Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ Μεγαλοπρεπής(1834-1912)


Ο Πατριάρχης Iωακείμ Γ΄ο Μεγαλοπρεπής: Επισκόπηση και αιτούμενα της πορείας και της εποχής του
Ο Πατριάρχης Iωακείμ Γ΄

Μητροπολίτη  Αρκαλοχωρίου Καστελλίου και Βιάννου  Ανδρέα 
Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
Αναδημοσίευση από Φως Φαναρίου

Πριν εκατό χρόνια, το Νοέμβριο του 1912, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄  αναχωρούσε από τον πρόσκαιρο αυτό κόσμο  για τον άλλο κόσμο, τον αιώνιο και παντοτινό.

Ο Ιωακείμ είχε ξεκινήσει  την πορεία της ζωής του από το Βαφεοχώρι, τη γενέτειρά του, με έμφυτη αγάπη, κλήση και κλίση για την Εκκλησία.

 Τα χαρίσματά του, με την ευλογία του Θεού, τον αξίωσαν να έχει  δυσεύρετη και μεγάλη εκκλησιαστική προσφορά και διακονία.

Υπήρξε  πρόσωπο με βαθύτατο εκκλησιαστικό φρόνημα, τον διέκρινε όμως παράλληλα και διορατικότητα και ενόραση, χάρη στην οποία προσλάμβανε τα γενόμενα και τις εξελίξεις που κυοφορούσε το αύριο και το μέλλον.

 Έθεσε στη διακονία της Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου την ύπαρξή του, με τα πάμπολλα χαρίσματά του. Είναι όμως πολύ χαρακτηριστικό, και ιδιαίτερα επίκαιρο για τις ημέρες που ζούμε, το υπό του Μανουήλ Γεδεών για τον Ιωακείμ σημειούμενο: «Καίπερ δε φρονών ότι το καθ' ημάς χάος ου διαρρυθμίζεται, δυστυχώς ηθέλησε ν' αναλάβη ευθύς την εφ' ολοκλήρου διαρρύθμισιν αυτού».

Συμπληρώνονται εφέτος εκατό χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του Ιωακείμ.

Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος εξέλεξε και χειροτόνησε τριακονταετή, 
το 1864,
τον Ιωακείμ Μητροπολίτη Βάρνας. 

Στα ελληνόφωνα παράλια, με τη σλαβόφωνη ενδοχώρα της μητρόπολής του, ο Ιωακείμ εργάστηκε και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ειρηνική συνύπαρξη, συμπόρευση και συμβίωση των ορθόδοξων χριστιανών με τις άλλες κοινότητες, μακριά από γλωσσικές ή άλλες διακρίσεις. Άλλωστε το 1864 ο βουλγαρικός εθνικισμός είχε βραχύ τον βίο του, η Εξαρχία, ο ιδεολογικός πυρήνας δηλαδή του βουλγαρικού εθνικισμού, ο οποίος ξεκίνησε τη δημιουργία του κράτους, δεν είχε ακόμα ανδρωθεί και ο Ιωακείμ, όπως και σε όλη τη διάρκεια της πρώτης του πατριαρχίας (1878-1884), πιστεύει, οραματίζεται, εργάζεται και ζει για τη δόξα και το μεγαλείο του ορθόδοξου οικουμενισμού, του ορθόδοξου Γένους και της Ρωμιοσύνης, ελληνόφωνης, δίγλωσσης η πολύγλωσσης, εν μέσω πολυφώνων κοινοτήτων με κέντρο την Κωνσταντινούπολη και σημείο αναφοράς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Ο Ιωακείμ ακολουθεί τη, για αιώνες, δοκιμασμένη εκκλησιαστική πρακτική και τακτική του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως ο ίδιος την είχε γνωρίσει, βιώσει και ενστερνιστεί στην πορεία της ζωής του.

Γεννημένος στο Βαφεοχώρι του Βοσπόρου στις 18 Ιανουαρίου του 1834, στα παιδικά του χρόνια τον αναλαμβάνει υπό την προστασία του ο εφημέριος της γενέτειράς του,  ιερομόναχος Χρύσανθος Ρύσιος. 

Μεταβαίνει με το γέροντά του Χρύσανθο, για μικρό διάστημα, στη Μονή Παντοκράτορος στο Άγιον  Όρος και το 1848 επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά από λίγο, αφού εξεδήμησε ο γέροντας, διέμεινε πλησίον του Σάμου Γρηγορίου και στη συνέχεια, με πρόταση του Κυζίκου Ιωακείμ, βρίσκεται με τον Πωγωνιανής Αγάπιο, μετά του οποίου μετέβη στο Βουκουρέστι, αρχές του 1849.

Διάκονος χειροτονήθηκε τον Αύγουστο του 1852, στο μετόχι των γραικών, από τον διαδεχθέντα τον Αγάπιο, Πωγωνιανής Νίκανδρο.

Το 1854 μεταβαίνει στη Βιέννη, ως διάκονος στους ναούς του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Τριάδος.
Τον Οκτώβριο του 1860 Πατριάρχης εξελέγη, για πρώτη φορά κατά τους Γενικούς Κανονισμούς, ο γέροντάς του, Ιωακείμ Β΄, ο από Κυζίκου.
Ο διάκονος Ιωακείμ Δεβετζής ή Δημητριάδης επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και διορίζεται το Νοέμβρη του 1860 δευτερεύων πατριαρχικός διάκονος.

 Χειροτονείται από τον Πατριάρχη πρεσβύτερος, προχειρίζεται σε Αρχιμανδρίτη και διορίζεται το Μάρτιο του 1863 Μέγας Πρωτοσύγκελλος.
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄  παραιτείται για λόγους υγείας, ο δε Ιωακείμ αναχωρεί από την πρωτοσυγκελλία και το 1864 εκλέγεται όπως είπαμε Μητροπολίτης Βάρνας.

Η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δέκα χρόνια αργότερα, εξέλεξε, το 1874, στις 9 Ιανουαρίου, Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης τον από Βάρνας Ιωακείμ.

 Πατριάρχης στην εκλογή αυτή ήταν ο γέροντάς του, ο Ιωακείμ Β΄, κατά τη δεύτερή του πατριαρχία (1873-1878).

Ο Ιωακείμ αρχιερατεύει από το 1874 έως το 1878 στη Θεσσαλονίκη. 

Είναι ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ορθόδοξης κοινότητας, ελληνόφωνης σχεδόν στο σύνολό της, την οποία ειρηνεύει, μετά τις κοινοτικές διενέξεις που ξέσπασαν με τον προκάτοχό του Νεόφυτο, ο οποίος αποχώρησε από τη Θεσσαλονίκη.
 Ο  Καθηγητής Παναγιωτίδης γράφει στη Θεσσαλονίκη:

«εύρον ευρύτερον στάδιον αναδείξεως αι κοσμούσαι Αυτόν μεγάλαι αρεταί: η σύνεσις και η διορατικότης, η δραστηριότης και η μεγαλοπραγμοσύνη, η αγαθότης και η φιλανθρωπία, δια των οποίων εδικαίωσε τας ελπίδας της Εκκλησίας και επεβλήθη εις την εκτίμησιν του έθνους Του».

Είναι ο πρόεδρος της Δημογεροντίας. 
Διευθετεί τα εκκλησιαστικά, τα εκπαιδευτικά -στα οποία για την αρχιερατεία του Ιωακείμ στη Θεσσαλονίκη υποβλήθηκε στη  Σχολή μας διδακτορική διατριβή - διευθετεί επίσης τα κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα της ορθόδοξης κοινότητας.

Οι δικαιοδοσίες του απορρέουν από τα προνόμια του Πορθητή, αλλά και από τα δικαιώματα των Τανζιμάτ (μεταρρυθμίσεων) και των Γενικών Κανονισμών.

 Αρχιερατεύει σε μια εποχή, όπου χάρη στις διομολογήσεις οι πρόξενοι έχουν προνομιακή θέση στην αυτοκρατορία.
Ο Χατζηλαζάρου, ελληνορθόδοξος με φιλελεύθερες απόψεις, ήταν ο Αμερικανός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη. Εξελληνισμένος Άγγλος, ορθόδοξος, μετριοπαθής αριστοκράτης ήταν ο Άμποτ, Γερμανός πρόξενος της πόλης, ενώ ο Μωϋσής Αλλατίνι ήταν Εβραίος επιχειρηματίας  με ιταλική υπηκοότητα και μεγάλη φιλανθρωπική δραστηριότητα.

Ο Ιωακείμ, μετά τη Βάρνα, αρχιερατεύει στη Θεσσαλονίκη των μιλετιών, των λαών, των θρησκειών και των πολιτισμών, όπου συνυπάρχουν οι ορθόδοξοι ναοί με τις συναγωγές και τα τζαμιά, οι Εβραίοι με τους χριστιανούς -ελληνόφωνους στην απόλυτη πλειοψηφία- και με τους μουσουλμάνους.

 Η καθημερινότητα μιας τέτοιας εικόνας με αντιθέσεις, αντιπαλότητες, αλλά και με ειρηνικές και φιλικές συνυπάρξεις και συμπορεύσεις, μέσα στο χρόνο που ερχόταν και έφευγε, δεν ήταν άγνωστη στον κωνσταντινουπολίτη μητροπολίτη.

Είχε το προνόμιο να γνωρίσει την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη των δύο αυτοκρατοριών, της βυζαντινής και της Οθωμανικής.
Όπως στην Πόλη έτσι και στη συμβασιλεύουσά της, τη Θεσσαλονίκη, ήταν κυρίαρχη και ζωντανή η βυζαντινή παράδοση με τους ορθόδοξους ναούς.
 Ο Άγιος Δημήτριος έχει από το 1490 μετατραπεί στο Κασιμιέ τζαμί, όμως και οι μουσουλμάνοι τιμούσαν τον τάφο του Αγίου και μιλούσαν για τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, όπως μέχρι σήμερα γίνεται με τον Άγιο Γεώργιο στα Πριγκηπόννησα.

Από το 1835 είχε εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη και ο πρώτος Έλληνας πρόξενος.

 Το 1873 έχομε σιδηροδρομική σύνδεση της Θεσσαλονίκης με την Ευρώπη, γεγονός που δίνει οικονομική ανάπτυξη στην πόλη, αλλά και τη συνδέει στενότατα με τα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα και τις εξελίξεις της Ευρώπης.

Στις 15 Μαΐου 1875 θα εκδοθεί στη Θεσσαλονίκη από το Σοφοκλή Γκαρπολά ο «Ερμής», η πρώτη ελληνική εφημερίδα, η οποία από το 1881  θα κυκλοφορεί ως «Φάρος της Μακεδονίας».

Ένα τραγικό συμβάν, το χειρότερο της αρχιερατείας του Ιωακείμ στη Θεσσαλονίκη, ήταν η σφαγή των προξένων.
Στις 6 Μαΐου του 1876 η Στεφάνα, χριστιανή, έφθασε από το χωριό της στη Θεσσαλονίκη σκεπασμένη με μαντίλα.
Η κάλυψη του προσώπου με μαντίλα δήλωνε τον εξισλαμισμό της. Η μάνα της με μερικούς χριστιανούς την συνάντησαν στο σταθμό του τρένου και η κοπέλα έβγαλε τη μαντίλα, γεγονός προσβλητικό για τους μουσουλμάνους.

Οι φανατικοί μουσουλμάνοι δημιούργησαν ένταση και οι πρόξενοι, που μετέβαιναν για το θέμα σε συνάντηση με τον πασά, συνελήφθησαν από τους φανατικούς, τους έκλεισαν σε δωμάτιο κοντά στο τζαμί και παρόλες τις προσπάθειες της φρουράς του πασά, δέχθηκαν στο δωμάτιο επίθεση μουσουλμάνων με σιδηρολοστούς, με καρέκλες και φονεύθηκαν.

Πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων έπλευσαν στην πόλη και από την Κωνσταντινούπολη ήλθε εντολή να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι.

Έξι από τους πρωταίτιους, στις 17 Μαΐου, απαγχονίστηκαν δημοσίως στα τείχη. 

Το γεγονός, βίαιο και τραγικό, δηλώνει τη δυσκολία και τα προβλήματα στην εφαρμογή των Τανζιμάτ και των μεταρρυθμίσεων  από τις αντιδράσεις των ακραίων μουσουλμάνων, που έβλεπαν ότι κλονιζόταν η παντοδυναμία τους.

Αρχιερατεύοντος του Ιωακείμ, το Μάρτιο του 1878, ο πληθυσμός της πόλης με στατιστική της δημαρχίας, αριθμούσε τους 53.926 κατοίκους.

Τα κύρια μιλέτια των αυτόχθονων κατοίκων της Θεσσαλονίκης, οι θρησκευτικές δηλαδή κοινότητες, ήταν

οι Ισραηλίτες 46.798,
οι Μουσουλμάνοι 24.129 και
οι Ορθόδοξοι κατ' απόλυτη πλειοψηφία ελληνόφωνοι 10.613. 

Κατοικούσαν βέβαια και πολλές μικρότερες πληθυσμιακές κοινότητες καθολικών, Αρμενίων, Σύρων, προτεσταντών, λατίνων, τσιγγάνων, βλάχων.

Όταν ο Ιωακείμ, το 1874, ενθρονίζεται στη Θεσσαλονίκη είχε παρέλθει μισός και πλέον αιώνας από την οδύνη και τις σφαγές της επανάστασης του 1821.

Τότε, το Μάιο στη Θεσσαλονίκη, ο Γιουσούφ Μπέης: «είχε απαιτήσει ομήρους, και περισσότεροι από τετρακόσιοι Χριστιανοί από τους οποίους οι εκατό ήταν Αγιορείτες μοναχοί- κρατούνταν στο παλάτι του. Όλους, φυσικά, τους έδερναν και τους κακομεταχειρίζονταν ορισμένους μάλιστα τους σκότωναν».

 Συνεχίζοντας την περιγραφή των βιαιοτήτων και των σφαγών προς το Σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), ο Χαϊρουλάχ Μεχμέτ Αγάς, μουλάς της Θεσσαλονίκης, ο οποίος κατηγορήθηκε ως φιλορθόδοξος και βρέθηκε για κάποιο διάστημα στη φυλακή μαζί με τον Αριστείδη Παπά, το Νικόλα Εφέντη και άλλους επαναστάτες γράφει:

«Η Θεσσαλονίκη, η όμορφη αυτή πόλη, που λάμπει σαν το σμαράγδι πάνω στο τιμημένο Σου στέμμα, μετατράπηκε σ' ένα απέραντο σφαγείο».

 Ο ίδιος ο μητροπολίτης ρίχτηκε στα σίδερα μαζί με άλλους κορυφαίους προκρίτους· τους βασάνισαν και τους εκτέλεσαν.... Μονάχα ο δερβίσικος τεκές –που οι μύστες του διατηρούσαν ανέκαθεν στενούς δεσμούς με τους Έλληνες μοναχούς- πρόσφερε άσυλο στους Χριστιανούς.

Το 1874, όταν ο Ιωακείμ Γ΄  εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, έχουν παρέλθει σχεδόν δύο γενιές από την τραγικότητα των σφαγών του 1821.

 Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών είναι σαν να ζούμε στην ελληνική κοινωνία του 2002, πενήντα τρία χρόνια μετά το τέλος (1949) του εμφύλιου πολέμου.

Ο Ιωακείμ, ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, εργάστηκε πιστός στις απόψεις που πρέσβευε μέχρι και το τέλος της πρώτης του πατριαρχίας, προκειμένου να διασώσει την ενότητα της αυτοκρατορίας και να προαγάγει παραπέρα την κοινωνική, πνευματική και οικονομική προκοπή του ορθόδοξου μιλετιού, σε συνεργασία και ειρηνική συνύπαρξη με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες, ως εκφραστής των μεταρρυθμίσεων και των Γενικών Κανονισμών.      
    
Εξέλεξε και χειροτόνησε το 1875, στην  επισκοπική Σύνοδο της Θεσσαλονίκης, τον  Ιερισσού Αμβρόσιο, τον μετέπειτα Πλαταμώνος και τον Κίτρους Νικόλαο, εκτιμώντας το δυναμισμό και την αποφασιστικότητά τους.

 Όμως, τελικά αμφισβήτησαν την Οθωμανική νομιμότητα και στράφηκαν εναντίον της, με  τη συμμετοχή τους στην επανάσταση του 1878.

 Γαλουχημένοι ο Αμβρόσιος και ο Νικόλαος στην εθναρχική πραγματικότητα της αυτοκρατορίας, την υπερβαίνουν, προηγούνται των μακεδονομάχων αρχιερέων, στην έκφραση του εθνικού φρονήματος και γίνονται πρωτοπόροι της εθνικής ιδέας στο χώρο της ελληνικής Εκκλησίας.

 Ο Ιωακείμ, εκουσίως ή ακουσίως, εργαζόταν για τη συνέχεια  της αυτοκρατορίας.
Στην πορεία του αυτή, βέβαια, μόνο μόνος του που δεν ήταν.

Η ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρεται στις απόψεις του Ζαρίφη, προσωπικού τραπεζίτη του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, που προωθούσε, κατά το πρότυπο της Αυστροουγγαρίας, μια νέα αυτοκρατορία Ελλάδας και Τουρκίας.
Ο Ζαρίφης βοήθησε καθοριστικά στην εκλογή του Ιωακείμ στον Οικουμενικό Θρόνο.

 Παρόμοιες απόψεις, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, υπό την επήρεια του αντισλαβισμού, εξέφρασε και  ο Ίωνας Δραγούμης, ο οποίος  προσδοκούσε, μέσα από αυτό το σχήμα, να διαφυλαχθεί και να συνεχιστεί η  διαβίωση του ελληνισμού  από  τις κοινότητές  του στο βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο.

 Η προοπτική του Πατριάρχη Ιωακείμ συναντάται με τους οραματισμούς του Ρήγα Φεραίου, αλλά και των φαναριωτών, μέσα όμως από διαφορετικές πρακτικές.

Από τη Θεσσαλονίκη ο Ιωακείμ αναχωρεί για την Κωνσταντινούπολη, μετά την εκλογή του στον Οικουμενικό Θρόνο.

Στην πρώτη του πατριαρχία (1878-1884) ο Ιωακείμ ανακαίνισε τον πατριαρχικό οίκο, ο οποίος διατηρήθηκε ως την πυρκαγιά του 1941, για να ανοικοδομηθεί το 1990, ανασύστησε το τυπογραφείο και άρχισε την έκδοση της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας» ίδρυσε σχολή εκκλησιαστικής μουσικής, οικοδόμησε λαμπρό κτίριο  στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, το οποίο εγκαινίασε στις 14 Σεπτεμβρίου 1882, ανασύστησε στη Χάλκη την ιερατική σχολή που λειτουργούσε στο Μουχλί, οικοδόμησε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, συνέστησε τη φιλανθρωπική και φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα, προκειμένου να ενισχύσει τα χριστιανικά σχολεία, που λειτουργούσαν στις επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και  να ιδρύσει νέα.

Ίδρυσε το 1882 τη σχολή εκκλησιαστικής μουσικής.

Ανήγειρε φρενοκομείο, ίδρυσε γηροκομείο για κληρικούς στη νήσο Πρώτη, έστειλε στο εξωτερικό για σπουδές νέους κληρικούς και τέλος προσπάθησε να αναθεωρήσει τους Γενικούς Κανονισμούς.

 Με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1882 παραχώρησε στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος τις επαρχίες της Θεσσαλίας, η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1881, μετά τη συνθήκη του Βερολίνου το 1878.

Το 1879 αναγνώρισε αυτοκέφαλη την Εκκλησία της Σερβίας.

Κατά την πρώτη του πατριαρχία ο Ιωακείμ έζησε με το όραμα της ενότητας του Ορθόδοξου κόσμου, μέσα από τη συνύπαρξη και συνεργασία όλων των ορθοδόξων, στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, όπου ο Οικουμενικός Θρόνος θα είχε καθοριστικό ρόλο και λόγο, γι' αυτό και δημιούργησε καλές σχέσεις με τους Ρώσους, εξ αιτίας των οποίων και κατηγορήθηκε ως ρωσόφιλος, ενώ στο Πατριαρχείο υπήρχε μερίδα ρωσόφιλων αρχιερέων.

Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι σε αντιδιαστολή προς την Αθήνα, πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους, με μεγάλη την επιρροή των δυτικών δυνάμεων, στην Κωνσταντινούπολη και το Πατριαρχείο τότε,  η Ρωσία ασκούσε τη δική της επιρροή.

Στο τέλος του 1883 προέκυψε το προνομιακό ζήτημα.
Ο Ιωακείμ αντιμετώπισε την πρώτη φάση του προνομιακού ζητήματος (1883-1884).

Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β'  θέλησε να περιορίσει τα προνόμια με τα οποία οργάνωναν τη ζωή τους οι χριστιανοί μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Ο Πατριάρχης, με τους κατά τόπους επισκόπους και τους λαϊκούς δημογέροντες, είχαν την ευθύνη των σχολείων, της κοινωνικής πρόνοιας, των ορφανοτροφείων, των γηροκομείων, των πτωχοκομείων, της τακτοποίησης των κληρονομικών υποθέσεων, των διαζυγίων και άλλων θεμάτων που αφορούσαν τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Ο Πατριάρχης αντέδρασε σθεναρά στην προσπάθεια του περιορισμού των προνομίων και υπέβαλε την παραίτησή του το Μάρτιο του 1884.
 Μάλιστα για να ασκήσει ποικίλες πιέσεις στην Πύλη ο Πατριάρχης παραιτήθηκε τρεις φορές.

Στο διάστημα αυτό είχε προσωπικές επαφές με εκπροσώπους του σουλτάνου, προκειμένου να βρεθεί τρόπος διευθέτησης της διαφοράς, γι' αυτό και κατηγορήθηκε από μερίδα συνοδικών αρχιερέων, αλλά και από κάποιους δημοσιογράφους της Πόλης, με επικεφαλής τον αρχισυντάκτη του «Νεολόγου» Βουτυρά, ο οποίος σταθερά επέκρινε τον Ιωακείμ και το έργο του.

 Ίσως βέβαια αν άφηναν τον Ιωακείμ να διευθετούσε, έστω και σε ιδιωτική κατ' αρχήν βάση, το προνομιακό ζήτημα, η Πύλη να μην επανερχόταν το 1890 επί Πατριάρχη Διονυσίου του Ε΄, με τη δεύτερη φάση του προνομιακού ζητήματος.

Στη διάσταση του Ιωακείμ με την Πύλη, ήλθε να προστεθεί και η στάση της  κυβέρνησης Τρικούπη, η οποία αδυνατούσε να κατανοήσει τον ευρύτερο, διορθόδοξο και οικουμενικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου.

Ο Τρικούπης προσλάμβανε το Πατριαρχείο ως μέσον για άσκηση αθηνοκεντρικής πολιτικής, ως εθνοποιητικό μηχανισμό για τους ομογενείς μας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

 Γι' αυτό ζητούσε, τόσο από τον Πατριάρχη, όσο και από τους αρχιερείς, να ενεργούν ως αποδέκτες των υποδείξεων και εντολών της ελληνικής κυβέρνησης.

Αντιμετώπιζε τους ιεράρχες, περίπου, ως πρόξενους, ως υπηρεσία του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, παραλλήλιζε δηλαδή η κυβέρνηση της Αθήνας τη θέση και σχέση των ιεραρχών, με εκείνη των Ελλήνων πρόξενων, και ζητούσε να συστοιχίζονται σύμφωνα με τις προτροπές και υποδείξεις του εθνικού κέντρου της Αθήνας.

Διαφορετική όμως υπήρξε η άποψη του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄.

 Πίστευε στο Πατριαρχείο, ως κέντρο της ορθόδοξης οικουμένης. Ήθελε να έχει καθοριστικό λόγο στην άσκηση των εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων και στη χάραξη της εκκλησιαστικής του αποστολής.

Εξ αιτίας του προνομιακού ζητήματος και των σχέσεών του με την ελληνική κυβέρνηση, ο Ιωακείμ, στις 30 Μαρτίου 1884 παραιτήθηκε οριστικά από το Θρόνο.

Μετά την παραίτησή του έμεινε στο Βαφεοχώρι, στη συνέχεια μετέβη το 1887 στα Ιεροσόλυμα, στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια και το 1889 αναχώρησε για το ’γιον Όρος, στο ησυχαστήριο του Μυλοπόταμου, όπου εγκαταβίωσε μέχρι την επανεκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο. Ο Ιωακείμ αγαπήθηκε μέχρι λατρείας από το Γένος μας.

Η ισχυρή προσωπικότητά του, η ικανότητα να συλλαμβάνει, να επεξεργάζεται, να δίνει λύση στα προβλήματα και προοπτική στα θέματα που απασχολούσαν την εποχή του και το Πατριαρχείο, ως εθναρχικό κέντρο του εξωελλαδικού ελληνισμού, δημιούργησαν θαυμασμό προς το πρόσωπο του Ιωακείμ, σ' ένα μεγάλο μέρος των αρχιερέων, των ιερέων, των λογάδων, των προυχόντων και του απλού λαού.

Σε πολλά εικονοστάσια της Ανατολής οι ρωμιοί είχαν τοποθετήσει, με τις εικόνες των αγίων, τη  φωτογραφία του.

Όλοι αυτοί που αγάπησαν το έργο και την προσφορά του Ιωακείμ αποτέλεσαν το ιωακειμικό λεγόμενο κόμμα, ενώ οι αντίπαλοι του Ιωακείμ, με επικεφαλής το Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Γερμανό, αποτέλεσαν την αντιϊωακειμική παράταξη, η οποία επανεξέλεξε τον Ιωακείμ Οικουμενικό Πατριάρχη, το Μάιο του 1901, ενώ εγκαταβίωνε στο ’γιον Όρος.

Ο Ιωακείμ Γ΄, κατά τη δεύτερη πατριαρχία του, ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στην Πρώτη και αρρένων στην Πρίγκηπο.

Συνέστησε τη σχολή γλωσσών και εμπορίου. Συνεπλήρωσε την οικοδομή των νοσοκομείων Βαλουκλή, συνέχισε όπως και στην πρώτη του πατριαρχία να σπουδάζει νέους και να διαμορφώνει δυναμικά στελέχη για την Εκκλησία.

Βελτίωσε την οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου, καθαγίασε για τρίτη φορά (1879, 1903, 1912) το Άγιον Μύρο, συμφιλιώθηκε με τον επικεφαλής της αντιϊωακειμικής παράταξης Χαλκηδόνος Γερμανό, ο οποίος και τον διαδέχθηκε, τον Ιανουάριο του 1913, στον Οικουμενικό Θρόνο, δέχθηκε επισκέψεις υψηλών προσωπικοτήτων, όπως το βασιλέα της Σερβίας Πέτρο, προς τον οποίο έδωσε το πατριαρχικό του εγκόλπιο και ο βασιλέας το φύλαξε στο εικονοστάσιο των ανακτόρων στο Βελιγράδι.

Δέχθηκε επίσης τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον πρίγκιπα της Ελλάδος Χριστόφορο. Ενδιαφέρθηκε να διασφαλίσει τους δεσμούς τόσο μεταξύ των ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και με τους ετεροδόξους.

 Για το σκοπό αυτό αντάλλαξε και σχετική αλληλογραφία (1902-1904).

Στην αρχή του 20ού αιώνα ο Ιωακείμ αντιλαμβάνεται ότι μέσα από την επικείμενη δίνη των εθνικών αντιπαραθέσεων θα δοκιμαστεί η ορθόδοξη οικουμένη, που έχει κέντρο της την Κωνσταντινούπολη.

Γι' αυτό ακριβώς το λόγο στην περίοδο αυτή έχομε τη στροφή του Ιωακείμ προς την Αθήνα και τη σύνδεση του Πατριαρχείου με το εθνικό κέντρο.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο Ιωακείμ επανδρώνει τη Μακεδονία, που δοκιμάζεται από το βουλγαρικό εθνικισμό και την εξαρχία με νέους και δυναμικούς αρχιερείς, πτυχιούχους της θεολογικής σχολής της Χάλκης. 

Οι αρχιερείς αυτοί:
Δράμας Χρυσόστομος (1901), 
Στρωμνίτσης Γρηγόριος (1902), 
Νευροκοπίου Θεοδώρητος (1903), 
Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος (1903), 
Πελαγωνείας Ιωακείμ (1903),
 Γρεβενών Αιμιλιανός (1908) 

χουν ξεπεράσει το πολιτικό και κοινωνικό σχήμα της εθναρχίας και της εθναρχούσας Εκκλησίας, που διαμορφώθηκε από το 1453 και μέχρι το 19ο αιώνα με τα τανζιμάτ και τις μεταρρυθμίσεις.

Οι νέοι αρχιερείς, με τους οποίους ο Πατριάρχης Ιωακείμ επανδρώνει τις δοκιμαζόμενες μητροπόλεις της Μακεδονίας, εμφορούνται από την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία.

 Οι περισσότεροι εγκαθίστανται στη Μακεδονία πριν από τον Παύλο Μελλά και άλλους πρόξενους, οι οποίοι ήλθαν από την Αθήνα για να ενισχύσουν και να διαμορφώσουν το εθνικό φρόνημα των εδώ πληθυσμών, που δοκιμαζόταν από τη δράση των εξαρχικών, βουλγάρων, εθνικιστών.

Όταν οι νεότουρκοι προχώρησαν στο κίνημα του 1908, ζητώντας από το Σουλτάνο την εφαρμογή του Συντάγματος, τα δε μιλέτια των ορθοδόξων ελληνοφώνων και άλλων ρωμιών, των αρμενίων, των εβραίων πανηγύριζαν για την επικείμενη ισονομία και ισοπολιτεία, ο Ιωακείμ προέβλεπε και προέλεγε, ότι η εφαρμογή του συντάγματος θα οδηγούσε στην κατάργηση των προνομίων.

 Οι νεότουρκοι θα καλούσαν τα μιλέτια να υπηρετήσουν τον τουρκικό στρατό και τελικά η αυτοκρατορία θα οδηγείτο στην επικράτηση του νεοτουρκικού εθνικισμού, όπως τελικά έγινε με τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13), με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και ολοκληρώθηκε με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και την οριστική εξολόθρευση και σφαγή μας από την ασιατική πλευρά του Αιγαίου, εν μέσω των εθνοκτονιών και των εθνοκαθάρσεων της νεωτερικής εποχής.

Πρόκειται, όπως είπαμε, για ένα μεγάλο Οικουμενικό Πατριάρχη, 
ο οποίος συνδέεται και τέμνει
 δύο εποχές και δύο κόσμους. 

Την προεθνική εποχή, με τον κόσμο των αυτοκρατοριών και την εποχή των εθνοτήτων με την κυριαρχία του έθνους - κράτους.

 Οι εθνικές ομάδες διαμορφώνουν το 19ο αιώνα τα εθνικά κέντρα: την Αθήνα, το Βελιγράδι, τη Σόφια, το Βουκουρέστι, ως συνέπεια, συνέχεια και αποτέλεσμα της γαλλικής επανάστασης του 1789 και της αρχής των εθνοτήτων, η οποία εισάγει στην ιστορία το λαϊκό κράτος.

Ήταν η εποχή όπου η νέα ιδεολογία του έθνους με νεανικό σφρίγος, ορμή, δυναμισμό και  μεσσιανικό ενθουσιασμό προχωρούσε στη διάλυση των αυτοκρατοριών.

 Στην περίπτωσή μας η Οθωμανική αυτοκρατορία διαμελίζεται από τα έθνη - κράτη της βαλκανικής.

Το 1912, που εξεδήμησε ο Ιωακείμ, μόνο στην περιοχή των Σκοπίων δεν είχαν ξεκινήσει τη διαμόρφωση της εθνοκρατικής ιδεολογίας τους.

Στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι νεότουρκοι, ήδη με το κίνημα του 1909, συνέπεια  και αντίδραση προς τα άλλα εθνικά κέντρα της βαλκανικής, διεκδικούσαν τη διαμόρφωση ενός εθνικού κράτους, το οποίο όμως εκαλείτο να μεταπλάσσει τις μουσουλμανικές ισλαμικές συνειδήσεις της αυτοκρατορίας σε εθνικές τουρκικές συνειδήσεις.

Έχομε, δηλαδή, την πορεία της μεταστροφής της θρησκευτικής συνείδησης σε εθνική. Η επίτευξη αυτού του στόχου ήταν μακρόσυρτη και δύσκολη.

Το έργο αυτό ανέλαβε ο στρατός που συγκροτήθηκε από τους νεότουρκους με επικεφαλής τον Κεμάλ.

Βέβαια και στη δική μας περίπτωση, της ελληνικής επανάστασης και του ελληνικού έθνους - κράτους, οι κρατικές δομές συμβάλουν καθοριστικά στην εθνοποίηση της θρησκευτικής συνείδησης του ρωμιού ελληνόφωνου, του αρβανιτόφωνου, ή του βλαχόφωνου, αλλά και του τουρκόφωνου καραμανλή της Καππαδοκίας, που έρχεται στην Ελλάδα με τις ανταλλαγές των πληθυσμών. 

Όμως σε μας, όπως και στα άλλα βαλκανικά έθνη - κράτη: Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία η σύνδεση της θρησκείας με το έθνος και η κυριαρχία του εθνικού επί του θρησκευτικού υπήρξε ευκολότερο εγχείρημα, διότι η χριστιανική πίστη είναι συγκαταβατική και με τη διδασκαλία της δεν διαπερνά, ούτε καθορίζει κάθε πτυχή της προσωπικής και κοινωνικής ζωής του πιστού, όπως συμβαίνει με το κοράνι και το ισλάμ.

 Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, αλλά και ολόκληρη η ιωακειμική παράταξη, προβλέπει και κατανοεί, στη δεύτερη πατριαρχία του (1901-1912), το τέλος του σχήματος που ζει και υπηρετεί, της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου στο μιλέτ των ορθοδόξων, στο ρουμ μιλέτ, ο Πατριάρχης αποτελεί την κεφαλή του, είναι ο ανώτατος, δηλαδή, άρχοντάς του.

Είναι σίγουρο ότι ο Ιωακείμ ο Γ΄  κατανοεῖ την ολοκλήρωση της πολιτιστικής συμβολής της αυτοκρατορίας.

 Γι' αυτό και σε αντίθεση με την πρώτη του πατριαρχία (1878-1884), που υπερασπίζεται την ορθόδοξη οικουμένη, τώρα στη δεύτερη πατριαρχία του στρέφεται σταθερά προς το εθνικό μας κέντρο, την Αθήνα, όπου προς το τέλος της πατριαρχίας του Ιωακείμ έχει κυριαρχήσει η προσωπικότητα του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Στην Κρήτη, ήδη με το κίνημα στο Θέρισσο το 1905, δημιουργήθηκαν οι δύο παρατάξεις βενιζελικών και αντιβενιζελικών, οι οποίες περί το 1915 θα διαμορφώσουν το γνωστό διχασμό και στο μείζονα ελληνισμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου είχαν προηγηθεί οι παρατάξεις των ιωακειμικών και αντιϊωακειμικών.

Προσεγγίζοντας τους ιωακειμικούς - αντιϊωακειμικούς και τους βενιζελικούς - αντιβενιζελικούς, παρατηρούμε ότι η εφημερίδα «Πρόοδος» της Κωνσταντινούπολης, με το διευθυντή της Σπανούδη που στηρίζει τον Ιωακείμ, γίνεται παράλληλα και στη συνέχεια, ο εκεί εκφραστής των απόψεων του βενιζελισμού.

Επίσης, ο ιωακειμικός επίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος υπήρξε στενός συνεργάτης του Βενιζέλου, μαζί με τους Πέτρας Τίτο και Ιεροσητείας Αμβρόσιο, που εκφράζονται με θαυμασμό για τον Ιωακείμ σε επιστολές τους.

Υπάρχει στενή σχέση και συνέχεια μεταξύ ιωακειμικών και βενιζελικών. 

Οι  ιωακειμικοί αρχιερείς, τα πνευματικά αναστήματα και όσοι πρόσκεινταν προς τον Ιωακείμ συστοιχίστηκαν κατά κανόνα με το Βενιζέλο.

 Αναφέρω όμως και τον ακραιφνή ιωακειμικό Αθηναγόρα Ελευθερίου, πρωτοσύγκελλο του Πατριαρχείου, από τ’ Αλάτσατα της Μ. Ασίας, το μετέπειτα Παραμυθίας, ο οποίος κινήθηκε αταλάντευτα στον αντιβενιζελικό χώρο.

Ο βουλγαρικός στρατός, το Νοέμβριο του 1912, στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, νικάει τον τουρκικό, προελαύνει και καταλαμβάνει την Τσατάλτζα, πενήντα έξι χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ενημερώνεται για τις εξελίξεις.

 Ανησυχεί για τον εκεί ελληνισμό και για τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εάν οι Βούλγαροι καταλάμβαναν την Πόλη.

 Ξαγρυπνάει καθισμένος στο ανοικτό παράθυρο του δωματίου του και από τα ακούσματα των οβίδων παρακολουθεί την πορεία του πολέμου.
Στις 3 Νοεμβρίου ασθένησε από πνευμονία και την Τρίτη 13 Νοεμβρίου 1912 εξεμέτρησε το ζειν ο τελευταίος εν ενεργεία Πατριάρχης του Γένους, μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά από πατριαρχία δεκαεπτά περίπου ετών.

Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Πατριάρχες. 

Εργάστηκε με ζήλο και αφοσίωση για τα όσια και τα ιερά του Γένους μας.

Τον διέκρινε ρεαλισμός και διορατικότητα, γι' αυτό κατανόησε το πνεύμα και τα προβλήματα των εποχών που πατριάρχευσε.

Είναι από τους λίγους μετά την άλωση Πατριάρχες, όπως και ο επί εικοσαετία (1991-2011)  ευκλεώς και θεαρέστως πατριαρχεύων Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που έζησε το μεταίχμιο κοσμογονικών αλλαγών.
Και στις δύο του πατριαρχίες ο Ιωακείμ γνώρισε τη μεγίστη ακμή των ομογενών μας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του είδε την Πύλη να καταρρέει και το Ελληνικό κράτος, με τα άλλα Βαλκανικά κράτη, να οδεύουν προς την ολοκλήρωση των εθνικών τους οραματισμών.

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ υπήρξε μία εκκλησιαστική προσωπικότητα, η οποία είχε το χάρισμα να προσλαμβάνει το μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ’ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του, οριοθετώντας  τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο.

Το 2012, εκατό χρόνια μετά την εκδημία του, ο Ιωακείμ ο Γ΄  συναντάται στον άξονα αυτής της προοπτικής με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, ο οποίος μάλιστα τη χρονιά αυτή, το 2012, έχει ήδη εισέλθει στην τρίτη δεκαετία της ευκλεούς, δυναμικής και λυσιτελούς πατριαρχίας του.

Αμφότεροι οι Πατριάρχες, Ιωακείμ και Βαρθολομαίος, πέραν της μακράς Πατριαρχίας, με την οποία κόσμησαν και κοσμούν τον πανευκλεή και μαρτυρικό Πατριαρχικό Θρόνο της Βασιλεύουσας, διαπνέονται από μια βαθειά και οξύτατη ενόραση περί των κατά καιρούς διαδραματισθέντων και διαδραματιζομένων, σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον.

Αποτελούν δε προφητικές εκκλησιαστικές μορφές σε κρίσιμες εποχές – σταθμούς, όπου παρατηρούνται κοσμογονικές αλλαγές προς αντίθετη, βεβαίως, κατεύθυνση: ο μεν Ιωακείμ, στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, με τη μετάβαση από την πολυεθνική αυτοκρατορία στα έθνη-κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου, ο δε Βαρθολομαίος, μετά την πάροδο σχεδόν εκατονταετηρίδας, από τα περιχαρακωμένα εθνικά σύνολα στην υπερεθνική, πολυπολιτισμική, παγκοσμιοποιούμενη ανοικτή κοινωνία των πολιτών, των πολιτισμών και των λαών. Παρά τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις και εποχές δράσης τους, αμφότεροι, προσλαμβάνοντας τα αιτούμενα των καιρών, ευρίσκονται στην πρωτοπορία των εξελίξεων, προσδίδοντες πρωταγωνιστικό και όντως οικουμενικό ρόλο στην πρωτόθρονη και πρωτεύθυνη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, τόσο σε διορθόδοξο, όσο και σε διαχριστιανικό επίπεδο και ευρύτερα.

Ο Ίων Δραγούμης, το 1908, σε μια μεταβατική εποχή, συνάντησε τον Πατριάρχη.

 Η νεοτουρκική επανάσταση ήταν γεγονός.

Όλα  διακυβεύονταν.
 Ίσως διαφαινόταν ότι τελικά δεν θα διασωζόταν μετασχηματιζόμενη η αυτοκρατορία, αλλά  θα διαλυόταν  από τα εθνη-κράτη.

 Στο «Όσοι ζωντανοί» ο Δραγούμης περιγράφει τις εντυπώσεις του από τη συνάντησή του με τον εβδομηντατετράχρονο  πατριάρχη, με τις οποίες θα ήθελα να τελειώσω την αποψινή  προσέγγιση στον Ιωακείμ Γ΄:

«Είχε κληρονομήσει τη θέση του και κάθουνταν, σαν προαιώνια, στο θρόνο των Πατριαρχάδων στην Κωνσταντινούπολη. 
Στα χέρια του είχε έναν παμπάλαιο οργανισμό, την Εκκλησία, και στα δάχτυλα έπαιζε όλες του τις λεπτομέρειες. 
Και θυμήθηκε ο Αλέξης άξαφνα το μαρμαρένιο Μωϋσή του Μιχαήλ - Αγγέλου που κάθεται ασάλευτος αιώνες στο θρόνο του, τον πέτρινο στη Ρώμη. 
Το στόμα του θεληματικό και πεισματάρικο έμοιαζε, η ματιά του έμοιαζε, το βαρύ κορμί του ίδιο, και το δυνατό του μπράτσο με τις φλέβες ανακουφωτές, αν το ξεγύμνωνε θα ήταν απαράλλακτο, σαν έτοιμο για να συντρίψει βασιλιάδες. 
Και τότε απόμεινε αμίλητος ο Αλέξης που ένοιωσε τη δική του την αδυναμία.
 Ποιόν οργανισμό ανθρώπινο είχε στα χέρια του αυτός για να ορίζει ανθρώπους; 
Μπροστά του δεν είχε άνθρωπο αλλά δύναμη, που θα υποχωρούσε όχι σε συζήτηση παρά σε άλλη δύναμη. 
Παιδεύτηκε μια στιγμή ο Αλέξης να καταλάβει αν αυτός, ο από τους πρώτους Έλληνες στοχάζεται κατά το σύγχρονο ελληνικό τρόπο, τον εθνικιστικό, μα ένοιωσε αμέσως πως ο εξαιρετικός αυτός ακατέργαστος άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Ελληνισμό παρά τόσο μονάχα όσο χρειάζεται για να βασταχτεί Πατριάρχης. Μόνο έτσι θα είναι σύμφωνος με τον εαυτό του. 
Τέτοιον τον κατάλαβε τον Πατριάρχη ο Αλέξης και καταχάρηκε, γιατί στην τόση στειροσύνη ανθρώπων ηύρε στον Ελληνισμό κ' ένα δυνατόν άνθρωπο».


Δεν υπάρχουν σχόλια: