Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η ΕΜΕΟ-VMRO και η ληστεία στη Μακεδονία.

Η τσέτα του Μπόρις Σαράφωφ πυρπολώντας
και σέρνοντας άμαχους αιχμαλώτους
  Γεωργίου Μόδη.

"Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ 
ΚΑΙ Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ"
 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ.

(οι φωτογραφίες επιλογή Yauna) 


Μετά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908).


Πολλοί φαντάζονται ότι  στη Μακεδονία σαρώσαμε τους Βουλγάρους γρήγορα-γρήγορα και ότι  σε λίγους μήνες χαλάσαμε εντατική δουλειά τους πολλών χρόνων.

Δεν είναι όμως αλήθεια. 

Αντιτάχτηκαν και αγωνίστηκαν οι Βούλγαροι με το συνηθισμένο τους πείσμα και την οργανωτική τους επίδοση. 
Και είχαν ρίξει βαθειές ρίζες σε πολλά μέρη. 
Έπιτελέσαμε όμως μεγάλη πρόοδο.

 Εκτός ίσως από την περιφέρεια Καστοριάς, όπου η απώλεια του Κώττα άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, παντού  αλλού κάναμε άλματα.

Τα ελληνικά σώματα έφτασαν στα  πρόθυρα του Περλεπέ. Στην περιοχή Γευγελής-Δοϊράνης-Στρώμνιτσας μικρά σώματα από ντόπιους θαυματούργησαν και σχεδόν κυριάρχησαν.

Στην περιφέρεια Σερρών δεκαοχτώ-χωριά χάθηκαν οριστικά για τους Βουλγάρους, όπως γράφει η μυστική έκθεση Βουλγάρου διπλωμάτη.

Στις πόλεις δεν είχαμε πια θύματα.
Άλλοι έκλαιαν νεκρούς, οι Βούλγαροι. 
Και ο φόνος στη Θεσσαλονίκη του διερμηνέα Ασκητή αποδίδεται από μερικούς σε ξένα και άσχετα αίτια.
Οι Βούλγαροι ονόμασαν τη Μεγάλη 'Εβδομάδα του   1908 στη Θεσσαλονίκη «τρομερή εβδομάδα», όπως έγραψε ο Λαμούς στο βιβλίο του.
Έθαψαν δυο θύματα.
 Την έπαθε την νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής και ο Επιτάφιός τους κοντά στην Ανάληψη, όπου είχαν μια μικρή εκκλησία. Δέχτηκε πέτρες, βαρελότα, κουμπούρες, πιστολιές. Παπάδες, ψαλτάδες και οι άλλοι το ’βαλαν «πατείς με πατώ σε» στα  πόδια. και ο επιτάφιος κυλίστηκε στο καλντερίμι.

'Н αστυνομία πρόλαβε και έπιασε το νεαρό τότε δημοσιογράφο Βασίλειο Μεσολογγίτη, που θα πλήρωνε και για τους άλλους. Την Κυριακή όμως του   Πάσχα η φτωχή μητέρα του, κατά σύσταση του γιατρού Ζάννα, πήγε στο Διοικητήριο, στο γραφείο του   Βαλή, μ’ ένα παιδάκι που κρατούσε ένα καλαθάκι κόκκινα αύγά.

Ο πασάς, μόλις το είδε, το αγκάλιασε, το φιλοδώρησε και πρόσταξε ν’ απολυθή αμέσως ο Βασ. Μεσολογγίτης. Πριν λίγα χρόνια, όταν ο βαλής ήταν ένας απλός μπέης στην Πόλη, ήρθε στο «κονάκι» του τη μέρα του   Πάσχα ένα παιδάκι της γειτονιάς μ’ ένα καλάθι κόκκινα αυγά. Ευθύς έπειτα πρόβαλε σουλτανικό αμάξι που τον πήγε στα  ανάκτορα του   Γιλντίζ, όπου διορίστηκε βαλής Θεσσαλονίκης. Μεγάλη θέση. Είχε διοριστή βαλής Σμύρνης και ο πρώην «Μέγας Βεζύρης» Κιαμήλ Πασάς. Νόμισε τώρα ο βαλής ότι  κάποιον άλλο ανώτερο διορισμό υπουργού η και πρωθυπουργού θα του   έφερνε ό μικρός Μεσολογγιτάκος.

Οι Βούλγαροι της Καβάλας, της Δράμας, των Σερρών έπαθαν ολική έκλειψη.

Χαρακτηριστικό είναι ότι  ο ίδιος ο βαλής Μοναστηριού την άνοιξη του   1908 παρακάλεσε τον τότε υπολοχαγό  Αλεξ. Μαζαράκη, που υπηρετούσε στο προξενείο Θεσσαλονίκης με το όνομα Ίωαννίδης και είχε πεταχτή για δυο τρεις μέρες στο Μοναστήρι, να  φροντίση να  του πληρώσουν οι κολλήγοι ενός τσιφλικιού του στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης το γεώμορο.
Το χωρίο ήταν στην αρμοδιότητα του   Μαζαράκη.

'Ο Dakin, σύμφωνα με αγγλικές πάντοτε πηγές, γράφει ότι  
η ВМРО δέχτηκε με χαρά και ανακούφιση την νεοτουρκική μεταπολίτευση, γιατί κόντευε να  καταρρεύση. 
Επίσης ότι  ο τουρκικός στρατός εξόντωσε πολλές βουλγαρικές συμμορίες, ενώ τα ελληνικά σώματα ξέφευγαν, γιατί είχαν καλύτερη διοίκηση. 
Στο Λονδίνο, όταν ο πρεσβευτής της Τουρκίας Μουσούρος πασάς διάβασε στο Φόρείν ’Όφφις τον κατάλογο των βουλγαρικών συμμοριών που είχαν εκμηδενιστή, νόμισαν ότι  κυριάρχησαν πια οριστικά τα ελληνικά σώματα.
Ο Σουλτάνος Άμπντουλ Χαμίτ, απαντώντας στον Άγγλο πρεσβευτή Όκόνορ που του συνιστούσε να  ενισχύση την χωροφυλακή των «Τριών Βιλαετίων» και να  ελαττώση τον στρατό, έσπρωξε νευρικά το φέσι του προς τα  πίσω και είπε, πολύ ορθά, ότι  για τις πάνοπλες συμμορίες χρειάζονταν εκλεκτά και πάνοπλα επίσης στρατιωτικά αποσπάσματα. και πρόσταξε να  αυξηθούν τα «Τάγματα κυνηγών».

 Γι αυτό και για την εξασθένηση των κομιτάτων ο Βούλγαρος πρεσβευτής στην Αθήνα Τόσεφ έγινε ξαφνικά άγγελος ειρήνης και αγάπης, και μίλησε με τόση επιμονή και θέρμη στον πρόξενο Σερρών Σαχτούρη για την ανάγκη έλληνο-βουλγαρικής συνεργασίας.

Την προπαγάνδιζαν και «έγκριτοι Βούλγαρο»), φυλακισμένοι στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης (Σερραίκά Χρονικά, τόμ. Γ' σελ. 109-110). 
Αυτής έπεσε θύμα και ο Άγρας.
Το βουλγαρικό νόσημα ήταν κυρίως εσωτερικό.
Οι δολοφονημένοι από τον Πανίτσα, Σαράφωφ και Γκαρβάνωφ
(10.12.1907)

Οι αρχικομιτατζήδες αλληλοσκοτώνονταν με όση λύσσα σκότωναν τους δικούς μας χωρικούς. 
Ο γενικός αρχηγός Σαράφωφ δολοφονήθηκε άπ’ τον Πανίτσα, υπαρχηγό και δεξί χέρι του Σαντάνσκη, προστατευομένου του Γενάντιεφ, «ευνοουμένου της αύλής».

Έπεσαν από βουλγαρικές σφαίρες και ο Γκαρβάνωφ και πολλοί άλλοι αστέρες πρώτου μεγέθους του κομιτατζήδικου στερεώματος.

Το ρωμαίκό ρητό που λέει ότι  οι λύκοι δεν τρώγουν ούτε σκοτώνουν λύκους, δεν είχε εφαρμογή στους κομιτατζήδες.

Χαρακτητιστικό είναι και το παράδειγμα του αρχικομιτατζή Τζόλε στην περιφέρεια της Φλώρινας, που έβαλε τρεις κομιτατζήδες, όργανά του, και δολοφόνησαν τον συνάδελφό του Νάτση.
Επιχείρησε να  κάνη το ίδιο και στον αρχαιότερο αρχικομιτατζή Λεόντε και αυτός πιθανότατα πρόδωσε σε τουρκικό σπόσπασμα με έμπιστο Τούρκο συνεργάτη του τον Νεβόλτσε, επίσης βοεβόδα.

Οι κομιτατζήδες κοντά στο αίμα για τον εσωτερικό τους ανταγωνισμό έχυσαν και αμέτρητη μελάνη και ακόμα  και λάσπη.
Το δημοσιογραφικό όργανο του ενός κομιτάτου εξαπόλυε εναντίον των αρχηγών, υπαρχηγών και οπλαρχηγών του άλλου όλες τις βρισιές του   βουλγαρικού λεξιλογίου και όλα τα ξεσπάσματα του   πρωτόγονου βουλγαρικού πάθους.

Οι μισοί αρχικομιτατζήδες και κομιτατζήδες ήταν για τους άλλους μισούς κλέφτες, ληστές, δολοφόνοι, προδότες κλπ.
Ο Συνταγματάρχης Γιάνκωφ και Βουλγαρική τσέτα στην Εξέγερση του 1903.

Όπως έγραψε ο εφημέριος Πισοδερίου Παπασταΰρος, στο προξενείο Μοναστηριού στις 2 Νοεμβρίου 1902, ο Συνταγματάρχης Γιάνκωφ, υπαρχηγός του   κομιτάτου Τσόντεφ (των Βερχοβίστ), του   εκμυστηρεύτηκε ότι  είχε συστήσει στους φίλους του χωρικούς να  σκοτώσουν τον Τσακαλάρωφ και ακόμη και να  τον προδώσουν στους Τούρκους.

Ήρθαν και οι αποκαλύψεις του   πρεσβευτή Νάτσεβιτς και άλλων πολιτισμένων Βουλγάρων, που έβγαλαν στην επιφάνεια όλα τα άπλυτα.


Ο πρώην αρχηγός του  κομιτάτου καθηγητής Μιχαηλόφσκη, σε μια συνέλευση του   Ιουλίου του   1907 είπε : 
«Εξοπλίσαμε συμμορίες και τις εξαποστείλαμε στη Μακεδονία. 
Στο βουλγαρικό έδαφος οργανώθηκαν και οι δυναμιτιστικές επιθέσεις κατά ιδρυμάτων των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μακεδονία. και το όργιο αυτό συνεχίζεται με την έγκριση και επίβλεψη των υπουργών.
Ντρέπομαι γιατί υπήρξα πρόεδρος του   κομιτάτου το 1903.

Αλλά έχω δυο ελαφρυντικά.
Πρώτον, γιατί με γέλασαν και μου έκρυψαν την αλήθεια.
 Δεύτερο, γιατί φοβάμαι να  μιλήσω, δεν είσαι ασφαλής στην Βουλγαρία, όταν λέγεις την αλήθεια».


Ή «Φόσισε Τσάιτουγκ», εφημερίδα του   Βερολίνου, δημοσίευσε μυστική έκθεση Βουλγάρου διπλωμάτη και απεσταλμένου της βουλγαρικής κυβερνήσεως, που περιόδεψε το 1907 όλη τη Μακεδονία.

Αναφέρει καταπληκτικά και τρομερά πράγματα που εξηγούν και την βουλγαρική αδυναμία. Ανακοίνωση του   βουλγαρικού πρακτορείου της 9 Ιουλίου του   1907 χαρακτήρισε την έκθεση «ιδιωτική και γνωστή σε πολλούς».
Την επιβεβαίωσε δηλ. σ’ όλα.
Μα ποιός ιδιώτης θα μπορούσε ν’ άλωνίση εκείνη την εποχή όλη τη Μακεδονία, να  μιλήση με Βουλγάρους και ξένους προξένους και διπλωμάτες, με τους Ευρωπαίους αξιωματικούς της χωροφυλακής, να  του   ανοίξουν την καρδιά τους οι ξένοι και να  εισχωρήση στα  άδυτα των κομιτάτων;

Η έκθεση τυπώθηκε σε γαλλικό φυλλάδιο με τίτλο:
 «Η ληστεία στη Μακεδονία».

«Μιά εμπιστευτική έκθεση προς την βουλγαρική κυβέρνηση» της οποίας εκδότης ήταν ο Alfred Wacer του   Βερολίνου, λέγει πολλά και διάφορα, το ένα καταπληκτικότερο από το άλλο.

Γράφει π.χ. ότι  το κομιτάτο για να τρομοκρατήση τους Έλληνες της Δράμας έστειλε τρία όργανα του που έρριξαν βόμβες.

Σκοτώθηκαν ένας Έλληνας και ένας Τούρκος και πληγώθηκε ένας Εβραίος. 
Διώχτηκαν όμως από την Δράμα όλοι οι Βούλγαροι. 
Προσπάθεια σαράντα χρόνων πήγε σε μια μέρα χαμένη. 


Οι κομιτατζήδες χτύπησαν την Λεπούσνα της Ζίχνης. Σκότωσαν πέντε Έλληνες (γραικομάνους) και δυο παιδιά. Έκαψαν και εφτά ελληνικά σπίτια.
Αποτέλεσμα: 
Φυλάκισαν οι Τούρκοι είκοσι εφτά Βουλγάρους και δημιούργησαν οι Έλληνες αντάρτικο σώμα.

Κομιτατζήδες σκότωσαν στον δρόμο για την Στρώμνιτσα ένα γέρο «γραικομάνο» και στο Κουτσέλοβο άλλους εφτά «γραικομάνους», δηλ. βουλγαρόφωνους Έλληνες.
Αποτέλεσμα: Αγρίεψαν οι συγγενείς των θυμάτων και παράδωσαν στην τουρκικήν αρχήν επιλήψιμα έγγραφα που έστειλαν πολλούς Βουλγάρους στη φυλακή.

 Σε σκοτωμένους κομιτατζήδες της συμμορίας Τάσκα, στην περιφέρεια Σερρών, βρήκε ο τουρκικός στρατός εξήντα πέντε γράμματα.
Ο Χιλμή πασάς τα φωτοτύπησε και τα μοίρασε στους προξένους και τους ξένους αξιωματικούς. 
Δεν γινόταν σ’ όλα λόγος παρά για σφαγές και σκοτωμούς.
Μέσα στη Θεσσαλονίκη ζήτησε το κομιτάτο απ’ τον δημοδιδάσκαλο Κώτσο Ματζάνωφ εισφορά 3 λίρες.

Ο ευλογημένος δάσκαλος διαμαρτυρήθηκε με ένα υπόμνημα από εκατόν ογδόντα σελίδες ! Με κάποια τυχαία ερευνά το υπόμνημά του έπεσε στα  χέρια της αστυνομίας και έρριξε στη φυλακή είκοσι τρεις Βουλγάρους.
Οι δεκατρείς ήταν καθηγητές γυμνασίου.

Στο Γκόρτσομπρατ της περιφέρειας Σερρών οι Βούλγαροι χωρικοί, χάρις στις αντιθέσεις των κομιτάτων, διαιρέθηκαν κι’ αυτοί, αλληλοεξοντώθηκαν και αλληλοκαταγγέλθηκαν.
Πολλοί φυλακίστηκαν και οι Τριανταφύλλωφ και Ήλίεφ κρεμάστηκαν.
Στόικο Μπακάλωφ
Стойко Бакалов
(1872-1928)

Στις 3 Απριλίου του 1907 ο βοεβόδας της ίδιας περιοχής Μπακάλωφ, σκότωσε ενα Βούλγαρο παπά και πολλούς άλλους (πού κατονομάζει η έκθεση), παραδόθηκε στους Τούρκους, έγινε όργανο τους και ξανάγινε έπειτα άρχηγός του   κομιτάτου των Βερχοβιστών !

Τον Μάρτιο του   1907 πρόσταξε το κομιτάτο Άνω Τζουμαγιας να  ενταθή η φορολογία. 

Κακοποιήθηκαν και δολοφονήθηκαν πολλοί. Στο σπίτι του   Ντημήτρη Άγγέλωφ βρέθηκαν τα αρχεία του   κομιτάτου, που αποδείκνυαν ότι  είχαν εισπραχθή από την φτωχή εκείνη περιοχή οχτώ χιλιάδες χρυσές λίρες...

Γέμισαν οι φυλακές από αυτούς που είχαν δώσει αυτά τα χρήματα. 

Οι κάτοικοι των περιοχών Άνω Τζουμαγιας, Μελενίκου, υπόβαλαν στο βουλγαρικό προξενείο Θεσσαλονίκης υπόμνημα, όπου διεκτραγωδούσαν τα βάσανα και τα μαρτύριά τους άπ’ τους κομιτατζήδες.

Δεν υπήρχε οικογένεια, έγραφαν, που να  μην έχη ένα η δυο θύματα.

Αναγκάστηκαν στο τέλος πολλά χωριά (Μέσκοβο, Κιλισε Μαχαλά, ’Όστοβα, Βλαλί, Βρέτσι, Ήλιάσκα, Λιλιάνοβα, Στάγερ, Λέσκα, Βακούφ, Βρέστι και άλλα) να  πάρουν όπλα απ’ τους Τούρκους για να  προστατεύσουν τον εαυτό τους απ’ τους τουρκομάχους !
Ο Σαντάνσκι δολοφονημένος από "δικούς του" κομιτατζήδες.

Για τον Σαντάσκη λέγει η έκθεση ότι  έκαμε το μεγαλύτερο κακό στη Βουλγαρία, και ότι  ήταν βλάχικης καταγωγής.

Χρήστο Τσερνοπέεφ
Христо Чернопеев
Για τον Τσερνοπέεφ, πρώην λοχία του   βουλγαρικού στρατού, γράφει ότι  ήταν φοβερός ληστής.

Για τον βοεβόδα πάλι Ντόκτορα αναφέρει ότι  πρόσταξε κάποιον Ντήμεφ να  παντρέψη μ’ έναν ακόλουθό του την κόρη του Κίταν, που ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον άλλο. Πατέρας και κόρη αναγκάστηκαν να  καταφύγουν στις Σέρρες και να  ενταχθούν στην ελληνική παράταξη.

Στην περιφέρεια των Σερρών, αναφέρει η έκθεση, ξεσηκώθηκαν δεκαοχτώ χωριά εναντίον των Βουλγάρων και τάχτηκαν με τους  Έλληνες. 

Θα ήταν σίγουρα παλιά δικά μας, που είχαν υποχρεωθή απ’ την κομιτατζίδικη βία και τρομοκρατία να  δηλώσουν ότι  ήταν πια «Μπουλγκάρ». στην πόλη των Σερρών είχαν απομείνει, σύμφωνα με την έκθεση, δυο μονάχα Βούλγαροι.

'Ο Γάλλος συνταγματάρχης Βεράν, της χωροφυλακής Σερρών, γράφει ο ανώνυμος διπλωμάτης, του   παραπονέθηκε για τη φιλική στάση του ελληνικού πληθυσμού πρός τα ελληνικά αντάρτικα σώματα και του ομολόγησε ότι  φρόντισε να  μετατεθή ο Γάλλος υποπρόξενος των Σερρών γιατί ήταν φιλλέληνας. Τον βεβαίωσε επίσης ότι  οι Γάλλοι αξιωματικοί ήταν φιλοβούλγαροι.

 Ετσι ήταν και ο ανώτερος Ιταλός άξιωματικός Μοναστηριού, που αλληλογραφοΰσε και με τον Άγγλο υπουργό των εξωτερικών Σέρ " Εντουαρντ Γκρέυ. Καλός φίλος των Βουλγάρων ήταν και ο Ιταλός πρόξενος Θεσσαλονίκης. 'Ο Άγγλος πρόξενος Θεσσαλονίκης του   σύστησε, όπως γράφει, για πανάκεια την παραχώρηση συντάγματος στη Μακεδονία. Ένας πάλι Ρώσος στρατηγός πρότεινε τον διαχωρισμό της σε τρία κομμάτια.

Με την έκθεση συμφωνεί και αναφορά του   προξένου Σερρών Σαχτούρη (Σερραίκά Χρονικά, τόμ. Γ', σελ. 85). 
Γράφει και ο πρόξενος ότι  στους καζάδες Ράζλοκ, Νευροκοπίου, Άνω Τζουμαγιας 
«τό αίμα ρέει ποταμηδόν και διαπράττονται ακατονόμαστα τερατουργήματα υπό Βουλγάρων επιδραμόντων έκ Σόφιας κατά Βουλγάρων υποδούλων εν ονόματι της ελευθερίας... Οι δυστυχείς χωρικοί εύρίσκονται μεταξύ δυό κακών».

Ο Σαχτούρης είχε τις πληροφορίες του από Έλληνες που έρχονταν στις Σέρρες, έδρα του   σαντζακιού απ’ εκείνα τα μέρη, από Τούρκους δημοσίους υπαλλήλους και τον ΐδιο τον μουτεσεφίρη (νομάρχη) και από δυό Γάλλους αξιωματικούς, που τα επιβεβαίωσαν.

Τις ληστείες του Τσερνοπέεφ είχε πληροφορηθή και ο Μισέλ Παγιαρές.

Η ανώνυμη έκθεση υπολογίζει ότι  υπήρχαν τότε στη Μακεδονία
 πενήντα εφτά βουλγαρικές συμμορίες 
από πεντακόσιους πενήντα συνολικά άντρες. 
και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι  τα κομιτάτα έπρεπε να  διαλυθούν, 
ν’ αρχίση ειρηνική, εκπολιτιστική εργασία και 
έπειτα να  ανασυγκροτηθούν πάλι, 
μα κάτω από αυστηρό έλεγχο του   βουλγαρικού κράτους. 
Θα χρειάζονταν γι’ αυτόν το σκοπό κάθε χρόνο 500.000 χρυσά φράγκα άπ’ τον βουλγαρικό προϋπολογισμό.

Ο ανώνυμος διπλωμάτης δηλαδή, που είδε από κοντά τα χάλια και τα όργια των κομιτατζήδων, μόνη λύση βρήκε την διάλυσή τους και ανασύστασή τους σε νέες βάσεις και με πληρωμές τους από τα βουλγαρικά δημόσια ταμεία.
Στο σημείο που οι Βούλγαροι, παρ’ όλες τις αθλιότητες τους, υπήρξαν ανυπέρβλητοι, είναι η προπαγάνδα και η ψευδολογία.
Εξακολούθησαν να  κατακλύζουν τα ευρωπαϊκά κέντρα με έντυπα όλων των ειδών. Το βιβλίο του Ντραγκάνωφ (ψευδώνυμο κάποιου διπλωμάτη) «Ή Μακεδονία και οι Μεταρρυθμίσεις» είναι κλασσικό παράδειγμα.
 Γεμίζει 160 σελίδες με ονόματα, ημερομηνίες, γεγονότα για ν’ αποδείξη οτι Τούρκοι, Έλληνες και Σέρβοι δεν έκαμναν τίποτε άλλο παρά να  καταδιώκουν, να  τυραννοϋν να  καίουν και να  σφάζουν τα άκακα βουλγαρικά αρνιά. Για την ακρίβεια και την αλήθεια δεν χολοσκάνει καθόλου.
Πίστευε στο γαλλικό ρητό «συκοφαντήτε, συκοφαντήτε, κάτι πάντοτε θα μείνη».

Αναφέρει για βουλγαρικά χωριά εκείνα που τα έκαψαν οι κομιτατζήδες, όπως το Ράκοβο, (Κράτερο), ΙΙόλοκ της Φλώρινας, Μπρότ και άλλα, για Βουλγάρους εθνομάρτυρες τα θύματα των βουλγαρικών συμμοριών.

Ακόμη και σήμερα (σημ.Yauna 1967!!!) η προπαγάνδα τους οργιάζει στην Αμερική και στα  πανεπιστήμιά τους, στον Καναδά, στην Αύστραλία, στην Εύρώπη.

Εμείς είμαστε στο κεφάλαιο αυτό εντελώς ανίκανοι και ανάξιοι.

Το νεοτουρκικά κίνημα στηρίχτηκε και στην δική μας οργάνωση.
 Ό ντόκτορ Ναζίμ, ο περίφημος αρχηγός των νεοτούρκων, ήρθε άπ’ το Παρίσι στην Αθήνα την άνοιξη του   1908 με γαλλικό διαβατήριο. Συναντήθηκε με το δικηγόρο Θεσσαλονίκης Κώνστα Ζάννα, ώς Γάλλος.
Τού ξέφυγαν όμως και τουρκικές λέξεις που έβαλαν σε υποψίες το συνομιλητή του. Αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη με δικά μας μέσα και με το δρομολόγιο τών...ανταρτικών σωμάτων (Τσάγεζι-έκβολές του   Λουδία).

Δικοί μας άνθρωποι με τον «γιατρό» Αντωνάκη τον υποδέχτηκαν εκεί και τον οδήγησαν στα  παραλίμνια τσιφλίκια του   Ραχμή μπέη και των άλλων μπέηδων. 
Δικά μας επίσης όργανα τον πήγαν κρυφά στην Θεσσαλονίκη.
Είχε βγή τότε στα  βουνά της Ρέσνας και Όχρίδος ο λοχαγός Νιαζή μπέης, αρχηγός επαναστατικής συμμορίας από Τουρκαλβανούς του   σχοινιού και του   παλουκιού και φοβερούς τυραννίσκους του   χριστιανικού πληθυσμού, που είχαν μεταμορφωθή σε νέους Ροβεσπιέρους...

Είχεν απελευθερώσει τους εκτοπισμένους στο Μπόγραντετς Μοναστηριώτες (Νάλτσα, Καλαρίτη, Λουκά, Κοντούρα και άλλους).
Το κυριώτερο βέβαια κίνητρο του   νεοτουρκικού κινήματος ήταν ο φόβος των Τούρκων, και ιδιαίτερα των νέων και μορφωμένων αξιωματικών, για την τύχη της Μακεδονίας και όλης της Ευρωπαϊκής Toυρκίας ύστερα από τις Μεταρρυθμίσεις», την εντονώτερη ολοένα επέμβαση των ξένων, 
την επίμονη αξίωση της Αγγλίας για αυτονόμηση της Μακεδονίας,
την συνάντηση στο Ρεβάλ του   Άγγλου βασιλιά και του   Ρώσου τσάρου κλπ.


Οι νεότουρκοι υποδέχτηκαν αντάρτες και κομιτατζήδες με τις μεγαλύτερες τιμές, με στρατιωτικές μπάντες και παρατάξεις, με ανθοδέσμες, προσφωνήσεις, φιλιά κλπ.

Την υποδοχή στο Μοναστήρι των ελληνικών σωμάτων, που ήταν μεγαλοπρεπέστερη και επιβλητική, είχεν οργανώσει ο Βεχήτ, διοικητής τότε της στρατιωτικής σχολής Μοναστηριού και υπερασπιστής αργότερα του  Μπιζανίου.

Εβάδιζε μπροστά  στρατιωτική μουσική και μια διλοχία, ακολουθούσαν καβάλα οι τρεις αρχηγοί Βολάνης, Μακρής, Καραβίτης και πλάι τους, επίσης καβάλα, ο αναπληρωτής του   εξορισμένου εις Κωνσταντινούπολιν Μητροπολίτου Ιωακείμ Φοροπούλου, επίσκοπος Αιμιλιανός, που τρία χρόνια αργότερα δολοφονήθηκε στα  Γρεβενά από τους Νεότουρκους...

Ακολουθούσαν πεζοί 130 καπεταναίοι και άντρες. Σ’ όλο το μήκος του κεντρικού δρόμου «Φαρδύ» χιλιάδες πολλές άντρες, γυναίκες και κορίτσια τους έρραιναν με λουλούδια και τους ζητωκραύγαζαν.

Τούς αντάρτες και κομιτατζήδες τιτλοφορούσαν οι νεότουρκοι πρωτοπόρους και πρωτοπρομάχους της ελευθερίας του «χουριέτ».
Εννοείται όμως ότι  δεν θα είχαν πολλούς δισταγμούς να  τους περάσουν όλους εν στόματι μαχαίρας, αν το πράγμα ήταν εύκολο.

Η ВМРО με υπόμνημά της ζήτησε να  ενωθούν τα τρία βιλαέτια Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου-Σκοπίων σε ένα, να  διοριστή κοινός διοικητής, να  αναγνωριστή η βουλγαρική σαν δεύτερη επίσημη γλώσσα κλπ.

Ο Σαντάσκη απ’ την άλλη μεριά πρόβαλε σοσιαλιστικές αξιώσεις, απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων κλπ.
ВМРО και Σαντάνσκη διαμαρτυρήθηκαν μαζί για το εκλογικό σύστημα.

Το ίδιο κάναμε και μείς. Ήταν αληθινά τραγελαφικό.

Εκλέγονταν πρώτα οι εκλέκτορες και από αυτούς ο βουλευτής.
Κάθε εκλογικό τμήμα, που έβγαζε έναν εκλέκτορα, είχε 250-850 ψηφοφόρους.

Έτσι ένα τμήμα με 150 μουσουλμάνους ψηφοφόρους και 100 χριστιανούς έβγαζε έναν εκλέκτορα. Μόνον έναν εξέλεγε τμήμα με 800 χριστιανούς ψηφοφόρους, που έπρεπε μάλιστα συχνά να  έρχωνται εκεί από μακριά.
Όπως ήταν επόμενο, επικράτησαν παντού   οι υποψήφιοι του   Νεοτουρκικού κομιτάτου.

Στο σαντζάκι όμως Σερβίων, τον σημερινό νομό Κοζάνης με την Ελασσόνα, η ελληνική υπεροχή ήταν τόσο μεγάλη, παρά τον όγκο των τουρκικών χωριών Πτολεμαΐδας και Κοζάνης, ώστε και στις δύο εκλογές βγήκαν Έλληνες βουλευτές.
Ο Σαντάνσκη και ο Χουρεντίν μπέη.

Ο Σαντάνσκη ευθύς μετά τα χάλασε πάλι με την ВМРО και δεν δίστασε να  καταγγείλη στους Νεότουρκους ότι  οι βουλγαρικές πολιτικές λέσχες που είχαν ίδρυθή σε πολλές πολιτείες δεν ήταν παρά απλά πρακτορεία του   κομιτάτου της ВМРО.

Είχεν εξελιχθή πια σε τυφλό όργανο των νεοτούρκων.

Ωστόσο στον πόλεμο του   1912 ξαναθυμήθηκε τους κομιτατζήδες και έσφαξε πολλές εκατοντάδες, αν όχι και χιλιάδες, Τούρκων χωρικών.

Σε μόνη την Μικρόπολη (Καρλίκοβα) της Δράμας, κατακρεούργησε η συμμορία του 250 Τούρκους, όπως με είχε βεβαιώσει ο μακαρίτης Χρ. Τίντζος, που ήταν εκεί.

Ο υπαρχηγός του   Πανίτσα είχε καταφύγει το 1925 στην Ελλάδα και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε σ’ ένα θέατρο της Βιέννης από μια απεσταλμένη της ВМРО !

Δεν έλειψαν ολότελα οι συμμορίες και με το νεοτουρκικό καθεστώς, παρά τα παχειά λόγια και τις πολλές απειλές του.

Ήδη το καλοκαίρι του   1910 μια βουλγαρική συμμορία από έξι άντρες έτρεξε ένα απομεσήμερο στον κάμπο Moναστηρίου πρός το Περλεπέ να  πιάση έναν Τούρκο μικροτσιφλικούχο που έφευγε από ένα χωριό για το σπίτι του.

Εκείνος πάνοπλος, όπως όλοι οι Τούρκοι, και λαμπρός, ως φαίνεται, σκοπευτής, με τρεις τουφεκιές έρριξε κάτω τον βοεβόδα και ένα-δυο κομιτατζήδες. Οι άλλοι το ’βαλαν στα  πόδια.

Ακούονταν βουλγαρικές συμμορίες και σε πολλά άλλα μέρη. στην περιφέρεια π.χ. της Στρώμνιτσας βουλγαρικές συμμορίες εξώντωναν συστηματικά δικούς μας και στο τέλος έναν οπλαρχηγό και τρεις συντρόφους του, που τους παγίδεψαν με προτάσεις για "συμφιλίωση”.
και μείς είχαμε το καλοκαίρι του   1909 στην περιφέρεια της Φλώρινας ένα μικρό σώμα με αρχηγό τον Γεώργη Μακρή απ’τά Γρεβενά, που είχε δράσει νωρίτερα στο Μορίχοβο.

Κυκλώθηκε όμως μια μέρα σ’ ένα σπίτι στην Κάτω Ύδρούσα.
 Ο Μακρής επιχείρησε να  αυτοκτονήση. Έβαλε την κάνη του   περιστρόφου στο στόμα και τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα όμως του   τσάκισε μόνο την σιαγόνα και του   παραμόρφωσε το πρόσωπο. Αιχμαλωτίστηκε με τους δυό οπαδούς του, τον ένα άπ’τό Πισοδέρι, που είχε τραυματίσει τον νεοφώτιστο Άλβανιστή Σπύρο Τσαούση, και τον άλλο άπ’ το Βογατσικό.
Τις δυό νύχτες που γιορταζόταν η επέτειος του   Χουριέτ (10 και 11 Ιουλίου), έγινε προσπάθεια να  το σκάσουν άπ’ τη φυλακή της Φλώρινας, γιατί υπήρχε φόβος να  καταδικαστούν σε απαγχονισμό. τους δόθηκαν περίστροφα και δυό ένοπλοι τους περίμεναν άπ’ έξω. Χωροφύλακες και οι άλλοι φύλακες είχαν ριχτή στο γλέντι και το φαγοπότι.

Ο ένας άπ’ τους τρεις δείλιασε. Αποφυλακίστηκαν με το ταξίδι προσκύνημα του   σουλτάνου Ρεσάτ στο Μοναστήρι, «τό λίκνο της ελευθερίας», τον Ιούλιο του   1911.

Τότε βγήκε επίσης από τη φυλακή και ο Δημ. Λαμπράκης, ιδρυτής αργότερα της έφημερίδας «Βήμα» και ο τότε υπολοχαγός και έπειτα στρατηγός Άλεξ. Μερεντίτης. '

Όταν ο Μουσταφά πασάς, που ήταν επίσης Κρητικός, πήγε στη φυλακή Μοναστηριού και διάβασε το Διάταγμα της χάριτος του  Λαμπράκη, του   είπε να  μη ξανάρθη στη Μακεδονία, γιατί σε 400 χρόνια μια φορά ήρθε ο σουλτάνος στο Μοναστήρι.

'Ο οπλαρχηγός Παύλος Ρακοβίτης σκότωσε στο μοναστήρι του   Δράγος, πάνω στη σημερινή έλληνικο-γιουγκοσλαβική μεθόριο τον Ντήμκο στις 20 Ιουλίου 1909, επέτειο του   ’Ήλιντεν, και πήρε τα βουνά.
Βγήκε σε καταδίωξή του με τα τούρκικα άποσπάσματα και ο βοεβόδας Τζόλε, που βρήκε σε λίγους μήνες τον θάνατο από έναν Τούρκο που ήταν όργανο δικό μας μέσα στη Φλώρινα.

Κάναμε επίσης μεταφορά όπλων από το Βίτσι στο Περιστέρι πάνω άπ’ το Μπούκοβο και Μεγάροβο. Μιά άποστολή όμως από τέσσερα φορτία, μας την άρπαξαν οι Βούλγαροι.

Ο Στέφος που είχε τότε ένα καφενεδάκι στο Μοναστήρι με χρήματα της οργανώσεως, έβγαινε με τρεις τέσσερεις άλλους έξω, φορούσαν αντάρτικες στολές, φορτώνονταν όπλα, φυσιγγιοθήκες, μαχαίρια, πιστόλια και έκαμναν ένα γύρο, που ήταν πολεμική επίδειξη στα  απόμερα και ύποπτα χωριά. Σε μια τέτοια διαδρομή αντάμωσαν έναν Εβραίο γυρολόγο. 
Ο φτωχός άνθρωπος τρόμαξε σάν άντίκρυσε στην ερημιά τους άγριανθρώπους, έπεσε στα  γόνατα και είπε τουρκικα να  τον λυπηθούν. τους είχε πάρει για Τούρκους ληστοσυμμορίτες. 
«Δέν είμαι Τούρκος», του   άποκρίθηκε με προσποιητή οργή ο Στέφος τούρκικα. 'Ο 'Εβραίος τους ξαναίκέτευσε άρβανίτικα και βουλγαρικά και έπαιρνε πάντοτε στην ίδια γλώσσα την οργισμένη απάντηση: «Δέν είμαι Αρβανίτης. δεν είμαι Βούλγαρος». Τότε ο Εβραίος σηκώθηκε ευθύς όρθιος.

Ή τρεμούλα του σταμάτησε, ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του και είπε:
«Ά, Έλληνος καπετάνιος. Παρντόν». 
Kαι έβγαλε την ταμπακέρα του να  τους προσφέρει σιγάρα.
Τα ελληνικά σώματα δε σκορπούσαν γενικά τρόμο και φόβο όσο άλλες συμμορίες. Ό Στέφος, αφού τον κάλεσε δυο φορές ο «καχραμάν» (ήρωας) Νιαζή μπέης και, αφού αρνήθηκε  τις δυό δημόσιες θέσεις που του   πρόσφερε για να  τον κάμη όργανό του, έφυγε στην Αθήνα, γιατί είχαν οργανωθή δυό δολοφονικές απόπειρες εναντίον του.
 Σε λίγο όμως εμφανίστηκε και πάλι στη Μακεδονία με μικρό σώμα και με συναρχηγό τη Ρωσίδα σύζυγό του. 
Μακεδόνες οπλαρχηγοί
 Στέφος Γρηγορίου,Στογιάννης Τσίτσος,
 Παύλος Ρακοβίτης Τραιανός Μπραγίαννης

Επίσης στο Μορίχοβο ήρθαν οι Τσίτος και Μπραγιάννης.

Έπειτα από το ταξίδι-προσκύνημα του   Σουλτάνου στο Μοναστήρι, έκαμε την εμφάνιση του στο Βίτσι και την Δροσοπηγή αρματωμένος ο Σπύρος Τσαούσης με 8-10 πάνοπλους Τουρκαλβανούς.

Ήταν εφοδιασμένος και με την σχετική άδεια οπλοφορίας. τους κάλεσε όμως στο Νυμφαίο ο λοχαγός διοικητής της φρουράς του και αφού τους φίλεψε καλά, τους ξυλοφόρτωσε καλύτερα και τους τουφέκισε όλους στο δάσος, λίγο έξω άπ’ το χωριό. «Θα είχε βέβαια διαταγές και οδηγίες του   νεοτουρκικού«Τζεμιέτ» (κομιτάτου)».

Το 1910 οι Νεότουρκοι ψήφισαν, παρά τις διαμαρτυρίες των Ελλήνων βουλευτών και του   Πατριαρχείου, νόμον που έδινε στους Βουλγάρους έλληνικές ορθόδοξες έως τότε εκκλησίες, για μόνο το λόγο ότι  η σχετική πλειοψηφία του   χωριού είχε γίνη βουλγαρο-σχισματική.

'Οργανώθηκε τότε στο Μοναστήρι, στην απέραντη αύλή του   Γυμνασίου, συλλαλητήριο. 
Πήραν μέρος και μερικές χιλιάδες χωρικοί. Μίλησε στο τοπικό βουλγαρικό ιδίωμα και ένας χωρικός απ’ τη Βελούσινα πολύ πιο παραστατικά απ’ τους επίσημους ρήτορες, που διάβασαν τους ανιερούς σε ύπερκαθαρεύουσα λόγους.
Τό πλήθος προχώρησε ειρηνικά πρός το Διοικητήριο να  επιδώση το ψήφισμα. Μά ξάφνου όρμησαν εναντίον του χωροφύλακες και στρατιώτες που χτυποΰσαν άλύπητα. 'Н κοίτη του   ποταμού Δραγόρι άσπρισε άπ’ τους ασπροφόρους χωρικούς που ρίχτηκαν έκεΐ για να  ξεφύγουν τα χτυπήματα.

Ωστόσο άρχισε στην Κωνσταντινούπολη η προσέγγιση και συνεργασία των Ελλήνων και των λίγων Βουλγάρων βουλευτών.

Οι Νεότουρκοι ήταν αγριεμένοι εναντίον μας, για το αιώνιο Κρητικό ζήτημα. Συγκροτούσαν συλλαλητήρια, κήρυτταν μποϋκοτάζ στα  ελληνικά πλοία, απειλούσαν πόλεμο κλπ.
Το κραυγαλέο σύνθημά τους ήταν: 
«Ή Κρήτη είναι δική μας. Δεν την δίνουμε. θα πάμε και με τα ποδήματα». 
Kαι ήταν η Κρήτη δική τους, γιατί κάπου σε μιάν άκρη των Χανίων υπήρχε καρφωμένη μια τουρκική σημαία από...τενεκέ.

Καλή ώρα, όπως τώρα είναι και η Κύπρος.

Τον χειμώνα του   1911 παρουσιάστηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο επιτροπή Μακεδόνων οπλαρχηγών και ζήτησε να  επιτραπή να  βγούν με σώματα στη Μακεδονία, όπου οι νεότουρκοι δολοφονούσαν τους συναδέλφους τους (Νεράντζη-Περδίκα-Σκοτίδα και άλλους). Ο Βενιζέλος αρνήθηκε.

Βγήκαν έπειτα κρυφά χωρίς καμιά άδεια οι Γκόνος, Γιώτας, Λάζος Μπαροβίτσας η Δουγιάμας, Καραίσκάκης και άλλοι, που άδικα και χάθηκαν.

Τον Αύγουστο του   1912 ο Βενιζέλος κάλεσε ο ίδιος προσωπικά στο γραφείο του στο 'Υπουργείο των Στρατιωτικών τους οπλαρχηγούς τον έναν πίσω άπ’ τον άλλον και τους έλεγε ότι  είχε έλθει η ώρα να  πραγματοποιήσουν εκείνο που του   είχαν ζητήσει. και τους έστελνε με σώματα στις γνώριμες περιφέρειες τους.

Ο Δούκας των Σερρών κλήθηκε «επειγόντως» ένα πρωί στο 'Υπουργείο των Στρατιωτικών. Ρώτησε τους γνωστούς του τμηματάρχες και τους άλλους αξιωματικούς τί τον ήθελαν.  Όλοι όμως σήκωναν τους ώμους.Ο υπασπιστής, που άκουγε να  τον λέγουν «καπετάνιο», τον ρώτησε αν είναι Μακεδονομάχος και τον έβαλε αμέσως στο γραφείο του   'Υπουργού και Πρωθυπουργοϋ. Τού είπε τότε ο Βενιζέλος : «Ηλθεν η ώρα, κύριε Δούκα. θα πάτε στην περιφέρεια σας και θα σηκώσετε επανάσταση στο Παγγαΐο. θα σας δώσω και δυο χιλιάδες τουφέκια να  τα μοιράσετε σε όσους δεν έχουν. και ο Θεός μαζί σας».

Έστειλε άλλους 250 στη Χαλκιδική με τους Γιαγκλή, Παπακώστα, Γαλανόπουλο και άλλους και με τρία μικρά πολεμικά που είχαν ονόματα ποταμών (Αλφειός, Πηνειός κλπ).

Ξεκίνησαν και αυτοί, όπως οι παλιότεροι, άπ’ την ερημική τότε Βουλιαγμένη.

Καπετάν Κόρακας
Ο Κόρακας επίσης (άνθυπολοχαγός Βασ. Σταυρόπουλος) πήρε επείγον τηλεγράφημα στη Λάρισα, όπου υπηρετούσε, να  παρουσιαστή «άνευ άναβολής» στο 'Υπουργείο των Στρατιωτικών.

 Και αυτόν τον έβαλε ο υπασπιστής στο γραφείο του   Προέδρου, όταν τον είδε να  ρωτά από γραφείο σε γραφείο τί τον θέλουν... 

Ο Βενιζέλος ήξερε την δράση του στην περιοχή της Βέροιας και του   Βερμίου και του   είπε να  φύγη το ταχύτερο για την επίκαιρη εκείνη περιφέρεια και να  δράση στα  νώτα του   τουρκικού στρατού.

Απ’ την Βέροια και το Βέρμιο περνάει ο κεντρικός δρόμος Θεσσαλονίκης-Κοζάνης-θεσσαλικών συνόρων.


Πρόσκοποι και ο Καπετάν Ακρίτας.
Επίσης αρχηγοί ανταρτικών ομάδων λέγονταν τότε πρόσκοποι ήταν για την Κεντρική Μακεδονία ο τότε ταγματάρχης Κωνστ. Μαζαράκης και για την Δυτική ο λοχαγός I. Κατεχάκης. Και οι δυό, όπως και όλοι οι οπλαρχηγοί τους, ήξεραν καλά τις περιφέρειές τους.

Γραφική εικόνα των ήμερών εκείνων μάς δίνουν τα ανέκδοτα άπομνημονεύματα του   Στέφου.
ΙΙαραμονές του   πολέμου βρίσκονται με τον Μοναστηριώτη επίσης οπλαρχηγό Αντώνιο Ζώη στη Δυτική Μακεδονία.

Κοντά στη Σιάτιστα χτυπήθηκαν με τον πρώην λήσταρχο Άρίφ καπετάν, που είχε καταρτίσει ένα «ταμπούρι» από εθνοφρουρούς και άτακτους Τούρκους. Την νύχτα όμως ο τούρκικος στρατός είχε πιάσει όλα τα γύρω βουνά, που τα ήξευρεν καλά ο Άρίφ.

 Τά δυό σώματα τρύπωσαν στα  βάτα ένός ξεροποτάμου στον κάμπο και την άλλη νύχτα μέσα στη Σιάτιστα. Οι Τούρκοι ξεποδαριάστηκαν στα  βουνά. 'Έμαθαν την κήρυξη του πολέμου στο Βογατσικό. Κήρυξαν τότε και αυτοί με κωδωνοκρουσίες και ζητωκραυγές την επανάσταση.

Καπετάν Ζώης.
Ο Ζώης τράβηξε για τη Φλώρινα και το Μορίχοβο, όπου και έστησε την έλληνική σημαία και κήρυξε την κατοχή «έν όνόματι του Βασιλέως Γεωργίου».

Ό Στέφος πήγε στο Γέρμα, όπου επίσης κήρυξε την έπανάσταση, και στη Βλάστη, όπου την είχαν κηρύξει οι Μπλατσιώτες.

Άπ’ την Βλάστη τα σώματα του   παληού Κρητικού οπλαρχηγού Εύθ. Καούδη και του   Στέφου με πολλούς ένοπλους Μπλατσιώτες κατέβηκαν στο Εμπόριο και την Άναράχη.
Οι πολυάριθμοι όμως πάνοπλοι εκεί Τούρκοι, ενισχυμένοι και από πολλούς άλλους, τους διεμήνυσαν ότι  δεν είχαν καμιά διάθεση να  παραδοθούνε σε αντάρτες και ένοπλους ραγιάδες. Οι δυό οπλαρχηγοί τότε πρόσταξαν τους Τούρκους να  ετοιμάσουν φαγιά και καταλύματα για τάγματα και πυροβολαρχίες ! και αυτοί με τρόπο γύρισαν πίσω ψηλά στο Μπλάτσι.

Ο Στέφος με τον κρητικό Μαν. Νικολούδη πετάχτηκαν έπειτα στο Μαυροχώρι (Μαύροβο), όπου οι Τοΰρκοι «παραδίδονταν και δεν παραδίδονταν». Μα, όπως λέγει και η παροιμία, «τό πρόσωπο είναι σπαθί», όταν μάλιστα συνοδεύεται και με πολλά τουφέκια και χαντζάρια. Οι δύστροποι και φανατισμένοι Τοΰρκοι παράδωσαν αμέσως τα όπλα.

Ό Στέφος έστησε ενέδρα στην παραλία και τσάκισε τους Τούρκους. 
Ερχονταν με βάρκες άπ’ την Καστοριά ν’ αποβιβαστούν στο Μαύροβο. 
Σκότωσαν ένα υπολοχαγό, τον Ισμαήλ μπέη, και πολλούς στρατιώτες που τους εκήδευσαν με προσταγή του οι Τοΰρκοι του   χωριοΰ. Αιχμαλώτισε ένα Τούρκο πολίτση (αστυνομικό), που τον είχε μπατσίσει κανένα καιρό μέσα στην Αστυνομική Διεύθυνση Μοναστηριού.

 Ό Στέφος μεγαλοφρονέστατα περιορίστηκε σε συστάσεις και παραινέσεις, όπως γράφει.  Έστειλε και τους αιχμαλώτους στρατιώτες στον Κατεχάκη.

 Τουφέκισε μόνον δυό από τα Γρεβενά, που είχαν πάρει μέρος στη δολοφονία του   Μητροπολίτη Αιμιλιανού, και έναν 'Εβραίο χωροφύλακα άπ’ την Καστοριά, που είχε λογχίσει πριν λίγες μέρες στο ίδιο χωριό την εικόνα του   Γεωργίου του   Α'.

'Ο δάσκαλος τότε Διαμαντής Μαντόπουλος τον παρακάλεσε να  προστατεύση τον Τοΰρκο χωριανό τους Σεφεντίν άγά, γιατί πλατσικαδόροι οπλοφόροι είχαν χυμήξει στο σπίτι του. Ό Στέφος έτρεξε άμέσως με τη γυναίκα του, τους έδιωξε και έβαλε δική του φρουρά. 

Αν ήταν πάρα πολύ αφιλοκερδής και η δική του παρέμβαση, είναι άλλος λογαριασμός. 'Όταν όμως έγινε το άτυχημα της Ε' Μεραρχίας στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) και ξαναπροχώρησαν τούρκικα στρατεύματα, ο άγάς αυτός έσφαξε τον δάσκαλο προστάτη του, που είχε ζητήση καταφύγιο στο σπίτι του.

Ή ραγδαία προέλαση του   ελληνικού στρατού   το 1912 δεν χρειάστηκε πολύ τις υπηρεσίες των ανταρτικών σωμάτων. 

Είναι όμως κολοσσιαία η διαφορά από το 1878, όταν έστειλαν χρήματα σε πολιτευομένους και άλλους των επαρχιών να  στρατολογήσουν οπλοφόρους, και από το 1897, όταν συγκέντρωσαν στα  σύνορα της Καλαμπάκας 1800 και κατά τον Παύλο Μελά 1960 άτακτους αντάρτες και τους έστειλαν να  εισβάλουν μαζεμένοι στην Μακεδονία και να  αντιμετωπίσουν σε μάχη «εκ παρατάξεως» την τουρκική στρατιά. 
Καπετάν Δούκας και Ιωάννης Μάρτσιος εκ Καλής Βρύσης.

Έγιναν έξ άλλου κύριοι 
ο Δούκας του   Παγγαίου,
ο Τσότσος της Αριδαίας στην Άλμωπία,
ο Ζώης του   Μορίχοβου,

θα είχε δέ καταλάβει και ο Βάνδος η Τσέλεμπης με τους 300 άντρες του και την Γευγελή και θα ήταν σήμερα έλληνική,
αν δεν τον εμπόδιζε ο εκεί αρχιερατικός επίτροπος.

Έκαμε μάλιστα το δεύτερο λάθος ο ευλογημένος να  ειδοποίηση τον Βούλγαρο συνάδελφό του, που έστειλε αμέσως ανθρώπους του να  φέρουν βουλγαρικά αποσπάσματα. Πρόλαβαν λίγοι Σέρβοι ιππείς, που ήταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά.

Μακεδονομάχοι οπλαρχηγοί και άντρες πρωτοστάτησαν και στον Ηπειρωτικό άγώνα.

Σήμερα ακόμα, στο σωτήριον έτος 1967, βουλγαρικές εφημερίδες της Αμερικής μάς κατακεραυνώνουν γιατί το 1913 αρπάξαμε βουλγαρικά σχολεία και εκκλησίες, διώξαμε και εκτοπίσαμε Βούλγαρους παπάδες και δασκάλους και φυλακίσαμε άλλους.

Λησμονούν όμως ότι  οι Βούλγαροι προκάλεσαν τον πόλεμο του 1913 με την αιφνιδιαστική τους επίθεση εναντίον των τέως συμμάχων Ελλήνων και Σέρβων,
 ότι  πυρπόλησαν στις Σέρρες 4050 ελληνικά σπίτια και 
1000 ελληνικά μαγαζιά,
 ότι  έσφαξαν πολλές εκατοντάδες Έλληνες
και μάλιστα τους πιό εκλεκτούς 
(στό Δοξάτο, το Σιδηρόκαστρο, τις Σέρρες κλπ.).

Πήραν ομήρους και από τα χωριά της Γευγελής Μπογδάντσα και Στογιάκοβο.

Ας μη αναφέρουμε τα φρικτά και αποτρόπαια βουλγαρικά κατορθώματα στην Ανατολική Ρωμυλία, το 1906, και στην Ανατολική Μακεδονία, το 1916-1918, καθώς και το 1941-1944.

Πρέπει να  κλείση πια ο απαίσιος αυτός λογαριασμός του   αίματος στη Βαλκανική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου