Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Ο Αριστοτέλης στη μεταβυζαντινή εικονογραφία

Ο Αριστοτέλης στην Τράπεζα της Λαύρας
(1535-1541)
Γερακίνα Ν. Μυλωνά
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών
"Μακεδονικά"


ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ 
ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
 ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ  

Πριν μελετήσουμε τις παραστάσεις του Αριστοτέλη στη νεοελληνική τέχνη, θα αναφερθούμε σύντομα στην απεικόνιση του φιλοσόφου στη μεταβυζαντινή εικονογραφία του ελλαδικού χώρου.
Το θέμα της απεικόνισης αρχαίων φιλοσόφων σε εκκλησιαστικούς χώρους συνδέεται με την προοιώνιση της ελεύσεως του Χριστού και εμφανίζεται μέσα στα πλαίσια της σύνθεσης της Ρίζας του Ιεσσαί ή και ανεξάρτητα από αυτήν. 

Το συναντούμε από τον 16ο αι. και εξής, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, αν και η πρώτη γνωστή σχετική παράσταση, που βρίσκεται στο ναό του αγίου Γεωργίου Βιάννου Κρήτης , είναι του 1401. 
Τον τύπο απεικόνισης των φιλοσόφων στη Ρίζα του Ιεσσαί, καθώς και τις ρήσεις των ειληταρίων που κρατούν, μας τα δίνει ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στην «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» .

Στον ελλαδικό χώρο οι σωζόμενες απεικονίσεις φιλοσόφων είναι αρκετά συχνές και είναι οι εξής: 
 
Ο Αριστοτέλης
στον Άγιο Δημήτριο Χρυσάφων Λακωνίας (1641)

στον Άγιο Γεώργιο Βιάννου Κρήτης (1401), 
στη Μεγίστη Λαύρα (1535-1541), 
στη μονή Σταυρονικήτα (1546, κατεστραμμένες σήμερα), 
στη μονή των Φιλανθρωπηνών (1560), 
στον Άγιο Νικόλαο της Τσαριτσάνης (1614), 
στον Άγιο Δημήτριο Χρυσάφων Λακωνίας (1641), 
στη μονή της Γόλας στη Λακωνία (1673), 
στην Αγία Παρασκευή της Σιάτιστας (1679), 
στη μονή Ιβήρων (1683), 
στον Προφήτη Ηλία της Σιάτιστας (1744), 
στη μονή Βελλάς στην Ήπειρο (1745), 
στον Άγιο Γεώργιο Νεγάδων Ζαγορίου ( 1792) και
 στο προστώο της μονής Βατοπεδίου (1858). 

Σε όλες αυτές τις συνθέσεις περιλαμβάνεται η παράσταση του Αριστοτέλη .



Από τη μελέτη των γνωστών παραστάσεων του ελλαδικού χώρου προκύπτει ότι ο Αριστοτέλης εικονίζεται με ιδεατή φυσιογνίομική παρουσία, σε τέσσερις βασικούς εικονογραφικούς τύπους:
Άγιος Γεώργιος Νεγάδων Ζαγορίου.
«Ο σοφός Αριστοτέλης» ( 1792)

Α. Ο τύπος της Τράπεζας της Μεγίστης Λαύρας, όπου παριστάνεται με επίσημη στολή αξιωματούχου και στέμμα.
Β. Ο τύπος της μονής των Φιλανθρωπηνών, όπου απεικονίζεται με σαρίκι, μακρά κόμη και γενειάδα .
Γ. Ο τύπος του ναού του αγίου Γεωργίου Νεγάδων Ζαγορίου παρουσιάζει τον Αριστοτέλη με πλατύγυρο πίλο .
Δ. Ο τύπος του ναού του αγίου Δημητρίου Χρυσάφων Λακωνίας, όπου ο φιλόσοφός μας εικονίζεται ασκεπής .
Αριστοτέλης
Μονή Φιλανθρωπηνών 1560
Η απεικόνιση των αρχαίων Ελλήνων σοφών σε εκκλησιαστικούς χώρους, κοντά στους αγίους, ασφαλώς δεν είναι τυχαία και πρέπει να εξυπηρετούσε συγκεκριμένες σκοπιμότητες. 

Μπορούμε να πούμε ότι επιχειρείται ένας συγκερασμός μορφών και συμβόλων του χριστιανικού κόσμου με πρόσωπα και αλήθειες της αρχαιότητας. 

Οι φιλόσοφοι με τα ειλητάρια που κρατούν αναγορεύονται σε προφήτες, ξανακερδίζοντας μία ενεργό θέση σε έναν κόσμο με νέες θρησκευτικές, ηθικές και κοινωνικές αξίες και με διαφορετική τάξη από τον κόσμο της αρχαιότητας. Το θέμα της ερμηνείας των παραστάσεων αυτών απασχολεί τους μελετητές από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα .

Η πρώτη μας πληροφορία για τη σύνθεση ενός κοσμικού ζωγραφικού έργου με παράσταση αρχαίου φιλοσόφου προέρχεται από το Άγιον Όρος. 
Ο Νικηφόρος «ο εκ Τρικκάλων», ένας από τους αξιολογότερους αγιορείτες ζωγράφους του δεύτερου μισού του 18ου αι., παράλληλα με το αγιογραφικό του έργο, είχε ασχοληθεί με τις προσωπογραφίες συγχρόνων του, καθώς και με τη σύνθεση «συμβολικών παραστάσεων. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται ότι είχε ζωγραφίσει και 
«Αριστοτέλην επί πίνακος (0,33 Χ0,20 μ.), αντίγραφον εξ αγάλματος» .
Πολλά είναι τα ερωτήματα, τα οποία μπορούν να τεθούν με αφορμή αυτήν την πολύτιμη πληροφορία και πολλές απαντήσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν. 

Γεγονός πάντως είναι ότι ο Νικηφόρος δαπάνησε μέρος του χρόνου του για να αντιγράψει, προφανώς από κάποιο έντυπο, την παράσταση του Αριστοτέλη, δημιουργώντας έτσι ένα έργο. του οποίου η ύπαρξη επισημαινόταν ακόμη στο Άγιον Όρος εκατό περίπου χρόνια από τη δημιουργία του. 
Το έργο αυτό του Νικηφόρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εισαγωγή της παράστασης του φιλοσόφου μας στη νεοελληνική ζωγραφική. 

Στη διάρκεια του 19ου αι., αν και η ελληνική γλυπτική έχει ήδη δώοει κάποιες παραστάσεις φιλοσόφων, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ζωγραφική. 
Η θεματογραφία της κινείται γύρω από ιστορικά θέματα —αντλημένα από την πρόσφατη Επανάσταση— ηθογραφίες, προσωπογραφίες και τοπιογραφίες, ενώ αρχαία ελληνικά θέματα απλά και μόνο παρεμβάλλονται στις συνθέσεις ως παραπληρωματικά στοιχεία. 
Μοτίβα της αρχαίας ελληνικής τέχνης συναντούμε στο έργο των ζωγράφων τον 19ου αι. μέσα στα πλαίσια ενός ρομαντικού-νεοκλασικιστικού ρεύματος, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη του 18ου αιώνα.
Ξένοι ζωγράφοι, ταξιδιώτες και περιηγητές,
διακατεχόμενοι από θαυμασμό για την κλασική Ελλάδα, 
επισκέπτονται τη χώρα μας και επιδίδονται στην ηρωική τοπιογραφία, ζωγραφίζοντας αρχαιολογικούς-ιστορικούς χώρους και μνημεία . 

Οι Έλληνες ζωγράφοι ελάχιστα επηρεάζονται από αυτήν την κίνηση και τα αρχαία ελληνικά μοτίβα απαντούν σποραδικά στο έργο τους.
Παράλληλα η οθωνική περίοδος διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στην εδραίωση του πνεύματος του κλασικισμού στον τόπο μας. 

Από το κλίμα αυτό επηρεασμένος ο βαρώνος Σίμων Σίνας ανέθεσε το 1861 στον Karl Rahl τη μελέτη της ζωφόρου της στοάς των προπυλαίων του Πανεπιστημίου Αθηνών
 
Αριστοτέλης
Ζωφόρος 1888 Στοά Πανεπιστημίου

Το 1888 ο Πολωνός ζωγράφος Λεμπίντσκυ, μαθητής του Rahl, βασιζόμενος στα σχέδια του δασκάλου του, ζωγράφισε τη ζωφόρο του Πανεπιστημίοι, της οποίας θέμα είναι η πνευματική ιστορία της Ελλάδας από τους αρχαιοτάτους χρόνους μέχρι την εποχή του αποστόλου Παύλου .

Στη σύνθεση, που έχει κεντρικό σημείο αναφοράς τον Όθωνα, εντάσσεται —πέμπτη δεξιά ως προς τον θεατή—μία ομάδα, αποτελούμενη από τον Αλέξανδρο, τον Δημήτριο τον Φαληρέα, τον Θεόφραστο και τον Στράτωνα, οι οποίοι παρακολουθούν τον Αριστοτέλη διδάσκοντα ανατομία πτηνών. 
Ο φιλόσοφος εικονίζεται όρθιος, όπως εξάλλου και όλες οι μορφές της ομάδας, και φορεί μακρύ λευκό χιτώνα, κεραμιδόχροο ιμάτιο και σανδάλια .
Η σημασία αυτής της σύνθεσης, που βρίσκεται σε έναν από τους σημαντικότερους χώρους των Αθηνών αν και δεν είναι έργο Έλληνα ζωγράφου, είναι μεγάλη για το θέμα μας, επειδή αποτελεί —από όσα τουλάχιστον γνωρίζω —τη μοναδική γνωστή απεικόνιση του Αριστοτέλη κατά τον 19ο αι. στην Αθήνα.
Αρχαιοελληνικά μοτίβα συναντούμε και σε τοιχογραφίες αρχοντικών της Μακεδονίας των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα. 

Παράλληλα νεοκλασικιστικές επιδράσεις παρατηρούνται και στην εκκλησιαστική ζωγραφική της περιοχής. Οι ζωγράφοι, ακολουθώντας τον ξενόφερτο νεοκλασικισμό, ο οποίος, όπως ήταν φυσικό, βρήκε γόνιμο έδαφος στον ελληνικό χώρο, παρουσιάζουν θέματα εμπνευσμένα από τη γλυπτική της αρχαιότητας. Στις παραστάσεις αυτές αναγνωρίζουμε ως πρότυπα γλυπτά που βρίσκονται σε μουσεία της Ευρώπης. 

Μερικές φορές συναντούμε και παραστάσεις αρχαίων κτηρίων (π.χ. Σιάτιστα, Νυμφαίο).
Στο Νυμφαίο Φλωρίνης, στο αρχοντικό του Ν. Τσίρλη, υπάρχει τοιχογραφία, όπου εικονίζεται καθήμενος φιλόσοφος στη χαρακτηριστική στάση «του σκεπτομένου».
 Ως πρότυπο αναγνωρίζουμε το άγαλμα του καθημένου φιλοσόφου του Palazzo Spada της Ρώμης, το οποίο είχε ταυτισθεί ήδη από το 1824 με τον Αριστοτέλη . 

Η ταύτιση αυτή δεν ήταν παρά η αρχή των ερευνών γύρω από το θέμα.
 Το 1890 προτάθηκε η ταύτισή του με τον Αρίστιππο  και στη συνέχεια με τον Αριστείδη και τον Αρίστωνα ,
 ενώ το 1949 ξαναπροβάλλεται ως Αριστοτέλης . 

Το 1960 απορρίπτεται η εκδοχή ότι πρόκειται για το φιλόσοφό μας , γεγονός το οποίο γίνεται αποδεκτό μετά από την επικράτηση της απόψεως της Guarducci πως ο φιλόσοφος Spada είναι ο Αρίστιππος .
Θα πρέπει να θεωρήσουμε ως βέβαιο ότι ο ζωγράφος του Νυμφαίου  με την παράσταση που μας απασχολεί θέλησε να απεικονίσει τον Αριστοτέλη, αφού στην εποχή του (λίγο μετά τα μέσα του 19ου αι.) δεν είχε τεθεί ακόμη υπό αμφισβήτηση η αρχική ταύτιση . 

Η σημασία της παράστασης είναι μεγάλη, όχι για την καλλιτεχνική της αξία, όσο για το θέμα της. 

Και το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη σημασία, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι η παράσταση διακόσμησε ένα σπίτι σε βλαχόφωνο χωριό, το οποίο ήταν βασικό προπύργιο του ελληνισμού σε μία πολύ ευαίσθητη περιοχή. 

Γενικότερα όμως θα μπορούσαμε να πούμε ότι τόσο η παράσταση του «Αριστοτέλη», όσο και οι τοιχογραφίες της Αμαζόνας, του Δημοσθένη, της Αθηνάς και του Άρη, σε άλλα σπίτια του ίδιου χωριού , είναι χαρακτηριστικά δείγματα των νεοκλασικιστικών επιδράσεων στην περιοχή κατά τα τέλη του 19ου αιώνα.
Η επιλογή των θεμάτων στις τοιχογραφίες των αρχοντικών ήταν ένα θέμα που απασχολούσε τόσο τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, όσο και τον τεχνίτη που αναλάμβανε τη διακόσμηση των χώρων.
 Συνεπώς η θεματογραφία ήταν είτε προϊόν των επιλογών του, συνήθως, ταξιδεμένου ιδιοκτήτη ή αποτέλεσμα των γνώσεων του ζωγράφου μέσα από τα τυπώματα που κυκλοφορούσαν στον ελληνικό χώρο. Συνηθέστερα όμως θα πρόκειται για το συνδυασμό των δύο δεδομένων.
Από το βορειοελλαδικό χώρο υπάρχει και άλλη μία αναφορά για παράσταση του Αριστοτέλη στον τύπο του καθημένου και σκεπτομένου φιλοσόφου.
 Κοσμούσε το λάβαρο του «Φιλομούσου Συλλόγου της Στρατονίκης» Χαλκιδικής, το οποίο σωζόταν ακόμη το 1932, αν και ο Σύλλογος είχε διαλυθεί από καιρό .
 Δεν γνωρίζουμε πότε έγινε το λάβαρο, θεωρούμε όμως ότι πιθανότατα ήταν έργο των αρχών του αιώνα.
 Σ’ αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι τότε παρουσιάζεται μεγάλη δραστηριότητα στην ίδρυση παρόμοιων συλλόγων στη Χαλκιδική  και υποθέτουμε ότι τότε ιδρύθηκε και ο «Φιλόμουσος» της Στρατονίκης. 
Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. ζωγράφοι κινούμενοι στα πλαίσια αναζήτησης της λεγομένης «ελληνικότητας» της ελληνικής τέχνης, αλλά και της «επιστροφής στις πηγές» του ελληνισμού , συμπεριέλαβαν στο έργο τους θέματα από την ελληνική αρχαιότητα. 

Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Παρθένη, τον Κόντογλου, τον Τσαρούχη, τον Εγγονόπουλο.
Ο Κόντογλου μέσα στο μεγάλο έργο που άφησε περιέλαβε και παραστάσεις φιλοσόφων, ένας από τους οποίους είναι ο Αριστοτέλης. 
Το 1938 κόσμησε με τοιχογραφίες το Δημαρχείο των Αθηνών . Στην Αίθουσα Αναγνωστηρίου (σήμερα γραφείο του αντιδημάρχου) τοποθετεί τις συνθέσεις του σε δύο ζώνες, από τις οποίες η πάνω απεικονίζει πενήντα δύο όρθιες ολόσωμες μορφές από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Επανάσταση.
 Στη ζώνη αυτή μαζί με τον Δημοσθένη εικονίζει τον Αριστοτέλη, σε βηματισμό και ημιστροφή του σώματος προς τα αριστερά.

Η παράσταση επιγράφεται «Αριστοτέλης, ο σταγειρίτης, ο περιπατητικός». Φορεί μακρύ χιτώνα με ιμάτιο, που καλύπτουν ολόκληρο το σώμα του, και σανδάλια.

 Με το αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο όπου αναγράφεται: «τραγωδία έστί μίμησις πράξεως σπουδαίας» . 
Απεικονίζεται φαλακρός, με στρογγυλή γενειάδα και αυλακωμένο μέτωπο. 
Αποδίδεται με κλασική λιτότητα και απαλούς χρωματικούς τόνους πάνω σε πρασινωπό κάμπο. 
Η έλλειψη βάθους συντελεί στο να παρουσιάζεται η μορφή του ανάγλυφη και ιδιαίτερα τονισμένη. 
Η ίδια τεχνική χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα πρόσωπα της ζώνης .
Στη σύνθεση αυτή είναι εμφανείς οι επιδράσεις που δέχεται ο Κόντογλου από την εκκλησιαστική ζωγραφική. 
 
Φ. Κόντογλου,
«Ο Πελοπίδας… Επαμεινώνδας… Δημοσθένης… Αριστοτέλης…»

Ο φιλόσοφός μας έχει πολλά κοινά σημεία με τις παραστάσεις του στη μεταβυζαντινή τέχνη, τόσο στην απόδοση του σώματος, όσο και του προσώπου. 
Διαφορά υπάρχει στα λόγια του ειληταρίου, τα οποία προσαρμόσθηκαν στην κοσμική χρήση του κτηρίου.
Ο τύπος της παράστασης του Αριστοτέλη από τον Κόντογλου εξηγείται, εάν ληφθούν υπόψη οι γενικότερες επιρροές που δέχθηκε ο ζωγράφος από τη μεσαιωνική μας παράδοση. 

Οι μορφές από την ελληνική αρχαιότητα στις συνθέσεις του Δημαρχείου αποτελούν μία νοητή συνδετική γραμμή, που ενώνει το σύγχρονο παρόν με την αρχαία Ελλάδα διαμέσου του μεσαιωνικού ελληνισμού. 
Για πρώτη φορά οι εκκλησιαστικού τύπου παραστάσεις φιλοσόφων εισέρχονται με τον Κόντογλου στην κοσμική ζωγραφική, απαλλαγμένες από θρησκειολογικές αναφορές. Ωστόσο παρατηρούμε πως ο Κόντογλου δεν δημιουργεί καινούριο εικονογραφικό τύπο του Αριστοτέλη, αν και η παράσταση φέρει προσωπικά στοιχεία του ζωγράφου.
Στην αρχή της δεύτερης πεντηκονταετίας του αιώνα μας συναντούμε δύο ακόμα έργα με θέμα τον Σταγειρίτη σοφό. Πρόκειται για μία προσωπογραφία και μία πολυπρόσωπη μνημειακή σύνθεση με τον Αριστοτέλη διδάσκοντα, που βρίσκονται στη Συλλογή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η προσωπογραφία (ελαιογραφία σε μουσαμά, 0,79 χ0,59 μ.) είναι έργο του Γιάννη Δ. Κασόλα, του 1953. 
Ο Αριστοτέλης απεικονίζεται σε μετωπική στάση, με έκδηλες τις επιδράσεις από τη γλυπτή παράσταση του φιλοσόφου. 
Όσον αφορά την ιδεαλιστική απόδοση της κεφαλής με τη βαθιά προβληματισμένη έκφραση, αναζητούμε το πρότυπο στην προτομή της Βιέννης. 
Στον τρόπο που το ένδυμα καλύπτει τον αριστερό ώμο αφήνοντας ακάλυπτο τον δεξιό, βλέπουμε επιδράσεις από τη γλυπτική της ρωμαϊκής εποχής.
 Ωστόσο στην προσπάθειά του ο ζωγράφος να μεταφέρει στο μουσαμά πλαστικές φόρμες, δεν κατορθώνει παρά να δώσει μία πολύ μέτρια ζωγραφική σύνθεση.
Το δεύτερο έργο, του 1954, είναι μνημειακών διαστάσεων (ελαιογραφία σε λινάτσα, 2,55 X 3,53 μ.) και κάτω αριστερά φέρει τον τίτλο του, το όνομα του ζωγράφου και τη χρονολογία κατασκευής του: 

«Ο Αριστοτέλης διδάσκων τον Αλέξανδρον. Παύλος  Παντελάκις εποίει. Πρυτανεύοντος Μαρίνου Σιγάλα. Έτει ΑΠΝΔ» . 

Είναι μία πολυπρόσωπη σύνθεση, η οποία στηρίζεται κυρίως στην κάθετη οργάνωση των αρχιτεκτονικών στοιχείων. 
Η κύρια σκηνή με τον Αριστοτέλη να διδάσκει το νεαρό Αλέξανδρο δίνεται σε πρώτο επίπεδο, μπροστά από «κλασικά» κτήρια αποδομένα με μνημειακό τρόπο. 
Το έργο αυτό, δημιούργημα ενός ανθρώπου, ο οποίος εκτός από ζωγράφος υπήρξε και συνεργάτης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, αφήνει να διαφανούν οι σχεδιαστικές ικανότητες του δημιουργού του στην απόδοση του χώρου και της προοπτικής. 

Επηρεασμένος ο Παντελάκις από την αναγεννησιακή ζωγραφική, δίνει ένα σύνολο, το οποίο επιβάλλεται με το συνδυασμό κλασικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής σταθερότητας. 
Στη σύνθεση παρατηρείται κινητικότητα και δράση παρά τις αδυναμίες στην απόδοση των ανθρώπινων μορφών, που δεν πείθουν ούτε με τη στάση τους, ούτε με την έκφρασή τους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία ασφυκτικά γεμάτη σύνθεση με πρόσωπα, οικοδομήματα και γλυπτά, που αφήνει έντονη την αίσθηση της θεατρικότητας.
 Η συγκεκριμένη παράσταση του καθημένου Αριστοτέλη να διδάσκει τον Αλέξανδρο έχει πολλά στοιχεία που τα βρίσκουμε σε εικονογραφήσεις προγενέστερων βιβλίων και περιοδικών.
Όπως είδαμε, τα δυο έργα του Πανεπιστημίου είναι δημιουργίες των ετών 1953 και 1954, όταν πρύτανης ήταν ο Μαρίνος Σιγάλας. Επί πρυτανείας Σιγάλα σημειώθηκα μία ουσιαστική κίνηση γύρο) από τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, με αποκορύφωμα την απόφαση να ονομασθεί το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης «Αριστο τέλειον εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης προς τον Μέγαν Πανεπιστήμονα της Οικουμένης, τον Μακεδόνα Αριστοτέλην». Με τα λόγια αυτά χαιρετίζει ο Σιγάλας την ονομασία του Πανεπιστημίου  και είναι ενδεικτικά του πνεύματος κάτω από το οποίο κινήθηκε.

Οι επόμενες παραστάσεις είναι, και πάλι από τη Θεσσαλονίκη , έργα του ζωγράφου και αγιογράφου Ιωάννη Βράνου. 
Η πρώτη σύνθεση είναι του 1978 (τέμπερα 0,98 Χ 0,73 μ.), βρίσκεται στο ξενοδοχείο «Άθως» στην Κασσάνδρα και επιγράφεται «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ο σταγειρείτης». 
 
Ι. Βράνος
Ο Αριστοτέλης ο σταγειρείτης
1978

Ο φιλόσοφος εικονίζεται από τη μέση και πάνω, με ελαφρά στροφή της κεφαλής προς τα αριστερά. Με το δεξί του χέρι, που το ακουμπά σε τραπέζι, κρατεί κλειστό ειλητάριο, ενώ με το αριστερό κρατεί πένα και στηρίζει ελαφρά το κεφάλι του.
 Αριστερά και δεξιά της κεφαλής του Αριστοτέλη και σε υψηλότερο επίπεδο παρουσιάζονται αναρτημένοι δύο πίνακες με συμβολικές παραστάσεις.

 Στον αριστερό εικονίζεται ένας σχηματοποιημένος βράχος, πάνω από τον οποίο αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα η γνωστή έννοια «ΔΥΝΑΜΕΙ», και κάτω από αυτόν η ερμηνευτική φράση: «εκ των λίθων πλείστοι δύνανται να λαξευθώσι».
 Στόν δεξιό πίνακα υπάρχει παράσταση μαρμάρινης προτομής, πάνω από την οποία αναγράφεται η άλλη αριστοτελική έννοια «ΕΝΕΡΓΕΙΑ», ενώ στο κάτω μέρος η φράση: «ελάχιστοι εκ των λίθων λαξεύονται» .

Η συμβολική, έστω και σχηματοποιημένη, μεταφορά στη ζωγραφική παράσταση των εννοιών «δυνάμει» και «ενεργεία», καθιστά εμφανή τον προβληματισμό του ζωγράφου σχετικά με την εικονογραφική σύνθεση. 
Το έργο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα μιας προσπάθειας συγκερασμού της αρχαιότητας με το χριστιανικό κόσμο.
 Αυτό το βλέπουμε καθαρά στην απόδοση της κεφαλής του φιλοσόφου, όπου συνυπάρχουν οι επιδράσειςαπό την προτομή της Βιέννης και από τη ζωγραφική του Πανσέληνου, όπως τη γνώρισε ο Βράνος στις τοιχογραφίες του Αγίου Όρους. 
Τελικά η όλη σύνθεση διαπνέεται από ένα λαϊκο-βυζαντινίζον πνεύμα με συμβολικές προεκτάσεις, στοιχεία που, μέχρις ενός σημείου, χαρακτηρίζουν τις καλλιτεχνικές καταβολές και την εν γένει νοοτροπία του ζωγράφου.
Η μορφή του Αριστοτέλη επανέρχεται στο έργο του Βράνου με μία παράσταση του 1985 . 
I. Βράνος 
Αριστοτέλης ο Φιλόσοφος
1985

Πρόκειται για μικρών διαστάσεων έργο (τέμπερα 0,25 X 0,20 μ.), στο οποίο δεσπόζει η μορφή του φιλοσόφου ανάμεσα σε συμβολικά στοιχεία και το οποίο επιγράφεται «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ο φιλόσοφος». 

Εικονίζεται από τη μέση και πάνω σε στροφή τριών τετάρτων προς τα αριστερά. το αριστερό του χέρι κρατεί ειλητάριο κατά τα πρότυπα των μεταβυζαντινών παραστάσεων, με τη ρήση «το τα πάντα κινούν ακίνητον», ενώ το δεξί το φέρει σε στάση διδασκαλίας. 
Στην απόδοση της κεφαλής διακρίνονται οι επιδράσεις από τις γλυπτές παραστάσεις του φιλοσόφου, ενώ η απόδοση των ματιών, των μήλων του προσώπου και του στόματος είναι ανάλογη με εκείνη του έργου του 1978, από το οποίο όμως το σύνολο είναι ουσιαστικά διάφορο.
 Σε δεύτερο επίπεδο ο ζωγράφος τοποθετεί —με συμβολική διάσταση— την Αθηνά Πρόμαχο πάνω σε ψηλό κίονα, καθώς και κλασικά αρχιεκτονήματα αποδομένα με έναν απαλό χρωματισμό κάνοντας ακόμη εντονότερο το μπλε του βάθους.

Η συμβολική απεικόνιση της σχέσης του Αριστοτέλη με την Αθήνα, καθώς και τα σχηματοποιημένα δένδρα, τα οποία είναι με τέτοιο τρόπο τοποθετημένα, ώστε τα κενά που μένουν στη σύνθεση να είναι λίγα, είναι στοιχεία που δείχνουν τη λαϊκίζουσα διάθεση του ζωγράφου, την οποία εντοπίσαμε και στο προηγούμενο έργο του .

Όπως προαναφέραμε, η παράσταση του Αριστοτέλη στη νεοελληνική ζωγραφική εισάγεται κατά τις αρχές του 19ου αι. με το έργο του αγιορείτη Νικηφόρου. Με τη γλυπτική όμως δεν συμβαίνει το ίδιο, αφού μόλις στα  μέσα του αιώνα μας άρχισαν να παρουσιάζονται κάποιες γλυπτές παραστάσεις του φιλοσόφου.
Οι πρώτες παραστάσεις αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων στη νεοελληνική γλυπτική εμφανίζονται στον 19ο αι., εποχή κατά την οποία είναι άμεσες οι επιδράσεις από τον κλασικισμό της Ευρώπης. 

Από τις πρώτες ήδη δεκαετίες του αιώνα οι επιδράσεις του ιταλού γλύπτη Antonio Canova εμφανίζονται στην «Κερκυραϊκή Σχολήν »

Παράλληλα στην Αθήνα ο κλασικισμός παρουσιάζεται εντονότερος, καθώς οι Βαυαροί εισάγουν τα αρχαία ελληνικά πρότυπα στην αρχιτεκτονική και τη γλυπτική του νεοσύστατου κράτους μας.

 Ο πρώτος δάσκαλος της γλυπτικής στο «Σχολείο των Τεχνών», ο Christian Siegel, ένας από τους καλύτερους μαθητές του Canova, είναι ο γλύπτης που κάνει γνωστό τον κλασικισμό στην Αθήνα .

Όσον αφορά τις παραστάσεις της γλυπτικής του 19ου αι., στην πλειοψηφία τους είναι ανθρωποκεντρικές και αποδίδουν προσωπικότητες της ιστορικής, πολιτικής και πνευματικής ζωής ιου τόπου μας. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στρέφεται στους ήρωες της Επανάστασης του 1821, οι οποίοι κρατούν τα πρωτεία στην προτίμηση του κοινού ενδιαφέροντος.
 Ακολουθούν οι πολιτικές φυσιογνωμίες, ενώ ελάχιστα απασχολούν τη νεοελληνική γλυπτική οι αρχαίοι φιλόσοφοι.
 Η μνημειακή γλυπτική, και κατεξοχήν η υπαίθρια, λειτουργεί ως φορέας ιστορικής και εθνικής μνήμης του λαού, γι αυτόν το λόγο δεν είναι καθόλου τυχαίο το στήσιμο ενός ανδριάντα ή μιας προτομής σε πάρκα, πλατείες και δρόμους .
Οι γλυπτές παραστάσεις Ελλήνων φιλοσόφων είναι ελάχιστες και άμεσα συνδεδεμένες με το χώρο όπου έχουν στηθεί, στον οποίο προσδίδουν την ταυτότητά του, ενώ παράλληλα παίζουν και ρόλο παιδευτικό. 

Το παλιότερο γνωστό έργο είναι η προτομή του Πλάτωνα, έργο του Παύλου Προσαλέντη, του 1815, το οποίο σήμερα εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη . 

Τα πιο φημισμένα όμως αγάλματα φιλοσόφων κατά τον 19ο αι. είναι του Πλάτωνα και του Σωκράτη, έργα του Λεωνίδα Δρόση , τοποθετημένα στην αυλή της Ακαδημίας Αθηνών. 
Οι δύο αυτοί ένθρονοι ανδριάντες, σε συνδυασμό με το αρχιτεκτονικό και γλυπτικό σύνολο της Ακαδημίας, αποτελούν μία ένδειξη της προσπάθειας για την επιστροφή του «αρχαίου πνεύματος» στην πατρίδα του.
Προς το τέλος του αιώνα και ύστερα από τη στροφή των Ελλήνων δημιουργών προς το Παρίσι, καινούρια μηνύματα εμφανίζονται στη γλυπτική. 
Στη διάρκεια του 20ού αι., παρόλο το «βομβαρδισμό» της γλυπτικής μας με μοντέρνες τάσεις, υπάρχουν Έλληνες γλύπτες λάτρεις της κλασικιστικής τέχνης και του πνεύματος που εκπροσωπεί ο κλασικισμός.
 Οι ήρωες της Επανάστασης του ’21 και οι σύγχρονες πολιτικές φυσιογνωμίες συνεχίζουν να απασχολούν την ελληνική γλυπτική, κοντά στις καινούργιες φόρμες και τα σχήματα. 

Στη διαπίστωση πως σε καμία περίπτωση και εντελώς τυχαία δεν θα μπορούσε να στηθεί μία προτομή ή ένας ανδριάντας αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου σε έναν τυχαία επιλεγμένο υπαίθριο ή εσωτερικό χώρο, μας οδηγούν οι υπάρχουσες παραστάσεις του Αριστοτέλη, οι οποίες έχουν στενή σύνδεση με το χώρο για τον οποίο προορίστηκαν .
Οι παραστάσεις αυτές είναι:
1.           Μία προτομή που βρίσκεται στον προθάλαμο της κεντρικής εισόδου του παλαιού κτηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έργο του Νίκου Περαντινού.
2.           Μία όμοια προτομή, έργο του ίδιου γλύπτη, στον προθάλαμο της αίθουσας τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
3.           Η προτομή που βρίσκεται στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου στη Θεσσαλονίκη, έργο και αυτή του Περαντινού .
4.           Μία ακόμη προτομή, έργο και αυτή του Περαντινού, στο Διεθνές Ίδρυμα Προστασίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας στη Γενεύη.
5.           Ο όρθιος ανδριάντας στα σημερινά Στάγειρα (Σιδηροκαύσια) της Χαλκιδικής, έργο του Νικόλα.
6.           Μία προτομή, έργο του ίδιου γλύπτη, στο Μετεωρολογικό Σταθμό Αθηνών.
7.           Μία ακόμη προτομή, έργο και πάλι του Νικόλα, στο Εθνικό Ίδρυμα Μετεωρολογίας του Λονδίνου.
8.           Η προτομή στη «Βιβλιοθήκη των Αρχαιολόγων» στην Ουάσιγκτων D.C., έργο και αυτή του Νικόλα.
9.           Μία ανάγλυφη παράσταση, έργο του γλύπτη Νικολάου Δογούλη, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Φλώρινας.


Πριν αναφερθούμε αναλυτικά στα ανωτέρω, θεωρούμε σκόπιμο να προτάξουμε μία αναδρομή στα πρότυπα, στα οποία στηρίχθηκαν οι καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με τη γλυπτή απεικόνιση του Αριστοτέλη.
Για την εξωτερική εμφάνιση του φιλοσόφου μας πληροφορεί ένα αρχαίο επίγραμμα ότι ήταν «σμικρός, φαλακρός, τραυλός, λάγνος, προγάστωρ» . 

Ο Διογένης Λαέρτιος (3ος μ.Χ. αι.) στο πολύτιμο έργο του «Βίων και γνωμών των èv φιλοσοφία εύδοκιμησάντων» αναφέρει:

 «οΰτος γνησιώτατος των Πλάτωνος μαθητών, 
τραυλός την φωνήν, 
ώς φησι Τιμόθεος ό Αθηναίος έν τω Περί Βίων, 
άλλά και ίσχνοσκελής. φασίν, 
ήν και μικρόμματος εσθήτί τ’ έπισήμω χρώμενος και δακτυλίοις και κουρά» . 

Ο Κλαύδιος Αιλιανός ( 170-235) στο έργο του «Ποικίλη Ιστορία» σημειώνει: 

«καί κουράν δέ έκείρετο καί ταύτην άήθη Πλάτωνι, και δακτυλίους δε πολλούς φορών έκαλλύνετο έπί τούτω» .
Σε επιγραφές που διασώθηκαν, καθώς και σε μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, αναφέρονται τόσο ελληνικά πρωτότυπα αγάλματα του Αριστοτέλη, όσο και ρωμαϊκά αντίγραφα . 

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Παυσανία, ο οποίος είδε άγαλμα του Αριστοτέλη στην Ολυμπία

«Εφεξής δέ του Χίλωνος δύο άνάκεινται  τω μέν Μολπίων εστιν ονομα, στεφανωθήναι δέ το επίγραμμά φησιν αυτόν ύπό  Ήλείων  τον δέ ετερον, οτω μηδέν έστιν έπίγραμμα, μνημονεύουσιν ώς Αριστοτέλης εστιν ο εκ των Θρακίων Σταγείρων, καί αύτόν ήτοι μαθητής ή καί στρατιωτικός άνέθηκεν άνήρ άτε παρά Άντιπάτρω καί πρότερον ισχύσαντος παρά Άλεξάνδρω» .
Σχετικά με την ταύτιση του πορτραίτου του Αριστοτέλη επικρατούσε μεγάλη ασάφεια μέχρι το 1900, όταν ο Studniczka πρόσεξε ένα σχέδιο από μολύβι που επιγράφεται ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ και βρίσκεται σε κώδικα του Βατικανού. 

Υποστηρίζεται ότι πρόκειται για το σχέδιο μιας μαρμάρινης προτομής που βρέθηκε στη Ρώμη το 1592 . 
 
Προτομή τον Αριστοτέλη
Μάρμαρο
Ρωμαϊκό αντίγραφο ελληνιστικού προτύπου.


Σήμερα είναι γνωστά πάνω από είκοσι ρωμαϊκά αντίγραφα πορτραίτων του Αριστοτέλη και ανάμεσα στα καλύτερα από αυτά αναφέρεται η προτομή της Βιέννης

Στην προτομή αυτή στηρίχθηκε ο Περαντινός για το έργο του της Φιλοσοφικής Σχολής. 
 

ΑριστοτέληςΝ. Περαντινός   1954.
Θεσσαλονίκη
παλαιό κτήριο της Φιλοσοφικής Σχολής τον ΑΠΘ

Έτοι έχουμε το ίδιο κοντό γένι, το πλατύ στόμα με σαρκώδες το κάτω χείλος, το μεγάλο και προεξέχον μέτωπο που το αυλακώνουν ρυτίδες, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό την έκφραση του σκεπτομένου. Αυστηρά αντέγραψε επίσης την απόδοση των μαλλιών, όπως δίνονται για να καλύψουν το φαλακρό μέτωπο. 

Γενικά το σύνολο έχει αποδοθεί με αυστηρή κλασικιστική σκληρότητα και ιδεαλιστική αντίληψη. Έχει ύψος 0,50 μ. και στηρίζεται πάνω σε βάθρο ύψους 1,37 μ.
Ο Νίκος Περαντινός , ως μόνιμος γλύπτης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, είχε μία ιδιαίτερη και στενή σχέση με την αρχαία ελληνική τέχνη, πράγμα το οποίο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την τεχνοτροπία του. 

Η προτομή είναι έργο του 1954, επί πρυτανείας και αυτό Μαρίνου Σιγάλα, και είναι τοποθετημένη σε ειδικά διαμορφωμένη κόγχη, ανάμεσα σε δύο μαρμάρινες πλάκες με τα ονόματα των ευεργετών του Πανεπιστημίου .
Χρησιμοποιώντας το ίδιο πρότυπο δημιούργησε και τον Αριστοτέλη του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1960, χωρίς ωστόσο να μας παρουσιάσει ένα έργο του ίδιου επιπέδου. 

Η μαρμάρινη προτομή του φιλοσόφου τοποθετημένη πάνω σε στήλη, βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του προθαλάμου της αίθουσας τελετών, ακριβώς απέναντι από την προτομή του Πλάτωνα. 

Τα δύο έργα, δημιουργίες του ίδιου γλύπτη επί πρυτανείας Ηλία Γ. Μαριολοπούλου, αποτελούν σύμβολα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος συνδυάζει τον πλατωνικό ιδεαλισμό με τον αριστοτελικό ορθολογισμό. 
Επιπλέον θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παρουσία τους εκεί λειτουργεί και σαν επισήμανση του ιστορικού γεγονότος, που σχετίζεται με τον πανεπιστημιακό χώρο (χώρο κατεξοχήν μαθητείας), ότι αυτοί οι δύο μεγάλοι δάσκαλοι της οικουμένης υπήρξαν σε κάποια φάση δάσκαλος και μαθητής.
 
Αριστοτέλης,Νικόλας, 1956
Μάρμαρο.
Στάγειρα  Σιδηροκαύσια

Ο ανδριάντας του Αριστοτέλη στα σημερινά Στάγειρα είναι γλυπτό υπερφυσικού μεγέθους (ύψους 3,20 μ.) και βρίσκεται σε περίοπτη θέση, δίπλα στον πύργο του Μαδέμ Αγά. 

Είναι έργο του Νικόλα , του οποίου κύριο αντικείμενο είναι η μνημειακή γλυπτική. 

Αποδίδει τον Αριστοτέλη όρθιο, με ελαφρά στροφή του κορμού και της κεφαλής προς τα δεξιά, στηριγμένον στο αριστερό του πόδι. Με το αριστερό του χέρι κρατεί το ιμάτιο και με το δεξί κλειστό ειλητάριο. Το πρότυπο της κεφαλής και για το έργο αυτό είναι η προτομή της Βιέννης, με μια πιο ελεύθερη απόδοση από ό,τι στις προτομές του Περαντινού.
Ο τύπος του όρθιου ανδριάντα, του οποίου το ιμάτιο πέφτει από τον αριστερό ώμο αφήνοντας ακάλυπτο τον δεξιό, είναι ευρύτατα γνωστός στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή . 

Αξίζει να σημειώσουμε το εξιδανικευμένο, ρωμαλέο και σφριγηλό πλάσιμο του ανδριάντα — σε αντίθεση με την παράδοση, η οποία θέλει τον Αριστοτέλη «σμικρό και ισχνοσκελή»— καθώς και την πνευματικότητα του προσώπου, στοιχεία που δείχνουν την επιδεξίότητα του γλύπτη στην απόδοση του μνημειακού. 
Στενή ομοιότητα υπάρχει ανάμεσα στο έργο αυτό και στους ανδριάντες του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα, του Σωκράτη και του Κρίτωνα, έργα του ίδιου γλύπτη, όλα υπερφυσικού μεγέθους, που βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο Calgary του Καναδά.
Ο ανδριάντας του Αριστοτέλη στα Στάγειρα είναι έργο του 1956 και έγινε ύστερα από διαγωνισμό που προκήρυξαν τοπικοί παράγοντες της Χαλκιδικής. 
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που είναι το γλυπτό τοποθετημένο στο χώρο, έτσι ώστε υπάρχει ισορροπημένη σύνδεση μνημείου και περιβάλλοντος. 
Μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα γλυπτό δεν ασφυκτιά σε ένα πνιγηρά δομημένο περιβάλλον, αλλά μπορεί να «αναπνέει», να «ατενίζει» το θαυμάσιο τοπίο και να εξανθρωπίζονται οι διαστάσεις του μέσα στην απεραντοσύνη της Φύσης .
 
Αριστοτέλης Νικόλας 1970 

Το 1970 στήθηκε η μαρμάρινη προτομή του Αριστοτέλη στον αύλειο χώρο της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας στο Ελληνικό της Αττικής, έργο και αυτή του Νικόλα. 

Έχει ύψος 1,20 μ. με το βάθρο και ουσιαστικά επαναλαμβάνει το επάνω μέρος του ανδριάντα των Σταγείρων. 
Πρόκειται για έργο χαμηλότερης αισθητικής αξίας από το προηγούμενο. Προς τη διαπίστωση αυτή οδηγούν το προχωρημένο στυλιζάρισμα της φόρμας και η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δώσει το προσωπικό του υφος στην απόδοση της κεφαλής, πέρα από τους περιορισμούς της προτομής της Βιέννης, χωρίς ωστόσο ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Το 1978, μέσα στα πλαίσια του «Έτους Αριστοτέλους», το Εθνικό Ίδρυμα Μετεωρολογίας έδωσε παραγγελία στον Νικόλα να φιλοτεχνήσει ακόμη μία προτομή ανάλογη με αυτή του 1970. Το έργο αυτό στάλθηκε ως δώρο στο Εθνικό Ίδρυμα Μετεωρολογίας του Λονδίνου .
Την ίδια χρονιά ο ίδιος γλύπτης δημιουργεί άλλη μία μαρμάρινη προτομή του Αριστοτέλη, ύστερα από παραγγελία της «Βιβλιοθήκης των Αρχαιολόγων» της Ουάσιγκτον . 
Τα δύο τελευταία έργα δεν τα έχουμε δει, αλλά ο γλύπτης μας πληροφόρησε πως για τη φιλοτέχνησή τους κινήθηκε με κεντρικό άξονα την κεφαλή του ανδριάντα των Σταγείρων.
 
Ο Αριστοτέλης διδάσκων τον Μέγαν Αλέξανδρον  Ν. Δογούλης 1969
Te 1969 ο Φλωριναίος καλλιτέχνης Νικόλαος Δογούλης  φιλοτέχνησε την ανάγλυφη παράσταση που φέρει τον τίτλο «Ο Αριστοτέλης διδάσκων τον Μέγαν Αλέξανδρον» (μάρμαρο 3 X 1,50 μ.) και κοσμεί την αίθουσα της εισόδου του Πολιτιστικού Κέντρου της Φλώρινας . 

Ο Δογούλης αντλεί το θεματολόγιό του από το μακεδονικό χώρο, με ιδιαίτερη προτίμηση στη ζωή των χωρικών του τόπου του, στους ανδριάντες των Μακεδονομάχων και σε άλλα θέματα από την παράδοση και την ιστορία της Μακεδονίας . 

Το έργο του, όπως εξάλλου παρατηρούμε και στο ανάγλυφο που μας ενδιαφέρει, διακρίνεται τόσο για την απλότητα και το στυλιζάρισμα της μορφής, όσο και για το ογκώδες και ρωμαλέο πλάσιμο. 

Η συγκεκριμένη σύνθεση του Αριστοτέλη διδάσκοντος χαρακτηρίζεται από λιτότητα, τάση για αφαίρεση και επικέντρωση της προσοχής του θεατή στο βασικό θέμα. Οι καθιστές μορφές του Αριστοτέλη και του Αλεξάνδρου προβάλλονται στο κέντρο με το αδρό τους πλάσιμο και την έντονη σκιαγράφηση των όγκων .
Ο Δογούλης με το ανάγλυφο της Φλώρινας μας έχει δώσει μία ακόμη σύνθεση με θέμα τον Αριστοτέλη, η οποία τοποθετημένη σε μία ακριτική περιοχή της χώρας μας αναμφισβήτητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί στα πλαίοια μόνον ενός απλού καλλιτεχνικού γεγονότος. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη μακρινή από τα Στάγειρα Φλώρινα, όταν στήθηκε το ανάγλυφο που μας απασχολεί, λειτουργούσε ήδη από πολλά χρόνια ένα δραστήριο σωματείο με δυναμική πολιτιστική και άλλη δράση, το οποίο ονομάζεται «Αριστοτέλης».
Αριστοτέλης Γ. Γεωργιάδης   1990
Ορείχαλκος
Θεσσαλονίκη  Πλατεία Αριστοτέλους
Από τις τελευταίες παραστάσεις του φιλοσόφου μας είναι ο καθήμενος σε βάθρο Αριστοτέλης, έργο του γλύπτη Γιώργου Γεωργιάδη, στην πλατεία Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης. 

 Η κεφαλή, η οποία στηρίζεται στο πρότυπο της γνωστής κεφαλής της Βιέννης, είναι ελαφρά ανυψωμένη με μικρή κλίση προς τα αριστερά του . 

Το ιμάτιό του καλύπτει τον αριστερό ώμο, αφήνοντας τον δεξιό ακάλυπτο. Χαρακτηριστικό είναι το πλάσιμο των ποδιών του φιλοσόφου και ο τρόπος που τυλίγει το ιμάτιο το κορμί του, φέρνοντας στο νου μας τις «τυλιγμένες με επιδέσμους»  μορφές του Γεωργιάδη που επιβάλλονται με το δυναμικό τους όγκο στο χώρο.
Στον ανδριάντα της Πλατείας Αριστοτέλους ο γλύπτης προσπάθησε να συνδυάσει παραδοσιακούς τύπους (από τυπολογική και εικονολογική άποψη) με «νέες» γραφές, εφαρμόζοντας τόσο τις «κακώσεις», όσο και κάποιες υπερβολές στις αναφερόμενες από τις πηγές δυσπλασίες του φιλοσόφου (π.χ. τα στραβά πόδια).
Το αποτέλεσμα είναι μία σύνθεση που προκάλεσε και αρνητικά σχόλια εξαιτίας της προσπάθειας του καλλιτέχνη να αποδώσει τη γνωστή ιστορική μορφή με τρόπο, ο οποίος ξεφεύγει από τα γνωστά εικονιστικά δεδομένα. 

Πιστεύουμε όμως ότι για το έργο αυτό δεν έχουν γραφεί ακόμη οι οριστικές κριτικές.
Εκτός από τις παραστάσεις του Αριστοτέλη στη μνημειακή γλυπτική, υπάρχουν και δύο αξιόλογες απεικονίσεις του στη μικρογλυπτική. Πρόκειται για το νόμισμα των πέντε δραχμών και το μετάλλιο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
 
Ο Αριστοτέλης ,Θ. Παπαγιάννης,1976 πεντάδραχμο
Το 1975 ο γλύπτης Θόδωρος Παπαγιάννης  ανέλαβε, μετά από διαγωνισμό, τη φιλοτέχνηση των παραστάσεων των Περικλή, Δημόκριτου και Αριστοτέλη στα κέρματα των είκοσι, δέκα και πέντε δραχμών αντίστοιχα. 
Ως πρότυπο της κεφαλής του Αριστοτέλη χρησιμοποιήθηκε η προτομή του μουσείου των Θερμών .
Τρία χρόνια αργότερα, το 1978, στα πλαίσια του «Έτους Αριστοτέλους», ο γλύπτης Ε. Μουστάκας  φιλοτέχνησε το ασημένιο μετάλλιο για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 
 
Αριστοτέλης Ε. Μουστάκας 1978

Το μετάλιο, διαμέτρου 42 χιλιοστών, εικονίζει κατά μέτωπο το φιλόσοφο, με μορφή η οποία έχει πολλά στοιχεία από το γνωστό μας πρότυπο της Βιέννης. Κυκλικά έχει την επιγραφή ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. 
Στην πίσω όψη γράφει: Α
ΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 
(στον εξωτερικό κύκλο). 
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΕΤΕΙ 
(στον εσωτερικό κύκλο) και στο κέντρο 2300ωι. 
Πρόκειται για εξαιρετικό έργο που αναδεικνύει την έκφραση του προσώπου βελτιώνοντας, θα λέγαμε, την προτομή της Βιέννης .
Από το ανομοιογενές υλικό, στο οποίο αναφερθήκαμε, καταλήγουμε σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την παράσταση του Αριστοτέλη στη νεοελληνική ζωγραφική και γλυπτική. 

Κατ’ αρχήν διαπιστώνουμε ότι τόσο κατά τον 19ο, όσο και κατά τον 20ό αι. είναι πολύ περιορισμένη η απεικόνιση αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.
Επίσης παρατηρούμε ότι και τα έργα που υπάρχουν οφείλουν, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό τους, τη δημιουργία τους στο ενδιαφέρον και την πρωτοβουλία συγκεκριμένων ατόμων. 
Εάν εξαιρέσουμε την άγνωστη σε μας (μέχρι στιγμής) σύνθεση του αγιορείτη Νικηφόρου, καθώς και αυτές του (εν πολλοίς αγιορείτη) Βράνου, όλες οι υπόλοιπες παραστάσεις γίνονται κατόπιν παραγγελίας.
Η ποιότητα των έργων είναι άνιση και αρκετές φορές αμφίβολη.
 Συνήθως συγχέεται η καλλιτεχνική ευαισθησία με ποικίλες σκοπιμότητες, που προέρχονται από εξωτερικούς παράγοντες, και με τον ιστορικό-παιδευτικό ρόλο που καλείται να διαδραματίσει το συγκεκριμένο έργο τέχνης. .........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου