Λάζετς, 
Γραδέσνιτσα, 
Κιρκλίνο, 
Βελουσίνα, 
Λισολάϊ, 
Ζέλοβο, 
Μπροντ, 
Σταράβινα, 
Μπάνιτσα (Βεύη), 
Ζαμπέρδενη, 
Κρούσορατ (Αχλάδα), 
Ράκοβο, 
Κλαμπουτσίστα (Πολυπλάτανος), 
Κλέστινα (Ανω Κλειναί) και 
Κλαδοράπη (Κλαδοράχη), 
περιέγραφαν με μελανά χρώματα στον Έλληνα πρόξενο του Μοναστηριού τις συνθήκες που επικρατούσαν στις περιοχές τους. 

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους, μικρές ομάδες ανταρτών εισέβαλαν καθημερινά στα χωριά τους, διανυκτέρευαν εκεί και υποχρέωναν τους Έλληνες κατοίκους να πληραίνουν 3 λίρες ο καθένας ισχυριζόμενοι ότι το ελληνικό κράτος ενέκρινε τις ενέργειές τους και τους απαγόρευαν ν’ απευθύνονται για οποιαδήποτε υπόθεσή τους στις τουρκικές αρχές, όπως συνέβαινε στη Βελουσίνα, όπου το σώμα του Γιοβάντσου κυριαρχούσε. 

Στη Μπάνιτσα βουλγαρικό σώμα ξεσήκωνε τους κατοίκους και προσπαθούσε να προσελκύσει με βίαια μέσα τους Έλληνες στην Εξαρχία. 

Παρόμοιο φαινόμενο παρατηρούνταν και στη Βελουσίνα, όπου οι Έλληνες χωρικοί αρνούνταν κατηγορηματικά να υποκύψουν στους εκβιασμούς των βουλγαρικών σωμάτων . 

Στο χωριό Σάρπτσι, που απείχε δύο ώρες μακριά από το Μοναστήρι, δολοφονήθηκε τον Απρίλιο του 1903 ο Έλληνας ιερέας και ένας πρόκριτος . 

Σθεναρή άμυνα πρόβαλαν οι κάτοικοι του χωριού Μπίτουσα (Παρόρι) με επικεφαλής τον πρόεδρο της ελληνικής κοινότητας Λάζαρο Ανδρεάδη και τον ιερέα Ηλία Παπαδόπουλο

Στα χωριά Ρούδνικ, Πεσόσνιτσα (Αμμοχώρι), Βέρμπιανη (Ιτιά) και Κόττορι (Άνω και Κάτω Υδρούσα) οι Έλληνες ιερείς εξαναγκάζονταν να τελούν την εκκλησιαστική λειτουργία στα βουλγαρικά κάτω από την τυραννική παρουσία του Δαβίδωφ και του Τσακαλάρωφ. 

Στο χωριό Ψάνιστα του Περλεπέ εικοσαμελής βουλγαρική ομάδα με επικεφαλής τον Τάλε εκβίαζε τους κατοίκους του, για να παραδώσουν τα τρόφιμά τους.
Στο Τσάπαρι οι Έλληνες κάτοικοι βρίσκονταν σε μεγάλη ανησυχία και περνούσαν τις νύχτες τους άγρυπνοι.
Στη Ρέσνα οι τρομοκρατημένοι Έλληνες αναγκάζονταν να συνεργάζονται με τα βουλγαρικά σώματα .
Σε μια ύστατη προσπάθειά τους ν’ αποφύγουν τη συμμετοχή τους στο βουλγαρικό επαναστατικό κίνημα και να γλιτώσουν από τις τουρκικές βιαιοπραγίες,
οι Έλληνες διαφόρων περιοχών του βιλαετιού Θεσσαλονίκης, που είχαν περάσει με τη βία στην Εξαρχία, άρχισαν από τον Απρίλιο του 1903 ν’ απευθύνονται στους κατά τόπους μητροπολίτες και στις ντόπιες τουρκικές αρχές και να ζητούν και πάλι την επιστροφή τους στο πατριαρχείο.

 Και αυτό μόνο το γεγονός αποδεικνύει, όπως συμπεραίνει ο Αυστριακός πρόξενος της Θεσσαλονίκης, ότι ο ενθουσιασμός του χριστιανικού πληθυσμού δεν ήταν με κανένα τρόπο αυθόρμητος και εκούσιος καθώς επιδίωκε να τον παρουσιάσει η βουλγαρική Οργάνωση .

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μαρτυρία ότι οι Έλληνες Μοναστηριώτες, αποφασισμένοι οριστικά πια ν’ αντιδράσουν δυναμικά στις βουλγαρικές ενέργειες -το Μάρτιο σημειώθηκε νέα αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του Μοναστηριώτη προκρίτου Χρήστου Δούμα, επειδή αρνήθηκε να πληρώσει χρηματικό ποσό που του επέβαλαν τα κομιτάτα -, προειδοποίησαν για πρώτη φορά τους Βουλγάρους του Μοναστηριού ότι για κάθε Έλληνα που δολοφονούνταν, θα εξόντωναν στο εξής 2 συμπατριώτες τους .

Ακόμη και στην Αχρίδα οι λιγοστές (30) ελληνικές οικογένειες, απελπισμένες από τη δραματική αυτή κατάσταση, ήταν έτοιμες να αντιτάξουν ένοπλη άμυνα στη βουλγαρική βία .

Στον κεντρικό χώρο του βιλαετιού Θεσσαλονίκης η βουλγαρική Οργάνωση δεν διέθετε ακόμη τα απαραίτητα λαϊκά ερείσματα για την πραγματοποίηση της γενικής εξέγερσης. 
Ειδικότερα στην περιοχή της Δοϊράνης, παρά την πυρετώδη κινητοποίηση των βουλγαρικών σωμάτων, το έδαφος φαινόταν ότι δεν είχε προετοιμαστεί ακόμη κατάλληλα.

 Στον καζά Γιανιτσών τα σώματα του Αργύρη, του Αποστόλη, του Γιοβάνη και του Τρέντσου δρούσαν μόνο στο βορειοανατολικό τμήμα του. 

Ανάμεσα στις πολυάριθμες τρομοκρατικές ενέργειές τους μνημονεύεται στις 4 Μαρτίου του 1903 η άγρια κακοποίηση δύο Ελλήνων προκρίτων της Κρίβας, γιατί αρνήθηκαν να γίνουν Βούλγαροι  και η σύλληψη του Έλληνα ιερέα στον ίδιο χώρο . 
Τσέτα Τσερνοπέεφ ( Христо Чернопеев)

Στον καζά της Στρώμνιτσας η κατάσταση χειροτέρευε καθημερινά και η παρουσία των βουλγαρικών σωμάτων, με επικεφαλής τον Τσερνοπέεφ, γινόταν ολοένα και περισσότερο αισθητή στα διάφορα χωριά . 



Οι δραστήριοι Βούλγαροι αρχηγοί, πολλοί από τους οποίους είχαν αποφυλακιστεί στις αρχές του 1903 μετά την παροχή γενικής αμνηστίας από την Πύλη, ενθαρρυμένοι από τη νέα κατάσταση, σχημάτιζαν νέους ανταρτικούς πυρήνες , διέδιδαν με φανατισμό ότι σύντομα θα κηρυσσόταν η αυτονομία της Μακεδονίας και υπόσχονταν στους Έλληνες ότι, αν συνεργάζονταν μαζί τους, θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη θρησκεία, τη γλώσσα και τα σχολεία τους.


Φοροεισπράκτορες των βουλγαρικών κομιτάτων διέσχιζαν ολόκληρες περιοχές του καζά της Στρώμνιτσας και υποχρέωναν τους κατοίκους σε συνεχείς εισφορές, οι οποίες είχαν αγανακτήσει ακόμη και τους εξαρχικούς αλλά ιδιαίτερα εκείνοι δεν τολμούσαν ν’ αντιδράσουν. 


Ενώ λοιπόν προαισθάνονταν όλοι ότι η γενική εξέγερση πλησίαζε, πολλοί χωρικοί μετέφεραν τρόφιμα, για να καλύψουν τις ανάγκες τους στις μέρες της μεγάλης αναταραχής. 

Επικρατούσαν οι φήμες ότι θα επακολουθούσαν σφαγές Ελλήνων από Βουλγάρους, που θα ήταν μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους ή Βασιβουζούκους .

Στα ελληνικά χωριά του καζά Βοδενών δρούσαν στις αρχές του 1903 τα ντόπια βουλγαρικά σώματα του Λάζου και του Γκιόσε, τα οποία διαβεβαίωναν τους κατοίκους ότι θα μπορούσαν να παραμείνουν πατριαρχικοί, αν συνεργάζονταν μαζί τους, για να ελευθερώσουν τη Μακεδονία από τον τουρκικό ζυγό . 

Έχοντας εξασφαλισμένη την αδράνεια της τουρκικής διοίκησης με τη δωροδοκία του διεφθαρμένου καϊμακάμη των Βοδενών Σουκρή μπέη , τα βουλγαρικά σώματα υποχρέωναν τους Έλληνες να πληρώνουν τακτικές μηνιαίες εισφορές. 


Στον καζά της Γευγελής, όπως και στις περιοχές γύρω από τη Στρώμνιτσα, η κατάσταση υπήρξε απελπιστική για τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να συντηρούν τους άντρες των βουλγαρικών ομάδων γιατί οι οικονομικοί πόροι των εξαρχικών είχαν εξαντληθεί . 


Καθημερινά στρατολογούνταν με τη βία και νέοι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί, στους οποίους δινόταν η υπόσχεση ότι μελλοντικά, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, θα δικαιούνταν μια έκταση γης και τα χρέη τους θα παραγράφονταν  


Στις αρχές του Ιουνίου (1903) το σώμα του Γιοβάνη εισέβαλε στη Λούμνιτσα, περικύκλωσε τα σπίτια των Ελλήνων Τάντσιου Βλάϊκου και του δάσκαλου Δ. Παπαγεωργίου, συνέλαβε τους γιους του πρώτου, Γεώργιο και Βασίλειο, και τους θανάτωσε με απάνθρωπο τρόπο. 


Στο σπίτι του Δ. Παπαγεωργίου που απούσιαζε την ώρα εκείνη, διέρρηξαν την πόρτα του δωματίου, όπου ήταν κλεισμένοι η γυναίκα του και τα 6 ανήλικα παιδιά του, βασάνισαν τη γυναίκα του, για να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της και τελικά έφυγαν, αφού απέσπασαν απ’ αυτήν σημαντικό χρηματικό ποσό. 


Ύστερα από λίγες μέρες ο Έλληνας δάσκαλος πήρε την οικογένειά του και κατέβηκε στη Γευγελή μαζί με άλλες οικογένειες, για να ζητήσει την προστασία των ντόπιων τουρκικών αρχών .


Κυριότερος μοχλός της βουλγαρικής Οργάνωσης στους καζάδες της Στρώμνιτσας, της Δοϊράνης και της Γευγελής, υπήρξε ο Βούλγαρος επίσκοπος της Στρώμνιτσας Γεράσιμος, ο οποίος κατεύθυνε τη δραστηριότητα των κομιτάτων σ’ ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του γεωγραφικού χώρου τής Μακεδονίας 
 Ο Γεράσιμος είχε στη διάθεσή του σημαντικά ποσά και κατά τους μήνες Ιανουάριο Φεβρουάριο του 1903 είχε εξαργυρώσει επιταγές αξίας 2.000 λιρών στο όνομα του διερμηνέα του ρωσικού προξενείου Θεσσαλονίκης Χατζημίσεφ . 

Αξιοσημείωτη δραστηριότητα ανέπτυσσαν επίσης οι Βούλγαροι εμπορικοί πράκτορες της Μακεδονίας, 

ο Σοπόφ στη Θεσσαλονίκη, 
ο Κολούσεφ στο Μοναστήρι, 
ο Γιουρούκωφ στις Σέρρες, 
οι οποίοι οργάνωναν και κατεύθυναν τις βουλγαρικές ενέργειες και παράλληλα ενημέρωναν τις ευρωπαϊκές προξενικές αρχές για τις τουρκικές ωμότητες. 

Χαρακτηριστικά είναι όσα είχε δηλώσει στο Σέρβο γενικό πρόξενο της Θεσσαλονίκης ο Βούλγαρος εμπορικός πράκτορας των Σερρών: 

«Οι Τούρκοι έχουν τη μέρα, εμείς τη νύχτα. 
Στους Τούρκους αφήνουμε τις πεδιάδες, εμείς έχουμε τα βουνά».

  Η αυξανόμενη δραστηριότητα των βουλγαρικών σωμάτων σ’ ολόκληρο το βόρειο χώρο της Μακεδονίας και η απαρχή νέων σφοδρών συγκρούσεών τους με τουρκικά αποσπάσματα, που εντάθηκαν ιδιαίτερα τον Απρίλιο του 1903  και θεωρήθηκαν σαν έμμεση απάντηση της βουλγαρικής Οργάνωσης στις επικείμενες μεταρρυθμίσεις της Πύλης , επέτειναν τις φήμες για την ώρα του γενικού ξεσηκωμού του χριστιανικού πληθυσμιακού στοιχείου της Μακεδονίας. 

Τον ίδιο μήνα φάνηκε καθαρά πως η εφαρμογή του σχεδίου για την πραγματοποίηση της βουλγαρικής εξέγερσης βρισκόταν ήδη στο αρχικό στάδιο. 

Οι βουλγαρικές βομβιστικές ενέργειες μέσα στη Θεσσαλονίκη σκόρπισαν τον πανικό στους κατοίκους της πόλης, είχαν αρκετά ελληνικά θύματα και προκάλεσαν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου και τις αθρόες συλλήψεις πολλών Βουλγάρων. 

Η κήρυξη του στρατιωτικού νόμου στη Θεσσαλονίκη χαρακτηρίστηκε από το ντόπιο βαλή «manque dintelligence» εκ μέρους της Πύλης, αφού, κατά τη γνώμη του, το μέτρο εκείνο θα έπρεπε να ισχύσει και στα τρία βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηριού και του Κοσόβου. 


Κρίνοντας τον αντίκτυπο των βουλγαρικών ενεργειών της Θεσσαλονίκης στο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, ο Άγγλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης Alfred Biliotti, σ’ επιστολή του της 7ης Μαίου του 1903, συμπεραίνει ότι οι πρόσφατες βουλγαρικές δυναμιτιστικές ενέργειες στη Θεσσαλονίκη ήταν άμεση συνέπεια της ηθικής συμπαράστασης που παρείχαν στο βουλγαρικό κίνημα, εδώ και τέσσερα χρόνια, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και ο Τύπος .

Τα Απριλιανά του 1903

Τα θλιβερά γεγονότα που προκλήθηκαν στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1903, είχαν ανάλογο αντίκτυπο και στο βιλαέτι του Μοναστηριού , όπου οι τουρκικές αρχές άρχισαν να παίρνουν προληπτικά αυστηρά μέτρα σε βάρος του βουλγαρικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στο Μοναστήρι και στον Περλεπέ .
Έντονες φήμες κυκλοφορούσαν στις αρχές Μαΐου στο Μοναστήρι, που πιθανολογούσαν το ξέσπασμα της γενικής εξέγερσης. 
Το γεγονός αυτό ερέθισε ιδιαίτερα τα οξυμμένα ήδη πνεύματα των μουσουλμάνων κατοίκων  της πόλης και ο τουρκικός στρατός απέκλεισε τους κεντρικούς δρόμους του Μοναστηριού, για να προλάβει αιματηρά γεγονότα. Μολαταύτα η λήψη δραστικών μέτρων δεν απέτρεψε'την πρόκληση ενός ασήμαντου επεισοδίου ανάμεσα σ’ ένα μουσουλμάνο και ένα Βούλγαρο κάτοικο του Μοναστηριού, το οποίο όμως έδωσε αφορμή για τη γενίκευση της αναταραχής και την πρόκληση σοβαρών επεισοδίων με νεκρούς και τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ορισμένοι Έλληνες.

Ο μουσουλμανικός πληθυσμός βρίσκεται τώρα σε συνεχή επαγρύπνηση καθώς εντείνονται οι φήμες για την επικείμενη βουλγαρική επίθεση κατά της πρωτεύουσας του βιλαετιού Μοναστηριού .

Η τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία στα 1903, έδωσε το γενικό έναυσμα για την εξαπόλυση αιματηρών τουρκικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου. 
Οι μεμονωμένες τουρκικές βιαιοπραγίες που παρατηρήθηκαν σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία μετά το 1878, εντείνονται τώρα περισσότερο παρά ποτέ και παίρνουν πολύ ανησυχητικές διαστάσεις προκαλώντας αλγεινή εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. 
Χωρίς να κάμουν διάκρίση, ανάμεσα σε αθώους και ενόχους, Έλληνες και Βούλγαροι της Μακεδονίας υφίστανίαι στα 1903 τη σκληρή τουρκική καταπίεση . 

Έτσι στα τέλη Απριλίου βουλγαρικό σώμα από 16 αντάρτες με επικεφαλής το βοεβόδα Γιώργη, εισέδυσε στο ελληνικό χωριό Λέσκοβατς (Λεπτοκαρυά) κοντά στη Φλώρινα, το οποίο περικυκλώθηκε την επομένη από τουρκικό στρατό. 


Πριν γενικευθεί η συμπλοκή, δόθηκε η άδεια στα γυναικόπαιδα να εγκαταλείπουν το χωριό τους. Στις 27 Απριλίου ο Βούλγαρος Τάνε και το σώμα του εμφανίστηκε στο ελληνικό χωριό Χασάν Ομπά στην πεδιάδα του Μοναστηριού.


 Η άφιξη τουρκικού στρατιωτικού αποσπάσματος στο χωριό δημιούργησε μεγάλη αναταραχή στο ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. 

Την άλλη μέρα αντιπροσωπεία των Ελλήνων κατοίκων έφτασε στο Μοναστήρι και διαμαρτυρήθηκε στους διπλωματικούς εκπροσώπους του ελληνικού κράτους και των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τη βίαιη συμπεριφορά των τουρκικών στρατευμάτων . 

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΣΜΑΡΔΕΣΙ (ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΓΗΣ).


Αλλά και σε άλλες περιοχές των βιλαετίων Μοναστηριού και Θεσσαλονίκης σημειώνονται αλλεπάλληλες βιαιοπραγίες σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων, πολλοί από τους οποίους συλλαμβάνονται αυθαίρετα και φυλακίζονται, όπως στο Σμάρδεσι, στο Κωστενέτσι (Ιεροπηγή), στο Βερνίκι, στη Βεμπέλη, στη Λαμπανίτσα, στη Ντύμπενη και στο Γέρμα .

Η τυραννική παρουσία των Βουλγάρων αρχηγών Τσακαλάρωφ και Σαράφωφ το Μάιο του 1903 στο χωριό Σμάρδεσι (Κρυσταλλοπηγή), όπου ζούσαν 345 οικογένειες, από τις οποίες οι μισές ήταν ελληνικές , υπήρξε η βασική αφορμή για την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού υστέρα από αλλεπάλληλες σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στον τουρκικό στρατό και στα βουλγαρικά σώματα. 

Ο απολογισμός της καταστροφής υπήρξε 150 νεκροί και 70 περίπου τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και αρκετοί Έλληνες. 

Από τις αρχές κιόλας του 1903 ο ελληνισμός στο Σμάρδεσι υπέφερε πολλά δεινά από τη δράση των βουλγαρικών σωμάτων ύστερα μάλιστα από τη στυγερή δολοφονία της αδελφής του Έλληνα ιερέα παπα Γερμανού από τον Τσακαλάρωφ,
ο οποίος διέδιδε ότι οι Έλληνες ήταν «οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι των Βουλγάρων ακόμη και πιο επικίνδυνοι από τους Τούρκους». 

Μόλις τρεις μέρες μετά την καταστροφή του χωριού —μόνο 20-25 σπίτια έμειναν τελικά όρθια — κάποιος Έλληνας κάτοικός του, του οποίου είχε τραυματιστεί η γυναίκα του, ο αδελφός του και τα δυό παιδιά του, κατόρθωσε να ειδοποιήσει κρυφά το μητροπολίτη της Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος έστειλε ένα γιατρό στο Σμάρδεσι.

 Παράλληλα ο Ίων Δραγούμης έκαμε έντονα διαβήματα προς τον γενικό διοικητή του Μοναστηριού και κατάγγειλε την ανθελληνική στάση του Άγγλου υποπρόξενου του Μοναστηριού.
Ανάμεσα στα ελληνικά θύματα του Σμάρδεσι συγκαταλέγονταν ο ιερέας Βασίλειος, ο οποίος είχε αρνηθεί να γίνει εξαρχικός και να υπογράψει σχετική αναφορά του Τσακαλάρωφ, ο Παναγ. Καράντζας, ο επίτροπος της ελληνικής κοινότητας Αθανάσιος και ο προκάτοχός του Απόστολος, ο έφορος των ελληνικών σχολείων Παντελής Ράτου, ο Παντελής Κοροβέσης, ο Βέντσος και άλλοι.

Ο Βασίλ Τσακαλάρωφ-Васил Чекаларов и Пандо Кляшев с другари

Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά την καταστροφή του χωριού από τον τουρκικό στρατό ο Τσακαλάρωφ επέστρεψε και πάλι στο Σμάρδεσι και έκαψε την ελληνική εκκλησία και το ελληνικό σχολείο. 

Ο Κώτας βρισκόταν τότε στη Μπρέσνιτσα με 23 άνδρες και μόλις πληροφορήθηκε ότι ο Βούλγαρος αρχηγός κατευθυνόταν μετά το Σμάρδεσι στο χωριό εκείνο, ειδοποίησε τους Έλληνες κατοίκους του Ζελόβου, οι οποίοι ενώθηκαν μαζί του και περίμεναν να αιφνιδιάσουν τον Τσακαλάρωφ. 


Το σχέδιό τους προδόθηκε όμως από δύο εξαρχικούς της Μπρέσνιτσας και απέτυχε.
Η καταστροφή στο Σμάρδεσι υπήρξε ένα από τα θλιβερότερα γεγονότα που σημάδεψαν το χρονικό διάστημα, το οποίο μεσολαβεί ως την εξέγερση του Ίλιντεν.

 Ολόκληρος ο ελληνισμός της Βορειοδυτικής Μακεδονίας συνταράχθηκε από την τραγική είδηση207. Η μόνιμη παρουσία του Σαράφωφ, του Τσακαλάρωφ και άλλων Βουλγάρων αρχηγών στις περιοχές της Καστοριάς, της Φλώρινας, των Πρεσπών, του Μοριχόβου και του Μοναστηριού υπήρξε ιδιαίτερα μισητή στους ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα κατάγγελναν στις τουρκικές αρχές τις κινήσεις των βουλγαρικών σωμάτων.

 Όλοι οι κάτοικοι της Ντύμπενης και του Σμάρδεσι, πατριαρχικοί και εξαρχικοί, θεωρούσαν την παρουσία του Τσακαλάρωφ στα χωριά τους ανεπιθύμητη.

 Η δραστηριότητα των βουλγαρικών σωμάτων εντάθηκε περισσότερο τον Ιούνιο του 1903, όταν πια πλησίαζε από στιγμή σε στιγμή η ώρα της εξέγερσης.
 Έτσι, όταν οι Έλληνες κάτοικοι του Ράκοβου (Κρατερό) αρνήθηκαν κατηγορηματικά να υποστηρίξουν τις βουλγαρικές ενέργειες, απειλήθηκε να καταστραφεί το χωριό τους.

Δολοφονήθηκαν όμως ο Έλληνας ιερέας, δύο πρόκριτοι και κακοποιήθηκαν άλλοι πέντε συμπατριώτες τους.

Η βουλγαρική τσέτα του Σλαβεϊκο Αρσώφ
Славейко (Славко) Арсов Кикиритков 

 Στη Μηλόβιστα το σώμα του Άρσωφ απήγαγε τον Ιούνιο τον Έλληνα έφορο των σχολείων Γάκη Μουλά και ζήτησε λύτρα από την οικογένειά του, η οποία έσπευσε αμέσως ν΄ ανταποκριθεί στο αίτημα, αλλά οι Βούλγαροι δεν ήταν διατεθειμένοι, ακόμη και μετά την καταβολή των λύτρων, ν΄ αφήσουν ελεύθερο τον Έλληνα πρόκριτο.

 Τρομοκρατημένοι ήταν και οι Έλληνες του Γκοπεσίου, της Μηλόβιστας, του Τίρνοβου και του Μεγάροβου, οι οποίοι πρόσφεραν σημαντικά ποσά στα βουλγαρικά σώματα, για ν΄ απαλλαγούν από την παρουσία τους.

Μάταια ικέτευαν οι Έλληνες κάτοικοι των βόρειων περιοχών του βιλαετιού Μοναστηριού το βαλή να τους προστατεύσει από τις βουλγαρικές επιδρομές και να στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα.
Η αδράνεια και η ανικανότητα των τουρκικών αρχών έκαμαν πραγματικά μεγάλη εντύπωση ακόμη και στους Ευρωπαίους προξένους.
Κάτω από τις τραγικές αυτές συνθήκες οι βόρειοι ελληνικοί πληθυσμοί προτιμούσαν να παρέχουν άσυλο και τροφή στους άνδρες των βουλγαρικών σωμάτων παρά να διακινδυνεύουν τη ζωή τους.

Αλλά και σ΄ εκείνους τους τόπους, όπου η παρουσία τόυ τουρκικού στρατού ήταν έκδηλη, η διαρκής παραμονή του εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή των χριστιανικών πληθυσμών. 


Ήδη από τις αρχές του 1903 οι Τούρκοι είχαν προβεί σε άγριες βιαιοπραγίες και κακοποιήσεις πολυάριθμων χριστιανών κατοίκων 
στη Ντύμπενη, 
στην Τύρσια, 
στο Κονομπλάτι (Μακροχώρι), στο Μπατς, στη Δομπροβένη, στο Κρούσορατ (Αχλάδα), στον καζά της Φλώρινας και στη Ράμπη (Λαιμός), στην Πρέσπα, γεγονός που εξανάγκαζε πολλούς να κατατάσσονται στα βουλγαρικά σώματα.

 Η ανάγκη και η απελπισία του χριστιανικού πληθυ­σμού της Μακεδονίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηριού, υπήρξαν οι κυριότεροι σύμμαχοι των βουλγα­ρικών κομιτάτων, των οποίων οι υπεύθυνοι αρχηγοί αποδοκίμαζαν τη στάση της αναμονής και διέβλεπαν τώρα ότι χωρίς τη βίαιη μεταβολή της κατάστασης δεν θα ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού από τη Μακεδονία.

Γ΄ αυτό έντειναν τις προσπάθειές τους εξαπολύοντας στα μέσα του 1903 νέο κύμα δολοφονικών ενεργειών κατά των Ελλήνων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας.

Στους Έλληνες κατοίκους του Κρουσόβου, του Μοναστηριού, του Τίρνοβου, της Μηλόβιστας, του Γκοπεσίου, επέβαλαν με την απειλή του θανάτου την καταβολή μηνιαίων χρηματικών εισφορών, ανάλογα με τα περιουσιακά τους στοιχεία, για την αγορά όπλων και πολεμοφοδίων και τον εξοπλισμό όλων των χωρικών

Ο ελληνισμός, ζώντας σ’ ένα ατέρμονο κλίμα τρόμου και απελπισίας, εκφράζει έκδηλη τη δραματική αγωνία του προς όλες τις κατευθύνσεις.
 Για τα βουλγαρικά σώματα οι χριστιανοί κάτοικοι της Μακεδονίας διακρίνονταν σε «ικανούς» και σε «επιζήμιους ή άχρηστους», δηλαδή σ’ εκείνους που αρνούνταν να συνεργαστούν και τους οποίους περίμενε η θανατική καταδίκη.
Όσοι υπόκυπταν, όφειλαν να επαγρυπνούν συνεχώς στις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων, να διατηρούν ειδικούς «τσιλιαδόρους» και να σχηματίζουν αντιπροσωπείες, οι οποίες επισκέφτο- νταν τις κατά τόπους τουρκικές αρχές και τους Ευρωπαίους διπλωματικούς εκπροσώπους και διαμαρτύρονταν για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού.

Στα τέλη του Ιουνίου σημειώθηκε βουλγαρική επίθεση κατά του Γιαφέρ αγά στο ελληνικό χωριό Κλαδοράχη.
Οι Έλληνες κάτοικοι του χωριού, υποπτευόμενοι τουρκικά αντίποινα, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στο μητροπο­λίτη Καστοριάς και ζήτησαν τη μεσολάβησή του.

Τον ίδιο μήνα βουλγαρικό σώμα εισέβαλε στο Ράκοβο του καζά της Φλώρινας, συνέλαβε τον Έλληνα παπά Μητανίδη, τον πρόεδρο του χωριού Μαλιγιώργο και τον πρόκριτο Μποϊκοβίτη, τους οποίους κατακρεούργησε.

 Τότε επίσης βουλγαρικό σώμα δολοφόνησε στη Νερέτη (Πολυπόταμος) τέσσερεις Έλληνες προκρί­τους, τους Μήτσο Κύμη, Νέτσο Στέφου, Στόϊκο Μήτσου και Κίρστε Νίκου, γιατί είχαν αρνηθεί να γίνουν Βούλγαροι και είχαν ειδοποιήσει τις τουρκικές αρχές.

 Σ’ ένα άλλο πάλι πατριαρχικό χωριό του καζά Μοναστηριού, στη Βελουσίνα, οι κάτοικοι απειλήθηκαν με θάνατο, αν δεν προσέρχονταν στην Εξαρχία.


Ο Έλληνας ιερέας του χωριού είχε συγκεντρώσει 28 λίρες, τις οποίες έδωσε στο βουλγαρικό σώμα. Αργότερα αναγκάστηκε ο ίδιος να εγκαταλείπει το χωριό του. Τα αυξανόμενα δολοφονικά κρούσματα σε βάρος των Τούρκων μπέηδων της Μακεδονίας, που απέβλεπαν κυρίως να προκαλέσουν τουρκικά αντίποινα και την ευρωπαϊκή επέμβαση, έπειτα από την αποτυχία των βουλγαρικών σωμάτων να εξαναγκάσουν ολόκληρο το χριστιανικό πληθυσμό να συμμετάσχει στη γενική εξέγερση, είχαν προκαλέσει την κλιμάκωση των τουρκικών βιαιοπραγιών κατά των χριστιανών κατοίκων. 


Πολυάριθμες αντιπροσωπείες ελληνικών και βουλγαρικών κοινοτήτων της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, όπως π.χ. του Λουμπόινου, του Περλεπέ, της Φλώρινας και της Καστοριάς επισκέπτονται την εποχή αυτή τους Ευρωπαίους προξένους του Μοναστη­ριού και ζητούν την προστασία τους.
 Στα μέσα Ιουλίου του 1903 οι κάτοικοι του βουλγαρικού χωριού Ντομπρούσεβο (Β. του Μοναστηριού), ξυλοκοπημένοι από Τούρκους στρατιώτες, μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι.
Στην ίδια κατάσταση βρέθηκαν και 5 Έλληνες κάτοικοι του πατριαρχικού χωριού Νόβακ, οι οποίοι έφθασαν στην πρωτεύουσα του βιλαετιού με επικεφαλής τον Έλληνα ιερέα παπα Γιάννη.
Στις 20 του ίδιου μήνα 60 Έλληνες χωρικοί του Μπρόντ ήλθαν με τον ιερέα τους στο Μοναστήρι και διαμαρτυρήθηκαν προς όλους τους Ευρωπαίους προξένους για τις βιαιότητες του τουρκικού στρατού. Άλλες χριστιανικές αντιπροσωπείες έφθασαν επίσης την εποχή εκείνη στο Μοναστήρι από τα χωριά Αγλάρτσι, Βοστάρανη, Τοπόλτζανη και Ράντομπορ του καζά της Φλώρινας.

Στα μέσα Ιουλίου του 1903 οι προετοιμασίες της βουλγαρικής οργάνωσης για τη γενική εξέγερση έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. 

Το βιλαέτι του Μοναστηριού διαιρέθηκε σε 68 τομείς με ανάλογο αριθμό επαναστατικών σωμάτων. 

Έντονες φήμες κυκλοφορούσαν για επικείμενες και εκτεταμένες πράξεις δολιοφθοράς σε διάφορα γεωγραφικά σημεία του μακεδονικού χώρου με παράλληλες επιθέσεις των βουλγαρικών σωμάτων κατά των μονάδων του τουρκικού στρατού, ενώ αγωνιώδεις προσπάθειες, καταβάλλονταν από τους υπεύθυνους των βουλγαρικών κομιτάτων για τη συγκέντρωση όπλων και πολεμοφοδίων.

 Οι συνολικές δυνάμεις των σωμάτων στο βιλαέτι του Μοναστηριού υπολογίζονταν σε 32.000 περίπου άνδρες. 

Η έξοδος του χριστιανικού πληθυσμού προς τα βουνά συνεχιζόταν με μεγάλη ένταση και η βίαιη στρατολόγηση των νέων πραγματοποιούνταν με ταχύτατο ρυθμό.

 Καθημερινά έφευγαν πολλοί Έλληνες νέοι από τα αστικά κέντρα και τα χωριά της Βορειοδυτικής και Δυτικής Μακεδονίας με βάση τους καταλόγους του βουλγαρικού κομιτάτου και κατευθύνονταν στα βουνά. 
Στα όπλα καλούνταν όλοι όσοι είχαν συμπληρώσει το εικοστό έτος και ήταν γραμμένοι στους στρατολογικούς καταλόγους. 

Οι ΣαράφωφΚοκάρεφΠέντσωφ και άλλοι στρατολογούσαν βίαια νέους από τα χωριά Όροβνικ (Καρυές), Λάγκα, Μπεσφήνα και Μπουκοβίκι της περιφέρειας Πρεσπών.

Χωριά ολόκληρα, όπως η Μπάνιτσα, το Τσερέσοβο, η Ζαμπύρδενη (Μέλανθο) και η κωμόπολη της Ρέσνας, είχαν ερημωθεί εντελώς.

 Στο Μεγάροβο παρατηρήθηκε ως τα μέσα Ιουλίου του 1903 φυγή 180 περίπου Ελλήνων νέων. 
Την ίδια ακριβώς εποχή εισέβαλαν στη Μηλόβιστα τρία βουλγαρικά σώματα για να εξαναγκάσουν τους Έλληνες κατοίκους να οπλιστούν και να φύγουν στα βουνά. 
Τότε οι ρουμανίζοντες της Μηλόβιστας, εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις, υποχρέωσαν τους τρομοκρατημέ­νους Έλληνες της κωμόπολης να δεχτούν να τελείται η εκκλησιαστική λειτουργία από τον αριστερό χoρό στα ρουμανικά.

 Ακόμη και κατά τη διάρκεια της εξέγερσης Έλληνες νέοι από τη Ρέσνα, τη Μηλόβιστα, το Πισοδέρι, τη Νιζόπολη, το Μεγάροβο και το Τίρνοβο εκβιάζονταν με την απειλή του θανάτου ν΄ ακολουθήσουν τους κομιτατζήδες στα βουνά. 

Οι περισσότεροι όμως απ’ αυτούς κατέφευγαν σ’ άλλες χώρες, όπως στη Σερβία, στη Ρουμανία και στην Ελλάδα για ν’ αποφύγουν τη βίαιη στρατολόγησή τους.

 Οι Βούλγαροι αντάρτες δεν δίσταζαν να τιμωρήσουν με θάνατο όσους αρνούνταν να πολεμήσουν στο πλευρό τους.

Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας, που είχε εγκαταλείψει τα χωριά και συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα, αλλά πρέπει να ήταν οπωσδήποτε αρκετές χιλιάδες, όπως συμπεραίνει ο Άγγλος πρόξενος του Μοναστηριού James Me Gregor. 

Ανάμεσα σ’ αυτές υπήρξε και σημαντικό ποσοστό σλαβό­φωνου ελληνικού και ελληνοβλαχικού πληθυσμού, σύμφωνα με τις μαρτυ­ρίες του Άγγλου διπλωματικού εκπροσώπου, το οποίο διατηρούσε μολαταύτα γνήσια την ελληνική συνείδησή του.
 Ακόμη και από πλούσιες ελληνοβλαχικές οικογένειες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας όπως του Μοναστηριού, του Μπουκόβου, του Τίρνοβου, του Μεγάροβου, της Νιζόπολης, της Μηλόβιστας και του Γκοπεσίου, είχαν στρατολογηθεί νέοι, οι οποίοι κατατάχθηκαν στα ανταρτικά σώματα.

 Οι πολύτιμες αυτές αρχειακές μαρτυρίες αποδεικνύόυν ότι ακόμη και η ακούσια συμμετοχή του σλαβόφωνου ελληνικού και ελληνοβλαχικού πληθυσμού στην εξέγερση του Ίλιντεν πραγματοποιήθηκε χωρίς να ξεριζωθεί, έστω και φαινομενικά, η ελληνική συνείδησή του.

Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στα στάση της βουλγαρικής οργάνωσης, η οποία τελευταία δεν έδινε τόσο μεγάλη σημασία στην καταναγκαστική προσέλευση των Ελλήνων στην Εξαρχία όσο κυρίως στη συμμετοχή τους στον κοινό αγώνα.
Όσοι βέβαια πό τους Έλληνες πολέμησαν με τη θέλησή τους κατά την εξέγερση και ταύτισαν την τύχη τους με τα βούλγαρικά σώματα, πίστεψαν αληθινά ότι ο τουρκικός ζυγός θα ήταν δυνατό ν’ αποτιναχτεί μόνο με τη συναδέλφωση ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

Και όπως πολύ ορθά σημειώνει ο Αυστριακός πρόξενος του Μοναστηριού, όλοι οι χριστιανοί της Μακεδονίας, Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι, θεωρούσαν τον τουρκικό ζυγό αφόρητο.

Επειδή ηγήθηκαν οι Βούλγαροι κατά τη μεγάλη αυτή επαναστατική κινητοποίηση και τό κίνημα είχε βουλγαρική χροιά, αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι οι υπόλοιποι χριστιανοί υπήρξαν ικανοποιημένοι με την κατάσταση.

Άλλωστε η εξέγερση του Ίλιντεν, 
χωρίς τη συμμετοχή των Ελλήνων, 
όπως μαρτυρεί ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού τον Ιούνιο του 1904,
 θα ήταν ανέφικτη.

Κάτι που φαινόταν καθημερινά ολοένα και πιο βέβαιο, έγινε πια πραγματικότητα τον Ιούλιο του 1903.

Η εξέγερση εγκαινιάστηκε, όπως είναι γνωστό, με πράξεις δολιοφθοράς σε διάφορες περιόχές του βιλαετιού του Μοναστηριού και με σφοδρές επιθέσεις των ανταρτικών σωμάτων κατά του τουρκικού στρατού.


Πολυάριθμα χριστιανικά χωριά στις περιοχές 

Μονα­στηριού, 
Ρέσνας, 
Αχρίδας, 
Κιρτσόβου, 
Κρουσόβου, 
Κοοεστίων. 
Καστοριάς και 
Φλώρινας
 καταστράφηκαν τελείως από τις φονικές συγκρούσεις.

 Εβδομήντα χωριά περίπου κάηκαν στο βιλαέτι του Μοναστηριού, τα περισσότερα από τους Τούρκους και ορισμένα από τους Βουλγάρους.


 Ένα από τα αιματηρότερα σκηνικά της εξέγερσης ξετυλίχτηκε στου Κρούσοβο.


Το Κρούσοβο, όπου κατοικούσαν 11.000 κάτοικοι, από τους οποίους τα 2/3 ήταν Έλληνες,236 καταλήφθηκε τη νύχτα της 1 προς 2 Αυγούστου του 1903 από βουλγαρικά σώματα. 

Η κατάληψή του και ο σχηματισμός προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης, όπως συνέβηκε επίσης στη Νεβέσκα και στην Κλεισούρα, πλημμύρισε τον ελληνισμό της ακριτικής αυτής πόλης της Μακεδονίας από τρόμο και πανικό.

 Οι 250-300 περίπου αντάρτες υπέβαλαν τους Έλληνες κατοίκους σε βαριές υλικές εισφορές.
Ύστερα από 10 ολόκληρες μέρες, στις 12 Αυγούστου, ο τουρκικός κλοιός — 3000 στρατιώτες με 18 κανόνια — άρχισε να περισφίγγει την πόλη και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ο τουρκικός στρατός κατέλαβε το Κρούσοβο προβαίνοντας σε λεηλασίες, σφαγές, βιασμούς Ελλήνων κατοίκων και σε εμπρησμό των ελληνικών σπιτιών.

 Συνολικά κάηκαν και λεηλατήθηκαν 366 ελληνοβλαχικά σπίτια, ενώ κανένα βουλγαρικό δεν έπαθε τίποτε, 203 αποθήκες και ελληνικά μαγαζιά. 41 Έλληνες και Ελληνίδες του Κρουσόβου έχασαν τη ζωή τους και πολλοί άλλοι κακοποιήθηκαν και τραυματίστηκαν.

Οι τουρκικοί εμπρησμοί, οι βιασμοί και οι δολοφονίες έπληξαν καίρια το ελληνοβλαχικό πληθυσμιακό στοιχείο του Κρουσόβου, όπως επιβεβαιώνεται από αυτόπτες μάρτυρες και από όλες τις ευρωπαϊκές αρχειακές πηγές.

 Με μεγάλη οδύνη διαπίστωσε ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηριού Κ. Κυπραίος κατά την περιοδεία του στο Κρούσοβο, τον Αύγουστο του 1903, το εξασθενημένο ηθικό των Ελλήνων κατοίκων του.


Μαζί με τον Έλλην
α μητροπολίτη και τους ντόπιους προκρίτους περιηγήθηκε την πόλη, 
επιθεώρησε τα καταστραμμένα σπίτια και κτίρια, 
ανάμεσα στα οποία το ελληνικό νοσοκομείο και η ελληνική μητροπολιτική εκκλησία, και πιστοποίησε από κοντά το μέγεθος της συμφοράς του ελληνισμού του Κρουσόβου 
(σημ. 1)

Σε σχετική έκθεσή του προς τον Δ. Ράλλη, τότε υπουργό των Εξωτερικών, επισημαίνει την επείγουσα ανάγκη για την αποστολή οικονομικών ενισχύσεων στις άστεγες και πεινασμένες ελληνικές οικογένειες του Κρουσόβου.

Κατά την παραμονή του στο Κρούσοβο ο Έλληνας πρόξενος Κ. Κυπραίος πληροφορήθηκε επίσης από ανώτερο Τούρκο αξιωματικό, τον ταγματάρχη Αλή εφέντη του Δελβίνου, ότι ο Μπαχτιάρ πασάς είχε δωροδοκηθεί από τους Βουλγάρους, για να μη προκαλέσει καταστροφές στη βουλγαρική συνοικία. 
Ο Μπαχτιάρ πασάς συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο προς τους Έλληνες κατοίκους της πόλης και ο ίδιος δήλωνε ανοιχτά προς τους ανώτερους Τούρκους αξιωματικούς ότι είχε παρακινηθεί από το βουλγαρικό στοιχείο και ιδιαίτερα από τον Βούλγαρο ιερέα Μπογδάν για να βλάψει τους Έλληνες.

Στις 22 Ιουλίου 1903 ο Βούλγαρος βοεβόδας Κόλε έδωσε το σύνθημα της επανάστασης στην περιοχή Κλεισούρας.
Τουρκικός στρατός έσπευσε να τον καταδιώξει έξω από την Κλεισούρα, αλλά απέτυχε.

Το ελληνικό σώμα του καπετάν Βαγγέλη, όπως θα δούμε και στο τελευταίο κεφάλαιο, αντιμετώπισε τους 200 οπαδούς του Κόλε με επιτυχία και τους έτρεψε σε φυγή, αφού τους προξένησε σημαντικές απώλειες.

Τσέτα των Vasil Chekalarov, Ivan Popov, Pando Kliashev,
Nikola Andreev and Manol Rozov στην
 Κλεισούρα Klisura, Kastoria.
Τη νύχτα της 22 προς 23 Ιουλίου τα ενωμένα βουλγαρικά σώματα των οπλαρχηγών Τσακαλάρωφ, Ποπώφ, Κόλε, Κλιάσεφ, Ηλία, Ρόζωφ και Μάτη υποχώρησαν στις γύρω ορεινές περιοχές.

 Στις 23 Ιουλίου ο καπετάν Βαγγέλης και το σώμα του, συνοδευόμενοι και από τουρκικό στρατό, προσπάθησαν ν5 αποκρούσουν τους Βουλγάρους, αλλά οι δυνάμεις τους ήταν αριθμητικά πολύ μικρότερες.
Στις 10 το βράδυ οι Βούλγαροι μπήκαν στην Κλεισούρα και την επομένη μέρα άρχισαν να φορολογούν βαριά τους Έλληνες εμπόρους και το ταμείο των ελληνικών σχολείων.
Ως ορμητήριο είχαν το γειτονικό βουνό Σιουμπρέτσι, όπου τοποθέτησαν τα πολεμοφοδιά τους.
Η βουλγαρική κατοχή στην Κλεισούρα, όπως αφηγούνται ντόπιοι κάτοικοί της, κράτησε 22 μέρες. Καθημερινά κατέβαιναν στην κωμόπολη 50-30 Βούλγαροι αντάρτες, οι οποίοι προμηθεύ­ονταν τρόφιμα και διέδιδαν στους Έλληνες κατοίκους ότι η Βουλγαρία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ότι η Ρωσία είχε στείλει εθελοντές (160.000), ότι είχε κινητοποιηθεί ο ελληνικός στρατός και είχε καταλάβει την Καστοριά.

Η κατάσταση αυτή διάρκεσε ως τις 14 Αυγούστου οπότε μεγάλο τμήμα του τουρκικού στρατού με επικεφαλής τον σύνταγματάρχη Εδέμ μπέη κινήθηκε για να καταδιώξει τα βουλγαρικά σώματα.
Από το Μαύροβο (Μαυροχώρι) κατευθύνθηκε στην Φωτίνιστα (Φωτεινή) όπου συγκρούστηκε με τους κομιτατζήδες, πέρασε από την Τσερέσνιτσα (Πολυκέρασος), την οποία έκαψε εντελώς και έπειτα προχώρησε στην Πρεκοπάνα (Περικοπή), όπου συνάφθηκε μεγάλη μάχη.

Πάνω από 100 Βούλγαροι αντάρτες έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσα στους οποίους πιθανόν και οι οπλαρχηγοί Ποπώφ και Μάτης.


Αφού λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Τούρκους η Πρεκοπάνα, τμήμα του στρατού έκαψε έπειτα τελείως τα χωριά Μπομπόκι (Σταυροπόταμος) και Ζαγορίτσανη (Βασιλειάς) και ένα άλλο τμήμα ανέβηκε στην κορυφή του Σιούμπρετσι, για να καταδιώξει τους κρυμμένους Βούλγαρους αντάρτες.

Την επομένη, 15 Αυγούστου, ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Κλεισούρα έχοντας επικεφαλής τον Εδέμ μπέη.


Την ίδια μέρα λεηλατήθηκε και κάηκε η Μπόμπιστα (Βέργα) και την άλλη μέρα, 16 Αυγούστου, την ίδια τύχη είχε και η Μόκρενη.


Ο τουρκικός στρατός έσφαξε στο τελευταίο αυτό χωριό 100 χωρικούς, οι οποίοι μάταια έτρεξαν να σωθούν στα χωράφια τους.


Μεγάλες ζημιές έπαθε στο χωριό αυτό και η μητρόπολη της Θεοτόκου, από την οποία αφαιρέθηκαν τα αργυρά και τα χρυσά στεφάνια των εικόνων και άλλα πολύτιμα ιερά σκεύη και άμφια.
Τα γυναικόπαιδα των καταστραμμένων χωριών του Μπομποκίου, του Κουμανίτσοβου και της Μόκρενης βρήκαν καταφύγιο στην Κλεισούρα.

 Στο μοναστήρι των Αγ. Αναργύρων είχαν συγκεντρωθεί γύρω στα 5000 γυναικόπαιδα, προς τα οποία έστειλε τρόφιμα και ψωμί ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης.

 Στην Κλεισούρα όπου δολοφονήθηκε με φρικτά μαρτύρια ο Βάννης, ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της ελληνικής αντίστασης, έφτασε ο μητροπολίτης Καστοριάς στα τέλη Αυγούστου, εμψύχωσε τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και προέτρεψε τους  εξαρχικούς ιερείς των γύρω χωριών να καταφύγουν και πάλι στους κόλπους του πατριαρχείου. 


Στις 30 Αυγούστου βουλγαρικές δυνάμεις του Τσακαλάρωφ εισέβαλαν στο ελληνικό χωριό Τιχόλιστα (Τειχιό), έκαψαν το σπίτι του Έλληνα ιερέα παπα-Λάμπρου και απήγαγαν με τη βία στα βουνά 3 άντρες, 3 γυναίκες και 3 γριές. 


Σ΄ ένα άλλο ελληνικό χωριό, στο Νεστόριο, από όπου επρόκειτο να περάσει τουρκική επιτροπή επιφορτισμένη με τη συλλογή του οπλισμού του αγροτικού πληθυσμού της Δυτ. Μακεδονίας, οι Έλληνες κάτοικοί του, μόλις πληροφορήθηκαν την ενδεχόμενη εισβολή βουλγαρικών σωμάτων, έσπευσαν να στείλουν 2 αντιπροσώπους στην Καστοριά, για να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια. 
Πριν προλάβουν όμως να επιστρέψουν, τα βουλγαρικά σώματα είχαν ήδη κάψει τα σπίτια των 2 απεσταλμένων και απειλούσαν και τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. 

Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης φημολογούνταν ότι η εξέγερση θα ξεσπούσε στις 14 Αυγούστου και θα αποτελούσε κύριο αντιπερισπασμό στα τουρκικά στρατεύματα, που είχαν ρίξει το βάρος των δυνάμεών τους στο βιλαέτι του Μοναστηριού.


 Το έδαφος όμως στη γεωγραφική αυτή περιοχή δεν υπήρξε πρόσφορο και γι9 αυτό ο ντόπιος πληθυσμός δεν έλαβε τελικά μέρος στο επαναστατικό κίνημα.


 Στον καζά του Δεμίρ Χισάρ ο θάνατος του περιβόητου Βούλγαρου αρχηγού Αλέξη από το Πορρόϊα, οι πολλές συλλήψεις χριστιανών κατοίκων και η κατάσχεση πολυάριθμων όπλων και πολεμοφοδίων, είχαν συμβάλει αποτελεσματικά στην επικράτηση της ηρεμίας, και στη φαινομενική προσέλευση εξαρχικών χωριών, όπως του Σάβγιακου και του Σπάτοβου, στο πατριαρχείο, ενώ στον καζά του Κιλκίς ο πληθυσμός φαινόταν απρόθυμος να συμμετάσχει στα επαναστατικά γεγονό­τα ύστερα από τις άγριες καταδιώξεις του τουρκικού στρατού.

Ανάλογο κλίμα επικρατούσε και στο ανατολικό μισό τμήμα του καζά της Δοϊράνης, που συνόρευε με το Δεμίρ Χισάρ και με το Κιλκίς.

Στη γεωγραφική αυτή περιφέρεια, όπου δεν υπήρχαν βουλγαρικά σώματα, πολλά χωριά είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στο πατριαρχείο και να εκδηλώνουν και πάλι την εθνική τους ταυτότητα. 

Αντίθετα στο υπόλοιπο μισό δυτικό τμήμα του καζά της Δοϊράνης και σε ολόκληρο τον καζά της Γευγελής δρούσαν πολυάριθμα ντόπια βουλγαρικά σώματα, όπως του Αργύρη και του Σάββα, που είχαν βασικά ορμητήρια τη Μπογδάντσα, τη Γκίρτσιστα, τα Διαβατά και το Στογιάκοβο.

Στη Στρώμνιτσα επικρατούσε ηρεμία και ο πληθυσμός είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του παρά τη δραστηριότητα των λιγοστών βουλγαρικών σωμάτων.

Θλιβερός υπήρξε πραγματικά ο απολογισμός της εξέγερσης του Ίλιντεν, που έπληξε καίρια τον ελληνισμό της Μακεδονίας με το θάνατο πολλών ατόμων και την ολική ή μερική καταστροφή πολλών ελληνικών σλαβόφωνων ή μεικτών χωριών,

Ζουπάνιστα
 όπως του Ράκοβου, του Μπουφίου, όπου έμειναν όρθια μόνο 2 από τα 250 σπίτια,
247 της Οψίρινας (Εθνικό), 
της Μπίτουσας (Παρόρι), 
της Πρεκοπάνας, τ
ης Νερέτης (Πολυπόταμος), 
του Αετού, 
του Ζέλενιτς (Σκλήθρο), 
του Απόσκεπου, 
του Λεχόβου, 
της Μόκρενης (Βαρυκό), 
του Κωστενετσίου, 
της Ζουπάνιστας
της Τύρσιας, 
της Βέρμπιανης (Ιτιά), 
της Φλώρινας, του Αρμένσκου, 
ο εμπρησμός του ελληνικού Αρμένσκου και η σφαγή 130 Ελλήνων κατοίκων του χαρακτηρί­στηκαν από τους Ευρωπαίους προξένους σαν σκηνές «απερίγραπτης φρίκης» της Νεβέσκας, της Κλεισούρας, του Λουμπόϊνου, της Άνω Μπελίτσας και πολλών άλλων.

 Χιλιάδες άστεγοι πρόσφυγες περιφέρονταν σε διάφορες περιοχές του βιλαετιού του Μοναστηριού και το κοινωνικό πρόβλημα, που είχε δημιουργηθεί ήταν ιδιαίτερα οξύ.
 Μόνο γύρω στους 4.000 πεινασμένους πρόσφυγες είχαν συγκεντρωθεί στις περιοχές της Αχρίδας και της Κλεισούρας, ενώ ο χειμώνας πλησίαζε και η κατάστασή τους γινόταν ολοένα δραματικότερη.


 Όσα χωριά είχαν καταστραφεί στους καζάδες της Ρέσνας, της Αχρίδας και των Πρεσπών, είχαν ερημωθεί τελείως. 

Στη γεωγραφική περιφέρεια της Φλώρινας κάηκαν συνολικά 6 χωριά, ανάμεσα στα οποία το Μπούφι, το Αρμένσκο και η Νεοκάζη, όπου 60 κάτοικοι σφάχτηκαν με στυγερό τρόπο.


Στην περιφέρεια της Κλεισούρας 

η Μόκρενη (Βαρυκό), 
η Μπόμπιστα (Βέργα), 
η Ζαγορίτσανη και το 
Μπομπόκι (Σταυροπόταμος) καταστράφηκαν εντελώς, 
στην επαρχία Καστο­ριάς κάηκαν 11 χωριά και στην περιφέρεια της Βίγλιστας 7,


Σώμα Καπετάν Γκόνου.
Ανάμεσα στους γνήσιους Έλληνες πατριώτες της Πελαγονίας που συμμετείχαν στην εξέγερση του Ίλιντεν, αλλά αμέσως μετά διαχώρισαν τη θέση τους και διακρίθηκαν έπειτα κατά τον μακεδονικό αγώνα, όπως οι

Γκόνος, Τσότσος και Κωστόπουλος,συγκαταλέγονται ο Αντώνης Ζώης από το Μοναστήρι και ο Πέτρος Σουγαράκης από το ελληνικό χωριό Ίβεν του Μοριχόβου.

Και οι δύο, οποιαδηποτε αποστροφή κι άν ένιωθαν για τις δολοφονικές ενέργειες των βουλγαρικών κομιτάτων, ταύτισαν την τύχη τους μαζί τους, κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, γιατί πίστευαν ότι ο τουρκικός ζυγός ήταν δυνατό ν΄ αποτιναχτεί μόνο με τη συνένωση ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας.

Γ΄ αυτό ξεσηκώθηκαν και πολέμησαν μαζί με τους σλαβόφωνους χωρικούς Ντέντο Κόλε και Τόλε πασά, οι οποίοι δεν είχαν βάψει ποτέ τα χέρια τους με χριστιανικό αίμα.


Ο Αντώνης Ζώης έγινε γρήγορα υπαρχηγός και μυστικός σύμβουλός τους.


 Οι πρώτες νίκες των επαναστατών δημιούργησαν μεγάλο ενθουσιασμό στις πολυάριθμες χριστιανικές μάζες.


Οι Ζώης και Σουγαράκης οχυρώθηκαν με το σώμα τους στα υψώματα του χωριού Παράλοβου, στο ελληνικό μοναστήρι του Αγ. Γεωργίου.


Εκεί είχαν συσσωρευθεί από τον καιρό τεράστιοι βράχοι και πέτρες, τους οποίους σκόπευαν οι αντάρτες να τους σπρώξουν κάτω στο δρόμο, όταν θα περνούσε ο τουρκικός στρατός προερχόμενος από το Μοναστήρι.
 Πραγματικά το σχέδιο πέτυχε και οι Τούρκοι υπέστησαν σημαντικές απώλειες.

Οι μετέπειτα αποτυχίες των επαναστατών και η αποκάλυψη των αληθινών στόχων του βουλγαρικού κομιτάτου δημιούργησαν μια νέα κατάσταση στο μακεδονικό χώρο.

 Οι δύο Έλληνες οπλαρχηγοί αποχωρί­στηκαν οριστικά από τη βουλγαρική οργάνωση και αργότερα πολέμησαν με γενναιότητα στο μακεδονικό αγώνα μαζί με τον ελληνισμό των χωριών της περιοχής Μοριχόβου, 

της Γραδέσνιτσας, 
της Σταράβινας, 
του Μπουντιμιρτσίου, 
της Γράνιτσας, 
του Ζώβικ, 
του Μάκοβι, 
του Μπρόντ, 
του Ίβενη, 
της Πόλτσιστας, 
του Σκοτσιβίρ και 
του Τέπαφτσι.

Το ένοπλο ελληνικό σώμα του Αντώνη Ζώη έδρασε πρώτο απ’ όλες τις άλλες ελληνικές ομάδες κατά το μακεδονικό αγώνα στην περιοχή του Μοριχόβου.

 Να πως τονίζει χαρακτηριστικά στα Απομνημονεύματά του ο Πέτρος Σουγαράκης την γνήσια ελληνική συνείδηση του πληθυσμού του Μοριχόβου και την ηρωική αντίστασή του στο βουλγαρικό επεκτατισμό κατά το μακεδονικό αγώνα:


 « Όταν ήρθαν αυτοί οι άνω αρχηγοί’, εζήτησαν οδηγούς και ερμηνείς από τον τόπο, διότι οι Έλληνες του Μοριχόβου δεν ήξεραν ελληνικήν γλώσσαν.


Ο λόγος ήταν ότι ούτε σχολεία, ούτε δασκάλους, όπως πρέπει, αλλά τον ελληνισμόν και τον εθνισμόν δεν τον εγκατέλειψαν, παρά έμειναν ακλόνητοι εις την πίστιν των προγόνων, έστω που υπέφεραν πάνδεινα και χίλια δύο βασανιστήρια από τους Τούρκους.


 Τα χειρότερα βασανιστήρια υπέφεραν από τους Βουλγάρους.


 Πολλές φορές συνέβαινεν, όταν οι Βούλγαροι έπιαναν έναν Μοριχοβίτη, τον ερωτούσαν:

 «Τι είσαι;» Και τότε τους απαντούσε: 
«Είμαι Έλληνας», έστω που δεν ήξερε την ελληνική γλώσσα. 
Και τότε οι Βούλγαροι θύμωναν και τον βασάνιζαν και του έλεγαν:

 «Εσείς πρώτα-πρώτα ελληνικά δεν ξέρετε! Να ειπήτε ότι είστε Βούγαροι!».

 Και του απαντούσαν οι Μοριχοβίτες: «Μόνον αυτό δεν γίνεται», έλεγαν. 

«Εμείς ήμαστε πατριαρχικοί, Γκραικοί γεννηθήκαμεν, Γκραικοί θα πεθάνωμεν». 

Τους έκοβαν χέρια, πόδια, μάτια τους έβγαζαν και άλλα χίλια βασανιστήρια, αλλά τον πατριωτισμόν δεν τον άφηναν και ούτε προδόται γίνονταν».

Η εξέγερση του Ίλιντεν είχε σημαντικό αντίκτυπο και στο ευρωπαϊκό διπλωματικό πεδίο, 

όπου η Αυστρία και η Ρωσία είχαν συμφωνήσει ήδη στα 1902 στη Βιέννη την επιβολή μεταρρυθμίσεων στο μακεδονικό χώρο (αποστολή γενικού επιθεωρητή στη Θεσσαλονίκη για τα τρία βιλαέτια της Μακεδονίας, επάνδρωση της χωροφυλακής και με χριστιανούς ανάλογα με τον πληθυσμό και άλλα μέτρα).

Η αδυναμία εφαρμογής όμως των παραπάνω μέτρων παρακίνησε τα δύο ευρωπαϊκά κράτη ν΄ αποφασίσουν στα 1903 στο Muerzsteg νέο σχέδιο μεταρρυθμίσεων για την Μακεδονία, το οποίο πρόβλεπε το διορισμό γενικού επιθεωρητή και δύο πολιτικών συμβούλων, ενός Αυστριακού και ενός Ρώσου, την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής από Ευρωπαίο αξιωματικό και την αποστολή ξένων αξιωματικών και υπαξιωματικών, την ανακατανομή των διοικητικών περιφερειών, τη βελτίω­ση της διοίκησης και των δικαστηρίων και την εφαρμογή πολλών άλλων μέτρων.

Στους Αυστριακούς αξιωματικούς ανατέθηκε η οργάνωση και η εποπτεία της οθωμανικής χωροφυλακής στο σαντζάκι Σκοπίων,


 στους Ιταλούς στο σαντζάκι Μοναστηριού με τον καζά της Καστοριάς,
στους Άγγλους στο σαντζάκι της Δράμας με την Καβάλα,
στους Γάλλους στο σαντζάκι Σερρών και
στους Ρώσους στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης.

Στην πράξη όμως η επιβολή των μεταρρυθμίσεων αυτών αντιμετώπισε τεράστιες δυσχέρειες, οι οποίες προέρχονταν κυρίως από την άκαμπτη αντίδραση των οθωμανικών αρχών, τη μεροληπτική παρουσία των ξένων αξιωματικών στο μακεδονικό χώρο και γενικότερα από τη φύση της εθνολογικής σύνθεσης της Μακεδονίας. 



(σημ. 1)
Ανάμεσα στα ελληνικά θύματα του Κρουσόβου συγκαταλέγονται οι:

 Νικόλαος Ταγάσης, 
Κιακούσιτα Μπατσαρία, 
Ιεροδιάκονος Σταύρος, 
Νικολάκης Γιούσκας, 
Κωνσταντίνα Τάνα, 
Γκίκας Τότσιλης, 
Γεώργιος Γκιόντα, 
Κήτες Σταμέγκου, και 3 συγγενείς του, 
Νάκης Λέγας, 
Νικόλ. Σκαλλιστήρης, 
Γιάννης Μάικας, 
Στέργ. Κουτσίνας, 
Στ. Ν. Τζιάτζου, 
Σώτες Περλεπελής, 
η μητέρα του Ν. Πέτρου Σύνκου, 
Κώτσος Κυρατζής, 
Κ. Πανάγου, 
Γ. Πανάγου, 
Στογιάννος. Μυλωνάς, 
Σπάσης Μυλωνάς, 
Σπύρος, 
Τάσκος Φίας, 
Κωστής Λέγας, 
Κωστής Ιγγιλίζης, 
Κ. Μπαχτσεβάνος, 
ο ανεψιός του Περικλής Μπατάλης, 
Μιτλάζιες Φουρναντζής, 
Πέτρος (υπάλληλος μονής Αναλήψεως), 
Στογιάν, Αργύρης Μαρτίνης, 
Ράπες, 
Γάκης Καλλιντήρης, 
Δ. Σιαπκαλής, 
Ν. Καρδούλας, 
Χρ. Ταχτσής, 
Στογιάν Μάστορας, 
Γκόστε Πιτάσκα, 
Γροζδάν, 
Μάρκος. 

Καταστράφηκαν ή κάηκαν σπίτια και καταστήματα των παρακάτω ελληνικών οικογενειών του Κρουσόβου (στις 30 και 31 Ιουλίου 1903): 

Ντίνου I. και Ν. Κούρτη, 
Μιχ. Μπαμπσΰσκου, 
Πέτρου Αθανασίου, 
Δώδα, Γ. και Ν. Παπακώτσα, 
Νικ. Αθανασίου, 
Δ. Χασάκου, 
Αδ. Κιλαρτζή, 
Ν.Θ. Πετρασυνκου, 
Δ. Μπουράκου, 
Αδ. Κ. Σιάσκου, 
Σωτ. Γκιόντα, 
Γ. Σταμπέκη, 
Κ. Παπαθεοδοσίου, 
Τ. Κομμάτη, 
Αδ. Ν. Δίτσα, 
Δ. Νάνε, 
Τ . Νάνε, 
Κ. Νάνε, 
Κουφένα, 
Δ. Σβώλου, 
Δ. Πουτσαρέα, 
Νάκη Ζήκου, 
αδελφών Κώτα, 
Μισθώνιου, 
Αναστ. Ζάχη, 
Στέργ. Ζάχη, 
αδελφών Κούκα, 
Ν. Ταχτσή, 
Γ. Σταμένκου, 
Ν. Τσαφκαρίτσα, 
Βάγκου και Σάκη Τσαφκαρίτσα, 
Φετατζιόκα, 
Πέτρου Σιώπη, 
Ξεν. Κΰρου, 
Κΰρου Βαγγέλη, 
Θ. Γκαλλίνα, 
Νικ. Ποΰσκα, 
Σ. Παπαθεοδοσίου, 
Ναούμ Πούσκα, 
Αδ. Κούλη, 
Ξεν. Νάκη Δήμου, 
Λένας Δήμου, 
Γιάνν. Έφου, 
Γ. Κατσίκη, 
Αδ. Κολοκύθα, 
Ν. Μπέκα, 
Δημ. Κΰρου, 
Δ. Σούλτου, 
Π. Γιώνη, 
Κ. Δινιτσιώτη, 
Μ. Μαλλιού, 
Αδ. Μπέσκα, 
Αδ. Αντωνίου, 
Ιεροδιακόνου Ιωάν., 
Θ. Πούπα, 
Ν. Νάτσια, 
αδελφών Ματσάλη και Σαπουντζή, 
Παπαγεωργίου, 
αδελφών Πούπα, 
I.. Βοσνιάκου, 
Αν. Ζέλτσου, 
Ν. Δήμκα, 
Τ. Κιάκα, 
Γ. Μάγκα, 
Αδ. Γκαμπέλη, 
Λ. Ζιαρδίλλη, 
Πέκα, 
δημαρχείο, 
Σ. Μπουράκου, 
Αστ. Μπουράκου, 
Γ. Τσιάτσιτε, 
Θ. Τότσιλλη, 
αδελφών Θ. Τότσιλλη, 
Αδ. Αδαμίδου, 
Λ. Σαπουντζή, 
Αδ. Δινιτσιώτου, 
Π. Μπάλλιου, 
Παπαναστασίου, 
Μ. Παπαθεοχάρους, 
Κ. Εμμανουήλ, 
Δ. Νικολάου, 
Μ. Παπαγεωργάκη, 
Δ. Πούλιου, 
Ζιάμκου, 
Στ. Πούλιου, 
Θεοχαρίτσα, 
αδελφών Δόγα, 
Θ. Νούσιου, 
Β. Έφου, 
Νάκη Πέτρε, 
Γ. Νικολάου, 
X. Νάνη, 
Ν. Φήζα, 
Λήμπασα, 
Κ. Γκιόντα, 
Ν. Χρίστου, 
Γ. Βούτση, 
Πατώκου, 
Δ. Ζηκήλή, 
Ν. Ζηκήλη, 
Πανάγου, 
Δ. Φούντου, 
Λ. Ζιούμπου, 
Ν. Μπάτσα, 
Γ. Νιτσιώτα, 
Γ. Οικονόμου, 
Στ. Κούλη, 
Στ. και Α. Κοντζάκη, 
Θ. Λέκκα, 
Φωκ. Νεράντζη, 
Εμμ. Κριάστα, 
Αδ. Νάκα, 
Α. Γιούτσα, 
Κ. Γιούτσα, 
Πουλεκα, 
Γκιάτα, 
Αδ. Ανδρέα, 
Ο. Ζήκα, 
Π. Δήμκου, 
Μ. Πέτση, 
Δ. Κιουρτσή, 
Αντ. Κώτσια, 
Κύρου Νιτζιώτα, 
Αδάμ Νιτζιώτα, 
Κ. Μαρτίνη, 
ελληνική εκκλησία Αγ. Νικολάου, 
Δ. Μώυσου, 
Μήτου Μώυσου, 
Ξ εν. Μίτσκου, 
Ξεν. Ζήρπκου, 
Β. Σόδα, Αργ. Μαρτίνη, 
Ξεν. Μαρτίνη, 
αδελφών Δήμιτσα, 
Κατσαμάκα, 
Κούστου Λώζη, 
Βασίλη Ηλία, 
Συμεών, 
Π. Κοφτσεγάρη, 
I. Γκορτσίλοφτση, 
Πριιρτίτσιου, 
κηροποιείς ελληνικής εκκλησίας, 
Χαρ. Ιγγελίζη, Δαμιάν, 
Γκιόρε Μάστορα, 
Γεωργίου Ναούμ, 
Ματθαίου Καλογήρου, 
Ν. και Δ. Καλογήρου, 
Μ. Μποζίνη, 
Γιάντσε ράπτη, 
Σάκη Καμπούρη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου