Ο Υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης |
του Γ. Χ. ΜΟΔΗ
από το διήγημά του
«Πώς παραδόθηκε η Φλώρινα».
H Φλώρινα ήταν άνω κάτω.
Ό Τουρκικός στρατός υποχωρούσε άπ' το Μοναστήρι ύστερα από τριήμερη μάχη με τους Σέρβους και έφευγε για την Κορυτσά και τα Γιάννινα.
Άλλος στρατός έφευγε μπροστά στους Έλληνες απ' το 'Αμύνταιο και την Κέλλη.
Φάλαγγες πεζικού, κανόνια, άλογα, μεταγωγικά, αστυνομικοί, χωροφύλακες, πυροβολητές χωρίς κανόνια, φαντάροι χωρίς τουφέκια, άνθρωποι και ζώα όλοι ανακατωμένοι, κατατσακισμένοι, αποκαρδιωμένοι, με τη σφραγίδα της ήττας στα σκυμμένα κεφάλια τους περνούσαν σε διαδοχικά και ατέλειωτα μπουλούκια χωρίς καμμιά τάξη και σειρά.
Τα αξιοθρήνητα λείψανα του υπερήφανου Αυτοκρατορικού στρατού ένα πια σκοπό είχαν:
Τη φυγή.
Έσταθμευαν στην Φλώρινα ν' ανασάνουν και να βρουν τρόφιμα πριν πάρουν τον απότομο ανήφορο για το Πισοδέρι και έχαναν και τη λίγη συνοχή που είχαν.
'Οσοι χριστιανοί στρατιώτες είχαν απομείνη ακόμα στους λόχους κύταζαν να τρυπώσουν σε κανένα χριστιανικό σπήτι.
Μαζύ τους προσπαθούσαν να κρυφθούν για να αιχμαλωτισθούν και οι Τούρκοι έφεδροι άπ' την Εδεσσα, τη Βέρροια και τ' άλλα μέρη που είχε καταλάβη ό 'Ελληνικός στρατός.
Τι θα πήγαιναν να κάμουν στα άξενα και χιονισμένα βουνά της Ηπείρου και της 'Αλβανίας ;
Eίχαν τα σπήτια τους, τις οικογένειες τους που ό 'Αλλάχ μόνον είξερε σε τι κατάστασι βρίσκονταν τώρα που o τόπος έπεσε στα γκιαούρικα χέρια.
Μαζύ με τις στρατιωτικές έμπαιναν στην πόλι κι άλλες φάλαγγες ακόμη θλιβερώτερες. Ήσαν οι τουρκικοί πληθυσμοί της επαρχίας Καϊλαρίων.
Έφευγαν για δεύτερη φορά άπ' τον 'Ελληνικό στρατό και τώρα — υστέρα άπ' το ατύχημα της πέμπτης Μεραρχίας — είχαν κάθε λόγο να τρέμουν την οργή του.
Τραβούσαν για το Μοναστήρι όπου τα φράγκικα προξενεία και το πολύ πλήθος τους έδιναν κάποια ελπίδα ασφαλείας...
Όλη, την πορεία τους είχαν σημαδέψη με ζώα, γυναίκες και παιδιά που έμειναν κολλημένα στη λάσπη και τα έπαιρνε κανείς από μακρυά για ζωντανά... τα πολεμικά όμως γεγονότα τους ανάγκασαν ν΄ άφίσουν το απροσπέλαστο πιά λιμάνι της σωτηρίας και να στρέψουν για την Φλώρινα.
Με τις προϊστορικές βωδάμαξες και τα γαϊδουράκια τους έπλημμύρισαν τα τζαμιά, τα χάνια, τα τούρκικα σπήτια και τους δρόμους.
Πολλοί έμειναν στό ΰπαιθρο με πρόχειρη στέγη ένα πάπλωμα τεντωμένο πάνω άπ΄ τα ξύλα της βωδάμαξας.
Έσκυβαν τα κεφάλια για να μη βλέπουν στα μάτια των γκιαούρηδων τη λάμψη της κρυφής χαράς.
Όλα τα είχαν χάσει.
Το βασίλειο, τα σπήτια, τα κτήματα, τα κοπάδια τους.
Και κανείς δεν είξερε τι έμελλε ακόμα να ιδούν τα μάτια τους σε ξένους τόπους άνάμεσα στα συντρίμια του δικού τους στρατού και τα κανόνια των δύο έχθρων που προχωρούσαν ακάθεκτοι κι άπ' τις δυό μεριές και τους έκλειαν σαν πύρινη τανάλια στη μέση.
Ήσαν χανούμισες που είχαν χάση και αυτά τα γιασμάκια τους .. . Άραγες οι άγριοι άπιστοι αξιωματικοί θα τις άφιναν να κρύβουν και στα έξης τα πρόσωπα τους;
Δεν υπήρχε κίνδυνος να τις απαγάγουν στα χαρέμια τους;
Κι' ωσάν να μη έφθαναν όλ΄αυτά στα γενικό ανακάτωμα και την ανήκουστη σύγχυσι όπου μια αυτοκρατορία πεντακοσίων χρόνων τραγικά κατέρρεε, έπαιρναν μέρος και τα είρηνικώτερα των πλασμάτων τα πρόβατα.
Μεγάλα γκέγκικα κοπάδια που κατέβαιναν άπ' τ' Αλβανικά βουνά για τα χειμαδιά είχαν άποκλεισθή στον κάμπο της Φλώρινας.
Οι τραχείς βοσκοί τους εμπρός στη γενική των ομοθρήσκων τους φυγή έφυγαν και αυτοί και τα παράτησαν στην τύχη τους.
Και τα αθώα αυτά πρόβατα έγύριζαν στους δρόμους της Φλώρινας και στα πόδια των φυγάδων και των προσφύγων που είχαν άλλες έννοιες, αδέσποτα, με τα βελάσματα και τα κουδουνίσματα τους σ' άναζήτησι κυρίου και λίγου χόρτου.
Στη Φλώρινα η αγορά ήταν κλειστή.
Στους δρόμους κυκλοφορούσαν μονάχα στρατιώτες πρόσφυγες και ζώα χωρίς να ξέρουν που έπήγαιναν και σταματούσαν απότομα στό παγωμένο καλντερίμι χωρίς να ξέρουν τι περίμεναν. Καμία εξουσία δεν υπήρχε.
Οι αρχές έσπευσαν να πάρουν τον δρόμο της Κορυτσάς πρώτες στους πρώτους.
Τ' ασύντακτα μπουλούκια των φυγάδων δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν στρατιωτικά τμήματα.
Μ' όλα ταύτα κανένα κρούσμα βίας και αρπαγής δεν είχεν εκδηλωθή.
Οι πεινασμένοι και παγωμένοι στρατιώτες και πρόσφυγες έβλεπαν κλειστά τα πλούσια μαγαζιά και έγύριζαν πάνω κάτω να βρουν κανένα ξεροκόμματο.
Η μεγάλη και αναπάντεχη κατάρρευσι γέμιζε τις ψυχές όλων δέος.
Ίσως πάλιν ο Γιάννης να φοβόταν το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.
Μοναδική έξαίρεσι απετέλεσαν μερικές . . . γυναίκες και μικρά παιδιά. Ρίχτηκαν ξαφνικά στό σπορ να πιάνουν και αφοπλίζουν τους Τούρκους στρατιώτες.
Είχε δημιουργηθή η άμιλλα ποια θα μάση περισσότερα μάουζερ...
Οί αγέρωχοι και άγριοι «άσκέρ» άφιναν τώρα να τους ρεζιλεύουν αι θρασεΐς γκιαούρισες χωρίς κάν να κάμουν τον κόπο να προβάλουν την παραμικρότερη άντίστασι.
Τό πρωί της 6ης Νοεμβρίου 1912 ό Μητροπολίτης Φλωρίνης Πολύκαρπος παρακολουθούσε από το Μητροπολιτικό μέγαρο με πολλήν ανησυχία την κατάστασι.
Αν έπεφτε μια τουφεκιά και άρχιζε μέσα στην αναρχία άλληλοσκοτωμός χωρίς αρχή, τέλος και σκοπόν ;
Αν ξεσπούσε στην απελπισία του ό Μουσουλμανικός φανατισμός;
Στα Σέρβια πριν λίγες μέρες μια σφαγή τών φυλακισμένων και κρατουμένων είχεν άκολουθήση την ύποχώρησι τών Τούρκων άπ' το Σαραντάπορο.
Ήλθε βιαστικός στη Μητρόπολι ό Γιουσούφ Μπέης ό σημαντικώτερος
μπέης της Φλώρινας. ήταν ένα ζωντανό πτώμα.
— Δεσπότ
έφέντη. Ηρθα να σε αποχαιρετήσω και να σοΰ παραδώσω τα κλειδιά.
— Γιά που ώρα
καλή; Και τι κλειδιά ; κάτσε να πάρης πρώτα ένα καφέ.
— Δεν έχω
καιρό Μητροπολίτ έφέντη. Φεύγω για την Κορυτσά. Ό υιός μου έφυγε κι όλας με το
στρατό.
— Μά Γιουσούφ
μπέη ! Πόλεμος είναι. Δεν ξέρει κανείς τι γίνεται από μιαν ώρα στην άλλη. Και
πριν δυό εβδομάδες είχαν φθάση οι Έλληνες ώς μέσα στη Νεβολιάνη.
— Τώρα πιά
δεν έχει γιατριά. Πάει το δικό μας. Πάρε σε παρακαλώ τα κλειδιά και φύλαξε το
σπίτι μου.
Σε σένα το έμπιστεύουμαι.
κι ό Πολύκαρπος έσπευσε να παραγγείλη ατούς δασκάλους να ετοιμάσουν ελληνικές σημαίες το πράγμα έγινε γνωστό στους Τούρκους κι' από πολλές περιπέτειες τον γλύτωσε τότε ό Γιουσούφ μπέης.
— Θά κάμω μπέη ότι μπορώ. Μά που άφίνεις τόσα κτήματα και τσιφλίκια, τόση περιουσία ; και τι θα γίνη ό μικρός, ό φτωχός κοσμάκης άμα φύγετε οι μπέηδες και πρόκριτοι ;
Ό Γιουσούφ μπέης δεν μπόρεσε να κρατηθή.
Σωριάσθηκε σε μια καρέκλα και άναλύθηκε σε κλάμματα μικρού παιδιού.
— Εχεις δίκηο Δεσπότ έφέντη, είπε μόλις συνήλθε.
— Νά γίνη τίποτε καλλίτερο. Έγώ άναλαμβαίνω με τ' όνομα τού Θεοΰ να σας προστατέψω αν μπουν πρώτα οι "Ελληνες. Ποιοι είνε πιο κοντά;
— Οι Σέρβοι.
— Κυτάξτε λοιπόν. Σκεφθήτε καλλίτερα.
— Εϊπαν κι' όλας οι δικοί μας να μαζωχθούμε στον Τεκέ.
— Τόσο το καλλίτερο. Μη χάνετε καιρό. Πάρε τα κλειδιά σου. Ό Γιουσούφ μπέης έφυγε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίζονται στη Μητρόπολι δύο Τούρκοι πρόκριτοι οι Χαντζή Τζαφέρ Χαφΐζ και Κιουτσούκ Άμέτ άγά. Χαιρετούν μ' εδαφιαίους τεμενάδες το Μητροπολίτη και όρθιοι με τα χέρια στό στήθος λέγουν :
— Νά μας συγχώρεση η υμετέρα εξοχότης Δέσποτ έφέντη. Στον Τεκέ έχουν μαζωχτή ο Μουφτής και οι μπέηδες και αγάδες και περιμένουν την έξοχότητά σας. "Ας εύαρεστηθή νά έλθη.
— Τι με θέλουν ;
— Νά σκεφθούμε για την κατάστασι.
— 'Εγώ; Τϊ να κάμω; Τι μπορώ να κάμω!! Μά άφ' άφού επιμένουν! Έρχομαι. Oi δυό απεσταλμένοι άποσυρθησαν με εδαφιαίους πάλι τεμενάδες και ό Μητροπολίτης έτοιμάσθηκε να τους άκολουθήση.
— Που θά πάτε Σεβασμιώτατε; Παρατήρησε ό Τέγος Σαπουντζής που ηταν παρών. Ξέρει κανείς τι μπορεί να βγή; !
— Μά μας περιμένουν.
— "Ας έρδουν οι ίδιοι έδώ. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι στρατιώτες και Καΐλαριώτες.
—"Αν θέλουν το κακό μπορεϊ να μάς βρη και έδώ μέσα. Μά καλλίτερα να μη βγούμε έξω. Oi δυό απεσταλμένοι ξαναπρόβαλαν με τους τεμενάδες τους και την πρόσκλησι να έπισκεφθή ο Μητροπολίτης το Τεκέ.
Αυτή τη φορά δεν άπομακρύνθηκαν πριν ξεκινήσουν μαζύ τους ό Μητροπολίτης και ό Σαπουντζής. Είχαν μάλιστα τη πρόβλεψι να μη τους περάσουν άπ' τον κεντρικώτερο δρόμο όπου κανένας στρατιώτης ή Καϊλαριώτης μπορούσε να πετάξη καμμια βρισιά στό θρησκευτικό αρχηγό τών απίστων.
Τό εσωτερικό τού Τεκέ παρουσίαζε εκείνη την ήμερα ένα θέαμα από εκείνα που δέ το λησμονάει κανείς σ' όλη του τη ζωή.
Όγδόντα ώς εκατό μπέηδες και αγάδες, οι πρόκριτοι της Φλώρινας, έστεκαν έκεί πρασινοκίτρινοι, ώχροπράσινοι, έξουθενωμένοι.
Θρηνούσαν σιωπηλά και γι' αυτό πιο βαδειά την Αυτοκρατορία τους, το άγαλίκι τους και ίσως και τα όλα τους.
'Εάν ένα μαχαίρι άνοιγε όλες τις φλέβες τους είναι ζήτημα αν έσταζε και μια σταλαγματιά αίμα.
Σηκώθηκαν όρθιοι χωρίς να σηκώσουν τα μάτια μόλις έπρόβαλε στην πόρτα ό Μητροπολίτης και τον έβαλαν να καθίση στη μέση στην ψηλότερη καρέκλα.
Ύστερα από μια μικρή και παγερή σιωπή πήρε το λόγο ό Μουφτής Μεχμέτ Χουλουσή έφέντης ένας κοντόχονδρος και ολοστρόγγυλος γέρος με άσπρα στρογγυλά γένεια.
— Μητροπολίτ έφέντη, είπε κυτάζοντας καταγής, εκαλέσαμε το υψηλό άτομο σας γιατί... γιατί... Η γλώσσα του εκείνη τη στιγμή δεν εννοούσε να προχώρηση. Στό χονδρό σβέρκο του ανέβηκε το αίμα του γοργό και ακράτητο και τον έκαμε πιο κόκκινο κι' άπ' το φέσι του που το τύλιγε πλατύ άσπρο σαρίκι. 'Υπήρχε κίνδυνος να πάθη άμεση συμφόρησι. Πήρε μια βαθειά ανάσα με τα μάτια πάντοτε στραμμένα στα παπούτσια του και εξακολούθησε.
— Ετσι ήταν το θέλημα τού 'Αλλάχ. Θα μπορέσετε να μας φυλάξετε Μητροπολίτ έφέντη ;... τα παιδιά ;... Τις φαμίλιες μας ;...
— Μα γιατί γιατί τα λέτε όλ΄αυτά; Τι συμβαίνει; Έμείς δεν ξέρουμε τίποτε, αποκρίθηκε επιφυλακτικός και διστακτικός ό Μητροπολίτης.
— Μητροπολίτ έφέντη, με λίγα λόγια γιατί δεν έχομε καιρό για πολλά, αύτη είνε η κατάστασι.
Το Μοναστήρι έπεσε καί οι Σέρβοι σιμώνουν.
Είνε στα πρόθυρα της Φλώρινας.
Οι Έλληνες ξαναβρίσκονται στο Σόροβιτς (Άμύνταιον).
Άλλοι έφθασαν στό Γκορνίτσοβο (Κέλλη) άπ' το Οστροβο (Αρνισα) καί τη Θεσσαλονίκη.
Στό χωριό σου το Γκορνίτσοβο, Τέγο έφέντη, είπε γυρίζοντας στό Σαπουντζή καί σηκώνοντας για πρώτη φορά τα γαλανά μάτια του, ό φίλος σου ό Ριφάτ βέης έχασε όλο το τάγμα του. Λοιπόν τι λέτε ; θα μας προστατέψετε;
— Θα κάμω Μουφτή έφέντη κάθε τι που είνε δυνατό. Να είσθε σίγουροι. Είνε καθήκον μου. Μας το λέει και η θρησκεία μας. Ζήσαμε μαζύ πεντακόσια χρόνια. Βέβαια αν έλθουν οι "Ελληνες τα πράγματα θα είνε εύχολώτερα και ό λόγος μου θα έχη μεγαλύτερη πέρασι. — Μά για σταθήτε, διέκοψε ό Σαπουντζης που φοβήθηκε ότι ό Μητροπολίτης είχε παραπροχωρήση καί έκτεθή. Η υψηλή 'Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν πέθανε. "Εχει δόξα τώ Θεώ δυνάμεις ανεξάντλητες. Κι' ό Θεός είνε μεγάλος.
— Τέγο έφέντη, είπε τότε ο Γιουσούφ μπέης.
Την διπλωματία άφησε κατά μέρος.
Δεν είναι σήμερα καιρός. Έμείς μιλάμε ανοικτά καί σας λέμε:
'Αποφασίσαμε όλοι μαζύ να παραδώσουμε τη Φλώρινα στούς δικούς σας. Δείξατε καί σεις τον ανθρωπισμό σας. Σας έχομε για βασιλικό γένος.
— Και τα Ιερά βιβλία μας λέγουν, έπρόσθεσε σαν άψυχη ήχώ ή σαν να μιλούσε στό κενό ό Μουφτής,
ότι τα μέρη αυτά τα πήραμε άπ τους Ρούμ (Ρωμηούς) καί σ' αυτούς είναι γραμμένο να τα παραδώσουμε.
‘Ετσι το θέλησε ό 'Αλλάχ. Τι λέει το υψηλό πρόσωπο σας Μητροπολίτ έφέντη;
— Τι να πω ! Είμαι κι' έγώ σύμφωνος μαζύ σας...
— Πρέπει να βιασθούμε. Οι Σέρβοι πλησιάζουν.
—Τι πρέπει να κάνουμε;
— Νά στείλουμε μια επιτροπή στό Σόροβιτς να πη στους "Ελληνες πώς τηΦλώρινα παραδίνεται σ' αυτούς και να τρέξουν να προλάβουν να την καταλάβουν.
— Μάλιστα. Σύμφωνοι, συμφωνότατοι, είπαν με μια φωνή Μητροπολίτης και Σαπουντζής στέλνοντας περίπατο κάθε περίσκεψι και επιφυλακτικότητα.
— Γράψτε λοιπόν Μητροπολίτ έφέντη μιαν επιστολή με την σφαγίδα σας προς τον "Ελληνα Στρατηγό. "Ας έτοιμασθή καί τη'Επιτροπή. Έμείς έχουμε τα άλογα καί τρεις δικούς μας έτοιμους. Χρειάζεται χωρίς άλλο καί ένας παπάς.
— "Ενας παπάς; ! Οι δρόμοι είναι γεμάτοι στρατιώτες καί Καϊλαριώτες ...
— Χωρίς παπά πάλιν μπορεί να τους σκοτώσουν στό δρόμο οι χωριάτες, οι αντάρτες, οι κομιτατζήδες, οι Έλληνες στρατιώτες. Καί δεν θα κάνουμε τίποτε.
— Θά βρεθή και παπάς, είπαν ό Μητροπολίτης και ό Σαπουντζής. 'Εκείνη τη στιγμή έμπαινε στον Τεκέ καί ό Βούλγαρος παπάς που τον είχαν επίσης καλέσει οι Τούρκοι.
— Παπά έφέντη, του είπε ό Μουφτής. Έμείς μείναμε σύμφωνοι καί όλοι αποφασίσαμε να παραδώσουμε την πόλι στους "Ελληνες. Σεϊς έχετε καμμιά αντίρησι;!
Ό παπάς μπρος στην τόση αναπάντεχη ερώτησι ταχασε.
— Μια που οι δικοί τους είναι πολύ μακρυά, αποκρίθηκε ό Σαπουντζής, προτιμάει κι' αυτός τους ιδικούς μας. Ετσι δεν είναι Παπαναστάση;... Ό Παπαναστάσης συγκατένευσε.
— Μαμάλιστα. Βεβέβαια.Σέ λίγη ώρα η επιτροπή ήταν έτοιμη.
Τρείς Τούρκοι,
ένας Βούλγαρος ό Παπαναστάσης,
δυό Έλληνες ό φαρμακοποιός Μενέλαος Βαλάσης και ό Παπαθανάσης, αρχηγός της πρεσβείας που κρατούσε το γράμμα τού Μητροπολίτη και δεν έδίσταζε οΰτε στιγμή νά πάρη μέρος στην επικίνδυνη αποστολή άν και οι οικείοι του έβαλαν τις φωνές και τα κλάμματα.
Ώς οδηγός προσεφέρθηκε ό Νικόλας Έξαρχος από το Φλάμπουρο. Πέρασαν ανάμεσα άπ' τα αναστατωμένα χωριά, τις Τουρκικές οπισθοφυλακές, τις 'Ελληνικές προφυλακές και μεσάνυχτα έφθασαν έξω άπ' το Άμύνταιον όπου έδωκαν το γράμμα τού Μητροπολίτη στον Διοικητή της Ε' Μεραρχίας Στρατηγό Γεννάδη.
Τήν άλλη μέσα Μητροπολίτης, πρόκριτοι και συγγενείς των Παπαθανάση και Βαλάση μαζεμμένοι στη Μητρόπολι περίμεναν με αγωνία ειδήσεις της επιτροπής.
Έξαφνα κατά τάς 10 το πρωΐ άκούσθηκαν στό κάτω μέρος της πολιτείας άπ' το δρόμο προς τον κάμπο φωνές που έμοιαζαν με ζητωκραυγές.
Ό θόρυθος ολοένα δυνάμωνε, φούντωνε και σίμωνε.
Ξεδιάλεγαν πιά καθαρά τα «Ζήτω» και «Χριστός ανέστη» !...
Τρεις Ελληνες Ιππείς διέσχιζαν με τα σπαθιά στό χέρι το κεντρικό δρόμο που ήταν ακόμα γεμάτος Τούρκικο στρατό.
Σταμάτησαν μπροστά στη Μητρόπολι για ν' αναφέρουν στό Μητροπολίτη ότι ό αρχηγός τους περίμενε στην είσοδο της πολιτείας την παράδοσί της.
Ό Μητροπολίτης, ό Μουφτής και άλλοι Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι έτρεξαν να προύπαντήσουν τον ύπίλαρχον Άρτην καΐ να τού παραδώσουν την Φλώρινα.
Άπ' την άλλη άκρη έμπαινε και ό παλαιός γνώριμος της υπίλαρχος Πανουσόπουλος. Λίγα λεφτά αργότερα έκαμνε την είσοδο του ολάκερο Σερβικό σύνταγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου